Γκίντερ Βάλραφ – Από τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο. Η αθέατη πλευρά του γερμανικού θαύματος

WALLRAFF_HIGHΣτα σωθικά του μοντέρνου γερμανικού μεσαίωνα

Από τους πλέον μαχητικούς, στρατευμένους και πολυδιαβασμένους δημοσιογράφους στον κόσμο ο Βάλραφ (γενν. 1942) εφαρμόζει μια μέθοδο που σχεδόν έχει ταυτιστεί με το όνομά του: προκειμένου να ζήσει από πρώτο χέρι τις καταστάσεις που επιθυμεί να καταγγείλει, γίνεται κομμάτι τους, ως θύμα τους. Μεταμφιέζεται, αποκτά ψεύτικα στοιχεία, αλλάζει «χαρακτήρα» και εισέρχεται χωρίς φόβο με πάθος στα στόματα των λύκων. Οι τίτλοι των βιβλίων του, πολλά από τα οποία αποτελούν συλλογές με ρεπορτάζ, είναι ενδεικτικοί: Σε χρειαζόμαστε: Εργάτης στις γερμανικές βιομηχανίες, 13 ανεπιθύμητα ρεπορτάζ, Εσείς εκεί πάνω, εμείς εκεί κάτω, Ο φασισμός δίπλα μας. Ο Βάλραφ ήρθε στην Ελλάδα τον Μάιο του 1974 και αλυσοδέθηκε στο Σύνταγμα διαμαρτυρόμενος για το δικτατορικό καθεστώς· συνελήφθη, δικάστηκε (με συνήγορο τον Γ.Α. Μαγκάκη) και φυλακίστηκε μέχρι την πτώση της χούντας. Ο Βάλραφ λαμβάνει κάθε βδομάδα γράμματα και e – mail από ολόκληρη τη Γερμανία στα οποία πάσης φύσεως εργαζόμενοι του εξιστορούν τα καψόνια που υφίστανται κάθε μέρα στη δουλειά τους, αδυνατώντας όμως να βγουν από την ανωνυμία τους.

1986-GunterWallraffΚάπως έτσι οδηγείται και στην μεγάλη αρτοποιία Gebr. Weinzheimer Brot που ανήκει στον όμιλο Lidl, στην κατηγορία των προμηθευτών τροφίμων σε τιμές προσφοράς. Η παράκλησή του να εργαστεί το πρώτο διάστημα δωρεάν γίνεται δεκτή με μεγάλη χαρά από τους υπεύθυνους, που συμφωνούν με χειραψία αλλά όχι με συμβόλαιο, και αμέσως εντάσσεται στους εργάτες που φουρνίζουν και συσκευάζουν προψημένα ψωμάκια σε σακούλα. Κάθε φορά που ακούγεται η εφιαλτική σειρήνα, οι εργάτες υποχρεούνται να κατεβάσουν τις καυτές λαμαρίνες από τον ιμάντα, ενώ τα καυτά ψωμάκια εκσφενδονίζονται προς κάθε κατεύθυνση· τα εγκαύματα αποτελούν μέρος της εργασιακής καθημερινότητας. Όταν ο ίδιος ο Βάλραφ τραυματίζεται, διαπιστώνει ότι το ντουλάπι των πρώτων βοηθειών δεν έχει ούτε τα στοιχειώδη, ενώ δεν του επιτρέπεται να πάει στο νοσοκομείο πριν το τέλος της βάρδιας.

gunter_wallraff_623655Από τη στιγμή που το εργοστάσιο βρίσκεται στο έλεος του Lidl, δηλαδή του ενός αγοραστή μεγάλων ποσοτήτων, οι εργάτες εξαναγκάζονται να δουλεύουν αδιάκοπα επί δύο και τρεις εβδομάδες χωρίς ρεπό ή να στέλνονται στο σπίτι τους μέχρι νεωτέρας. Ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης έχει καθιερώσει ένα αποδοτικό σύστημα ρουφιανιάς και επιτηρεί τους υπαλλήλους του μέσω ίντερνετ σε οποιαδήποτε γενιά του κόσμου· ενδεικτική είναι η επίπληξη από την κρεβατοκάμαρά του μια εργαζόμενη που φορούσε λάθος χρώμα παντελόνι εργασίας!

