Anna Funder – Stasiland. Ιστορίες πίσω από το τείχος του Βερολίνου

Το τείχος μέσα στο κεφάλι

Μέρος Α΄

Το ότι μιλάς για την ιστορία σου σημαίνει ότι απελευθερώνεσαι απ’ αυτή; Ή μήπως ότι οδεύεις προς τα μέλλον σου αλυσοδεμένος; (σ. 110)

Αν ζούσαμε σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς κι έπρεπε να επιλέξουμε ανάμεσα στο να δώσουμε πληροφορίες για τους φίλους μας ή να αποχωριστούμε δια παντός σύζυγο και παιδιά τι θα επιλέγαμε; Πόσοι από εμάς θα έμεναν ηθικά ακέραιοι; Μετά την πτώση τέτοιων καθεστώτων οι φάκελοι των πολιτών θα πρέπει παραδίδονται στους ίδιους, να καίγονται ή να ανοίγονται έπειτα από πολλά χρόνια ή μετά τον θάνατό τους; Τα κτίρια των μαρτυρίων να γίνονται μνημεία του παρελθόντος, να κατεδαφίζονται απαλλάσσοντας τον τόπο από το βάρος τους ή να υφίστανται «ιδεολογική ανακαίνιση» με σοβάντισμα και μετονομασία; Πιο επικίνδυνη είναι η γνώση ή το να αγνοείς το παρελθόν και να ξαναρχίζεις από την αρχή, με διαφορετικές σημαίες, διαφορετικά φουλάρια και κράνη;

Ιδού μερικά από τα ερωτήματα που εξακολουθούν να απασχολούν όσους έζησαν υπό το καθεστώς της πρώην Ανατολικής Γερμανίας ακόμα και σήμερα, είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Η Φάντερ (γεν. 1966) δίνει τον λόγο και στις δυο πλευρές του καθεστώτος: τόσο στους ανθρώπους της Στάζι όσο και στα θύματά τους. Δεν περιορίζεται στις αυτονόητες επισκέψεις σε αρχεία, σημεία του τείχους ή στα πνιγμένα στο λινόλαιο και τις αποχρώσεις του καφέ δημόσια κτίρια που έχουν ακόμα «την οσμή των γέρων» κυβερνητών ή του καθαρού φόβου. Αναζητά η ίδια τους συνομιλητές της μέσω αγγελίας και συζητά ακόμα και με τους περίφημους ανεπίσημους συνεργάτες (ΙΜ – Inoffizielle Mitarbeiter), δηλαδή μυστικούς καταδότες συγγενών και φίλων. Οργανώνει το υλικό της υπό μορφή ταξιδιωτικού χρονικού με στοιχεία ρεπορτάζ, ενσωματώνοντας σύντομα ιστορικά της κατασκευής και πτώσης του τείχους και μικρές προσωπογραφίες των Χόνεκερ και Μίλκε (αρχηγού της Στάζι), και θίγει αποσιωπημένα ζητήματα, όπως η αποκλειστική σύνδεση του Ναζισμού με την Δυτική Γερμανία, που χαρακτηρίζεται ως ένας από τους ευφυέστερους αθωωτικούς ελιγμούς του εικοστού αιώνα.

Το «ανατολικογερμανικό σύστημα» δεν είχε απλώς τα γνωστά χαρακτηριστικά των δικτατοριών (γραφειοκρατία, τεράστιος όγκος εγγράφων, παθολογική εμμονή στις λεπτομέρειες). Ήταν πιθανώς το πιο τελειοποιημένο κράτος παρακολούθησης όλων των εποχών: ένας πράκτορας της Στάζι αντιστοιχούσε σε είκοσι τρεις ανθρώπους. Στην υπηρεσία τους επικουρούνταν από μικρόφωνα κρυμμένα σε διακοσμητικά λουλούδια, ποτιστήρια ή στις πόρτες των Τράμπαντ, από «δείγματα οσμής» του κάθε ανθρώπου (που σήμερα κανείς δεν γνωρίζει σε ποια χέρια βρίσκονται) και σπρέι με χειροκίνητες αντλίες που ψέκαζαν τα άτομα στο πλήθος ή στις ανακρίσεις – μήπως έτσι πέθαναν από ένα σπάνιο είδος καρκίνου οι αντιφρονούντες συγγραφείς Γύργκεν Φουκς και Ρούντολφ Μπάρο;

