Nick Bland – Οι φάλαινες βγήκαν από τις θάλασσες

Η τελευταία λύση… ή, μάλλον, όχι, η προτελευταία!

Η δραματική μόλυνση των θαλασσών και ο αφανισμός των ζώων τους αποτελούν πλέον συχνό αντικείμενο των παιδικών βιβλίων, με απλό, απλοϊκό ή αμιγώς διδακτικό τρόπο, όμως εμφανίζονται και βιβλία σαν κι αυτό που αγγίζουν το θέμα με περίτεχνο, «λοξό» και οπωσδήποτε πρωτότυπο τρόπο. Γιατί εδώ δεν είναι μόνο τα ζώα, στην προκείμενη περίπτωση οι φάλαινες, που μιλάνε οι ίδιες για όσα υφίστανται, αλλά είναι η μεγάλη τους, αδιανόητη έξοδος τους από τις θάλασσες που έρχεται να ξυπνήσει τους ανθρώπους. Ας φανταστούμε λοιπόν…

… μια μεγάλη παραλία, μια μακριά αποβάθρα, ξύλινες σκάλες που οδηγούν στα παραθαλάσσια σπίτια και ξαφνικά, φάλαινες τεράστιες να σηκώνονται στα δυο τους πόδια, στα πίσω πτερύγια ήθελα να πω, να βγαίνουν στην άμμο και να ανηφορίζουν τις σκάλες. Ας φανταστούμε τις αντιδράσεις των ανθρώπων: τα παιδιά να ενθουσιάζονται, τις μαμάδες να μην πιστεύουν στα μάτια τους, τους «μεγάλους» να συνοφρυώνονται. Πώς θα φάνε; Μα κρατάνε θησαυρούς από τα ναυάγια αρκετούς για να αγοράσουν όσα ψάρια θέλουν. Που θα δροσίζονται; Στα κολυμβητήρια, παρέα μ’ ένα βιβλίο. Πώς θα ψυχαγωγούνται; Νοικιάζοντας ποδήλατα, κι ας φεύγει η μία ρόδα από εκεί κι ας ξεφουσκώνει η άλλη παραπέρα. Θα στριμωχτούν στο μετρό, θα συμμετάσχουν στην παράσταση Η λίμνη των φαλαινών, θα κάθονται στην μία άκρη στα παγκάκια σηκώνοντας στον αέρα την άλλη.

Με δυο λόγια, οι φάλαινες βρήκαν τον τρόπο να ζήσουν στην στεριά. Αλλά οι άνθρωποι δυσανασχετούν: όταν τα μεγάλα θηλαστικά παίζουν σχοινάκι, τα πεζοδρόμια ραγίζουν· οι δρόμοι γεμίζουν ψαροκόκαλα, τα φαγητά στα εστιατόρια εξαντλούνται γρήγορα, οι αγρότες πλημμυρίζουν τα χωράφια για να καλλιεργήσουν τροφή για τις ίδιες, τα σκουπίδια προσελκύουν πουλιά που λερώνουν τα πάντα. Οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους «με συνθήματα φρικτά, αντιφαλαινικά» και διαδηλώνουν κάτω από τις τεράστιες αιώρες που έχουν κρεμάσει ανάμεσα στα κτίρια. Αλλά τα παιδιά έχουν ένστικτο, ψυχανεμίζονται, αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος. Και βγαίνει η μικρή Φρίντα στο μπαλκόνι να ρωτήσει τις ίδιες γιατί άφησαν τις θάλασσες και κατέκλυσαν τις στεριές.

Θεόρατη μια φάλαινα στέκει κάτω από το μπαλκόνι της Φρίντας, μεγάλο και το λυπημένο μάτι με το δάκρυ, απεγνωσμένα τα λόγια της: Πώς να ζήσουν στην θάλασσα όταν έχει γίνει ένας πελώριος σκουπιδοτενεκές; Μόλις κάποιος την καθαρίσει θα επιστρέψουν αμέσως, χωρίς αναβολές. Κι αυτό γίνεται! Οι δύτες βγαίνουν με γεμάτες σκουπιδοσακούλες, οι φάλαινες βουτάνε χαρούμενες προς το σπίτι τους, τα παιδιά συγκινημένα τις αποχαιρετούν στην αποβάθρα. Κι όταν βουτήξει και η τελευταία, κάποιοι αναπολούν με τρυφερότητα (και κάποιοι θυμούνται σκυθρωπά) την εποχή που οι φάλαινες βγήκαν από τις θάλασσες και ήρθαν στις πόλεις και στα χωριά.

