Δανιήλ Χαρμς – Γαλάζιο τετράδιο

Ρωσική πρωτοπορία, σοβιετική εξαχρείωση

1.

Χαρμς (Γιουβατσόφ) Δανιήλ Ιβάνοβιτς, γεννηθείς το 1905, γιος αυλικού συμβούλου, μητέρα ευγενούς καταγωγής, Λογοτέχνης. Καμία δημόσια θέση. Ανένταχτος κομματικά.

Δουλειά μου είναι η λογοτεχνία. Δεν έχω πολιτικό προσανατολισμό και το ζήτημα που με απασχολεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είναι: η λογοτεχνία. Δηλώνω ότι στον τομέα της λογοτεχνία δεν είμαι σύμφωνος με τη σοβιετική πολιτική και επιθυμώ, ως αντιστάθμισμα των μέτρων που ισχύουν σήμερα, την ελευθερία του λόγου τόσο για την προσωπική μου δημιουργία, όσο και για εκείνη των λογοτεχνών με τους οποίους συνδέομαι πνευματικά και ανήκουμε στην ίδια λογοτεχνική ομάδα. [Πρακτικά ανακρίσεων, 11.12.1931, γραμμένο ιδιοχείρως από τον Δ. Χαρμς] [σ. 410-411].

Ποιος είναι αυτός ο λογοτέχνης που τολμάει και υπεραμύνεται απροκάλυπτα της προσωπικής του δημιουργίας απέναντι στο σοβιετικό συνθλιπτήριο λογοτεχνών; Ποιος είναι ο αυτουργός των δεκάδων σπαρταριστών, άλογων και παιγνιωδών κειμένων που ξεχειλίζουν από μαύρο κατράμι χιούμορ και κατάμαυρο παράλογο, πολύχρωμο σουρεαλισμό, υπόγειο γκογκολισμό κι έναν βαθύτατο τρόμο για τα σκότη της νέας σοβιετικότητας; Ποια είναι αυτή η τραγική φιγούρα που επέμενε πεισματικά στα γραπτά του να χρησιμοποιεί τις προεπαναστατικές ονομασίες των δρόμων του Λένινγκραντ (που το ονόμαζε πάντα Πετρούπολη), που γέμιζε τις λέξεις του με εσκεμμένα λάθη και ανορθογραφίες, ως ένα είδος σκανδαλιάς (ακόμα και στην κατάθεσή του σε κάποια ανάκριση έγραψε 1921 αντί για 1931), που μοιραζόταν με τον Μαγιακόφσκι και τον Κάφκα την ίδια αποστροφή για τα παιδιά αλλά ζούσε γράφοντας έργα γι’ αυτά;

Μ’ ενδιαφέρουν μόνο οι «ανοησίες»: μόνο ό,τι δεν έχει καμιά πρακτική σημασία. Μ’ ενδιαφέρει η ζωή μόνο στις παράλογες εκφάνσεις της. [σ. 335]

Ποια είναι αυτή η δημιουργικότατη προσωπικότητα που έγραφε ακατάπαυστα, εξέδιδε περιοδικά ακόμα και σε ένα και μοναδικό αντίτυπο, που κυκλοφορούσαν μόνο «μέσα στο διαμέρισμα του Δ.Ι. Χαρμς [όπως το Τάπιρ (Τάπιρος)], που έφτιαχνε ομάδες ανήσυχων δημιουργών, που δεν πήγαινε ποτέ σε κηδείες («Δεν αποχαιρετώ ποτέ κανέναν»), που συχνά περιγελούνταν όχι μόνο από τα παιδιά στο δρόμο (από εδώ πιθανώς ξεκινάει η προς αυτά αντιπάθειά του), αλλά και από ανθρώπους της διανόησης, ακόμα και συναδέλφους του συγγραφείς, που θαύμαζε τους «φυσικούς στοχαστές», όπως ονόμαζε ορισμένους περιθωριακούς, ενδεχομένως και άστεγους ανθρώπους, τους οποίους συναναστρεφόταν επειδή θαύμαζε τον αντισυμβατικό, ελεύθερο τρόπο σκέψης τους;

2.

