Διονύσης Ελευθεράτος – Εξουσία, τι μπάλα παίζεις;

Μαύρα γήπεδα με γραβατωμένους παίκτες

Γήπεδο Μεστάγια, Βαλένθια, 2009, τελικός Ισπανικού Κυπέλλου «Copa del Rey». Οι οπαδοί των φιναλίστ Μπαρτσελόνα και Ατλέτικο Μπιλμπάο δύσκολα ξεχωρίζουν μεταξύ τους: τόσο στους δρόμους όσο και στις κερκίδες οι μεν συχνά φέρουν τα χρώματα και τις σημαίες των δε. Παρουσία του βασιλιά Χουάν Κάρλος και πλήθους επισήμων, ο ισπανικός εθνικός ύμνος καλύπτεται από τα σφυρίγματα Βάσκων και Καταλανών! Ο διακοσμητικός βασιλιάς τώρα δεν μπορεί να επαναλάβει την φράση που είπε στον Τσάβες («γιατί δεν το βουλώνεις;») – πώς να το πεις σε δεκάδες χιλιάδες Βάσκους και Καταλανούς, που συν τοις άλλοις συμμαχούν;

Μπορεί ο Θαπατέρο να μιλούσε για την Ισπανία της ποικιλότητας (λες και πρόκειται για αγροτικές καλλιέργειες) αλλά την τελευταία πενταετία, το συνηθέστερο που παθαίνει στη Χώρα των Βάσκων οποιοσδήποτε (φυσικό πρόσωπο ή πολιτικός φορέας) υποστηρίζει το αίτημα της αυτονομίας είναι να τυλίγεται σε μια κόλλα δικαστικού χαρτιού και να αντιμετωπίζεται ως τρομοκράτης. Οι περιπτώσεις είναι τόσες πολλές ώστε οι καταγγελίες για «επιχείρηση εξάλειψης της εθνικής ταυτότητας των Βάσκων» στην βασική βουλή να είναι δικαιολογημένες. Λίγες μέρες μετά ήρθε και ο τελικός, ενώπιον του πειθήνιου Χουάν Κάρλος που άλλωστε υπήρξε πάντα το χαϊδεμένο παιδί του Φράνκο, ακριβώς επειδή δεν ψέλλισε ποτέ τίποτα για δημοκρατικές ελευθερίες, όπως οι άλλοι του θρόνου διεκδικητές.

Λονδίνο, 1982. Τελικός Κυπέλλου Αγγλίας, μεταξύ Τόττεναμ και Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς. Εδώ κι ένα χρόνο το μικρό νησιωτικό σύμπλεγμα Φόλκλαντ ή Μαλβίνες αποτελεί αντικείμενο πολέμου μεταξύ Αγγλίας και Αργεντινής. Καθώς βασικές μονάδες της Τότεναμ και πολυαγαπημένοι της κερκίδας είναι οι περίφημοι διεθνείς αργεντινοί Βίγια και Αρντίλες, το πλανώμενο ερώτημα είναι: πώς θα παραταχθούν οι νυν εχθροί της χώρας στο ναό του αγγλικού ποδοσφαίρου, πώς θα ανταλλάξουν χειραψίες με τη βασίλισσα; Τελικά στους δυο τελικούς αμφότεροι είναι …άφαντοι. Εντέλει ο Αρντίλες πήγε (ή στάλθηκε) δανεικός στην Παρί ΣΖ, ο δε Βίγια αποφάσισε να παραμείνει στην ομάδα κι έγινε κόκκινο πανί. Η υποκριτική διπλωματία πάντως στον τελικό υπερίσχυσε όλων. Δυο μήνες μετά, ο πόλεμος των 74 ημερών τελειώνει, αλλά το εθνικιστικό πνεύμα θα παραμένει εσαεί. Όσο για τον πόλεμο, ο Μπόρχες τα είπε όλα: «Ήταν ο καβγάς δυο φαλακρών για μια τσατσάρα…».

