Κάποτε στην Ευρώπη
Αν υπάρχει ένας συγγραφέας που λάτρευε τα ξενοδοχεία ζώντας σε αυτά όχι κατ’ εξαίρεση αλλά κατά κανόνα, αυτός είναι ο Γιόζεφ Ροτ. Αρκεί και μόνο το κείμενό του Άφιξη στο ξενοδοχείο (1929) για να επισφραγίσει μια ούτως ή άλλως αποδεδειγμένη λατρεία. Αναφερόμενος σε ένα ξενοδοχείο που δεν αποκαλύπτει (ενώ εικάζεται πως βρίσκεται στη Μασσαλία) αισθάνεται το καλωσόρισμα ήδη με τα βαριά γράμματα-αντίκες με τα οποία είναι γραμμένο το μπανάλ όνομά του σαν μικρά λάβαρα που τον χαιρετούν αστράφτοντας αντί να ανεμίζουν. Άλλοι άντρες γυρίζουν στη θαλπωρή των σπιτιών τους, στις γυναίκες και στα παιδιά τους, ενώ αυτός, γράφει, γυρίζει στην καμαριέρα και στον πορτιέρη και κατορθώνει πάντα να παίξει αυτό το έργο τόσο τέλεια ώστε η τυπική διαδικασία της άφιξης στο ξενοδοχείο δεν αρχίζει καν. Σε αυτούς τους τόπους, όπου κανείς δεν τον ρωτάει πόσο σκοπεύει να μείνει, μια ώρα ή έναν χρόνο, αγαπά το «απρόσωπο» των δωματίων όπως αγαπά ο καλόγερος το κελί του. Ο Ροτ χαίρεται ξαναβλέποντας την φθηνή ταπετσαρία και το «σοφότερο απ’ όλα τα βιβλία», τον τηλεφωνικό κατάλογο. Ο σερβιτόρος του κάνει πίστωση στο πουρμπουάρ γιατί η πίστη του στα ανεξάντλητα εισοδήματά του είναι κι αυτή ανεξάντλητη.
Χριστιανοί, Εβραίοι, Βουδιστές, Μουσουλμάνοι και άθεοι εκπροσωπούνται σε αυτό το ξενοδοχείο. Ο ταμίας κλέβει σ’ όλες τις γλώσσες. Ξεφεύγοντας από το σφίξιμο του εθνικισμού τους, ξαλαφρωμένοι από το βάρος της αγάπης τους για την πατρίδα, μοιάζουν να είναι αυτό που κανονικά θα έπρεπε να είναι πάντα: παιδιά του κόσμου. Είμαι ένας πολίτης των ξενοδοχείων. Ένας πατριώτης των ξενοδοχείων. Όσο για τους εργαζόμενους του ξενοδοχείου είναι όλοι πολίτες του κόσμου. Καμιά διεθνής δεν μπορεί να συναγωνιστεί την δική τους. Ο γέρος σερβιτόρος (1929) έχει περάσει στην κατηγορία των όντων που τ’ όνομά τους δεν παίζει ρόλο, αφού αντιπροσωπεύουν ένα συγκεκριμένο φαινόμενο. Τα πόδια του κουνιούνται από τα γόνατα και κάτω και αν κάποιος του κόψει το δρόμο νομίζεις πως ακούς το γρανάζι ενός μηχανισμού που μπλοκάρει. Δεν θέλησε να πάρει σύνταξη αλλά ούτε και να βγαίνει στο δρόμο μέσα στη νύχτα και να γυρίζει σπίτι, μόνο έμεινε στο ξενοδοχείο, σαν παλιό ρολόι του τοίχου.