Η εμπειρία στις εταιρείες διαχείρισης τηλεφωνικών κλήσεων δεν τραυματίζει το σώμα αλλά τη συνείδηση. Εδώ ο Βάλραφ εισέρχεται στον επιβλητικό πύργο της Κολονίας Μέντια Παρκ, όπου έχουν εγκατασταθεί επιχειρήσεις με κλειστά χαρτιά και πλήρη ασυλία από το γερμανικό κράτος. Το συγκρότημα των γραφείων, χαρακτηριστικό παράδειγμα του θαυμαστού καινούργιου εργασιακού κόσμου. αποτελεί και την έδρα της CallOn, εταιρείας διαχείρισης τηλεφωνικών κλήσεων. Σε αυτά τα ορυχεία της νεότερης εποχής (ο χώρος περιλαμβάνει εκατό πόστα εργασίας με Η/Υ) χιλιάδες άνθρωποι δουλεύουν αόρατοι, στα κρυφά και εμπορεύονται πάσης φύσεως υπερτιμολογημένα και κατώτερης ποιότητας προϊόντα ή πληροφορούν για υποτιθέμενα κέρδη σε τυχερά παιχνίδια. Σε κάθε περίπτωση ο πελάτης βγαίνει πάντα εξαπατημένος.

GLnter-Wallraff-Schriftsteler-D-in-der-Maske-des-TLrken-AliΈνας επαγγελματίας πωλητής εξομολογείται στον συγγραφέα ότι προσφέρεται κάθε τόσο για πειραματόζωο σε φαρμακευτικές εταιρείες έναντι μικρών αμοιβών. Παρά το γεγονός ότι το τηλέφωνο δεν είναι οπτικό, ο ενδυματολογικός κώδικας είναι αυστηρός: απαγορεύονται τα τζιν και τα αθλητικά παπούτσια, καθώς, σύμφωνα με τον υπεύθυνο, το παρουσιαστικό μεταφέρεται στην εσωτερική στάση του πωλητή που αντιλαμβάνεται ο πελάτης. Ο ίδιος μάλιστα επιπλήττει τον Βάλραφ που σέβεται τις παρακλήσεις μιας κυρίας να μην επιμένει άλλο: όχι, έπρεπε να επιμείνει να την πείσει· η συνείδηση πρέπει να αφήνεται στο σπίτι.

Σε αυτή την πρώτη μέρα δουλειάς ενόχλησα συνολικά 80 ανθρώπους. Η λέξη «πελάτες» μού είναι δυσάρεστη, το σωστό θα ήταν «υποψήφια θύματα». Με κανέναν δεν έχω την αίσθηση πως του είναι επιθυμητό το τηλεφώνημα. Οι περισσότεροι θυμώνουν και νευριάζουν. Πολλοί σου δίνουν να καταλάβεις πως το να τους ενοχλούν διαρκώς με νέες τηλεφωνικές προσφορές τους φαίνεται σαν τηλεφωνική τρομοκρατία. Έχω σημειώσει κρυφά αρκετά τηλέφωνα. Την επόμενη μέρα παίρνω τους τηλεφωνικούς «πελάτες» της CallOn από το σπίτι και τους ρωτάω αν έχουν λάβει μέρος σε διαγωνισμό ή αν έχουν υπογράψει κάποια συγκατάθεση, όπου συμφωνούν ρητά με ένα τέτοιου είδους τηλεφώνημα. Όλοι ανεξαιρέτως απαντούν αρνητικά. Κανένας δεν είχε θελήσει να τους εξηγήσει «εκούσια ή συνειδητά», όπως απαιτεί η νομολογία. [Απάτη μέσω τηλεφώνου, σ. 107]

