Μιχάλης Μητσός – Οι ιστορίες θα μας σώσουν. Ένα ημερολόγιο του 2014

Θησαυρίσματα βίων και αποκόμματα ιδεών

Όταν η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Τρις Ο’ Κέιν ερευνούσε τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Γουατεμάλα, και έβλεπε τους ξένους οικολόγους να έρχονται για να μετρήσουν τους πληθυσμούς των πουλιών, το θεωρούσε μεγάλη ασέβεια. Ύστερα μετακόμισε στην Νέα Ορλεάνη λίγο πριν τον κυκλώνα Κατρίνα. Όταν μερικούς μήνες μετά επέστρεψε στην κατεστραμμένη, σιωπηλή πόλη είδε έκπληκτη μικρούς καφέ σπουργίτες στα κάτισχνα δέντρα. Αναρωτήθηκε πού είχαν πάει κατά την διάρκεια του κυκλώνα και πώς επέζησαν και βρήκε μόνη της την απάντηση: τα πουλιά ικανοποιούσαν τις άμεσες ανάγκες τους. Όταν έχαναν μια φωλιά, έφτιαχναν άλλη. Δεν είχαν ούτε χρόνο, ούτε ενέργεια να στενοχωρηθούν. Δέκα χρόνια αργότερα διδάσκει ορνιθολογία, ο κύκλος των μαθημάτων της έχει τον τίτλο Birding to Change the World και χρησιμοποιεί τα πουλιά για να δείξει πως είμαστε όλοι συνδεδεμένοι μεταξύ μας, ανθρώπινα και μη ανθρώπινα όντα.  [σ. 339]

Πρόκειται για μια από τις δεκάδες ενδιαφέρουσες έως συναρπαστικές ιστορίες που εντάσσει ο συγγραφέας στο «ημερολόγιό» του, που απαρτίζεται από τις στήλες μιας ολόκληρης χρονιάς στο διεθνές τμήμα της εφημερίδας Τα Νέα. Τι είναι αυτό που κάνει αξιανάγνωστο ένα τέτοιο βιβλίο; Ο συγγραφέας διαβάζει τα σημαντικότερα διεθνή έντυπα, είτε πρόκειται για εφημερίδες, είτε για περιοδικά, αποθησαυρίζει πολύτιμα αποκόμματα από τα πολιτιστικά και λογοτεχνικά τους ένθετα, αλιεύει όλα τα ενδιαφέροντα θέματα που προκάλεσαν κάποια συζήτηση και αξίζουν ακόμα περισσότερες και παραθέτει γνώμες και αντιγνωμίες που ζυγίζουν το ίδιο. Ανοίγει διάλογο πάνω σε λογοτεχνικά ή κινηματογραφικά έργα, προβληματίζεται σχετικά με τα συμπεράσματα εκδόσεων πολιτικής, φιλοσοφίας ή οικονομίας, και δεν παράγει – όπως ξεκαθαρίζει ο ίδιος – αλλά μεταγράφει για χάρη μας μιας σειρά  ιδεών που πάντα αξίζει να διαβάσουμε. Ο ίδιος διατηρεί το θάρρος της γνώμης του και διατυπώνει τις δικές του σκέψεις, ευτυχώς όχι πάντα αναμενόμενες ή «ευρέως αποδεκτές», αυτοβιογραφείται με περισσή ειλικρίνεια και συχνά ολοκληρώνει το σημείωμά του με μια έξυπνη, ενίοτε χιουμοριστική φράση.

Το σημείωμα της 29ης Ιανουαρίου αφιερώνεται στον αποθανόντα Pete Seeger, για τον οποίον η Guardian θυμίζει μια ελάχιστα γνωστή ιστορία: η μεγαλύτερη κληρονομιά του Σίγκερ δεν έχει σχέση ούτε με την μουσική ούτε με την πολιτική: είναι η σωτηρία του ποταμού Χάντσον. Την δεκαετία του 40 ο Σίγκερ έφτιαξε μια καλύβα κοντά στο ποτάμι και ζούσε εκεί με τη γυναίκα του. Ο Χάντσον ήταν τότε ένας ανοιχτός βόθρος, γεμάτος με τοξικά απόβλητα από τα εργοστάσια. Ο σπουδαίος τραγουδοποιός δεν ζήτησε την παρέμβαση των αρχών, ούτε κατέφυγε στην δικαιοσύνη. Πίστευε ότι τέτοια προβλήματα λύνονται μόνο από την βάση, από τους ίδιους τους κατοίκους της περιοχής. Κατασκεύασε την δική του ξύλινη βάρκα, πήρε την κιθάρα του κι άρχισε να ζητά με τον δικό του τρόπο από τους ψαράδες να σώσουν το ποτάμι. Έτσι έγραψε και το τραγούδι Sailing up my dirty stream. Σήμερα ο Χάντσον ανήκει σε όλους.

