Uwe Johnson – Το τρίτο βιβλίο για τον Άχιμ

JOHNS COVERΗ απροσπέλαστη βιογραφία ενός κρατικού αθλητή

Ποιος ήταν ο Άχιμ; Ήταν ένας ποδηλάτης, διότι ποδηλατούσε μαζί με άλλους προσπαθώντας να είναι ο ταχύτερος. Ναι αλλά είχε φίλους; Είχε φίλους τον κόσμο. Δεν ήταν σχεδιαστής μηχανολογικού το επάγγελμά του; δούλευε για την ανοικοδόμηση του κράτους. Θα έκανε οικογένεια; θα μεγάλωνε την κοινότητα ενός μέρους του γερμανικού λαού. Και επεδείκνυε στην οικουμένη μόνο το ποδήλατό του ή μήπως και την υπηκοότητά του; Και τι είναι αυτό που στην περίπτωση ενός ανθρώπου σαν τον Άχιμ πρέπει να λάβει κανείς υπ’ όψιν του σύμφωνα με τον όμιλο του θεματοφύλακα: τα πάντα, μην ξεχάσεις τίποτε. Είχε κανείς το δικαίωμα να ξεχωρίσει το ένας από το άλλο, να ξεχάσει το ένα προς όφελος του άλλου; [σ. 145]

 Ο δυτικογερμανός δημοσιογράφος Καρς δέχεται την τιμητική πρόταση από έναν ανατολικογερμανικό εκδοτικό οίκο για να συγγράψει την ολοκληρωμένη βιογραφία του πρωταθλητή ποδηλασίας Άχιμ. Θα είναι η τρίτη, η καλύτερη, η οριστική βιογραφία του πλέον επιτυχημένου αθλητή της «καλύτερης Γερμανίας», δηλαδή της Ανατολικής. Ο Άχιμ είναι ο απόλυτος «ήρωας της εργατικής τάξης», το πρότυπο μιας ολόκληρης κοινωνίας και ο μείζων αντίπαλος κατά των δυτικογερμανών καπιταλιστών «συνωμοτών». Το ταξίδι του δημοσιογράφου στην Ανατολική Γερμανία προτείνεται από την ηθοποιό Κάριν, πρώην σύντροφό του και νυν  του πρωταθλητή.

WIRECENTERO Ούβε Γιόνζον [1934 – 1984], ο πλέον μοναχικός συγγραφέας της μεταπολεμικής γερμανικής λογοτεχνίας (αν εξαιρέσεις τον Βόλφγκανγκ Καίππεν), ξεχωρίζει από τους ομότεχνούς του για τρεις κυρίως λόγους, γράφει στο πλούσιο επίμετρο ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος: γιατί αναδεικνύεται σε λογοτέχνη της «γερμανο-γερμανικής λογοτεχνίας», επειδή είναι ένας δύσκολος χαρακτήρας και λογοτέχνης που αισθάνεται άβολα τόσο στον ανατολικό όσο και στον δυτικό τομέα της Γερμανίας και καταλήγει πολίτης του κόσμου (εδώ συγκρίνεται με τον Άρη Αλεξάνδρου), παράλληλα με την εσωτερική εξορία και μοναξιά του παρά τις φιλίες του με τους Μαξ Φρις, Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν, Γκύντερ Γκρας κ.ά. και τέλος επειδή η αναζήτηση της πατρώας γης και της μητρικής γλώσσας θα αποβεί κύριο μέλημα του περίκλειστου έργου του.

