Paco Ignacio Taibo II – ’68 Μεξικό

Μια μαρτυρία που δεν ήθελε να γίνει μυθιστόρημα και μια Ιστορία που δεν πρέπει να ξεχαστεί

Μέλος και μέρος του κινήματος του 1968 που κατέληξε στην αδιανόητη σφαγή των φοιτητών την πλατεία Τλατελόλκο, ο Τάιμπο ο Δεύτερος μας παραδίδει ένα πηγαίο βιωμένο αφήγημα της εμπλοκής του, προσθέτοντας την μικρή ατομική του μνήμη στην συλλογική, έχοντας την υποψία, όπως γράφει, πως δύσκολα επιβιώνει η μία δίχως την άλλη· ότι δεν μπορούν να πλαστούν θρύλοι χωρίς προσωπικές αφηγήσεις. Ο συγγραφέας είχε ήδη χυθεί στην πολιτική δράση από τα δεκαπέντε του, διδάσκοντας γραφή και ανάγνωση στους αναλφάβητους εργάτες στην Σάντα Κλάρα, που έβγαιναν με εγκαύματα από τους λάκκους με την χημική λάσπη των βιομηχανιών και των χυτηρίων όπου εργάζονταν χωρίς την παραμικρή προστασία, διαπιστώνοντας ότι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον τους ήταν να μάθουν να κάνουν τους βασικούς λογαριασμούς για να μην τους κλέβουν στην μισθοδοσία, ενώ το 1967  ως σπαρτακιστής συμμετείχε στην καμπάνια στις γειτονιές των σιδηροδρομικών της πόλης του Μεξικού για την απελευθέρωση του επί έντεκα έτη φυλακισμένου ηγέτη τους Δεμέτριο Βαγέχο.

Ήταν η εποχή που ζούσαν κυκλωμένοι από την μαγεία της Κουβανικής επανάστασης και της αντίστασης για το Βιετνάμ. Ο Τσε ήταν το φάντασμα υπ’ αριθμόν ένα ·αυτός που δεν ήταν πια εκεί αλλά βρισκόταν παντού, ακόμα και νεκρός. Ο Κάρλος Φουέντες ήταν η απόδειξη ότι και το μυθιστόρημα είναι επίσης ιστορία, ότι η λογοτεχνία είναι χειροπιαστή πραγματικότητα. Άκουγαν Dylan, Baez, Seeger και Peter, Paul and Mary, έκαναν ομαδικές αναγνώσεις, το σινεμά ήταν μέρος της πλοκής. Η πολιτική τους δράση ήταν παλαιού στυλ: μια ατέλειωτη αλυσίδα από συνεδριάσεις μέρα νύχτα, κύκλοι θεωρητικοί μελέτης. Ήμασταν ξένοι και στην Ιστορία.. Δεν προερχόμασταν από το εθνικό παρελθόν … ήταν ένα διεθνές έδαφος όπου παράγονταν επαναστάσεις και μυθιστορήματα, όχι ένα τοπικό και λαϊκό έδαφος. Αλλά οι κινητοποιήσεις της Άνοιξης της Πράγας οι φοιτητικοί αγώνες στη Βραζιλία, η κατάληψη του Κολούμπια της Νέα Υόρκης, η εξέγερση στην Κόρδοβα στην Αργεντινή, γίνονταν κάπου μακριά. Εδώ, όμως, όπως όλοι έλεγαν, ήταν Μεξικό και δεν περνούσαν αυτά. Οι επαναστάτες ανήκαν σε μια ξένη ιστορία· στο Μεξικό ήταν μόνο ονόματα οδών της πόλης.

Το κίνημα ξέσπασε στις 26 Ιουλίου του 1968 αλλά κανείς δεν ήξερε ότι εκείνη την στιγμή ξεσπούσε. Μέσα από τις διαδηλώσεις αλληλεγγύης για το Βιετνάμ γεννήθηκε ο μπριγαδισμός, εκείνες οι ομάδες υποδαύλισης κοινωνικών ταραχών, αποτελούμενες από πέντε-έξι άτομα, που έστηναν συγκεντρώσεις – αστραπή σε διάφορα σημεία της πόλης, σταματούσαν τα λεωφορεία και εισέβαλλαν στα εργοστάσια. Ακολούθησαν οι απεργίες μαθητών, φοιτητών και εργατών. Το κίνημα, που ακόμα δεν ήξερε ότι ήταν κίνημα ολοένα και δυνάμωνε. Οι πολύγραφοι δεν σταματούσαν να δουλεύουν, γίνονταν επιδρομές στις αποθήκες χαρτιού του πανεπιστημιακού τυπογραφείου, έρανοι στους δρόμους και τα λεωφορεία. Τα συνθήματα γράφονταν ακόμα και στις ταράτσες των σχολών, ώστε να τα βλέπουν τα ελικόπτερα της αστυνομίας.