kami_wallraff_DW_V_1223348pΕπόμενη αποστολή τα Starbucks, ο δισεκατομμυριούχος κύριος μέτοχος των οποίων, εξακολουθεί να επιμένει πως για τους εργαζόμενους δεν είναι απλώς μια δουλειά αλλά ένα πάθος που μοιράζονται όλοι ως «συνεργάτες». Προφανώς μέσα στο πάθος εντάσσεται η πρόταση των υπευθύνων της βάρδιας προς τους υπαλλήλους να κοιμούνται σε δυο πολυθρόνες μέσα στο μαγαζί ώστε να είναι φρέσκοι την άλλη μέρα στη δουλειά, να μην πληρώνονται τις υπερδιπλάσιες υπερωρίες ή να ιεραρχούνται με βάση τις αφαιρέσεις πόντων (που προβλέπονται αν ο υπάλληλος δεν κοιτάξει τον πελάτη μέσα σε τρία δευτερόλεπτα από την ώρα που μπήκε, αν δεν του χαμογελάσει, αν αφήσει το συρτάρι της ταμειακής παραπάνω από τον καθορισμένο αριθμό δευτερολέπτων κλπ.). Διαφορετικές αλλά εξίσου απάνθρωπες, σχεδόν σαρκοβόρες συνθήκες συναντά και στο πιο φημισμένο γκουρμέ εστιατόριο τη Γερμανίας.

günter-wallraff-interviewΟ Βάλραφ δεν περιορίζεται στον κόσμο της εργασίας αλλά παραμένει κυριολεκτικά στο δρόμο. Στην χώρα μοντέλο λοιπόν που διατείνεται πως είναι η Γερμανία τουλάχιστο 30.000 άνθρωποι δεν έχουν δική τους στέγη παρά ζουν και διανυκτερεύουν στο δρόμο ή κάποιες φορές σε «υπνοθήκες έκτακτης ανάγκης», κοινώς καταλύματα αστέγων. Ο συγγραφέας έμεινε μήνες σε τέτοια καταλύματα σε διάφορες γερμανικές πόλεις και κατέγραψε τις συγκλονιστικές ιστορίες των, κομψότερα ονομαζόμενων στην επίσημη γλώσσα, ανέστιων. Για το ανύπαρκτο γερμανικό κράτος «πρόνοιας» ακόμα και η έκτακτη ανάγκη έχει τους κανόνες της και η γραφειοκρατία κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή των πολλαπλά καταφρονεμένων ανθρώπων. Ενδεικτικό παράδειγμα από το χωριό … Κοντέινερ στην Φρανκφούρτη: όταν κάποιος θέλει να έχει ένα μόνιμο κατάλυμα πρέπει τουλάχιστο να παρουσιάζει πρόβλημα με ναρκωτικά και αλκοόλ. Πολλοί αρχίζουν να πίνουν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο!

Ανήμερα τα Χριστούγεννα ψάχνω να βρω ένα μέρος να κοιμηθώ – λέω να στρώσω έξω. Κατά τις εννιά το βράδυ στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κολονίας πέφτω πάνω σε έναν νεαρό άντρα. Δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά του, μου δίνει ια παράξενη εντύπωση που δεν μπορώ να την καταλάβω. Τα πουκάμισά του έχουν βγει έξω από το παντελόνι, τρέμει από το κρύο. Με ένα κόμπιασμα στη φωνή του αναφέρει ότι το έσκασε από ένα ίδρυμα περίθαλψης αστέγων στο Μπαντ Χόνερ, μια μικρή πόλη ανατολικά της Κολονίας, ότι εδώ και τρεις μέρες κοιμάται στον δρόμο και την τελευταία νύχτα τον κλέψανε. / Τον πήρα αγκαζέ και ψάξαμε παρέα να βρούμε το αστυνομικό τμήμα του σιδηροδρομικού σταθμού. Εκεί αναφέρει το όνομά του, Τόμας Σ., και την ημερομηνία γεννήσεώς του. Ο αστυνόμος κοιτάει στον κομπιούτερ του: «Με αυτό το όνομα δεν έχουμε δηλωμένο κανέναν. Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». [Υπό το μηδέν, σ. 59]

