Paco Ignacio Taibo II – ’68 Μεξικό

Μια μαρτυρία που δεν ήθελε να γίνει μυθιστόρημα και μια Ιστορία που δεν πρέπει να ξεχαστεί

Μέλος και μέρος του κινήματος του 1968 που κατέληξε στην αδιανόητη σφαγή των φοιτητών την πλατεία Τλατελόλκο, ο Τάιμπο ο Δεύτερος μας παραδίδει ένα πηγαίο βιωμένο αφήγημα της εμπλοκής του, προσθέτοντας την μικρή ατομική του μνήμη στην συλλογική, έχοντας την υποψία, όπως γράφει, πως δύσκολα επιβιώνει η μία δίχως την άλλη· ότι δεν μπορούν να πλαστούν θρύλοι χωρίς προσωπικές αφηγήσεις. Ο συγγραφέας είχε ήδη χυθεί στην πολιτική δράση από τα δεκαπέντε του, διδάσκοντας γραφή και ανάγνωση στους αναλφάβητους εργάτες στην Σάντα Κλάρα, που έβγαιναν με εγκαύματα από τους λάκκους με την χημική λάσπη των βιομηχανιών και των χυτηρίων όπου εργάζονταν χωρίς την παραμικρή προστασία, διαπιστώνοντας ότι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον τους ήταν να μάθουν να κάνουν τους βασικούς λογαριασμούς για να μην τους κλέβουν στην μισθοδοσία, ενώ το 1967  ως σπαρτακιστής συμμετείχε στην καμπάνια στις γειτονιές των σιδηροδρομικών της πόλης του Μεξικού για την απελευθέρωση του επί έντεκα έτη φυλακισμένου ηγέτη τους Δεμέτριο Βαγέχο.

Ήταν η εποχή που ζούσαν κυκλωμένοι από την μαγεία της Κουβανικής επανάστασης και της αντίστασης για το Βιετνάμ. Ο Τσε ήταν το φάντασμα υπ’ αριθμόν ένα ·αυτός που δεν ήταν πια εκεί αλλά βρισκόταν παντού, ακόμα και νεκρός. Ο Κάρλος Φουέντες ήταν η απόδειξη ότι και το μυθιστόρημα είναι επίσης ιστορία, ότι η λογοτεχνία είναι χειροπιαστή πραγματικότητα. Άκουγαν Dylan, Baez, Seeger και Peter, Paul and Mary, έκαναν ομαδικές αναγνώσεις, το σινεμά ήταν μέρος της πλοκής. Η πολιτική τους δράση ήταν παλαιού στυλ: μια ατέλειωτη αλυσίδα από συνεδριάσεις μέρα νύχτα, κύκλοι θεωρητικοί μελέτης. Ήμασταν ξένοι και στην Ιστορία.. Δεν προερχόμασταν από το εθνικό παρελθόν … ήταν ένα διεθνές έδαφος όπου παράγονταν επαναστάσεις και μυθιστορήματα, όχι ένα τοπικό και λαϊκό έδαφος. Αλλά οι κινητοποιήσεις της Άνοιξης της Πράγας οι φοιτητικοί αγώνες στη Βραζιλία, η κατάληψη του Κολούμπια της Νέα Υόρκης, η εξέγερση στην Κόρδοβα στην Αργεντινή, γίνονταν κάπου μακριά. Εδώ, όμως, όπως όλοι έλεγαν, ήταν Μεξικό και δεν περνούσαν αυτά. Οι επαναστάτες ανήκαν σε μια ξένη ιστορία· στο Μεξικό ήταν μόνο ονόματα οδών της πόλης.

Το κίνημα ξέσπασε στις 26 Ιουλίου του 1968 αλλά κανείς δεν ήξερε ότι εκείνη την στιγμή ξεσπούσε. Μέσα από τις διαδηλώσεις αλληλεγγύης για το Βιετνάμ γεννήθηκε ο μπριγαδισμός, εκείνες οι ομάδες υποδαύλισης κοινωνικών ταραχών, αποτελούμενες από πέντε-έξι άτομα, που έστηναν συγκεντρώσεις – αστραπή σε διάφορα σημεία της πόλης, σταματούσαν τα λεωφορεία και εισέβαλλαν στα εργοστάσια. Ακολούθησαν οι απεργίες μαθητών, φοιτητών και εργατών. Το κίνημα, που ακόμα δεν ήξερε ότι ήταν κίνημα ολοένα και δυνάμωνε. Οι πολύγραφοι δεν σταματούσαν να δουλεύουν, γίνονταν επιδρομές στις αποθήκες χαρτιού του πανεπιστημιακού τυπογραφείου, έρανοι στους δρόμους και τα λεωφορεία. Τα συνθήματα γράφονταν ακόμα και στις ταράτσες των σχολών, ώστε να τα βλέπουν τα ελικόπτερα της αστυνομίας.