Αυτή τη στιγμή αρχίζω ν’ αντιλαμβάνομαι τη γελοιότητα της θέσης στην οποία βρίσκομαι. Γιατί είμαι γονατισμένος μπροστά σε μια γριά; Και γιατί η γριά αυτή είναι στο δωμάτιό μου και κάθεται στην αγαπημένη μου πολυθρόνα; Γιατί δεν την πέταξα έξω; […] Με κυριεύει ένα φοβερό αίσθημα αγανάκτησης. Γιατί πέθανε στο δωμάτιό μου; Δεν τους αντέχω καθόλου τους νεκρούς. Άντε τώρα κουβάλα το ψοφίμι και τρέχα στο θυρωρό και στον επιστάτη να εξηγήσεις πώς βρέθηκε η γριά στο σπίτι σου. […] Απαίσιο θέμα, λέω, αλλά δεν μπορώ να σκεπάσω τη γριά με εφημερίδες – κάτω από μια εφημερίδα τα πάντα μπορούν να συμβούν. [σ. 225, 227]

…μονολογεί ο αφηγητής του σπαρταριστά εφιαλτικού αφηγήματος «Η γριά», στο μόνο κάπως εκτενέστερο κείμενό του ανάμεσα σε πλήθος άλλων μικρότερων, και πράγματι συμπάσχουμε με τον ταλαίπωρο ένοικο του μικρού δωματίου που υφίσταται το αναπάντεχο πρόβλημα και ταυτόχρονα αγωνιά μην τον ακούσουν οι ένοικοι του διαδρόμου, πηγαίνει στο μπακάλικο για να ξεχαστεί αλλά γνωρίζει μια κοπελίτσα που τον πολιορκεί, την αποφεύγει κρυβόμενος στο σπίτι ενός φίλου όπου τρώνε και πίνουν, επιστρέφει, σηκώνεται πεινασμένος και πηγαίνει διαρκώς στο ντουλαπάκι με τις προμήθειες χωρίς να βρίσκει τίποτα παρά μόνο ένα κύβο ζάχαρης (αλλά συνεχίζει να το κάνει με την ελπίδα πως θα βρει κάτι παραπάνω) και ονειρεύεται να ξεπαστρέψει τα φασαριόζικα παιδιά που παίζουν έξω απ’ το παράθυρό του.

3.

Αλλά ο άνθρωπος με τον βρόμικο γιακά στεκόταν έξω απ’ το παράθυρο και κοίταζε στο δωμάτιο κι άνοιξε μάλιστα το παράθυρο και μπήκε [«Το πράγμα», σ. 12]

Ο Καλίντοφ έστεκε στις μύτες των ποδιών και με κοίταζε κατάματα. Ήταν πολύ δυσάρεστο. Γύρισα στο πλάι, αλλά ο Καλίντοφ μ’ ένα σάλτο ξαναβρέθηκε μπρος μου και με κοίταξε κατάματα. [σ. 167]

Στο κείμενο «Η σχέση» ο συγγραφέας περιγράφει μια σειρά χαρακτήρων και τραγικών γεγονότων με χαρακτήρες που στο τέλος βρίσκονται μαζί στο τραμ χωρίς να γνωρίζουν τις τους ενώνει [σ. 371- 373]. Η αίσθηση είναι εκπληκτική: αυτό που σύγχρονες ταινίες τύπου Βαβέλ δημιουργούν ως κάτι απόλυτα μοντέρνο, ο Χαρμς το σκάρωσε σε δισέλιδο κείμενο δεκαετίες πριν! Στα άλλα κείμενα ένας άνθρωπος διαπιστώνει πως όταν έχει πίστη ζυγίζει περισσότερο, σκύλοι που πετάνε και κάθονται σαν κοράκι στην σκεπή του αντικρινού σπιτιού, άνθρωποι πίνουν από το ποτήρι με το μαύρο νερό και φωτίζεται η ψυχή τους, η Αντονίνα Αλεξέγεβνα πίνει ολόγυμνη μαζί με τον σύζυγό της και τον επιστάτη της πολυκατοικίας καθισμένη πάνω στο τραπέζι στο «Αναπάντεχο μεθοκόπι». Εδώ ξεχειλίζει μια άλλου είδους ελευθερία, μια απροκάλυπτα ερωτική απελευθέρωση από τις νέες επαναστατικές καταπιέσεις.