Αργεντινή, δεκαετία ’90. Ο πρόεδρος της Αργεντινής Κάρλος Μένεμ έχει εκδηλώσει δημοσίως την αμέριστη αγάπη του για την Ρίβερ Πλέιτ· προτίμηση πολιτικώς παρακινδυνευμένη, εφόσον η ομάδα θεωρείται η «επίσημη αγαπημένη» των εύπορων, ενώ η Μπόκα Τζούνιορς υποστηρίζεται από τις λαϊκές τάξεις. Πώς μπορεί λοιπόν να ισορροπήσει την «πολιτική» απρονοησία; Απλούστατα υποχρεώνοντας την …κόρη του να γίνει οπαδός της Μπόκα Τζούνιορς! Τουλάχιστον η νέα της ομάδα έχει … ειδικό νεκροταφείο μόνο για τους φίλους της, με συγκεκριμένες κρατημένες θέσεις για πιστούς, παίκτες και παράγοντες, ενώ τα άνθη είναι πάντα μπλε και κίτρινα (αυτό είναι που λέμε το ποδόσφαιρο ως θέμα ζωής και θανάτου). Παρόμοια αλλαγή ομάδας έκανε και ο άγγλος πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ: την εποχή που ζητούσε μια ενδεδειγμένη ποδοσφαιρική ταυτότητα οι σύμβουλοί του συνέστησαν να αποφύγει την άχρωμη και βαρετή Arsenal (προ Βενγκέρ) και έστρεψαν προς την Τσέλσι, ως περισσότερο συμβατή με το target group του Συντηρητικού Κόμματος. Λίγο καιρό αργότερα η Sun αποκάλυπτε πως ο ίδιος έκανε σεξ φορώντας την φανέλα της…

Ρωσία, Σιβηρία, 2009. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν ανοίγει τους κρουνούς των χρημάτων (περίπου 4, 5 εκατομμύρια ευρώ) προς όφελος της ποδοσφαιρικής ομάδας Τομ Τομσκ που μόλις απέφυγε τη χρεοκοπία· η αίτησή του προς τις επτά μεγαλύτερες ρωσικές ενεργειακές εταιρίες ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει το απαραίτητο ποσό. Τι είδους πολιτικά οφέλη έχει ο πρόεδρος σώζοντας μια τέτοια ομάδα; Η Τομ Τομσκ τα τελευταία χρόνια επιβίωνε χάρη στα χρήματα του βασικού χορηγού της, επιχειρηματία Μιχαήλ Χανταρκόφσκι, από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ρωσίας. Ο Χανταρκόφσκι είχε αρνηθεί να δεχτεί τους κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού που υπαγόρευσε το Κρεμλίνο για εκείνους που έγιναν ζάπλουτοι στην πρώτη μετασοβιετική περίοδο (εποχή Γέλτσιν, 1990 – 1999) σε ταχύτατο χρόνο και με αδιανόητες μεθόδους. Ο Πούτιν τον φιλοδώρησε με δικαστικές διώξεις που είχαν ως αποτέλεσμα βαριές κατηγορίες, πολύχρονη φυλάκιση και κρατική αφομοίωση των επιχειρήσεών του, δράττοντας την ευκαιρία να γίνει ο ίδιος ευεργέτης της Τομσκ αλλά και να αποδείξει «κοινωφέλεια» του νέου status της χώρας.