9600326139_e8f8dedd7d_zΣ’ ένα βιογραφικό του σημείωμα ο συγγραφέας αναφέρει τη συμμετοχή του στον ποδηλατικό Γύρο της Γαλλίας, με ένδειξη μάλιστα ενός ρεπορτάζ υπό ψευδώνυμο. Όμως ο Γιόνζον ποτέ δεν υπήρξε αθλητής· αντίθετα, το ενδιαφέρον του για την ποδηλασία υπήρξε λογοτεχνικό – δημοσιογραφικό. Ακριβώς αυτή η διπλή αναζήτηση τόσο σε λογοτεχνικό – δημοσιογραφικό όσο και υπαρξιακό επίπεδο υπήρξε το ζητούμενο για τον συγγραφέα που ως φόρμα επιλέγει μια σειρά ερωταποκρίσεων. Δημιουργείται έτσι η αίσθηση ενός διαλόγου που παραπαίει ανάμεσα σε συνέντευξη και ανάκριση, ενώ η επιχειρούμενη βιογράφηση του ποδηλάτη αντλεί και εμπλουτίζεται από πλήθος πηγών – αρχεία, προφορικές αφηγήσεις, προσωπικές και συλλογικές μνήμες κλπ.

Έτσι όπως ορθά μας καθοδηγεί ο επιμετρητής η «έκκεντρη» αυτή φόρμα μας θυμίζει τον Στίλλερ του Μαξ Φρις, η πολυπρισματική αφήγηση τον Φώκνερ και το Νέο Μυθιστόρημα, το βιβλίο μοιάζει με την γερμανική εκδοχή της Αληθινής ζωής του Σεμπάστιαν Νάιτ του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και επηρεάζει το Δοκίμιο για το τζουκ-μποξ του Πέτερ Χάντκε. Στην ουσία πρόκειται για απόπειρα μιας καταγραφής και ταυτόχρονα καταγραφή μιας απόπειρας να περιγραφεί μια ζωή. Όμως όσο περισσότερο εισδύει ο Καρς στην ζωή του Άχιμ, τόσο περισσότερο βρίσκεται σε περιπλεγμένες διαδρομές και ημίφωτους δρόμους.

Stamp_-_GDR_20_Pfennig_-_Road_Cycling_World_Championships_1960Η παιδική ηλικία, η ένταξη στις πολιτικές νεολαίες, η ιστορία της οικογένειας, η κομματική ένταξη, η αθλητική ιδιότητα, η καθημερινή ζωή, ο οικείος περίγυρος, η ερωτική σύντροφος, η συμμετοχή στους αγώνες, η εξωαγωνιστική συμπεριφορά, οι επιβεβλημένες υποχρεώσεις όλα συνθέτουν μια σύνθετη εικόνα, όπου πλείστα μέρη μοιάζουν να να αντιφάσκουν ή και να αλληλοαναιρούνται. Οι γνώμες των τρίτων, οι απόψεις των ανωνύμων, οι επιταγές των κρατικών υπαλλήλων και η υστερία της κοινής γνώμης συσκοτίζουν ακόμα περισσότερο την βιογραφούμενη προσωπικότητα και θρυμματίζουν κάθε συνολική σύνθεση. Μένει μόνο μια κατακομματιασμένη εικόνα, που διαθλάται κι αυτή στην προσωπική ματιά του βιογράφου, έτσι όπως επιχειρεί να αποτυπώσει την ατμόσφαιρα και το κλίμα γύρω και πάνω στο Άχιμ.

lötzsch1Ο πατριώτης αθλητής είναι καταδικασμένος στην υποχρέωση της πρωτιάς· αλλιώς τι πρότυπο θα είναι; Όταν τερματίζει τέταρτος σ’ έναν διεθνή αγώνα ορεινής ποδηλασίας οι εφημερίδες είναι αμήχανες αλλά φροντίζουν να του υπενθυμίζουν την μέγιστη υποχρέωσή του και τα σχετικά κρατικά ανταλλάγματα…Τον Άχιμ δεν τον ξεχνούσαν, μάλιστα του θύμισαν τα άδεια ακριβοπληρωμένα δωμάτια του διαμερίσματός του, που ήταν δημόσιος χώρος και ανταλλάξιμος και παρόμοιος με αποβάθρα του σταθμού ή με φουαγιέ  κινηματογράφου και με όλα τα μέρη που δεν κατοικούνται, στα οποία όμως μπορείς να συναντάς άλλους και να κουβεντιάζεις λιγάκι, ξέρεις τι εννοώ.[σ. 180 – 181]