Νομίζει ότι, επειδή είναι νέα κι όμορφη, όλα μπορεί να τα κάνει. Κι είναι τόσο βρομιάρα, που δεν πλένεται ποτέ εκεί που πρέπει. Εμένα, λέει, μ’ αρέσει η γυναίκα να μυρίζει σαν γυναίκα! Εγώ, με το που τη βλέπω, παίρνω το μπουκαλάκι την κολόνια και το κολλάω στη μύτη μου. Μπορεί κάτι τέτοια ν’ αρέσουν στους άντρες, αλλά εμένα, να με συμπαθάτε, να μένει το βύσσινο. Τέτοια ξεδιάντροπη! Τριγυρνάει τσίτσιδη κι ούτε ντροπή ούτε τσίπα. Κι όταν κάθεται, αντί να κλείνει καθωσπρέπει τα πόδια της, τ’ αφήνει όλα στη φόρα. Κι είναι πάντα μούσκεμα εκεί πέρα. Τις προάλλες τρέχανε τα ζουμιά. Της λες: δεν πας να πλυθείς λιγάκι; Κι εκείνη σου λέει; εκεί δεν χρειάζεται και πολύ πλύσιμο. Και παίρνει και σκουπίζεται μ’ ένα μαντίλι. Τι μαντίλι τι χέρι. Το μόνο που κάνει είναι να τα πασαλείβει χειρότερα. Εγώ δεν της δίνω ποτέ το χέρι μου, το χέρι της μυρίζει πάντα ξετσίπωτα. Και τα βυζιά της, κι αυτά ξετσίπωτα είναι. Ναι, είναι αλήθεια ότι είναι όμορφα κι αφράτα, αλλά τόσο μεγάλα που είναι, εμένα μου φαίνονται ξετσίπωτα. Να τι γυναίκα πήγε και βρήκε ο Φομά! Δεν μπορώ να καταλάβω πώς τον τύλιξε! [«Ο Φομά Μπομπρόφ και η γυναίκα του. Κωμωδία σε τρία μέρη», 1933, σ. 49].

4.

Ο Χαρμς συμμετείχε το 1928 στην ίδρυση της περίφημης Ένωσης Πραγματικής Τέχνης (ΟΥΜΠΕΡΙΟΥ)· το θέατρο του παραλόγου της δυο δεκαετίες μετά θα παραλληλιζόταν με εκείνο των Ιονέσκο και Μπέκετ. Η τελευταία της δημόσια εμφάνιση το 1930 σήμανε το τέλος μιας από τις τελευταίες ομάδες (ίσως και της τελευταίας) της ρωσικής πρωτοπορίας. Τώρα άρχιζε η εποχή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και σύντομα οι εφημερίδες θα μιλούσαν για αντιδραστικούς τσιρκολάνους που παραιτούνται από την ζωή, γράφουν «ποίηση των ταξικών εχθρών ασυνάρτητη και αντεπαναστατική». Για τον Χαρμς οι συλλήψεις αρχίζουν το 1925 όταν απαγγέλει δημοσίως ποίημα του Νικολάι Γκουμιλιόφ που είχε συλληφθεί λίγα χρόνια νωρίτερα με την κατηγορία της συμμετοχής σε φιλομοναρχική συνωμοσία και εκτελεστεί. Αφήνεται όμως ελεύθερος καθώς, σύμφωνα με τα λόγια της Αχμάτοβα, «οι καιροί ήταν ακόμη σχετικά χορτοφάγοι».

Να γράφεις ποιήματα που, αν τα πετάξεις στο παράθυρο, θα σπάσει το τζάμι. [τέλη του 1929, σ. 281]

Μισώ τους ανθρώπους που μπορούν να μιλούν περισσότερο από εφτά συνεχόμενα λεπτά. Δεν υπάρχει στον κόσμο ολόκληρο τίποτα πιο βαρετό απ’ το ν’ ακούς κάποιον να σου διηγείται το όνειρό του ή πώς ήταν στον πόλεμο ή πώς πέρασε στις διακοπές. Η πολυλογία είναι η μητέρα της αταλαντοσύνης. [σ. 340]

5.

Σε τι μικρά και ασήμαντα πράγματα μπορεί να βρίσκεται η αληθινή τέχνη!

Ο Γιάκομπ Ντρούσκιν στο κείμενο «Η ομάδα Τσιναρί και ο Δανιήλ Χαρμς» ερευνά τι συνέδεε επί πολλά χρόνια τόσο διαφορετικούς ποιητές, συγγραφείς και φιλοσόφους, μια λογοτεχνική σύμπραξη πέντε ανθρώπων [«Ομάδα Τσιναρί ή Κύκλος των ημιμαθών λογίων»] που δημιουργούσαν και πειραματίζονταν σε ποικίλα χωράφια (ο Χαρμς για παράδειγμα ενδιαφερόταν για την διαρρύθμιση των κτιρίων, των διαμερισμάτων και των δωματίων· στο σημειωματάριό του περιλαμβάνονται τα σχέδια ενός φανταστικού διαμερίσματος),  συμπλήρωναν ο έναν τον άλλον, ήταν ολότελα διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά και συγγενείς ως προς τον τρόπο που έβλεπαν τον κόσμο. Ο ποιητής Αλεξάντρ Βεντένσκι, μέλος της ομάδας (που πάντα έγραφε χωρίς γραφείο, με τα χαρτιά πάνω σε ένα βιβλίο στα γόνατά του) είπε πως ο Χαρμς δεν κάνει τέχνη – είναι ο ίδιος τέχνη. Ο Χαρμς έλεγε ότι πάντοτε το σημαντικότερο για εκείνον ήταν όχι η τέχνη αλλά η ζωή: να ζει τη ζωή του σαν να κάνει τέχνη. «Η ζωή σαν έργο τέχνης» για τον ίδιο δεν ήταν ζήτημα αισθητικής τάξης αλλά ζήτημα απόλυτα υπαρξιακό.

«Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπομαι», απάντησε ο βάτραχος. «Γιατί να ντρεπόμαστε για το ωραίο μας σώμα, που μας το ΄χει δώσει η φύση, όταν δεν ντρεπόμαστε για τις απαίσιες πράξεις μας, που τις έχουμε κάνει εμείς οι ίδιοι;». [σ. 74]

Αχ! Θα ’γραφα κι άλλα, μα ξαφνικά εξαφανίστηκε το μελανοδοχείο. [«Ο ζωγράφος και το ρολόι», 1938]

Ο Ντρούσκιν δεν άνοιγε το αρχείο του Χαρμς επί δεκαπέντε χρόνια, ελπίζοντας πως εκείνος θα επέστρεψε, πράγμα που δεν έγινε, όπως άλλωστε και με όλους όσους «έφυγαν» παρά τη θέλησή τους. Ο Χαρμς κρατούσε σημειώσεις για τα πάντα, ακόμα και για έξοδα και τρόφιμα – άλλη μια επιβεβαίωση πως η ζωή για εκείνον είχε πάντοτε περισσότερο ενδιαφέρον από την τέχνη, πως «αισθανόταν τη ζωή σαν θαύμα και σαν θαύμα ήθελε να ζήσει τη δική του». Όπως γράφει ο Ντρούσκιν, εκτός από την βιωμένη ως θαύμα ζωή, ο Χαρμς σκάλιζε την κενότητα της μηχανοποιημενης ζωής, την ρίζα του ανθρώπινου κακού και το ίδιο το παράλογο· αλλά εκείνο το απολύτως παράλογο και άλογο των ιστοριών του δεν είναι παρά το παράλογο και το άλογο της ζωής που περιγράφουν. Ιδιαίτερα φοβερά γίνονται κάποια από τα κείμενα που είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο. Αρχίζεις να τα διαβάζεις και σου φαίνονται αστεία. Μα, σιγά σιγά, το γέλιο σαν να παγώνει και, πλησιάζοντας προς το τέλος, αισθάνεσαι φρίκη.

6.

Η σύλληψή του, όπως και των άλλων μελών της ομάδας, για οργάνωση και συμμετοχή σε αντισοβιετική, παράνομη ένωση λογοτεχνών και για επικίνδυνη και αντισοβιετική παιδική λογοτεχνία είναι θέμα χρόνου. Πολλά χειρόγραφά του κατάσχονται «για ιδεολογική ανάλυση» (και εξαφανίζονται). Ο ίδιος καταδικάζεται σε τριετή καταναγκαστική εργασία που μετατρέπεται σε ολιγόμηνο εκτοπισμό στο Κουρσκ (για το οποίο γράφει πως είναι δυσάρεστη πόλη όπου όλοι τον θεωρούν ηλίθιο και του φωνάζουν στο δρόμο). Το 1936 στα γράμματά του προς φίλους του γράφει πως η οικονομική του κατάσταση είναι χειρότερη από ποτέ:  Τον Σεπτέμβριο τον έβγαλα αποκλειστικά πουλώντας τα πράγματά μου, αλλά και πάλι, δυο μέρες τρώμε και μία μένουμε νηστικοί.

Η κατάσταση απόλυτης ανέχειας που βιώνει μαζί με την σύζυγό του συνεχίζεται και τα επόμενα χρόνια. Το οριστικό του τέλος αρχίζει με τον αποκλεισμό από κάθε έκδοση (με αφορμή ένα παιδικό ποίημα για την εξαφάνιση ενός ανθρώπου, που εκλαμβάνεται ως αντικαθεστωτική κρίση) και τις εξορίες και εκτελέσεις φίλων και συνεργατών.  Δεν με πληρώνουν, προφασιζόμενοι τυχαίες καθυστερήσεις. Νιώθω πως κάτι κρυφό συμβαίνει εκεί πέρα, κάτι πολύ κακό. Δεν έχουμε να φάμε. // Έφτασα στο σημείο να φοβάμαι τη ζωή. Ο άνθρωπος δεν κάνει να φοβάται τη ζωή του. [σ. 418].