«Με το κεφάλι βουτούσαμε στα βαθιά της χώρας», γράφει ο Τάιμπο αλλά εκεί υπήρχε το κράτος με το πρόσωπο του Κακού. Αυτό είχε τις δυνάμεις προπαγάνδας και καταστολής. Αν Τύπος, ραδιόφωνο και τηλεόραση αλλοίωναν τους αριθμούς, διόρθωναν τις ειδήσεις και έδιναν χώρο σε άφθονες δηλώσεις των άλλων, το κίνημα εφάρμοσε υπήρχε μια άλλου είδους πληροφόρηση: είχε στη διάθεσή του τοίχους και λεωφορεία για συνθήματα, χαρτί για προκηρύξεις και φυλλάδια και θάρρος για απανταχού νυχτερινές συζητήσεις. Το λεγόμενο «ράδιο αρβύλα» ήταν η πρώτη αληθινή αντίσταση εναντίον της λήθης. Μπροστά στα ψέματα του Τύπου, οι δικές τους πληροφορίες κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, σαν τεχνητή αναπνοή. Τότε ήταν που αποφάσισαν ότι αυτοί οι ίδιοι, οι φοιτητές, οι εργάτες και όλοι οι απλοί Μεξικάνοι είναι η αληθινή χώρα

Με τα αιτήματα, μεταξύ άλλων, της ελευθερίας των πολιτικών κρατουμένων, της κατάργησης του νόμου περί του αδικήματος της διάλυσης της κοινωνικής συνοχής και της απόδοσης ευθυνών για την βίαιη καταστολή το φοιτητικό κίνημα οδηγούσε σε «ένα ξεμασκάρεμα του μεξικανικού κράτους αλλά και η δημιουργία ενός ελευθεριακού κοινού χώρου που βασιζόταν στη συνέλευση. Η συζήτηση στην οικογένεια μέσα σε χιλιάδες σπίτια, η δυσπιστία απέναντι στις παραδοσιακές μορφές παραπληροφόρησης της χώρας, Τύπου και τηλεόρασης, η επαφή με την ζωντανή μιλιά, η ανακάλυψη μιας άγνωστης ως τότε γειτονιάς, οι δημόσιες συζητήσεις στα λεωφορεία και στις πλατείες, ανέτρεπαν την μέχρι τότε προδιαγεγραμμένη και υποταγμένη καθημερινότητα. Στο στόμα όλων υπήρχε πλέον ένα «Όχι». Για χιλιάδες γυναίκες ήταν η ευκαιρία για την ισότητα – το ’68 προηγήθηκε του φεμινισμού. Κοινή η ψήφος, κοινός και ο κίνδυνος. Τα κορίτσια κυκλοφορούσαν το αδιαμφισβήτητο κάλλος τους με ανεμελιά και χωρίς καλλυντικά. Στις συζητήσεις μπορούσαν έξαλλες από θυμό να διηγηθούν οικογενειακές ιστορίες, ενίοτε επιβεβαιωμένες από μια μελανιά στο μπράτσο.

Το κίνημα εμφανιζόταν ως μια μάζα την οποία το κράτος δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει. Με ποιον να διαπραγματευτεί όταν η ηγεσία του αποτελούνταν από τριακοσίους ανθρώπους, ποιον να εξαγοράσει; Η κυβέρνηση αρνιόταν να κάνει δημόσιο διάλογο, επιθυμώντας μυστικές διαπραγματεύσεις ώστε να μην πληχθεί το κύρος της. Προτίμησε τις στρατιωτικές εισβολές σε σχολές και πλατείες, την διάχυση χαφιέδων συχνά με την μορφή ωραίων κοριτσιών και συνεχείς παρακολουθήσεις – «ατέλειωτες σκοπιές από στρατιώτες που έμοιαζαν σαν πρόσκοποι του Αλ Καπόνε, εξαντλημένοι όπως πάντα από τις αναμονές», εξίσου φοβισμένοι, όπως και οι ανώτεροί τους.

Δεινός ρήτορας στις γειτονιές και στα εργοστάσια, ο συγγραφέας σκαρφάλωνε στις κολώνες και μιλούσε με απλή γλώσσα αλλά ανέβαινε και στα λεωφορεία μ’ έναν φίλο που κουβαλούσε μαζί του κιθάρα και μελλόντικα. Οι μπριγάδες έμπαιναν σε όλα τα εργοστάσια, ακόμα και της Τζένεραλ Μότορς, και μοίραζαν προκηρύξεις. Οι μέρες επιμηκύνονταν, τα λεπτά ήταν αιωνιότητες· κάποιος τις είχε περιγράψει «Μέρες χωρίς ύπνο, ύπνος χωρίς λησμονιά», το Τώρα ήταν για Πάντα. Η σημαντικότερη μάχη που έπρεπε να κερδηθεί η μάχη ήταν εναντίον του φόβου. Εδώ υπάρχουν μερικές σκηνές που σχεδόν κινηματογραφικά βλέπουμε μπροστά μας: να περνάνε κάτω από τις πολυκατοικίες και οι ένοικοι να τους ρίχνουν κομφετί ή, όποτε έβρεχε, πλαστικά και χαρτόνια για ομπρέλες, στις σχολές να κοιμούνται όλοι κάτω και στο τέλος κάποιος να περνάει και να τους σκεπάζει με μια μεγάλη κουρτίνα, οι τοίχοι να μην διακρίνονται από τους καπνούς των τσιγάρων. Η ακινησία ήταν ένα μεγάλο παράπτωμα και η έξοδος στον δρόμο παρά την παράλυση από φόβο ο μόνος τρόπος. «Δεν υπήρχαν ούτε νύχτες ούτε μέρες, υπήρχαν μόνο δράσεις, δρόμος και δονήσεις, τις οποίες κάποιος έπρεπε να ερμηνεύσει» [σ. 77]