Οι επέτειοι γέννησης και θανάτου σαφώς αποτελούν μια πρόσφορη αφορμή για το ημερήσιο σημείωμα. Κι εκεί δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς τι απέγινε η κληρονομιά σημαντικών προσωπικοτήτων όπως στην περίπτωση του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, όπου οι αναφορές εκτός Ιταλίας ήταν ακόμα λιγότερες. Ο δημοσιογράφος ανατρέχει στο πρώτο τεύχος του Αντί (και με την ευκαιρία διαπιστώνει πόσο λείπει ένα τέτοιο περιοδικό στην Ελλάδα). Ήταν μόνο 1984 όταν ο Μπερλινγκουέρ διαπίστωνε ότι οι κυρίαρχες καπιταλιστικές ομάδες και οι συγγενείς συντηρητικές ευρωπαϊκές ιδεολογίες δεν μπορούν να βρουν μια θετική λύση για την κρίση. Το σήμα κινδύνου ανάβουν τα 13 εκατομμύρια άνεργοι της Κοινότητας. Το τεράστιο δυναμικό ανθρώπινης ενέργειας, φυσικής και διανοητικής, παραμένει ανενεργό και δεν γνωρίζουν τρόπους αξιοποίησής του. Από την κριτική του σπουδαίου ηγέτη δεν γλιτώνουν και τα εργατικά, σοσιαλιστικά και λαϊκά κινήματα, που «έχουν στρέψει όλη την προσοχή τους στην υπεράσπιση των κεκτημένων δικαιωμάτων, χωρίς να διακρίνουν καθαρά το μέλλον που μας περιμένει». Και, σκέφτομαι, ήταν μόνο 1984…

Η εκατοστή επέτειος της δολοφονίας του Ζαν Ζορές επίσης δεν συγκίνησε ιδιαίτερα τον αριστερό τύπο, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με την Ρόζα Λούξενμπουργκ. Ίσως η απάντηση να είναι ότι ο μεγάλος ειρηνιστής και ανεπανάληπτος ρήτορας μπορεί να υπήρξε το ενοποιητικό στοιχείο του γαλλικού σοσιαλισμού, αλλά είχε σοβαρές διαφωνίες τόσο με τον Μαρξ όσο και με τον Λένιν. Επικριτής του καπιταλισμού, ήταν την ίδια στιγμή αντίθετος στον αυταρχισμό και τον δογματισμό που χαρακτήριζαν την σοσιαλιστική ορθοδοξία. Ένα άρθρο στην El Pais από έναν Ισπανό διπλωμάτη ίσως διαφωτίζει περισσότερο: σε μια από τις ιδεολογικές διαμάχες που απασχόλησαν την προπολεμική Αριστερά ο Ζορές δεν πήγε με το «ρεύμα». Στην αντιπαράθεση ανάμεσα στους θεωρητικούς της επανάστασης και της ρήξης με τα αστικά κόμματα, από την μια πλευρά, και στο πραγματικό στρατόπεδο που αναγνώριζε τα πλεονεκτήματα του κοινοβουλευτισμού, από την άλλη, εκείνος τάχτηκε με τους δεύτερους, ενώ στην δεύτερη μεγάλη αντιπαράθεση της εποχής, ανάμεσα στον διεθνισμό και τον σοσιαλπατριωτισμό, επεδίωξε μια σύνθεση: «Λίγος διεθνισμός σε απομακρύνει από την πατρίδα, αλλά λίγο περισσότερος σε φέρνει πιο κοντά σ’ αυτήν».

Μια άλλη αιρετική μορφή του κομμουνισμού, ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, αποτελεί αντικείμενο συζήτησης με αφορμή την ταινία του Φεράρα Παζολίνι. Ο Ισπανός συγγραφέας Χουάν Αρίας δυσκολεύεται να επιλέξει αν ήταν καλύτερος σκηνοθέτης ή ποιητής ή αν ήταν ένας αναλυτής ή ένας πολιτικός προφήτης. Χωρίς αμφιβολία, πάντως, ήταν ένας διανοούμενος που προέβλεψε την βία των εργατικών συνοικιών και κατήγγειλε το Κομμουνιστικό Κόμμα, το κόμμα του, επειδή εγκατέλειψε το προλεταριάτο που ζούσε στην περιφέρεια αλλά κι επειδή «παραβίαζε και χειραγωγούσε την πραγματικότητα των σωμάτων». Ένας από τους καλούς του φίλους, ο συγγραφέας Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ γράφει πως ήταν τελευταίος άνθρωπος στον οποίο οι Ιταλοί μπορούσαν να απευθύνονται, για καλό ή για κακό. Μέχρι την δεκαετία του 70 ο κόσμος στρεφόταν ακόμα στους ποιητές για να μάθει το μυστικό της ζωής. Και ο Παζολίνι πίστευε σε αυτόν τον ρόλο, δηλαδή στην δημόσια λειτουργία του ποιητή.

