Μαρία Στεφανοπούλου – Η επιστροφή της σκιάς. Δοκίμια και άρθρα για το θέατρο, τη λογοτεχνία και τη βία της Ιστορίας

Ιστορία και Βία, Ζωή και Έρωτας: όψεις ιδιαίτερων βιβλίων

Πρόκειται για μια από τις πλέον αξιανάγνωστες συλλογές δοκιμίων που διάβασα τα τελευταία χρόνια. Είναι τόσο η ίδια η θεματολογία (ο αέναα διαγραφόμενος κύκλος ζωής και θανάτου, ο έρωτας και η πάλη των δυο φύλων, η πολύπαθη σχέση Ανατολής Δύσης,  ή βία και η εκδίκηση σε διαφορετικές ιστορικές καμπές, και όλα κάτω από τον ήλιο και το σκοτάδι της Ιστορίας αλλά την σκέπη της λογοτεχνίας και της μη μυθοπλασίας) όσο και η ενασχόληση με λιγότερο γνωστούς έως άγνωστους στα καθ’ ημάς λογοτέχνες που έχουν καταθέσει περίφημα γραπτά που εδώ πέρασαν απαρατήρητα, όπως άλλωστε και η ίδια αυτή συλλογή.

Πολλά τα ερεθιστικά κεφάλαια, αλλά έσπευσα πρώτα στο κείμενο του ελάχιστα μεταφρασμένου στη χώρα μας Victor Segalen, από ένα προσωπικό ενδιαφέρον για τον αποκαλούμενο «εξωτισμό» και όλα τα σχετικά συμφραζόμενα. Συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος, αρχαιολόγος, γιατρός, ναυτικός, αισθητής, σινολόγος και εθνογράφος, ο Σεγκαλέν ήταν πάνω απ’ όλα ο εμπνευσμένος μοναχικός λογοτέχνης των αρχών του εικοστού αιώνα, ο οποίος έζησε με μοναδικό τρόπο, τόσο μέσα στο έργο του όσο και στην ίδια του τη ζωή, την συγκινησιακή και σταδιακή εσωτερική μεταμόρφωση που προκαλούσε τότε το ταξίδι ενός Ευρωπαίου στις μακρινές χώρες της Ασίας, της Ωκεανίας, της Λατινικής Αμερικής ή της Αφρικής· μια εμπειρία που, από «μακρινό ταξίδι», μετατράπηκε γι’ αυτόν σε «ταξίδι στο βάθος του εαυτού του». Για τον Σεγκαλέν, η αναζήτηση του άλλου, του απόμακρου και του άγνωστου των εξωτικών κόσμων, ήταν η συνάντηση με την άγνωστη και ξένη πλευρά του εαυτού του.

Το εκλεκτικό έργο του για μισό περίπου αιώνα είχε μείνει προσιτό μονάχα στους λίγους και ο «εξωτισμός» και οι πρωτοποριακές του ιδέες άργησαν να εκτιμηθούν, μέχρι που έφτασαν σήμερα να θεωρούνται πρόδρομοι της σύγχρονης εθνολογίας και ανθρωπολογίας. Ακόμα και το ίδιο το ημερολόγιο δίνει μιας ψευδή εικόνα του εαυτού μας, γι’ αυτό και κατέστρεψε λίγο πριν πεθάνει εκείνο που κρατούσε επί δεκατέσσερα χρόνια. Σε αντίθεση με το πρότυπό του, τον Πωλ Γκωγκέν, έμεινε ένας παθιασμένος εξερευνητής του αλλού. Είχε το πάθος του στοχαστή που θα εκφραστεί με την δύναμη των λέξεων, μέσα από τις οποίες θα αναζητήσει τα όρια του πραγματικού και του μη πραγματικού. Πίστευε ότι οι λέξεις έχουν μια αξία ανώτερη από τα πράγματα και την αναπαράστασή τους κι ότι χάρη σε αυτές το πλασματικό μεταφέρεται αλάθευτα στον κόσμο του πραγματικού.

