Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 73. Γιώργος Κυριαζής

Διακονείτε το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει; 

Προτιμώ να βουτάω μονομιάς σε ένα νέο λογοτεχνικό κείμενο προς μετάφραση, χωρίς να το έχω διαβάσει πρώτα, για να μη χάσω την αίσθηση της έκπληξης που θα απολάμβανα ως αναγνώστης του. Το λεγόμενο «πρώτο πέρασμα» που κάνω δεν είναι ποτέ πρόχειρο, αλλά εξαντλητικό, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χάσω χρόνο από τα επόμενα περάσματα. Επίσης έχω την τάση να ερευνώ ακόμη και πράγματα για τα οποία είμαι σίγουρος.

Η σχέση του μεταφραστή είναι πρωτίστως με το κείμενο, και όχι με τον συγγραφέα (είμαι υπέρμαχος της αυτονομίας του κειμένου), αλλά σε περιπτώσεις που ο συγγραφέας είναι αυτό που λέμε «στυλίστας», είναι πολύ χρήσιμο να έχει διαβάσει κανείς άλλα βιβλία του, έτσι ώστε να αποφύγει ατοπήματα ως προς το ύφος. Και αν ο μεταφραστής έχει την τύχη να εργαστεί πάνω σε δύο ή περισσότερα βιβλία του ίδιου συγγραφέα, τότε μπορεί να τον αντιμετωπίσει πιο ολοκληρωμένα και, κατά κάποιον τρόπο, να δημιουργήσει ένα ενιαίο ύφος, αναγεννώντας έτσι, ουσιαστικά, το κείμενο σε μια νέα γλώσσα (εάν, βεβαίως, όλα πάνε καλά).

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;

Η ίδια, και στις δυο περιπτώσεις: Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, του Τόμας Πίντσον. Απίστευτα δύσκολο βιβλίο, που όμως επιβραβεύει και με το παραπάνω την προσπάθεια, και του μεταφραστή και του αναγνώστη. Υπάρχουν εκεί μέσα πολλές παράγραφοι, ή και ολόκληρες σελίδες, που ακόμη και τώρα τις διαβάζω και μένω άφωνος.

Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;

Όλα του Τόμας Πίντσον. Και αυτά που έχω κάνει εγώ (Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, Μέισον και Ντίξον, Ενάντια στη Μέρα, Έμφυτο Ελάττωμα), και αυτά που έχουν κάνει άλλοι άξιοι συνάδελφοι (Η Συλλογή των 49 στο Σφυρί, Βάινλαντ, V., Βραδείας Καύσεως). Μη με παρεξηγείτε, ο Πίντσον είναι η εμμονή μου.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την ανάγνωση και την μετάφραση;

Επειδή η εναλλαγή χαρτιού-οθόνης με κουράζει, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να «σαρώνω» το πρωτότυπο, ώστε να το έχω, έστω και ως εικόνα, σε ηλεκτρονική μορφή. Έτσι, έχοντας στην οθόνη το πρωτότυπο, τον επεξεργαστή κειμένου, το λεξικό και τη μηχανή αναζήτησης, νιώθω ετοιμοπόλεμος και μπορώ να ξεκινήσω. Συνήθως αποφεύγω να δουλεύω με μουσική υπόκρουση, γιατί, ακριβώς επειδή είμαι και μουσικός, ο νους μου στρέφεται αμετάκλητα εκεί. Αν χρειάζομαι κάτι για να σπάσει η μονοτονία της σιωπής, βάζω (πάλι στον υπολογιστή) κάποια αδιάφορη ταινία ή σειρά, η οποία παίζει στο φόντο χωρίς να διεκδικεί την προσοχή μου.

Ασχολείστε και με την μουσική. Με ποιο τρόπο; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Είμαι εδώ και χρόνια μέλος της χορωδίας της ΕΡΤ, με την οποία έχω πάρει μέρος σε πάρα πολλές συναυλίες και παραστάσεις με ένα ευρύτατο φάσμα μουσικών έργων. Για ένα διάστημα συνεργάστηκα και με την Πειραματική Λυρική Σκηνή, ως σολίστας. Επίσης συμμετέχω σε δύο φωνητικά σύνολα (Εμμέλεια και Πολυφωνία) τα οποία είναι προσανατολισμένα κυρίως στη μουσική της αναγέννησης. Παλιότερα συμμετείχα στο μεσαιωνικό συγκρότημα Lyrae Cantus, καθώς και στο ποπ συγκρότημα One Night Suzan. Υπήρξα και ψάλτης.

Η μουσική που ακούω είναι πολυποίκιλη, με κάποια προτίμηση στην κλασική, το μπαρόκ και την παλιά τζαζ, αλλά όποτε νιώθω ότι θέλω να «εξανθρωπιστώ» καταφεύγω πάντοτε στη φωνητική αναγεννησιακή μουσική, και ιδιαίτερα της φλαμανδικής σχολής. Βέβαια, μια μικρή γωνιά στην καρδιά μου είναι πάντοτε φυλαγμένη για τους Pink Floyd και για την παιδική μου αγάπη, τους Doors. (Και μια άλλη, όχι και τόσο μικρή, ανήκει στον μέγιστο Μπαχ.) Από τη φετινή δισκογραφική παραγωγή, πάντως, ξεχωρίζω τους δίσκους του Tom Waits και της Bjork.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;

Δεν θα αναφέρω ονόματα, αλλά ναι, υπάρχουν, και είναι όλοι Αμερικανοί. Τυχαίο; Δεν νομίζω…

Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;

Η θέση του μεταφραστή δεν είναι μέσα στην εκτυφλωτική δέσμη των προβολέων της δημοσιότητας. Μάλιστα, θα έλεγα πως ούτε και η θέση του συγγραφέα είναι εκεί. Για μένα, επίκεντρο θα πρέπει να είναι το κείμενο, και η αλληλεπίδρασή του με τον αναγνώστη. Το κείμενο κυριαρχεί, αλλά ο αναγνώστης είναι ο πραγματικός ανθρώπινος πρωταγωνιστής, από αυτόν εξαρτάται κατά πόσο το κείμενο θα καταφέρει να μεταδώσει τα νοήματά του. Εξάλλου, ο αναγνώστης είναι και ο ίδιος φορέας νοημάτων, και τελικά καθένας διαβάζει στο κείμενο τον εαυτό του, γι’ αυτό και ταυτίζεται με κάποια κείμενα, ενώ με άλλα όχι. Πέραν αυτού, και ο συγγραφέας αξίζει την αναγνώριση, ως εφευρετικός δημιουργός, αλλά και ο μεταφραστής, ως δημιουργικός τεχνίτης. Το πρόβλημα με την κριτική είναι ότι συχνά αγνοεί εντελώς τον δεύτερο, και στρέφει την προσοχή της επάνω του μόνο στις περιπτώσεις που το τελικό αποτέλεσμα παρουσιάζει προβλήματα. Δεν περιμένω από έναν κριτικό να αναφερθεί διεξοδικά στη μετάφραση, καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πάρα πολύ χρόνο (είδος εν ανεπαρκεία, σήμερα), αλλά μια έστω και μικρή αναφορά σ’ αυτήν είναι βάλσαμο. Ας μην ξεχνάμε ότι μια μετάφραση, ακόμη και μέτρια, είναι προϊόν κακοπληρωμένου μόχθου. Κατ’ αυτή την έννοια, ο μεταφραστής είναι σαν τον μουσικό: και οι δυο «ερμηνεύουν» τις δημιουργίες άλλων, και ουσιαστικά αντλούν τη μοναδική τους ικανοποίηση από το χειροκρότημα, είτε του ακροατή είτε του αναγνώστη.

Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;

Οι επιμελητές και οι διορθωτές κατ’ ανάγκη λάμπουν δια της απουσίας τους. Είναι η φύση της δουλειάς τους τέτοια. Μόνο οι άνθρωποι του χώρου μπορούν να εκτιμήσουν την προσφορά τους, η οποία (το ξέρω από πρώτο χέρι) είναι τεράστια. Δεν είναι λίγες οι φορές που ένας καλός επιμελητής έσωσε μια κακή μετάφραση, μόνο και μόνο για να εισπράξει αργότερα ο μεταφραστής τα εύσημα.

Ως προς τη συνεργασία, πολλοί, απ’ ό,τι βλέπω, επιλέγουν να δουλεύουν μόνοι, κάνοντας μόνο σποραδικά μερικές ερωτήσεις σχετικά με το κείμενο. Άλλοι βρίσκονται σε συνεχή επαφή με το μεταφραστή, πράγμα που προσωπικά προτιμώ. Δεν είχα ποτέ κάποιο πρόβλημα με κανέναν, αλλά νιώθω ότι πρέπει να κάνω ιδιαίτερη αναφορά στον επιμελητή των δύο βιβλίων του Πίντσον που βγήκαν από τις εκδόσεις Καστανιώτη, τον Δημήτρη Πήχα, ο οποίος αγάπησε πολύ τα βιβλία, μπήκε στο ύφος του συγγραφέα, έψαξε εξαντλητικά τα πάντα, και με γλίτωσε από κάμποσες κακοτοπιές.

Σας ακολούθησαν ποτέ ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;

Πολλές φορές νιώθω σαν τον Ταϊρόν Σλόθροπ, τον «πρωταγωνιστή» (τα εισαγωγικά απαραίτητα) του Ουράνιου Τόξου της Βαρύτητας, χαμένος μέσα σ’ αυτά που γίνονται γύρω μου, πασχίζοντας να βρω μια διέξοδο, με τη μόνιμη αίσθηση ότι κάποια σκευωρία εξυφαίνεται σε βάρος μου. Πολλοί άλλοι άνθρωποι νιώθουν το ίδιο, φαντάζομαι.

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Σαίξπηρ, Ντίκενς, Καλβίνο, Βιάν, Βερν, Ντικ, Γουέλς, Λάβκραφτ, Μπρινκ, Άπνταϊκ, Τζόις, Πάουντ, Κάμινγκς, Πόε, Μπέκετ, Φιτζέραλντ, Καμύ, Κρούμι, Ναμπόκοφ, Πίντσον, κι άλλοι πολλοί.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Πφιτς, Περιμένοντας τον Γκοντό, Ο Μεγάλος Γκάτσμπι, Οδυσσέας, Ο Αφρός των Ημερών, Οι Αόρατες Πόλεις, Ιστορία Δύο Πόλεων, Άμλετ, Ούμπικ, Λολίτα, τα σονέτα του Σαίξπηρ, τα άπαντα του Κάμινγκς, και φυσικά το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Λιγεία και Η Πτώση του Οίκου των Άσερ, του Πόε.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Τους νέους έλληνες λογοτέχνες δεν τους έχω διαβάσει όσο θα ήθελα. Δεν φταίνε αυτοί, εγώ φταίω. Σκοπεύω να ανακτήσω σύντομα το χαμένο έδαφος.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Τζερεμάια Ντίξον, από το Μέισον και Ντίξον του Τόμας Πίντσον. Ζωηρός, κεφάτος, αισιόδοξος, ερωτευμένος με τη ζωή και πανέτοιμος ανά πάσα στιγμή να γευτεί τις χαρές της, κυνηγώντας τις έντονες γεύσεις, τα εξαίσια αρώματα και τις όμορφες γυναίκες, αλλά ταυτόχρονα με υψηλό αίσθημα δικαιοσύνης και προσωπική ακεραιότητα.

Οι εμπειρίες σας από το ιστολογείν και το διαδικτυώνεσθαι εν γένει;

Το διαδίκτυο είναι σπουδαίο εργαλείο, αρκεί να γνωρίζει κανείς μερικά στοιχειώδη πράγματα για τη λειτουργία, τη λογική και την ψυχολογία του μέσου, αλλιώς εύκολα απογοητεύεται και γίνεται αφοριστικός. Για παράδειγμα, δεν χρειαζόμαστε όλα όσα προσφέρονται, και πρέπει να έχουμε το κριτήριο να επιλέξουμε τι μας κάνει και τι όχι. Επίσης είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι οι περισσότεροι άνθρωποι συμπεριφέρονται διαφορετικά στο ίντερνετ και διαφορετικά στην πραγματική ζωή. Περιηγούμαι στο διαδίκτυο εδώ και πάνω από 6 χρόνια, και βλέπω ότι υπάρχουν μπόλικα πολύ καλά ελληνικά ιστολόγια, για κάθε θεματολογία. Δυστυχώς, τη μερίδα του λέοντος ως προς την επισκεψιμότητα την έχουν όσοι αναπαράγουν απλώς  ειδήσεις από τα παραδοσιακά ΜΜΕ, ειδικά αν αυτές έχουν (ή μπορούν εύκολα να αποκτήσουν) και μια λαϊκιστική χροιά. Αλλά αυτό που μετράει, τελικά, είναι το πρωτότυπο περιεχόμενο, και προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθεί όποιος θέλει να ασχοληθεί πιο ενεργά με το αντικείμενο.

Ιστολογείτε με το Πυντσονικόν – Σημειώσεις ενός μεταφραστή για τα έργα του Thomas Pynchon [http://pynchonikon.wordpress.com/]. Πως σας δημιουργήθηκε η επιθυμία της δημιουργίας του και πως το ζείτε ως σήμερα;

Είχα περάσει πολλά χρόνια μεταφράζοντας κυρίως Πίντσον, και ήθελα να αρχίσω να μιλάω περισσότερο γι’ αυτόν, αν και μια επίσκεψη στο ιστολόγιο θα σας δώσει την εντύπωση πως είμαι λιγομίλητος, γιατί δεν γράφω και πολύ συχνά. Εξάλλου, με τόσο περιορισμένη θεματολογία, πόσο συχνά μπορεί να γράφει κανείς; Αλλά δεν ήθελα ένα προσωπικό ιστολόγιο, όπου θα έγραφα γενικότερες σκέψεις και απόψεις, οι οποίες, στο κάτω-κάτω, δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Ήθελα κάτι πολύ συγκεκριμένο. Και έτσι θα συνεχίσω.

Επίσης, γνωρίζοντας πολύ καλά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης του Πίντσον, ξεκίνησα έναν Πιντσονικό Οδηγό [http://pynchonguide.wordpress.com/], με σημειώσεις και επεξηγήσεις πάνω στα σημεία εκείνα στα οποία είναι πιθανόν να σκοντάψει κανείς κατά την ανάγνωση. Προς το παρόν το περιεχόμενο καλύπτει μόνο ενάμισι βιβλίο, αλλά σιγά-σιγά θα επεκτείνεται.

Η εξοικείωσή σας με το Πυντσονικό Σύμπαν είναι εμφανής. Τι σας έχει προσελκύσει στον συγγραφέα αυτόν; Με ποιο βιβλίο σας μπορεί, κατά τη γνώμη σας, να ξεκινήσει ο αμύητος αναγνώστης και ποιο είναι το δικό σας αγαπημένο;

Είναι ακόμη χαραγμένη μέσα μου η μαγική αίσθηση που είχα όταν ήμουν μικρός και διάβαζα τα μυθιστορήματα του Βερν. Είχα την τύχη να τη νιώσω κι άλλες φορές, με πολλούς συγγραφείς. Αλλά ο μόνος που κατάφερε να την υπερβεί ήταν ο Πίντσον, με αυτό το ακαταμάχητο κράμα αχαλίνωτης φαντασίας και εγκυκλοπαιδικού ρεαλισμού, και με αυτό το ανυπέρβλητο γλωσσικό ύφος, που σε στέλνει αδιάβαστο, ό,τι κι αν έχεις διαβάσει ποτέ σου. Αρκεί να δεχτείς να συμμετάσχεις στο παιχνίδι, γιατί η ανάγνωση του Πίντσον απαιτεί ενεργό συμμετοχή, η γραφή του δεν είναι μια απλή εξιστόρηση, είναι ένα παιχνίδι με το μυαλό σου.

