Βέρνερ Χέρτσογκ – Οδοιπορία στον πάγο

To περπάτημα ως ύστατη πράξη αγάπης

Κομμάτια σιδερικών απ’ το κατεστραμμένο πάνω κατάστρωμα κρέμονται στο ενδιάμεσο, και το πλοίο ολόκληρο θυμίζει χαμένη ναυμαχία. Ο Φιτσκαράλντο τα ’χει χαμένα, δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα τι ακριβώς συνέβη. Αυτό το χτύπημα της μοίρας ήταν πολύ δυνατό για να μπορέσει να το αφομοιώσει. Ο Χάιμε, με αίματα στο στόμα του – κάπου θα χτύπησε – ανακρίνει τους Ινδιάνους που έχουν απομείνει στο πλοίο. Όλοι μαζί είναι τέσσερις, και δίνουν με ζωηρές κινήσεις και ευτυχισμένα, χαλαρωμένα πρόσωπα αναφορά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάτι τους κάνει να δείχνουν ιδιαίτερα ανακουφισμένοι, σχεδόν χαρούμενοι. [Βέρνερ Χέρτσογκ, Φιτσκαράλντο (αφήγημα), Εκδ. Θεμέλιο, 1984, μτφ. Μαριλένα Κασιμάτη, σ. 151]

Ποιος μπορεί να ξεχάσει το τέλος του οράματος του Φιτσκαράλντο, να φέρει τον Ενρίκο Καρούζο σε μια πόλη του Περού, μέσα σε μια ζούγκλα γεμάτη σαπισμένες σανιδοπαράγκες πάνω στις λάσπες, για να πραγματοποιήσει μια μεγάλη τελετουργία στον Βέρντι; Εκείνο το αδιανόητο εγχείρημα, να περάσει ένα γιγαντιαίο ατμόπλοιο από ένα βουνό για να πάει από το ένα ποτάμι στο άλλο, με την βοήθεια μιας φυλής Ινδιάνων που μάγεψε με τη φωνή του Καρούζο μέσα από εκείνο το γραμμόφωνο που αντηχούσε στα παρθένα δάση, δεν χρειάστηκε παρά λίγα δευτερόλεπτα να διαλυθεί, όταν οι Ινδιάνοι έλυσαν κρυφά το πλοίο, για να το πάρει ξανά το ποτάμι, ως θυσία στον δικό τους θεό του χειμάρρου. Και, ακόμα, πώς να λησμονήσει κανείς τα τελευταία λεπτά του Cobra verde, ένα από τα συναρπαστικότερα τέλη που ζήσαμε ποτέ στον κινηματογράφο;

Σχέδια που μοιάζουν απραγματοποίητα αλλά δεν εγκαταλείπονται χάρη στις εμμονές των αυτουργών τους, πορείες στον αχανή χώρο που ταυτίζονται με τις διαδρομές ολόκληρων βίων… ο ιδιότυπος και αμφιλεγόμενος Γερμανός σκηνοθέτης έφτιαχνε σε εικόνες εκείνο που δύσκολα μπαίνει σε λέξεις. Κι όμως, εδώ, είναι η πρόζα του που αποδεικνύεται πλήρης και αυτόνομη, που δεν χρειάζεται καμία κινηματογράφηση. Αυτή την φορά εκείνο που μοιάζει απραγματοποίητο είναι ένα ταξίδι με τα πόδια, από το Μόναχο ως το Παρίσι. H ιδέα του ήρθε όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ότι η Λόττε Άισνερ, σπουδαία θεωρητικός του κινηματογράφου και μέντοράς του, είναι βαριά άρρωστη· τότε σκέφτηκε ότι «δεν μπορούμε να επιτρέψουμε τον θάνατό της», πόσο μάλλον στην παρούσα στιγμή που ο γερμανικός κινηματογράφος την χρειαζόταν όσο ποτέ άλλοτε.