WΗ πλήρης ακύρωση των εργασιακών σχέσεων, ο ψυχολογικός πόλεμος εναντίον των εργαζόμενων, η απαξίωση της κρατικής εταιρείας σιδηροδρόμων, με στόχο την ιδιωτικοποίησή της και ο ρατσισμός αποτελούν ορισμένα μόνο από τα θέματα των υπόλοιπων κειμένων. Ο Βάλραφ διαπιστώνει διαρκώς πως η γερμανική ξενοφοβία δεν έχει καμία σχέση με πραγματικές εμπειρίες – όσο πιο σπάνια οι άνθρωποι συναντούν ξένους, τόσο πιο συχνό είναι το φαινόμενο του ρατσισμού. Και είναι σχεδόν κωμικοτραγική η προσπάθειά του ως Σομαλού μετανάστη να συμμετάσχει σε μια τοπική εκδρομή. Η ομήγυρη των γηραιών γερμανών κάνουν τα πάντα για να του δείξουν πόσο ανεπιθύμητος είναι. Όταν δεν το καταφέρνουν, απλώς τον αγνοούν: κάνουν σα να μην υπάρχει!

guenther-wllraff100~_v-image853_-7ce44e292721619ab1c1077f6f262a89f55266d7Τι είδους ανάπτυξη ευαγγελίζεται το γερμανικό υπερκράτος όταν απαρτίζεται από πολίτες που ζουν πάνω και κάτω από τα όρια της ανέχειας και βασίζεται στην εργασία μεταναστών που κατά τα άλλα αντιμετωπίζονται με κάθε ρατσιστικό τρόπο; Η υποτιθέμενη αυστηρή γερμανική πολιτεία ανέχεται απροκάλυπτα την φοροδιαφυγή, επιτρέπει τον μαύρο τζόγο, αφήνεται στην κυριαρχία των ισχυρότερων και παραδίδεται άνευ όρων στην παγκοσμιοποίηση. Κατά τα άλλα επιθυμεί να ηγείται της Ευρώπης διδάσκοντας δεοντολογία, πολιτική και σωστή διακυβέρνηση.

Εκδ. Τόπος, 2011, μτφ. Μαρία Μουρσελά, σ. 334, με σχόλια [Gunter Wallraff, Aus der schonen neuen Weit. Expeditionen ins Landesinnere, 2009].

Πρώτη δημοσίευση: σΤο Παράθυρο.

Τάκης Θεοδωρόπουλος – Το τελευταίο Τέταρτο. Ένα ελληνικό χρονικό

theodoropoulos_ex_ekdoseisPolisΜια εποχή σε περιοδικό, δυο άκρα σε συνεργασία

Δυο «εμβληματικά» πρόσωπα και δυο εντελώς διαφορετικές ανθρώπινες ποιότητες, ο Μάνος  Χατζηδάκις και ο Γιώργος Κοσκωτάς, συνυπήρξαν κάτω από το ίδιο φιλόδοξο σχέδιο: συνεργάστηκαν  στο «πολιτιστικό» περιοδικό Τέταρτο, ως ιδιοκτήτης ο πρώτος, ως εκδότης – διευθυντής ο δεύτερος. Ενδιάμεσος συγγραφέας, τότε και τώρα, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος παρουσιάζει το χρονικό της περιπέτειας του Τετάρτου που για τον ίδιο κράτησε από τις αρχές του καλοκαιριού του 1984 ως τα τέλη του καλοκαιριού του 1985. Ο συγγραφέας καταγράφει μόνο ό,τι διασώθηκε στις τριακονταετείς του αναμνήσεις χωρίς να χρησιμοποιήσει το αρχείο ή τις σημειώσεις του.

Η συνύπαρξη προφανώς φαίνεται παράδοξη, αν και κατά την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή ο Κ. δεν είχε γίνει ακόμη Κ. Σύντομα βέβαια θα γινόταν ο κατεξοχήν νομιμοποιητής της σχέσης του μεγάλου χρήματος με την πολιτική και ο λαϊκός μύθος της συλλογικής φαντασίας που περίμενε επιτέλους έναν επιχειρηματία να μυήσει τη χώρα στα μυστικά του σύγχρονου κόσμου. Ο Κοσκωτάς έπεσε με το αλεξίπτωτο σαν υπόσχεση στην κεντρική πλατεία μιας ανοχύρωτης κοινωνίας. Εμφανίστηκε στην αθηναϊκή πιάτσα όπως στη δεκαετία του ΄50 εμφανιζόταν στην κεντρική πλατεία του χωριού ο ομογενής με τη σεβρολέτα και τα λαμπερά της νίκελ και γύρω μαζευόταν μη μαρίδα, κουρεμένη γουλί απ’ τον φόβο τα ψείρας, για να τον προϋπαντήσει. [σ. 23]