3295747750-Ο Κάρς βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με τους μηχανισμούς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας που επιχειρούν να τον κατευθύνουν προς τη δημιουργία ενός ηρωικού πορτραίτου και να τον απομακρύνουν από άλλες ανεπιθύμητες διαδρομές. Απότην απροκάλυπτη λογοκρισία μέχρι την τραγελαφική αναζήτηση μιας γραφομηχανής – για την αγορά της οποίας απαιτούνταν τα στοιχεία της ταυτότητας για τα αστυνομικά αρχεία – αλλά και από την διακριτική παρακολούθηση της μυστικής αστυνομίας μέχρι το ευρύτερο κλίμα φόβου και μυστικοπάθειας, ο ερευνητής όχι μόνο αδυνατεί να επιδοθεί στο έργο του αλλά μοιάζει και η ίδια του η προσπάθεια να αποτελεί έργο άλλων.

(Βέβαια η δική του ήταν η μικρότερη σημαία, αλλά μήπως δεν ήταν οικονόμος;) Εκείνη που έπρεπε να περιγραφεί ήταν η αιφνίδια επιστροφή του στη μικρή πόλη μια Κυριακή μετά από δυο χρόνια και η θέα μιας πρόσφατα σφραγισμένης πόρτας και ο μοναχικός τρόμος σε ολόκληρο το ταξίδι της επιστροφής ανάμεσα σε εκδρομείς και ερωτικά ζευγαράκια στο τραίνο που πήγαινε με το πάσο του: κάτι έκανε, μα μπορείς να κάνεις κάτι μόνος σου, άξιζε να θυσιάσεις μια ολόκληρη ζωή; Τίποτε δεν μπορείς να κάνεις. Η γυναίκα του φοβόταν τα σήματα των ξένων ραδιοσταθμών, πρόσφατα είχαν πιάσει κάποιον γι’ αυτό το λόγο, δεν σκέφτεσαι τα παιδιά, γιατί δεν θέλεις να έχουμε την ησυχία μας. Σκέψου και σένα. [σ. 195]

Peace-Race-1960Ο Άχιμ εκπροσωπεί συλλογικά κάθε πρωταθλητή της ΛΔΓ που χρησιμοποιήθηκε ως μαζικό θέαμα και ως ηθικό υπόδειγμα προς όφελος της εξουσίας. Ειδικότερο πλησιέστερο πρότυπό του είναι ο ποδηλάτης Gustav Adolf “Taeve” Schur. O δημοφιλής «Ταίβε» έγινε σύμβολο της χώρας ιδίως σε αγώνα του 1960 κατά τον οποίο φρόντισε να παραπλανήσει τον Βέλγο αντίπαλό του, ώστε να συγκεντρώσει εκείνος όλη την προσοχή πάνω του και να επωφεληθεί άλλος ανατολικογερμανός ποδηλάτης στην κατάκτηση της πρώτης θέσης.

Ο Άχιμ δε χρειαζόταν παρά απλώς να συμμετάσχει. Η τακτική ήταν πάντα η αυτή: πάντα Πρώτος ερχόταν Ένας, όποιος έμενε πίσω έπρεπε κάθε φορά να βοηθά τους άλλους, η τεχνική αλληλοβοήθειας ήταν γνωστή από τα ειδικά εγχειρίδια και σε αυτήν ασκούνταν μανιωδώς όλοι οι πρωτάρηδες. Αλλά στο τέλος λόγος γινόταν μόνο για τον Άχιμ διότι ήταν το πρότυπό τους: και αυτό είναι αλήθεια· αλλά είναι συναρπαστικό για τον αναγνώστη; [σ. 216 – 217]

00141156Το παρελθόν του Άχιμ δεν είναι απλά αφώτιστο αλλά και επικίνδυνο. Οι σχέσεις του με την ναζιστική Γερμανία αλλά και την μετέπειτα Δυτική Γερμανία όπως και με παλιές και ξεχασμένες αντικαθεστωτικές ενέργειες βρίσκονται θαμμένες στα θεμέλια ολόκληρου του οικοδομήματος της σοσιαλιστικής συνείδησης και ηθικής, που υποτίθεται πως εκπροσωπεί. Άλλοτε η συλλογική αλήθεια υποχωρεί μπροστά στην προσωπική, άλλοτε η δημόσια ιστορία εκδικείται την ατομική. Και η αλήθεια μοιάζει πάντα φεύγουσα για τον ερευνητή, σαν κάτι που ήταν εξαρχής απροσπέλαστο. Δεν μένει λοιπόν παρά η περιγραφή μιας περιγραφής – αυτός ήταν και ο αρχικός τίτλος του βιβλίο, που διατηρήθηκε κατόπιν ως υπότιτλος.

Uwe Johnson, 1980Η επισφράγιση της αγαστής συνεργασίας μεταξύ αθλητισμού και εξουσίας έχει πολλές μορφές – με ανώτερη εκείνη της εκλογής στο κοινοβούλιο της χώρας. Κάπως έτσι και ο Ταίβε κατέληξε στην κορυφή της πυραμίδας, ενώ μια άλλη παράλληλη περίπτωση αποτελεί εκείνη του Wolfgang Loetzsch, που παρουσιάζεται στο ντοκιμαντέρ Sportsfreund Lötzsch  [Sacha Hilpert – Sandra Prechtel, 2007].

. Ο Γιόνζον δεν συνεργάστηκε με καμία εξουσία· εγκατέλειψε την Ανατολική Γερμανία το 1956 αλλά αρνήθηκε και να αποτελέσει μέρος της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας στο Δυτικό Βερολίνο, Ο «Λιποτάκτης από την Δημοκρατία» υπήρξε ταυτόχρονα και ανεπιθύμητος της Δύσης, πληρώνοντας το γνωστό τίμημα της ανεξάρτητης σκέψης και γραφής.

– Γιατί πολεμάει η Γερμανία;

– Γιατί δεν έχουμε αρκετό ζωτικό χώρο και επειδή οι άλλοι δεν αξίζουν τίποτε. [σ. 131]

uwe-johnson-in-berlinΕκδ. Ίνδικτος, 2006, μτφ. Τούλα Σιέτη, επίμετρο – επιμέλεια Κώστας Καλφόπουλος, 469 σελ., με εργοβιογραφία του συγγραφέα [Uwe Johnson – Das dritte buch über Achim, 1961].

Μεταξύ των εικόνων, το κόκκινο γραμματόσημο προς τιμήν του Taeve και ο χαμογελαστός Wolfgang Loetzsch.

Ιστολογιογραφία: Ναυτίλου Πλοήγηση εδώ κι εκεί.

Hans Fallada – O πότης

ΗLayout 1 μέθη του εθισμένου, η μεταμόρφωση του ανεπιθύμητου

Αυτός που βλέπετε εδώ μπροστά σας είναι ο γνωστός συγγραφέας Χανς Φάλλαντα, ή μάλλον ό,τι απέμεινε απ’ αυτόν, ύστερα από χρόνια εξάρτηση από το αλκοόλ και τη μορφίνη…έλεγε το 1946 στους φοιτητές του ένας καθηγητής της πανεπιστημιακής κλινικής του Βερολίνου παρουσιάζοντας τον συγγραφέα σε αναπηρικό καροτσάκι. Εκείνο το υπόλειμμα ανθρώπινης μορφής είχε μπροστά του μόνο ένα χρόνο ζωής, αλλά είχε προλάβει, έγκλειστος σε ναζιστικό ίδρυμα, να γράψει τον Πότη, το προτελευταίο συγκλονιστικό του μυθιστόρημα, τον Πότη που ήταν ο ίδιος.

