Τα φιλήματα των εραστών και το κόκκινο του έρωτα. Μια ασύλληπτη χωροχρονική περιπλάνηση.
Οι σκέψεις που με κατέκλυσαν όταν τελείωσα τις οκτακόσιες τόσες σελίδες του βιβλίου ήταν πολλές αλλά εκείνες που κυριάρχησαν δυο. Η πρώτη είναι πώς στάθηκε δυνατόν ένας συγγραφέας να έφερε εις πέρας ένα τέτοιο έργο, που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αποτελέσει το ένα και μοναδικό έργο ζωής ενός ανθρώπου, πόσο μάλλον αποτελεί τον τρίτο τόμο μιας σειράς· κι όμως ο Παντελής Μπουκάλας, όχι μόνο τελείωσε και τον τέταρτο τόμο της σειράς, όχι μόνο ακολουθούν άλλες … δεκατέσσερις θεματικές να καλύψουν ισάριθμους τόμους, αλλά και ο συγγραφέας δεν έπαψε να ασχολείται και με τις άλλες πτυχές του πνευματικού του έργου. Η δεύτερη έχει να κάνει με μια προσωπική ζωτική ζήλεια γι’ αυτό το μέγιστο ταξίδι στην δημοτική ποίηση αλλά και ολόκληρη την λογοτεχνία, αρχαία και νεότερη, για να περιοριστώ σε μια μόνο πρόχειρη διάκριση, που συνδιαλέγεται μαζί της. Και αναπόφευκτα έρχεται και το ερώτημα: με ποια μονάδα μέτρησης καταγράφεται όλη αυτή η κυκλωτική σπουδή του αντικειμένου του; Με τα ποιήματα και τα πεζά που αποδελτιώθηκαν; Με τα βιβλία που διαβάστηκαν ή με τις σελίδες, τις αναφορές και τις υποσημειώσεις που εν τέλει τυπώθηκαν; Με την ευρύτητα των θεμάτων, που και αυτά κινούνται ως δορυφόροι γύρω από το βασικό του ερεύνημα, ή των επιστημών με τις οποίες αυτό συμπλέκεται;
Καταφτάνουμε λοιπόν να δούμε και να γευτούμε το κόκκινο χρώμα όχι πια ως τεκμήριο του πόθου στην κτητική ή τιμωρητική του ακρότητα (όπως στον προηγούμενο τόμο) αλλά περισσότερο «ειρηνικά», ως γεννήτορα και διάκονο της ερωτικής επιθυμίας. Ο συγγραφέας μας διαβεβαιώνει πως μπορούμε να γευτούμε την γλωσσική, λογοτεχνική και πνευματική ταυτότητα της δημοτικής ποίησης και μοιράζεται τις τρεις παράλληλες επιθυμητές διαδρομές του: να ξανοιχτεί και στην διερεύνηση της δημοτικής ποίησης των περίοικων και σύνοικων μας λαών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, να ανιχνεύσει πού και πότε συμφωνούν οι λαϊκές αντιλήψεις των τραγουδιών με τις αντίστοιχες των παραδόσεων, των παροιμιών, των παραμυθιών κλπ. αλλά και να αναζητήσει τις διασταυρώσεις της δημοτικής ποίησης με την επώνυμη ελληνική, αρχαία και νέα, καθώς οι κόσμοι της προφορικότητας και της εγγραμματοσύνης δεν είναι δυο ξεχωριστοί πλανήτες με ασύμπτωτες τροχιές, αλλά ήπειροι πάνω στην επιφάνεια του ίδιου πλανήτη.
Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα, κι έβαψαν τα δικά μου … Όλα εκκινούν από έξι πασίγνωστους στίχους οι οποίοι πολλαπλασιάστηκαν στον χώρο, τον χρόνο και τον τρόπο, με τις δεκάδες τους παραλλαγές και εγκατοίκησαν σε όλες τις μορφές του λόγου και μέσω αυτών ταξιδεύουμε σε όλες αυτές τις εκφράσεις των αφηγητών ως προς το φιλί, τον έρωτα, τον πόθο και το κόκκινο χρώμα τους. Αλλά ένα από τα πλέον συναρπαστικά στοιχεία του βιβλίου είναι η ανεύρεση πηγών ανάλογης θεματικής σε όλη την αρχαιότερη των δημοτικών γραμματεία: από τα σπαράγματα πάσης φύσεως αρχαίων κειμένων και τα ερωτικά επιγράμματα (πάντα με την μετάφρασή τους!) έως τους ομηρικούς ύμνους και την αρχαία αιγυπτιακή ποίηση, από τον Σολομώντα και τους Βυζαντινούς έως τις μεσαιωνικές ερωτικές μυθιστορίες, από τον Κοραή και τον Φωριέλ στον Κώστα Κρυστάλλη και πολλαπλώς στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, από τον Γεώργιο Δροσίνη και τον Ιωάννη Πολέμη μέχρι τον Εγγονόπουλο τον Καβάφη και τον Σεφέρη, που άλλωστε, δήλωνε τις οφειλές του στη δημοτική ποίηση που του έμαθε την ελληνική γραφή πολύ περισσότερα από πολλούς θεολόγους της λογοτεχνίας, ακόμα και να καταλάβει καλύτερα την ερμητική, άλογη σύγχρονη τέχνη.
