Οι ξυπόλητες των ταινιών, αρ. 52 και οι ξυπόλητες των βιβλίων, αρ 1. Οι οικείες & οικιακές

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 79 (Ιούλιος 2025), εδώ

Φαίδρα. Στην μέση ενός χλιαρού Οκτωβρίου, αρχές τρίτης γυμνασίου και δεύτερου απογευματινού διαλείμματος, ανάμεσα στην παντοκρατορία του μπλε τζην χρώματος στο προαύλιο διέκρινα μια λευκότητα στα χαμηλά. Η «καινούργια» στην τάξη μας Φαίδρα φορούσε σανδάλια Η καρδιά μου αντέδρασε χτυπητά καθότι ήταν η πρώτη μου συμμαθήτρια με τα κλασικά δερμάτινα σανδάλια που μέχρι τότε έβλεπα μόνο σε τουρίστριες και σπανιότερα σε φοιτήτριες στο κέντρο. Αδυνατούσα να τραβήξω τα μάτια μου· ακόμα και μέσα στην αίθουσα προσπαθούσα να τα εντοπίσω ανάμεσα στο δάσος των ποδιών κάτω από τα θρανία. Παρατηρούσα και τους υπόλοιπους για να συλλάβω γοητευμένους συναδέλφους αλλά διαπίστωσα πως δεν τα πρόσεχε κανείς. Αν είναι ποτέ δυνατόν! Τι άρεσε σε αυτούς τους ανθρώπους; Ένοιωσα ακόμα πιο μόνος μέσα στο γούστο μου αλλά καλύτερα έτσι: χωρίς αντίπαλο, είχα το προβάδισμα σε κάποια φιλοφρόνηση.

Όπως ένα ερωτικό όνειρο μπορεί να αλλάξει εντελώς την διάθεση απέναντι σ’ ένα ως τότε αδιάφορο πρόσωπο, έτσι και μια αποκάλυψη ποδιών μπορούσε να με αιχμαλωτίσει στην γοητεία της ιδιοκτήτριας. Τώρα ακόμα περισσότερο: δεν ήταν μόνο η συνήθης ακαλλώπιστη ομορφιά της ηλικίας τους αλλά και το ίδιο το γεγονός μιας τέτοιας σπάνιας γύμνωσης στις νέες της δεκαετίας του ’80. Η Φαίδρα πλέον μου φαινόταν ερωτικότατη με το υποδειγματικά οβάλ πρόσωπο, την χαμογελαστή στραβάδα των δοντιών και την αντίθεση να έχει μόνιμα τα χέρια στις τσέπες αλλά σήμερα να βγάζει τα πόδια έξω απ’ τις δικές τους. Είχε μεσαία μαλλιά, κατάισια σαν πράσα, και σαφώς ανήκε στην συνομοταξία των φρικιών, όπως λέγονταν τα κορίτσια που δεν ντύνονταν στα ροζ, αυθαδίαζαν δικαίως στους καθηγητές, είχαν χακί τσάντα γεμάτη γραμμένα συγκροτήματα κι έκαναν παρέα μόνο μεταξύ τους ή με τον εαυτό τους. Ήταν πρώτες στις αποχές, δεκτικές σε κοπάνες και έπαιρναν ένα δυο τσιγάρα μάρκας Ρεκόρ που πουλούσε χύμα το περίπτερο μπροστά στον σεπτό ναό του Αγίου Δημητρίου επί της οδού Κυψέλης. Η Φαίδρα ήταν μια από αυτές.

Την προσέγγισα με δυο απρόσκλητα τραυλίσματα κι ένα δόλωμα που ευελπιστούσα ότι θα την άρπαζε. Αύριο παίζει την Ζούγκλα του μαυροπίνακα στην κινηματογράφο Κυψέλη. Οι μαθητές βασανίζουν τους καθηγητές τους, φοβερή φάση, έχω προσκλήσεις για την απογευματινή παράσταση, θέλεις να πάμε μαζί; Φυσικά και δεν είχα, απλώς θα πήγαινα νωρίτερα να πάρω τα δυο εισιτήρια θυσιάζοντας τον δίσκο του εξαμήνου, που αγόραζα με το ελάχιστο παροδικό χαρτζιλίκι. Οκ, πες ώρα, είπε κάπως αμήχανα, αλλά είχε ήδη ανάψει την μηχανή που με ένα «ναι» ζεσταίνει τα σωθικά. Εντυπωσιάστηκα που δεν δοκίμασε ούτε μία από τις προκαταρκτικές αρνήσεις των κοριτσιών. Ήταν όντως φρικιό.