Για μια πρώτη προσέγγιση, το πιο κατάλληλο είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα, το Έμφυτο Ελάττωμα (εκδόσεις Καστανιώτη). Η αφήγηση είναι συμπαγής και γραμμική, κι έτσι δεν χάνεται κανείς εύκολα, όπως σε άλλα βιβλία του, ενώ βοηθά και η νουάρ πλοκή. Εξάλλου, ο αναγνώστης θα μπορέσει να επωφεληθεί πλήρως και από τον Πιντσονικό Οδηγό, μια που το Έμφυτο Ελάττωμα είναι το μοναδικό βιβλίο στο οποίο έχω ολοκληρώσει τις σημειώσεις εκεί.

Το δικό μου αγαπημένο είναι αναμφισβήτητα το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας. Δεν υποτιμώ σε καμία περίπτωση τα υπόλοιπα, αντίθετα. Κατά μία έννοια, μάλιστα, το Μέισον και Ντίξον και το Ενάντια στη Μέρα είναι πιο ώριμα και πιο μεστά έργα. Αλλά το Ουράνιο Τόξο είναι πιο ξέφρενο, πιο οργιώδες, πιο αιχμηρό. Εξάλλου, ήταν και το πρώτο βιβλίο του που διάβασα (χάρη στον Γιάννη Τσιώλη), και μετέφρασα (χάρη στην Ιωάννα Χατζηνικολή).

Συμμετέχετε στην έκδοση του The Zone, του πρώτου ελληνικού διαδικτυακού περιοδικού για το έργο του Τόμας Πίντσον [http://www.thezone.gr/]. Ποιοι είστε, τι κάνετε, πώς και γιατί;

Είμαστε μια παρέα Πιντσονόφιλων, που συναντιόμαστε διαδικτυακά στο Facebook [http://www.facebook.com/groups/253860511066/], με πρωτοβουλία του Βασίλειου Δρόλια [http://ficciones.wordpress.com/], ο οποίος είχε την ιδέα και έχει αναλάβει και  την υλοποίηση του περιοδικού. Ο σκοπός μας είναι να αρχίσουν να γράφονται περισσότερα κείμενα στα ελληνικά για τον Πίντσον, για θέματα που σχετίζονται με το έργο του, για επιρροές, για επιδράσεις, αλλά και για άλλους συγγραφείς αυτής της γενιάς. Κεντρικός άξονάς μας είναι ο Πίντσον, αλλά δεν θα περιοριστούμε εκεί.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Δεν παρακολουθώ θέατρο, και ο λόγος είναι ότι πολύ σπάνια πλέον βγαίνω έξω τα βράδια. Το θέατρο είναι ζωντανή τέχνη, όπως η συναυλία, απαιτεί φυσική παρουσία, αυτό που συμβαίνει εκεί δεν μπορεί να αποτυπωθεί στη βιντεοσκόπηση ή την ηχογράφηση. Είναι άλλος ένας τομέας στον οποίο θα πρέπει να προσπαθήσω να βελτιωθώ.

Με τον κινηματογράφο τα πάω λίγο καλύτερα. Μου αρέσουν δημιουργοί όπως ο Λιντς, οι Κοέν, ο Ίστγουντ, ο Ταραντίνο, ο Άντερσον και ο Μπάρτον. Η τελευταία ταινία που είδα και με μάγεψε ήταν το Μεσάνυχτα στο Παρίσι, του Γούντι Άλεν. Αλλά μου αρέσει πολύ και η φαντασία, ιδίως η επιστημονική. Προτείνω ανεπιφύλακτα, σε όποιον έχει πρόσβαση, την τηλεοπτική σειρά Battlestar Galactica (2004-2009), αναβίωση της παλιάς ομώνυμης σειράς, αλλά με πολύ πιο σκοτεινό ύφος.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Έχω συνεργαστεί κατά καιρούς με τα περιοδικά Διαβάζω, Δέντρο, Πλανόδιο, Ρεύματα, και (δε)κατα, αλλά γενικότερα θεωρώ ήρωα οποιονδήποτε εκδίδει σήμερα λογοτεχνικό περιοδικό, και του βγάζω το καπέλο.

Έχετε μπει στον πειρασμό της συγγραφής; Έχετε γράψει ή δημοσιεύσει κάτι; Αν ναι, θα υπάρξει συνέχεια; Αν όχι, για ποιο λόγο;

Η φιλοδοξία υπάρχει από παλιά, αλλά μόνο ένα ποίημα έχω δημοσιεύσει, στο περιοδικό Ρεύματα, αν θυμάμαι καλά. Στο μεταξύ άφησα κατά μέρος την ποίηση (ελπίζω προσωρινά): είχε αρχίσει να μου φαίνεται εύκολη, σίγουρη ένδειξη πως κάτι έκανα λάθος. Τώρα δουλεύω το προσχέδιο ενός μυθιστορήματος, αλλά αυτό είναι κάτι που θέλει τρομερή αφοσίωση και άφθονο χρόνο. Θα φανεί στην πορεία αν τα έχω.

Τι διαβάζετε και τι μεταφράζετε αυτό τον καιρό;

Μεταφράζω το Poor People του William T. Vollmann, για τον Κέδρο. Στα διαλείμματα, διαβάζω το Lowside of the Road (μια βιογραφία του Tom Waits), και όπου να ’ναι θα ξαναπιάσω τον Οδυσσέα του Τζόις, αυτήν τη φορά στα ελληνικά.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Τι; Και να χάσω την ευκαιρία να δουλεύω τον κόσμο προσποιούμενος ότι δεν ακούω καλά λόγω γήρατος; Θα αστειεύεστε…

[Σημ. Πανδοχείου: Στις φωτογραφίες, εκτός των μεταφρασμένων από τον φιλοξενούμενο βιβλίων, δυο από τις εικόνες που αναδύονται στη διαδικτυακή επιφάνεια όταν πληκτρολογηθεί το όνομα Thomas Pynchon, το πιο αγαπημένο μας εξώφυλλο και οπισθόφυλλο Πυντσονικού Βιβλίου και, τελευταία, η φωτογραφία της ταυτότητας του μεταφραστή.  Δημοσίευση, φυσικά, και στο mic.gr]

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 72. Αχιλλέας Κυριακίδης

AK

Περί γραφής και ανάγνωσης

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Φλομπέρ, Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Μπόρχες, Σάμπατο, Φόκνερ, Κορτάσαρ, Μάρκες, Περέκ, Εσνόζ, Κάλβος, Βιζυηνός, Σεφέρης, Σινόπουλος, Χειμωνάς.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Η αισθηματική αγωγή (Φλομπέρ), Ο ηλίθιος (Ντοστογιέφσκι), Η δίκη (Κάφκα), Μυθοπλασίες (Μπόρχες), Η βουή και το πάθος (Φόκνερ), Το κουτσό (Κορτάσαρ), Εκατό χρόνια μοναξιά (Μάρκες), Ζωή οδηγίες χρήσεως (Περέκ), Προπαντός όχι Σοπέν (Εσνόζ), Το αμάρτημα της μητρός μου (Βιζυηνός), Τρία κρυφά ποιήματα (Σεφέρης), Το γκρίζο φως (Σινόπουλος), Οι χτίστες (Χειμωνάς), Το στρίψιμο της βίδας (Τζέιμς), Ανατολικά της Εδέμ (Στάινμπεκ), Κάτω από το ηφαίστειο (Λόουρι), Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα (Μπουλγκάκοφ), Τέσσερα κουαρτέτα (Έλιοτ), Πέδρο Πάραμο (Ρούλφο), Εννέα ιστορίες (Σάλιντζερ), Ασκήσεις ύφους (Κενό), Τζαστίν (Ντάρελ), Το τούνελ (Σάμπατο), Το αστείο (Κούντερα), Η θεία Χούλια και ο γραφιάς (Λιόσα), Νερό καμένο (Φουέντες), Λολίτα (Ναμπόκοφ), Σκυλίσια χρόνια (Γκρας), Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης… (Καλβίνο), Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης (Σεπούλβεδα), Μετάξι (Μπαρίκο), Η μικρή Μπιζού (Μοντιανό),