Στην περίφημη διαδήλωση της σιωπής υπό βροχή, τα στόματα των διαδηλωτών ήταν κλεισμένα με επιδέσμους και μονωτική ταινία στο στόμα, που έδειχναν ότι η δύναμή τους ήταν πέρα από τις λέξεις. Ο εθνικός ύμνος που αργότερα θα έψελναν τούς ακουγόταν διαφορετικά, παρότι ήταν ο ίδιος που τους υποχρέωναν να τραγουδούν στο δημοτικό σχολείο· το κίνημα είχε οικειοποιηθεί το πιο φθαρμένο απ’ όλα τα σύμβολα. Ενώ οι μέρες πριν από την κατάληψη του Πανεπιστημίου από τον στρατό ήταν γεμάτες μέλλον, οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μέρες γεμάτες παρόν. Το ζητούμενο κάθε φορά ήταν ν’ αντέξεις να σχεδιάσεις τις επόμενες δυο ή τρεις ώρες και να παραμείνεις σε δράση. Ταυτόχρονα, άρχισαν να ζουν με ενοχές. Ποιος είχε πεθάνει για σένα, ποιον συνέλαβαν επειδή άργησε στο ραντεβού; Οι επιζώντες γίνονταν όλο και πιο μοναχικοί. Οι νύχτες γέμιζαν φόβο, ιδίως όταν οι επαφές χάνονταν. Σε μια δύσκολη αποστολή να πάρουν ένα πολύγραφο από κάποιο σπίτι κοιτάζει το πρόσωπο του σχεδόν άγνωστου συντρόφου του και αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν δυνατόν ο ένας να επιστρέψει χωρίς τον άλλον, πως ένοιωθε πιο καλυμμένος από ποτέ. Προκηρύξεις κρύβονταν σε σακουλάκια ψωμιού, πολύγραφοι καταχωνιάζονταν σε παιδιατρικές κλινικές. Περίμεναν το χτύπημα αλλά δεν περίμεναν ότι θα υπήρχε τόση κτηνωδία.

Στις 2 Οκτωβρίου ο στρατός χτύπησε τη συγκέντρωση στο Τλατελόλκο με την φαιδρή δικαιολογία της  ανταλλαγής πυροβολισμών μεταξύ φοιτητών. Κατά μια ειρωνική φάρσα της ζωής, ο συγγραφέας τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας βρισκόταν στην Ισπανία, σταλμένος από τον πατέρα του, κάτι για το οποίο δεν συγχώρησε ούτε αυτόν ούτε τον εαυτό του: ακριβώς επειδή ήταν δεκαεννιά ετών, έπρεπε να μείνει. Η επιστροφή του δυο ημέρες μετά τον έφερε αντιμέτωπο με την φρίκη των νεκρών, πολλοί από τους οποίους πετάχτηκαν από τα στρατιωτικά αεροσκάφη στον Κόλπο του Μεξικού, με ιστορίες στρατιωτικής εισβολής στα νοσοκομεία ώστε να αποτελειωθούν οι τραυματίες, με πλείστους φίλους εξόριστους ή κρυμμένους, αποκομμένους από κάθε βάση, με συντρόφους ευνουχισμένους ή βασανισμένους. Και με την σκέψη πως ήταν εντελώς τυχαίο το γεγονός ότι σε όλες αυτές τις θέσεις βρίσκονταν αυτοί και όχι άλλοι ή ο ίδιος.

Ο ίδιος συνέχισε να κρύβεται και να παραμιλά στον ύπνο του αλλά γι’ αυτόν τα μαύρα αυτοκίνητα με τις κεραίες δεν έφτασαν ποτέ. Η αντίσταση κράτησε ακόμα έναν μήνα αλλά είχαν περάσει πλέον στο στάδιο της μη επιστροφής. Έπρεπε να βρουν νέες μορφές αγώνα και δεν τις έβρισκαν. Η ψήφος του υπέρ της λήξης της απεργίας στις σχολές ήταν αναπόφευκτη ώστε να σταματήσει η καταστολή και να αναδιοργανωθούν. Όλοι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, πήραν όρκο ότι δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ότι κάποια μέρα θα ξαναγυρνούσαν. Ήταν μια επιστροφή στην ήττα, με τους φυλακισμένους και τους νεκρούς να περιφέρονται στους διαδρόμους της σχολής σαν φαντάσματα. Όλοι οι συμμέτοχοι της επανάστασης, αναζητούσαν την χώρα που κατάφεραν να διακρίνουν κάπου μέσα σ’ εκείνες τις ημέρες και τώρα είχε πάλι εξαφανιστεί. Ο ίδιος βρήκε απαίσιες δουλειές ως σεναριογράφος σε τηλεοπτικά σίριαλ, μια δεύτερη ως συγγραφέας ωροσκοπίων για μια τηλεοπτική εκπομπή και μια τρίτη ως κατασκευαστής ραδιοφωνικών μυθιστορημάτων για οδηγούς. Κάποτε άρχισε να γράφει τα αστυνομικά του μυθιστορήματα για να ξεκουραστεί και να αναπνεύσει, «σαν ένα φως στο βάθος του τούνελ, την λογοτεχνία που επιτρέπει ένα είδος επιπλέον οξυγόνου».