Είναι, βέβαια, αδύνατον να μην βρεθούμε στο περιβάλλον αυτών των δημιουργημάτων, την ίδια την φύση, που έχει πάντα να μας απαντήσει σε πολλά, αρκεί να ξέρουμε να την ρωτήσουμε. Ακόμα κι αν η φυσικότερη σχέση του λαϊκού τραγουδιστή, δηλαδή του κοινοτικού, αγροτικού ανθρώπου με τον κόσμο που τον περιβάλλει δεν οδηγεί αναπόδραστα στη σχέση με τον εσωτερικό του κόσμο και τους συνανθρώπους του, του επιτρέπει σίγουρα να δει και να ζήσει το υπερφυσικό σαν οικείο. Στην δημοτική ποίηση η φύση δεν είναι περιβάλλον προς κατάκτηση ή αξιοποίηση αλλά κόσμος εκδηλωτικός που μιλάει και συναισθάνεται, ανταποκρίνεται και συμμερίζεται. Και το υπερφυσικό για τον λαϊκό ποιητή δεν είναι ανατροπή της φυσικής τάξης αλλά ομαλή προέκταση και μετάπλασή της. Η φύση δεν αποτελεί ένα αδιάφορο θέατρο όπου εκτυλίσσονται τα πάθη της αγάπης αλλά και μετέχει και η ίδια – εμψυχώνει και ταράζεται, συγκλονίζεται και ανατρέπεται. Δεν λειτουργεί απλώς σαν ναός του ανθρώπινου σώματος αλλά το εκτείνει και το ολοκληρώνει. Όπως έγραφε ο Γ.Α.Μέγας, αι συνεντεύξεις των εραστών μόνο εις το κρυπτόν ημπορούν να λαμβάνουν χώραν, όπου μόνο η φύσις παραμονεύει ως μάρτυς. Αλλά και προ αυτής ο αγωνιών έρως δεν είναι ασφαλής και έτσι ο απηγορευμένος εκείνος χαρακτήρ της ερωτικής συνεντεύξεις ομού με το ευδιέγερτον ζωντανόν αίσθημα της φύσεως των λαών τούτων παρήγαγε μίαν σειράν τραγουδιών, τα οποία ως αντικείμενον έχουν την προδοσίαν της αγάπης υπό της φύσεως.
Καθώς βουτάμε στην «Ερυθρά θάλασσα» του Δημοτικού τραγουδιού, διαπιστώνουμε πως το κόκκινο μπορεί να επιστρατεύεται ενίοτε για να πολεμηθεί ο πόθος αλλά και για να δώσει την ευλογία του αντίστοιχα· αλλού μπορεί να είναι σύμβολο της χαράς και αλλού να έχει ολέθριους συμβολισμούς, όπως το χυμένο αίμα. Το κόκκινο χρώμα και τα χείλη της ποθητής συνάπτονται αχώριστα στην τέχνη αυτού του λόγου. Το Κατά γυναικών καλλωπιζομένων του Γρηγορίου Ναζιανζηού και ο Βίος της οσίας Πελαγίας που στηλιτεύουν τον καλλωπισμό από θεολογική και ηθική άποψη, ως τέχνη που αποβλέπει στην ερωτική πρόκληση, η ταύτιση του χρώματος με το αίμα του φόνου αλλά και με τον «ρύπο» της εμμηνορρυσίας, το κόκκινο έχει το χρώμα της αμαρτίας, αλλά είναι ταυτισμένο και με τον καλλωπισμό που λειτουργεί σαν ερωτικό σήμα, η προκατάληψη κατά των κόκκινων μαλλιών, η ρούσσα γυναίκα είναι επίφοβος διότι η κόκκινη τρίχα είναι διαβολική, το μήλο που γίνεται επιφάνεια γραφή, το αιώνια άκοπο μήλο της Σαπφώς που αναστήθηκε οχτώ αιώνες αργότερα στο μυητικό ερωτικό μυθιστόρημα Δάφνις και Χλόη του Λέσβιου συγγραφέα Λόγγου αλλά και γλαφυρό σημάδι της αιματικής κυκλοφορίας, αδιαμφισβήτητη απόδειξη ζωής, οι πορφυρές χλαμύδες του Έρωτα και το κόκκινο του πολέμου και της ισχύος, αποτελούν μόνο ελάχιστες από τις εκφάνσεις του θέματος.