DIAFANEIA

Καθένας (Ροθ), Ο Λόγος (Κινιάρ), Ακυβέρνητες πολιτείες (Τσίρκας), Τρεις γυναίκες (Πολίτης), Το φύλλο-Το πηγάδι-Το αγγέλιασμα (Βασιλικός), 12 ποιήματα για τον Καβάφη (Ρίτσος), Ζητείται ελπίς (Σαμαράκης), Το κιβώτιο (Αλεξάνδρου), Η κάθοδος των εννιά (Βαλτινός), Το μονόγραμμα (Ελύτης), Η συντεχνία (Βαγενάς), Χαίρε ποτέ (Δημουλά), Ο ωραίος λοχαγός (Κουμανταρέας), Επιτάφιος θρήνος (Ιωάννου), Γυάλινα Γιάννενα (Γκανάς), Από το στόμα της παλιάς Remington (Πάνου), Ο θάνατος το στρώνει (Βαρβέρης), Ο κακός αέρας (Καλοκύρης), Και με το φως του λύκου επανέρχονται (Ζατέλη), Με γεμάτο στόμα (Ευσταθιάδης), Η πηγάδα (Δούκα), Μ’ ένα στεφάνι φως (Μαστοράκη), Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές (Σωτηροπούλου), Το γονίδιο της αμφιβολίας (Παναγιωτόπουλος), Απόντος του παραλήπτου (Χατζηδημητρίου), Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι (Μαυρουδής), Οικογενειακές ιστορίες (Γουδέλης).

O NAPOLEON ASTOS

Αγαπημένα σας διηγήματα.

«Μπάρτελμπι, ο γραφιάς» (Μέλβιλ), «Περιγραφή ενός αγώνα» (Κάφκα), «Ο Νότος» (Μπόρχες), «Οι νεκροί» (Τζόις), «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα» (Σάλιντζερ), «Μίριαμ» (Τρούμαν Καπόουτι), «Γράμματα από τη μαμά» (Κορτάσαρ), «Δύσκολο να σου τύχει καλός άνθρωπος» (Ο’ Κόνορ), «H απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρας και της άσπλαχνης γιαγιάς της» (Μάρκες), «Αυτά ήταν κάποτε παλάτια» (Φουέντες), «Αν δεν έχεις πού να κλάψεις» (Σεπούλβεδα), «Το νερό της βροχής» (Καραγάτσης), «Σήμα κινδύνου» (Σαμαράκης), «Σαμπεθάι Καμπιλής» (Χατζής), «Το αρμένισμα» (Κουμανταρέας), «Πολυξένη» (Νόλλας),  «Επιτάφιος θρήνος» (Ιωάννου), «Θερμά θαλάσσια λουτρά» (Παπαδημητρακόπουλος), «Η πηγάδα» (Δούκα), «Καλοκαιρινός κινηματογράφος» (Πανσέληνος), «Κάθε ξημέρωμα ήμουν εκεί» (Διβάνη), «Σαββατιάτικες δουλειές» (Ηλιοπούλου), «Ένα κουβέρ» (Ευσταθιάδης), «Ο τελευταίος Βαρλάμης» (Βαλτινός).

I SINEXEIA EPI TIS OTHONIS

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Ευάριθμοι (αλφαβητικά): Δημήτρης Αθηνάκης, Μιχάλης Γεννάρης, Γιάννης Δούκας, Βασίλειος Δρόλιας, Κατερίνα Έσσλιν, Δήμητρα Κολλιάκου, Έλενα Μαρούτσου, Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Χρήστος Οικονόμου, Βασιλική Πέτσα, Μαργαρίτα Φρανέλη και (λίιιιγο παλαιότερος) Θανάσης Χειμωνάς.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Καθότι ακραιφνής διηγηματογράφος, διαθέτω ήρωες που όχι μόνο η γραφτή ζωή τους είναι μικρού μήκους, αλλά και δεν είναι γραφτό τους να μετεμψυχώνονται από διήγημα σε διήγημα. Στη χάση και στη φέξη, τους επισκέπτομαι. Όσοι δεν έτυχε να πεθάνουν στο διήγημά τους, καλά είναι.

STOIXEIA TAYTOTITOS

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Μπουβάρ και ο Πεκισέ. Ο Μίσκιν. Ο Μπάρτελμπι. Ο Ιωσήφ Κ. Οι Κόμπσον. Ο ήρωας του «Νότου» (Μπόρχες). Ο Σίμορ Γκλας. Ο Χάμπερτ Χάμπερτ. Οι Μπουενδία. Ο Μπάρτελμπουθ. Και, πάνω απ’ όλους, ο πρόξενος Φέρμιν.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Δεν γράφω παρά μόνο σε τόπους εκτός του γραφείου μου/σπιτιού μου.

DIESTRAMMENES ISTORIES

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Η ευκολία μεταφοράς των εργαλείων της συγγραφής –όσο βαριές κι αν είναι η μνήμη (ή η λήθη) και η ιδέα, δεν παύουν να είναι κατηγορίας πτερού– με κάνει να θεωρώ κάθε σημείο της πόλης ευάλωτο στις εκπορθητικές μου διαθέσεις και ιδεώδες για να στήσω το μικρό και απαραβίαστο ιδιωτικό μου γραφείο: γράφω όταν οδηγώ κι όταν με οδηγούν λεωφορεία και τρένα· γράφω όταν είμαι μόνος και, κατά προτίμηση, όταν δεν είμαι μόνος· γράφω στο φως και στο σκοτάδι· γράφω στο σπίτι, ανάμεσα σε δύο τρυφερότητες, και στο γήπεδο, ανάμεσα σε δύο ιαχές. Δε με εμπνέει η ηρεμία, αλλά ο σάλος, οι κουβέντες των ανθρώπων γύρω μου που εκπνέουν λέξεις κι ας μην τις καταλαβαίνω, η μυρωδιά της παρουσίας του άλλου, ο πάταγος των αισθημάτων του. Αργότερα, με πληκτρισμούς, θα γίνει η καθέλκυση της ιδέας που έχει πια μορφωθεί σ’ ένα διήγημα…

O PLHTHINTIKOS MONOLOGOS

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; 

Ο τρόπος, λοιπόν, με τον οποίο γράφω ένα διήγημα, δεν έχει διόλου να κάνει με οργανώσεις χώρου, διευθετήσεις χρόνου, προκατακλυσμιαίες προφυλάξεις και άλλες ρυθμίσεις, παρά με ορμέμφυτες διαδικασίες, με τη σχεδόν ενδοκρινή δημιουργία ενός είδους κάλυκα, θήκης, κάτι σαν κουκούλι, μέσα στο οποίο αυτή η περίφημη «ιδέα για ένα διήγημα» θα περάσει τη –συνήθως μακρόχρονη– νυμφική της φάση: στο δρόμο, στο αυτοκίνητο, στην παύση ανάμεσα σε δύο μουσικές, στον πρώτο ύπνο. Κι ύστερα, όταν έρθει η ώρα, πιάνω μολύβι και χαρτί, διαλέγω ένα café, το πιο πολυσύχναστο (ποτέ δεν ήμουν «χημικός» του δοκιμαστικού σωλήνα, ποτέ δεν ήθελα το περιβάλλον μου αποστειρωμένο απ’ την ανθρώπινη φωνή), κι αφήνω να ξετυλιχτεί μπροστά μου η φαντασμαγορία της έκδυσης. Καίτοι έχω συχνά την αίσθηση ότι όλο αυτό διαδραματίζεται σχεδόν ερήμην μου, εξίσου συχνά διακατέχομαι κι  απ’ τη βεβαιότητα ότι, τελικά, δεν υπάρχει τίποτα πιο ενδόμυχο, πιο πεισματικά και εγωιστικά ιδιωτικό, απ’ την καλλιτεχνική πράξη.