Τι απέγιναν οι συμμέτοχοι του κινήματος των 123 ημερών; Οι πιο απελπισμένοι εντάχθηκαν σ’ έναν ανταρτοπόλεμο πόλης, μια μεγάλη ομάδα έφυγε για τις συνοικίες όπου ίδρυσαν τις οργανώσεις γειτονιάς προσφέροντας ένα πρότυπο λαϊκής αντίστασης, άλλοι αγωνίστηκαν στα εργοστάσια και τα πανεπιστήμια. Όλοι διατηρούσαν πεισματικά την ιδέα ότι η πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι ηθική. Οι περισσότεροι δεν συσσώρευσαν άλλες ήττες εκτός από αυτές που τους επιβλήθηκαν. Ήττες ένα σωρό, παράδοση όμως ελάχιστες φορές. Το ’68 τους είχε δώσει πολύτιμα καύσιμα αντίστασης, ένα νόημα πατρίδας Ξαναβρέθηκαν στη Νικαράγουα του ’70, στη Χιλή του ’73, σε απεργίες, δίκες και πορείες. Κι ο ίδιος, συνεχίζει να θυμάται τότε που λες και όλοι ήταν αήττητοι και αθάνατοι και νοσταλγεί ακόμα κι εκείνη την χαμένη ένταση του φόβου για τις σκιές, την αίσθηση αθανασίας, το άλλο του εγώ εκείνης της ατέλειωτης χρονιάς

Φοιτητικά κινήματα υπήρξαν σε πολλές πόλεις του κόσμου, αλλά το Μεξικό ήταν η μοναδική πόλη όπου έγινε σφαγή διακοσίων πενήντα έως τετρακοσίων ανθρώπων – ο αριθμός παραμένει ακόμα ασαφής. Στα τέλη εκείνης της χρονιάς ο Τάιμπο άρχισε να κρατάει χειρόγραφες σημειώσεις γιατί δεν είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στη μνήμη του. Είχε αρκετό υλικό για μυθιστόρημα αλλά οι σημειώσεις είχαν τέτοια δύναμη μαρτυρίας που δεν χρειάζονταν την λογοτεχνία ή επρόκειτο για ένα μυθιστόρημα που δεν ήθελε να γραφτεί. Πώς να μπει σε ένα μυθιστόρημα η ιστορία ενός κινήματος που έκοψε στα δυο την ζωή πολλών Μεξικανών και μιας εποχής που ζω δεν σήμαινε θυμάμαι αλλά δρω και μιας νεότητας που ζούσε συλλογικά, πασχίζοντας να μείνει πιστή στον ρόλο που η ίδια επινόησε για τον εαυτό της;

Εκδ. Άγρα, 2018, σελ. 176, μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος. Πρόλογος Helena Poniatowska [’68 (1991)]

Ένα άλλο, συναρπαστικό βιβλίο του συγγραφέα, εδώ.

Peter Handke – Σύντομο γράμμα για έναν μεγάλο αποχαιρετισμό

Ταξίδι στα τοπία μιας χώρας, ενός έρωτα, ενός εαυτού

«Όπως καμιά φορά ψάχνουμε τα λόγια, έτσι κι εγώ έψαχνα μια εικόνα που θα με συνέφερνε» [σ. 186]

Τις «σωτήριες» εικόνες, και όχι μόνο, αναζητά ο αφηγητής στο μεγάλο του ταξίδι μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες του Νέου Κόσμου. Με τις τσέπες του γεμάτες ταξιδιωτικές επιταγές, ξεκινά από το Πρόβιντενς της Ανατολικής Ακτής με κατεύθυνση στην Δυτική Ακτή, σε ένα ιδιότυπο ραντεβού με την γυναίκα του Τζούντιθ, με την οποία έχουν πρόσφατα χωρίσει. Είναι ασαφές αν το ταξίδι επρόκειτο να το κάνουν μαζί ή αν το σημείο συνάντησης δόθηκε ώστε ο καθένας να ταξιδέψει μόνος του· πάντως και εκείνη τηρεί την ίδια διαδρομή αλλά ξεχωριστά.

Ήδη από την αρχή φαίνεται πως θέλει να βγει από την ζωή του και να μοιραστεί εμπειρίες άλλων. Μένει στο Ξενοδοχείο Άλγκονκουίν όπου έμενε συχνά ο Φράνσις Σ. Φιτζέραλντ και διαβάζει το γνωστό του μυθιστόρημα για τον άντρα που αγόρασε ένα σπίτι στην απέναντι πλευρά του κόλπου μόνο και μόνο για να βλέπει στην απέναντι ακτή να ανάβουν κάθε βράδυ τα φώτα του σπιτιού όπου ζούσε με τον άντρα της η γυναίκα που αγαπούσε. Ένα ακόμα στοιχείο ενισχύει την συγγένειά του με τον Γκάτσμπυ: ποτέ δεν πλησίασε την Τζούντιθ αυθόρμητα, με δική του πρωτοβουλία.