Το γράψαμε και στην αρχή: είναι εξαιρετικά πρωτότυπος και πειστικός ο τρόπος που διάλεξε ο Αυστραλός συγγραφέας και εικονογράφος για να μιλήσει στους αναγνώστες για την μόλυνση του υδάτινου περιβάλλοντος και την επίπτωσή της στην θαλάσσια ζωή. Στις θεαματικές εικόνες του, όσο «αταίριαστες» και «ασυνήθιστες» στο ανθρώπινο περιβάλλον κι αν μοιάζουν οι τεράστιες φάλαινες, το ίδιο αδιανόητο και απαράδεκτο είναι το γεγονός της καταστροφής των σπιτιών τους από τα ανθρώπινα χέρια. Η λογική που λείπει από τους ανθρώπους χρησιμοποιείται από τις ίδιες τις φάλαινες ως έσχατη λύση: το σπίτι μας είναι αβίωτο, άρα μετακομίζουμε σε άλλο σπίτι. Όμως εμφανίζεται μια καλύτερη λύση χάρη στην αντίληψη των παιδιών, γιατί αυτά είναι οι μελλοντικοί χειριστές του περιβάλλοντος, που από τώρα μαθαίνουν τι ακριβώς συμβαίνει και πως οφείλουν να κάνουν οτιδήποτε περνάει και θα περνάει από το χέρι τους για να το καθαρίσουν και να το προφυλάξουν για την αρμονική ζωή όλων των ζωντανών οργανισμών του.

Γέννημα θρέμμα της Αυστραλίας, ο Nick Bland ήθελε από μικρός να γίνει καρτουνίστας και μια εργασία σε βιβλιοπωλείο (και το διάβασμα όλων των παιδικών βιβλίων εκεί) στερέωσε οριστικά και αμετάκλητα την απόφασή του για συνδυασμό συγγραφής και εικονογράφησης. Εργάζεται και ως διοργανωτής δραστηριοτήτων με παιδιά αβορίγινων και αναζητά τρόπο να συνδυάσει τις δυο δουλειές του. Είμαι βέβαιος πως θα τον βρει.

Εκδ. Παπαδόπουλος, 2022, απόδοση: Πετρούλα Γαβριηλίδου, [Walk of the whales, 2021]

Ηλικίες: 3+

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.

Κατρίνα Τσάνταλη – Φανταζού

Εάν…

Τι συναρπαστικό βιβλίο! Μπορεί λοιπόν να υπάρξει ένα βιβλίο για παιδιά που να κάνει τους πάντες να αναλογιστούν το ενδεχόμενο της πλέον τρυφερής αντίστασης σε μια άθλια πραγματικότητα που βασανίζει του κόσμου τα ζώα, ένα βιβλίο που στέλνει κάθε αναγνώστη στο όνειρο για την συνέχεια της περίφημης λέξης Εάν; Άραγε σταματήσαμε να σκεφτόμαστε –αν σκεφτόμασταν ποτέ– τα «άγρια» ζώα (ευφημισμός για όσα δεν προσαρμόστηκαν στις ανθρώπινες κατοικίδιες ανάγκες) που αρπάχτηκαν από την οικογένειά τους, τον τόπο τους, το φυσικό τους περιβάλλον, τους φίλους τους; Για ποιών τις ανάγκες, εκτός από την τσέπη των δεσμοφυλάκων τους, βρέθηκαν εφ’ όρου ζωής αιχμάλωτα μόνα τους, χωρίς τη δυνατότητα να τρέξουν, να επιλέξουν την τροφή τους, να συναντηθούν με όμοια, παρόμοια ή διαφορετικά όντα;

Και με ποιο τρόπο τελικά μπορεί ένα παιδί να αντιληφθεί πώς ζουν την ζωή τους και πόσο χαρούμενα είναι στα ευάερα κλουβιά τους; Και πως είναι δυνατόν οι ίδιοι αυτοί νεαρότατοι αναγνώστες να ονειρευτούν μια εναλλακτική πραγματικότητα όπου όλα τα πλάσματα του κόσμου θα ζουν την ζωή που αξίζει να λέγεται ζωή, κι ας χάσουν μερικοί επιχειρηματίες τις πλούσιες εισπράξεις; Το ερώτημα απευθύνεται και σε όλους (εμάς) τους ανθρώπους που πενθούσαν για τον μερικό «εγκλεισμό» τους κάτι μήνες ή εξεπλάγησαν όταν έμαθαν με κάποιες δεκαετίες καθυστέρηση την ύπαρξη σε «πολιτισμένες» ευρωπαϊκές χώρες φυλακών όπου στην θέση των ζώων βρίσκονταν οι ίδιοι οι άνθρωποι.