Κι έτσι συνέλαβε την αδιανόητη ιδέα, να πάει να την συναντήσει, κάνοντας το ταξίδι με τα πόδια, μετατρέποντάς το σε προσκύνημα για να ξορκίσει τον θάνατο. Ακολούθησε την ευθύγραμμη διαδρομή για το Παρίσι, με την ακλόνητη πίστη ότι όσο θα περπατούσε, τόσο εκείνη θα έμενε ζωντανή. Το βιβλίο αποτελεί ακριβώς τις ημερολογιακές σημειώσεις εκείνου του οδοιπορικού, που όμως δεν προορίζονταν για το αναγνωστικό κοινό. Τέσσερα χρόνια μετά ξαναπιάνοντας το μικρό σημειωματάριο ένιωσε την επιθυμία να μοιραστεί το κείμενο.

Έξοδος από το Μόναχο, περιφερειακά νοσοκομεία, τροχόσπιτα, αυτόματα πλυντήρια αυτοκινήτων, ξεχορταριασμένα χωράφια που εκτελούν χρέη γηπέδου, προαστιακοί σταθμοί, κλειστά αγροκτήματα, μισοτελειωμένες οικοδομές, εξοχικές κατοικίες σε χειμερία νάρκη, στρατώνες, καταφύγια από τον δεύτερο παγκόσμιο, καταυλισμοί τσιγγάνων εγκατεστημένων με μισή καρδιά σ’ αυτά τα μέρη, αγροτικές εργασίες και το μονότονο θέαμα των ξυλοκόπων. Η φύση επίμονα παρούσα – αχανείς πεδιάδες, λασπωμένα ζαχαρότευτλα, κρωξίματα των πουλιών. Και πάνω απ’ όλα, η μοναξιά των αυτοκινητοδρόμων που «σπάει μόνο με τις κωνικές δέσμες από τα φώτα των προβολέων» – πώς να μη θυμηθεί εδώ κανείς τον απόλυτο δίσκο τους, το Autobahn των Kraftwerk που κυκλοφόρησε τον ίδιο χρόνο (1974);

Ο περιπατητής προσανατολίζεται με χάρτες αγορασμένους στα πρατήρια, τρώει στους σταθμούς εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών, ξαποσταίνει σε εγκαταλειμμένες στάσεις λεωφορείου και σε μισοσκότεινες εκκλησίες, διανυκτερεύει σε όποια κλειστά σπίτια μπορεί να εισβάλει, σε πατάρια, σε στάβλους και αχυρώνες, σε πλυσταριά και τροχόσπιτα. Δεν χάνει το χιούμορ του – σ’ ένα σπίτι που μπαίνει για να ζεσταθεί, συμπληρώνει το μισολυμένο σταυρόλεξο για να φανταστεί τον αιφνιδιασμό του ιδιοκτήτη. Κάποτε η φαντασία του οργιάζει – ήταν εδώ ρωμαϊκές οδοί, κέλτικοι προμαχώνες;

Για ποιο λόγο δεν επισπεύδει την άφιξή του στο Παρίσι με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο; Νομίζω πως η ίδια του η επιλογή δίνει τις απαντήσεις: επειδή μόνο η εκ φύσεως αργή πεζοπορία μπορεί να αποκτήσει χαρακτήρα τελετουργικό και να ταυτιστεί με προσκύνημα. Δεν γνωρίζω ποιες δυνάμεις επικαλείται αυτή η ευλαβική διαδρομή στο περιβάλλον· μπορεί την φύση, τον χρόνο, την μοίρα, την αναγκαιότητα, την δικαιοσύνη, μια κοσμική παράκληση – επίκληση για μια παράταση ζωής.

