Mathias Enard – Πυξίδα

Τι σημαίνει σήμερα Ανατολή και τι σήμαινε για τον ανήσυχο άνθρωπο παλαιότερων αιώνων; Πόσο διαφέρει ένα σημερινό ταξίδι από την αρχή ως τα βάθη της (και ποια είναι αυτά) και τι θα δει ο σύγχρονος ταξιδιώτης από το παρόν και το παρελθόν της; Με ποιο τρόπο μπορεί κανείς να προσεγγίσει αυτό που η Ανατολή υπήρξε για αιώνες πριν τα μέσα του 20ού αιώνα;  Σε αυτό το μυθιστόρημα ένας έμπρακτα αφοσιωμένος λάτρης της ταξιδεύει για άλλη μια φορά αλλά τώρα μέσα από το δωμάτιό του, μέσα σε μια νύχτα αϋπνίας και εκφυλιστικής ασθένειας (σύμφωνα με μια ασαφή διάγνωση), με λόγο ανάλογο του πυρετού και του παραληρήματος που αυτή του προκαλεί. Και βέβαια αυτός ο λόγος δεν μπορεί παρά να είναι ένας λαχανιασμένος μονόλογος.

Για τον Φραντς Ρίττερ, έναν Θερμό Ανατολιστή, δεν μένει λοιπόν παρά ένα ανάστροφο ταξίδι. Εφόσον πια αδυνατεί να ταξιδέψει στην αχανή της επικράτεια προσκαλεί εκείνη να έρθει στον χώρο του, καταργώντας χρόνους κι εποχές. Τώρα που δεν υπάρχει η ζωντανή εμπειρία παρά το αποτύπωμά της, αυτό που έμεινε οριστικά και αμετάκλητα στην προσωπικότητα του, θα την διατρέξει για άλλη μια φορά συντροφιά με τους μεσάζοντες της ανατολικής εμπειρίας, εξαντλώντας όλα τα τυπικά ευρήματα ανάλογων περιπτώσεων: τους ερευνητές που διατρίβουν, τους αρχαιολόγους που ανασκάπτουν συνήθως με δυτικά όργανα και μάτια, τους ειδικούς γνώστες τους παλαιούς οριενταλιστές και, βέβαια, το πλήθος των συγγραφέων και μουσικών που συνειδητά ή ασυνείδητα επηρεάστηκαν και δημιούργησαν υπό το φως και τις σκιές της.

Φυσικά δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ακόμα κι ένα τέτοιο μυθιστόρημα ταξιδευτικών ιδεών χωρίς τον έρωτα. Η Σάρα αποτελεί το μεγάλο πάθος του Ρίττερ χωρίς να περιορίζεται στα στεγανά ενός ανεπίδοτου έρωτα. Η νεαρότερη γυναίκα εκπροσωπεί ένα νέο είδος νεότητας που αφοσιώνεται ψυχή και σώμα στην έρευνά της, που ζει και μιλάει μέσα από αυτήν. Εμφανώς τέκνο της σύγχρονης εξειδικευμένης ακαδημαϊκής αφοσίωσης, η Σάρα παρ’ όλα αυτά δεν περιορίζεται στις βιβλιοθήκες αλλά «εξαφανίζεται» στα βάθη της Ανατολής αναζητώντας τις δικές της απαντήσεις για την εργασία της, διατηρώντας εκτός των άλλων και παραδοσιακή αλληλογραφία με τον Φραντς. Εκείνος με την σειρά του δεν παύει να την επιθυμεί, εγγράφοντάς την όχι μόνο στον ανατολικό βίο της ζωής του αλλά και σε μια άλλη, δυνητική ζωή: Αν είχα τολμήσει να φιλήσω την Σάρα εκείνο το πρωινό στην Παλμύρα αντί να δειλιάσω και να γυρίσω πλευρό ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά· καμιά φορά ένα φιλί αλλάζει ολόκληρη τη ζωή, η μοίρα ξεστρατίζει, λυγίζει, κάνει στροφή [σ. 188]