Κοιτάζω το βιβλίο και σκέφτομαι  πως όλοι εμείς που αγαπούμε τα λογοπαίγνια που με ευφυΐα ενώνουν νοήματα και λένε τα διπλά, με τον εν λόγω τίτλο αντιλαμβανόμαστε πως εδώ η φαντασία προσγειώνεται στους ζωολογικούς «κήπους» και αλλάζει τον κόσμο τους. Ανοίγω το βιβλίο και βλέπω μια ελεφαντίνα να ξυπνάει ένα ελεφαντάκι βαριεστημένο, απρόθυμο να φάει το ίδιο και απαράλλαχτο φαγητό. Τού διηγείται την μεγάλη ποικιλία της τροφής στην σαβάνα, προσπαθεί να του μεταδώσει την χαρά που ένιωθε για τις άγριες μπανάνες, θυμάται το περπάτημα δεκάδων χιλιομέτρων κάθε μέρα, την συνάντηση με τόσα διαφορετικά ζώα που όμως δεν ξεχνούσαν ποτέ (μήπως έτσι η «μνήμη ελέφαντα»; έτσι…), το τεράστιο ήλιο των αφρικανικών ηλιοβασιλεμάτων, το ατέλειωτο κολύμπι στα μεγάλα ποτάμια. Αναρωτιέμαι, ποιος φυλακισμένος νιώθει καλύτερα, εκείνος που έζησε την ελευθερία ή εκείνος που δεν την έζησε ποτέ;

Σ’ ένα παράπλευρο κλουβί η οικογένεια των λιονταριών ζει την ίδια ανία. Φαγητό που ποτέ δεν αλλάζει, κάτι τεχνητές μπάλες για παιχνίδι. Κρυώνουν γιατί είναι μαθημένα στο διαφορετικό κλίμα της σαβάνας, ζαλίζονται από το αναπόφευκτο γύρω γύρω μέσα στο κλουβί· οι μεγαλύτεροι όμως θυμούνται καλά την ένταση και τον ενθουσιασμό του κυνηγιού, που τους γέμιζε την ζωή. Ίδιους σιωπηλούς αέναους κύκλους κάνουν τα δελφίνια στην πισίνα, χωρισμένα από την δική τους οικογένεια. Εδώ δεν υπάρχουν άλματα έξω απ’ το νερό, εξερεύνηση βυθού, μεγάλα ταξίδια. Η πολική αρκούδα υποφέρει από την ζέστη, ο δράκος του Κόμμοντο υποφέρει από το κρύο. Δυο πιθηκάκια παρατηρούν όλα τα παραπάνω, λυπούνται, σκέφτονται και συλλαμβάνουν μια ιδέα: να πουν στα παιδιά την αλήθεια. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο, παρά αυτό που ο καθένας δικαιούται: να γνωρίζει ακριβώς τι συμβαίνει.

Εάν λοιπόν υπεξαιρέσουν το αντικλείδι και ανοίξουν το κλουβί, αν πάνε στα γραφεία για χαρτί και μαρκαδόρους, αν γράψουν σημειώματα που θα βάλουν κρυφά στις τσέπες των παιδιών; Αν τους ζητήσουν να φανταστούν εκείνα πως είναι να αναγκάζεσαι να ζήσεις για πάντα μέσα στο δωμάτιό τους, να σκεφτούν πως το σπίτι κάθε ζώου είναι η φύση και μόνο η φύση, να αποδεχτούν πως το μόνο μπάνιο που θα κάνουν ποτέ θα είναι αποκλειστικά σε μπανιέρα και ποτέ σε θάλασσες και λίμνες; Αν, ύστερα, κρυφά και αστραπιαία τα μαϊμουδίσια χεράκια χώσουν τα σημειώματα σε τσέπες, κουκούλες, παλάμες, καπέλα κι ύστερα οι έως τότε ανυποψίαστοι επισκέπτες μάθουν; Κι αν αυτοί με τη σειρά τους αρνηθούν να επισκεφτούν ξανά οποιονδήποτε ζωολογικό κήπο, πάρκο, τσίρκο; Αν δεν αρκεστούν σε αυτό αλλά συγκεντρωθούν, διαδηλώσουν και απαιτήσουν την απελευθέρωση των αιχμάλωτων ζωών, ζητώντας και την επιτέλους ευεργετική δύναμη των μέσων ενημέρωσης; Τότε τα ζώα θα βρεθούν εκεί που ανήκουν, κι επειδή οι εκπλήξεις δεν σταματούν εδώ, το  Φανταζού θα συνεχίσει να είναι ανοιχτό ως ένας μεγάλος χώρος χωρίς κλουβιά, για ζωάκια άρρωστα ή χτυπημένα, που δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν στη φύση ενώ εδώ γνωρίζουν την περίθαλψη και την περιποίηση που αξίζει σε κάθε τραυματισμένο πλάσμα. Πώς θα ήταν ο κόσμος αν γνωρίζαμε όλη την αλήθεια για τα ζώα και κάναμε το ίδιο;