Δεν τόλμησα να της πω να φορέσει τα σανδάλια, ελπίζοντας πως θα το κάνει από μόνη της. Δώσαμε ραντεβού στη έξοδο του σχολείου – ποτέ δεν την λέγαμε είσοδο. Έφτασα μισή ώρα νωρίτερα και στήθηκα στην απέναντι γωνία μπροστά από το περίφημο 60ό, ένα ψηλό πυργοειδές κτίσμα, πρώην νοσοκομείο της Αεροπορίας, με στριφογυριστές σκάλες και υπόγεια καταφύγια. Ο μισητός τόπος τώρα μου φαινόταν ωραιότατο φόντο για την σκηνή του ραντεβού και το πόστο ιδανικό για να την δω να κατεβαίνει την Κεφαλληνίας, σαββατιάτικη και σανδαλάτη μόνο για μένα, να πιστώσω μια τέτοια εικόνα στο σχολικό κτίσμα, να του προσδώσω μια ομορφιά που θα του έμενε για πάντα. Έμεινα να κοιτάζω το βάθος του δρόμου για ένα σαρανταπεντάλεπτο (ολόκληρο ημίχρονο ποδοσφαιρικού αγώνα!) μέχρι να φανεί το αργό της περπάτημα, και μια δίλεπτη καθυστέρηση ώσπου να διακρίνω την λευκότητα χαμηλά, υπερβολικά λευκή όμως για να δηλώνει γύμνια: είχε έρθει με τα αθλητικά της, κι ας ήταν η μέρα ακόμα πιο ζεστή από χθες. Κατάρρευση, ανάνηψη. Γεια, γεια, πάμε; πάμε. Καθώς κατεβαίναμε την Κυψέλης ένοιωθα δοχείο που αδειάζει απ’ το μισό του περιεχόμενο κι έπρεπε άμεσα να διατηρήσω το άλλο μισό.

Μπορεί μια φιλοφρόνηση να γίνεται καθυστερημένα; αναρωτήθηκα. Ωραία τα χθεσινά σου σανδάλια, τόλμησα. Χαμογέλασε με τα μάτια κάτω: Ευχαριστώ. Τώρα το θυμήθηκες; Είχε πάντα μια απότομη ετοιμότητα και μου ήρθε να της δώσω μια ξεγυρισμένη απάντηση: Όχι, τα σκέφτομαι ακατάπαυστα από εχθές, ακόμα και πριν κοιμηθώ. Τελικά αντιχαμογέλασα και παρέτεινα την συζήτηση: Από πού τα πήρες; Από το Μοναστηράκι. Να τα ξαναβάλεις. Καλά. Είχα το πλεονέκτημα μιας οριστικής εξομολόγησης σε λίγα διαθέσιμα μέτρα· μετά θα μας κατάπινε η μαύρη αίθουσα, όπως ακριβώς κατάπια και την γλώσσα μου. Παραλίγο να μας πατήσει κι ένα αθόρυβο, ως συνήθως, τρόλεϊ, και το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε στην άμυνα απέναντι στον εξαγριωμένο οδηγό. Είχαμε πλέον φτάσει· όμως κανείς δεν θα μου έπαιρνε την στιγμή που όριζα ως κορυφαία της εβδομάδας: την μετάβαση από το φυσικό φως του δρόμου στο σκοτάδι του κινηματογράφου. Αρκούσε το τράβηγμα της βαριάς κουρτίνας και όλα άλλαζαν. Βρισκόμουν κάθε φορά αλλού και οπουδήποτε, με άλλους και οποιουσδήποτε, και μοιραζόμασταν κάθε έγνοια. Και τώρα ετοιμαζόμουν να σκοτιστώ μαζί της. Της πρόσφερα το πρόγραμμα που αγόρασα υπό την πίεση της ταξιθέτριας, το γνωστό δισέλιδο με τον τίτλο του έργου, δυο γραμμές με την υπόθεση του έργου, άλλα δυο κουτάκια με τα προσεχώς και διαφήμιση του γειτονικού ζαχαροπλαστείου «Εκλαίρ» και της κομμώσεων «Βιβή», και το σχολιάσαμε γελώντας, άρα τα έβγαλε τα λεφτά του. Και θα είχα μερικά λεπτά ακόμα αν ο από πάνω δεν ξεκινούσε την παράσταση νωρίτερα. Έστω, μια άλλη μαγεία ξεκινούσε. Μέχρι τώρα η πραγματικότητα σε σχέση με τα εκθαμβωτικά τεκταινόμενα της οθόνης μου φαινόταν λίγη, αλλά αυτή τη φορά, η αληθινή πρωταγωνίστρια βρισκόταν δίπλα μου, σ’ ένα εφηβικό έργο που μόλις άρχιζε και θα μπορούσε να είναι αισθηματικό και περιπετειώδες μαζί. Και ήθελα να πιστεύω ότι είμαστε λιγότερο υποκριτές – αν και, τι είναι η εφηβεία παρά μια ατέλειωτη προσπάθεια να υποδυθούμε κάποιον άλλον;

Anne. Στο απέναντι έργο ένας καθηγητής διοριζόταν σε ένα κακόφημο δημόσιο σχολείο, οι μαθητές του οποίου δεν ήταν απλά ανυπάκουοι αλλά και επιθετικοί απέναντι στο προσωπικό. Ένας συνάδελφος τον ενημέρωσε πως τους προσλαμβάνουν μόνο και μόνο για να κρατούν τα παιδιά μέσα σ’ εκείνο τον σκουπιδοτενεκέ, ώστε οι γυναίκες τις πόλης να μπορούν για λίγες ώρες τα πρωινά να κυκλοφορούν χωρίς να κινδυνεύσουν. Κάποιο απόγευμα ο καθηγητής, που είχε μείνει ως αργά, βρήκε ένα γοβάκι στον διάδρομο, και περίεργος προχώρησε στις άδειες αίθουσες· τότε άκουσε τις πνιχτές κραυγές της συναδέλφου του κυρίας Χάμοντ την οποία επιχειρούσαν να βιάσουν, και την έσωσε την τελευταία στιγμή, αναπόφευκτα με άσκηση βίας, ενώ εκείνοι τράπηκαν σε φυγή, όχι χωρίς απειλές.