Ποια είναι η Τζούντιθ, που έχει φύγει εδώ και πέντε μέρες από το ξενοδοχείο Ντελμόνικο στη Νέα Υόρκη χωρίς να αφήσει διεύθυνση, έχοντας ξεχάσει την φωτογραφική της μηχανή; Μια γυναίκα που ποτέ δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την μανία της ανταλλαγής που χαρακτηρίζει τα παιδιά γι’ αυτό και της άρεσαν πράγματα που χαλάνε ή τελειώνουν γρήγορα ή τουλάχιστον αλλάζονται εύκολα. Έχοντας πλήρη έλλειψη της αίσθησης του χρόνου, δεν καταλάβαινε την ώρα που περνούσε και σπάνια ήξερε τι μέρα ήταν, ενώ η δική του υπερβολική αίσθηση του χρόνου ίσως αντανακλά μια υπερβολική αίσθηση εαυτού, που του στερεί κάθε χαλαρότητα. Όσο θεατρινίστικες κι αν ήταν οι κινήσεις της στην καθημερινή της ζωή (ενίοτε θυμίζοντας την Λωρήν Μπακώλ στην ταινία του Χωκς Να έχεις και να μην έχεις) άλλο τόσο στα σανίδια της σκηνής ησύχαζε – μόνο εκεί κατάφερνε να κινείται με απλότητα, ανακουφισμένη. Αυτός θυμάται πως μετά τους τσακωμούς τους, όταν άρχιζαν να συζητούν, χανόταν η σοβαρότητα της κατάστασης, που έπρεπε να επιλυθεί με κάποιον άλλο τρόπο, όπως ένα συμφιλιωτικό γέλιο. Η σχέση του με τις γυναίκες, πάντα του φαίνεται προσποιητή, σαν κάποια κινηματογραφική ταινία βασισμένη σε μυθιστόρημα. Μαζί της όμως απέκτησε την ικανότητα όχι μόνο να κοιτάζει αλλά και να βλέπει.

Δεύτερη μέρα στην Αμερική κι ήδη αισθάνεται αυτό που αισθανόταν όταν διάβαζε βιβλία: να ζήσει κι αυτός το ίδιο, να βάλει σ’ εφαρμογή τα διδάγματα των σελίδων. Ένα μπαρ όπου στο τζουκ μποξ επιλέγει το Sitting on the dock of the bay του Ότις Ρέντινγκ, μια γυναίκα στο ταμείο ακίνητη σαν τις προσωπογραφίες των αγίων και μοναδικός ήχος του ένας μικρός ανεμιστήρας και τα ζάρια στα τραπέζια. Για πρώτη φορά από τότε που ήταν παιδί αρχίζει ξανά να μιλάει με τον εαυτό του. Κάθε φορά που θέλει να περιγράψει αυτό που έκανε, αδυνατεί να παραλείψει την παραμικρή επιμέρους πράξη και κάθε φορά που βρίσκεται σ’ ένα καινούργιο και άγνωστο γι’ αυτόν περιβάλλον οδηγείται σε ανεξάντλητες περιγραφές με σκοπό την αυταπάτη, πως μιλάει για σπουδαίες ενέργειες και σημαντικά γεγονότα. Καθώς διασχίζει με λεωφορείο τη Νέα Αγγλία και πλησιάζοντας τη Νέα Υόρκη βλέπει ολοένα και λιγότερες διαφημιστικές εικόνες. Σ’ ένα μπαρ έτσι όπως κοιτάζει τους περαστικούς από το μικρό άνοιγμα της κουρτίνας αισθάνεται πως βρίσκονται πίσω από μια αυλαία. Στην εφημερίδα όπου αναζητά κάποια μήνυμά της κάθε τοπωνύμιο που διαβάζει αισθάνεται την επιθυμία να το επισκεφτεί. Κάθε άνθρωπος και κάθε τόπος που δεν γνωρίζει του φαίνονται συμπαθητικοί.

Το περιβάλλον μέσα στο οποίο πέρασε την ημέρα του αρχίζει να τον κυριεύει, οι δρόμοι και τα σπίτια να ξετυλίγονται μέσα του. Έξω από τις βαριές κουρτίνες ενός εστιατορίου, σχηματίζεται ένα ολόκληρο σχεδιάγραμμα της Νέας Υόρκης, ένα ενιαίο τοπίο ολόγυρά του. Σε κάποιο τραπέζι βρίσκει αφημένες καρτ ποστάλ και γράφει σε ανθρώπους στους οποίους δεν είχε γράψει ποτέ. Φεύγει για την Φιλαδέλφεια περνώντας δίπλα από μισοπεθαμένα δάση, εγκαταλειμμένους σταθμούς τραίνων, χωματερές και αλάνες με αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα. Αναρωτιέται γιατί οι διάφοροι συνταξιδιώτες διαλέγουν μόνο αυτόν να διηγηθούν μια ιστορία λες και είναι ο συνένοχός τους, Φιλικοί και διαχυτικοί μαζί του, έχουν διώξει κάθε ίχνος επιφυλακτικότητας· μήπως τον περνούν για έναν από τους ανθρώπους που είναι πάντα ευχαριστημένοι;