«Με το κεφάλι βουτούσαμε στα βαθιά της χώρας», γράφει ο Τάιμπο αλλά εκεί υπήρχε το κράτος με το πρόσωπο του Κακού. Αυτό είχε τις δυνάμεις προπαγάνδας και καταστολής. Αν Τύπος, ραδιόφωνο και τηλεόραση αλλοίωναν τους αριθμούς, διόρθωναν τις ειδήσεις και έδιναν χώρο σε άφθονες δηλώσεις των άλλων, το κίνημα εφάρμοσε υπήρχε μια άλλου είδους πληροφόρηση: είχε στη διάθεσή του τοίχους και λεωφορεία για συνθήματα, χαρτί για προκηρύξεις και φυλλάδια και θάρρος για απανταχού νυχτερινές συζητήσεις. Το λεγόμενο «ράδιο αρβύλα» ήταν η πρώτη αληθινή αντίσταση εναντίον της λήθης. Μπροστά στα ψέματα του Τύπου, οι δικές τους πληροφορίες κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, σαν τεχνητή αναπνοή. Τότε ήταν που αποφάσισαν ότι αυτοί οι ίδιοι, οι φοιτητές, οι εργάτες και όλοι οι απλοί Μεξικάνοι είναι η αληθινή χώρα

Με τα αιτήματα, μεταξύ άλλων, της ελευθερίας των πολιτικών κρατουμένων, της κατάργησης του νόμου περί του αδικήματος της διάλυσης της κοινωνικής συνοχής και της απόδοσης ευθυνών για την βίαιη καταστολή το φοιτητικό κίνημα οδηγούσε σε «ένα ξεμασκάρεμα του μεξικανικού κράτους αλλά και η δημιουργία ενός ελευθεριακού κοινού χώρου που βασιζόταν στη συνέλευση. Η συζήτηση στην οικογένεια μέσα σε χιλιάδες σπίτια, η δυσπιστία απέναντι στις παραδοσιακές μορφές παραπληροφόρησης της χώρας, Τύπου και τηλεόρασης, η επαφή με την ζωντανή μιλιά, η ανακάλυψη μιας άγνωστης ως τότε γειτονιάς, οι δημόσιες συζητήσεις στα λεωφορεία και στις πλατείες, ανέτρεπαν την μέχρι τότε προδιαγεγραμμένη και υποταγμένη καθημερινότητα. Στο στόμα όλων υπήρχε πλέον ένα «Όχι». Για χιλιάδες γυναίκες ήταν η ευκαιρία για την ισότητα – το ’68 προηγήθηκε του φεμινισμού. Κοινή η ψήφος, κοινός και ο κίνδυνος. Τα κορίτσια κυκλοφορούσαν το αδιαμφισβήτητο κάλλος τους με ανεμελιά και χωρίς καλλυντικά. Στις συζητήσεις μπορούσαν έξαλλες από θυμό να διηγηθούν οικογενειακές ιστορίες, ενίοτε επιβεβαιωμένες από μια μελανιά στο μπράτσο.

Το κίνημα εμφανιζόταν ως μια μάζα την οποία το κράτος δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει. Με ποιον να διαπραγματευτεί όταν η ηγεσία του αποτελούνταν από τριακοσίους ανθρώπους, ποιον να εξαγοράσει; Η κυβέρνηση αρνιόταν να κάνει δημόσιο διάλογο, επιθυμώντας μυστικές διαπραγματεύσεις ώστε να μην πληχθεί το κύρος της. Προτίμησε τις στρατιωτικές εισβολές σε σχολές και πλατείες, την διάχυση χαφιέδων συχνά με την μορφή ωραίων κοριτσιών και συνεχείς παρακολουθήσεις – «ατέλειωτες σκοπιές από στρατιώτες που έμοιαζαν σαν πρόσκοποι του Αλ Καπόνε, εξαντλημένοι όπως πάντα από τις αναμονές», εξίσου φοβισμένοι, όπως και οι ανώτεροί τους.