Σκοτεινιασμένος από το συμβάν ο καθηγητής επέστρεψε σπίτι του, ενώ η γυναίκα του Anne, μια τυπική ξανθή κοντομαλλούσα Αμερικανίδα του ’55, ξαπλωμένη στο κρεβάτι με την λευκή της πιτζάμα, βούρτσιζε τα μαλλιά της, κινώντας κυκλικά τα ελαφρώς ανασηκωμένα πόδια της, που πάνω από την ξέστρωτη κουβέρτα έκαναν κύκλους ευφρόσυνης διάθεσης, χωρίς ακόμα να έχει αντιληφθεί την κρισιμότητα του θέματος. Εκείνες οι πρώτες «κατά πρόσωπο» σκηνές ωραίων πελμάτων σε κινηματογραφικό έργο που μού πρόσφερε εν αγνοία της η Φαίδρα, χαμένες στον χρόνο και απολύτως παρούσες στον τόπο, συμβόλιζαν την αθωότητα του οικείου σώματος που βρισκόταν μακριά από το αγριεμένο πλήθος, έξω από την σκληρή ζωή που μαινόταν στους δρόμους, μέσα στο καταφύγιο της κρεβατοκάμαρας και της συζυγικής αγκάλης. Αν μάλιστα διέκρινε κανείς την ζήλεια της για τον τρόπο με τον οποίο εκείνος μίλησε για την συνάδελφό του, πέρα από το συμβάν, με ένα είδος τρυφερότητας ή έγνοιας, ανίδεη για την κόλαση που είχε περάσει, θα μπορούσε να πει πως ενδόμυχα έδειχνε ταυτόχρονα κεκτημένη και διαθέσιμη, από την κορυφή ως τις πατούσες. Και σε κάθε περίπτωση, έξω σε άγνωστους δρόμους λυμαίνονταν ντυμένοι οι ένοχοι ενώ μέσα στα ζεστά σπίτια έμεναν ασφαλή τα σώματα και γυμνά τα πέλματα. Αυτή ήταν, λοιπόν, η ιδανική περίσταση γύμνωσης άρα και θέασης των ποδιών: να γίνονται οικεία και οικιακά.

Έρικα. Η λογοτεχνική επιβεβαίωση ήρθε με ένα διήγημα του Δημήτρη Χατζή από το Διπλό βιβλίο που διάβαζα εκείνη την περίοδο. Ο μετανάστης στην Γερμανία αφηγητής γνωρίζει την Έρικα σε ένα μπαρ, όπου βρίσκεται με έναν φίλο αυτός, με δυο φίλες εκείνη. Συνομιλούν και όταν οι άλλοι σηκώνονται να φύγουν, εκείνη λέει «εμείς θα μείνουμε λίγο». Δεν μιλούν άλλο, δεν πίνουν, δεν χορεύουν μα ούτε και φεύγουν· είναι περασμένες δυο όταν της προτείνει να την πάει στο σπίτι. Γίνονται όλα «όπως γίνονταν και τις άλλες φορές», και προτού χωρίσουν την Κυριακή το πρωί, αυτός ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου και της δείχνει τους θησαυρούς του, με την προτροπή να πάρει ό,τι θέλει. Εκείνη παίρνει ένα ζευγάρι αντρικά κορδόνια. την ρωτάει τι τα θέλει, του απαντάει τίποτα, γι’ αυτό τα πήρε. Ένα ζευγάρι κορδόνια που δεν χρειάζονται σε τίποτα, αυτό λοιπόν μπορεί να είναι ο έρωτας; αναρωτιέται αυτός, όπως και για το γεγονός ότι αδυνατεί να την ξεχάσει, σε αντίθεση με ό,τι συνήθιζε πριν. Ύστερα μετανιώνει που την άφησε κι έφυγε γιατί έχει την αίσθηση πως καρφώθηκε το κορμί της πάνω του και παρέμενε κολλημένο. Ήταν γεννημένη εκεί γύρω, στην μεγάλη λεωφόρο των ξένων, και «γνώριζε τα σίδερα και τα βαριά μπετόν που δένουν τον κόσμο τους». Τελικά παίρνει το θάρρος και πηγαίνει στο κατάστημα όπου εργαζόταν κουβαλώντας δέματα για τα ράφια, τους πάγκους και τις βιτρίνες.

Πώς είναι αυτή η Έρικα; Ευτυχώς ο συγγραφέας μοιράζεται ό,τι βλέπει -μαλλιά κοντά, καστανά, πολύ μαλακά, πόδια γερά, πρόσωπο στρογγυλό, σωστή γυναίκα- αλλά κι εκείνο που δεν φαίνεται: πως πίσω από την υποταγή της καίει μια άσβηστη φλόγα, μια παπαρούνα που πολεμάει από κάτω να σπάσει την άσφαλτο. Κι ύστερα το γεωμετρικό της αποτύπωμα εντός του: αν μένει κάτι απ’ αυτήν, γράφει, αυτό είναι κάτι στρογγυλό· η Έρικα είναι μια στρογγυλή γυναίκα με στρογγυλή ζεστασιά. Τι ωραίο να μπορείς να γράφεις έτσι για μια γυναίκα – σκέφτηκα. Του μοιάζει έτοιμη να δώσει τα πάντα για μια στάλα αληθινή ζωή· είναι έτοιμος κι αυτός να την προσφέρει. Και μετά διάβασα την μαγική του φράση: «Τέλος από μένα το βράδυ …με το σουλάτσο στη λεωφόροθα κάτσω σπίτι να σε κοιτάζω μονάχα, μισόγυμνη, ξυπόλητη μπροστά στην κουζίνα να ζεσταίνεις το φαΐ για τα παιδιά μας». Ένας άντρας σ’ ένα παλιό βιβλίο επιθυμούσε να βλέπει την γυναίκα ξυπόλυτη στο σπίτι σε συγκεκριμένη, καθημερινή περίσταση.