 Ο ίδιος υποβάλλεται σε ψυχιατρικές εξετάσεις και πιστοποιείται ότι είναι ψυχικά ασθενής και απαλλάσσεται από τον ρωσοφινλανδικό πόλεμο. Το 1941 μεσούντος του πολέμου συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι «διαδίδει συκοφαντικές και ντεφετιστικές διαθέσεις», επιδιώκοντας να προκαλέσει στον πληθυσμό πανικό…», το στρατοδικείο τον απαλλάσσει από τις κατηγορίες λόγω του ακαταλόγιστου και «ως δημόσιο κίνδυνο» τον παραπέμπει για θεραπεία στην ψυχιατρική πτέρυγα της φυλακής όπου το 1942 πεθαίνει, πιθανότατα από ασιτία.

7.

Έχω να σας απευθύνω μια παράκληση: να γράφετε, σας παρακαλώ, όχι γράμματα ούτε άρθρα για τον Χλέμπνικοφ, αλλά δικά σας έργα. Φοβάμαι ότι ζείτε ανάμεσα σε γουρούνια, που μπροστά τους είναι μέχρι και ντροπή να γράφει κανείς. Για τ’ όνομα του Θεού, μη θεωρείτε τον εαυτό σας όμοιο μ’ αυτούς. Αν αρχίζουν να εγκωμιάζουν αυτοί τα έργα σας, θα σημαίνει ότι αποτύχατε τελείως. [σ. 374 / Γράμμα προς τον Νικολάι Ιβάνοβιτς (1940), υποτίθεται ως ψυχοπαθής σε έκλαμψη]

Η έκδοση περιλαμβάνει: Ι. σειρά διάσπαρτων κειμένων, ΙΙ. ολόκληρο το Γαλάζιο τετράδιο, ΙΙΙ. το αφήγημα «Η γριά», IV την καντάτα για τέσσερις φωνές «H διάσωση», V. ημερολόγια – σημειώσεις του συγγραφέα, VI. επιστολές του συγγραφέα. Στο επίμετρο: Α. το προαναφερθέν κείμενο του Γιάκοφ Ντρούσκιν, Β. πλήρες χρονολόγιο, Γ. σημειώσεις τηςμεταφράστριας Δ. βιβλιογραφία. Ε. εικονογραφία. Αρτιότερη έκδοση δεν θα μπορούσε να υπάρχει.

Εκδ. Νεφέλη, 2010, επιλογή – μετάφραση [από τη ρωσική γλώσσα] – χρονολόγιο – σημειώσεις: Ροδούλα Παππά, 525 σελ.

Έτσι συμβαίνει και στη ζωή: βλάκες με περικεφαλαία και θέλουν να μιλάνε κι από πάνω. Αυτό που χρειάζεται σε κάτι τέτοιους είναι μια γερή στη μούρη. [σ. 61]

Σπονδή εδώ.  Χαρμότοπος εδώ.

Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 89. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου

Θα μας οδηγήσετε στη θύρα του βιβλίου σας;

Το βιβλίο «Η υπόθεση Γκράνιν» είναι μια επιμελημένη έκδοση ενός προγραμματικού περί λογοτεχνίας, ελευθερίας της έκφρασης και λοιπών αναλόγων θεμάτων κειμένου του ποιητή και συνιδρυτή της «Επιθεώρησης Τέχνης» Κώστα Κουλουφάκου. Με αυτή την έννοια ανήκει κατά το ήμισυ μόνο σε εμένα. Είναι ένα βιβλίο που εν μέρει επιθυμεί να αποτυπώσει τη διαπλοκή πολιτικής και λογοτεχνίας στην Ελλάδα των δεκαετιών 1950 και 1960. Κατά τη γνώμη μου μπορεί να βοηθήσει στην γνώση περί εξελίξεων στο πεδίο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην ΕΣΣΔ και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα.