Με την διατριβή του στις Νευρώσεις στην σύγχρονη λογοτεχνία ήθελε ακριβώς να επισημάνει πόσο σημαντικό χώρο κάλυπταν οι ψυχικές διαταραχές στην λογοτεχνία του τέλους του 19ου αιώνα και να προσδιορίσει την αξία αυτών των νέων «καλλιτεχνικών υλικών». Ένθερμος υπερασπιστής των συναισθήσεων, αποσαφήνισε ότι πρόκειται για δυναμικά μέσα της τέχνης και επεδίωξε να τις καταχωρίσει στην υγιή όψη του κόσμου, να τις αναδείξει σε θαμαστό μέσο διερεύνησης του αισθητού και του εφήμερου, μέσο επιστροφής στη ζωή και στην απόλαυση.

Ευτυχώς ο Σεγκαλέν δεν έμεινε έγκλειστος των ωραίων ιδεών. Άθεος, εναντίον κάθε μορφής ηθικής, εκλεπτυσμένος αισθητής και ιδανικός νιτσεϊκός επαναστάτης, ήταν έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στην τέχνη και την χαρά της φυσικής απόλαυσης. Έφτασε ως την Ωκεανία όχι για να γράψει «λογοτεχνία των αποικιακών εντυπώσεων»· τον ενδιέφερε όχι η αντίδραση του ταξιδιώτη μπροστά στο ξένο περιβάλλον, αλλά του περιβάλλοντος όταν έρχεται σε επαφή με τον ταξιδιώτη. Κι αν ο εξωτισμός είναι η αντίληψη του Διαφορετικού, τότε η δύναμη του εξωτισμού δεν είναι παρά δύναμη να αντιλαμβάνεσαι τον άλλον. Ο εξωτισμός είναι, επομένως, ένας διαρκής συγκλονισμός, μια μόνιμη διαταραχή του γνώριμου και του οικείου, το ταρακούνημα κάθε εύκολης αποδοχής ή πίστης.

Η τριλογία της σιωπής αναφέρεται στην Ingeborg Bachmann, στα έργα της οποίας γινόμαστε μάρτυρες ενός συνειδητού και επώδυνου κατακερματισμού του γυναικείου εγώ, εκείνης της βασανιστικής και ταπεινωτικής απώλειας ταυτότητας, η οποία σηματοδοτεί την ήττα μάλλον παρά την επιβεβαίωση μιας γυναικείας χειραφέτησης. Η υπόθεση της γυναικείας χειραφέτησης ήταν και είναι πάντα πολύ πιο σκοτεινή και αδιέξοδη από όσο μας φαινόταν μέσα από τις εξάρσεις του φλογερού φεμινιστικού κινήματος, ενώ τα περίφημα «κατακτημένα» γυναικεία δικαιώματα βιώνονται μάλλον ως τιμωρία και εις βάρος των «χειραφετημένων» γυναικών, παρά σαν ειδυλλιακή επιβράβευση της ισότητας των δυο φύλων.

Το λογοτεχνικό της έργο γεννήθηκε από την οδυνηρή σύγκρουση της λήθης με την μνήμη. Η στιγμή που, σύμφωνα με τα λόγια της κατέστρεψε την παιδική της ηλικία ήταν η εισβολή του χιτλερικού στρατού στην πόλη της. Η προσάρτηση της Αυστρίας στο Τρίτο Ράιχ θα προκαλέσει αργότερα την εξορία της συγγραφέως, που εναντιώνεται στην προδοτική πολιτική της πατρίδας της. Όλη η ντροπή μαζεύεται μέσα μου επειδή κανείς άλλος δεν τη νιώθει, θα πει η ηρωίδα της Φράντσα. Η φράση του Βίτγκενσταϊν πρέπει να αποσιωπήσουμε εκείνο που δεν μπορεί να ειπωθεί, σηματοδότησε το τέλος της ποιητικής γραφής και την αρχή μιας δεκάχρονης σιωπής που διέκοπταν σποραδικές δημοσιεύσεις πεζογραφημάτων. Η σιωπή της δεν ήταν η σιωπή του συγγραφέα αλλά η σιωπή του ποιητή που αδυνατεί να δεχτεί τον εαυτό του έξω από το ιστορικό πλαίσιο που τον προσδιορίζει, γράφει η Στεφανοπούλου.