Δεινός ρήτορας στις γειτονιές και στα εργοστάσια, ο συγγραφέας σκαρφάλωνε στις κολώνες και μιλούσε με απλή γλώσσα αλλά ανέβαινε και στα λεωφορεία μ’ έναν φίλο που κουβαλούσε μαζί του κιθάρα και μελλόντικα. Οι μπριγάδες έμπαιναν σε όλα τα εργοστάσια, ακόμα και της Τζένεραλ Μότορς, και μοίραζαν προκηρύξεις. Οι μέρες επιμηκύνονταν, τα λεπτά ήταν αιωνιότητες· κάποιος τις είχε περιγράψει «Μέρες χωρίς ύπνο, ύπνος χωρίς λησμονιά», το Τώρα ήταν για Πάντα. Η σημαντικότερη μάχη που έπρεπε να κερδηθεί η μάχη ήταν εναντίον του φόβου. Εδώ υπάρχουν μερικές σκηνές που σχεδόν κινηματογραφικά βλέπουμε μπροστά μας: να περνάνε κάτω από τις πολυκατοικίες και οι ένοικοι να τους ρίχνουν κομφετί ή, όποτε έβρεχε, πλαστικά και χαρτόνια για ομπρέλες, στις σχολές να κοιμούνται όλοι κάτω και στο τέλος κάποιος να περνάει και να τους σκεπάζει με μια μεγάλη κουρτίνα, οι τοίχοι να μην διακρίνονται από τους καπνούς των τσιγάρων. Η ακινησία ήταν ένα μεγάλο παράπτωμα και η έξοδος στον δρόμο παρά την παράλυση από φόβο ο μόνος τρόπος. «Δεν υπήρχαν ούτε νύχτες ούτε μέρες, υπήρχαν μόνο δράσεις, δρόμος και δονήσεις, τις οποίες κάποιος έπρεπε να ερμηνεύσει» [σ. 77]

Στην περίφημη διαδήλωση της σιωπής υπό βροχή, τα στόματα των διαδηλωτών ήταν κλεισμένα με επιδέσμους και μονωτική ταινία στο στόμα, που έδειχναν ότι η δύναμή τους ήταν πέρα από τις λέξεις. Ο εθνικός ύμνος που αργότερα θα έψελναν τούς ακουγόταν διαφορετικά, παρότι ήταν ο ίδιος που τους υποχρέωναν να τραγουδούν στο δημοτικό σχολείο· το κίνημα είχε οικειοποιηθεί το πιο φθαρμένο απ’ όλα τα σύμβολα. Ενώ οι μέρες πριν από την κατάληψη του Πανεπιστημίου από τον στρατό ήταν γεμάτες μέλλον, οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μέρες γεμάτες παρόν. Το ζητούμενο κάθε φορά ήταν ν’ αντέξεις να σχεδιάσεις τις επόμενες δυο ή τρεις ώρες και να παραμείνεις σε δράση. Ταυτόχρονα, άρχισαν να ζουν με ενοχές. Ποιος είχε πεθάνει για σένα, ποιον συνέλαβαν επειδή άργησε στο ραντεβού; Οι επιζώντες γίνονταν όλο και πιο μοναχικοί. Οι νύχτες γέμιζαν φόβο, ιδίως όταν οι επαφές χάνονταν. Σε μια δύσκολη αποστολή να πάρουν ένα πολύγραφο από κάποιο σπίτι κοιτάζει το πρόσωπο του σχεδόν άγνωστου συντρόφου του και αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν δυνατόν ο ένας να επιστρέψει χωρίς τον άλλον, πως ένοιωθε πιο καλυμμένος από ποτέ. Προκηρύξεις κρύβονταν σε σακουλάκια ψωμιού, πολύγραφοι καταχωνιάζονταν σε παιδιατρικές κλινικές. Περίμεναν το χτύπημα αλλά δεν περίμεναν ότι θα υπήρχε τόση κτηνωδία.

Στις 2 Οκτωβρίου ο στρατός χτύπησε τη συγκέντρωση στο Τλατελόλκο με την φαιδρή δικαιολογία της  ανταλλαγής πυροβολισμών μεταξύ φοιτητών. Κατά μια ειρωνική φάρσα της ζωής, ο συγγραφέας τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας βρισκόταν στην Ισπανία, σταλμένος από τον πατέρα του, κάτι για το οποίο δεν συγχώρησε ούτε αυτόν ούτε τον εαυτό του: ακριβώς επειδή ήταν δεκαεννιά ετών, έπρεπε να μείνει. Η επιστροφή του δυο ημέρες μετά τον έφερε αντιμέτωπο με την φρίκη των νεκρών, πολλοί από τους οποίους πετάχτηκαν από τα στρατιωτικά αεροσκάφη στον Κόλπο του Μεξικού, με ιστορίες στρατιωτικής εισβολής στα νοσοκομεία ώστε να αποτελειωθούν οι τραυματίες, με πλείστους φίλους εξόριστους ή κρυμμένους, αποκομμένους από κάθε βάση, με συντρόφους ευνουχισμένους ή βασανισμένους. Και με την σκέψη πως ήταν εντελώς τυχαίο το γεγονός ότι σε όλες αυτές τις θέσεις βρίσκονταν αυτοί και όχι άλλοι ή ο ίδιος.