Άλλα σημειώματα μας μεταφέρουν σε ωραίες ιδέες που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας μιας εφημερίδας ή και αυτοτελείς εκδόσεις. Το περιοδικό Le Point ρώτησε είκοσι «γέρους» τι τους έμαθε η ζωή. Σταχυολογώ από το κείμενο του ενενηνταδυάχρονου Ενγκάρ Μορέν: Εναπέθεσα τις ελπίδες μου στο απίθανο, που μερικές φορές πραγματοποιήθηκε, όπως με τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Η πτώση του Γ΄ Ράιχ έμοιαζε κι αυτή απίθανη όταν εντάχτηκα στην Αντίσταση […] Αν ειχα ένα σύνθημα να μοιραστώ, αυτό θα ήταν: Να περιμένετε το απρόβλεπτο! Η ελπίδα δεν βρίσκεται στην βεβαιότητα, αυτό μου έμαθε η ζωή.

«Το κοινοβούλιο των αόρατων» αποτέλεσε ιδέα του ιστορικού Πιέρ Ροζανβαλόν, ο οποίος παρατηρούσε ότι πολλοί Γάλλοι είναι αποκλεισμένοι από τον κόσμο των θεσμών και των μίντια, και νιώθουν ότι η ζωή τους δεν έχει καμία σημασία. Είναι αόρατοι και δεν έχουν βήμα να μιλήσουν. Ο σχετικός τόμος περιλαμβάνει μαρτυρίες και ανακαλεί στην ουσία ένα βιβλίο με συνεντεύξεις που είχε επιμεληθεί ο Πιέρ Μπουρντιέ αλλά και στην προ-κοινωνιολογική έρευνα που είχε κάνει ο Τσαρλ Μπουθ στο East End του Λονδίνου και το πρόγραμμα προφορικής ιστορίας στο Σικάγο του ’50.

Ο ιστότοπος Edge.org κάθε χρόνο θέτει και ένα προκλητικό ερώτημα, καλώντας τους διανοούμενους να το απαντήσουν. Το ερώτημα της χρονιάς: Ποια επιστημονική ιδέα είναι έτοιμη να πάρει σύνταξη; Ο Ίαν Μακγιούαν απαντά πως μια μεγάλη επιστημονική παράδοση θα πρέπει να εμμένει σε οτιδήποτε διαθέτει. Η αλήθεια δεν είναι το μόνο μέτρο. Υπάρχουν τρόπο να κάνεις λάθος που βοηθούν άλλους να κάνουν το σωστό. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χρειαστείς μια παλιά ιδέα. Μπορεί να ανακύψει ξανά μια μέρα για να βελτιώσει μια προοπτική που το παρόν δεν μπορεί να φανταστεί. Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε πώς φτάσαμε εδώ που βρισκόμαστε.

Μεγάλη μερίδα ύλης αφιερώνεται σε σπουδαίες προσωπικότητες, γνωστές ή άγνωστες, αλλά και σε γεγονότα μιας άγνωστης Ιστορίας. Η δημοσιογραφία είναι η τέχνη τού να φτάνεις πολύ αργά όσο το δυνατόν νωρίτερα, έγραφε ο Στιγκ Ντάγκερμαν, που βρέθηκε ως δημοσιογράφος στην μεταπολεμική Γερμανία, το 1946. Ο σπουδαίος Σουηδός αυτόχειρας ποιητής δεν άρχισε, όπως οι άλλοι ξένοι ανταποκριτές, να διαβάζει τις γερμανικές εφημερίδες αλλά έμπαινε ο ίδιος στα σπίτια των Γερμανών και έγραφε για την αφόρητη καθημερινότητά τους σε μια ερειπωμένη Γη. Σε μια περίοδο που όλοι θεωρούσαν την Γερμανία συλλογικά υπεύθυνη για τον πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, εκείνος έγραφε για τον ανθρώπινο πόνο και τα ηθικά διλήμματα της δικαιοσύνης.