Σε μια κοινωνία όπου οι πάντες υποπτεύονταν τους πάντες και η δυσπιστία που απέρρεε απ’ αυτό αποτελούσε θεμέλιο της κοινωνικής ύπαρξης, οι πολίτες αισθάνονταν ότι το μέλλον τους εξαρτάται από τη συμφωνία τους με όσα λέει και κάνει το κράτος. Έπρεπε, συνεπώς, να μάθουν να ζουν σε μια σχέση «εσωτερικής εχθρότητας αλλά εξωτερικής συμμόρφωσης προς το κράτος». Εξασκήθηκαν στην αυτο–λογοκρισία και βίωσαν μια εσωτερική ψυχολογική εξορία. Αντιλαμβανόταν την κατάσταση αλλά προσπαθούσαν να μη δίνουν σημασία σ’ αυτή την πραγματικότητα για να μην τρελαθούν. Αν ήθελες να διατηρήσεις την πνευματική σου υγεία, έπρεπε να αποδέχεσαι και ταυτόχρονα να αγνοείς «τη λογική της ΛΔΓ». Αν παίρναμε τα πράγματα τόσο σοβαρά όσο νόμιζε ο κόσμος στη Δύση, θα αυτοκτονούσαμε όλοι!

Η γελοιότητα αποτελεί κοινό στοιχείο των ολοκληρωτικών συστημάτων. Συχνά εκπονούνταν διατριβές με θέμα «Περί των πιθανών αιτίων της ψυχολογικής παθολογίας της επιθυμίας παραβίασης των συνόρων», ενώ επινοήθηκε ο χορός Λίπσι, άχαρος, αλύγιστος και χωρίς αγγίγματα, προερχόμενος τάχα από τη νεολαία, ως ένα αντίδοτο στο ξενόφερτο ροκ. Όταν πράκτορες εντόπισαν σε βιβλιοθήκη αντίτυπο της απαγορευμένης Φάρμας των Ζώων, χαμογέλασαν χαρούμενοι καθώς είδαν στο εξώφυλλο γουρούνια που κρατούσαν μια κόκκινη σημαία!

Βασικό κορμό του Stasiland αποτελούν οι συνομιλίες της Φάντερ (δημοσιογράφου αλλά και δικηγόρου διεθνών υποθέσεων) με απλούς, «καθημερινούς» ανθρώπους των οποίων η ζωή καθορίστηκε ολοκληρωτικά από το γεγονός ότι θεωρήθηκαν εχθροί του κράτους, ακόμα και εξαιτίας ενός τυχαίου συμβάντος. Η Μίριαμ θεωρήθηκε εχθρός του κράτους από τα 16 της ενώ μέχρι σήμερα συναντά εμπόδια αναζητώντας την αλήθεια για την υποτιθέμενη αυτοκτονία του συζύγου της στη φυλακή. Θέλουν να πάψουν να σκέφτονται το παρελθόν. Θέλουν να προσποιηθούν πως αυτά δεν υπήρξαν. Η Γιούλα καλούνταν συχνά στα γραφεία της Στάζι για να ερμηνεύσει λέξεις που έγραφε στα γράμματά που αντάλλαζε με τον Ιταλό εραστή της, ενώ στο τέλος των παρακολουθούμενων υπεραστικών κλήσεων μεταξύ τους έλεγε «καληνύχτα σε όλους». Η φράου Πάουλ αρνήθηκε να προδώσει το πρόσωπο που της υπέδειξαν, χάνοντας το αντάλλαγμα να βρεθεί κοντά στο άρρωστο παιδί της στην άλλη πλευρά του τείχους. Άλλοι δεν άφησαν τον εαυτό τους να διαλυθεί, αντιμετωπίζοντας με χιούμορ τα παθήματά τους, όπως ο Κλάους Ρενφτ, αρχηγός του δημοφιλέστερου ροκ συγκροτήματος της χώρας, που αφανίστηκε ολοκληρωτικά από το προσκήνιο λόγω ανυπακοής. Ο Ρενφτ θεωρεί ως μικρή του νίκη την κρυφή μαγνητοφώνηση της υπαλλήλου που τους ανακοινώνει από σήμερα σας πληροφορούμε πως δεν υπάρχετε και δηλώνει: Για τις λεπτομέρειες της ζωής μου μπορώ σήμερα να ανατρέξω στους φακέλους κι αυτό είναι ευτύχημα.