Αυστριακός μουσικολόγος που ειδικεύεται και εμμένει στην ολοκληρωτική επίδραση επιρροή της Ανατολής στην δυτική μουσική τον 19ο και τον 20ό αιώνα και σε δεκάδες συνθέτες κλασικής μουσικής, ο Ρίττερ ξεδιπλώνει την ίδια στιγμή όσες γνώσεις και μνήμες μπορεί να αντέξει το θυμικό ενός εαυτού που αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Δαμασκό και την Τεχεράνη. Κολυμπώντας μέσα σε μια πλημμύρα αναφορών και πληροφοριών, πηγαίνοντας από βιβλίο σε βιβλίο κι από μουσική σε μουσική, σε αυτή την αποθέωση ενός μεταμοντέρνου λογοτεχνικού ρομαντισμού (με πολλά εισαγωγικά), οι πιστοί της πλοκής θα απογοητευτούν, εκτός αν αποφασίσουν να αφεθούν στην συνεχή συνειρμικότητα ενός λόγου που επιχειρεί να συμπεριλάβει σχεδόν τα πάντα:

Ιστορίες άγνωστες ή παραγνωρισμένες, όπως για τους Σταυροφόρους (τους πρώτους οριενταλιστές) που επέστρεψαν στα σκοτεινά χωριά της Δύσης φορτωμένοι χρυσάφι, βάκιλους και θλίψη, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι είχαν καταστρέψει, στο όνομα του Χριστού, τα μεγαλύτερα θαύματα που είχαν δει ποτέ, για τους γυρολόγους που διατρέχουν την έρημο χωρίς αυτοκίνητο, εξαρτώμενοι από τα κέφια των φορτηγών και των τρακτέρ των νομάδων, πουλώντας από σκηνή σε σκηνή την πραμάτειά τους ή για ιδιαίτερα πρόσωπα που σημάδεψαν με τον τρόπο τους την πρόσληψη εκείνων των τόπων, όπως η περιπλανώμενη Ελβετίδα Αννεμαρίε Σβάρτσενμπαχ που ταξίδευε μανιωδώς για να ξεφύγει από την πολεμοχαρή Ευρώπη, η πολυαγαπημένη μου Ιζαμπέλ Έμπερχαρντ που ντυνόταν σαν Άραβας ιππέας προτού χάσει τη ζωή της από μια ξαφνική πλημμύρα στο νότιο Οράν που λάτρευε ή ο Λέοπολντ Βάις, εξέχων ανταποκριτής των περισσότερων μεγάλων εφημερίδων της Βαϊμάρης, που πέρασε μήνες ολόκληρους πάνω σε καμήλα, υπεύθυνος για την αναχώρησή του αφηγητή για την Δαμασκό.

Τι θάρρος, τι  πίστη ή τι τρέλα εμψύχωνε τον μικρόσωμο ιερωμένο από τη Βοημία να χωθεί έτσι στο κενό, με το όπλο στον ώμο, ανάμεσα σε φυλές νομάδων που όλες τους διέκειντο εχθρικά προς την οθωμανική εξουσία και οι οποίες συχνά έκανα πλιάτσικο ή ξεσηκώνονταν; Να είχε νιώσει κι εκείνος τη φρίκη της ερήμου, εκείνη τη μοναχική αγωνία που σφίγγει το στήθος μες στην απεραντοσύνη, τη μεγάλη βία της αχανούς έκτασης όπου φανταζόμαστε ότι μπορούμε να κρύψουμε καλά ως κλοπιμαία το ρίσκο και τους πόνους – οδύνες και κινδύνους της ψυχής και του σώματος…[σ. 208]