Ο εν λόγω τόμος αποτελεί μια απολαυστική συλλογή δημοσιογραφικών κειμένων του συγγραφέα, που ζούσε με δυο τρεις βαλίτσες όλες κι όλες, δεν είχε βιβλία, ούτε καν τα δικά του, και περιπλανιόταν από ξενοδοχείο-«πατρίδα» σε ξενοδοχείο-«πατρίδα». Και μόνο το γεγονός ότι τρεις τόμοι από τα Άπαντά του δεν είναι λογοτεχνία αλλά, εκτός από επιστολές, εκατοντάδες άρθρα για περιοδικά και εφημερίδες, γραμμένα περίπου σε μια περίοδο είκοσι χρόνων, από την επιστροφή από τον Πόλεμο του 1919 έως τον πρόωρο θάνατό του από τον αλκοολισμό το 1939, τότε μπορεί κανείς να καταλάβει το μέγεθος που αυτά καταλαμβάνουν στο έργο του. Χωρισμένα στις ενότητες Γερμανία, Προσωπογραφίες, Αυστρία και αλλού, ΕΣΣΔ, Αλβανία, Ο κόσμος των ξενοδοχείων, Χαρές και θλίψεις και Τέλος, στην ουσία πρόκειται για μια πολύτιμη σειρά λογοτεχνημάτων πάνω σε τόπους, πρόσωπα και την ίδια την περιπέτεια του ταξιδιού, από την πλέον συναρπαστική έως την πιο πεζή και δυσάρεστη.
Στο Πλοίο των προσφύγων (1923) και στους Επιβάτες του «Πίτσμπουργκ» με αφετηρία την Βρέμη θαυμάζει τις νεαρές Ουκρανές φοράνε πολύχρωμα μαντήλια που θυμίζουν ηλιόλουστα ανθισμένα λιβάδια διαπιστώνει πως χάθηκε ο προλεταριακός ρομαντισμός που αποτελούσε θέαμα των άλλων: τους βόλεψαν όλους σε στενές καμπίνες, ίδιες θυρίδες που κλειδώνουν στη σειρά· κουράστηκαν, άλλωστε, οι πρόσφυγες και δεν παραδίδονται πια στα ξεδιάντροπα περίεργα βλέμματα, μόνο κρατάνε τις διευθύνσεις σε παλιούς τσαλακωμένους φακέλους, που με το ζόρι διαβάζονται, ενώ στέκουν στην κουπαστή και αποχαιρετούν την στεριά κι ας μην έχει έρθει κανείς να τους ξεπροβοδίσει. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι στα ίδια κείμενα μπορεί να συνυπάρχουν η καυστική ειρωνεία με την φορτισμένη εξομολόγηση, το υποδόριο χιούμορ με την πλέον εμβριθή παρατήρηση, η πρόζα της περιπλάνησης με το αυτοβιογραφικό αφήγημα.
Καθώς βρίσκεται στο Μπόρισλαβ που ονομάζει Η Καλιφόρνια της Πολωνίας (1928), την πόλη με τους σκούρους ξύλινους πύργους των γεωτρήσεων πετρελαίου και την πανταχού παρούσα λευκή σκόνη που σκεπάζει τα πάντα σαν τριμμένη κιμωλία και όταν βρέχει μεταμορφώνεται σε υγρή λεπτόρρευστη μάζα που κολλάει παντού, παρατηρεί την θλιβερή σειρά γερτών, σαρακοφαγωμένων παραπηγμάτων που στήθηκαν όλα σε μια νύχτα, όταν άρχισε να φτάνει το κύμα των πετρελαιοθήρων. Αυτά τα πρόχειρα παραπήγματα δεν μοιάζουν φτιαγμένα για να σκεπάσουν τον ύπνο των ανθρώπων, αλλά μάλλον την ταραχή και την αϋπνία τους. Τελικά το δυνατό χέρι των μεγάλων, των «εταιρειών» κατάφερε να λυτρώσει τους μικρούς πετρελαιοθήρες από τον φαύλο κύκλο ελπίδας και απελπισίας, καθώς αγόρασαν πολλούς τίτλους ιδιοκτησίας, με την υπομονή που δεν στοιχίζει τίποτα, αφανίζοντας τις πιθανότητες των μικρών, οι οποίοι βαθμιαία παράτησαν τα όνειρά τους και κράτησαν μόνο τις καλύβες, νικημένοι από τις ανεμοδαρμένες εκτάσεις του τυχοδιώκτη στη θλιβερή χειροπιαστή μετριότητα του μικροέμπορου, ενώ η βιασύνη της φτιαξιάς των παραπηγμάτων κατέληξε να είναι το χαρακτηριστικό couleur locale της περιοχής. Εδώ ο καπιταλισμός γίνεται εξπρεσιονισμός.