Η πρωταγωνίστρια του ντοκιμαντέρ Η Γυναίκα στον αριθμό 6: Η Μουσική έσωσε τη ζωή μου Άλις Χερτς – Σόμερ, η γηραιότερη επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, δεν πρόλαβε να χαρεί την βράβευσή του· έφυγε σε ηλικία εκατόν δέκα ετών. Οι Ναζί χρησιμοποιούσαν το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τερεζίν ως προπαγανδιστικό μέσο για να δείξουν ότι δήθεν φέρονταν καλά στους κρατούμενους. Επέτρεπαν συνεπώς συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις. Η ίδια ήταν παρούσα σε όλες τις συναυλίες, είτε ως μουσικός είτε ως κοινό. Η καλύτερη στιγμή της ήταν όταν έπαιξε στο πιάνο το Ρέκβιεμ του Βέρντι. Ο πλούτος της ήταν ο ίδιος ο πόνος. Όπως είπε χαρακτηριστικά: Οι πλούσιοι είναι γελοίοι. Νομίζουν πως έχουν τα πάντα, αλλά δεν έχουν τίποτα. Εμείς που επιζήσαμε στο Ολοκαύτωμα έχουμε τον πόνο που βιώσαμε, την μουσική που μας αποσπούσε από αυτόν τον πόνο, και αυτό μας κάνει πιο πλούσιους από οποιονδήποτε πλούσιο.

Ο Μητσός μας συστήνει και σε σύγχρονους πνευματικούς δημιουργούς, όπως ο Ζαν Ντανιέλ, ιδρυτής του Nouvel Observateur, που έλαβε μέρος στην απελευθέρωση του Αλγερίου, έγραψε δεκάδες βιβλία, έχει τακτική και ενεργή σχέση με τους αναγνώστες του μέσα από το εβδομαδιαίο άρθρο του περιοδικού του. Στα ενενήντα τέσσερά του ο Ντανιέλ δηλώνει ένας μανιακός του αισθησιασμού, του αφιερώνει μερικές έξοχες φράσεις: η σεξουαλικότητα είναι η σαρκική κατάληξη μιας ενωτικής επιθυμίας που δεν θριαμβεύει παρά όταν σβήνει. Είναι η εφήμερη δόξα της απόλαυσης. Ο αισθησιασμός είναι μια συνέργεια του δέρματος και του αγγίγματος: είναι η συμπληρωματικότητα των αισθήσεων. Η συμβουλή του προς τους εκκολαπτόμενους δημοσιογράφους είναι η αναζήτηση της ψυχής των λαών μέσα στην λογοτεχνία. Η λογοτεχνία είναι ένα ρεπορτάζ που πηγαίνει πιο μακριά από το ρεπορτάζ. «Για να γίνετε δημοσιογράφοι, διαβάστε τους συγγραφείς».

Μπορεί το καλοκαίρι να μην υπάρχουν πάντα ειδήσεις, αλλά συμβάντα που ποτέ δεν θα περνούσαν στον τύπο της επικαιρότητας. Την 15η Ιουλίου του 1976 άρχισε να ηχογραφείται ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του Tom Waits, το Tom Traubert’s Blues, που μερικές φορές αναφέρεται ως Waltzing Matilda, παραπέμποντας στην γνωστή Αυστραλιανή μπαλάντα για το ταξίδι με τα πόδια ενός ανθρώπου που κουβαλάει στην πλάτη τον σάκο με τα υπάρχοντά του. Ο Γουέιτς χρησιμοποιεί ένα παραδοσιακό τραγούδι για να αναφερθεί στις δικές του περιπέτειες με το αλκοόλ. Υπήρχε πράγματι μια Ματίλντα, μια Δανή τραγουδίστρια και βιολονίστρια, με την οποία μοιράστηκε πολλά βαλς κι άλλα τόσα οινοπνευματώδη. Στην Ευρώπη ο Γουέιτς αισθανόταν σαν στρατιώτης μακριά από το σπίτι του, άφραγκος και μεθυσμένος. Στο σπαρακτικό τραγούδι ο βραχνός τραγουδοποιός αναρωτιέται πού είναι τα χέρια που με αγκάλιαζαν και αποδείκνυαν κάποτε την αγάπη της και συντρίβεται κάτω από την ίδια του την εξομολόγηση: Της έδωσα την χρυσή υπόσχεση / ότι δεν θα χωρίζαμε ποτέ / έδωσα στην αγάπη μου ένα μενταγιόν / κι ύστερα της ράγισα την καρδιά / κι ύστερα της ράγισα την καρδιά [μτφ. Αλέξης Καλοφωλιάς – Πάνος Τομαράς].