Τώρα που αισθάνεται να του λείπει η θέληση του ασκητή ή η δημιουργική φαντασία του μυστικιστή, πώς να προσεγγίσει την δική του Ανατολή; Ίσως τελικά η μουσική, το μόνο του μεγάλο πάθος, να είναι και ο μοναδικός βέβαιος δρόμος. Ποιος θα φανταζόταν την ύπαρξή της ακόμα και στους μεγάλους κλασικούς συνθέτες, από τον Μότσαρτ και τον Μπετόβν μέχρι τον Σούμπερτ, τον Λιστ, τον Μπερλιόζ, τον τον Ντεμπυσσύ και τον … Σένμπεργκ, τότε που σε ολόκληρη την Ευρώπη φυσάει ο άνεμος της ετερότητας, όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άντρες χρησιμοποιούν ό,τι τους έρχεται από το Άλλο για να τροποποιήσουν το Εγώ, για να το εκφυλίσουν, γιατί η διάνοια χρειάζεται την νοθεία… [σ. 146]

Πώς πέρασε τα σύνορα της ερήμου ο αφηγητής; Πρώτα τον τράβηξε «η ταπεινότητα της νομαδικής ζωής, η μεγάλη παραίτηση, η απογύμνωση από τα κοσμικά κουρέλια μέσα στη γύμνια της ερήμου». Υστερα τον τρόμαξε η δυτική του ματιά – είδε την έρημο ως έναν σωρό από πέτρες, τα τζαμιά τόσο άδεια όσο και τις εκκλησίες, την παραφροσύνη ή τις ασθένειες να αφανίζουν τους μανιακούς πιστούς της. Σε κείμενα του Ερνστ Μπλοχ του φάνηκε πως είδε τον ουτοπικό υλιστή να δίνει το χέρι του στον μουσουλμάνο μυστικιστή και να συμφιλιώνει τον Χέγκελ με τον Ιμπν Αραμπί. Για κάποιους η έρημος υπήρξε «τόπος φώτισης σαν την εγκατάλειψη, όπου ο Θεός αποκαλυπτόταν μέσω της απουσίας, για καποιους άλλους το ακριβώς αντίθετο. Στο τέλος αναρωτιέται για τον ίδιο και την Σάρα, τελικά ποια ομορφιά είδε ο καθένας τους και ποιον πόνο.

Εφ’ όρου ζωής μαγεμένος λοιπόν ο Ρίττερ από την Ανατολή, όπως και αναρίθμητοι άλλοι πριν από αυτόν αλλά με μια μεγάλη διαφορά: δεν εξωραΐζει ούτε μυθοποιεί. Γνωρίζει πως ακόμα και πιο οι φημισμένοι διάσημοι αρχαιολόγοι έπαιξαν πολιτικό, δημόσιο ή μυστικό ρόλο στις υποθέσεις της Μέσης Ανατολής, πως οι ίδιες οι αφηγήσεις των εξερευνήσεών τους χρησιμοποιήθηκαν από τους στρατιωτικούς (κι ας είναι σα να κατηγορείς την χημεία για την βαλλιστική, του θύμιζε η Σάρα). Αν η αρχαιολογία είναι μια μορφή κατασκοπείας, τότε και οι εθνομουσικολόγοι μοιάζουν με κατάσκοποι της μουσικής. Σίγουρα πάντως «κάτι από την έρημο ανάσαινε λαθραία στο Λονδίνο, στο Παρίσι ή στη Βιέννη». Και δίπλα στη μουσική, πάντα η λογοτεχνία: παρά το γεγονός ότι τώρα τα βιβλία του τον κοιτάζουν «ως τοίχοι μιας φυλακής» ο Ρίττερ επιμένει να ξεφυλλίζει έστω και μνημονικά αμέτρητα βιβλία από το πρώτο ταξιδιωτικό λογοτέχνημα του Σατωμπριάν μέχρι τις πηγές, σαν τους μυστικούς ποιητές της ανατολής, που με νοσταλγία θυμάμαι να πρωτοδιάβασα στους έξοχους Μυστικούς της Ανατολής του Γιάννη Υφαντή (από εκδόσεις Ερατώ, 1989).