Στην απέναντι πλευρά, αρκετοί δέχονταν να γίνουν πληροφοριοδότες, «άλλοτε γιατί πίστευαν στην υπόθεση, άλλοτε γιατί ένοιωθαν πως θα γίνουν κάποιοι, πως κάποιος θα τους ακούει με προσοχή». Ο Χάγκεν Κοχ επιμένει πως διδάχτηκε από πολύ μικρός ότι η χώρα τους είναι θρησκεία, με το δικό της κλειστό σύστημα πίστης, δική της κόλαση, παράδεισο και άφεση αμαρτιών. Πολλοί παραμένουν αμετανόητοι, όπως ο Καρλ Έντουαρντ φον Σνίτσλερ που σε ειδική τηλεοπτική εκπομπή ασκούσε κριτική σε αποσπάσματα από την δυτική τηλεόραση ή απλώς διακατέχονται από την νοσταλγία της Ανατολής (Ostalgie). Είναι αξιοσημείωτο πως οι πρώην πράκτορες σταδιοδρομούν ως ασφαλιστές, τηλεπωλητές ή μεσίτες, ακριβώς δηλαδή σε επαγγέλματα που απαιτούν την τέχνη του να πείθεις κάποιον να κάνει κάτι παρά την επιθυμία του ή τα ενδιαφέροντά του. Πολλοί συναντιούνται μεταξύ τους ακόμα και με ημερήσια διάταξη ή συμμετέχουν στον μυστικό σύλλογο πρώην ανδρών της Στάζι (Insiderkomitee), όπου ασκούν πιέσεις για παραχωρήσεις δικαιωμάτων, γράφουν την δική τους άποψη για την Ιστορία και αλληλοϋποστηρίζονται σε δίκες, ενώ λέγεται πως παρενοχλούν όσους εργάζονται για να μαθευτούν τα πάντα για τις ενέργειές της.

Μπορεί πλέον να μην υπάρχουν παρά ελάχιστα απομεινάρια του τείχους, ένα άλλο τείχος όμως παραμένει σε πιο δύσβατη περιοχή. Η έκφραση Mauer im Kopf (τείχος στο κεφάλι) δεν υποδηλώνει μόνο την συνεχιζόμενη διάκριση των Γερμανών σε Ανατολικούς και Δυτικούς, αλλά και την διαιώνιση της ύπαρξης του στον μυαλό των μεν νοσταλγών ως ελπίδα, των δε θυμάτων ως εφιαλτικό ενδεχόμενο.