PSEYDOMARTYRIES

Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Μπαχ, Μότσαρτ, Χέντελ, Μπάρτοκ, Βέμπερν, Σοστακόβιτς, Μπιτλς, Ντίλαν, Μπρελ, Γκέιμπριελ, Θεοδωράκης.

Θα μπορούσαμε να έχουμε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά ή για όσα κρίνετε (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);

Η απάντησή μου αφορά συνοπτικά όλα μου τα βιβλία, εκτός από τις 3 συλλογές δοκιμίων (7 συλλογές διηγημάτων και 2 νουβέλες). Κατά τον Μπόρχες («Οι τέσσερις κύκλοι»), τέσσερις είναι όλες κι όλες οι ιστορίες τις οποίες, «στο χρόνο που μας μένει, θα συνεχίσουμε να αφηγούμαστε, μεταμορφωμένες»: η αφήγηση της υπεράσπισης μιας πολιορκούμενης πολιτείας από «γενναίους άνδρες», της επιστροφής του πολεμιστή, μιας αναζήτησης και της θυσίας ενός θεού. Αν θεωρήσει κανείς ότι, ακόμα και στην τελευταία ιστορία, ο (όποιος) θεός, προκειμένου να θυσιαστεί, πρέπει πρώτα να εξανθρωπιστεί, εύκολα μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, κατ’ ουσίαν, ένα είναι το κεντρικό θέμα κάθε μυθοπλασίας: ο Άνθρωπος· αυτός που, κατά τη μεγαλοφυή διατύπωση του Αραγκόν, είναι «η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση».

MIKRI PERIOXI

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Το τελευταίο μου βιβλίο λέγεται Κωμωδία (Πόλις, 2010) και πραγματεύεται τρεις-τέσσερις ζωές απ’ αυτές που θα μπορούσε να έχει ζήσει ένας Έλληνας της γενιάς μου. Η Κωμωδία είναι νουβέλα· μ’ άλλα λόγια, το μακροσκελέστερο κείμενό μου μετά το μικρό μυθιστόρημα Ο Ναπολέων Αστός σε νέες περιπέτειες του 1974. Φανατικός θιασώτης και θεράπων της μικρής φόρμας (τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο), υποχρεώθηκα από το ίδιο το θέμα να αναπτυχθώ πέρα απ’ τις οικείες μου διαστάσεις, επιχειρώντας, ωστόσο, να εξορκίσω την παράβαση (ή να εξευμενίσω το θεό της μικρής φόρμας) με τις δύο πρώτες λέξεις της νουβέλας: «Καίριο και περιεκτικό».

MOYSIKI

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

«Το Δέντρο» (γιατί είναι αείφυλλο κι αγαπώ τους εκδότες του), το «Εντευκτήριο» (γιατί είναι πάντα θαλπερό κι αγαπώ τον εκδότη του), το «δε(κατα)» (γιατί αγαπώ τον εκδότη του). Όσο για «μη ενεργά», νοσταλγώ το κύρος της «Επιθεώρησης Τέχνης», το μεράκι του «Τραμ», το κύρος και το μεράκι του «Χάρτη».

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;

Τον άγνωστο στην Ευρώπη αμερικανόστοχαστή και λογοτέχνη Κρίστιαν Γκρέινβιλ (Christian Grainville). Θα το κάνω κάποτε.O KATHREFTIS TOU TYFLOY

Παλαιότερα διαβάζαμε και κείμενά σας όσον αφορά τον σύγχρονο κινηματογράφο. Έχετε σταματήσει να γράφετε τέτοια κείμενα; Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Έχωεκδώσει ένα βιβλίο με αμιγώς κινηματογραφικά κείμενα [Η συνέχεια επί της οθόνης (1984)] και δύο συλλογές δοκιμίων [Ψευδομαρτυρίες (1998), Μικρή περιοχή (2007)], μεγάλο μέρος των οποίων καλύπτουν σπουδές για συγκεκριμένους (αγαπημένους) σκηνοθέτες ή/και συγκεκριμένες (αγαπημένες) ταινίες. Όμως, δεν είμαι μόνο παθητικός εραστής του κινηματογράφου (κατά την περίφημη Σαρτζετάκεια διάκριση των ομοφυλοφίλων), αλλά και γόνιμα ενεργητικός: έχω γυρίσει 10 δέκα ταινίες μικρού μήκους και 2 τηλεταινίες πάνω σε λογοτεχνικά έργα. Λατρεύω τον κινηματογράφο (τον Ταρκόφσκι, τον Ουέλς, τον Ρενουάρ, τον Μιζογκούτσι, τον Κιούμπρικ, τον Γκοντάρ, τον Ντράγιερ, τον Κιαροστάμι, τον Κισλόφσκι κ.ά., καθώς και αρκετούς μεγάλους «ελάσσονες» όπως, π.χ., τον Πέκινπα ή τον Πάκουλα), κι ο κινηματογράφος μού το… ανταπέδωσε επηρεάζοντας βαθιά τη γραφή μου. Από την άλλη, παραβάτης και, ταυτόχρονα, θύμα τού «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», όταν γράφω, σκέφτομαι με εικόνες, κι όταν σκηνοθετώ, με λέξεις…

kwmwdia

Περί μετάφρασης

Διακονείτε το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει; 

Προτιμώ να απαντήσω με κάποιους… μεταχειρισμένους αφορισμούς μου: 1. Ενώ η αφήγηση είναι μια διαδικασία μετάβασης απ’ το εγώ στον άλλον (κι ας μη φαίνεται), η μετάφραση φαίνεται σαν διαδικασία έκπτωσης απ’ τον άλλον στο εγώ (κι ας μην είναι). 2. Μόνο όταν η μετάφραση δεν φαίνεται ότι είναι μετάφραση, μόνο τότε αξιώνεται να μπει στη χορεία των πρωτοτύπων, εκεί όπου η αυθαιρεσία της έμπνευσης βρίσκει τον δάσκαλό της στο αισθητικό αποτέλεσμα. 3. Κάθε πνευματική και καλλιτεχνική εργασία είναι μοναχική· σε τούτη δω, πάντως, έχεις και μια «φωνή» να σου κρατάει συντροφιά. 4. Η μετάφραση είναι σαν τον έρωτα ή το φόνο: χρειάζονται (τουλάχιστον) δύο. 5. Ο μεταφραστής πρέπει να είναι ο ίδιος συγγραφέας, πρέπει να ξέρει τι κοστίζει η μάχη με την ίδια σου τη γλώσσα.