Η θηλυκότητα των ηρωίδων της, βιωμένη ως έλλειψη, ως απώλεια, ελάττωμα ή  τραύμα μέσα σε έναν προκατασκευασμένο αντρικό κόσμο, άλλοτε ως απόγνωση και συγχρόνως τεράστια ψυχική δύναμη, αποτελεί τη μόνιμη έγνοια της συγγραφέως. Η αναζήτηση της γυναικείας ταυτότητας αποτελεί εκείνη τη νέα δυνατότητα η οποία δείχνει, αν όχι τόσο τις λύσεις και τους δρόμους, τουλάχιστον τις σημασίες και μετατρέπει την εμπειρία του κατακερματισμού και της «ήττας» σε αισιόδοξο μήνυμα.

Σαγηνευτική η παρουσίαση του γαλλόφωνου Ελβετού συγγραφέα Ντενί ντε Ρουζμόν [Denis de Rougemont] με αφορμή τη μελέτη του Οι μύθοι του έρωτα. Ο συγγραφέας υπήρξε διαλλακτικός σύνδεσμος ανάμεσα σε διαφορετικούς πόλους της παρισινής διανόησης και αποτέλεσε επιδραστικό παράδειγμα «στρατευμένου συγγραφέα» με βασική αρχή του να μην ανήκει σε κανένα πολιτικό κόμμα, παράταξη ή ιδεολογία. Καλλιέργησε έναν πνευματικό ρεαλισμό στο πλαίσιο της περσοναλιστικής ανθρωπολογίας, εναντιωνόμενος στον τρόμο της ναζιστικής Γερμανίας αλλά και ασκώντας εξαρχής κριτική στον ακρωτηριασμένο ρεαλισμό του κομμουνισμού. Με την λήξη του πολέμου ήταν πεπεισμένος για την παταγώδη χρεοκοπία των συγκεντρωτικών κοινωνικών συστημάτων και του κρατικοποιημένου εθνικισμού.

Στο επίκεντρο των γραπτών του βρίσκεται η απόλυτη αξία του προσώπου, είτε πρόκειται για τον έρωτα είτε για την κοινότητα ως μοντέλο κοινωνικού συστήματος, χάρη στο οποίο η κοινότητα των μαζών, που εξουδετερώνει την αξία του ατόμου, χάνει τα αρνητικά της χαρακτηριστικά. Στους μύθους του έρωτα ο Ρουζμόν εξετάζει τον ερωτισμό υπό το φως της θρησκευτικής του καταγωγής και των μεταφυσικών σκοπών του. Ο έρωτας αναδεικνύεται σε πνευματική στάση, σε μια ανώτερου τύπου ζωή, ενώ η σεξουαλικότητα (λέξη που εμφανίζεται στον Κίρκεγκωρ το 1843) παύει να είναι το «ταπεινό ένστικτο» και «στρατεύεται με τους πνευματικούς σκοπούς της ψυχής».

Η Στεφανοπούλου εκκινεί από κάποιο βιβλίο και εμβαθύνει τόσο στην πρόζα όσο και στην ευρύτερη λογοτεχνική φυσιογνωμία του εκάστοτε συγγραφέα. Δυο βιβλία του Adalbert Stifter την οδηγεί στα μονοπάτια μιας συνεχούς επιστροφής μέσα από τον ιδιότυπο μεταρομαντισμό του συγγραφέα· μέσα από τα διηγήματα ανάγνωση του Ίταλο Σβέβο ερευνά τις περιπέτειες της συνείδησης και τον υπαλληλικό βίο στην λογοτεχνία· στα αντίστοιχα του Γκυ ντε Μωπασσάν αναζητά τον αισθησιασμό ενός κλασικού και τον σύγχρονο βίο· σε ολόκληρο το έργο της Ελένης Λαδιά εντοπίζει τον νόστο και την οικουμενικότητα. Το κείμενο για την Claude Pujade-Renault αγγίζει έναν ομηρικό μύθο στον γαλλικό 17ο αιώνα, οι τύχες του Τηλέμαχου ανευρίσκονται στο έργο του Fenelon, μέσα από την  Dacia Maraini μελετάται η γυναικεία συνείδηση και το ιστορικό μυθιστόρημα.