Όσο προχωρούσε η ταινία, τόσο λιγότερο ταυτιζόμασταν με τους μαθητές. Εμείς θέλαμε να τρελαίνουμε στις πλάκες τους καθηγητές, όχι να τους γελοιοποιούμε. Η βία εισερχόταν και στο σπίτι, που θεωρούσα αμόλυντο: η Αν δεχόταν ανώνυμα σημειώματα και τηλεφωνήματα πως ο σύζυγός της αργεί να επιστρέψει επειδή βρίσκεται μαζί με την κυρία Χάμοντ· κάποτε τον χτύπησαν και γύρισε μωλωπισμένος· ένας συνάδελφός του είδε τους δίσκους του να γίνονται κομμάτια (εδώ με την Φαίδρα δαγκώσαμε τα χείλη μας – δυστυχώς ο καθένας το δικό του). Στο τέλος χάρη στον λόγο και σε μερικές πράξεις του ήρωα απομονώθηκε ο πυρήνας των παιδιών που δημιουργούσαν όλα τα δεινά και παρέσυραν ή ανάγκαζαν και τους άλλους να ακολουθήσουν, ενώ ένας από τους μαθητές που εξαρχής είχε δείξει την επιθυμία του να αλλάξει δρόμο, το κατάφερε χάρη σ’ αυτόν· στις πιο δύσκολες στιγμές είχαν βάλει οι δυο τους στοίχημα να μην εγκαταλείψουν ποτέ.

Οι τίτλοι ξεκινούσαν με το Rock Around The Clock των Bill Haley & The Comets, συσχετίζοντας ύποπτα το αμαρτωλό τότε μουσικό είδος με την θρασεία και παραβατική νεολαία. Αλλά σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, από καιρό πιστός του απόγονου ροκ εκείνων των εποχών, αισθάνθηκα πως ήταν πολύ νωρίς για να ονειρεύομαι μια ζωή εγγεγραμμένη σε τέσσερις τοίχους, μια γυναίκα και τις δυο της πατούσες. Ήθελα να περιπλανηθώ έξω από τις πολυκατοικίες και τα σχολεία, να ξεδιαλέξω τις ροκ εντ ρολ ψυχές και να πάρω μαζί μου όλα τα απελεύθερα, πλέον, κορίτσια. Ήθελα τον κόσμο και τον ήθελα τώρα, ήθελα και τον κόσμο τους και τον ήθελα τώρα. Άραγε η Έρικα πώς ζούσε τον δικό της έρωτα;

Στο φτωχικό δωμάτιο ο άντρας πνίγεται από την τρυφερότητα και την «ζέστα» της· ακόμα κι αν όλη νύχτα δεν κοιμούνται, «την διψάει» ακόμα. Την χαρακτηρίζει γλυκιά, ζεστή και κατάδική του. Μια Κυριακή πρωί του κάνει δώρο ένα ζευγάρι αρβύλες και του ζητάει να πάνε στο δάσος για μανιτάρια αλλά εκείνος την αποπαίρνει – τι είδους επιθυμία είναι αυτή; Κάτι παγώνει στο δωμάτιο· ακόμα κι αν το απόγευμα πάνε σινεμά και για φαγητό, η ταραχή της δεν καταλαγιάζει ούτε τα δάκρυα συγκρατιούνται. Τα μανιτάρια είναι το πρόσχημα, ο αγώνας αφορά τα χατίρια, και είναι ο ίδιος ο έρωτας που δοκιμάζεται μέσα σε αυτά, όσο μικρά κι αν είναι. Και πως να πήγαινε μόνη της για μανιτάρια, αν της ερχόταν η επιθυμία να τον φιλήσει κάτω από το δέντρο; Μπορεί να αναβληθεί κάτι τέτοιο για το απόγευμα; Ύστερα από ένα απελπισμένο δόσιμό της, ακολουθεί η ίδια κουβέντα για αμοιβαία έλλειψη κατανόησης. Ο άντρας αναρωτιέται τι απέγινε εκείνος που ήθελε απλά να την κοιτάζει, παραιτημένος απ’ όλα. Μήπως ο έρωτας είναι αυτό το άγριο ξέσκισμα; εκείνος ο σπασμός στα χείλια της, σαν κάτι να την σέρνει προς μια ξένη δύναμη που δεν μπορεί να της αντισταθεί;