Η Βολιβία το 2009 έκανε παγκοσμίως την αρχή και απαγόρευσε τα τσίρκο με ζώα, όπως διαβάζουμε στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, αν και πάντοτε πίστευα ότι αν όλα τα παιδιά του κόσμου έβλεπαν τι προηγείται ώστε να μετατρέπονται σε θέαμα (βασανισμοί, μαστίγια, ηλεκτροσόκ, χτυπήματα, πολύωρο δέσιμο) δεν θα ξαναπατούσαν ποτέ το πόδι τους εκεί μέσα. Πάντως δεν μπορώ να μη θυμηθώ την έκπληξη πολλών συναδέλφων εκπαιδευτικών και γονέων όταν κατά καιρούς αγαπημένοι μου άνθρωποι και ο ίδιος αρνηθήκαμε να συνοδεύσουμε παιδιά σε φημισμένα «πάρκα ζώων» ως … εκπαιδευτική σχολική εκδρομή («Εκπαιδευτική»!). Δεκαπέντε χρόνια πριν, ήμασταν η μειοψηφία, σήμερα βλέπω πως τα ίδια τα παιδιά –και αναφέρομαι σε μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου- γνωρίζουν, πληροφορούνται, αισθάνονται και κατά συνέπεια αρνούνται να συμμετάσχουν ως θεατές στην βαρβαρότητα.

Το βιβλίο αφιερώνεται στον Μπαζού, έναν χιμπατζή που ζούσε στο Αττικό Ζωολογικό Πάρκο και κατάφερε να πηδήξει τα ηλεκτροφόρα καλώδια της ψηλής περίφραξης του πάρκου, καθώς τον καταδίωκαν άλλα αρσενικά και να βγει στα χωράφια έξω από τον χώρο του πάρκου και αντί να εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα πρωτόκολλα για την ακινητοποίησή του, πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από έναν υπάλληλο του πάρκου. Η ελευθερία του κράτησε ελάχιστο χρόνο. Στο βιβλίο δεν εκβιάζεται κανένα δάκρυ (κι ας μας τρέχουν) και καμία συγκίνηση (κι ας αδυνατούμε μετά από κάθε ανάγνωση να μεταπηδήσουμε εύκολα σε άλλο βιβλίο)· εδώ οι αναγνώστες μαθαίνουν, συνειδητοποιούν, αποφασίζουν, απαιτούν. Γιατί μπορούν και γνωρίζουν κι αυτό το τόσο ιδιαίτερο βιβλίο το κάνει με τον τρυφερότερο τρόπο.

H εικονογράφηση της Little Miss Grumpy [Μαρίας Πάγκαλου] μοιάζει ιδανική για την ιστορία του Φανταζού. Τα ζώα ζωγραφίζονται με παστέλ χρώματα και με μια αφαιρετική εκφραστικότητα που αποδίδει τα χαμόγελα και τις απορίες τους ως αυτονόητα· συχνά μάλιστα γεμίζουν και ολόκληρη την σελίδα, έτσι ώστε εκτός από την εικονογράφησή τους ως έργων τέχνης, νοιώθει κανείς πως μπορεί να τα αγγίξει και να τα κατανοήσει. Η συγγραφέας έχει ιδρύσει το καταφύγιο ζώων «A little Shelter» που φροντίζει καθημερινά δεκάδες αδέσποτα ζώα που τελικά υιοθετούνται από υπεύθυνες οικογένειες. Έχει εκδώσει επίσης τα βιβλία Το Σοφάκι και ο Ντο (2017), Το Μικρό Αγόρι και τα 4 Αβγά (2018), Μια Θάλασσα Πλαστικά (2020), Οικογένεια Είναι (2020), τη συλλογή Μικρά Αστέρια (2021): O Iπποπόκαμπος, Το Μικρό Κοτοπουλάκι και Καληνύχτα, Σ’ Αγαπώ (2021), Γράμματα στο Έλατο Κρυμμένα (2021) και Μα πού πάνε τα μπαλόνια; (2022).

Εκδ. Διόπτρα, 2023, σελ. 56. Εικονογράφηση Little Miss Grumpy [Μαρία Πάγκαλου]. Με εισαγωγικό σημείωμα της συγγραφέως.

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.