Στο Φοίνιξβιλ, μια κωμόπολη τριάντα χιλιόμετρα δυτικά της Φιλαδέλφεια, ζει η Κλαιρ Μάντισον που μοιράστηκε μαζί της μια νύχτα τρία χρόνια πριν, στο πρώτο του ταξίδι στην Αμερική· μια γυναίκα που την σκεφτόταν συχνά, ακριβώς επειδή δεν την γνώρισε καλά. Η σωματική παρουσία της ήταν τόσο κατηγορηματική, ώστε δεν έμενε να ειπωθεί τίποτ’ άλλο πέρα απ’ αυτό. Φεύγουν μαζί με την μικρή της κόρη Δέλτα Βενεδικτίνη και με την Όλντσμπομπίλ της πάνε σ’ ένα μοτέλ στη Ντονόρα, νότια του Πίτσμπουργκ. Τραβάει φωτογραφίες την μία πίσω από την άλλη, που μοιάζουν όλες ίδιες. Στο πρώτο του ταξίδι ήθελε μόνο να βλέπει εικόνες – τα drive in, τις γιγάντιες πινακίδες, τους αχανείς αυτοκινητοδρόμους, τα υπεραστικά λεωφορεία Γκραίη Χάουντ, και ήταν ευτυχής που δεν έβλεπε ανθρώπους· τώρα τα βαρέθηκε και αυτά.

Πώς μεγάλωνε η Κλαιρ το κορίτσι της; Ήθελε να την εμποδίσει να δένεται με πράγματα, σε αντίθεση με αυτή την ισχυρή τάση της αμερικανικής διαπαιδαγώγησης, κι έτσι δεν της αγόραζε παιχνίδια, μόνο έπαιζε με πράγματα που χρησίμευαν και σε κάτι άλλο, ένα άδειο κουτί από βερνίκι, σκεύη νοικοκυριού, οδοντόβουρτσες. Τώρα έχει μετανιώσει, γιατί δεν ήξερε ότι το παιδί που βλέπει κάποιον άλλο να παίρνει το παιχνίδι του δεν το κάνει από εγωισμό αλλά από φόβο, καθώς, όταν το παιχνίδι βρεθεί σε άλλα χέρια, άρα μείνει άδεια η θέση του, μετά το παιδί δεν ξέρει πού βρίσκεται και η δική του θέση.

Όταν περπατούν για λίγο σε απόμερα δρομάκια στη φύση η Κλαιρ του λέει ότι στην Αμερική ο κόσμος δεν συνηθίζει τους περιπάτους και όποιος περπατάει στην εξοχή χωρίς να κάνει τίποτα προκαλεί την περιέργεια. Έχουν μπροστά τους τριακόσια χιλιόμετρα μέχρι το Κολόμπους του Οχάιο κι άλλα τόσα ως την Ινδιανάπολη της Ινδιάνα. Μόνο τα πέτρινα σήματα προς την Ινδιανάπολη αλλάζουν κάτι στο μονότονο τοπίο.  Η Τζούντιθ τηλεφώνησε στο Αλγκονκουίν και στο Μπάρκλαιυ της Φιλαδέλφεια για να τον βρει αλλά δεν άφησε κάποιο μήνυμα. Σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού διαβάζει τον Πράσινο Χάινριχ του Γκότφριντ Κέλλερ ο ήρωας του οποίου ταξίδευε κι αυτός στον κόσμο αλλά και εντός του. Σταδιακά η μεταξύ τους «συγγένεια» μεγαλώνει: ούτε εκείνος ήθελε να δίνει εξηγήσεις και ζούσε με όσο το δυνατόν λιγότερες προκαταλήψεις παρακολουθώντας τις εμπειρίες του παθητικά, χωρίς να παρεμβαίνει, χωρίς να επιθυμεί να κάνει την παραμικρή προσπάθεια για να καταλάβει. Η Κλαιρ συμφωνεί: κι αυτός αφήνει τον κόσμο γύρω του να τον προσπερνά και κάθεται και παρακολουθεί την ζωή σαν απλός θεατής αντί να χωθεί μέσα της.

Ίσως να γνωρίζεις κι εσύ τέτοιους ανθρώπους […]. Ό,τι και να δουν, ακόμα και το πιο εκπληκτικό πράγμα, επιδιώκουν αμέσως να το κατατάξουν σ’ αυτά που ξέρουν, να το κόψουν και να το ράψουν στα μέτρα τους, κατονομάζοντάς το για να τελειώνουν μια και καλή μ’ αυτό, και να σταματήσουν να το ζουν. Για όλα ξέρουν τ’ όνομα, την κατάλληλη λέξη. Γι’ αυτό και τα λόγια τους είναι συχνά για γέλια, […] επειδή χρησιμοποιούν λέξεις για να περιγράψουν κάτι που δεν περιγράφεται. [σ. 158]

Σε αντίθεση με πλείστα άλλα μυθιστορήματα «δρόμου», εδώ δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες γνωριμίες με ανθρώπους, όταν όμως περιγράφονται γεμίζουν δυο τρεις απολαυστικές σελίδες. Στο Ροκ Χιλ του Σαιντ Λιούις, ένα προάστιο στην καρδιά της πολιτείας του Μιζούρι, οι δυο φίλοι της Κλαιρ που τους φιλοξενούν για λίγο δεν απομακρύνονται ποτέ ο ένας από τον άλλον και όταν το κάνουν, μοιάζουν να απολαμβάνουν ένα είδος κλεφτής προσωπικής ελευθερίας. Δεν μαθαίνει ποτέ τα ονόματά τους γιατί αποκαλούν ο ένας τον άλλον με διάφορα χαϊδευτικά ονόματα, ενώ η γυναίκα δεν κρύβει κανένα μυστήριο κι ο άντρας είναι μονίμως χαρούμενος· ακόμα και για τους καυγάδες είχαν χαϊδευτικές λεξούλες.

Αλλά εκεί που ζωγραφίζεται μια όψη ενός είδους ανθρώπων είναι η ιδιαίτερη μανία ιδιοκτησίας: τα αντικείμενα της κοινής τους ζωής θεωρούνται πολύτιμα σαν μέλη του σώματός τους, όπως αποδεικνύεται μετά από ένα σπάσιμο ποτηριού ή δαχτυλιές σε έναν πίνακα, και η σχετική συμπεριφορά ως συντετριμμένοι και απαρηγόρητοι αντανακλά τις ψυχικές διαθέσεις τους απέναντι σε έναν κόσμο εχθρικό. Μόλις έκανες να πλησιάσεις κάτι σε «προειδοποιούσαν» αμέσως, τονίζοντας την ιδιαίτερη σημασία του – και το πιο ασήμαντο αντικείμενο έχαιρε ενός ιδιαίτερου καθεστώτος προστασίας. Δεν παραλείπουν, βέβαια, να δείχνουν στον εκάστοτε ζημιάρη πόσο τους είχε ενοχλήσει, όχι με λόγια αλλά με το να ασχολούνται ακόμα περισσότερο ο ένας με τον άλλον, αγνοώντας την παρουσία του. Συχνά μοιάζει να τους αρέσει να απογοητεύονται, για να μπορούν να γαντζώνονται ακόμα πιο συχνά ο ένας απ’ τον άλλον, ζώντας στο ιδιωτικό τους Ελντοράντο, μια πολιτεία απόλυτα αυτάρκη και απρόσιτη στους έξω.

Ταυτόχρονα υποδεικνύουν σιωπηρά την απαράδεκτη μοναξιά του αφηγητή και της Κλαιρ. Είναι όμως έτσι; Για εκείνον ήταν αδύνατο να την φανταστεί κανείς διαφορετικά παρά μόνη της. Συνυπάρχουν και χωρίζουν χωρίς να γίνονται ξένοι ο ένας για τον άλλον και χωρίς να ζητάνε τίποτα· η Κλαιρ μοιάζει να αγνοεί κάθε άλλη δυνατότητα· άλλωστε πάντα έβρισκε την ζωή δυο ερωτευμένων τρομερά κουραστική. Ακόμα και το να κάθονται κοντά χωρίς να έχουν ακόμα αγκαλιαστεί είναι η δική τους τρυφερότητα. Η δική τους ηρεμία γινόταν πόθος κι ο πόθος ηρεμία.

Ο ήρωας φωτογραφίζει ακατάπαυστα ώστε να αφήσει κάτι στην μικρή να θυμάται, αλλά και να κερδίσει κι αυτός μια θέση στις αναμνήσεις της. Αλλά εκείνη εκφράζει κάτι που, προσωπικά, μου φαίνεται, εκτός από εκδοχή του αμερικάνικου βλέμματος, και μια προφητεία για τις νεότερες γενιές. Όταν η Δέλτα βλέπει κάτι που μιμείται την πραγματική φύση, π.χ. έναν πίνακα, αδιαφορεί για το πρωτότυπο, αφού η εικόνα το είχε αντικαταστήσει για πάντα. Αντίθετα εκείνος, θυμάται πως μικρός ζητούσε πάντοτε να μάθει πού βρισκόταν στην πραγματικότητα το ζωγραφισμένο τοπίο και όταν μάθαινε πως μια εικόνα ήταν φανταστική αδυνατούσε να το πιστέψει. Η έλλειψη του προτύπου του δημιουργούσε μια αίσθηση πνιγηρή. Το ίδιο ίσχυε και στην ανάγνωση: δεν μπορεί να φανταστεί ότι οι λέξεις περιέγραφαν κάτι που ίσως να μην υπήρχε.

Γιατί δεν χώριζε από την Τζούντιθ; Επειδή κανένας δεν ήθελε να παραδεχτεί την ήττα του και ο καθένας ενδιαφερόταν μόνο να υποχρεώσει ο ένας τον άλλον να αναγνωρίσει το δικό του άδικο. Αμίλητοι σκηνοθετούσαν καταστάσεις όπου ο άλλος θα συναισθανόταν την ενοχή του· κινούνταν ο ένας δίπλα στον άλλον σα να εκτελούσαν μια χορογραφία και τώρα το γεγονός ότι του έστειλε μια κάπως δολοφονική κάρτα επιβεβαιώνει, σκέφτεται, το γεγονός ότι έπαιρνε πόζες ακόμα και στην πιο βαθιά απελπισία της.