Τελικά την επόμενη Κυριακή ξεκινούν για την εκδρομή τους και μέσα στο τραίνο προσπαθούν να κρατήσουν μια συζήτηση αλλά το πράγμα «δεν πηγαίνει μοναχό του». Η Έρικα δεν τον φιλάει σε κανένα δέντρο ούτε ψάχνουν για μανιτάρια. Ήταν λάθος, λοιπόν, η εκδρομή, σκορπίστηκε το όνειρο; Άλλο θα ήταν να το θέλαμε κι οι δυο, είναι η δική της κατάληξη. Το τέλος του έρωτά τους κρατά γύρω στους τρεις μήνες, μέχρι το Σαββατοκύριακο όπου κανείς δεν πήγε στο σπίτι του άλλου. Πρέπει να είναι πολύ σπάνιο πράγμα δυο πλάσματα να μπορούν να μείνουν ενωμένα· άλλοι μένουν παραιτημένοι μαζί, χωρίς αυτόν, άλλοι χωρίζουν για να μην τον προδώσουν. Τώρα ο έρωτας μοιάζει με μια φαντασία που καταλαγιάζει και σκορπίζεται – κι εμείς κατά βάθος θέλουμε να τον χαλάσουμε, να δούμε τι έχει από μέσα· ίσως  να επιχειρεί την γνωριμία του ακατόρθωτου, την σκέψη του άφθαστου. Ο δικός τους για μια στιγμή άγγιξε τον άπιαστο κόσμο και μετά χάθηκε. Μπορούσε τώρα χωρίς αυτόν να παραμείνει μαζί της φίφτυ-φίφτυ; Θα μπορούσε να πάει έξω από το κατάστημα, να την παίρνει Κυριακές για μανιτάρια, να παντρευτούν και να κάνουν δυο παιδιά. Έτσι δεν γίνεται με όλους; Όχι, προτιμά να μείνει με την άλλη, εκείνη που είχε τον σπασμό στο χείλος και τον τρόμο στα μάτια, κι ας μην ξανάρθει. Και δεν ξαναήρθε.

Καιρό μετά, Κυριακή χαράματα, η Έρικα του χτύπησε την πόρτα. Ήταν μητέρα ενός δίχρονου γιου, είχε παντρευτεί μ’ έναν Γερμανό που την αγαπούσε, ζούσαν καλά, έκαναν σχέδια. Μόλις τους είχε συνοδεύσει στον σταθμό να πάνε στην αδελφή του και μετά έσπευσε σπίτι του μ’ ένα ταξί. Τον συλλογιόταν συχνά και ήθελε να τον επισκεφτεί αλλά όλες της οι μέρες ήταν πιασμένες. Όχι, δεν πήγαιναν για μανιτάρια, γιατί αυτός είναι σύζυγος, δεν είναι το ίδιο. Στην άκρη των χειλιών της «πάλι εκείνο το δικό της», ο σπασμός. Άρχισε μόνη της να γδύνεται· όταν τελείωσαν του φαινόταν σαν μια ώριμη γυναίκα, πολύ λυπημένη. Το βλέμμα της έπεσε στο τραπέζι που είχαν αγοράσει μαζί. Ο δικός τους έρωτας, του είπε, ήταν πολύς, δεν ήταν αγάπη ή φιλία αλλά έρωτας που αδυνατούσε να τον κουβαλάει σε όλη της τη ζωή. Και γλύτωσες; την ρώτησε εκείνος. Η απάντηση ήταν αρνητική. Αλλά η Έρικα ήθελε να το δει κι αυτός, πως αν είχαν μείνει μαζί, κάπως έτσι θα ζούσαν κι αυτοί, όπως γίνεται μ’ όλους, συνεπώς δεν θα έπρεπε να λυπούνται αλλά να χαίρονται.

Όσο της διηγούμουν την ιστορία, η Φαίδρα έμενε σιωπηλή. Στο τέλος είπε κρίμα, αλλά είχε δίκιο η Έρικα. Ούτε εμένα μου αρέσει η κατάληξη του έρωτα σε μια κουζίνα, ένα καθιστικό κι ένα παιδικό δωμάτιο. Ο έρωτας δεν πρέπει να έχει κανένα συμβιβασμό, έτσι θέλω να τον φαντάζομαι. Η πρώτη μου ξυπόλυτη λογοτεχνική ηρωίδα επαλήθευε την αντρική σαγήνη από την ιδιότητα της ξυπόλυτης στο σπίτι γυναίκας που χαίρεται τον περιχαρακωμένο έρωτα αλλά και μου μετέδιδε ένα μήνυμα που έπρεπε οπωσδήποτε να καταγραφεί. Πριν από τα οικεία και οικιακά έπρεπε να πρώτα να μελετήσω τα ανοίκεια και εκτός σπιτιού πόδια. {Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Η ταινία: Blackboard Jungle (Richard Brooks, 1955). Η γυναίκα: Anne Francis. Το διήγημα: Από το φίφτυ-φίφτυ στον έρωτα (Χατζής Δημήτρης, Το διπλό βιβλίο, εκδ. Εξάντας, 1976, [Α΄ έκδ.], σ. 85-97, ιδίως σ. 89).

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.

Στις δυο φωτογραφίες, εξωτερικό και εσωτερικό του τότε 60ού Γυμνασίου Αθηνών [Κυψέλης]

Marguerite Yourcenar – Άννα, σορόρ…

Είναι άξιο απορίας και θαυμασμού, πώς ένα τέτοιο κομψοτέχνημα γραφής δεν δημιουργήθηκε από μια συγγραφέα στην ωριμότητά της αλλά στην πλήρη νεότητα της ηλικίας των είκοσι δυο ετών. Κι όμως, πρόκειται για μια «νουβέλα», που αρχικά αποτέλεσε τμήμα ενός ευρύτερου σχεδιάσματος ενός μυθιστορήματος όχι «ποταμού» αλλά «ωκεανού», όπως εξομολογείται η Γιουρσενάρ στο επίμετρό της, η οποία τελικά εκδόθηκε ως είχε. Και είναι, επίσης, άξιο έκπληξης αλλά και τόλμης, το γεγονός ότι επέλεξε μια τέτοια σπάνια, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ιστορία αγάπης και έρωτα ως θέμα ενός από τα πρώτα της βιβλία.

