Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης – Γραφή κατοχής. Το ανέκδοτο «Χειρόγραφο 1943» μαζί με άλλα συναφή και παρεμφερή κείμενα

Ο θάνατος ως συνέχεια και δικαίωση της ζωής

Έχω ένα κουτί μυστικά προσωπικά αισθήματα
μελετώ της γέννησης την ταυτότητα με το θάνατο
προσπαθώ την πολιτεία στο διάστημα να διακρίνω του χρόνου (…)

Φωτογραφίες, 7 (στ. 1-3)

Ο κατεξοχήν θησαυριστής του ανεξάντλητου αρχειακού υλικού αισθημάτων, εικόνων και εντυπώσεων Νικόλαος Γαβριήλ Πεντζίκης μας κοινωνεί απρόσμενα τούτο το σπάνιο σύνολο κτερισμάτων από το έργο του, με τη μορφή «επετειακής έκδοσης για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση και τα δεκαπέντε έτη από την εκδημία του», διαμεσολαβούντος αγγελιοφόρου – επιμελητή του υιού Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη.

Το «Χειρόγραφο 1943» περιέχει το Ποίημα της 14ης Ιουλίου 1943, σημειώσεις για την «πρώτη ύλη» της σύνθεσης, ολόκληρη την σειρά ποιημάτων Φωτογραφίες (γνωστή μέχρι σήμερα μόνο από τη δημοσίευση δύο εξ αυτών ή από μνείες σε άλλα έργα) και λεπτομερή κατάλογο αναγνωσμάτων. Η έκδοση περιλαμβάνει το πανομοιότυπο του χειρογράφου (γραμμένου σε σελίδες εμπορικού κατάστιχου), επίμετρο του επιμελητή, εργοβιογραφικό χρονολόγιο αλλά και δώδεκα ανέκδοτα και δημοσιευμένα «συναφή και παρεμφερή κείμενα», ως μια πρώτη απόπειρα θεματικής παρουσίασης και ανθολόγησης κειμένων του συγγραφέα. Οι 119 στίχοι του Ποιήματος αναπτύσσονται γύρω από τέσσερα ιστορικά γεγονότα χρονικής έκτασης τριών και πλέον αιώνων: τη δολοφονία του Κοντσίνο Κοντσίνι από τον Λουδοβίκο ΙΓ΄το 1617 («δικαιολογημένη» πράξη λαϊκής δικαιοσύνης), τη Σφαγή του Κατύν (μαζική εκτέλεση Πολωνών πολιτών από τις σοβιετικές αρχές το 1940) και δυο ομαδικές εκτελέσεις ομήρων από τους Γερμανούς στη Θεσσαλονίκη το 1943.

Εντασσόμενη στην ογκώδη κατοχική συγγραφική παραγωγή του, η Γραφή Κατοχής μοιάζει να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία του πεντζίκειου λόγου: την αποθέωση της εικονοπλαστικής γραφής, την πληθώρα κειμενικών ή άλλων αναλόγων, την συρραφή αλλεπάλληλων μνημονικών και αισθητικών εντυπώσεων. Όμως, αν ο Πεντζίκης ως κατεξοχήν μοντερνιστής αφηγητής επικεντρωνόταν στην απόπειρα εξερεύνησης ενός αποσυνθεμένου εσωτερικού κόσμου, στο Ποίημα της 14ης Ιουλίου 1943 κυριαρχεί, παράλληλα, μια απεγνωσμένη καταγραφή ενός διαμελισμένου εξωτερικού κόσμου, γεμάτου εκτελέσεις, σφαγές, νεκρούς. Η δεδομένη αδυναμία της μοντερνιστικής γραφής να οργανώσει και να εξαντλήσει το θέμα της εδώ εμφανίζεται αντεστραμμένη: κάθε στίχος από μόνος του αποτελεί μια συμπυκνωμένη ιστορία. Εκείνος που κάποτε είπε είναι αμάρτημα να μην είσαι παρών σ’ αυτό που συμβαίνει μέσα σου, στην προκείμενη συγκυρία μοιάζει υποχρεωμένος να καταγράψει, μέσω μιας γνώριμής του «ποιητικής της μνήμης»  όσα διαδραματίζονται γύρω του – πολύ δε περισσότερο εφόσον: δεν αρνιέται τα ατομικά αισθήματα ο ποιητής / προσπαθεί σ’  έννοιες καθολικές να τα ευρύνει (στ. 17-18 του Ποιήματος).