Τα τρία δοκίμια για το θέατρο φέρνουν κοντά δυο τραγωδίες, την ευριπίδεια Άλκηστη και τον σαιξπηρικό Άμλετ,σε μια σπάνια ευκαιρία διαλόγου μεταξύ τους αλλά και με τα έργα Η Μηχανή Άμλετ και Περιγραφή εικόνας του Χάινερ Μύλλερ. Στον αρχαίο μύθο η Άλκηστη δεν έχει πεθάνει αμετάκλητα· ο θάνατος δεν είναι δρόμος χωρίς επιστροφή. Στο δεύτερο έργο του Μύλλερ, η νεκρή γυναίκα επιστρέφει μοιραία και υποτακτικά στον θύτη της. Η επανάληψη της σεξουαλικής πράξης και του φόνου είναι ένας διαρκής αγώνας, όπου ο θάνατος και η ανάσταση της νεκρής ανακυκλώνονται. Ο μπρεχτικός Μύλλερ αντιλαμβάνεται το θέατρο ως τόπο διαλόγου με την Ιστορία. Άραγε τι συγκρατεί η συνείδηση απ’ όσα βλέπει να συμβαίνουν ξανά και ξανά;

Η βία πάντα παρούσα στην Ιστορία του φασισμού και του πολέμου αναπτύσσεται σε δυο εξίσου σημαντικά κείμενα: «Δεν είμαστε οι τελευταίοι»: Καλάβρυτα 1943, Σρεμπρένιτσα 1995, Μαδρίτη 2004 και Η γενοκτονία των Εβραίων δεν ήταν «γερμανικά αντίποινα». Διάλογος με το βιβλίο της Οντέτ Βαρών-Βασάρ.  Όλα τα κείμενα, που αποτέλεσαν εισαγωγή ή επίμετρο σε βιβλία που επιμελήθηκε η συγγραφέας ή δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Εκκύκλημα, Αντί, Ο Πολίτης, Νέα Εστία, The books’ journal, και στην εφημερίδα Αυγή, συνδέονται με αδιόρατα πλην συνεκτικά νήματα, τα ίδια που κινούν και όλους τους προαναφερθέντες στην εισαγωγή τομείς της ανθρώπινης ζωής, όπως εκτενώς προτείνει  Το φως και η σκιά του, ο εκτενής πρόλογος της συγγραφέως.

Εκδ. Αρμός, 2015, σελ. 456

Στις εικόνες: Victor Segalen [2], Ingeborg Bachmann, Denis de Rougemont, Heiner Mueller, Μαρία Στεφανοπούλου.

W.G. Sebald – Άουστερλιτς

teliko austerlitz.qxd

Τα ερείπια της Ευρώπης, το παρελθόν που μας περιβάλλει

… πόσο λίγα μπορούμε να συγκρατήσουμε, πόσων λογιών και πόσο πολλά πράγματα περνάνε διαρκώς στη λήθη, με κάθε ζωή που σβήνει, πώς ο κόσμος αδειάζει, σαν να λέμε, από μόνος του, καθώς κανένας δεν ακούει, δεν ζωγραφίζει και δεν διηγείται τις ιστορίες που μένουν πίσω σε αμέτρητους τόπους και αντικείμενα, που από μόνα τους δεν έχουν τη δυνατότητα της μνήμης, ιστορίες, για παράδειγμα […] όπως αυτή που λένε τα αχυρένια στρώματα, αφημένα σαν φαντάσματα πάνω στα σανιδοκρέβατα… [σ. 28 – 29]

Η μνήμη πρωταγωνιστεί ξανά στο έσχατο βιβλίο του συγγραφέα που πάντα σε παρασύρει σε ατέλειωτες περιπλανήσεις σε πάσης φύσεως τόπους και αναμνήσεις. Αυτή τη φορά κτήτωρ και χρήστης τους είναι ο Ζακ Άουστερλιτς, που πλέκει ένα συνεχές, πυκνό δίκτυο αφηγήσεων που ανασυνθέτει ο αφηγητής – συγγραφέας. Ο αφηγητής γνωρίζει τον Άουστερλιτς μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του σιδηροδρομικού σταθμού της Αμβέρσας, ανάμεσα σε δυο ιδιαίτερους χώρους, το Νυχτόραμα και στην Αίθουσα των χαμένων βημάτων.