Τα καράβια ακινητούν μαγεμένα, λουλουδίσματα γεννιούνται από το γέλιο μιας κόρης και η υπεροχή της γυναικείας ωραιότητας μεταγράφεται σε έξαρση και άνθιση της φύσης. Η φύση συμμορφώνεται με την ομορφιά του ανθρώπου αλλά και, αντίστροφα, μαραζώνει. Στην η λαϊκή ποιητική θαυματοποιία οι θεοί αργούν ή περιττεύουν και το θαύμα συντελείται χωρίς την συνδρομή υπερφυσικών δυνάμεων. Ακόμα και το βαρύ πένθος λύνεται με τον τρόπο των μοιρολογιών και ιστορεί το θαύμα της άνθησης της γης που δέχτηκε τον αγαπημένο νεκρό. Το σμίξιμο των κλωναριών αποτελεί εικόνα των δημοτικών τραγουδιών που διηγούνται την μεταθανάτια μεταμόρφωση σε δέντρα όσων ατύχησαν στον έρωτα και πέθαναν βίαια, πάνω στη νιότη τους. Με τη μεταμόρφωση αυτή ο δημοτικός ποιητής μεθοδεύει την επικράτηση της αγάπης επί του θανάτου. Στο χώρο άλλωστε της ανώνυμης ποίησης η αξία του θανάτου μηδενίζεται.
Όμως το ελληνικό δημοτικό τραγούδι ιστορεί τον έρωτα σαν αμάχητο ανατροπέα και οι ανατροπές που καταγράφει είναι πολλές και ποικίλες. Η πρώτη που κλονίζεται είναι βέβαια η λογική. Οι αισθήσεις αναρυθμίζονται και ο κόσμος του ερωτευμένου ιστορείται συγκινημένος, να συμμερίζεται τον δικό του πόνο, κι ας γνωρίζει κατά βάθος πως ο καημός του δεν επηρεάζει ό,τι τον περιβάλλει και αφήνει ασυγκίνητους και τους ίδιους τους οικείους του. «Αγάπη δεν εστάθη ποτέ χωρίς καημούς». Φυσικά ανατρέπονται και τα ίδια τα ηθικά θεμέλια του οικογενειακού και κοινωνικού βίου. Ο «ανόσιος έρως» αποτελεί θέμα αρκετών τραγουδιών, κυρίως παραλογών, που διαφοροποιούνται ως προς την λύση του δράματος. Ως προς το βαρύτατο αμάρτημα της αιμομιξίας η ιστορία και η μυθολογία έχουν την δική τους φωνή και μαρτυρούν ότι οι γραπτοί και άγραφοι ηθικοί κανόνες έχουν πάντοτε τους αρνητές και καταπατητές τους. Από τον Περίανδρο του Ηροδότου έως το Λευιτικόν και το Δευτερονόμιον της Παλαιάς Διαθήκης, τις προσταγές των επιστολών του Παύλου και τις βυζαντινές νομοθετικές διατάξεις επιστρέφουμε στο ενσυνείδητο «οιδιπόδειο» των δημοτικών τραγουδιών ο δημιουργός των οποίων, με ελεύθερο φρόνημα και γλώσσα αλογόκριτη αλλά και χωρίς να συνθλίβεται από την πρόθεση διδακτισμού, ηθικολογικού κηρύγματος ή βίαιης στηλίτευσης, ενδιαφέρεται και για τις πιο απόκρυφες πτυχές του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου και για τις πλέον έκτροπες εκδοχές της ερωτικής συνεύρεσης.