Πώς επιλέξατε το θέμα του, ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε, ποια αισθήματα και σκέψεις σας δημιούργησε η συγγραφή του τότε και σήμερα;

Το θέμα επελέγη μέσα από τον σχεδιασμό μιας μεγαλύτερης εργασίας: Ήθελα να γράψω για τις μεγάλες ιδεολογικο-αισθητικές επιρροές που άσκησε κατά τη γνώμη μου η σοβιετική λογοτεχνία στην ελληνική. Επιρροές που έχουν παραγνωριστεί μέχρι σήμερα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και φυσικά συνδέονται με τον κομουνισμό, την Αριστερά, την κουλτούρα στην Ελλάδα. Κατά την προετοιμασία αυτού του βιβλίου έπεσα πάνω στις αναφορές στο κείμενο του Κουλουφάκου και διαπίστωσα πως το συγκεκριμένο κείμενο δεν είχε διαβαστεί από πολλούς, πως αποτελούσε κάτι σαν κομματικό απόρρητο. Ήρθα τότε σε επαφή με τον γιο του Κώστα Κουλουφάκου, τον Πέτρο, ο οποίος με προθυμία μου το έδωσε και μάλιστα συναίνεσε και στην έκδοσή του.

Το επιστημονικό και διδακτικό σας αντικείμενο αφορά τις σλαβικές σπουδές, με εξειδίκευση στην ρωσική και πολωνική λογοτεχνία και την νοτιοσλαβική διαλεκτολογία. Πώς το ασκείτε, ποιες τέρψεις σας προσφέρει, ποια βάσανα;

Το ασκώ, όσο μπορώ, σε πολύ αντίξοες συνθήκες. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών και δη η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών σημαίνουν για μένα «πολύ αντίξοες συνθήκες». (Για άλλους ίσως όχι.) Το περιβάλλον αυτό με απαλλάσσει από πολλές αυταπάτες σχετικά με την άσκηση επιστήμης στην Ελλάδα. Τέταρτος χρόνος λειτουργίας ενός νέου τμήματος – του τμήματος Σλαβικών Σπουδών: Δεν υπάρχουν κατάλληλες αίθουσες διδασκαλίας, δεν υπάρχουν γραφεία, δεν υπάρχει βιβλιοθήκη, δεν υπάρχει ουσιαστικό ενδιαφέρον ανάπτυξης των σπουδών. Επιπλέον περικόπτονται κονδύλια, πολύ σύντομα θα αναγκαστούμε να κλείσουμε τη διδασκαλία των γλωσσών. Σε σχέση με το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης  όπου ξεκίνησα και ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, αλλά και σε σχέση με το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας όπου δίδαξα σχεδόν επί δεκαετία η κατάσταση είναι απερίγραπτη. Και απαράδεκτη.

Οι χαρές της επιστήμης είναι παρόλα αυτά πολλές: Η διδασκαλία, συχνά – όχι πάντα – συγκαταλέγεται σε αυτές. Η έρευνα, η συγγραφή, η συμμετοχή σε συνέδρια και επιστημονικές συναντήσεις. Η δουλειά του ακαδημαϊκού καθηγητή μπορεί να γίνει, αν το θέλει κανείς, πηγή χαράς και δημιουργίας.

Ποια είναι η εικόνα σας όσον αφορά την παλαιότερη και σύγχρονη πολωνική λογοτεχνία. Ποια έργα θα προτείνατε στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, εκτός των «κλασικών»;

Δεν μπορώ να προτείνω αμετάφραστα έργα. Έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες, να βγει Κοχανόφσκι για παράδειγμα. Ή η Σιμπόρσκα. Ή ο λατρεμένος από τη νεολαία της Πολωνίας Μάρεκ Χάλσκο. Αλλά αυτά είναι λίγα. Η πολωνική λογοτεχνία πρέπει να μεταφραστεί περισσότερο για να διαβαστεί από τους έλληνες αναγνώστες. Πρόκειται για μια λογοτεχνία με πολύ σημαντική συνεισφορά στον ευρωπαϊκό ρομαντισμό, άγνωστη στη χώρα μας. Οι σύγχρονοι λογοτέχνες είναι πολλοί και καλοί. Πώς όμως να προωθηθεί η μεταφραστική δουλειά, όταν δεν υπάρχει διάθεση γνωριμίας με τη χώρα, όταν υπονομεύονται οι προσπάθειες διδασκαλίας της γλώσσας, σύναψης σχέσεων πολιτιστικών; Στη Βαρσοβία λειτουργεί τμήμα νεοελληνικών σπουδών που έχει μάλιστα επί σειρά ετών διοχετεύσει στο πολωνικό αναγνωστικό κοινό πολλά σπουδαία έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τι παρόμοιο γίνεται εδώ; Τίποτα. Στο ελληνικό πανεπιστήμιο μιλάνε για το ποιες εταιρίες θα μπορέσουν να προσλάβουν έλληνες αποφοίτους των τμημάτων για δουλειά. Έχω ακούσει από φιλόλογο (!) πως η ενασχόληση με τη λογοτεχνία είναι πολυτέλεια και πως πρέπει να κοιτάξουμε να δώσουμε στα παιδιά εφόδια για δουλειά. Ξεχνούν πως η λογοτεχνία είναι πολυτέλεια που ουαί και αλί μας αν την χάσουμε.