Σήμερα στο πρώην αρχηγείο της Στάζι πηγαίνουν άνθρωποι για να διαβάσουν τις βιογραφίες τους, ενώ σε άλλο τμήμα οι «συναρμολογήτριες» συγκολλούν μεταξύ τους όσα κατεστραμμένα αρχεία δεν πρόφτασαν να κάψουν ή να πολτοποιήσουν. Θα χρειαστούν 375 χρόνια με 40 εργαζόμενους για να αποκατασταθούν, αλλά η συμβολική σημασία είναι δεδομένη. Πώς είναι άραγε να περιμένεις να συναρμολογηθεί ένα κομμάτι της ζωής σου;

Μέρος Β΄

Τι απέγινε το δημοφιλέστερο ροκ συγκρότημα της Ανατολικής Γερμανίας (δηλ. της περίφημης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας) Klaus Renft Combo όταν το 1975 υπερέβη τα όρια; Ήταν πολύ διάσημοι για να συλληφθούν, συνεπώς κλήθηκαν από μια αξιωματούχο που απλά τους ανακοίνωσε: από σήμερα σας πληροφορούμε πως δεν υπάρχετε. Στην ερώτηση του αρχηγού Κλάους αν είναι πλέον απαγορευμένοι, διευκρίνισε: Δεν είπαμε ότι είστε απαγορευμένοι. Είπαμε ότι δεν υπάρχετε. Οι δίσκοι τους εξαφανίστηκαν σε μια νύχτα, ο Τύπος σταμάτησε να τους αναφέρει, το ραδιόφωνο να τους παίζει. Η δισκογραφική AMIGA ανατύπωσε ολόκληρο τον κατάλογό της χωρίς αυτούς. Κατασκεύασαν και τους αντικαταστάτες τους Carousel, καθαρούς αντιγραφείς των KRC χωρίς τα κακά λογάκια φυσικά. Όμως ο Κλάους είναι μια αληθινή ροκ εντ ρολλ ψυχή: έχοντας προβλέψει τις εξελίξεις, κόλλησε ένα κασετοφωνάκι στο λουρί της κιθάρας και κατέγραψε τα λόγια της «συντρόφισσας» κατσίκας έτσι για ηχητικό εφφέ – μπορείτε σήμερα να ακούσουμε στον δίσκο 40 Years Klaus Renft Combo (1997).

Λίγα χρόνια πριν, μια νεαρή κοπέλα καλείται κάθε τόσο στα γραφεία της Στάζι για να τους εξηγήσει ορισμένα σημεία των ερωτικών επιστολών που ανταλλάζει με τον Ιταλό φίλο της- φανταστείτε την τραγελαφική σκηνή, όπου ο αξιωματικός την ρωτάει για λέξεις που δεν μπορεί να βρει στο μικροσκοπικό του λεξικάκι – μήπως δεν είναι τρυφερότητες αλλά συνθηματικές κατά του κράτους; Όταν δεν τής φράζονται όλοι οι επαγγελματικοί δρόμοι, επειδή αρνήθηκε να γίνει πληροφοριοδότρια, κι εκείνη δηλώνει στο Γραφείο Εργασίας πως είναι άνεργη, η ένστολη υπεύθυνη ουρλιάζει «δεν είστε άνεργη, απλώς ψάχνετε δουλειά!», αντιλαμβάνεται πως βρίσκεται μεταξύ μύθου και πραγματικότητας της ΛΔΓ, στο απόλυτο κενό.

Όταν ζητήθηκε από τους διαδηλωτές που κατέλαβαν το κτίριο της Στάζι (4.12.89) να δείξουν στους φρουρούς τις ταυτότητές τους, σαν μια παράδοξη παρωδία ελέγχου που έχαναν εκείνη τη στιγμή, εκείνοι αιφνιδιασμένοι το έκαναν υπάκουα, προτού καταλάβουν το κτίριο!

Το συναρπαστικό αυτό βιβλίο- καταγραφή μαρτυριών είναι γεμάτο από παρόμοιες ανατριχιαστικές και πολύ σκληρές ιστορίες. Ανθρώπων που έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα στην προδοσία φίλων και την ζωή της οικογένειάς τους, που συνειδητοποίησαν πως το κράτος δεν ήταν ο καλός πατέρας που είχαν στο μυαλό τους. Κι έτσι όπως ο ορισμός του «εχθρού» διευρυνόταν όλο και περισσότερο, καριέρες καταστρέφονταν προτού καν αρχίσουν, σχέσεις διαλύονταν, συνειδήσεις κατατρώγονταν.