Όμως είναι και η δημοσίευση των πρώτων υλών των συνθέσεών του, αυτής της βαθύτατης δεξαμενής έμπνευσης και σταχυολόγησης, που με δεδομένη την αρχειοθετική του βουλιμία, αποτελούν από μόνες τους συναρπαστικό αναγνωσματάριο που μας προσφέρεται ως μια «εσωτερική» πλευρά του έργου, ταυτοχρόνως κειμενική και εξωκειμενική. Έτσι η διαδικασία της γραφής, που αποτέλεσε για τον μοντερνιστή Πεντζίκη κεντρικό θεματικό πυρήνα, μας παραδίδεται τώρα μέσω μιας άμεσης αποθησαυρισμένης πηγής του εργαστηρίου του συγγραφέα και ως ένα υπερπολύτιμο εφόδιο για την προσπέλαση και βίωση του κειμένου. Σε αυτό το μνημονικό κόρπους θέση έχει οτιδήποτε ενεργοποίησε τις αισθήσεις του συγγραφέα από την περίοδο του πολέμου που «άλλαξε τη διάθεση του χρόνου στο βίο» του (όπως επακριβώς πεζολογούσε στον Κοχλία): πληροφορίες, αφηγήσεις, συζητήσεις, εικόνες περιοδικών, ένα «θύμωμα» με τον Γιώργο Κιτσόπουλο και τον Γιάννη Σβορώνο (συνεκδότες του προαναφερθέντος περιοδικού), μια εντύπωση της άκρης της πόλης, οι όψεις των περαστικών, οι εντυπώσεις από τον κόσμο που παρακολουθεί τις κηδείες, οι βυζαντινές τοιχογραφίες, έργα των Ουναμούνο, Φρανς, Λόρκα, Ξενόπουλου, Μαίτερλιγκ, Ντ’ Ανούντσιο, Ταφραλή και Ψελλού.

Αν το Ψιλή ή περισπωμένη αποτελούσε, σύμφωνα με παλαιότερο κείμενο της Μάρης Θεοδοσοπούλου «βιβλιάριον εθνικής ανατάσεως», το Ποίημα της 14ης Ιουλίου 1943 έχει στοιχεία, τολμώ να πω, «σημειωματάριου εθνικής οδύνης», όπου ο κατεξοχήν συναξαριστής του παραμυθητικού λόγου επιχειρεί να προσεγγίσει την τραγική ουσία της ιστορικής συγκυρίας προτού καταλήξει: η παράσταση τελειώνει όμως η ζωή δε σταματά (στ. 99 του Ποιήματος). Για άλλη μια φορά στο ανεξάντλητο σώμα του πεντζίκειου λόγου, τα οστά του οποίου εδώ τυγχάνουν καθαγιασμένης ανακομιδής και λιτάνευσης, η ζωή δεδικαίωται και μέσω του θανάτου.

Εκδ. Άγρα, επιμέλεια – σχόλια – επίμετρο Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης, σελ. 175

Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τ. 586, 15.1.2010 (και εδώ).

Περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 1817 (Δεκέμβριος 2008)

 

Αφιέρωμα στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη (1908 – 1993).

Ποιός αρχιτεκτόνησε ικανότερα το κοσμικό χάος και το θρησκευτικό συναίσθημα, ποιος κατάργησε την ίδια την τέχνη του μυθιστορήματος τοποθετώντας ταυτόχρονα το πρόσωπο του συγγραφέα στο επίκεντρο της δράσης; Ποιος μνημοτεχνίτης των συνειρμών και πολυυμνητής του πνεύματος και των αισθήσεων εξάλειψε την πλοκή και απομυθοποίησε την χρονικότητα; Ποιος άλλος από τον εσωτερικώς μονολογούντα αφηγητή των συνειρμών και των συνεχών αποπροσανατολισμών κυρ Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον συγγραφέα που αποενοχοποίησε οριστικά τον αφηγητή από την τυραννία του θέματος, που έγραψε για την δεδηλωμένη αδυναμία του να γράψει και να οργανώσει μια απλή ιστορία, που διέκοπτε την μυθοπλασία για να σχολιάσει τον ήρωά του!

Θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι, αλιεύοντας φράσεις και θραύσματα ετούτου του ανθηρού αφιερώματος, πόσο μάλλον όταν όχι μόνο τα κείμενα του Πεντζίκη αλλά και τα κείμενα για τον Πεντζίκη, έχουν δεδομένο ενδιαφέρον, καθώς επιχειρούν εδώ και χρόνια να πλεύσουν στον παιγνιώδη κόσμο του απερίγραπτου «νεοτεριστή/μοντερνιστή» παι-ζωγράφου. Δεκατρείς μελέτες (κι από πολλούς νέους μελετητές!) κι ένα θησαύρισμα κάνουν εκείνο που έκανε ο ίδιος στον εαυτό του: τον μετατρέπουν σε μέρος ενός ατέρμονου λογοτεχνικού παιχνιδιού

Βλέπω πως ο Πεντζίκης δεν σταμάτησε ποτέ να επιστρέφει με τις μορφές που μας μίλησε και μας συνάρπασε. Οι επίλεκτες εκδόσεις Ίνδικτος και Άγρα επανεκδίδουν σε αρμόζοντα βιβλία το έργο του, που όσο κι αν πρωτοαγαπήσαμε από τις αλησμόνητες Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις της οδού Λαγκαδά [Θεσσαλονίκης], δεν παύουν να χρειάζονται αναστήλωση και επανέκδοση. Ξεφυλλίζω και ξαναξεφυλλίζω το τεύχος σε ευφορία, ακούγοντας στον δίσκο Λιταία Πύλη που εντόπισα κάποτε στα μεταχειρισμένα (με μουσική του Χρυστόστομου Σταμούλη και ποίηση μεταξύ άλλων και του Πεντζίκη) την παιδική Χορωδία Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος να αντηχεί το Όσα χρώματα, τόσα αρώματα. Στο τέλος τα παιδιά αναφωνούν το όνομα του Πεντζίκη και της Μητέρας Θεσσαλονίκης ξεκαρδιζόμενα. Είμαι βέβαιος: ο κυρ Νίκος Γαβριήλ ακούει και αγάλλεται.

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.