Σήμερα η Ανατολή δημιουργεί άλλους συνειρμούς: εσωτερικοί και εξωτερικοί πόλεμοι, ανελεύθερα καθεστώτα, θρησκευτικοί φανατισμοί. Ο συγγραφέας δεν είναι πια για τίποτα βέβαιος, μόνο αναρωτιέται τι θα σκεφτόταν ο γενναίος μεσαιωνικός συγγραφέας και ιππότης Ουσάμα Ιμπν Μουνκίντ για τις γελοίες εικόνες των σημερινών μαχητών της τζιχάντ, που φωτογραφίζονται την ώρα που καίνε μουσικά όργανα, ως μη ισλαμικά: όργανα που προέρχονται σίγουρα από αρχαίες στρατιωτικές μπάντες της Λιβύης, τύμπανα και τρομπέτες ποτισμένα με βενζίνη… τα ίδια τύμπανα και τρομπέτες, με μικρές διαφορές, που είχαν αντιγράψει οι Φράγκοι από τη στρατιωτική μουσική των Οθωμανών αιώνες νωρίτερα….καμιά εικόνα δεν αναπαριστά καλύτερα την τρομακτική μάχη που δίνουν οι τζιχαντιστές εναντίον της ιστορίας του Ισλάμ από αυτούς τους άθλιους τύπους με την στολή αγγαρείας στην μικρή τους έρημο … [σ. 201-202]

Τέλος δεν υπάρχει – το παραλήρημα θα μπορούσε να συνεχίζεται επ’ άπειρον. Ο έρωτας θα είναι πάντα άπιαστος κι η Σάρα, πιθανώς, μια φεύγουσα κόρη που εκπροσωπεί τον ίδιο τον τόπο, που όσο τον πλησιάζεις, τόσο σου απομακρύνεται. Αν κάτι μένει βέβαιο είναι το γεγονός ότι οι Δυτικοί φέρουμε εντός μας την Ανατολή (και αντίστροφα), όχι μόνο μέσα από αμέτρητες επιρροές που χωνέψαμε και δεν αναγνωρίζουμε, αλλά ως την τόσο απαραίτητη άλλη πλευρά, που μόνο εκείνη συμπληρώνει και μας δείχνει την ολοκληρωμένη μας μορφή. Χωρίς τους Άλλους, δεν υπάρχουμε ούτε εμείς οι μη Άλλοι.

Δεν χρειάζεται να διαβάσουμε πως ο Ματιάς Ενάρ γνωρίζει καλά την [δική του] Ανατολή, την έζησε για πολύ καιρό, την μιλάει μέσα από τις γλώσσες του και την διδάσκει επίσης μέσα απ’ αυτές. Είναι εμφανές πόσο βαθιά βρίσκεται μέσα στο υλικό του και όσο κι αν ο αφηγητής επαναλαμβάνεται συχνά, όσο κι αν ενίοτε ξεφεύγει σε μερικές απολύτως παραληρηματικές σελίδες, το βιβλίο του μοιάζει με μια προσωπική βίβλο μιας επικράτειας όχι μόνο τοπογραφικής ή πολιτισμικής αλλά και ψυχικής. Τυχεροί λοιπόν αφηγητής και συγγραφέας που βρήκαν έναν τέτοιο τόπο. Κι αν ονόμασαν Πυξίδα την ατελείωτη εμπλοκή τους, είναι επειδή η πυξίδα που ονειρεύεται ο Ρίττερ δεν έχει μόνο την μορφή ενός πιο γαλήνιου ξυπνητηριού αλλά και τον προσανατολιστικό δείκτη του τόπου όπου επιθυμεί η καρδιά του καθενός.