Sebald 3

Ήταν ένας άντρας που έμοιαζε νέος παρά το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους, απασχολημένος να φτιάχνει σχέδια και σκίτσα, κρατώντας κάποια στιγμή μια φωτογραφική μηχανή, μια παλιά Ένσαϊν με φυσούνα. Ο Άουστερλιτς ανταποκρίθηκε στην διάθεση του αφηγητή για συνομιλία, δίχως να παραξενευτεί για την αμεσότητά του – όπως άλλωστε αντιλήφθηκε πολλές φορές έκτοτε, οι μοναχικοί ταξιδιώτες είναι κατά κανόνα ευγνώμονες όταν βρίσκουν συνομιλητή καμιά φορά έπειτα από σιωπή αδιάκοπη για μέρες. Συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις αποδεικνύεται κιόλας ότι είναι έτοιμοι ακόμη και να ανοιχτούν χωρίς αναστολές σε κάποιον ξένο.

Ακολουθεί μια σειρά τυχαίων συναντήσεων των δυο αντρών. Η δεύτερη συνάντηση συμβαίνει σ’ ένα μικρό μπαρ σε μια βιομηχανική περιοχή της Λιέγης, όπου ο Άουστερλιτς κρατούσε σημειώσεις σ’ ένα τραπεζάκι από μελαμίνη, για την νέα πια αρχιτεκτονική, που εξέφραζαν η αναλαμπή από τις υψικαμίνους ενός τεράστιου σιδηροχυτηρίου, τα οράματα της ιδανικής εργατούπολης και η απερίσκεπτη κατασκευή εργατικών πολυκατοικιών, οδηγώντας τον στην σκέψη ότι πάντοτε τα καλύτερά μας σχέδια μετατρέπονται κατά την υλοποίησή τους στο ακριβώς αντίθετό τους. Η τρίτη συνάντηση «έμελλε» να γίνει στα σκαλοπάτια του δικαστικού μεγάρου, όπου ο Άουστερλιτς συλλογίζεται πάνω στους δαιδάλους του κτίσματος: διάδρομοι που δεν οδηγούν πουθενά, αίθουσες και δωμάτια χωρίς πόρτες, εσωτερικές αυλές χωρίς μια αχτίδα φωτός, αδιέξοδα με στοιβαγμένα ντουλάπια, γραφεία και έγγραφα, λες και κάποιος πάσχιζε κι εδώ ν’ αντισταθεί σε μια πολιορκία. 

ensign

Αυτή είναι μία από τις μανίες του Άουστερλιτς: η αρχιτεκτονική και η ιστορία της, στην ουσία ο τρόπος με τον οποίο ορίζει τις ζωές των ανθρώπων. Ο ψηλός θόλος του σταθμού της Λουκέρνης του δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται κανείς, πέρα από κάθε εγκοσμιότητα, σε έναν καθεδρικό ναό αφιερωμένο στις διεθνείς συγκοινωνίες και στο διεθνές εμπόριο, ενώ το ρολόι του γίνεται ο εκφραστής της νέας παντοδυναμίας, καθώς οι επιβάτες οφείλουν να συντονίσουν την ζωή τους με αυτό. Οι μελέτες του Άουστερλιτς για την αρχιτεκτονική των σιδηροδρομικών σταθμών καταλήγουν κι αυτές σε συλλογισμούς σοφίας και θλίψης ή νέων αναζητήσεων καθώς, αναρωτιέται αν οι σχεδιαστές αυτών των τόπων έχουν σκεφτεί το βάσανο του αποχαιρετισμού και τον φόβο του ξένου.

Αλλά είναι η εξέλιξη των οχυρωματικών έργων που τον σαγηνεύει, καθώς με κάθε ευκαιρία διαπιστώνει πως όσο οχυρώνεται κανείς, άλλο τόσο βαθύτερα μπαίνει στην άμυνα. Ένα μικρό άρθρο για το οχυρό του Μπρέεντονκ τον οδηγεί στις πύλες του παράξενου κτίσματος που δεν φαίνεται να ακολουθεί κανένα αρχιτεκτονικό σχέδιο παρά κάποιο καρκινοειδές ον (ο συγγραφέας παραθέτει την κάτοψη για του λόγου το αληθέστατο). Η περιπλάνηση στον στοιχειωτικό χώρο, μεταξύ άλλων και πρώην ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, προκαλεί σειρά ανάλογων σκέψεων, που κάποτε διασταυρώνονται με τις εφιαλτικές μνήμες του Ζαν Αμερύ και κάποια λόγια του Κλωντ Σιμόν όταν κατερχόταν στην αποθήκη των αναμνήσεών του.

auster.