Περισσότερο ευτράπελα και σκανδαλιστικά, βέβαια, είναι τα τραγούδια που καταπιάνονται με την ερωτική μύηση του ανιψιού από την θεία του ή με τις ερωτικές σχέσεις ανάμεσα σε κουμπάρους. Η ερωτική σχέση πατέρα και κόρης απωθείται στο χώρο του μη φωνητού, ενώ το βαρύτατο αμάρτημα της μητρός που πέφτει σε έρωτα για τον γιο της ιστορείται και ελέγχεται αυστηρά· διαφορετικός ο έρωτας της μητριάς για τον προγονό της που εκδηλώθηκε και από την Φαίδρα ως την Φαύστα. Ο θηβαϊκός κύκλος, η χαμένη τραγωδία του Ευριπίδη Αίολος, η αδελφική αιμομιξία που κατέγραψε ο Παρθένιος στον Περί Λευκίππου λόγο, η Καλλιόπη από τις Ιστορίες του Ηρόδοτου, η αναγνώριση των δυο αδελφιών σε ένα ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, τα όρια των σχέσεων ανάμεσα στα ξαδέλφια στις Ικέτιδες του Αισχύλου, η σχέση της νύφης με τον αδελφό του άντρα της ή του γαμπρού με την αδελφή της γυναίκας του, η σχέση ανιψιού και θείας που ευνοείται από τον πρώτο, γιατί διαφορετικά θα εννοούνταν κοινωνικά ως αποπλάνηση ή και βιασμός, μια από τις επιστολές του Αρισταίνετου που επιγράφεται Πεθεράς εραστής εγκρατώς απομάχεται προς τον πόθον κ.ο.κ., ο πλούτος των λόγων είναι αχανής.
Το μοναδικό Γεγονός που εγείρεται ανάμεσα στα δυο άκρα, την ζωή και τον θάνατο, είναι το Γεγονός του Έρωτα. Τα τραγούδια του «ανόσιου έρωτα» επικυρώνουν ορισμένα από τα θεμελιώδη γνωρίσματα της ανώνυμης ποίησης: την ειλικρίνεια, την τόλμη, την ελευθεροφωνία, την πνευματική ευρυχωρία, την φυσική εναντίωσή της στον ρηχό διδακτισμό και την εξαιρετική αφηγηματικής της ικανότητα. Με τόσους ποιητικούς θριάμβους του εξωλογικού, του παραδόξου και του αδύνατου αλλά και του κοινωνικά ασύμβατου και έκνομου και με τέτοια φυσικότητα που κερδίζει το αδιανόητο και τo απίθανο, το να βαφτεί η πλάση όλη κόκκινη ύστερα από ένα περιπαθές φιλί, για να συνεορτάσει, ακούγεται σαν το φυσικότερο των πραγμάτων. Κι αφού ακούγεται, γράφει ο συγγραφέας, είναι. Κι ίσως μια ακόμα μαγεία αυτού του λόγου είναι ότι δεν εξηγεί – απλά αφηγείται.
Εδώ ξαναζούν όλες οι Κερασένιες, όνομα που κατακτήθηκε με την ρόδινη χάρη της κοπέλας, όλες οι γυναίκες με χείλη που αποκαλέστηκαν τριανταφυλλένια και φιλοπιθυμισμένα ή χαρακτηρίστηκαν κοκκινοπλουμόχειλες, όλες όσες ενέπνευσαν περιπαθείς λέξεις που ταξίδεψαν στον χρόνο, είτε προέρχονται από τις ερωτικές επιστολές του Αρισταίνετου, άγνωστου ελληνόφωνου λόγιου της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ή τους στίχους του Μελέαγρου από τα Γάδαρα της Παλαιστίνης ανάμεσα στους δυο πρώτους προχριστιανικούς αιώνες – Δεινός Έρως, δεινός, και αλλού στην μετάφραση του Γιώργου Ιωάννου, Α, ψυχή μου, κατατσακισμένη· εκεί που φλέγεσαι, εκεί και δροσερεύεις και φράσεις όπως η περίφημη Χωρίς θέρμη θερμάθηκε.
Ο 35σέλιδος βασικός βιβλιογραφικός οδηγός αλλά και τα εκατοντάδες ειδικότερα μελετήματα που περιλαμβάνονται στις σχεδόν διακοσίων σελίδων σημειώσεις και δη με μικρότερα γράμματα είναι ενδεικτικά.
Εκδ. Άγρα, 2019, [Πιάνω γραφή να γράψω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι – 3], σελ. 843. Το κυρίως κείμενο είναι ως την σ. 602 και οι σημειώσεις καταλαμβάνουν ως την σ. 794. Ακολουθεί ευρετήριο ονομάτων, τίτλων λογοτεχνικών έργων, βιβλίων, ποιημάτων, τραγουδιών, εφημερίδων και περιοδικών.
Στις εικόνες, έργα των: 1. George Tooker, 3. Hennie Niemann Jr., 5. Nicoletta Tomas Caravia, 6. Constantin Brancusi, 7. Christian Baloga, 8. Oswaldo Guayasamin, 9. Asiza. Οι υπόλοιπες, αταύτιστες από το διαδίκτυο.