Εκδ. Στερέωμα, 2016, μτφ. Σοφία Διονυσοπούλου, 463 σελ. [Bussole, 2015]

Στις εικόνες: έργα των John Frederick Lewis, Alexander Kinias, Annemarie Schwarzenbach επί δύο, Isabelle Eberhardt, Alison Dubois [Rumi], φωτογραφία της Lana Slezic [Afghanistan]. Η φωτογραφία του συγγραφέα:. Hannah Assouline / Opale / Leemage.

 

André Gide – Οι κιβδηλοποιοί & Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών

Στο διαρκές σταυροδρόμι των ηθικών και αισθητικών επιλογών

Να μη βασίσω τη συνέχεια του μυθιστορήματός μου στην προέκταση των ήδη χαραγμένων γραμμών· ιδού η δυσκολία. Μια διαρκής εμφάνιση νέων στοιχείων· κάθε νέο κεφάλαιο πρέπει να θέτει ένα καινούργιο πρόβλημα, να’ ναι μια εισαγωγή, μια κατεύθυνση, μια ώθηση, ένα βήμα μπροστά για το πνεύμα του αναγνώστη. Όμως, ο αναγνώστης θα πρέπει να «φύγει» από μένα, όπως η πέρα «φεύγει» απ’ τη σφεντόνα. Δεν έχω μάλιστα, αντίρρηση να επιστρέψει, σαν μπούμεραγκ και να με χτυπήσει…

… έγραφε ο Αντρέ Ζιντ στο Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών [σ. 445], και η επιθυμία του εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τον πυρήνα του σπουδαίου μυθιστορήματος που παραμένει μέχρι σήμερα κλασικό και επίκαιρο. Ο Ζιντ συνέλαβε την ιδέα ενός έργου μεγάλης έκτασης, με πολλούς πρωταγωνιστές, με διάφορες επιμέρους ιστορίες που αλληλοδιαπλέκονται, στον πλαίσιο των οποίων δοκιμάζονται και αντιπαρατίθενται ποικίλες ηθικές και αισθητικές επιλογές. Έβλεπε το κείμενό του σαν ένα σταυροδρόμι θεμάτων, μια διασταύρωση προβλημάτων όπως η εξέγερση εναντίον της οικογένειας, η σύγκρουση των γενεών, η θρησκεία, η ομοφυλοφιλία, η σχέση της λογοτεχνίας και της ζωής, το καλό και το κακό, η κιβδηλεία.

Η αρχή γίνεται με την φυγή ενός νέου από το πατρικό του, όταν ανακαλύπτει ότι είναι νόθος, ενώ στο κέντρο του βιβλίου βρίσκεται ένας μυθιστοριογράφος, που κρατάει ημερολόγιο και προσπαθεί να γράψει τους Κιβδηλοποιούς, ένα βιβλίο χωρίς συγκεκριμένο θέμα, που θα περιλαμβάνει ό,τι βλέπει, ό,τι γνωρίζει και όλα όσα του μαθαίνει η ζωή αλλά και η σύγκρουση ανάμεσα στα γεγονότα και την ιδεατή πραγματικότητα. Γύρω του κινούνται δεκάδες χαρακτήρες που εκπροσωπούν ξεχωριστές νοοτροπίες και στάσεις ζωής. Στην ουσία όλοι αποτελούν υποκείμενα μιας μαθητείας αλλά ζουν καταστάσεις στο πλαίσιο των οποίων όχι μόνο δεν αντιλαμβάνονται την πλάνη τους αλλά και στο τέλος βυθίζονται περισσότερο σ’ αυτήν. Πρόκειται για έναν αναπότρεπτο ανθρώπινο νόμο που δεν είναι μοιραίος, καθώς εναπόκειται στον καθένα να τον αναγνωρίσει και να διατηρήσει την ελευθερία του.