Στον συνοριακό σταθμό του Νιγκορέλογιε 1926 όλος ο παιχνιδιάρικος εξοπλισμός ενός κόσμου πλούσιου, όλα τα σατινένια, καλογυαλισμένα μικρά τίποτα μοιάζουν τρεις φορές άχρηστα σ’ ετούτη την ξύλινη αίθουσα, κάτω από τις αυστηρές ανακοινώσεις. Δεν έχει ξαναδεί ποτέ τέτοιο λεπτομερή έλεγχο, ούτε καν τα χρόνια αμέσως μετά τον Πόλεμο, την χρυσή εποχή των επιθεωρήσεων και των ελέγχων. Ο προλετάριος ελεγκτής ελέγχει ανθρώπους φιλικών χωρών αλλά μιας εχθρικής τάξης, εχθρούς του λαού. Αργά τη νύχτα οι ταξιδιώτες βρίσκονται ακόμα στο διάδρομο και λένε ο ένας στον άλλον τα πάντα, τι έχουν μαζί τους, τι πλήρωσαν, τι πέρασαν λαθραία. Έχουν ιστορίες αρκετές για ατελείωτα ρωσικά βράδια. Ιστορίες και για τα εγγόνια τους και μπροστά σ’ αυτά θα ζωντανεύει η παράξενη και αλλόκοτη εκείνη εποχή, με τα σαστισμένα παιδιά. Είναι πράγματι απίστευτο πως σήμερα, ακριβώς έναν αιώνα μετά, μπορεί κανείς να γράψει ακριβώς τα ίδια:
Τελικά ακόμα κι ένας ταξιδιώτης όπως αυτός, βιώνει με την δύσκολη ημέρα Κυριακή, αυτή την «γέφυρα προς τα ξεχασμένα και γκρεμισμένα ιερά της Γης», τα δάση, το Λούνα Παρκ και τον Κύριο και Θεό, αυτή την μέρα της απραξίας, την μέρα που πάνω της κρέμονται οι ψυχές. Μέσα της βρίσκεται και η ιστορία ενός γείτονα που όλη την Κυριακή μάζευε κουράγιο μέσα του και την άλλη μέρα πήγε στην δουλειά του έτοιμος να παραιτηθεί, αλλά ήρθε το αφεντικό και του χάρισε ένα μικρό δωράκι, κάτι ασήμαντο, μια πένα ίσως, και οι άλλοι υπάλληλοι του έβαλαν λουλούδια στο γραφείο επειδή εκείνη τη Δευτέρα έκλεινε εικοσιπέντε χρόνια στην επιχείρηση και το είχε ξεχάσει. Πώς να τολμήσει να φύγει; Τα βράδια αυτής της μέρας είναι ρηχά και πικρά, λες κι είναι κιόλας Δευτέρες. (Άνθρωποι την Κυριακή (1921)).
Το γραφείο (1924) αναφέρεται στα γραφεία από τα οποία περνάει όταν πρόκειται να ταξιδέψει στο εξωτερικό, γκρίζα και άσπρα δωμάτια, με ημερολόγια τοίχου με τα απομεινάρια περασμένων, χάρτινων και σκισμένων ημερών που τα μάσησε με το δόντια του ο Χρόνος, αυτός που κάθε πρωί τρώει μια ημερομηνία ολόκληρη, ενώ ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του χωρίσματος τον κοιτάζει με την λαχτάρα ενός ναυαγού που βλέπει κάποιο πλεούμενο να πλησιάζει το ερημονήσι του. Είναι σαν τον γνωστό σταθμάρχη που βλέπει την ταχεία να περνάει καθημερινά από τον σταθμό του χωρίς να σταματάει. Μέσα του είναι ακόμα ζωντανή η άγια πίστη στο αδύνατο, να ταξιδέψει με υπερταχείες, να φύγει μια μέρα απ’ αυτό το γραφείο· αλλά ο συγγραφέας είναι βέβαιος πως, αν ξανάρθει είκοσι χρόνια αργότερα, σ’ αυτό το γραφείο θα βρίσκεται ο ίδιος μεσόκοπος υπάλληλος και καινούργιο μελάνι θα φτιάχνει κρούστες στα τοιχώματα των μελανοδοχείων.