Θα έπρεπε μια φορά, είπε ακόμη, να φτιάξουμε έναν κατάλογο με τα οικοδομήματά μας καταχωρισμένα κατά μέγεθος, και τότε θα αντιλαμβανόμασταν αμέσως ότι τα κτίρια που βρίσκονται κάτω από το σύνηθες μέγεθος των οικιακών αρχιτεκτονημάτων – η καλύβα, το ερημητήριο, το σπιτάκι του φύλακα, το περίπτερο με θέα, το παιδικό σπίτι στον κήπο – μας υπόσχονται τουλάχιστον μια αναλαμπή ειρήνης, ενώ αντίθετα κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι του αρέσει ένα γιγαντιαίο κτίριο… Θα το θαύμαζε στην καλύτερη περίπτωση, και ο θαυμασμός αυτός είναι ακριβώς ο προάγγελος του τρόμου, γιατί γνωρίζουμε βέβαια ότι τα κτίρια τεραστίων διαστάσεων στέκουν εκ των προτέρων στη σκιά της καταστροφής τους και η σύλληψή τους εμπεριέχει εξαρχής τη βεβαιότητα ότι κάποτε θα μετατραπούν σε ερείπια.

Ο Άουστερλιτς δεν έχει καταγωγή. Όταν ήταν παιδί στερήθηκε πατρίδα, γλώσσα και όνομα και τώρα δεν μπορεί να αισθανθεί οικεία πουθενά και αναζητά απεγνωσμένα την ταυτότητα της καταγωγής του. Ήταν απλά ένας Εβραίος που έφτασε στην Ουαλία και μεγάλωσε σ’ ένα μικρό χωριό στο σπίτι ενός καλβινιστή ιεροκήρυκα και της γυναίκας του, η οποία καμιά φορά τριγύρναγε απλώς μέσα στο σπίτι για να ελέγξει αν ήταν όλα στη θέση τους, αμετακίνητα, όπως κατ’ αυτήν έπρεπε. Εκεί έζησε σιωπηλά και μοναχικά, σκυμμένος πάνω από μεγάλα λεξικά και άτλαντες.

w-g-sebald-3

Ποτέ δεν αισθάνθηκε, όπως ομολογεί, ότι ανήκει σε μια κοινωνική ή επαγγελματική τάξη ή σε ένα δόγμα. Νιώθει εξίσου άβολα ανάμεσα στους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους όσο και στην μικροαστική ζωή και αδυνατεί να συνάψει στενές φιλίες. Με τους ανθρώπους τον συνδέουν μόνο συγκεκριμένοι τύποι ευγένειας, τους οποίους τραβούσε στα άκρα, προτού απομακρυνθεί οριστικά. Στις αέναες ευρωπαϊκές περιπλανήσεις του ο Άουστερλιτς αναζητά την καταγωγή του, κι ας μην έχει συναντήσει ποτέ κανέναν με τέτοιο όνομα στους τηλεφωνικούς καταλόγους πόλεων και χωρών.

Ο χρόνος, είπε ο Άουστερλιτς μέσα στο αστεροσκοπείο του Γκρήνουιτς, είναι μακράν η πιο ψεύτικη απ’ όλες τις εφευρέσεις μας….αλλά κάποτε σ’ έναν σταθμό, θαυμάζοντας μια γυναίκα που λίμαρε απορροφημένη τα νύχια της, είπε φευγαλέα ότι ήταν η θέα του χρόνου που περνάει, όπως αργότερα κι αντίστροφα συνέχιζε να βλέπει μπροστά του την Αντέλα: όμορφη όπως ήταν τότε, έτσι αναλλοίωτη έχει μείνει πάντα για μένα. Σε κάποια άλλη στιγμή εξομολογείται στον συνομιλητή του ότι συνήθιζε να αποκλείει τον εαυτό του από τα λεγόμενα τρέχοντα γεγονότα, με την ελπίδα ότι ο χρόνος δεν θα περάσει, ότι θα μπορούσε να τρέξει πίσω του, ότι εκεί θα ήταν όλα όπως πριν, ότι όλες οι στιγμές του χρόνου υπάρχουν ταυτόχρονα, η μια δίπλα στην άλλη…