Παρά την παθολογική της εμμονή στην λεπτομέρεια (ή μήπως εξαιτίας της;), η Στάζι απέτυχε τελείως να προβλέψει το τέλος του κομμουνισμού και της χώρας. Μεταξύ 1989 και 1990, από σταλινική κατασκοπευτική μονάδα τη μία μέρα, μουσείο την επόμενη. Αναλογίζομαι τον περιβόητο διοικητή της Στάζι Μίλκε, την στιγμή που αντιλαμβάνεται πως ο μηχανισμός που έχει δημιουργήσει είναι τόσο τέλειος, ώστε κάπου, κάποιος παρακολουθούσε στενά και τον ίδιο.

Όμως οι άνθρωποι – ερείπια που άφησε προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους, ενώ οι πρώην καθεστωτικοί παραμένουν αμετανόητοι και πρέπει να νοιώθουν πολύ τυχεροί που οι Γερμανοί αντέδρασαν με σύνεση και ψυχραιμία. Σε άλλη χώρα, θα τους είχαν κατακρεουργήσει.
Εκδ. Οκτώ, 2008, μτφ.: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, σελ. 334, με σημειώσεις για τις πηγές. (Anna Funder – Stasiland: Stories from Behind the Berlin Wall, 2003).
Πρώτη δημοσίευση: Α’ μέρος: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 24, χειμώνας 2011. Β ‘ μέρος: εδώ.

Ρίσαρντ Καπισίνσκι – Αυτοπροσωπογραφία ενός ρεπόρτερ

Με ρωτούσαν συχνά εάν έχω σκοπό να μεταναστεύσω. Και απαντούσα: Μα έχω ήδη μεταναστεύσει. Το σπίτι μου είναι κάπου αλλού, σε κάποια άλλη χώρα.

Έχουμε ήδη γνωρίσει τον Καπισίνσκι από τρία έργα που πέρσι συγκεντρώθηκαν και σε ενιαίο τόμο: Έβενος. Το χρώμα της Αφρικής, Ο πόλεμος του ποδοσφαίρου, Ταξίδια με τον Ηρόδοτο (από τις ίδιες εκδ.). Στα πρώτα δύο πλησίασε «γράφοντας» την Αφρική ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον – στο δεύτερο τριγύρισε και την Λατινική Αμερική. Στο τρίτο δοκίμασε μια ηροδότεια πλεύση του «μακρινού» κόσμου, προσεγγίζοντας την Ασία. Υπήρξε ο πρώτος μόνιμος πολωνός ανταποκριτής στην Αφρική κι ένας από τους πλέον αξιανάγνωστους ταξιδευτές δημοσιογράφους – συγγραφείς. Η επιμελήτρια του βιβλίου ζήτησε και πήρε από τον ίδιο ένα τεράστιο πάκο κειμένων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν – συχνά δυσεύρετες – πολωνικές δημοσιεύσεις (κυρίως συνεντεύξεις, αλλά και διαλέξεις, συζητήσεις κλπ.) ώστε να επιλέξει τα πλέον ενδιαφέροντα κομμάτια τους και να συγκεντρώσει το απόσταγμα τόσων χρόνων ταξιδιών και εμπειρίας.