Χατζιδάκις 13Η ανάθεση της διεύθυνσης στον Χατζηδάκι υπήρξε πρόταση του Θεοδωρόπουλου προς τον Κοσκωτά, που το συζήτησε με τους σοφούς παρατρεχάμενους και τελικώς το αποδέχτηκε. Η συμφωνία Χατζηδάκι – Κοσκωτά επισφραγίστηκε την κλασική διαδικασία του ελληνοπρεπώς επιχειρείν: την χειραψία, που δέσμευε μεν, όχι όμως και εντελώς. Αποφευγόταν έτσι κάθε ανάληψη προσωπικής ευθύνης και αρκούσε που ο ένας έβαζε τα χρήματα και ο άλλος την προσωπικότητα. Την ίδια οδό ακολούθησαν και κάθε συνομιλία με τον τεράστιο επιχειρηματία: πάντα επί της διαδικασίας και ποτέ επί της ουσίας. Η ουσία ήταν η διαδικασία, με βασικότερο μέρος της το ποιος θα έχει το πάνω χέρι.

Κι εδώ αρχίζει το πανηγύρι. Ο Χατζηδάκις με το έργο του είχε κατακτήσει το δικαίωμα να παίζει με όσους τον καταλάβαιναν και να καταρρακώνει με τα καυστικά του σχόλια τους υπόλοιπους. Τα μπλεξίματα και οι δημόσιες συγκρούσεις αποτελούσαν υπαρξιακή του ανάγκη, πλήρως απογυμνωμένη όμως από πολιτικά ή συμφεροντικά συμφραζόμενα. Ο συνθέτης δεν μιλούσε ποτέ ως εκπρόσωπος κόμματος, συνδικάτου, οργάνωσης, ορχήστρας. Παρέμενε μεν εμβληματική μορφή της Δεξιάς αλλά με απόλυτα ανεξάρτητη σκέψη και πράξη. Δεν δίστασε να αποχωρήσει από φεστιβάλ της ΟΝΝΕΔ επειδή δεν ήθελε να παίξει μπροστά σε ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν μουσική, ενώ έδωσε συναυλία στο φεστιβάλ το Ρήγα Φεραίου.

EPSON scanner imageΤο όνομα του περιοδικού (ύστερα από ένα σπαρταριστό στάδιο κύησης επιλογών) αναφερόταν στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα αλλά και ως συνέχεια του Τρίτου [Προγράμματος]. Εξίσου πνευματώδεις υπήρξαν οι συνομιλίες με τον συνθέτη, συχνά με παρόντα τον Νίκο Γκάτσο, που αρκούνταν σε νεύματα και εύστοχη κριτική προσγείωση του συνθέτη, πάντα με το αναμμένο του τσιγάρο και την El Pais στο πλευρό του – «το δωρικό αντίβαρο στην ιωνική ελαφρότητα του Χατζηδάκι». Ο Χατζηδάκις είχε επεξεργαστεί σε τέτοιο σημείο το ύφος του, την εκφορά της ευαισθησίας του, ώστε να απλώνει γύρω του μιαν αύρα αφέλειας και άνεσης την οποία οι αποδέκτες της την εισέπρατταν ως εκκεντρικότητα. Ποιος άλλος θα σκεφτόταν ή θα τολμούσε να απαγορεύσει στο κρατικό ραδιόφωνο να μεταδίδει τα τραγούδια του, διότι, όπως είχε δηλώσει, «τα μεταδίδει αποκλειστικά και μόνον για να τα κακοποιεί»; [σ. 53]