Θα περίμενε κανείς τον εξωραϊσμό αυτής της περιπλάνησης, την εξύμνηση των τοπίων· πολύ περισσότερο, μια ποιητική πρόζα στο είδος των λυρικών ταξιδιωτικών αφηγητών· όμως όχι, ο Χέρτσογκ προτιμά την ωμή ειλικρίνεια μαζί με την απομυθοποίηση της ίδιας της ηρωικής διαδικασίας. Τα τοπία παρουσιάζονται ακριβώς όπως είναι, «άχαρα και θλιβερά», μοναχικά, λιτά, ανιαρά και την ίδια στιγμή απρόβλεπτα. Είναι οι απέραντοι χώροι που πάντα πρόσεχε ο σύγχρονος Γερμανικός κινηματογράφος, και δεν αναφέρομαι μόνο στον Βέρντερς ή τον ίδιο τον Χέρτσογκ. Τα παπούτσια τον χτυπάνε (σύντομα τα τακούνια από τις αρβύλες του φαγώνονται πλήρως), η δίψα είναι αφόρητη, όλα είναι κρύα, έρημα και εγκαταλειμμένα, οι άνθρωποι ανέκφραστοι. Μια ματιά στα πρόσωπα των οδηγών φτάνει, για να καταλάβουμε πόσο έχουμε ταυτιστεί με τα αυτοκίνητα που οδηγούμε.

Ακόμα κι όταν φιλοξενείται από ζεστούς ανθρώπους, είναι πολύ κουρασμένος για να περάσει πολλή ώρα μαζί τους. Κάποτε χάνεται και αφήνει το ένστικτο να τον οδηγήσει, άλλοτε φεύγει εντελώς από τους δρόμους και ακολουθεί την κοίτη του Σηκουάνα. Νοιώθει αμήχανα στα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών, στα χωριά υποκρίνεται τον χωριάτη για να τα αποφύγει τις ερωτήσεις. Ο χειμώνας δυναμώνει, η πορεία με τον άνεμο να τον χτυπάει κατά πρόσωπο γίνεται επίπονη. Κάποια στιγμή σκέφτεται να συνεχίσει στο Παρίσι οδικώς. Ποιο είναι το νόημα αυτής της ταλαιπωρίας, αναρωτιέται· μα ύστερα σκέφτεται: να έχω φτάσει τόσο μακριά με τα πόδια και να εγκαταλείψω πριν το τέλος; / Θα αφήσω τη θύελλα να με στροβιλίσει γύρω από το βενζινάδικο μέχρι να βγάλω φτερά.

Φυσικά η ποίηση εισχωρεί σαν τον ήλιο μέσα από τα σύννεφα, με την μορφή σκόρπιων φράσεων που προδίδουν τον κινηματογραφιστή. Δυο κορίτσια με τροχοπέδιλα κόβουν κύκλους σε μια τσιμεντένια αυλή, μια αμαξοστοιχία δεν θα ταξιδέψει ποτέ ξανά, στην ερημιά ένας ξύλινος εσταυρωμένος κι ένα παγκάκι περιμένουν τους ανύπαρκτους διαβάτες, φορτηγά τον προσπερνούν κάτω από τη θλιβερή βροχή, μια μεσόκοπη γυναίκα του μιλάει για όλα της τα παιδιά και συντομεύει τις ζωές τους για να μην αφήσει κανένα αμνημόνευτο. Στην αγορά ένα αγόρι με δεκανίκια ήταν ακουμπισμένο με την πλάτη στον τοίχο ενός σπιτιού. Μόλις το αντίκρισα τα πόδια αρνήθηκαν να κάνουν έστω κι ένα βήμα παραπάνω. Δε χρειάστηκε παρά να ανταλλάξουμε ένα φευγαλέο βλέμμα για να επιβεβαιώσουμε τον βαθμό συγγένειάς μας. [σ. 127]

Την σκέψη του δεν απορροφά μόνο η περιπλάνηση. Άλλωστε το γράφει ο ίδιος: Χιλιάδες σκέψεις περνούν από το κεφάλι σου όταν βαδίζεις. Κι είναι σκέψεις διάστικτες από μνήμες. Όταν το σώμα του φτάνει στα όρια, θυμάται που κολύμπησε από την Αυστραλία στη Νέα Ζηλανδία, πενήντα μίλια, μαζί με πρόσφυγες, κρατώντας μόνο μπάλες ποδοσφαίρου για σωσίβια. Σε όλη την διαδρομή διατηρεί ένα πείσμα κατά του θανάτου – το περπάτημά του δεν καθυστερεί αλλά και αναβάλλει οριστικά τον θάνατό της αγαπημένης του Λόττε. Η πορεία του, «ένα εκατομμύριο βήματα εξέγερσης ενάντια στον θάνατο». Σα να επιμένει πως η ζωή είναι μια συνεχής πορεία που όσο την διασχίζουμε τόσο παρατείνουμε την άφιξη στον τερματισμό.

Στο τέλος, αντί επιλόγου, περιλαμβάνεται το εγκώμιό του στην Άισνερ, με την ευκαιρία της απονομής του Βραβείου Χέλμουτ Κόυτνερ· εδώ ο Χέρτσογκ θυμίζει την ιστορία της, την σωτηρία της από την βαρβαρότητα του Τρίτου Ράιχ, την διαφυγή της στην Γαλλία όπου έζησε με ψεύτικο όνομα, το βιβλίο της για τον γερμανικό εξπρεσιονισμό στον κινηματογράφο (Η Δαιμονική Οθόνη), την διάσωση, σε συνεργασία με τον Ανρί Λανγκλουά, χιλιάδων ταινιών του βωβού κινηματογράφου, που ειδάλλως θα είχαν χαθεί για πάντα.

Μόνο αν ήμουν στον κινηματογράφο θα μπορούσα να πιστέψω ότι όλα αυτά είναι αλήθεια. [σ. 12]

Πλήρης τίτλος: Οδοιπορία στον πάγο. Μόναχο – Παρίσι, 23 Νοεμβρίου – 14 Δεκεμβρίου 1974. Εκδ. Alloglotta, 2019, μτφ. Γιάννης Καλιφατίδης, 176 σελ., με δεκαπεντασέλιδες σημειώσεις της επιμελήτριας Ελένης Γιαννάτου [Werner Herzog, Vom Gehen im Eis. Muncehn – Paris, 23.11 bis 14.12.1974, εκδ. 1978]

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: Φανζίν Lung, τεύχος 4 (Οκτώβριος  2019).

Στις εικόνες: Klaus Kinski ως Fitzccaraldo (1982) / Werner Herzog / πλάνο από την ταινία του Stroszek  (1977) / πλάνο από την ταινία του Wim Wenders Kings of the road (1976) /o σκηνοθέτης στα γυρίσματα του Fitzccaraldo / πλάνο από την προαναφερθείσα ταινία του Wenders / ο Herzog με την Lotte Eisner.

Επιστολή στην Συλβάνα Μάνγκανο

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος. 

Η στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη, τεύχος 2 (Φεβρουάριος 2019), εδώ.

I. Επιστολή στην Συλβάνα Μάνγκανο

1. Χορεύουσα του ασπρόμαυρου

Σε πρωτογνώρισα στα ημίφωτα ενός νυχτερινού κέντρου αρχαίου και μαυρόασπρου όπως και οι ταινίες της εποχής. Δυο μελανά σώματα έπαιζαν μαράκες μπροστά σε μια ορχήστρα από σκιές μουσικών κι εσύ βγήκες από το σκοτάδι για να χορέψεις το El Negro Zumbon. Και τι δεν θα ’δινα να έχεις τα πόδια σου γυμνά σ’ εκείνο τον αξέχαστο λατίνο χορό, στην ταινία Anna. Έμεινα να τα φαντάζομαι και να χαζεύω τα άλλα σου τα γυμνωμένα, γάμπες, πλάτη και ώμους. Κι όλο αυτό ήταν και για σένα μια ανάμνηση, καθώς, μοναχή σε μοναστήρι πια, με τα χέρια σου σε στάση λαχτάρας και τα μάτια λαμπερά, αναλογιζόσουν την πρώην ζωή σου (Anna, Alberto Lattuada, 1951).

 2. Καλλιεργήτρια του ρυζικού σου

Ευτυχώς φρόντισες να μας τα δείξεις στο Πικρό Ρύζι του 1949, μελόδραμα νεορεαλιστικό, ρομαντικό και περιπετειώδες μαζί. Έγινες κι εσύ μια από τις αμέτρητες γυναίκες του Νότου που ανέβαιναν κάθε Μάιο στην βόρεια Ιταλία για να δουλέψουν στις καλλιέργειες του ρυζιού και σύντομα αποτέλεσες μία γωνία ενός τετραγώνου εραστών. Γοητεύτηκες από έναν φιλόδοξο αδικητή, έναν κουρασμένο βετεράνο στρατιώτη και μια περπατημένη κοπέλα που βρέθηκε εκεί γιατί δεν είχε αλλού να πάει (Riso Amaro, Giuseppe De Santis, 1949).

 3. Δημοσίως αισθησιακή

Είχες επίγνωση της σεξουαλικότητάς σου και της επίδρασής σου σε άντρες και γυναίκες. Ήσουν όμορφη και θρασεία, με μια μοιραιότητά αναδυομένη μόλις στα δεκαοχτώ σου. Χόρευες παντού, από τον σταθμό του τραίνου, αμέσως μόλις φτάσατε, μέχρι τις αυτοσχέδιες βραδινές συνάξεις, κι οι γύρω σου σχημάτιζαν κύκλο ενθουσιασμένων θεατών. Σήκωνες τα μπράτσα σου κι οι εμφανείς τριχούλες στις μασχάλες σου έγιναν τα πειστήρια για να χαρακτηριστείς απολύτως γήινη, σε αντίθεση με τις χολιγουντιανές σταρ. Ο ερωτισμός σου ξεχείλιζε ακόμα και στα χωράφια ή στα άθλια δωμάτια των εργατριών.

4.Φυσικώς ξυπόλητη

Εκεί σ’ ένα από τα δεκάδες κρεβάτια σε βρίσκει ξαπλωμένη μια αγαπημένη μου φωτογραφία σκηνής: ένα περιοδικό δίπλα, το πικάπ από πίσω, τα λαγόνια και τα πέλματα εμφανή. Η επόμενη ημέρα θα τα βρει ξανά στις λάσπες αλλά το μυαλό σου θα είναι πάλι στα σύννεφα. Ξυπόλητη η θηλυκότητά σου έλαμπε παντού, ως και στις αποθήκες του ρυζιού, ή ακόμα κι όταν στις ξύλινες καρότσες συντροφιά με τον στρατιώτη κλέβατε λεπτά από την απόγνωση. Απολάμβανες να προκαλείς τους άντρες, ιδίως έναν ανερχόμενο νεαρό υποκοσμικό που κυνηγούσε τα δικά του όνειρα κι έξω από τα πλατώ ονομαζόταν Βιττόριο Γκάσμαν.

5. Τιμωρούμενη εκ ρόλου

(Αχ) Συλβάνα, ακόμα και στην σκηνή της τιμωρίας σου ήσουν τόσο λατρεύσιμη, με το λουλουδένιο σου φόρεμα και τα γυμνά σου πόδια. Περπατούσατε μαζί στον έρημο δρόμο κι όταν τόλμησες να τον προκαλέσεις με μια βέργα, αυτός την άρπαξε απ’ το χέρι σου κι άρχισε να σε δέρνει παντού, στο πρόσωπο, στα χέρια. Το ψάθινο καπέλο έπεσε απ’ το κεφάλι σου, το πρόσωπό σου με την έκφραση της απορίας και του πόνου γέμισε δάκρυα και βροχή. Ριγμένη σ’ ένα δέντρο συνέχισε να σε μαστιγώνει προς την οριστική υποταγή. Η κάμερα απομακρύνθηκε από τον επίλογο της τιμωρίας, για να σεβαστεί τον βιασμό σου. Άλλωστε ύστερα σε περίμενε να επιστρέψετε, πιστός στον ρόλο του εραστή προστάτη που μόλις αποκτούσε. Κι εσύ που ήθελες να φύγεις μακριά απ’ όλα αυτά, στάθηκες ανήμπορη να αποφύγεις τα χτυπήματα που αναλογούν στη νέα σου θέση, της γυναίκας που υποτάσσεται στην φτώχεια της αλλά και στον άντρα που η ίδια έθεσε ως οδηγό.

6. Πεπρωμένη και ιπτάμενη

Ενώ η φίλη σου άρχισε να ωριμάζει στην συντροφικότητα των γυναικών, εσύ έψαχνες τρόπους να ξεφύγεις, αναπόφευκτα προδοτικούς για την κοινότητά σας. Κατά την επιστροφή σου από την ταπείνωση τις βρήκες να μαζεύουν το ρύζι κάτω από καταρρακτώδη βροχή και αμέσως μετά να σηκώνουν στα χέρια μια γυναίκα που είχε μόλις γεννήσει. Το τραγούδι τους έμοιαζε με θρήνο, τα πόδια τους χάνονταν κάτω από τα πλημμυρισμένα χώματα. Τότε ξέσπασες στον δικό σου γόο, ίσως γιατί συνειδητοποίησες τα σύνορα εκείνου του κόσμου ως όρια της ζωής σου.

Τα ίδια αυτά όρια αρνήθηκες, αφού στο τέλος έδωσες μόνη σου την λύση της άλλης, της ύστατης φυγής. Βλέπεις, τα γυμνά σου πόδια μπορεί να χόρεψαν για να χαίρεσαι εσύ κι οι θεατές σου αλλά δεν μπορούσαν να σε πάρουν μακριά γιατί βούλιαζαν στου κόσμου την λάσπη. Κι αν, ωραία Συλβάνα, από τότε σε πολιτογράφησαν στην Αισθησιακή Διεθνή, εσύ φρόντισες να περπατήσεις σε άλλες διαλεκτές ταινίες γιατί θέλησες να δεις πώς είναι να είσαι και άλλες γυναίκες.

7. Σε άλλους τόπους με ίδιους πόνους

Μια άλλη γη που πάσχιζε να σε κρατήσει δεμένη σε περίμενε και σε μια άλλη ταινία δίτιτλη (This Angry Age / The Sea Wall, René Clément, 1958). Αυτή τη φορά βρέθηκες στην Ινδοκίνα, ζωντανεμένη από τις λέξεις της Μαργκερίτ Ντυράς, κι ήταν πάλι μια καλλιέργεια ρυζιού στην οποία απεγνωσμένα προσπαθούσε να σε κρατήσει η σκληρή, χήρα μάνα σου, μαζί με τον αδελφό σου. Εσείς όμως είχατε άλλα όνειρα, ήσουν μόλις δεκαέξι κι αυτός είκοσι, και σου μάθαινε διάφορους μοντέρνους χορούς που δοκίμαζες ξυπόλητη, με το ψαράδικο παντελόνι σου στα σανίδια της ξύλινης καλύβας σας. Μόνο τότε χαμογελούσε το θλιμμένο, μασκώδες σου πρόσωπο, που έμενε ανέκφραστο ακόμα κι όταν η μητέρα σου έκπληκτη μάθαινε για έναν αυτοσχέδιο αρραβώνα σου και σου έδινε το ένα χαστούκι μετά το άλλο, ενώ εσύ στριμωγμένη στον τοίχο αρνιόσουν τις κατηγορίες πως πούλησες την αξιοπρέπειά σου σ’ εκείνον τον δωρητή δαχτυλιδιών.

8. Οι Τριάντα σου Συλβάνες

Στο κινηματογραφικό σου ταξίδι έγινες μόνο τριάντα γυναίκες, που θεωρούνται λίγες για τον πολυπληθή κόσμο της υποκρισίας, αφού επέλεξες ως μόνιμη ζωή την ιδιωτική, ακόμα κι όταν ολοκληρώθηκαν οι δεκαετίες του γάμου σου. Εκεί, χωρίς μακιγιάζ και με ενδύματα που δεν χρειάζονταν να προκαλούν για να σε τονίζουν, ίσως να είδες ότι το νόημα της δικής σου ζωής βρισκόταν στην απέναντι πλευρά της φιλοδοξίας για μια συνεχή αστρική λάμψη. Αλλά αυτές οι ταινίες ήταν αρκετές για να τιμήσεις αιώνιες εκδοχές γυναικών: υπήρξες ευαίσθητη πόρνη (Gold of Naples, 1954), απορριφθείσα σύζυγος (Dark Eyes, 1987), Πηνελόπη και Κίρκη μαζί (Ulysses, 1954), Ραχήλ αγαπημένη του Βαρραβά που λιθοβολήθηκες μέχρι θανάτου για βλασφημία επειδή πίστεψες στον Ιησού (Barabbas, 1961). Οι άγριες ανάγκες του βίου και της σάρκας σ’ έφτασαν ως την σχέση με τον εχθρό κατακτητή και ως τέτοια προδότρια σου ξύρισαν το κεφάλι για να σε ταπεινώσουν και να σε διαπομπεύσουν μαζί με άλλες τέσσερις γυναίκες (Jovanka e le alter, 1960). Σου δόθηκε όμως το δικαίωμα της μετάνοιας και βρήκες το σθένος να διεκδικήσεις την εξιλέωση συμμετέχοντας σε αντίσταση. Έγινες κορίτσι που το επιθυμεί άλλο κορίτσι (Mambo, 1954), και μητέρα που ποθεί ο γιος της, στον Βασιλιά Οιδίποδα (Edipo re, 1967).

9. Ζυμωμένη ενός Αγίου

Εκεί σε πήρε στα χέρια του ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, πρώτα να σε κάνει αρχέτυπη Ιοκάστη μ’ ένα πρόσωπο κατάλευκο, σαν να το έβαψαν με κιμωλία. Σ’ επέστρεψε στα παιδικά του χρόνια, όπως παραδεχόταν στον πρόλογο, για να ξαναγίνεις η δασκάλα μητέρα του και μαζί να ελευθερώσετε το σεξ από τις ενοχές προτού το ποτίσετε με το ιδιότυπο χιούμορ σας. Ύστερα έγινες Παναγία του Δεκαημέρου (Decameron, 1971) και επανήλθες ως αξέχαστη σύζυγος και μητέρα που αναστατώνεται, όπως κι όλα τα μέλη της μεγαλοαστικής της οικογένειας, ο σύζυγος, ο γιος και η κόρη, από τον νεαρό φιλοξενούμενό τους. Τα ερωτικά σου ένστικτα ξύπνησαν, οι ισορροπίες της αγίας οικογένειας διαταράχθηκαν, οι ζωές όλων σας ξεγυμνώθηκαν ως άνυδρες και μάταιες. Το Θεώρημα του Παζολίνι έγινε το απόλυτο θεώρημα της ζωής μου, πως ο έρωτας μπορεί να κατευθύνεται οπουδήποτε αλλά μένει κατασιγασμένος στις ηθικές και εργασιομανείς κοινωνίες μας, ενώ αναβράζει στα υπεδάφη, έτοιμος να μας οδηγήσει σε πράξεις πρωτόγνωρες.

Αυτός ο έρωτας δεν νοείται χωρίς το σαρκικό του μισό, το σεξ που περιστρέφει τον πόθο προς πάσα κατεύθυνση στις τριακόσιες εξήντα μοίρες κι έτσι ολόκληρος και ολοκληρωμένος  αποτελεί την υπέρτατη μορφή επικοινωνίας αλλά και την ίδια την ουσία της ιερότητας. Αυτό μου έμαθες, Συλβάνα, ακόμα και στην μανιώδη σου αναζήτηση εφήμερων εραστών στον δρόμο, πως ο έρωτας είναι άγιος και ιερός σε αντίθεση με όσους διατείνονται πως δεν έχει ιερό και όσιο. Δεν σου κρύβω πως τα επόμενα βράδια έβγαινα στις λεωφόρους και στις παρόδους για να βρω την αντίστοιχή σου κοσμική. Πόσες γυναίκες δεν ένοιωθαν την ίδια εσώτερη κάψα αλλά δεν τόλμησαν να βγουν στους δρόμους; (Theorema, 1968)

10. Ολοκληρούσα του κύκλου

Δεν έμενε παρά να αφεθείς σ’ έναν άλλο πλάστη εικόνων για να ολοκληρώσεις τον κύκλο των αρχέτυπων γυναικών. Ο Λουκίνο Βισκόντι σ’ έκανε Κοζίμα του Βάγκνερ (Ludwig, 1972) και μητέρα με εραστή (Conversation Piece, 1974), ενώ σου επιφύλαξε τον έσχατο ρόλο για την ωραία γυναίκα, εκείνον της μητέρας που πλέον δεν μπορεί παρά να παρακολουθεί σιωπηλή τον βλαστό της να γίνεται αντικείμενο πόθου, στον Θάνατο στην Βενετία. Εκεί σε άφησα, στην μοίρα της γεννήτριας που δεν είναι παρά ένας δεύτερος ρόλος, ανήμπορος να δράσει, μόνο να αποδέχεται.

11. Φευγαλέα και φεύγουσα

Δεν έπαψα σ’ όλες αυτές τις εκδρομές σου να ψάχνω τα πόδια σου, να τα δω να μεγαλώνουν μαζί σου. Δεν μου τα έδειξες ποτέ, μόνο κάποιες φορές περνούσαν φευγαλέα κάποιες ιδέες φτέρνας ή αστραγάλου. Δεν έχει σημασία: τα φανταζόμουν κάθε φορά ανάλογα με την περίσταση και μακάριζα τους οικείους σου που, μακριά από τους προβολείς και τα καλλωπίσματα, τα ζούσαν στο έπακρο της καθημερινότητας. Άλλωστε τα είχα ήδη δει στις δυο ταινίες κι ήταν πια δικά μου, όπως τα πόδια των γυναικών που αρκούσε να τα δω έστω και μια φορά. Κι αν αιχμάλωτα σε πικρά ρύζια και θαλάσσια τείχη δεν κατάφεραν με τον χορό τους να σε πάρουν μακριά, εσύ την έκανες την απόδρασή σου, και κέρδισες το πλέον πλούσιο δώρο που αποκαλείται ζωή, ή βίτα, όπως πρόφεραν γλυκύβραστα τα χείλη σου. Όχι αντίο, Συλβάνα, αλλά εις το επανιδείν – στις ταινίες σου για άλλη μια φορά, κάποτε και χαρτογραφημένη σε πολύχρωμο άτλαντα ευαγούς λογοτεχνίας και άλλων παιγνίων όπως είναι ο Χάρτης. Και σε λίγες σελίδες ενός μυθιστορήματος, που θα είναι όλες δικές σου.

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Χάρτης, τεύχος 2 (Φεβρουάριος 2019), εδώ.