Διακονείτε το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει;

Όχι, δεν υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος. Καταβύθιση στο πρωτότυπο και προσπάθεια αποτύπωσής του στα ελληνικά με όσο πιο πιστό και συνεπή τρόπο και για τις δυο γλώσσες – ο μεταφραστής πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο πιστός στο πρωτότυπο και όσο το δυνατόν πιο συνεπής απέναντι στη γλώσσα στην οποία μεταφράζει.

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;

Δεν υπάρχουν ηδονές στη μετάφραση. Η μόνη χαρά είναι όταν το κείμενο είναι έτοιμο, όταν το δεις τυπωμένο. Η πιο δύσκολη μετάφραση ήταν το «Άντεργκραουντ ή ένας ήρωας του καιρού μας» του Μακάνιν επειδή έβριθε εκφράσεων σλανγκ. Χρειάστηκε να ψάξω μέχρι και σε λεξικό που είχαν συντάξει κρατούμενοι σε ποινικές φυλακές σε συνδυασμό με τον Ηλία Πετρόπουλο. Επίσης με παίδεψε πολύ η μετάφραση από τα πολωνικά του μυθιστορήματος του Μίλος «Η κοιλάδα του Ίσσα» – ήταν γεμάτο από ονομασίες χλωρίδας στα πολωνικά, χλωρίδας που εν μέρει δεν υπάρχει στην Ελλάδα.

Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;

Το «Χαρούμενη Κηδεία» της Λουντμίλας Ουλίτσκαγια. Το «Γη των πατέρων και των προδοτών» του Μάξιμ Μπίλλερ. Και ένα που θα κυκλοφορήσει τον Ιούλιο από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» – «Ο διαβολικός λοχαγός Μπερτράν» ενός νέου ρώσου συγγραφέα, του Αλεξάντρ Σκορομπογκάτοφ που τον θεωρώ πολύ-πολύ καλό.

Μπορείτε να μας μιλήσετε και για τα υπόλοιπα βιβλία που μεταφράσατε (ή όσα επιθυμείτε); Για την μεταφραστική τους εμπειρία, τις ηδονές, τις απομαγεύσεις τους.

Όχι. Όλα τους τα έχω αγαπήσει πολύ. Εκτός ίσως από τον Καπισίνσκι που δεν γράφει σε ιδιαιτέρως λογοτεχνική γλώσσα.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την ανάγνωση και την μετάφραση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Όχι. Ακούω όμως μπαρόκ μουσική κυρίως.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;

Θέλω να μεταφράσω Γιούρι Λότμαν από τα ρωσικά. Είναι θεωρητικός της λογοτεχνίας, αλλά γράφει με πολύ λογοτεχνικό τρόπο και φωτίζει τη λογοτεχνία με ιδιαίτερα συναρπαστικό τρόπο. Ανοίγει ορίζοντες.

Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;

Να κρίνονται πιο ενδελεχώς και πιο εξαντλητικά οι μεταφραστές για τη δουλειά τους. Και αυτό όχι μόνο σε σχέση με την ακρίβεια των όρων, αλλά και σε σχέση με τον ρυθμό, την σύνταξη των ελληνικών τους. Γιατί στη σύνταξη των προτάσεων έγκειται και η μεγαλύτερη χάρη ή μη μιας μετάφρασης. Να αρχίσουν να συζητιούνται τα βιβλία ανάλογα και με το ποιος τα έχει μεταφράσει. Να υπάρχει επιτέλους και αυτή η σκοπιά. Να μάθουν οι εκδότες να κυνηγούν τους καλούς μεταφραστές. Για συγκεκριμένες γλώσσες ο καθένας μας έχει ξεχωρίσει τους μεταφραστές που προτιμάει. Γιατί δεν το κάνουν και οι κριτικοί λογοτεχνίας με μεγαλύτερη συνέπεια;

Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;

Ο επιμελητής πρέπει να είναι αδυσώπητος και να μη διστάζει να μαλώσει με εκδότη και μεταφραστή. Η επιμέλεια, η διόρθωση είναι τρομερά κοπιαστικές δουλειές. Χωρίς την καταπληκτική (και ως ποιήτρια βεβαίως) Μαρία Κυρτζάκη, η «Υπόθεση Γκράνιν» δεν θα αποσπούσε ποτέ το Κρατικό Βραβείο. Επί μια εβδομάδα, όταν περνούσαμε τις διορθώσεις, τα «άκουγα» στο τηλέφωνο για την αφηρημάδα μου και τις απροσεξίες μου.