Αν, λοιπόν, μια τέτοια ιστορία γράφεται από την οπτική της γυναίκες, έστω και με τριτοπρόσωπη μορφή, δεν γίνεται να μην την προσεγγίσουμε πρώτα από την ίδια της την μητέρα. Στην Νάπολη του 1575, λοιπόν, η Άννα είναι κόρη του υψηλού αξιωματούχου Ντον Αλβάρε και της ωραίας Βαλεντίνης, η τελειότητα της όποιας ήταν αποθαρρυντική για τους στιχοπλόκους σονέτων από τις δυο Σικελίες. O άντρας της τής είχε επιβάλει έναν βίο οιονεί εγκλεισμού κι εκείνη μοίραζε τα χρόνια της ανάμεσα στα μελαγχολικά κτήματά του στην Καλαβρία, στο μοναστήρι της Ίσκια κάθε Σαρακοστή και στα μικρά θολωτά δωμάτια του Φρουρίου Σαν Έλμο, στις υπόγειες φυλακές του οποίου σάπιζαν οι ύποπτοι ως αιρετικοί και οι εχθροί του καθεστώτος. Η Βαλεντίνη είχε αποκτήσει μια αλλόκοτη σοβαρότητα και την ηρεμία εκείνων που δεν προσβλέπουν ούτε καν στην ευτυχία. Είχε πάντα έναν Φαίδρο ή ένα Συμπόσιο στα γόνατα και κανείς δεν γνώριζε πως μοίραζε ασπρόρουχα και τονωτικά ποτά στους φυλακισμένους.

Τόσο η Άννα όσο και ο αδελφός της Μιγκέλ λάτρευαν στο πρόσωπό της μια Παναγία· είχαν μάθει να διαβάζουν μέσα απ’ τα κείμενα του Κικέρωνα και του Σενέκα και να ακούνε τα ευφυή σχόλιά της. Τα αδέλφια αγαπιούνταν σιωπηλά, μην έχοντας ανάγκη τις λέξεις για να χαρούν το γεγονός ότι ήταν μαζί. Όταν ο Δον Αλβάρες ζήτησε από την σύζυγό του αναλάβει την επιστασία κάποιων πελώριων κληρονομημένων κτημάτων ανάμεσα σε βάλτους και έλη, μέχρι τα οποία η Βαλεντίνη με τα παιδιά τους ταξίδευαν για τρεις ημέρες. Σε μια κατοικία χτισμένη στα χρόνια των Ανδεγαυών της Σικελίας, ένα είδος αγροικίας όπου σωροί από σταφύλια, ζυμωμένοι στους χυμούς τους κολλούσαν στα μαυριτανικά κεραμικά πλακάκια, πάλευαν στο ερειπωμένο φαρμακείο να κατασκευάσουν φάρμακα για τους ενολοσικούς εργάτες. Τα βράδια η Άννα και ο Μιγκέλ κοιτάζονταν σιωπηλά.

Στην Καλαβρία ξεσπούσαν ταραχές και ακόμα και οι μοναχοί επαναστατούσαν στα φτωχά ορεινά μοναστήρια· οι πιο εγγράμματοι εξ αυτών αναπολούσαν την εποχή κατά την οποία ο τόπος αυτός ήταν «έδαφος ελληνικό, σπαρμένο μάρμαρα, θεούς και όμορφες γυμνές γυναίκες». Γινόταν λόγος ακόμα και για ποδοπατημένους ή ερωτευμένους Χριστούς, που ο Μιγκέλ απόδιωχνε από το μυαλό του, ωστόσο η σκέψη των ανθρώπων αυτών, που τους παράσερνε τόσο μακριά η επιθυμία ώστε τίποτα να μην τους σταματά, τον αναστάτωνε σφόδρα. Και η Άννα, στο μικρό εικονοστάσι της προσευχής, μπροστά στο θέαμα της Μαγδαληνής που λιγοθυμά στα πόδια του Χριστού, συλλογιζόταν πως θα πρέπει να είναι ηδονικό να σφίγγει κανείς στην αγκαλιά του ό,τι αγαπά και πως η αγία οπωσδήποτε φλεγόταν από την επιθυμία να την στήσει στα πόδια της ο Ιησούς.

Κάποιες μέρες, παρά τις απαγορεύσεις της Ντόνια Βαλεντίνης, ο Μιγκέλ κάλπαζε χωρίς σταματημό στους αγρούς και κάποτε πριν τη δύση του ηλίου έφτασε σε μια κιονοστοιχία πλάι στη θάλασσα, όπου οι ραβδωτές κολώνες που έμεναν όρθιες είχαν η καθεμιά το οριζόντιο είδωλό της από σκιά. Σ’ εκείνα τα χαλάσματα των οποίων το όνομα αγνοούσε γνώριζε αμυδρά πως βρισκόταν σε μια από εκείνες τις πόλεις όπου είχαν ζήσει οι σοφοί και οι ποιητές, δίχως την αγωνία της αβυσσαλέας Κόλασης. Εκεί είδε ένα νεαρό κορίτσι, με αργασμένο από τον αέρα και τον ήλιο πρόσωπο που πιθανώς ήταν μια γητεύτρα φιδιών κι έκτοτε η εικόνα της λειτουργούσε σε μια παράξενη αντιστικτική σύγκριση με εκείνη της αδελφής του.