Υπεύθυνος για πενήντα αφρικανικές χώρες, αυτόπτης μάρτυρας είκοσι επτά επαναστάσεων, με πάνω από σαράντα χρόνια «στο δρόμο» ο Καπισίνσκι ήταν ανέκαθεν περίεργος για τον κόσμο και πάντα ανήσυχος όταν άφηνε οποιοδήποτε μέρος του «ανεπίσκεπτο». Ακόμα κι όταν βρισκόταν σε μια χώρα, αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να βρίσκεται κάπου αλλού. Δεν πήγαινε πουθενά χωρίς βαριά θεωρητική προετοιμασία, δεν είχε άλλο κίνητρο από το πάθος. Είχε πάντα στο νου του πως μπορεί να μην ξαναβρισκόταν ποτέ στο ίδιο μέρος, γνώριζε πως στο ταξίδι οφείλει κανείς να είναι μόνος. Έβλεπε πάντα τη δουλειά του ως προορισμό, ως αποστολή. Δεν θα εξέθετε τον εαυτό του σε τόσους κινδύνους αν δεν ένιωθε πως επρόκειτο για κάτι σημαντικό που ένιωθε υποχρεωμένος να το μεταδώσει. Έβλεπε πως η εξαθλίωση δεν κλαίει, δεν έχει φωνή, υπομένει σιωπηλά, δεν επαναστατεί. Οι εξαθλιωμένοι δεν εξεγείρονται, οπότε χρειάζονται κάποιον να μιλήσει γι’ αυτούς. Δεν είχε αυταπάτες: γνώριζε πως ο ρους της ιστορίας δεν αλλάζει, αλλά μπορεί κανείς να περιορίσει τη φρίκη της.

Ο Καπισίνσκι αισθανόταν καλύτερα στα πιο απομακρυσμένα σημεία του κόσμου – στην Αφρική, την Λατινική Αμερική, την Ασία. Στον Τρίτο Κόσμο πάνω απ’ όλα προσαρμοζόταν από τη δεύτερη μέρα. Τα ξενοδοχεία τρίτης κατηγορίας που άλλοτε ήταν μια αναγκαιότητα, αργότερα αποτελούσαν συνειδητή επιλογή, αφού εκεί συναντούσε πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους (Στα πιο φτωχά ξενοδοχεία μπορείς συχνά να πέσεις πάνω σε συναρπαστικές προσωπικότητες). Σ’ ένα σημείο ήταν τυχερός: ο Τρίτος Κόσμος αποτελούσε πεδίο όπου οι ιδεολογικές πιέσεις από την πλευρά της εξουσίας ήταν πολύ μικρότερες απ’ αυτές που ασκούνταν π.χ. στον ανταποκριτή της Μόσχας ή της Πράγας. Η κατάσταση στη Ρουάντα ή στο Τσαντ σε καμιά περίπτωση δεν απειλούσε την εξουσία.

Μια διαρκής αντίφαση ενυπάρχει στην δουλειά του: από τη μια ανακαλύπτει έναν συναρπαστικό, άγνωστο κόσμο, από την άλλη το δημοσιογραφικό τέλεξ είναι τόσο επιφανειακό και ατελές που χάνεται όλη η πληρότητα και η διαφορετικότητα αυτού του κόσμου. Γι’ αυτό και ξεκίνησε να γράφει βιβλία: για να ακυρωθεί ο παροδικός και κοινότοπος χαρακτήρας της δημοσιογραφίας του πρακτορείου ειδήσεων. Στον τύπο, στην τηλεόραση όλα κλίνουν προς τη συντόμευση – κανείς χώρος για τον πλούτο των αποχρώσεων. Σε μια εφημερίδα δεν έχουν θέση το περιβάλλον, το κλίμα και η ατμόσφαιρα ενός δρόμου, τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν σε μια πόλη, χιλιάδες στοιχεία που συνιστούν την αλήθεια ενός γεγονότος.