Οι Κιβδηλοποιοί αποτελούν κορυφαία στιγμή στην πορεία διαμόρφωσης του μυθοπλαστικού κόσμου  του συγγραφέα πριν το μεγάλο ταξίδι του στην μαύρη Αφρική και την εποχή της στράτευσης και των μαρτυριών. Το μυθιστόρημα ανταποκρίνεται στην επιθυμία του συγγραφέα για ένα έργο πληθωρικό, τροφοδοτούμενο απ’ όλα όσα προσφέρει η ζωή· αφηγείται γεγονότα που διαδραματίζεται με βάση περισσότερες της μιας οπτικές γωνίες και αφηγηματικές τεχνικές, καλώντας τον αναγνώστη σε ένα είδος ενεργητικής και κριτικής συμμετοχής. Το βιβλίο άσκησε βαθιά επίδραση σε πολλά μεταγενέστερα μυθιστορήματα αλλά και συγγραφείς, όπως οι πρωτεργάτες του «νέου μυθιστορήματος» (Sarraute, Butor, Robbe-Grillet), ενώ ο Σαρτρ μίλησε για ένα μυθιστόρημα που επιμένει να αμφισβητεί τον εαυτό του και να αναστοχάζεται την ίδια του την υπόσταση.

Μου είναι οπωσδήποτε πιο εύκολο να βάλω έναν απ’ τους ήρωές μου να μιλάει, παρά να εκφράζομαι εγώ ο ίδιος· και μάλιστα, όσο περισσότερο ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας διαφέρει από μένα, τόσο το καλύτερο. Οι μονόλογοι του Λαφκαντιό ή το ημερολόγιο της Αλισά, είναι ό,τι καλύτερο έχω γράψει, και μάλιστα με τη μεγαλύτερη ευκολία. Όταν τα γράφω αυτά, ξεχνώ ποιος ήμουν, αν υποθέσουμε πως ήξερα ποτέ. Γίνομαι «ο άλλος». (Ζητάνε να μάθουν τη γνώμη μου· αδιαφορώ γι’ αυτήν. Δεν είμαι πια κάποιος, αλλά πολλοί – εξού και μου αποδίδουν αστάθεια, με θεωρούν ευμετάβλητο). Να ωθείς την αυταπάρνησή σου ως την απόλυτη λήθη του εαυτού σου. [Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών, σ. 442]

Ο Ζιντ αντιδρούσε στο να μένει κανείς «ήσυχος», στη θέση που του είχε προκαθορίσει η κοινωνία. Σε όλη του τη ζωή θα είναι ένας νομάδας, σπάνια στο δικό του σπίτι, πάντα σε σπίτια άλλων· ένας ψυχαναγκαστικός ταξιδιώτης που θεωρούσε την ακινησία μίμηση θανάτου. Ήταν πάντα έτοιμος να εγκαταλείψει το σημείο όπου είχε φτάσει, προκειμένου να ανακαλύψει ένα καινούργιο, κατά προτίμηση στους αντίποδες του προηγούμενου. Οι πνευματικές του περιπέτειες, οι ανεξάντλητες απολαύσεις των αισθήσεων, τα ανήσυχα νοητικά παιχνίδια του πέρασαν αυτούσια στην πρόζα του. Κάθε βιβλίο του είναι μοναδικό, αντίθετο ή και σε αντίφαση με κάποιο άλλο. Η ζωή του δεν υπήρξε ένα δράμα επιλογών αλλά ενορχήστρωσης και ενσωμάτωσης, αυτών· δεν ήταν απλώς το παραδοσιακό πλαίσιο των έργων του αλλά συστατικό τους στοιχείο. Πρόκειται για σπάνιο παράδειγμα όπου «ο άνθρωπος και το έργο του» είναι αξεδιάλυτα μεταξύ τους.