Ν.Γ. - Μ.Χ.Απολαυστικές γραμμές αφιερώνονται στη σχέση του Χατζηδάκι με τον Καραμανλή, η φιλία με τον οποίο του παρείχε ασυλία σε όλα όσα έκανε, όπως, για παράδειγμα, να παίξει τον απαγορευμένο Θεοδωράκη στο κρατικό ραδιόφωνο. Ο Θεοδωρόπουλος ευστοχεί: εκτός από γαλλικά με σερραϊκή προφορά ο Καραμανλής έμαθε στο Παρίσι πως η πολιτική εξουσία οφείλει να περιβάλλεται από ανθρώπους που την βοηθούν να ανεβάσει το πνευματικό της επίπεδο και να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα της. Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορία αφορά την επιλογή ως εξωφύλλου ενός πορτραίτου του Καραμανλή, φιλοτεχνημένου από τον …Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Το αδιανόητο καλλιτέχνημα ξετρυπώθηκε από μια αποθήκη, ανάμεσα σε άλλα κειμήλια θαυμασμού απέναντι στον μεγάλο Εθνάρχη – εικόνες με φωτοστέφανα, δρακοντοκτόνους έφιππους, βάζα με χαλκομανία του προσώπου του και ξυλόγλυπτες προτομές και απεικόνιζε τον Καραμανλή με ρεντικότα με ουρά, που ανέμιζε μπροστά στο Λευκό Πύργο! Φυσικά απορρίφθηκε η ιδέα, αλλά για να μην παραδεχτεί την ήττα του ο Χατζηδάκις τη δημοσίευσε σε μέγεθος γραμματοσήμου κάπου στις μέσα σελίδες.

22-43b-thumb-largeΜέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο συγγραφέας, που περιγράφει την προηγούμενη πορεία του με σύντομες αναδρομές (Liberation, Μεσημβρινή, Παρίσι, Αμερική, Επιστροφή) και προκρίνει την αποτίμηση των αισθημάτων απέναντι σε κάθε νοσταλγία, προσπαθεί να συμβιβάσει την μοναχική του ιδιοσυγκρασία με τις φρενήρεις απαιτήσεις του εγχειρήματος. Κυρίως όμως ακολουθεί το κείμενο του Μισέλ Λεϊρός Η λογοτεχνία σαν ταυρομαχία, σύμφωνα με το οποίο όταν γράφεις διακινδυνεύεις πολλές και ουσιαστικές φιλίες και δίπλα στον Μ.Χ. απελευθερώνεται από πολλά στερεότυπα και από τις κοινωνιολογικές υποχρεώσεις που όριζαν την καλή λογοτεχνική συμπεριφορά (άρα και γραφή) τον καιρό εκείνο: …στα μέρη μας η μεγάλη τραγική παράδοση η οποία βαφτίστηκε στα νάματα του χριστιανισμού ορίζει πως τίποτε δεν αξίζει τον κόπο αν δεν σε κάνει να υποφέρεις. Δεν είναι σοβαρός αν δεν πονάς και υποφέρεις για τα δεινά του κόσμου. Κι απ’ τον πολύ πόνο δεν προλαβαίνεις να ξυριστείς. [σ. 50]

5bb111fc1aa058e1283875b86b1a571c_0_taytothta%20hadjidakis_jpgΗ αισθητική αποτίμηση της ζωής είναι πρώτα από όλα ηθικό ζήτημα. Κι η μουσική του Χατζιδάκι, όπως η ζωγραφική του Τσαρούχη ή η ποίηση του Εγγονόπουλου, και τόσα άλλα παιδιά της Ψωροκώσταινας είναι τα υλικά που ακόμα και σήμερα με συμφιλιώνουν με την ύπαρξη στον τόπο μου, ο οποίος κατά τα άλλα με κάνει να αισθάνομαι μέτοικος στην καλύτερη περίπτωση, εξόριστος στη χειρότερη. [σ. 156]