Στην Αφρική εκρήγνυνται η αποκάλυψη μιας ασυνήθιστης αλήθειας – ότι δεν είμαστε μόνοι σ’ αυτό τον κόσμο, ότι ανήκουμε στην μεγάλη πολυπληθή ανθρώπινη οικογένεια και «μας ενώνουν πολλές κλωστές και καλώδια που απλώνονται προς κάθε κατεύθυνση». Ο Κ. προσπαθεί να μιλήσει για την συναίσθηση αυτής της τεράστιας χωρικής αλλά κυρίως πολιτισμικής απεραντοσύνης που είναι αδύνατο να καταγραφεί. Ήδη από το 1912 ο πολωνός ανθρωπολόγος Μαλινόφσκι είχε (βλάσφημα για την εποχή) γράψει πως ο κόσμος των πολιτισμών δεν είναι ιεραρχικός και πως όλοι είναι ίσοι. Σήμερα η νοοτροπία μας παραμένει ευρωκεντρική – λες και επιστρέφουμε στον 19ο αιώνα όπου οι άνθρωποι σκέφτονταν σε επίπεδο λαού, περιφέρειας ή ηπείρου. Κι ας γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως οι πολιτισμοί του κόσμου είναι ατέλειωτοι. Ήμουν σ’ ένα πόλεμο που διαρκεί εδώ και σαράντα χρόνια, στο Σουδάν, παρόλο που πολύ λίγοι άνθρωποι τον γνωρίζουν, κι αν τον γνωρίζουν, ανήκει στους «ασήμαντους» ή «ξεχασμένους.

Γράφω για πολέμους και ονειρεύομαι την ειρήνη. Όταν όμως βρίσκεσαι σε πόλεμο (ο οποίος ούτως ή άλλως είναι αδύνατο να περιγραφεί)), η ίδια η κατάσταση σε κάνει να εμπλέκεσαι τόσο συναισθηματικά, ώστε τελικά να ταυτίζεσαι με την πλευρά στην οποία βρίσκεσαι. Η ίδια η πολεμική κατάσταση, γράφει, γεννάει μια υποκειμενικότητα. Εδώ ήταν η μεγάλη δυσκολία: να τραβήξει τη γραμμή ανάμεσα στην προσωπική συμμετοχή και στην περιγραφή. Διόλου τυχαία αναφέρει το πείραμα που έκανε Έλενα Πονιατόφσκα ως άριστο παράδειγμα των προβλημάτων μιας τέτοιας δημοσιογραφίας. Η μεξικανή συγγραφέας έγραψε το χρονικό της σφαγής εκατοντάδων φοιτητών το 1968 στην πλατεία Τλατελόλκο χρησιμοποιώντας διηγήσεις πάνω από εκατό ανθρώπων που ήταν αυτόπτες μάρτυρες: όλες διαφέρουν εντελώς η μία από την άλλη.

Κάθε φορά που βρισκόταν με τους νομάδες στη Σαχάρα έβλεπε πως ελάχιστα μπορούσε να τον βοηθήσει ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Όλες του οι γνώσεις, όλος ο Καντ και ο Σπινόζα ήταν άχρηστοι μπροστά στο χάος της Σαχάρας. Δεν υπάρχει Σπινόζα στη Σαχάρα. Από την ομάδα των ρεπόρτερ που ταξίδευαν στον κόσμο την δεκαετία του ’60 μόνο αυτός απέμεινε να τριγυρνάει χωρίς τέλος. Οι άλλοι έγιναν επικεφαλής δικτύων, σταθμών, οίκων, τύπων, παρέμειναν ακίνητοι. Εκείνος αισθανόταν άσχημα κάθε φορά που βρισκόταν σε σταθερό ή ανιαρό περιβάλλον. Για να γράψει ρεπορτάζ χρειαζόταν δυνατά συναισθήματα και βιώσεις. Πάντα ήταν γεμάτος «άγραφες», όπως έλεγε, ιστορίες και αναρωτιέμαι τώρα που μας έχει αφήσει, πόσες από αυτές παρέμειναν άγραφες.

Εκδ. Μεταίχμιο, 2010, επιλογή κειμένων και εισαγωγή: Κριστίνα Στρόντσεκ, μτφ. από τα πολωνικά: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, σελ. 172 (Ryszard Kapuściński, Autoportret reportera, 2003).

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr. Το «μπαρ» της τελευταίας φωτογραφίας σερβίρει βενζίνη. Ο Καπισίνσκι αναφέρει συχνά περίπτωση προμήθειας βενζίνης από κάποιο κρυφό δωμάτιο όπου τον οδήγησε μια …έγκυος Μασάι.