Σας ακολούθησαν ποτέ ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;

Όχι. Όταν τους μεταφράσεις, δεν έχεις πια αγωνίες σχετικά με τη μοίρα τους, την έχεις «συν-διαμορφώσει» στον τόπο σου τουλάχιστον.

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (φυσικά),Βίκτωρ Ουγκώ, Ιβάν Μπούνιν, Όσκαρ Ουάιλντ, Έμιλυ Μπροντέ, Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Χάινριχ Μπελλ, Εμίλ Ζολά, Ίαν Μακ Γιούαν, Τόμας Μπέρνχαρντ,Τζων Στάινμπεκ, Έλιο Βιττορίνι, Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, Τόμας αλλά και Χάινριχ και Κλάους Μαν (Τι οικογένεια κι αυτή τελοσπάντων!), Λέο Πέρουτς, Γιάροσλαβ Ιβασκιέβιτς, Ιβάν Κλίμα, Κέες Νόοτεμπομ, Λιόσα (ή Γιόσα…), Φουέντες, Σάουλ Μπέλοου, Τζων Ίρβινγκ, Γκράχαμ Γκριν, Φίλιπ Ροθ, Μαξ Φρις, Μπέρνχαρντ Σλινκ και, και, και… πολλοί, πάρα πολλοί. Διάβασα πρόσφατα (στα 45!!!) τον «Κόμη Μοντεχρήστο» του Δουμά και έτρωγα τα νύχια μου από την αγωνία. Τι θεϊκά απλοϊκό και όμορφο μυθιστόρημα…

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Μου αρέσουν πολύ τα βιβλία της γερμανίδας Γιούλια Φρανκ. Νέα γερμανίδα συγγραφέας, αξίζει να μεταφραστούν και άλλα βιβλία της εκτός από το ένα που έχει βγει στα ελληνικά. Με ξετρέλανε το βιβλίο «Έρωτας στα δάση της Μοραβίας» της Κβιέτα Λεγκάτοβα. Επίσης «Η δασκάλα των Γαλλικών» του Άντονι Λιμπέρα.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Όλα του Τσέχοφ. Όλα του Φιτζέραλντ. Το «Γράμμα στον παππού στο χωριό» του Τσέχοφ το είχαν συμπεριλάβει σε ένα ανθολόγιο του δημοτικού. Ακόμα θυμάμαι το σοκ που μου προκάλεσε η ανατροπή στο τέλος του διηγήματος, το θυμάμαι τόσο καλά που μου έχουν εντυπωθεί όλα μέσα σε κείνη την τάξη, την τρίτη δημοτικού και ήμουν 8 χρονών!

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Η Καρυστιάνη. Όλα της τα βιβλία. Οι ιστορίες της μου καρφώνονται στο μυαλό επί μήνες. Ο Λευτέρης Μαυρόπουλος με «Το άλλο μισό μου πορτοκάλι».

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας. 

Ναστάσια Φιλίποβνα από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Το «Εντευκτήριο». Πάντα εμπνευσμένο.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;

Γράφω ήδη, αλλά δεν λέω τι.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Ζβιάγκιντσεφ: «Η Επιστροφή».  Παναγιωτοπούλου: «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου.»

Έχετε μπει στον πειρασμό της συγγραφής; Έχετε γράψει ή δημοσιεύσει κάτι; Αν ναι, θα υπάρξει συνέχεια; Αν όχι, για ποιο λόγο;

Αυτό εμπίπτει στα απόρρητα.

Τι διαβάζετε και τι μεταφράζετε αυτό τον καιρό;

Μεταφράζω ρωσική ποίηση και διαβάζω το «Ίχνη στο χιόνι» του Γιώργου Λίλλη και τον «Αποτυχημένο» του Τόμας Μπέρνχαρντ. Διαβάζω πάντα δυο με τρία βιβλία συγχρόνως.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Όχι.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Καταπληκτική εφεύρεση το διαδίκτυο, άλλαξε τη ζωή μου, τη ζωή μας. Δεν μπορώ με τίποτα να το στερηθώ. «Κόλλησα» από την πρώτη στιγμή.

Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα;  [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]

Διαδρομή με καράβι Πειραιάς-Ίος αρχές της δεκαετίας του 1980, τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές, δεν σηκώθηκα από την πολυθρόνα μου επί εννιά ώρες που κρατούσε τότε ο πλους.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Της μεταφραστικής ναι, της αναγνωστικής όχι.