Σύντομα ο θανατηφόρος πυρετός άγγιξε και την Δόνια Βαλεντίνη και σύμφωνα με τα τελευταία της λόγια, τριάντα επτά χειμώνες και τριανταεπτά καλοκαίρια είναι αρκετά. Αν η ζωή της ήταν ένα μακρόσυρτο γλίστρημα στην σιωπή, τώρα αφηνόταν σε αυτήν δίχως ψυχορράγημα, δίχως πάλη. Στο κρεβάτι της αγρύπνιας, το  πρόσωπό της θύμιζε εκείνο των αγαλμάτων που ενίοτε ξεθάβονταν στην γη της Μεγάλης Ελλάδας, ανάμεσα σε Κρότωνα και Μεταπόντιο. Η Άννα έβαλε τον αδελφό της να ορκιστεί ότι δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ. Η επιστροφή διήρκησε περίπου μια βδομάδα· τα μεσημέρια η ύπαιθρος ήταν σχεδόν πάντα άδεια και προχωρούσαν σαν μέσα σε ένα όραμα· η αργή κίνηση της άμαξας και η λιτανεία των μοναχών με τις λαμπάδες τους βύθιζαν σε ένα είδος παραισθησιακού λήθαργου. Μπήκαν στη Νάπολη το σούρουπο και ήδη ακουγόταν πως οι εχθροί του καθεστώτος κατηγορούσαν τον Ντον Αλβάρε ότι έστειλε τη γυναίκα του να πεθάνει σε εκείνο το ανθυγιεινό αρχοντικό.

Όταν η Άννα κοινωνούσε ο Μιγκέλ έβλεπε τα χείλη της όπως διαστέλλονταν για να δεχτούν την όστια και του φαινόταν πως η κίνηση τους προσέδιδε το σχήμα του φιλιού. Ένα μεσημέρι εκείνος βρήκε στο σπίτι μια λατινική μετάφραση της Βίβλου και όπως κάθε φορά άνοιγε το βιβλίο σε διαφορετικές σελίδες, όπως όταν θέλουμε να προβλέψουμε την τύχη μας, έπεσε σε ένα απόσπασμα από τις Βασιλείες όπου ο γιος της Δαβίδ Αμνών ικανοποίησε δια της βίας το πάθος του για την ετεροθαλή του αδελφή Θημάρ. Ένα ενδεχόμενο που δεν του είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό εμφανίστηκε ως πιθανή επιλογή. Η Άννα διάβαζε τους μυστικούς, τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού, τον Λουίς ντε Λεόν, την Αγία Τερέζα της Άβιλα – το ομιχλώδες λεξιλόγιο του θείου έρωτα την συγκινούσε περισσότερο από τους επίγειους ποιητές, όλη αυτή η διάχυση αισθημάτων από ιερά πρόσωπα που δεν θα συναντούσε ποτέ στη ζωή της, καθώς ήταν κλεισμένοι πίσω από τους τοίχους των μοναστηριών τους, μετατρέπονταν σε έναν μεθυστικό για εκείνη μούστο. Το ελαφρώς κεκλιμένο κεφάλι της, τα μισάνοιχτα χείλη, θύμιζαν στον Ντον Μιγκέλ τη νωθρή εγκατάλειψη των αγίων γυναικών σε έκσταση, που οι ζωγράφοι αναπαριστούν ηδονικά σχεδόν κυριευμένες από τον Θεό.

Η Άννα αισθανόταν το βλέμμα του αδελφού της καθηλωμένο επάνω της, γεμάτη ανεξήγητη για την ίδια αμηχανία ενώ η αναπάντεχη είσοδος μιας υπηρέτριας τους έκανε να χάνουν το χρώμα τους. Ο Μιγκέλ γινόταν ολοένα και σκληρότερος απέναντί της, κατακρίνοντας τα ρούχα της, την απραγία της, τις λεκτικές της διαχύσεις, αλλά στο δωμάτιό του πάσχιζε να συγκρατήσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της όπως αναμφίβολα θα έκανε όταν θα βρισκόταν μακριά της και τις νύχτες κατέληγε σ’ ένα από τα χαμερπή ταβερνεία του λιμανιού ξυλιασμένος και αποχαυνωμένος, ενώ επιστρέφοντας έβλεπε τα παραθυρόφυλλά της ανοιχτά. Ο Ντον Αλβάρε έφερνε στα εγκαταλειμμένα κελιά του κάστρου παραστρατημένες γυναίκας και το πνιγμένο γέλιο από τα κορίτσια και τις προξενήτρες ή τα φτιασιδωμένα πρόσωπα που εμφανίζονταν στο τρεμόπαιγμα κάποιου φαναριού επιβεβαίωναν την οικουμενική δύναμη της σάρκας. Όσο πιο ασυνείδητες ήταν οι πράξεις του τόσο εναργέστερη γινόταν η συνείδησή του. Ήταν οι στιγμές που ένιωθε έτοιμος να αφεθεί στην ορμή της κατηφόρας. Θεώρησε ότι εκείνη δεν ήθελε να καταλάβει και βάλθηκε να την μισεί. Στον εθιμοτυπικό της γύρο των επτά εκκλησιών κατά την Μεγάλη Πέμπτη αντέδρασε: Είναι ανάγκη να μαθαίνει ο λαός τον τρόπο με τον οποίο δίνετε τα φιλιά σας; Και άλλοτε για την ίδια της την πίστη: Θα λιώνετε από έρωτα για μια μορφή από κερί; Νομίζετε ότι θα σας επιτρέψω να έχετε εραστή επειδή είναι εσταυρωμένος;