Όπως συμβαίνει κάθε βιβλίο που κατ’ αρχήν διαθέτει όλα τα στοιχεία της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, άρα και την έλλειψη πλοκής, εγώ και πάλι δεν θα βαριέμαι ποτέ να διαβάζω για δωμάτια ξενοδοχείων που πάντα θα θυμίζουν τα σχετικά τουριστικά φυλλάδια, που βρίσκονται στην άκρη των ορόφων, με τον δρόμο σβηστό από κάτω και τα απέναντι γραφεία σκοτεινά, ακόμα κι οι καθαρίστριες να έχουν φύγει, για δωμάτια όπου η τηλεόραση παίζει για να παίζει και πάντα θα υπάρχει ένα κανάλι με κινούμενα σχέδια κι αργότερα στη σκοτεινή γυάλινη οθόνη να καθρεφτίζονται οι λάμψεις από την ονομασία ή το σήμα του ξενοδοχείου, ενώ μακριά ακούγεται ο μακρινός θόρυβος ενός φορτηγού ή του κουδούνι ενός βενζινάδικου. Και θα προσπαθώ πάντα να πάρω το βλέμμα του συγγραφέα ταξιδιώτη, όπως θα βλέπει τον ήλιο που βασιλεύει πίσω από τα τεράστια διαφημιστικά πλακάτ, τα  παράθυρα των σπιτιών που αναβοσβήνουν από τις τηλεοράσεις και εκείνο το κιτρινωπό φως της Αμερικής που μοιάζει να αναβλύζει μέσα από την γη και να φωτίζει τα πρόσωπα από κάτω- «ένα χρώμα φορτωμένο αναμνήσεις»

… απολαμβάνοντας αυτή την παραδείσια κατάσταση, όπου κανείς θέλει μόνο να βλέπει, και βλέποντας γνωρίζει και καταλαβαίνει [σ. 40]

Όμως είναι εμφανές πως εδώ το ταξίδι αυτού του ανώνυμου ταξιδιώτη δεν γίνεται προς την τελική συνάντηση με την πρώην γυναίκα του, μέσω μιας αχανούς χώρας που τον τροφοδοτεί με ατέλειωτες εικόνες, αλλά και αφορά μια εσωτερική διαδρομή, στο τέρμα της οποίας ευελπιστεί να έχει δει και να έχει καταλάβει κάτι για τον ίδιο. Παράλληλα με τα εξωτερικά ερεθίσματα έρχονται και οι αλλεπάλληλες αναμνήσεις που μπορεί να αφορούν οτιδήποτε, από αισθήσεις έως φόβους· ορισμένες είναι μνήμες από μια εποχή, «τότε που όλοι πίστευαν ότι με το πέρασμα του χρόνου ο άνθρωπος αλλάζει κι ότι ο κόσμος είναι ανοιχτός και μας περιμένει» και τώρα αναζητά και κάποτε αισθάνεται την ίδια ευφορία, μαζί με την βεβαιότητα πως κάθε στιγμή είναι και μια εμπειρία. Το ίδιο το αμερικανικό τοπίο που μοιάζει να βρίσκεται πάντα υπό διαμόρφωση αλλά και η ίδια η χώρα λειτουργούν ως ένα εργαστήρι πειραματισμού για οποιονδήποτε επιθυμεί να ορίσει ξανά την θέση του στον κόσμο.

Η διαδρομή συνεχίζεται με ένα ατμόπλοιο με όνομα Mark Twain στα νερά του Μισισιπή και μέσω της αναζήτησης ενός ξυλοκόπου συγγενή στο Όρεγκον καταλήγει στον «τερματισμό» της, στην Καλιφόρνια, στην, συνάντηση με την Τζούντιθ και στην επίσκεψή τους στον Τζον Φορντ, τον σκηνοθέτη που ο ήρωας δεν έπαυε να θυμάται σε όλο του το ταξίδι, από το Iron Horse του και την μνήμη της αίσθησης που κυρίευε το ίδιο του το σώμα, της ανάγκης να αγκαλιαστούν οι δυο πρωταγωνιστές, έως την επιθυμία να συζητήσουν πόσο άλλαξε η Αμερική από τότε που σταμάτησε να γυρίζει ταινίες. Μένουν τα λόγια του σκηνοθέτη «Συζητάμε για τα πάντα κι έτσι δεν μένει τίποτα για να ονειρευτούμε» και η επιθυμία του να ακούσει την δική τους ιστορία, ίσως επειδή, σκέφτομαι, όλων μας οι ζωές κάλλιστα γίνονται ταινία.

Εκδ. Άγρα, 2019, [Α΄ έκδ. 1989], σελ. 217, μτφ. Μαρία Αγγελίδου. Περιλαμβάνονται δισέλιδος χάρτης με την διαδρομή του αφηγητή, τρισέλιδο σημείωμα της μεταφράστριας, χρονολόγιο και βιβλιογραφία για τον συγγραφέα, ενημερωμένα έως το 1987 και 1988 αντίστοιχα.

Σημ. To εξώφυλλο είναι από ένα πλάνο της ταινίας Paris Texas, όπου ο σκηνοθέτης Wim Wenders συνεργάστηκε με τον συγγραφέα. [Der Kurze Brief Zum Langen Abschied, 1972]. / Την εποχή της συγγραφής του μυθιστορήματος ο συγγραφέας είχε προσφάτως χωρίσει και ταξιδέψει στην Αμερική.

Στις εικόνες, φωτογραφίες των: 1. Ed Freenan, 3. Takashi Inagaki, 9. Constantine Manos [Magnum].

Δημοσίευση και σε mic.gr, σύντομα.