Κοιτάζοντας το Μαγδεβούργο (1931) φτάνει πριν από τα μεσάνυχτα, με μια ψιλή βροχή επίμονη και ασταμάτητη και σκέφτεται, όσα περισσότερα ζει κανείς τόσο λιγότερο εμπιστεύεται τις αισθήσεις του. Πίσω από τις εντυπώσεις που σου δίνουν τα πράγματα, μαντεύεις μια μυστική, κρυφή αλήθεια και φοβάσαι μην την πληγώσεις. Στην ξένη πόλη (1921) θλίβεται με τα κτίρια που τα στοιχειώνει ακόμα η ψυχή του αρχιτέκτονα, επειδή έχουν συμβιβαστεί – αναγκάστηκαν να υποταχθούν στις γελοίες ανάγκες της ύπαρξής τους και τελικά προσαρμόστηκαν στην αυστηρή πρακτικότητα. Είναι το σύμβολο της απόστασης ανάμεσα σε αυτό που ήθελαν οι αρχιτέκτονες να κτίσουν και σ’ αυτό που τελικά έχτισαν.
Μπήκα σ’ ένα νοσοκομείο που μύριζε κάμφορα και ιώδιο, σαν όλα τα νοσοκομεία του κόσμου. .. οι άρρωστοι βογκούσαν με τόσο γνώριμους ήχους που μου φάνηκε πως ήμουν στον τόπο μου. Φαίνεται πως οι άνθρωποι μιλούνε ξένες γλώσσες, μόνο όταν …έχουν την υγεία τους, σκέφτηκα. Ο πόνος είναι μεγαλύτερη, η θριαμβεύτρια Διεθνής. Κι η έκφρασή του κατανοητή παντού, σαν την μουσική. [σ. 299-300]
Είναι, βέβαια, σπαρταριστός ο τρόπος που αυτός ο μανιώδης ταξιδιώτης γράφει για τον «ρομαντισμό» του ταξιδιού (1926)· και μόνο τα εισαγωγικά δηλώνουν την πρόθεσή του. Σταχυολογώ τα ελάχιστα: Η χαρά που νιώθει κανείς πριν από ένα ταξίδι είναι πάντα μικρότερη από τον εκνευρισμό που το ταξίδι τελικά προκαλεί. Τα καθίσματα είναι τόσο τέλεια σχεδιασμένα ώστε τα γόνατά μας να ακουμπούν τα γόνατά των άλλων. Δεν μπορούμε να ανοίξουμε τα μάτια, αν το κάνουμε θα βρεθούμε να κοιταζόμαστε. Η λεγόμενη μουσική των τροχών φτάνει σαν σφυροκόπημα. Οι σταθμοί είναι σπάταλα ψηλοτάβανοι και ευρύχωροι αλλά οι πόρτες που οδηγούν έξω πάντα λίγες και στενές. Στην εποχή του ραδιοφώνου εξακολουθούμε να ελέγχουμε τα εισιτήρια τρυπώντας χαρτονάκια! (Πού να γνώριζε ότι και εβδομήντα χρόνια αργότερα στα εκατό περίπου ταξίδια μου με τραίνο ακριβώς έτσι ήταν και τα δικά μας εισιτήρια). Στους σταθμούς δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις τουαλέτες και όταν το τρένο κινείται όλες είναι κατειλημμένες. Τα σκυλιά δεν επιτρέπονται στα βαγόνια αλλά για τους φλύαρους επιβάτες, ωστόσο, δεν προβλέπονται φίμωτρα. Το κείμενο μάλιστα ακολουθεί ένα Υ.Γ. του αρχισυντάκτη, πως είναι σε θέση να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες ότι ο αρθρογράφος παρ’ όλα αυτά σπάνια βρίσκεται σπίτι του, προτιμώντας να ταξιδεύει