Έκπληκτη για τα ψέματα που έλεγε τόσο καιρό στον εαυτό της, η Άννα βρέθηκε ένα βράδυ έξω από την πόρτα του. Εκεί φοβόταν μην το βάλει στα πόδια κι ακόμα περισσότερο μην παραμείνει. Και μετά, το τρέμουλο των κορμιών τους που διαπερνούσε το ξύλο, η αίσθηση ενός πράγματος άμεσου και ανεπανόρθωτου, η  ταπείνωσή της την άλλη μέρα από αυτό που είχε επιχειρήσει. Ο Μιγκέλ ανακοίνωσε το μπαρκάρισμά του σε ένα από τα πλοία που κυνηγούσαν πειρατές ανάμεσα στη Μάλτα και την Ταγγέρη. Ο πατέρας του είχε αρκετές έγνοιες για να αναλάβει και την δική του, πιστεύοντας, άλλωστε, πως ανάμεσα στο Θεό και την συνείδηση κανείς δεν δικαιούται να παρεμβαίνει. Το βράδυ την παραμονή της φυγής του τα αδέλφια αγκαλιάστηκαν και την επομένη, μην έχοντας να περιμένει κάτι από την ζωή, ο Μιγκέλ έφυγε για να ορμήσει προς τον θάνατο. Μια ιδιοτροπία του καιρού τον ξανάστειλε στο κάστρο για μια ακόμα νύχτα, και κρέμασε μια εσάρπα έξω από το παράθυρό της για να προσέχει το πρώτο ανέμισμα που θα σήμαινε τη νέα αναχώρηση.

Βρήκε το θάνατο σ’ ένα αλγερινό κουρσάρικο ανάμεσα στην Αφρική και την Σικελία. Η σορός του εναποτέθηκε στον Άγιο Ιωάννη της Θάλασσας, μια μικρή εκκλησία του λιμανιού. Ο Ντον Αλβάρε αισθάνθηκε μια στενή και πιο μυστηριώδη συγγένεια με τον γιο του: τον δεσμό που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μέσα από την θλιβερή ποικιλία των λαθών τους. Κι ύστερα, η άγρια απελπισία της Άννας και μερικές ενδείξεις του υπαγόρευαν αυτό που απαγόρευε στον εαυτό του να μάθει. Η Άννα παντρεύτηκε κάποιον ο οποίος θεωρούσε ότι του ανήκει, «λες και μας ανήκει ποτέ μια γυναίκα όσο αγνοούμε τους λόγους για τους οποίους κλαίει». Έχοντας αποδεχτεί έναν σύζυγο που δεν φοβόταν μην τυχόν αγαπήσει, χαιρόταν που τα μπράτσα, ο λαιμός και το πρόσωπό της δεν ήταν πλέον εκείνα που είχαν κάποτε δεχτεί τα αποκλειστικά χάδια χεριών που τώρα είχαν γίνει σκόνη. Όταν χρόνια μετά είχε αρχίσει να πλησιάζει τον τόπο όπου όλα συναντιούνται και την αίσθηση μιας άλλου είδους πίστης.

Aπό το ’Tis pity shes a whore του ελισαβετιανού θεατρικού συγγραφέα John Ford και τον ερεβώδη Μανφρεντ του Μπάυρον, έως τις Περσικές επιστολές και την Ιστορία του Αφερίδωνα και της Αστάρτης του Μοντεσκιέ και τον Ρενέ  του Σατωμπριάν, τον Βίλχελμ Μάιστερ του Γκαίτε ως Το αίμα των Βέλσονγκ του Τόμας Μαν και την Εκμυστήρευση στην Αφρική του Martin du Gard, έργα που αναφέρει η συγγραφέα στο επίμετρό της, η οικειοθελής πράξη της αιμομιξίας εκφράστηκε με τον δικό της τρόπο στην προγενέστερη λογοτεχνία και τελικά επιλέχθηκε από την συγγραφέα στα είκοσι δύο της, ηλικία και της ηρωίδας της Άννας, επειδή «όλα έχουν βιωθεί χιλιάδες φορές από τα πλάσματα που κουβαλάμε, όπως ακριβώς κουβαλάμε μέσα μας όλους όσοι θα είμαστε μια μέρα». Έτσι, ελεύθερη από αισθήματα και εμπειρίες πάθους εκείνη την εποχή, ένοιωσε πιο ελεύθερη και ικανή να διαλυθεί μέσα σε αυτούς τους χαρακτήρες που είχε εφεύρει ή θεωρούσε πως εφευρίσκει. Ένα υπόδειγμα λογοτεχνικής γραφής και μυθιστορίας από μια ούτως ή άλλως κλασική συγγραφέα.

Εκδ. Άγρα, 2020, σελ. 144, μτφ. Σπύρος Γιανναράς [ΑΝΝΑ SOROR… (1925, 1935]

Στις εικόνες, έργα των: 1. Peter Mitchev, [2. Χάρτης της Νάπολης, 1575], 3. Mohammad Arifin, 4. Bob Quinn, 5 Gian Lorenzo Bernin – Ecstasy of St Teresa, 6. Julio Romero, 7. Pablo Picasso, 8. Oscar Kokoschka