6. Δε θα με τιμούσε και πολύ αν κάποιος διατεινόταν ότι με αναγνώριζε πίσω απ’ τη μετάφραση οποιουδήποτε κειμένου, ενώ κάτι τέτοιο θα με κολάκευε αν είχε να κάνει με έναν συγκεκριμένο συγγραφέα· δηλαδή, να με αναγνωρίσει, λ.χ., πίσω απ’ τη μετάφραση ενός ανησυχητικού διηγήματος του Μπόρχες ή μιας ανήσυχης ακροβασίας του Περέκ. 7. Όλα τα βιβλία είναι μεταφραστέα, αλλά δεν είναι όλα μεταφράσιμα. 8. Η μετάφραση δεν συνιστά παρά αυτό που αποτελεί και τη θεμελιώδη προϋπόθεση της επιτυχίας της: μια δημιουργική ανάγνωση. 9. «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ» φέρεται να είπε ο Φλομπέρ. «Ο Φλομπέρ είμαι εγώ» (πρέπει να μπορεί να) λέει ο μεταφραστής του. 10. Ο μεταφραστικός μόχθος δεν είναι παρά η αγωνία του μεταφραστή ν’ απαντήσει σε ερωτήματα μεταφρασεολογίας που θέτει η ίδια η πράξη της μετάφρασης.

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;TEXNHTES ANAPNOES

Η βράβευση (από το ΕΚΕΜΕΛ) της μετάφρασής μου του μυθιστορήματος του Πατρίκ Μοντιανό Au café de la jeunesse perdue (Στο café της χαμένης νιότης, εκδ. Πόλις) ήταν μια μοναδικά ευχάριστη έκπληξη, ίσως γιατί μου απέδειξε ότι δεν είμαι ο «τρελός του (μεταφραστικού) χωριού» που πιστεύει ότι δεν υπάρχουν «εύκολα» και «δύσκολα» πρωτότυπα, κι ότι αυτό που (πρέπει να) ζυγίζεται περισσότερο στην αποτίμηση μιας μετάφρασης είναι ο βαθμός προσέγγισης του ύφους τού συγγραφέα τον οποίο δεξιώνεται η γλώσσα-στόχος. Στην ερώτησή σας, λοιπόν, ως προς το σε ποιο ή ποια από τα πάμπολλα βιβλία που έχω μεταφράσει «τα βρήκα μπαστούνια», απαντώ πως το βιβλίο του Μοντιανό (αυτού του μείζονος σύγχρονου γάλλου συγγραφέα που επιμένει με μινιμαλιστική ταπεινότητα να πραγματεύεται τις εμμονές του με το χρόνο, με τη μνήμη και, κυρίως, τη λήθη, με το επώδυνο αποτύπωμα της Ιστορίας στην ατομική συνείδηση) θα έπαιρνε επάξια μια θέση στην απάντησή μου, μαζί με τη νουβέλα του Πασκάλ Κινιάρ La Raison (Ο Λόγος, εκδ. Μελάνι), ένα βιβλίο-ναρκοπέδιο για μεταφραστές, και το μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Γκαρνέτ Lady Into Fox (Από γυναίκα, αλεπού, εκδ. Opera), όπου κάτω από μια «ύπουλα» στρωτή και ακαδημαϊκή αφήγηση κρύβεται η αποθέωση του βρετανικού understatement. Όσο για τις «ηδονές» που ρωτάτε, απαντώ ευθέως ότι μία από τις ευτυχέστερες περιόδους της ζωής μου ήταν εκείνο το δεκάμηνο που αναμετριόμουν με το La Vie mode d’emploi του Ζορζ Περέκ (Ζωή οδηγίες χρήσεως, εκδ. Ύψιλον).

Μπορείτε να μας μιλήσετε και για τα υπόλοιπα βιβλία που μεταφράσατε (ή όσα επιθυμείτε); Για την μεταφραστική τους εμπειρία, τις ηδονές, τις απομαγεύσεις τους.

Χάρηκα κάθε βιβλίο που έχω μεταφράσει, καθένα για διαφορετικό λόγο: άλλο για το δέος που μου ενέπνεε το πρωτότυπο, άλλο για το τρελό γαμήλιο γλέντι μετά από το προξενιό των δύο γλωσσών, άλλο για τις δυσκολίες του, άλλο για τις ύποπτες ευκολίες του. Ωστόσο, παρά τις 100 περίπου μεταφράσεις μου που κυκλοφορούν, εξακολουθούν να με στοιχειώνουν κάποια μεταφραστικά απωθημένα· μ’ άλλα λόγια, βιβλία που θα ήθελα να έχω μεταφράσει: Η αισθηματική αγωγή του Φλομπέρ, Κάτω από το ηφαίστειο του Λόουρι, Το κουτσό του Κορτάσαρ και, σαν τρελός, Η βουή και το πάθος του Φόκνερ… Να εξομολογηθώ, επίσης, ότι διατηρώ μια τρυφερή σχέση με όσα βιβλία πρόκειται «να μου δοθεί η χάρη» να μεταφράσω και που μπορεί να μην έχουν γραφτεί ακόμα…

JAZZ

Σας γνωρίσαμε και ως μεταφραστή του Μπόρχες, τόσο στις εξαιρετικές εκδόσεις Ύψιλον όσο και στις μετέπειτα συλλογές των Ελληνικών Γραμμάτων. Πως ξεκίνησε η σχέση σας με τον Μπόρχες, πως ήταν η εμπειρία της μετάφρασής του, πώς είναι η σχέση σας σήμερα;

Όπως συμβαίνει σε/με κάθε ξένο συγγραφέα που ολόκληρο ή μεγάλο μέρος του έργου του επισκέπτεται τη γλώσσα μας, έτσι και ο Μπόρχες πέρασε μέσα από περιπέτειες παρερμηνειών, παρεξηγήσεων και παρανοήσεων ώσπου, τη δεκαετία του 1980, να συναντηθεί με τους ανθρώπους που τον δεξιώθηκαν μετ’ ελέου και φόβου. Ανάμεσά τους, ο Δημήτρης Καλοκύρης, ο Τάσος Δενέγρης, ο Νάσος Βαγενάς. Σε ό,τι με αφορά, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ η ζωή μου έπλεε σε πελάγη ρεαλιστικής ευτυχίας κι ενώ ήμουν ήδη «σημαδεμένος» από διάφορα παιδικά αναγνώσματα, εφηβικές αποκαλύψεις και ώριμες ανακαλύψεις (Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Βιζυηνός, Σεφέρης, Τσίρκας, Ντάρελ, Φλομπέρ, Βασιλικός κ.ά.), μου χαρίστηκε από έναν αμερικανό φίλο ένα βιβλιαράκι των Εκδόσεων Penguin, στη σειρά Modern Classics. Συγγραφέας με διπλό όνομα (Jorge Luis Borges), τίτλος μονολεκτικός (Labyrinths), και στο εξώφυλλο λεπτομέρεια από τον ιλιγγιώδη και «αρτσιμπολντίζοντα» πίνακα Αβάνα(!) του… κουβανού ζωγράφου Πορτοκαρέρο. Παρακάμπτοντας έναν βαρύγδουπο Πρόλογο του Αντρέ Μορουά, άρχισα να διαβάζω, ολοένα και πιο έκθαμβος, ολοένα και πιο αμήχανος, τα κείμενα του μικρού τόμου, προσπαθώντας να εικάσω, πίσω από τις αυστηρές, ακριβείς, οξύγωνες αγγλικές λέξεις, την κρυφή γοητεία του πρωτοτύπου, γραμμένου σε μια γλώσσα που σωστά τη φανταζόμουν συνυφασμένη από γάργαρα λατινικά και την αραβική των ερήμων και της ραθυμίας.

borges-kyriakidis

Το πρώτο κείμενο αυτής της ανθολογίας πεζώνκαι δοκιμίων του Μπόρχες από διάφορες συλλογές του ήταν ένα κυριολεκτικά διαστημικό ταξίδι σ’ έναν τόπο εξορίας κάθε ρασιοναλισμού και κάθε κανόνα ορθόδοξης αφηγηματικής τεχνικής. Στον πλανήτη αυτόν, του διηγήματος με τον επιστημονικοφανή, παράδοξα γοητευτικό και γοητευτικά παράδοξο τίτλο «Tlön, Uqbar, Orbis Tertius», εγκαταστάθηκα για τα καλά και διαμένω έκτοτε, αφού πρώτα φρόντισα ν’ αποκτήσω τα Άπαντα του συγγραφέα στο πρωτότυπο και ν’ αξιοποιήσω τη γνώση μου άλλων λατινογενών ιδιωμάτων για να αυτοδιδαχθώ τη συναρπαστική γλώσσα του Αργεντινού. Δεν ξέρω πώς μπορώ να επεκταθώ (τι βλάσφημο ρήμα όταν μιλάς για έναν συγγραφέα με τόσο ευγενή φειδώ των λέξεων!) στον τρόπο με τον οποίο άλλαξε η ζωή μου μετά από εκείνη τη μετωπική σύγκρουση που κονιορτοποίησε όλες μου τις αυτάρεσκες βεβαιότητες. Ούτε ξέρω πώς μπορώ να εξηγήσω τι είναι αυτό τελοσπάντων που με κρατάει, εκόντα, δεσμώτη του, και γυροφέρνω στο λαβύρινθό του σαν μακάριος Μινώταυρος.

Ξαναγυρίζω στην κεραυνοβόλα «γνωριμία» μας. Καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα, σε μια απότομη στροφή της ηλικίας μου, η ζωή μου εκτροχιάστηκε, κιαυτό που με βοήθησε να βγω αλώβητος απ’ τα συντρίμμια δεν ήταν άλλο από την περιπετειώδη εκστρατεία μετάφρασης των δύο αρχετυπικών βιβλίων του Μπόρχες που, άλλωστε, συνιστούσαν και τον βασικό κορμό του Labyrinths: τη συλλογή διηγημάτων Ficciones (Μυθοπλασίες) και τη συλλογή δοκιμίων Otras inquisiciones (Διερευνήσεις) – δύο μεταφράσματα, που αγκαλιάστηκαν αμέσως και εκδόθηκαν από τον γενναιόδωρο Θανάση Χαρμάνη των εκδόσεων Ύψιλον/βιβλία. The rest is history (για να κλείσω με μια αγγλική έκφραση που δεν μεταφράζεται αναίμακτα).

BORGES

Μας συστήσατε, μεταξύ άλλων, και τον εξαιρετικό λατινοαμερικανό συγγραφέα Λουίς Σεπούλβεδα. Ποια η σχέση σας με τον ίδιο και την λογοτεχνία του;

Πράγματι, εξαιρετικός – και χαλκέντερος. Οφείλω τη γνωριμία μου με το έργο του στον αγαπημένο μου Γιώργο Μυρεσιώτη των Εκδόσεων Opera. Όσο για τη σχέση μου με τον άνθρωπο, έχω να πω ότι ο Σεπούλβεδα αποπνέει την ίδια λεβεντιά, αισιοδοξία και αγάπη για τη ζωή και τον άνθρωπο που έχουν όλα τα βιβλία του. Έχουμε αναπτύξει μια τρυφερή φιλική σχέση (δε θα ξεχάσω ότι ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που μου έστειλαν ένα μήνυμα συμπαράστασης σε μια κρίσιμη περιπέτεια υγείας μου) – μια σχέση, όμως, που διανθίζεται και με μια ωραιότατη, αντάξια των βιβλίων του παρεξήγηση: από την πρώτη στιγμή που με γνώρισε, βλέποντας την εκ γενετής σπασμένη μύτη μου με θεώρησε παλαίμαχο μποξέρ και δεν έχει πάψει να ονειρεύεται ένα ταξίδι των δυο μας στη Νότια Αμερική, να μεθοκοπάμε σε όλα τα καπηλειά της χιλιανής Παταγονίας και να αντιστεκόμαστε με την πυγμή μας σε κάθε επίδοξο κονκισταδόρ. Μια τέτοια παρεξήγηση, δε νομίζω ότι έχει κανένας το δικαίωμα να τη λύσει.

Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;

Θέλω να κάνω ιδιαίτερη αναφορά σε κάποια βιβλία που τα αγάπησα τρελά και τα μετέφρασα με τη λαχτάρα να τα δω τυπωμένα, αλλά δεν ευτύχησαν να διαβαστούν από πολλούς: Το χειρόγραφο της Σαραγόσας (Γιαν Ποτότσκι, εκδ. Ψυχογιός), Νερό καμένο (Κάρλος Φουέντες, εκδ. Άγρα), Πφιτς (Άντριου Κρούμι, εκδ. Πόλις), Ιδιωτική πινακοθήκη (Ζορζ Περέκ, εκδ. Ύψιλον), Ο αλγόριθμος της μελαγχολίας (Κάρλο Φραμπέτι, εκδ. Opera), Η μικρή Μπιζού (Πατρίκ Μοντιανό, εκδ. Πόλις), Συνοπτική ιστορία του παντός (Ζαν ντ’ Ορμεσόν, εκδ. Καστανιώτης), Ο κλέφτης της νοσταλγίας (Ερβέ Λε Τελιέ, εκδ. Opera), Νέα παγκόσμια ιστορία της ατιμίας (Ρις Χιουζ, εκδ. Πόλις).

KAVAFY

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία;

Επειδή η μετάφραση είναι μια απασχόληση που, από τη φύση της, απαιτεί μεθοδικότητα, είναι προφανές ότι αυτή θα καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος (αν όχι όλο σε ορισμένες περιπτώσεις) ενός ιδεατού ημερήσιου προγράμματος εργασίας μου. Πρόκειται, συνεπώς, για προτεραιότητα που δεν είναι ουσιαστική, αλλά έχει να κάνει και με το γεγονός ότι μου είναι αδιανόητο να καθίσω στο γραφείο μου μεταξύ 9 και 11 για να γράψω ένα διήγημα! Το πιο δύσκολο (ίσως το μόνο δύσκολο) πράγμα σε μια μετάφραση είναι η απόδοση του ύφους τού πρωτοτύπου. Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο απ’ το ν’ αντικαταστήσεις μια λέξη ή, αν θέλετε, ένα κειμενικό περιεχόμενο μ’ ένα άλλο, μιας άλλης γλώσσας – κουτσά στραβά, εύστοχα ή όχι, αυτό θα γίνει. Τα λεξικά να ’ν’ καλά. Το δύσκολο είναι να βρεις στη γλώσσα σου ένα τέτοιο γλωσσικό και συντακτικό «σχήμα», ώστε να προσομοιάσεις όσο μπορείς καλύτερα και να προσεγγίσεις όσο μπορείς περισσότερο το αντίστοιχο σύστημα του πρωτοτύπου. Δεν μπορείς να μεταφράζεις Μπόρχες και να έχεις στο οπλοστάσιό σου μόνο την αίσθηση μιας γλώσσας λαϊκής, όπως δεν μπορείς και να μεταφράζεις Κενό ή Περέκ και να μη πετάξεις στα σκουπίδια όποια ακαδημαϊκή τήβεννο κουβαλάς στη σκευή σου. Το Νερό καμένο του Φουέντες, λ.χ., αποτελείται από τέσσερα διηγήματα που ναι μεν έχουν έναν κοινό άξονα, αλλά θαρρείς και είναι γραμμένα από τέσσερις διαφορετικούς συγγραφείς! Μεταφράζοντάς το, αισθάνθηκα την ανάγκη να γίνω κι ο ίδιος… τέσσερις διαφορετικοί μεταφραστές, έτσι ώστε τα ελληνικά π.χ. του τρίτου διηγήματος, που ο κεντρικός του ήρωας είναι ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης, να μην έχουν σχέση με τη γλώσσα του τέταρτου, όλοι οι ήρωες του οποίου είναι αγράμματοι, κομπιναδόροι και μαγκάκια…

EPOHI

Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;

Μα ο μεταφραστής είναι εξ ορισμού στο περιθώριο! Η μετάφραση δεν παύει να είναι ένας μετά-λόγος, ανεξάρτητα από χαριτωμένους αφορισμούς τύπου «Το πρωτότυπο αδικεί τη μετάφραση» (Μπόρχες) ή χαρισματικές μεταγραφές που σχεδόν αυτονομούν το μετάφρασμα (Λόρκα, Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, μτφρ. Νίκος Γκάτσος). Όσο για τις κριτικές, δε νομίζω ότι έχετε δίκιο ως προς το αν γίνονται συχνά ή σπάνια. Γίνονται, κι αυτό έχει σημασία. Απλώς, δε συμφωνώ καθόλου με γενικές αφοριστικές φράσεις, είτε θετικές («Ωραία η μετάφραση του/της τάδε») είτε, κυρίως, αρνητικές, όπως εκείνη κάποιου κ. Γουλανδρή που με συνοπτικές διαδικασίες καταδίκασε στο πυρ το εξώτερον την αριστουργηματική μετάφραση του Penser/Classer (Ζορζ Περέκ, Σκέψη/Ταξινόμηση, εκδ. Άγρα) από τη Λίζυ Τσιριμώκου.

Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;

Μόνο 3 φορές δέχτηκα (τις 2, αναγκάστηκα να δεχτώ) να επιμεληθεί κάποιος πρωτότυπο βιβλίο μου ή μετάφρασμά μου. Και στις τρεις, η συνεργασία με τις επιμελήτριες ήταν εξαιρετική, ακριβώς γιατί ήταν εξαιρετικές και οι ίδιες: Πόπη Βουτσινά, Αρετή Μπουκάλα, Μάρω Ταυρή. Στην τρίτη περίπτωση, όμως, έζησα μια τραυματική εμπειρία με τον εκδοτικό οίκο, χωρίς η επιμελήτρια να φέρει γι’ αυτό την παραμικρή ευθύνη.

kyriakidis

Η ενασχόλησή σας με τη μετάφραση σας απορροφά μόνο πολύτιμο συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται «συγγραφικά» με κάποιο τρόπο; 

Η σχέση «συγγραφέας-μεταφραστής» είναι, θα έλεγα, μάλλον ετεροβαρής: τίποτα δεν επιβάλλει σ’ έναν συγγραφέα να είναι και μεταφραστής, ενώ ένας [καλός] μεταφραστής επιβάλλεται να είναι [καλός] συγγραφέας. Ο μεταφραστής ενός κειμένου, μόνο αν είναι και ο ίδιος συγγραφέας, μπορεί να διαγνώσει πόσο πάσχισε ο συγγραφέας του κειμένου να διατυπώσει το λόγο του έτσι όπως τον διατύπωσε, με το συγκεκριμένο ύφος και τον συγκεκριμένο ρυθμό, και να τον αποδώσει όσο πλησιέστερα μπορεί με τα τερτίπια της δικής του γλώσσας. Από την άλλη, ασφαλώς ο μεταφραστής-Κυριακίδης έχει επηρεάσει τον συγγραφέα-Κυριακίδη· πάντως, όχι περισσότερο απ’ όσο κάθε συγγραφέας επηρεάζεται από τα αναγνώσματα, δεδομένου ότι, όπως ανέκαθεν πίστευα, η μετάφραση δεν μπορεί να οριστεί παρά ως η κατ’ εξοχήν δημιουργική ανάγνωση. Ευτυχώς, δεν βιοπορίζομαι από τη μετάφραση, πράγμα που σημαίνει ότι ποτέ δεν μετέφρασα κάτι καταναγκαστικά – νομίζω ότι αυτό είναι ένα μαρτύριο το οποίο εύχομαι να μην υποστώ στον αρμόδιο Κύκλο της Κόλασης, αυτόν των συγγραφέων.

Αδιακρισίες

Πώς βιοπορίζεστε;

Εργάζομαι.

Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;

Φυσικά και έχω γράψει ποίηση! Για τι με περάσατε;

Τι γράφετε, τι μεταφράζετε και τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Γράφω δύο νουβέλες ταυτόχρονα. Είναι τόσο ωραία η παλινδρόμηση (ίσως η λέξη είναι αδόκιμη, αλλά δεν βρίσκω άλλη) από τη μία στην άλλη!

155557_128759700517285_106280826098506_188197_3466200_n

Τέσσερις μεταφράσεις μου είναι στο τυπογραφείο [Ζιλμπέρ Λασκό, Η Κοκκινοσκουφίτσα, παντού (εκδ. Opera), Λουίς Σεπούλβεδα, Ιστορίες από δω κι από κει (εκδ. Opera), Λουίς Σεπούλβεδα, Τελευταία νέα από το Νότο (εκδ. Opera), Ζαν Εσνόζ, Αστραπές (εκδ. Πόλις)], ενώ έχω αρχίσει τη μετάφραση του τελευταίου βιβλίου ενός αγαπημένου μου «ουλιπιανού» συγγραφέα, του Ερβέ Λε Τελιέ, το Electrico W (εκδ. Opera). Θα ακολουθήσει αυτή του μυθιστορήματος Tinta (Μελάνι), ενός σύγχρονου σπιρτόζου ισπανού λογοτέχνη, του Φερνάντο Τρίας ντε Μπες (εκδ. Opera).

Διάβασα τα εξαιρετικά διηγήματα της Έρσης Σωτηροπούλου [Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα (εκδ. Πατάκη)], διαβάζω με προϊούσα αγαλλίαση το καινούργιο μυθιστόρημα του Νίκου Παναγιωτόπουλου [Τα παιδιά του Κάιν (εκδ. Μεταίχμιο)] και απολαμβάνω αργά αργά, φράση φράση, το μυθιστόρημα Op Oloop, γραμμένο από την τελευταία ανακάλυψη της παγκόσμιας λογοτεχνικής γραμματείας, τον αργεντινό συγγραφέα Χουάν Φιγιόι [Juan Filloy (1894-2000)], που έζησε όλη του τη μακραίωνη ζωή στην κωμόπολη Ρίο Κουάρτο της Αργεντινής κι έγραψε, μεταξύ άλλων, 6000 παλίνδρομα(!) και καμιά πενηνταριά μυθιστορήματα που οι τίτλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, αποτελούνται από 7 και μόνον γράμματα!

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Δε νομίζω… Απλώς, εύχομαι να μη μου είχατε κάνει την επόμενη.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή μεταφραστικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν αυτή τη συναλλαγή;

AK2

Στις φωτογραφίες (από το φωτογραφικό άλμπουμ του συγγραφέα): 1. Ο ίδιος άλλος. 2. Στα γυρίσματα της μικρού μήκους ταινίας του Jazz (1995).  3. Με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες. 4. Με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και τον Νάσο Βαγενά, στο Ρέθυμνο. 5. Πλάνο από την ταινία Καβάφης (1994) του Γιάννη Σμαραγδή, όπου υποδύεται έναν έμπορο που έχει έρθει ν’ αγοράσει τα κοσμήματα της μητέρας Καβάφη. 6. Με τον Γιώργο Γιαννόπουλο, σε ένα πλάνο από την ταινία του Νίκου Γραμματικού, Η εποχή των δολοφόνων (όπου συνεργάστηκε και στο σενάριο). 7. Από τα γυρίσματα της τελευταίας του μικρού μήκους ταινίας Μετά τον χαρακτηριστικό ήχο (2009) με τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο. 8. Με τον Αντώνη Καφετζόπουλο, σε ένα πλάνο από την τελευταία ταινία του Φίλιππου Τσίτου, Άδικος κόσμος, στην οποία υποδύεται έναν διοικητή αστυνομικού τμήματος. 9. Σκοτεινός.