Στην αμφισημία της πραγματικότητας δεν μπορεί να αντιστοιχεί ένας μόνο λόγος, γράφει ο Pierre Masson στον πρόλογό του στην έκδοση των Πλειάδων [Bibliothèque de la Pléiade]. Γι’ αυτό και ο Ζιντ δεν παύει ποτέ να στηλιτεύει ή να σαρκάζει κάθε είδους λόγο, λογοτεχνικό ή θρησκευτικό, που ισχυρίζεται ότι αποδίδει την πραγματικότητα. Υποστήριξε την πάλη κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης αλλά και αποδοκίμασε τον σταλινισμό σε όλες τις εκδοχές του. Καταδίκασε την αποικιοκρατία, αποκήρυξε τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των θρησκειών και την υποκριτική λατρεία του πόνου και διεκδίκησε μια νέα σεξουαλική ηθική. Στο πλαίσιο αυτό η ομοφυλοφιλία του ήταν ο ιδανικότερος δρόμος προς την στράτευση.

Οι μυθιστοριογράφοι μας εξαπατούν όταν μας αναπτύσσουν την εξέλιξη ενός ατόμου χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις πιέσεις που του ασκεί το περιβάλλον του. Το δάσος διαμορφώνει το δέντρο. Ο χώρος που αναλογεί στο κάθε δέντρο είναι τόσο λίγος! Πόσοι και πόσοι βλαστοί μένουν τελικά ατροφικοί! Καθένας απ’ αυτούς απλώνεται όπου βρει χώρο. Το κλαδί του μυστικισμού το οφείλουμε, κατά κανόνα, στην «ασφυξία» που επικρατεί. Μόνο προς τα πάνω, προς τον ουρανό, υπάρχει διαφυγή! [Ημερολόγιο του Εντουάρ, σ. 290]

Η πρόζα του δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί αντικείμενο πειραματισμού ενώ η γλώσσα του, πάντα πλούσια και καλογραμμένη, τον ανέδειξε ως έναν μεγάλο στιλίστα, υποδειγματικό στην αναζήτηση της πιο κατάλληλης έκφρασης για να αποδώσει την σκέψη του. Το επίμετρο περιλαμβάνει ακόμα κείμενα των Pierre Lepape, Claude Martin και Alain Goulet, συνέντευξη του Frank Lestringant στον Joseph Vebret, κείμενο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ για τον συγγραφέα, εργοβιογραφικό χρονολόγιο και 102 σημειώσεις της μετάφρασης, όλα πολύτιμα συμπληρώματα μιας εξαιρετικής έκδοσης.

Μπορεί άραγε σ’ έναν τόσο πολύπλοκο κόσμο να αναγνωρίσει κανείς τα κίβδηλα και τα πλαστά; Η ίδια η λογοτεχνία θα σπεύδει κάθε φορά όχι να δώσει τις απαντήσεις αλλά να ανοίγει τα μάτια των ανθρώπων. Ο Αντρέ Ζιντ δεν έπαψε να εργάζεται πάνω στο αδιανόητο αυτό σχέδιο. Κι όπως έγραψε στον έξοχο Θησέα, ένα είδος διαθήκης τους: Έχω αποδεχτεί ότι πλησιάζω στον μοναχικό μου θάνατο. Γεύτηκα πολλά από τα καλά αυτού του κόσμου. Με ευχαριστεί να σκέφτομαι ότι, έπειτα από μένα, χάρη σ’ εμένα, οι άνθρωποι θα νιώθουν πιο ευτυχείς, καλύτεροι, πιο ελεύθεροι. Το έργο μου και η ζωή μου είναι συμβολή σε ένα καλύτερο μέλλον για την ανθρωπότητα. [σ. 486]

Εκδ. Πόλις, 2014 (ανατ. 2016), μτφ. Ανδρέας Παππάς, εισαγωγή Αλεξάνδρα Σαμουήλ, σελ. 525 [Les Faux-monnayeurs, 1925]

Υπό δημοσίευση: περιοδικό (δε)κατα, προσεχές τεύχος, αφιέρωμα Γαλλία.