Συνταξιδεύοντας με μια ωραία κυρία (1926), αποφασίζει να λύσει την αμηχανία της που δεν έδωσε φιλοδώρημα στον βαστάζο και τελικά το έκανε εκείνος, και να την λυπηθεί αλλά δεν τα καταφέρνει μιας κι έχει εξαντλήσει τα περιθώρια του οίκτου στον εαυτό του. Αργότερα αμφότεροι υποκρίνονται πως κοιτάζουν έξω στην φύση, δηλαδή διαφημιστικές ταμπέλες, φυλάκια, ράμπες και τηλεγραφόξυλα. Θα ζήλευε, μάλιστα, όποιον άντρα είχε την τύχη να συνταξιδεύει με τέτοια όμορφη γυναίκα, αλλά ώρα που ο άντρας αυτός ήταν ο ίδιος, δεν ένοιωθε την παραμικρή ζήλεια. Σε κάθε περίπτωση, στα ταξίδια είναι πρόθυμοι να προσφέρουν στους πάντες αζήτητες συμβουλές και οι φύλακες των συνόρων που σπαταλάνε την ώρα των άρτι αφιχθέντων μελετώντας διεξοδικά τα διαβατήριά τους.
Ασφαλώς δεν είχε άδικο ο Joseph Brodsky που έγραψε πως σε κάθε σελίδα του Ροτ υπάρχει ένα ποίημα. Προσωπικά διαλέγω τις φράσεις για ένα αντρικό πρόσωπο που έμοιαζε φωτισμένα από μέσα – λες κι άναψε κάποιος κερί στο στόμα του, λες κι είναι το κεφάλι του φανάρι στη γιορτή του μεσοκαλόκαιρου κι ένα γυναικείο, λες και το πρόσωπό της ήταν μόνο περίγραμμα και τελικά μπορεί και να μην υπήρχε, μπορεί κάποιος να την είχε σκιτσάρει με ανοιχτό καφέ μολύβι σε μαλακό χαρτί. Από την άλλη, άλλα τόσα κομμάτια του θα μεταπλάθονταν σε έξοχα διηγήματα, όπως το Πρωί στην διασταύρωση των γραμμών (1927). Η κοπέλα που στον μπουφέ του σταθμού πλένει ποτήρια τον ρωτάει αν πηγαίνει μακριά και, εντελώς απρόσμενα, αν θα την έπαιρνε μαζί του κι αυτός δεν καταφέρνει να απαντήσει αμέσως. Πιθανότατα κάνει την ίδια ερώτηση κάθε πρωί, δυνατά ή από μέσα της, σε οποιονδήποτε συμπαθητικό άντρα που περιμένει εδώ το τρένο του για κάπου μακριά. Κι εκείνος σκέφτεται ότι θα ήθελε να είναι πιο μεγάλος στα χρόνια, για να δικαιολογηθεί η δειλία του. Και τελικά δεν την παίρνει μαζί του, απλώνει όμως το χέρι του να την χαιρετήσει. Αυτή σκουπίζει τα δικά της στην ποδιά της κι είναι αυτή η κίνησή της η παραδοχή της παραίτησής της. Δεν την κοιτάζει στα μάτια, κοιτάζει κιόλας τις ράγες, αλλιώς θα έπρεπε να φιληθούν. Φοβόμαστε επειδή είμαστε κουτοί, δειλοί και προσγειωμένοι στην πραγματικότητα.
Πλήρης τίτλος: Τα χρόνια των ξενοδοχείων. Περιπλανώμενος στην Ευρώπη ανάμεσα στους πολέμους. Εκδ. Άγρα, 2019, σελ. 219, μτφ. Μαρία Αγγελίδου, εισαγωγή, επιλογή κειμένων και μικρό βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα: Michael Hofmann. Περιλαμβάνονται δισέλιδος χάρτης, δυο ολοσέλιδες μαυρόασπρες φωτογραφίες του συγγραφέα και ένα σκίτσο του Bil Spira [Willy Freier] [The Hotel Years – Wanderings in Europe between the wars, 2015