Ο ίδιος συνέχισε να κρύβεται και να παραμιλά στον ύπνο του αλλά γι’ αυτόν τα μαύρα αυτοκίνητα με τις κεραίες δεν έφτασαν ποτέ. Η αντίσταση κράτησε ακόμα έναν μήνα αλλά είχαν περάσει πλέον στο στάδιο της μη επιστροφής. Έπρεπε να βρουν νέες μορφές αγώνα και δεν τις έβρισκαν. Η ψήφος του υπέρ της λήξης της απεργίας στις σχολές ήταν αναπόφευκτη ώστε να σταματήσει η καταστολή και να αναδιοργανωθούν. Όλοι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, πήραν όρκο ότι δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ότι κάποια μέρα θα ξαναγυρνούσαν. Ήταν μια επιστροφή στην ήττα, με τους φυλακισμένους και τους νεκρούς να περιφέρονται στους διαδρόμους της σχολής σαν φαντάσματα. Όλοι οι συμμέτοχοι της επανάστασης, αναζητούσαν την χώρα που κατάφεραν να διακρίνουν κάπου μέσα σ’ εκείνες τις ημέρες και τώρα είχε πάλι εξαφανιστεί. Ο ίδιος βρήκε απαίσιες δουλειές ως σεναριογράφος σε τηλεοπτικά σίριαλ, μια δεύτερη ως συγγραφέας ωροσκοπίων για μια τηλεοπτική εκπομπή και μια τρίτη ως κατασκευαστής ραδιοφωνικών μυθιστορημάτων για οδηγούς. Κάποτε άρχισε να γράφει τα αστυνομικά του μυθιστορήματα για να ξεκουραστεί και να αναπνεύσει, «σαν ένα φως στο βάθος του τούνελ, την λογοτεχνία που επιτρέπει ένα είδος επιπλέον οξυγόνου».

Τι απέγιναν οι συμμέτοχοι του κινήματος των 123 ημερών; Οι πιο απελπισμένοι εντάχθηκαν σ’ έναν ανταρτοπόλεμο πόλης, μια μεγάλη ομάδα έφυγε για τις συνοικίες όπου ίδρυσαν τις οργανώσεις γειτονιάς προσφέροντας ένα πρότυπο λαϊκής αντίστασης, άλλοι αγωνίστηκαν στα εργοστάσια και τα πανεπιστήμια. Όλοι διατηρούσαν πεισματικά την ιδέα ότι η πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι ηθική. Οι περισσότεροι δεν συσσώρευσαν άλλες ήττες εκτός από αυτές που τους επιβλήθηκαν. Ήττες ένα σωρό, παράδοση όμως ελάχιστες φορές. Το ’68 τους είχε δώσει πολύτιμα καύσιμα αντίστασης, ένα νόημα πατρίδας Ξαναβρέθηκαν στη Νικαράγουα του ’70, στη Χιλή του ’73, σε απεργίες, δίκες και πορείες. Κι ο ίδιος, συνεχίζει να θυμάται τότε που λες και όλοι ήταν αήττητοι και αθάνατοι και νοσταλγεί ακόμα κι εκείνη την χαμένη ένταση του φόβου για τις σκιές, την αίσθηση αθανασίας, το άλλο του εγώ εκείνης της ατέλειωτης χρονιάς

Φοιτητικά κινήματα υπήρξαν σε πολλές πόλεις του κόσμου, αλλά το Μεξικό ήταν η μοναδική πόλη όπου έγινε σφαγή διακοσίων πενήντα έως τετρακοσίων ανθρώπων – ο αριθμός παραμένει ακόμα ασαφής. Στα τέλη εκείνης της χρονιάς ο Τάιμπο άρχισε να κρατάει χειρόγραφες σημειώσεις γιατί δεν είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στη μνήμη του. Είχε αρκετό υλικό για μυθιστόρημα αλλά οι σημειώσεις είχαν τέτοια δύναμη μαρτυρίας που δεν χρειάζονταν την λογοτεχνία ή επρόκειτο για ένα μυθιστόρημα που δεν ήθελε να γραφτεί. Πώς να μπει σε ένα μυθιστόρημα η ιστορία ενός κινήματος που έκοψε στα δυο την ζωή πολλών Μεξικανών και μιας εποχής που ζω δεν σήμαινε θυμάμαι αλλά δρω και μιας νεότητας που ζούσε συλλογικά, πασχίζοντας να μείνει πιστή στον ρόλο που η ίδια επινόησε για τον εαυτό της;

Εκδ. Άγρα, 2018, σελ. 176, μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος. Πρόλογος Helena Poniatowska [’68 (1991)]

Ένα άλλο, συναρπαστικό βιβλίο του συγγραφέα, εδώ.

Σχολιάστε