Βρισκόμαστε ήδη στην αχανή επικράτεια του έρωτα κι εκεί μαθαίνουμε για μια σειρά από ενδιαφέροντα βιβλία. Ο Γάλλος φιλόσοφος Αντρέ Κομτ-Σπονβίλ στο βιβλίο του Ούτε σεξ ούτε θάνατος. Τρία δοκίμια για τον έρωτα και την σεξουαλικότητα αναφέρει για την διαφορά ανάμεσα στις ιστορίες φιλίας και τις ιστορίες έρωτα. «Δεν υπάρχει κάποιο αδιάβατο χάσμα ανάμεσα στον έρωτα και την φιλία. Τα όρια ανάμεσά τους πάντα μου φαίνονταν θολά, πορώδη, ρευστά. Στην πραγματικότητα, έβλεπα μια ευρεία ενδιάμεση ζώνη, που περιλαμβάνει (όπως κάνει η φιλία, στον Αριστοτέλη, με τον έρωτα) ακόμα και τα άκρα που χωρίζει ή ενώνει. Υπάρχουν ερωτικές φιλίες και φιλικοί έρωτες που μας διδάσκουν περισσότερα για την πράξη και το πάθος της αγάπης από τις υπερβολικά ευφυείς φιλίες ή τους υπερβολικά έντονους έρωτες».

Σε κάπως εκτενέστερα κομμάτια μπορεί να ζωντανεύουν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες συζητήσεις, όπως εκείνη μεταξύ του Τόνι Νέγκρι και του Νοτιοκορεάτη φιλόσοφου, συγγραφέα της Ψυχοπολιτικής και πρώην … μεταλλουργού Μπιουνγκ-σουλ Χαν, σε ένα θέατρο στο Βερολίνο. Ο πρώτος υποστήριξε, όπως πάντα, την ιδέα της παγκόσμιας αντίστασης στην αυτοκρατορία, στο σύστημα της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας. Ο δεύτερος προσπάθησε να εξηγήσει γιατί η αντίσταση αυτή είναι πολύ μικρότερη του αναμενόμενου και εξαντλείται πολύ εύκολα. Το νεοφιλελεύθερο σύστημα κυριαρχίας, υποστήριξε, δεν χρησιμοποιεί την καταστολή αλλά την άσκηση γοητείας. Έτσι δεν είναι εμφανής ο εχθρός που καταστέλλει την ελευθερία, ώστε να οργανωθεί η αντίσταση εναντίον του. Ο καταπιεσμένος εργάτης μετατρέπεται σε επιχειρηματία, σε εργοδότη του εαυτού του· κι αν αποτύχει, αυτόν κατηγορεί. Ο κομφορμισμός και η συναίνεση συνοδεύονται από μια ευρέως διαδεδομένη κατάθλιψη και τα υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονίας στον κόσμο. Δεν υπάρχει πλέον κανένα «πλήθος» που να μπορεί να μετατραπεί σε μια παγκόσμια εξεγερμένη μάζα.

Σε πολλές περιπτώσεις έχω την αίσθηση ότι ο συγγραφέας ανυπομονεί να μοιραστεί μερικά πολύτιμα αποστάγματα της σκέψης που συλλέγει από τα καθημερινά του διαβάσματα, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με το βιβλίο του Σλοβένου διανοητή Λούκα Ζέβνικ σχετικά με τις Κριτικές προοπτικές για την αναζήτηση της ευτυχίας. Φαίνεται πως αγνοούμε ότι οι περισσότερες ινδοευρωπαϊκές λέξεις για την ευτυχία παραπέμπουν στην καλή τύχη. Η παράλογη πεποίθηση ότι αυτό το δώρο μπορεί να μετατραπεί σε μια μόνιμη κατάσταση όπου μπορεί να φτάσει ο καθένας δεν είναι παρά μια ιδιοτροπία της σύγχρονης δυτικής κουλτούρας. Ο Πολ Ντόλαν, καθηγητής συμπεριφορικής επιστήμης, στο δικό του βιβλίο Ο σχεδιασμός της ευτυχίας γράφει πως η ευτυχία αποτελεί άμεσο προϊόν όχι αυτών που μας συμβαίνουν αλλά της δικής μας στάσης απέναντι σ’ αυτά. Αρκεί να βρούμε δηλαδή τι μας κάνει στιγμιαία ευτυχισμένους και στη συνέχεια να σχεδιάσουμε τη ζωή μας έτσι ώστε να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερα από αυτά τα πράγματα.

Τέλος, όπως είναι αναμενόμενο, στα πιο αυτοβιογραφικά κομμάτια, είναι εμφανής η συγκίνηση εκείνου που επιθυμεί να διασώσει την μνήμη σημαντικών συνεργατών και αναρωτιέται αν τήρησε τις πολύτιμες συμβουλές τους. Η αποδημία του Λέοντα Καραπαναγιώτη, ενός αληθινού διανοούμενου, του οποίου η άρνηση να υποκύψει σε πιέσεις έχει μείνει παροιμιώδης, αποτελεί αφορμή για να θυμηθεί τα λόγια του Καμύ, πως «η αλήθεια και η ελευθερία είναι απαιτητικές ερωμένες, όπως φαίνεται και από το ότι έχουν λίγους εραστές». Αλλά ένα άλλο κείμενο μου χάρισε κι εμένα ιδιαίτερη συγκίνηση: η ενθύμηση μιας σπάνιας προσωπικότητας, του δημοσιογράφου των Νέων και της ΕΡΤ Κώστα Γαλανόπουλου, που ήταν συχνός επισκέπτης στο καθιστικό μας, ως οικογενειακός φίλος, πίσω στην δεκαετία του ’70. Ο συγγραφέας διασώζει ένα σημείωμά του από το 2002, τρία χρόνια πριν τον θάνατό του: «Ακόμα και μια λέξη, σε μια εφημερίδα, να είναι η σωστή, και στη σωστή θέση, οι Θερμοπύλες όλο και φρουρούνται».

Εκδ. Πόλις, 2015, σελ. 539, με εξασέλιδο σημειώσεων.

Στις εικόνες: Pete Seeger στον ποταμό Hudson,  Εnrico Βerlinguer, Jean Jaurès, Pier Paolo Pasolini, Εdgar Μorin, Ian McEwan, Stig Dagerman, o Stig Dagerman στην βομβαρδισμένη Φρανκφούρτη [1946], Tom Waits, Ang Kiukok – Lovers [1981], Toni Negri, Byung-Chul Han, Κώστας Γαλανόπουλος.

Δημοσίευση σε συντομότερη μορφή και στο mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο αρ. 222, υπό τον τίτλο The stories of the blues, παραφρασμένο τίτλος από έναν πολυαγαπημένο ιστοριοσυλλέκτη, εδώ

Πανοπτικόν, τεύχος 20 (Οκτώβριος 2015, επανέκδοση Ιανουάριος 2017). Αφιέρωμα στον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο

Ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ταξιδιώτης, εκδότης, επιμελητής εκδόσεων και ψυχή ενός ορισμένου πνευματικού κύκλου, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος αποτελεί μια μοναδική περίπτωση δημιουργού και στοχαστή  που με ήθος ασκητή και αναχωρητή έχει εδώ και χρόνια στρέψει τα νώτα του στα κανάλια της δημοσιότητας και της «αγοράς», όπως γράφει ο Κώστας Δεσποινιάδης στο εισαγωγικό του σημείωμα. Τα φαινομενικά χαμηλόφωνα γραπτά του είναι το όπλο ενός άοπλου και απαρηγόρητου κόσμου, κι ας αριθμεί μόνο μερικές εκατοντάδες αναγνώστες τούτος ο κόσμος. Θα συνοψίσω, όσο γίνεται, τις πυκνές, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σελίδες του ολοκληρωμένου αυτού αφιερώματος.

«Ανάμεσα στην εξέγερση και τη φυγή» τον τοποθετεί ο Φώτης Τερζάκης, όπως τιτλοφορεί το εκτενές κείμενό του, μια επαρκέστατη εισαγωγή στον βίο και το έργο του τιμώμενου. Η ποίησή του διαβάζεται σαν ένα αδιάσπαστο υπαρξιακό αφήγημα, περιστρεφόμενη πάντα γύρω από την τραγική αντινομία «ξενότητα» / «πατρίδα» αλλά τελικά ο στοχασμός και η κριτική σκέψη θα γίνουν η δική του πατρίδα: με τα κριτικά του γραπτά θα χαράξει το θεωρητικό στίγμα του περιοδικού Σημειώσεις και θα παραμένει αξεπέραστος στην χαρτογράφηση της πάλης των ιδεών.

Ο Τερζάκης διατρέχει μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα από τα θεωρητικά βιβλία του Λυκιαρδόπουλο για να επανακαταγράψει μερικές από τις πλέον ενδιαφέρουσες θέσεις του, ιδίως από τις Αναφορές, που αποτελούν ορόσημο στην σύγχρονη κριτικογραφία. Υπάρχει μια έμμονη ιδιοσυγκρασιακή προσήλωση του Γ.Λ. στο συγκεκριμένο, μια αποστροφή για την μεγαλοστομία και τις υποστασιοποιημένες αφαιρέσεις – πρόκειται για μια διαλεκτική αίσθηση στην καλύτερη μορφή της. Οι φιλοσοφικής εμβέλειας κρίσεις του, οι οποίες αστράφτουν μέσα από την συζήτηση ακόμα και του πιο ταπεινού υλικού, συγγενεύουν αβίαστα με την σκέψη του Αντόρντο, του Λούκατς, του Κίρκεγκωρ, του Χέγκελ, του Μαρξ

Στο ίδιο κείμενο παρουσιάζονται και οι βασικότερες πτυχές του φορτισμένου διαλόγου με τον Παναγιώτη Κονδύλη στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όπου ο τελευταίος υποστήριξε την θέση ότι η φράση «επαναστατική ιδεολογία είναι αντίφαση εν τοις όροις» και την γενικότερη καχυποψία απέναντι σε όλες τις επαναστατικές ή απελευθερωσιακές βλέψεις, εξισώνοντας τον μαρξισμό με όλες τις παλαιότερες θρησκευτικές πεποιθήσεις που υποτίθεται ήρθε να εκθεμελιώσει, με μια μεταφυσική που παραγνώριζε τους ανυπέρβατους περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης που υποτίθεται ήρθε να εκθεμελιώσει.

Ο Λυκιαρδόπουλος από την πλευρά του, θα επιμείνει στο μη αναγώγιμο της επαναστατικής επιθυμίας και τους οράματος της απελευθέρωσης σε οποιοδήποτε «δια ταύτα» της επίσημης ιστορικής ετυμηγορίας. Μέσα από την μεταμαρξιστική παράδοση, τις κιρκεγκωριανές φωτοσκιάσεις, τις μπενγιαμινικές θέσεις για την Ιστορία, ακόμα και μια διαδρομή από τον Νίτσε και τον Ντοστογιέφσκι μέχρι τον Μαγιακόβσκι και τον Τσε, προβαίνει σε μια αντι-εγελιανή, αντι-προοδευτική υπεράσπιση της επανάστασης. Είναι μοναδική η ικανότητα του Λυκιαρδόπουλου, γράφει ο Τερζάκης, «να ξεκλειδώνει τις άρρηκτες συνάψεις των ιδεών με τις λογοτεχνικές μορφές και να διαβάζει τους μεγάλους ανέμους τω εποχών και της ιστορίας μέσα σε ποιητικούς τρόπους και μυθιστορηματικές φιγούρες».

Ο Λυκιαρδόπουλος υπήρξε και εκδότης του περιοδικού Σημειώσεις και ο Φώτης Τερζάκης σ’ ένα άλλο κείμενο (που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Πλανόδιον το 1996) παρουσιάζει μια περιεκτική επιτομή της πνευματική διαδρομής τους. Φάρος σε αυτή την πορεία υπήρξε η Σχολή της Φρανκφούρτης στη Γερμανία και ο αντίστοιχος χώρος ζυμώσεων που ανοίχτηκε από την κριτική αποδόμηση ενός «ορθόδοξου» μαρξισμού, χώρος από τον οποίο προέκυψαν όλα τα ανάλογα πολιτικά και θεωρητικά ρεύματα της Ευρώπης. Μέχρι τότε στην Ελλάδα η επαναστατική κουλτούρα αποτέλεσε μονοπώλιο για το άκρως σταλινικό και γραφειοκρατικό κομμουνιστικό κόμμα, του οποίου η ηγεσία από το 1931 και ύστερα έπνιξε στην γέννησή της κάθε αριστερή αντιπολίτευση. Αυτή η αριστερά δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν γόνιμο αντίποδα στην συντηρητική πτέρυγα της ελληνικής διανόησης, ενώ εκεί που η αριστερή σκέψη αποδείχθηκε τραγικότερα τυφλή ήταν το πεδίο του αισθητικού στοχασμού. Παρά το γεγονός ότι είχε από την αρχή στους κόλπους της προικισμένους αισθητικούς και καινοτόμους δημιουργούς (π.χ. Αυγέρης, Βάρναλης), έχασε νωρίς τη μάχη του μοντερνισμού προσκολλώμενη σ’ έναν «σοσιαλιστικό ρεαλισμό», μένοντας μακριά και από τον σουρεαλισμό καταδικάζοντας την «παρακμιακή» γενιά του ’20

Ο κύκλος των Σημειώσεων ξέσπασε στους κόλπους μιας ορισμένης αριστερής διανόησης κυρίως σαν ένα ρεύμα αισθητικής αντιπολίτευσης συνδέοντας σε μια αόρατη γενεαλογική γραμμή τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Παναγιώτη Κονδύλη, τον Αντώνη Λαυραντώνη και τον Μανώλη Λαμπρίδη – με τον τελευταίο εκδηλώνεται πλήρης εκτίμηση των σχέσεων μεταξύ αισθητικής καινοτομίας και πολιτικού ριζοσπαστισμού. Η σύνθεση μετά την μεταπολίτευση περιλάμβανε, εκτός του Λυκιαρδόπουλου, τον Βύρωνα Λεοντάρη, τον Μάριο Μαρκίδη, τον Στέφανο Ροζάνη, αργότερα τον ποιητή Τάσο Πορφύρη κ.ά.

Η σχέση με την Σχολή της Φρανκφούρτης, η οποία γαλουχήθηκε μέσα στην μεγάλη παράδοση του ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος, δεν αφορά μόνο την μετάφραση, την έκδοση και την ενσωμάτωση σε κείμενα κλπ. μεγάλου μέρους του έργου της  αλλά και μια ευρύτερη υπαρξιακή, κοσμοθεωρητική και αισθητική συγγένεια. Οι συγγραφείς των Σημειώσεων έκαναν την σκέψη το έσχατο όπλο της απελπισίας, εστιάζοντας μεταξύ άλλων στην απολυτρωτική σημασία που κλείνει μέσα της η αυθεντική αισθητική μορφή. Ο αγώνας για την αισθητική έκφραση γίνεται όχι υποκατάστατο αλλά η ίδια η καρδιά, η πεμπτουσία του πολιτικού αγώνα, όταν αφορά την ανθρώπινη ελευθερία και την ανθρώπινη ευτυχία.

Ο Κώστας Δεσποινιάδης παρουσιάζει τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο ως εκδότη και την περίπτωση των εκδόσεων «Έρασμος». Μέσα στα περίφημα λευκά, ομοιόμορφα εξώφυλλα (μια σαφής «ασκητικότητα» της μορφής) ξεδιπλωνόταν ένα ευρύ φάσμα στοχασμού και λογοτεχνικής έκφρασης, με έμφαση σε μια λακωνικότητα που γνωρίζει ότι το ουσιώδες δεν χρειάζεται πολύ χώρο για να εκφραστεί. Ο εκδοτικός οδικός χάρτης των Σημειώσεων συνιστά ένα φάσμα εκλεκτικών συγγενικών, αναφορών και «προτάσεων» του Λυκιαρδόπουλου και προσφέρει σημαντικά και κρίσιμα κείμενα της αιρετικής ευρωπαϊκής σκέψης του 20ού αιώνα, από την Σχολή της Φρανκφούρτης (Αντόρνο, Χορκχάϊμερ, Μαρκούζε, Μπένγιαμιν),  αιρετικούς και αποκλίοντες μαρξιστές (Λούκατς, Μπλοχ, Λεφέβρ), λαμπρούς στοχαστές και φιλοσόφους (Κασίρερ, Άρεντ, Φουκώ, Μερλώ – Ποντύ, Ζίμελ, Σόλεμ), θεωρητικούς της λογοτεχνίας (Μπέλυ, Σκλόβσκι, Στάινερ) κ.ά.

Οι Στέφανος Ροζάνης και Τάσος Πορφύρης καταθέτουν κείμενα για την ποίηση του Λυκιαρδόπουλου, οι Μάρκος Μέσκος και Γιάννης Πατίλης του γράφουν γι’ αυτόν από ένα ποίημα, ενώ περιλαμβάνονται ακόμα τα κείμενα των Βασίλη Αλεξίου Η ά-νοστος πατριδογνωσία του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, Γιώργου Μερτίκας Ο χρόνος του ονείρου και η αλήθεια του βίου. Στο δεύτερο μέρος αναδημοσιεύονται κείμενα του ίδιου του Λυκιαρδόπουλου από παλαιότερα βιβλία του και από τεύχη των Σημειώσεων, καθώς και είκοσι ποιήματα και πλήρης εργογραφία. Ένα πλήρες αφιέρωμα.

[σελ. 143]