Γαλλία, 1998, προημιτελικά Μουντιάλ. Οι Γερμανοί συντρίβονται με 3-0 από τους Κροάτες, τέσσερα χρόνια μετά την άλλη μουντιαλική προημιτελική ήττα από τους Βούλγαρους. Η παροιμιώδης γερμανική ψυχραιμία κάνει φτερά και ο Λόταρ Ματέους θεωρεί «πατέρα της ήττας» τον πρώην υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Χανς Ντίντριχ Γκένσερ, αφού «αυτός φαγώθηκε να γίνει ανεξάρτητο κράτος η Κροατία». Ο Γκένσερ άμεσα αντιγύρισε ανάλογη απάντηση: «Ο Λόταρ θα έπρεπε να μου χρωστά ευγνωμοσύνη για αυτό. Αν η Κροατία μας έβαλε τρία γκολ, μια ενιαία Γιουγκοσλαβία πόσα θα μας έβαζε; Έξι;». Ας τονιστεί πάντως ότι στο πολιτικό πόκερ για το μέλλον της Γιουγκοσλαβίας ο Γκένσερ αποδείχθηκε αποφασιστικός παίκτης – σύμμαχος των Κροατών, τους οποίους και προέτρεπε να κηρύξουν ανεξαρτησία ενάντια σε κάθε συμφωνία, πιθανώς και λόγω των ιστορικών δεσμών Γερμανίας – Κροατίας (κυρίως από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου η δεύτερη υπήρξε κράτος – υποχείριο του Τρίτου Ράιχ).  Διόλου τυχαία και η θερμή αγάπη του Πάπα για τον Φράνιο Τούτζμαν.

Εν έτει 1998 ο εκνευρισμός ενός διάσημου ποδοσφαιριστή και η χλευαστική απάντηση ενός – επίσης διάσημου – τέως υπουργού Εξωτερικών «ανακεφαλαιώνουν» την αιματηρή διάλυση μιας χώρας. Ξαναγράφουν τα «πρέπει» της Ιστορίας με γνώμονα την τσαντίλα και τον χαβαλέ, κάνουν τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν στη Γιουγκοσλαβία να μοιάζουν με ασήμαντα σταξίματα μελανιού σε ένα αναθεματισμένο, ποδοσφαιρικό «φύλλο αγώνα». […]. Τι δείχνει ο πιο σημαντικός Γερμανός ποδοσφαιριστής της γενιάς του, όταν εύχεται να μην είχε γεννηθεί ποτέ το «κράτος – μικρό αδελφάκι» της Γερμανίας, μόνο και μόνο επειδή η ομάδα του έχασε σε ένα ματς; Δείχνει ότι είναι ασταθέστατες οι λυκοφιλίες που γεννιούνται υπό συνθήκες έξαρσης των εθνικισμών. Ότι οι περίφημες «αδελφοσύνες» και τα «κοινά πεπρωμένα» πάνε περίπατο, μόλις κάποιος εκ των «αδελφών» δει το δικό του συμφέρον να πλήττεται ή ακόμη και την …ποδοσφαιρική εστία του να παραβιάζεται… [σ. 156]

Από τον Μπερλουσκόνι που περιχαρής μετά το 4-1 της Μίλαν προς την Λα Κορούνια στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ δίνει δημοσίως γραμμή στον προπονητή Αντσελότι που δεν τολμάει να φέρει αντίρρηση και στη ρεβάνς η Μίλαν ηττάται με …4-0 μέχρι τον Τζίτζι Μπεκάλι, ζάπλουτο ιδιοκτήτη της Στεάουα Βουκουρεστίου και πολιτικό παράγοντα στη Ρουμανία (ευρωβουλευτή με το ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα «Μεγαλύτερη Ρουμανία») που παραγγέλνει πίνακα με Ιησού τον εαυτό του και δώδεκα μαθητές τους έντεκα παίκτες της ομάδας με τον προπονητή τους, οι ιστορίες είναι ατέλειωτες. Μιλάμε για δεκάδες ιστορίες από κάθε άκρη του ποδοσφαιρικού και μπασκετικού κόσμου και κάθε μορφή συλλογικής και διασυλλογικής οργάνωσης που δεν χαρακτηρίζεται μόνο από σπαρταριστό σχολιασμό αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συγχρονικές διαχρονικές συνδέσεις. Πάνω απ’ όλα όμως εδώ περιγράφονται οι «άλλοι» αγώνες, όπου το τερέν είναι βρώμικο όσο και η πολιτική, το έπαθλο είναι η εξουσία και οι παίκτες δε φοράνε φανέλες και σορτσάκια αλλά κοστούμια και γραβάτες.

Ο Διονύσης Ελευθεράτος (γεν. 1961) είναι δημοσιογράφος κοινωνικοπολιτικής αρθρογραφίας. Ανάμεσα στις παλαιότερες συνεργασίες του υπήρξε η Sportday και το SportFM, όπου και οι εξαιρετικές δίωρες μεταμεσονύκτιες εκπομπές διαλόγου (και με εναρκτήριο κομμάτι πάντα το Midnight Rumbler των Stones σε live εκτέλεση). Τελευταία βρίσκω κείμενά του στην iefimerida.gr.

Εκδ. Τόπος, 2010, εισαγ.: Παντελής Μπουκάλας, 357 σελ., με δισέλιδη βιβλιογραφία.

Στις φωτογραφίες: «Στρατηγός» Φράνκο και «Βασιλιάς» Χουάν Κάρλος, πάντα σύμμαχοι. / Αύγουστος 1978, λίγο καιρό μετά το βρώμικο Μουντιάλ της Αργεντινής, Αρντίλλες και Βίγια υπογράφουν στην Τότεναμ και παίρνουν ένα σύντομο … μάθημα αγγλικών. / Ο Κάρλος Μένεμ ποδοσφαιρίζει με την ομάδα των παλαίμαχων εκείνου του Μουντιάλ… / Ο Βλαντιμίρ Πούτιν περιχαρής υποδέχεται την είδηση της διοργάνωσης του Μουντιάλ του 2018 στην Ρωσία. / Μιλόσεβιτς, Τούτζμαν, Κάρατζιτς, σχεδιάζουν τον βολικότερο δυνατό χάρτη της  Γιουγκοσλαβίας. Το βιβλίο έχει ιστορίες ποδοσφαιρικής εμπλοκής για τον καθέναν τους. / Λόταρ Ματέους: κάτοχος της μνημειώδους φράσης. / Ο Μπερλουσκόνι παραδίδει σεμινάριο προπονητικής στον πρόθυμο Αντσελόττι. / Πάολο Μαλντίνι: ένας από τους παίκτες για τους οποίους είχε προσληφθεί ειδικός image maker στην Μίλαν, τα έσοδα του οποίου φρόντιζε να αποκρύπτει ο αντιπρόεδρος και δεξί χέρι του «Καβαλιέρε» Αντριάνο Γκαλιάνι.  Θα μπορούσε πάντως η χειρονομία του να απευθύνεται σε πολλούς από τους παραπάνω. / Μονρόβια, Λιβερία: αυτό που μένει όταν η εξουσία κάνει το παιχνίδι της.

Πρώτη δημοσίευση στο mic.gr υπό τον τίτλο Kick the ball or kick them all?

Jean Echenoz – Δρόμος αντοχής

Ο άτοπος Ζάτοπεκ

Όταν οι Γερμανοί μπαίνουν στη Μοραβία και καταλαμβάνουν την Οστράβα, πόλη του άνθρακα και του χάλυβα, ο Εμίλ Ζάτοπεκ είναι εσωτερικός στο τεχνικό λύκειο και βοηθός στο δυσώδες τμήμα του καουτσούκ, με τον αποπνικτικό αέρα, τους εξοντωτικούς ρυθμούς και τις ακαριαίες τιμωρίες αφαίρεσης μισθού για το παραμικρό λάθος, αργότερα δε στο χημικό ινστιτούτο, σ’ ένα παγωμένο υπόστεγο γεμάτο νταμιζάνες με οξέα και στα νυχτερινά μαθήματα της ανωτέρας χημικής σχολής. Οι επιχειρήσεις οργανώνουν έναν ετήσιο αγώνα δρόμου (Γύρος του Ζλιν) που ο ίδιος υποχρεώνεται να συμμετάσχει αλλά απεχθάνεται, καθώς όλοι είναι υποχρεωμένοι να φορούν τη φανέλα με το λογότυπο της εταιρείας. Οι σβαστικοφόροι επιθυμούν να δείξουν πως ο στρατός κατοχής είναι υποδειγματικός και οργανώνουν «υποχρεωτικές» αθλητικές εκδηλώσεις και αγώνες για τους νέους. Στην πρώτη κούρσα ανωμάλου δρόμου εννέα χιλιομέτρων απέναντι σε μια αλαζονική γερμανική ομάδα τερματίζει δεύτερος, υπό την έκδηλη δυσαρέσκεια των αρίων. Ένας προπονητής τοπικού συλλόγου ενδιαφέρεται γι’ αυτόν: Παράξενα τρέχεις, αλλά δεν τρέχεις άσχημα. Ο Εμίλ αγνοεί την πρώτη φράση και συγκρατεί τη δεύτερη.

…ίσως το τρέξιμο επιτρέπει να σκέφτεσαι άλλα πράγματα….

Αρχίζει να τρέχει μόνος του, από απλή ευχαρίστηση. Όταν νυχτώνει και δεν μπορεί κανείς να τον δει, κάνει όσο πιο γρήγορα μπορεί την διαδρομή εργοστάσιο – δάσος και πίσω. Αρχίζει ν’ αγαπά το στάδιο, κι ας είναι εγκλωβισμένο στη βιομηχανική ζώνη, απέναντι από το εργοστάσιο ηλεκτρισμού, κι ας φέρνει τον καπνό απ’ τις τσιμινιέρες στα μάτια των αθλητών. Το τρέξιμο είναι γι’ αυτόν ψυχαγωγία, που αντιλαμβάνεται όμως πως πρέπει να την μάθει. Τον χειμώνα προπονείται αψήφιστα, ενόσω οι άλλοι ξεκουράζονται στα σπίτια τους. Τρέχει στις δημοσιές, στα χωράφια, παντού και σε οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Αρνείται κάθε χρήση τεχνικής: «αφού τρέχω που τρέχω, αρκεί που τρέχω γρήγορα». Σύντομα επινοεί το άγνωστο μέχρι τότε τελικό σπριντ. Μια πειθαρχική ποινή τον οδηγεί στο πόστο της κονιοποίησης πυριτικών αλάτων, και σκεπασμένος με άσπρη σκόνη μοιάζει με φάντασμα εν διαρκεί απνοία.

Στο Ζλιν τρέχει τα πέντε χιλιάδες μέτρα σ’ ένα τέταρτο. Κανείς δεν το πιστεύει· θεωρούν ότι πρόκειται για τηλετυπικό λάθος ή για πειραγμένο χρονόμετρο. Στον κοιτώνα της τεχνικής σχολής ζεσταίνονται με σόμπα από τα σκουπίδια και απαγορευμένα ξύλα από τα ερείπια. Το στάδιο είναι κλειδωμένο λόγω κατοχής αλλά εκείνος σκαρφαλώνει τη μάντρα, μπαίνει στα αποδυτήρια κι από εκεί στο αγριοχορταριασμένο γήπεδο για να προπονείται. Στην τελετή έναρξης του πρώτου μεταπολεμικού πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος στο Όσλο αναγκάζεται να παρελάσει χωρίς φόρμες προπόνησης, μόνο με φανέλα και σορτσάκι. Στο πρωτάθλημα των συμμαχικών ενόπλων δυνάμεων στο Βερολίνο ψάχνει μόνος του το στάδιο κι αγωνίζεται να πείσει τους φύλακες πως συμμετέχει στους αγώνες.

Ευχαρίστως θα τα παρατούσε τώρα, αλλά είναι λίγο αργά. Πολύ αργά: η μπάντα παιανίζει τις πρώτες νότες από ένα εμβατήριο. Οι αθλητές μπαίνουν στο στάδιο από την κεντρική πύλη κι αρχίζουν να παρελαύνουν μπροστά στις κερκίδες κάτω από ζητωκραυγές, όλοι ζωηρά ντυμένοι με τις ωραίες τους φόρμες. Αλλά όταν μόνο ένα άτομο εμφανίζεται πίσω από την πινακίδα Czechoslovakia, μόνο του και ντυμένο μόνο μ’ ένα σορτσάκι και μια ξεθωριασμένη φανέλα, το στάδιο πέφτει κάτω από τα γέλια. Οι έκτακτοι απεσταλμένοι βγάζουν το σημειωματάριό τους απ’ την τσέπη τους και σαλιώνουν τα χείλη τους στιλβώνοντας τα επίθετά τους για ν’ αποδώσουν καλά τη σκηνή… [σ. 45]

Λίγο αργότερα, με τον εξωφρενικό τρόπο τρεξίματος, ξεχύνεται στη τελική ευθεία και κόβει το νήμα, συνεχίζοντας και μετά τον τερματισμό να τροχάζει χαμογελαστός, σαν να ’θελε να ξαναβρεί τη φόρμα το μετά απ’ τη δοκιμασία. Το τρέξιμο του Εμίλ είναι βαρύ, άχαρο, μαρτυρικό, εντελώς ακανόνιστο. Η ένταση γράφεται στο πρόσωπό του με ζάρες, μορφασμούς και μια μόνιμη σύσπαση στο σώμα· ένα σώμα του κλυδωνίζεται αδιάκοπα, ταλαντευόμενο εκ δεξιών προς τα αριστερά. Αλλά μόλις έχει αρχίσει η βασιλεία του τρεξίματος του, η βασιλεία της αδιανόητης τροχιάς του στο κοσμικό αθλητικό σύμπαν.

Αυτήν ακριβώς την τροχιά του Τσέχου δρομέα μεγάλων αποστάσεων (1922 – 2000), πρωταθλητή στα πέντε, στα δέκα και στα μαραθώνια χιλιόμετρα, τριπλού χρυσού μεταλλίστα σε οκτώ ημέρες στο Ολυμπιακό Ελσίνκι, του ανθρώπου – ατμομηχανή (κάθε φορά έδινε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να καταρρεύσει, πράγμα που δεν έγινε ποτέ) ξαναγράφει ο Γάλλος συγγραφέας, με ελλειπτικό τρόπο και για επιλεγμένα της σημεία. Φυσικά ο λεπτοείρων Εσνόζ αδιαφορεί για κάθε ηρωοποίηση ή εξιδανίκευση ενός υποτιθέμενου νιτσεϊκού υπεράνθρωπου. Αντίθετα επιφυλάσσει ζεστή ματιά για τον αθλητή άνθρωπο και παγερή, ειρωνική για το πολιτικό του περιβάλλον. Τον ξέρουμε άλλωστε καλά τον Εσνόζ: διαβάζεται «εύκολα» και μας ψυχογραφεί το ίδιο εύκολα, ώστε να μας παρουσιάσει τις πλευρές που επιθυμεί χωρίς να το πάρουμε είδηση. Το έχει ξανακάνει με τις Ψηλές ξανθές, με τον Ραβέλ κι όλους όσους πέφτουν στην πένα του. Άλλο βέβαια αν μας διαφεύγουν κι άλλες, δεύτερες και υπογειώτερες αναγνώσεις της γραφής του.

Είναι γνωστή η πτώση του Ζάτοπεκ: σ’ ένα σχεδόν νομοτελειακό κλείσιμο του κύκλου των έξωθεν επεμβάσεων, η ανοιχτή του συμπαράσταση στον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ μετά την Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία του ξήλωσε τα κομμουνιστικά του αξιώματα και τον έστειλε απολυμένο, διαγραμμένο κι αποστρατευμένο οδοκαθαριστή στους δρόμους, ώστε να αποδείξει έμπρακτα την μετάνοιά του και την υποταγή του στο ανθρωπιστικότατο κράτος. Το να σταθείς δίπλα στον εξεγερμένο λαό της Πράγας αποτελούσε βέβαια έγκλημα εσχάτης προδοσίας. Ούτε που το σκέφτηκε να αυτοεξοριστεί: αποδέχτηκε την θέση του αποθηκάριου σε ορυχεία ουρανίου και αργότερα στα υπόγεια του Αθλητικού Κέντρου Πληροφοριών. Άραγε η δήλωση ομολογίας, η υπογραφή της αυτοκριτικής του και η φράση «μπορεί και να μην άξιζα για παραπάνω» δείχνουν συμβιβασμό ή ήρεμη αποδοχή κάθε αναπότρεπτης κατάστασης που απαρτίζει την ζωή ονοματίζοντάς την;

Η εξουσία επιχειρεί να ταπεινώσει, αλλά η ταπεινότητα αντιστέκεται…

… γράφει στο τέλος ο Αχιλλέας Κυριακίδης σ’ ένα είδος επίμετρου που καθίσταται απαραίτητο σε κάθε έκδοση. Ο επιμετρών μάς θυμίζει την φράση του Μπορίς Βιαν το χιούμορ είναι η ευγένεια της απελπισίας, μας υποδεικνύει την τεχνική του δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ (που διαφέρει απ’ το ρεπορτάζ καθώς εδώ υπεισέρχεται η άποψη του δημιουργού ήδη από το μαιευτήριο του μοντάζ) – ήταν καιρός ο κινηματογράφος ν’ αρχίσει να επιστρέφει στη λογοτεχνία λίγα λίγα απ’ τα χρωστούμενα – τον γνωστό εκμυστηρευτικό τόνο και την ειρωνική λεπτομερειακότητα (για να κρύβει την βαθιά υπαρξιακή μελαγχολία) του Εσνόζ και μας θυμίζει πώς μετασκευάζεται με στιλ σε περιπέτεια λόγου μια ζωή κλειστοφοβική εντός οκτώ απαράλλαχτων κουλουάρ στίβου από έναν εκ των δυο [ο έτερος είναι ο Περέκ] κορυφαίων γάλλων μοντερνιστών συγγραφέων του 20ού αιώνα.

Αν ο Ζάτοπεκ εντυπωσίασε και αγαπήθηκε για την αυτονόητη σχεδόν αποδοχή μιας αδιανόητης ικανότητας, η κοσμική του τροχάδην τροχιά ακόμα φωτίζει μια συνηθισμένη ζωή ενός συνηθισμένου ανθρώπου που έκανε το τρέξιμο ευχαρίστηση. Δεν σταμάτησε να τρέχει για την ευχαρίστησή του, ακόμα κι όταν η Λαϊκή Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας τον χρησιμοποιούσε όπως την βόλευε για να θριαμβεύει σε αγώνες και να προσωποποιεί τον ακούραστο εργάτη, ακόμα κι όταν οι απλοί τσεχοσλοβάκοι πολίτες  τον έβλεπαν στο δρόμο να μαζεύει τα σκουπίδια κι έσπευδαν οι ίδιοι ν’ αδειάσουν τους κάδους: έτρεχε γύρω από το απορριματοφόρο για να ευχαριστηθεί και να τους ευχαριστήσει. Τα συνολικά χιλιόμετρα που έτρεξε αντιστοιχούν στο γύρο της γης επί τρεις φορές.

Ιδού ένα βιβλίο που μπορεί αν διαβαστεί απ’ τον οποιοδήποτε κι ο οποιοσδήποτε μπορεί να το διαβάσει αλλιώς.

Εκδ. Πόλις, 2010, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, 162 σελ., με οκτασέλιδο επίμετρο του μεταφραστή [Jean Echenoz – Courir, 2008]

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr υπό τον [εσνοζικώς εμπνευσμένης ειρωνείας] τίτλο: Run, Emil, run!