278

Όλοι εμείς, ακόμη κι αυτοί που πίστευαν ότι έχουν παρατηρήσει και την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια, αρκούμαστε σε κοινότοπες εκφράσεις, σαν τα έτοιμα σκηνικά που τα βλέπουμε ίδια κι απαράλλαχτα, σ’ ένα σωρό παραστάσεις. Προσπαθούμε να αναπαράγουμε την πραγματικότητα, όσο περισσότερο προσπαθούμε όμως τόσο πιο πολύ μας επιβάλλεται αυτό που ανέκαθεν βλέπαμε στο θέατρο της Ιστορίας: ο πεσών τυμπανιστής στρατιώτης να μαχαιρώνει άλλον στρατιώτη, το μάτι ενός αλόγου να σβήνει, ο άτρωτος αυτοκράτορας περιστοιχισμένος από τους στρατηγούς του, μέσα στην παγωμένη στο χρόνο αντάρα της μάχης. Η ενασχόλησή μας με την Ιστορία, ήταν, κατά την άποψη του Χίλαρυ, ενασχόληση με προκατασκευασμένες πάντοτε εικόνες, χαραγμένες στο βάθος του μυαλού μας, στις οποίες κολλάμε διαρκώς το βλέμμα μας, ενώ η αλήθεια βρίσκεται κάπου αλλού, σ’ ένα «εκτός» που δεν το έχει ανακαλύψει άνθρωπος. [σ. 76 – 77]

theresien_

Το Άουστερλιτς είναι η ιστορία μιας ατέλειωτης περιπλάνησης στα ερείπια της Ευρώπης· σε μνημεία, εγκαταλελειμμένες και ερειπωμένες επαύλεις, νυχτερινά περίχωρα, σταθμούς. Είναι μια διήγηση μέσα στην διήγηση («είπε ο Άουστερλιτς», «έπιασε την αφήγηση ο Άουστερλιτς») για τους ξεριζωμένους και τους απάτριδες, μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διατηρηθεί η μνήμη και να μην χαθεί το παρελθόν. Είναι η ατέλειωτη εικονογραφία του συγγραφέα – το σμήνος των γλάρων που έχει μαζευτεί όπως πάντα στο γήπεδο ποδοσφαίρου έξω απ’ το Ίπσουιτς, οι μισοβουλιαγμένες βάρκες στα τενάγη του Κόλτσεστερ, οι μαυρισμένοι από το ντίζελ τοίχοι στα βιομηχανικά προάστια. Είναι, τέλος, η προσπάθεια της γλώσσας να δει με φωτογραφίες και να μιλήσει με λέξεις που πασχίζουν να τα εκφράσουν όλα αυτά.

SONY DSC

Αν θεωρήσουμε τη γλώσσα μια παλιά πόλη, με ένα λαβύρινθο από στενάκια και πλατείες, με συνοικίες που φτάνουν βαθιά πίσω στο χρόνο, με γκρεμισμένες, αναβαθμισμένες και ξαναχτισμένες γειτονιές και πιο απομακρυσμένα προάστια που όλο και εξαπλώνονται στα περίχωρα, τότε εγώ έμοιαζα με άνθρωπο που λόγω μιας μακρόχρονης απουσίας δεν μπορεί πια να βρει το δρόμο του σ’ αυτό το συνονθύλευμα, δεν ξέρει πια σε τι χρησιμεύει μια στάση λεωφορείου, τι είναι ακάλυπτος, διασταύρωση, λεωφόρος ή γέφυρα. Ολόκληρο το οικοδόμημα της γλώσσας, η συντακτική διάταξη των επιμέρους τμημάτων, η στίξη, οι σύνδεσμοι, ακόμα και τα ονόματα συνηθισμένων πραγμάτων, όλα ήταν τυλιγμένα σε μια αδιαπέραστη ομίχλη. […] Πίστευα διαρκώς ότι μια φράση είναι κάτι που υποθετικά μόνο έχει νήμα, στην καλύτερη περίπτωση προσωρινό, κάτι σαν απόφυση της ασχετοσύνης μας, με το οποίο, όπως μερικά φυτά και ζώα της θάλασσας με τα πλοκάμια τους, ψηλαφούμε το σκοτάδι που μας περιβάλλει. [σ. 129 – 130]

Εκδ. Άγρα, 2006, μτφ. από τα Γερμανικά Ιωάννα Μεϊτάνη, σελ. 306 [Austerlitz, 2000].

Oι εικόνες 3, 5 και 6 προέρχονται από το βιβλίο.