Πώς τελειώνει το Τέταρτο; Ο Θεοδωρόπουλος καλείται να συνδράμει στην χειραγώγηση του χατζιδακικού παρορμητισμού, πράγμα που αρνείται, με τα απλά επιχειρήματα: ο Χατζηδάκις αποτελεί σύμπλεγμα του ψυχισμού του, του έχει περισσότερη εμπιστοσύνη από τον προχθεσινό Κοσκωτά και βέβαια όλοι θα έπρεπε να γνωρίζουν τις τους περιμένει όταν αποφάσισαν τη συνεργασία με τον συνθέτη. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά όταν ο Κοσκωτάς γίνεται πλέον παράγων της Δημοκρατίας και ενοχλείται που δεν πουλάει αμέτρητα αντίτυπα, αγνοώντας το γεγονός ότι ένα μηνιαίο πολιτιστικό περιοδικό με άρθρα για τη σειριακή μουσική και συζητήσεις του Χατζηδάκι με τον Μπεζάρ έφτανε τα δώδεκα χιλιάδες αντίτυπα σε μια επικράτεια σαν την ελληνική· άλλωστε η επίκληση της αγοράς «μοιάζει ασπόνδυλο μαλάκιο, που μεγαλώνει ή μικραίνει ανάλογα με το επιχείρημα». Αναμφίβολα η ενόχληση των σοφών εκδοτών για την απρόβλεπτη και απείθαρχη παρουσία του Χατζηδάκι έγινε ανυπόφορη.

xatzidakis_afiervmaΟ συγγραφέας συγκαταλέγει τον συνθέτη ανάμεσα στους ηττημένους του 2012, καθώς αυτή τη στιγμή στην σύγχρονη Ελλάδα κυβερνούν όλα όσα εκείνος πολέμησε: το θράσος της αγραμματοσύνης, το παραλήρημα του φασισμού, οι εκδικητικές κραυγές των αδικημένων. Ο Χατζιδάκις διεκδικούσε το ύφος της ζωής του και δεν ανεχόταν να τον υποτιμούν, αντίθετα με ό,τι κάνει η χώρα σήμερα με τον εαυτό της. Χωριατιά κι επαρχιωτισμός χορεύουν τσάμικο στην πλάτη μας. Αρκεί να σκεφτείς πως τον Βάρναλη και τον Γληνό τους καθοδηγούσε ο Σιάντος του δημοτικού ή να θυμηθείς πώς φέρθηκε η Αριστερά στον Αλεξάνδρου και τον Τσίρκα που τόλμησαν να ατακτήσουν. Αυτή τη χωριατιά κι αυτόν τον επαρχιωτισμό πολεμούσε ο Χατζιδάκις με τα όπλα του, κι όπως έλεγε: «Στο κάτω κάτω θα μπορούσα κι εγώ να βγω και να πω ότι είμαι αριστερός…». [σ. 149]

Xatzidakis 298Έτσι το Τελευταίο Τέταρτο είναι δυο παράλληλα βιβλία, γραμμένα με την ίδια εξομολογητική ειλικρίνεια και την ίδια γαντοφορεμένη λεπτοειρωνεία. Από τη μία αποτελεί ένα κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας της δεκαετίας του ’80 καθώς, εν παραλλήλω, διασχίζονται βασικοί σταθμοί και μορφές της περίφημης «δεκαετίες της ιδιαιτερότητας»: η περίφημη συναυλία στη Ρωμαϊκή Αγορά με το ακριβό εισιτήριο και τους Αυριανιστές, τους θλιβερούς εκείνους εκπροσώπους της φυλλάδας που αποτελούσε κοινωνικά πρωτόγονη και πολιτικά ανθρωποφαγική ενσάρκωση της σκοτεινής βαλκανικής μας επαρχίας, ο μνημειώδους βλακείας Μαρούδας και οι λοιπές αριστερές δυνάμεις, τα επίπονα γεννητούρια της ελεύθερης ραδιοφωνίας, η ανεξέλεγκτη χρήση των όρων πολιτιστικός και κουλτούρα και η υποχρεωτική τους ταύτιση με την ποιότητα, ανεξαρτήτως δεξιότητας, ταλέντου ή ευφυΐας. Από την άλλη εκφράζει ένα κεφάλαιο της προσωπικής ιστορίας του συγγραφέα, που έχει πειστεί πως …ένα μεγάλο μέρος της ζωής σου ξεφεύγει από οποιαδήποτε απόπειρα ορθολογικής ερμηνείας, πως αυτό ενδέχεται να είναι το σημαντικότερο και πως η τέχνη της γραφής είναι ο τρόπος να μεταφράσεις σε αρθρωμένο λόγο το μερίδιο της ζωής  που δεν μπορείς να ερμηνεύσεις με άλλο τρόπο. [σ. 68 – 69].

Εκδ. Πόλις, 2012, σελ. 176.

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr.