Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 89. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου

Θα μας οδηγήσετε στη θύρα του βιβλίου σας;

Το βιβλίο «Η υπόθεση Γκράνιν» είναι μια επιμελημένη έκδοση ενός προγραμματικού περί λογοτεχνίας, ελευθερίας της έκφρασης και λοιπών αναλόγων θεμάτων κειμένου του ποιητή και συνιδρυτή της «Επιθεώρησης Τέχνης» Κώστα Κουλουφάκου. Με αυτή την έννοια ανήκει κατά το ήμισυ μόνο σε εμένα. Είναι ένα βιβλίο που εν μέρει επιθυμεί να αποτυπώσει τη διαπλοκή πολιτικής και λογοτεχνίας στην Ελλάδα των δεκαετιών 1950 και 1960. Κατά τη γνώμη μου μπορεί να βοηθήσει στην γνώση περί εξελίξεων στο πεδίο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην ΕΣΣΔ και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα.

Πώς επιλέξατε το θέμα του, ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε, ποια αισθήματα και σκέψεις σας δημιούργησε η συγγραφή του τότε και σήμερα;

Το θέμα επελέγη μέσα από τον σχεδιασμό μιας μεγαλύτερης εργασίας: Ήθελα να γράψω για τις μεγάλες ιδεολογικο-αισθητικές επιρροές που άσκησε κατά τη γνώμη μου η σοβιετική λογοτεχνία στην ελληνική. Επιρροές που έχουν παραγνωριστεί μέχρι σήμερα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και φυσικά συνδέονται με τον κομουνισμό, την Αριστερά, την κουλτούρα στην Ελλάδα. Κατά την προετοιμασία αυτού του βιβλίου έπεσα πάνω στις αναφορές στο κείμενο του Κουλουφάκου και διαπίστωσα πως το συγκεκριμένο κείμενο δεν είχε διαβαστεί από πολλούς, πως αποτελούσε κάτι σαν κομματικό απόρρητο. Ήρθα τότε σε επαφή με τον γιο του Κώστα Κουλουφάκου, τον Πέτρο, ο οποίος με προθυμία μου το έδωσε και μάλιστα συναίνεσε και στην έκδοσή του.

Το επιστημονικό και διδακτικό σας αντικείμενο αφορά τις σλαβικές σπουδές, με εξειδίκευση στην ρωσική και πολωνική λογοτεχνία και την νοτιοσλαβική διαλεκτολογία. Πώς το ασκείτε, ποιες τέρψεις σας προσφέρει, ποια βάσανα;

Το ασκώ, όσο μπορώ, σε πολύ αντίξοες συνθήκες. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών και δη η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών σημαίνουν για μένα «πολύ αντίξοες συνθήκες». (Για άλλους ίσως όχι.) Το περιβάλλον αυτό με απαλλάσσει από πολλές αυταπάτες σχετικά με την άσκηση επιστήμης στην Ελλάδα. Τέταρτος χρόνος λειτουργίας ενός νέου τμήματος – του τμήματος Σλαβικών Σπουδών: Δεν υπάρχουν κατάλληλες αίθουσες διδασκαλίας, δεν υπάρχουν γραφεία, δεν υπάρχει βιβλιοθήκη, δεν υπάρχει ουσιαστικό ενδιαφέρον ανάπτυξης των σπουδών. Επιπλέον περικόπτονται κονδύλια, πολύ σύντομα θα αναγκαστούμε να κλείσουμε τη διδασκαλία των γλωσσών. Σε σχέση με το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης  όπου ξεκίνησα και ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, αλλά και σε σχέση με το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας όπου δίδαξα σχεδόν επί δεκαετία η κατάσταση είναι απερίγραπτη. Και απαράδεκτη.

Οι χαρές της επιστήμης είναι παρόλα αυτά πολλές: Η διδασκαλία, συχνά – όχι πάντα – συγκαταλέγεται σε αυτές. Η έρευνα, η συγγραφή, η συμμετοχή σε συνέδρια και επιστημονικές συναντήσεις. Η δουλειά του ακαδημαϊκού καθηγητή μπορεί να γίνει, αν το θέλει κανείς, πηγή χαράς και δημιουργίας.

Ποια είναι η εικόνα σας όσον αφορά την παλαιότερη και σύγχρονη πολωνική λογοτεχνία. Ποια έργα θα προτείνατε στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, εκτός των «κλασικών»;

Δεν μπορώ να προτείνω αμετάφραστα έργα. Έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες, να βγει Κοχανόφσκι για παράδειγμα. Ή η Σιμπόρσκα. Ή ο λατρεμένος από τη νεολαία της Πολωνίας Μάρεκ Χάλσκο. Αλλά αυτά είναι λίγα. Η πολωνική λογοτεχνία πρέπει να μεταφραστεί περισσότερο για να διαβαστεί από τους έλληνες αναγνώστες. Πρόκειται για μια λογοτεχνία με πολύ σημαντική συνεισφορά στον ευρωπαϊκό ρομαντισμό, άγνωστη στη χώρα μας. Οι σύγχρονοι λογοτέχνες είναι πολλοί και καλοί. Πώς όμως να προωθηθεί η μεταφραστική δουλειά, όταν δεν υπάρχει διάθεση γνωριμίας με τη χώρα, όταν υπονομεύονται οι προσπάθειες διδασκαλίας της γλώσσας, σύναψης σχέσεων πολιτιστικών; Στη Βαρσοβία λειτουργεί τμήμα νεοελληνικών σπουδών που έχει μάλιστα επί σειρά ετών διοχετεύσει στο πολωνικό αναγνωστικό κοινό πολλά σπουδαία έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τι παρόμοιο γίνεται εδώ; Τίποτα. Στο ελληνικό πανεπιστήμιο μιλάνε για το ποιες εταιρίες θα μπορέσουν να προσλάβουν έλληνες αποφοίτους των τμημάτων για δουλειά. Έχω ακούσει από φιλόλογο (!) πως η ενασχόληση με τη λογοτεχνία είναι πολυτέλεια και πως πρέπει να κοιτάξουμε να δώσουμε στα παιδιά εφόδια για δουλειά. Ξεχνούν πως η λογοτεχνία είναι πολυτέλεια που ουαί και αλί μας αν την χάσουμε.

Διακονείτε το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει;

Όχι, δεν υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος. Καταβύθιση στο πρωτότυπο και προσπάθεια αποτύπωσής του στα ελληνικά με όσο πιο πιστό και συνεπή τρόπο και για τις δυο γλώσσες – ο μεταφραστής πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο πιστός στο πρωτότυπο και όσο το δυνατόν πιο συνεπής απέναντι στη γλώσσα στην οποία μεταφράζει.

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;

Δεν υπάρχουν ηδονές στη μετάφραση. Η μόνη χαρά είναι όταν το κείμενο είναι έτοιμο, όταν το δεις τυπωμένο. Η πιο δύσκολη μετάφραση ήταν το «Άντεργκραουντ ή ένας ήρωας του καιρού μας» του Μακάνιν επειδή έβριθε εκφράσεων σλανγκ. Χρειάστηκε να ψάξω μέχρι και σε λεξικό που είχαν συντάξει κρατούμενοι σε ποινικές φυλακές σε συνδυασμό με τον Ηλία Πετρόπουλο. Επίσης με παίδεψε πολύ η μετάφραση από τα πολωνικά του μυθιστορήματος του Μίλος «Η κοιλάδα του Ίσσα» – ήταν γεμάτο από ονομασίες χλωρίδας στα πολωνικά, χλωρίδας που εν μέρει δεν υπάρχει στην Ελλάδα.

Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;

Το «Χαρούμενη Κηδεία» της Λουντμίλας Ουλίτσκαγια. Το «Γη των πατέρων και των προδοτών» του Μάξιμ Μπίλλερ. Και ένα που θα κυκλοφορήσει τον Ιούλιο από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» – «Ο διαβολικός λοχαγός Μπερτράν» ενός νέου ρώσου συγγραφέα, του Αλεξάντρ Σκορομπογκάτοφ που τον θεωρώ πολύ-πολύ καλό.

Μπορείτε να μας μιλήσετε και για τα υπόλοιπα βιβλία που μεταφράσατε (ή όσα επιθυμείτε); Για την μεταφραστική τους εμπειρία, τις ηδονές, τις απομαγεύσεις τους.

Όχι. Όλα τους τα έχω αγαπήσει πολύ. Εκτός ίσως από τον Καπισίνσκι που δεν γράφει σε ιδιαιτέρως λογοτεχνική γλώσσα.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την ανάγνωση και την μετάφραση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Όχι. Ακούω όμως μπαρόκ μουσική κυρίως.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;

Θέλω να μεταφράσω Γιούρι Λότμαν από τα ρωσικά. Είναι θεωρητικός της λογοτεχνίας, αλλά γράφει με πολύ λογοτεχνικό τρόπο και φωτίζει τη λογοτεχνία με ιδιαίτερα συναρπαστικό τρόπο. Ανοίγει ορίζοντες.

Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;

Να κρίνονται πιο ενδελεχώς και πιο εξαντλητικά οι μεταφραστές για τη δουλειά τους. Και αυτό όχι μόνο σε σχέση με την ακρίβεια των όρων, αλλά και σε σχέση με τον ρυθμό, την σύνταξη των ελληνικών τους. Γιατί στη σύνταξη των προτάσεων έγκειται και η μεγαλύτερη χάρη ή μη μιας μετάφρασης. Να αρχίσουν να συζητιούνται τα βιβλία ανάλογα και με το ποιος τα έχει μεταφράσει. Να υπάρχει επιτέλους και αυτή η σκοπιά. Να μάθουν οι εκδότες να κυνηγούν τους καλούς μεταφραστές. Για συγκεκριμένες γλώσσες ο καθένας μας έχει ξεχωρίσει τους μεταφραστές που προτιμάει. Γιατί δεν το κάνουν και οι κριτικοί λογοτεχνίας με μεγαλύτερη συνέπεια;

Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;

Ο επιμελητής πρέπει να είναι αδυσώπητος και να μη διστάζει να μαλώσει με εκδότη και μεταφραστή. Η επιμέλεια, η διόρθωση είναι τρομερά κοπιαστικές δουλειές. Χωρίς την καταπληκτική (και ως ποιήτρια βεβαίως) Μαρία Κυρτζάκη, η «Υπόθεση Γκράνιν» δεν θα αποσπούσε ποτέ το Κρατικό Βραβείο. Επί μια εβδομάδα, όταν περνούσαμε τις διορθώσεις, τα «άκουγα» στο τηλέφωνο για την αφηρημάδα μου και τις απροσεξίες μου.

Σας ακολούθησαν ποτέ ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;

Όχι. Όταν τους μεταφράσεις, δεν έχεις πια αγωνίες σχετικά με τη μοίρα τους, την έχεις «συν-διαμορφώσει» στον τόπο σου τουλάχιστον.

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (φυσικά),Βίκτωρ Ουγκώ, Ιβάν Μπούνιν, Όσκαρ Ουάιλντ, Έμιλυ Μπροντέ, Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Χάινριχ Μπελλ, Εμίλ Ζολά, Ίαν Μακ Γιούαν, Τόμας Μπέρνχαρντ,Τζων Στάινμπεκ, Έλιο Βιττορίνι, Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, Τόμας αλλά και Χάινριχ και Κλάους Μαν (Τι οικογένεια κι αυτή τελοσπάντων!), Λέο Πέρουτς, Γιάροσλαβ Ιβασκιέβιτς, Ιβάν Κλίμα, Κέες Νόοτεμπομ, Λιόσα (ή Γιόσα…), Φουέντες, Σάουλ Μπέλοου, Τζων Ίρβινγκ, Γκράχαμ Γκριν, Φίλιπ Ροθ, Μαξ Φρις, Μπέρνχαρντ Σλινκ και, και, και… πολλοί, πάρα πολλοί. Διάβασα πρόσφατα (στα 45!!!) τον «Κόμη Μοντεχρήστο» του Δουμά και έτρωγα τα νύχια μου από την αγωνία. Τι θεϊκά απλοϊκό και όμορφο μυθιστόρημα…

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Μου αρέσουν πολύ τα βιβλία της γερμανίδας Γιούλια Φρανκ. Νέα γερμανίδα συγγραφέας, αξίζει να μεταφραστούν και άλλα βιβλία της εκτός από το ένα που έχει βγει στα ελληνικά. Με ξετρέλανε το βιβλίο «Έρωτας στα δάση της Μοραβίας» της Κβιέτα Λεγκάτοβα. Επίσης «Η δασκάλα των Γαλλικών» του Άντονι Λιμπέρα.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Όλα του Τσέχοφ. Όλα του Φιτζέραλντ. Το «Γράμμα στον παππού στο χωριό» του Τσέχοφ το είχαν συμπεριλάβει σε ένα ανθολόγιο του δημοτικού. Ακόμα θυμάμαι το σοκ που μου προκάλεσε η ανατροπή στο τέλος του διηγήματος, το θυμάμαι τόσο καλά που μου έχουν εντυπωθεί όλα μέσα σε κείνη την τάξη, την τρίτη δημοτικού και ήμουν 8 χρονών!

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Η Καρυστιάνη. Όλα της τα βιβλία. Οι ιστορίες της μου καρφώνονται στο μυαλό επί μήνες. Ο Λευτέρης Μαυρόπουλος με «Το άλλο μισό μου πορτοκάλι».

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας. 

Ναστάσια Φιλίποβνα από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Το «Εντευκτήριο». Πάντα εμπνευσμένο.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;

Γράφω ήδη, αλλά δεν λέω τι.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Ζβιάγκιντσεφ: «Η Επιστροφή».  Παναγιωτοπούλου: «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου.»

Έχετε μπει στον πειρασμό της συγγραφής; Έχετε γράψει ή δημοσιεύσει κάτι; Αν ναι, θα υπάρξει συνέχεια; Αν όχι, για ποιο λόγο;

Αυτό εμπίπτει στα απόρρητα.

Τι διαβάζετε και τι μεταφράζετε αυτό τον καιρό;

Μεταφράζω ρωσική ποίηση και διαβάζω το «Ίχνη στο χιόνι» του Γιώργου Λίλλη και τον «Αποτυχημένο» του Τόμας Μπέρνχαρντ. Διαβάζω πάντα δυο με τρία βιβλία συγχρόνως.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Όχι.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Καταπληκτική εφεύρεση το διαδίκτυο, άλλαξε τη ζωή μου, τη ζωή μας. Δεν μπορώ με τίποτα να το στερηθώ. «Κόλλησα» από την πρώτη στιγμή.

Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα;  [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]

Διαδρομή με καράβι Πειραιάς-Ίος αρχές της δεκαετίας του 1980, τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές, δεν σηκώθηκα από την πολυθρόνα μου επί εννιά ώρες που κρατούσε τότε ο πλους.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Της μεταφραστικής ναι, της αναγνωστικής όχι.

Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 79. Maurizio De Rosa

Μεταφράζετε ελληνική λογοτεχνία στα ιταλικά. Για τι είδους εκδόσεις πρόκειται; Ποιους συγγραφείς και έργα έχετε μεταφράσει;

Έχω μεταφράσει στα Ιταλικά περί τα 40 σύγχρονα Ελληνικά βιβλία. Ενδεικτικά αναφέρω Και με το φως του λύκου επανέρχονται της Ζυράννας Ζατέλη, όλα τα μυθιστορήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη, Ουράνια Μηχανική της Μάρως Δούκα, Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, τη Μεγάλη Πομπή του Αλέξη Πανσέληνου, τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου, το Διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή, Μητρική Γλώσσα και Μ.Χ. του Βασίλη Αλεξάκη κ.ά. Τελευταία κυκλοφόρησε στην Ιταλία μια ανθολογία σύγχρονου Ελληνικού διηγήματος με 23 κείμενα, και ελπίζω κάποια στιγμή να εκδοθεί και δεύτερος τόμος γιατί έχω μαζέψει και άλλα αξιόλογα κείμενα. Επί το πλείστον συνεργάζομαι με μικρούς και μεσαίους, ποιοτικούς εκδοτικούς οίκους. Θεωρώ ευτύχημα το γεγονός ότι δουλεύω με τους συγκεκριμένους εκδοτικούς οίκους, παρά με μεγάλους, γιατί ο μεταφραστής δεν αντιμετωπίζεται ως αναγκαίο κακό, αλλά ως βασικός κρίκος της αλυσίδας που φέρνει το τελικό αποτέλεσμα.

Με ποια κριτήρια επιλέγετε τους τίτλους σας; Έχετε στοιχεία όσον αφορά την κίνηση των συγκεκριμένων εκδόσεων και την πρόσληψη των έργων;

Σπάνια έχω την πολυτέλεια της επιλογής αν και βέβαια εκφράζω πάντα τη γνώμη πριν εκδοθεί (ή μη εκδοθεί) κάποιο βιβλίο και οπωσδήποτε κάνω προτάσεις στους εκδότες μου. Το τελευταίο διάστημα όμως προτάσεις γίνονται κυρίως από τους εκδοτικούς πράκτορες, κάτι που παλιά δεν γινόταν. Επίσημα στοιχεία για τα βιβλία που μεταφράζω δεν έχω. Θα πρέπει να απευθυνθείτε στους εκδότες. Σε γενικές γραμμές όμως ξέρω ότι τα βιβλία της Ζυράννας Ζατέλη και της Ιωάννας Καρυστιάνη πήγαν και πάνε καλά.

Διακονείτε λοιπόν το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει;

Κοιτάξτε να δείτε, αν ο μεταφραστής δεν αγαπάει το συγγραφέα και κυρίως το προς μετάφραση κείμενο, η δουλειά δεν γίνεται. Με το συγγραφέα με δένουν πολλά. Πρέπει να περπατήσω ακολουθώντας τον ίδιο του το ρυθμό πάνω στο ίδιο μονοπάτι, ταυτόχρονα όμως πάνω σε αυτό το μονοπάτι θα πρέπει κι εγώ να βρω τη δική μου ανάσα. Αυτόματη μετάφραση δεν υφίσταται, αναγκαστικά το περπάτημα του συγγραφέα θα πρέπει να γίνει και δικό μου περπάτημα, βίωμα ει δυνατόν, πλην όμως το τελικό αποτέλεσμα θα φέρει αναπόφευκτα και τη δική μου σφραγίδα – απόδειξη ότι για το ίδιο κείμενο υπάρχουν τόσες μεταφράσεις όσοι είναι οι μεταφραστές. Το μετάφρασμα λοιπόν θα είναι μοιραία καρπός πολλαπλών συμβιβασμών – να μια περίπτωση που ο συμβιβασμός όχι μόνο δεν σε κάνει «προδότη» ή «δοσίλογο» (αν και βέβαια στα Ιταλικά υπάρχει το λογοπαίγνιο «traduttore-traditore», δηλαδή «μεταφραστής-προδότης») αλλά ίσα-ίσα αποτελεί βασική προϋπόθεση για ένα καλό αποτέλεσμα. Ως προς τον τρόπο δουλειάς, προσπαθώ να αφεθώ στον κυματισμό του κειμένου και να αφουγκραστώ όσο μπορώ καλύτερα την κρυμμένη του αρμονία πέρα από την εμφανή. Θεωρώ ότι η μετάφραση είναι κυρίως επικοινωνία, ένας τρόπος για να έρθω σε επαφή με τον Άλλο.

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;

Η μετάφραση που με δυσκόλεψε περισσότερο είναι εκείνη που μου πρόσφερε και τις μεγαλύτερες ηδονές: Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου με την απελπιστική απλότητά του.

Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;

Πάλι θα αναφέρω Το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου, που οπωσδήποτε ανήκει στην ιστορία του Ευρωπαϊκού μυθιστορήματος και όχι μόνο του Νεοελληνικού. Και τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου, πραγματικό μνημείο ανθρωπιάς.

Μπορείτε να μας μιλήσετε και για τα υπόλοιπα βιβλία που μεταφράσατε (ή όσα επιθυμείτε); Για την μεταφραστική τους εμπειρία, τις ηδονές, τις απομαγεύσεις τους.

Αγαπώ ιδιαίτερα το Και με το φως του λύκου επανέρχονται της Ζυράννας Ζατέλη. Εκτός του ότι πρόκειται για μεγάλο μυθιστόρημα, και ποσοτικά και ποιοτικά, είναι και το πρώτο βιβλίο που μετέφρασα στην καριέρα μου ως μεταφραστή.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την ανάγνωση και την μετάφραση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Δεν διαβάζω ούτε μεταφράζω ποτέ μετά μουσικής. Το μόνο απαραίτητο είναι να βρίσκομαι στο εκάστοτε γραφείο μου. Δεν μπορώ να δουλέψω πουθενά αλλού, ούτε σε άλλα σπίτια ούτε σε βιβλιοθήκες ούτε σε ξενώνες για συγγραφείς και μεταφραστές ούτε στη θάλασσα ούτε στο βουνό παρά μόνο στο δωματιάκι μου με το αγαπημένο μου MacBook. Συνήθως η μετάφραση γίνεται σε τρία στάδια: αφού διαβάσω το βιβλίο (αν δε το έχω ήδη διαβάσει) στο πρώτο μεταφράζω χωρίς να δίνω μεγάλη σημασία στο τι γράφω. Στο δεύτερο, και σημαντικότερο, δίνω την τελική μορφή λύνοντας τυχόν γλωσσικές απορίες, και με τη βοήθεια του συγγραφέα εφόσον κριθεί απαραίτητο· και στο τρίτο δίνω τις τελευταίες πινελιές, το τελευταίο «χτένισμα» πριν την παράδοση. Ρωτάτε για τις μουσικές μου προτιμήσεις: είμαι απαίδευτος μουσικά και ακούω οτιδήποτε φτάσει στο αυτί μου και μου αρέσει. Με συγκινεί όμως το παλιό Ελληνικό λαϊκό τραγούδι και το ρεμπέτικο.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;

Πολλοί! Ο Στρατής Τσίρκας, ο Γιάννης Πάνου, ο Νίκος Καχτίτσης αλλά και ο Βιτσέντσος Κορνάρος είναι στην κορυφή της λίστας.

Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;

Συμβαίνει με τους μεταφραστές κάτι που δεν συμβαίνει, ας πούμε, στο χώρο της μουσικής. Ενώ πάντα αναφέρουμε ότι την τάδε συμφωνία την διεύθυνε π.χ. ο Δημήτρης Μητρόπουλος και πρωταγωνίστρια στην δείνα όπερα ήταν π.χ. η Μαρία Κάλλας, και σχεδόν αγνοείται ποιος έγραψε τη μουσική και σχεδόν πάντα ο συγγραφέας του λιμπρέτο, στην περίπτωση ενός μεταφρασμένου βιβλίου θα ήταν αδιανόητο να αναφέρεται το όνομα του μεταφραστή και να παραλείπεται εκείνο του συγγραφέα. Βέβαια, αυτό συμβαίνει λιγότερο στην περίπτωση της κλασικής λογοτεχνίας και για αυτό λέμε «η Ιλιάδα των Καζαντζάκη-Κακριδή» ή «η Οδύσσεια του Δημήτρη Μαρωνίτη». Μάλλον το φαινόμενο εξηγείται με το γεγονός ότι βγαίνουν πάρα πολλά βιβλία πια, η μετάφραση μπήκε στη λογική της μαζικής παραγωγής και φυσικά δεν είναι όλα τα βιβλία που μεταφράζονται αριστουργήματα – ανεξάρτητα από το πόσο καλός είναι ένας μεταφραστής, αν δεν αναμετρηθεί με απαιτητικά κείμενα, η αξία του δύσκολα θα αναδειχθεί. Αφ’ ετέρου υπάρχει και η απαξίωση εκ μέρους του ακαδημαϊκού χώρου, που θεωρεί τη μετάφραση πάρεργο σε σχέση με την «καθαρή έρευνα».

Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;

Δόξα τω Θεώ, είχα πάντα άριστη συνεργασία με τους επιμελητές μου και ουκ ολίγες φορές με βοήθησαν να κάνω καλύτερα τη δουλειά μου. Δεν γνωρίζω τι συμβαίνει με τους άλλους μεταφραστές. Θεωρώ ότι η δουλειά του επιμελητή είναι ύψιστης σημασίας. Μη ξεχνάμε άλλωστε ότι παλιά ο μεταφραστής, ο εκδότης και ο επιμελητής ήταν ο ίδιος άνθρωπος.

Σας ακολούθησαν ποτέ ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;

Καμιά φορά τους βλέπω στο όνειρό μου! Ειδικά όταν πλησιάζει η ημερομηνία της παράδοσης και η αντίστροφη μέτρηση μου προκαλεί άγχος, φόβο, ταχυπαλμίες και νευρικότητα. Άλλες φορές αναγνωρίζω κάποιους ήρωες σε ανθρώπους που συναντάω στους δρόμους. Αυτό μου συμβαίνει με τα βιβλία που μεταφράζω καθώς επίσης με τα βιβλία που διαβάζω. Είναι ένας τρόπος για τη λογοτεχνία για να εισχωρήσει στην πραγματική ζωή.

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Ωχ, είναι πάρα πολλοί! Όμηρος, Ηρόδοτος, Ξενοφών, Λουκρήτιος, Λουκιανός, Λουντοβίκο Αριόστο, Βοκκάκιος, Τζοβάνι Μπαζίλε, Φεντερίκο Ντε Ρομπέρτο, Λουίτζι Πιραντέλο, οι Ρώσοι πεζογράφοι, Jósé Lezama Lima, Διονύσιος Σολωμός, Εμμανουήλ Ροϊδης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κωνσταντίνος Καβάφης, Άρης Αλεξάνδρου, Νίκος Καρούζος. Το τελευταίο διάστημα με συναρπάζει ο Μ. Καραγάτσης. Και με μάγεψε το Έρωτος Αποτελέσματα.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Η Οδύσσεια, το Συμπόσιο του Πλάτωνα, ο Οιδίποδας Τύραννος του Σοφοκλή, το Περί φύσεως του Λουκρητίου, τα Ηθικά του Πλούταρχου, η Κόλαση του Δάντη, ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου, η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, ο Παράδεισο του Lima, τα Ευαγγέλια, ο Συντίπας και οι Βυζαντινοί Ιστορικοί.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Μεταξύ άλλων, του Raymond Carver, του Δημοσθένη Βουτυρά, του Τάσου Καλούτσα και του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Χωρίς καμιά αμφιβολία, ο Καβάφης. Είναι τόσο δικός μας, τόσο σύγχρονός μας που δεν το πιστεύεις.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Ρασκόλνικοφ.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Τρέφω απέραντο σεβασμό στη «Νέα Εστία» λόγω της ιστορίας της, του κύρους της και γιατί κρατάει ψηλά τον πήχυ της βιβλιοκριτικής σε μια εποχή που η έννοια της κριτικής περιορίζεται όλο και συχνότερα σε εκείνη της απλής παρουσίασης.

Πώς βιοπορίζεστε;

Πιο δύσκολα απ’ ότι παλιά. Αλλά και πιο δημιουργικά.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;

Με γοητεύει πολύ ο Κωνσταντίνος Καβάφης όπως είπα προηγουμένως. Επίσης από το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα γράφω ένα μικρό δοκίμιο αφιερωμένο στη φαινομενολογία της σύγχρονης Ελλάδας. Μην πάει ο νους σας στον Αξελό όμως. Οι φιλοδοξίες μου είναι πολύ πιο περιορισμένες. Φέτος κλείνω 20 χρόνια που πρωτοήρθα στην Ελλάδα – ήμουν 21 χρονών, το 1992. Ύστερα από δυο δεκαετίες, και έχοντας επιλέξει να συνδέσω την τύχη μου με εκείνη αυτής της χώρας, νιώθω την ανάγκη να πω δυο λόγια σχετικά με αυτή και επίσης να δώσω κάποιες οδηγίες προς ναυτιλλομένους στους φίλους μου στην Ιταλία ειδικά τώρα που όλοι μιλάνε για την Ελλάδα χωρίς να τη γνωρίζει πραγματικά κανένας. Δεν είμαι σίγουρος ότι τα όσα γράφω κάποτε θα δημοσιευθούν. Μάλλον πρόκειται περισσότερο για σκόρπιες σκέψεις που αφορούν την Ελλάδα έτσι όπως τη βλέπω και την αγάπησα εγώ. Προσωπικά νιώθω ότι ανήκω σε μια μεγάλη παράδοση: εκείνη των Ευρωπαίων που άφηναν τις εστίες τους για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα, ενίοτε και για το υπόλοιπο της ζωής τους, προκειμένου να έρθουν σε επαφή με την Ελλάδα. Η σύγχρονη Ελλάδα και ο σύγχρονος κόσμος βέβαια είναι πολύ διαφορετικοί από τότε, αλλά μόνο και μόνο το γεγονός ότι σε αυτή τη γωνία του πλανήτη μιλιούνται ακόμα τα Ελληνικά, για να μην αναφερθώ στον πλούτο των μνημείων και των τεκμηρίων που αφήσαν οι μεγάλοι πολιτισμοί που άνθησαν εδώ, είναι αρκετός λόγος, θαρρώ, για να θέλει κανείς να προσεγγίσει και τη σύγχρονη Ελλάδα. Με την Ελλάδα δεν έχουμε ξεμπερδέψει, μη γελιόμαστε!

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Παρακολουθούσα μανιωδώς κινηματογράφο από 20 μέχρι 30 χρονών, ύστερα και μέχρι σήμερα πολύ πιο σποραδικά και χωρίς καμία συστηματικότητα. Θεατρόφιλος δεν ήμουν ποτέ, με την έννοια της σύγχρονης θεατρικής δημιουργίας, ίσως γιατί, λόγω της επαγγελματικής μου ενασχόλησης με τη λογοτεχνία, πάντα θεωρούσα ότι το θέατρο είναι κάτι άλλο, διαφορετικό. Όμως μου αρέσει πολύ το κλασικό θέατρο. Πάντως, με αφορμή τον αιφνίδιο θάνατο του Αγγελόπουλου, σκέφτηκα πόσο βαθιά Ευρωπαίος και ταυτόχρονα Έλληνας ήταν – μάλλον ήταν Ευρωπαίος ακριβώς επειδή ήξερε να είναι Έλληνας. Τα περίφημα πλάνα του, χωρίς προοπτική, τα εμπνευσμένα από την Βυζαντινή ζωγραφική, τα θεωρώ συγκλονιστικά. Επίσης, αν και δεν μπορώ να πω ότι με ενέπνευσαν, δεν βαριέμαι ποτέ τις ιταλικές κωμωδίες του ’50 και του ’60. Από τότε που είδα τις πρώτες, μου αρέσουν πολύ και οι ελληνικές κωμωδίες της αντίστοιχης εποχής.

Έχετε μπει στον πειρασμό της συγγραφής; Έχετε γράψει ή δημοσιεύσει κάτι; Αν ναι, θα υπάρξει συνέχεια; Αν όχι, για ποιο λόγο;

Με ρωτάνε συχνά και η απάντηση είναι «όχι» σε όλα. Δεν έχω μπει ποτέ στον πειρασμό της συγγραφής, δεν έχω γράψει ποτέ τίποτα και ούτε πρόκειται να το κάνω. Έχω στο μυαλό μου συγκεκριμένο πλάνο μεταφράσεων, δεν ξέρω αν και πότε θα το υλοποιήσω, είναι σίγουρο όμως ότι μόνο αυτό πρέπει να σκέφτομαι.

Τι διαβάζετε και τι μεταφράζετε αυτό τον καιρό;

Ξαναδιαβάζω την Κερένια Κούκλα του Χρηστομάνου και θα ήθελα πολύ να τη μεταφράσω. Διαβάζω επίσης το Σέργιος και Βάκχος του Μ. Καραγάτση.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Απλά θα δώσω μια πινελιά lifestyle στο κείμενο λέγοντάς σας ότι μένω στη Νεάπολη Εξαρχείων, που την αγαπώ πολύ. Επίσης λατρεύω το κέντρο της Αθήνας και η ζωή μου εξελίσσεται σχεδόν αποκλειστικά σε αυτό γιατί μου προσφέρει τα καλύτερα ταξίδια.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Θετικές θα έλεγα. Χωρίς να είμαι όλη την ήμερα στο Φέισμπουκ ή σε άλλα δίκτυα, ομολογώ ότι τα βρίσκω πολύ αποτελεσματικά εργαλεία έως απαραίτητα ακόμα και στη δουλειά μου. Προς το παρόν όμως δεν χρησιμοποιώ IPod, IPhone κτλ, αλλά φαντάζομαι ότι και για αυτά, όπως και για όλα, είναι μόνο θέμα χρόνου.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Δεν γίνεται να τα έχω όλα, ε; Εντάξει δεν πειράζει. Άλλωστε η συγγραφή και η μετάφραση είναι ένα είδος «αιώνιας νιότης».