Ο Χανς Φάλλαντα [ψευδώνυμο του Ρούντολφ Ντίτσεν (1893-1947)] δεν ήταν απλώς ένας γνωστός λογοτέχνης στη Γερμανία όταν ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία αλλά βρισκόταν ήδη και στην λίστα των «ανεπιθύμητων» συγγραφέων. Εν τούτοις αρνήθηκε να εγκαταλείψει την χώρα του και τη γλώσσα του, με αποτέλεσμα να χειροτερεύει ολοένα και περισσότερο η θέση του στη νέα κοινωνία αλλά και να υφίσταται τις πιεστικές λογοτεχνικές «παραγγελίες» του Γκέμπελς Η αιώνια αδυναμία των φασισμών: η απεγνωσμένη ανάγκη για την συμμαχία των συγγραφέων και η ανταλλακτική της χρήση. Εδώ το αντίτιμο ήταν ταπεινότερο από μια απελευθέρωση: προμήθεια με το τότε σπάνιο χαρτί. Φυσικά το επιθυμητό από το καθεστώς βιβλίο δεν γράφτηκε ποτέ·  ήταν ο Πότης που γράφτηκε εξολοκλήρου στο άσυλο, κρυπτογραφημένα, με διαδοχικό γράψιμο ανάμεσα στις γραμμές, γυρίζοντας κάθε φορά και τη σελίδα ανάποδα. Μπορεί κανείς να φανταστεί την υπερπροσπάθεια των μεταγραφέων του χειρογράφου, για την μεταθανάτια έκδοση.

Ο μ2υθιστορηματικός Πότης είναι ο μεσοαστός έμπορος Έρβιν Ζόμερ. Πώς γλιστράει στο πρώτο σκαλοπάτι μιας ατέλειωτης κατηφορικής κλίμακας ο μέχρι τότε ευτυχής σύζυγος και επιχειρηματίας; Όπως συνήθως, δεν αρκεί παρά μία αφορμή ή έστω μια αιτία που μεγαλώνει ως αγκάθι στα σωθικά μιας ανοχύρωτης ύπαρξης: μια σύζυγος που επιδεικνύει την ανωτερότητά της υποβιβάζοντας τον ίδιο κι ένα οικονομικό πρόβλημα- κι η πόρτα της καθόδου έχει ήδη ανοίξει. Στο ποτό πνίγεται κάθε αίσθημα μειονεξίας· το αλκοόλ «σαν φτερό από μετάξι σβήνει κάθε έγνοια, λύπη και θυμό».

Σήκωσα το ποτήρι, δίστασα λίγο, το κατέβασα μονορούφι. Το κάψιμο έκοβε την ανάσα, στραβοκατάπια, όμως υποχρέωσα το υγρό να κατέβει στο λαρύγγι μου. Το ένιωσα να κυλάει καυτό, καυστικό, οξύ, και το στομάχι μου κατακλύστηκε από ένα ξαφνικό αίσθημα θέρμης, μιας απολαυστικής θέρμης. [σ. 27]

Σε 33μια τέτοια στιγμή αισθάνεται την επιθυμία της φυγής, να μη γυρίσει σπίτι του, να πάει στον αγύριστο, να χαθεί μέσα στο σκοτάδι, να μην ξέρει τίποτα και κανείς, ούτε καν τι να γράψουν στον επικήδειο. Η άδεια και σκοτεινή ταβέρνα ενός πανδοχείου, με τα θλιβερά πλαστικά τραπεζομάντιλα, τα θεόκλειστα παράθυρα και την αποπνικτική ατμόσφαιρα αποδεικνύεται ο ιδανικός τόπος και η νεαρή, ξεχτένιστη γυναίκα με τη βρώμικη ποδιά η καταλληλότερη συντροφιά.

Το ποτό αποκοιμίζει τις σκέψεις, μαλακώνει τους πόνους, μ’ αυτό κεντρίζω τον εαυτό μου να προχωρεί κάθε τόσο ένα μισάωρο πιο κάτω…Όμως η στάθμη του ποτού στο μπουκάλι κατεβαίνει, πρέπει να φυλάω τον θησαυρό μου και για μετά. Πίνω την τελευταία γουλιά (την πιο μεγάλη!) στο κατώφλι του σπιτιού μου, πριν αντικρίσω τη Μάγδα. [σ. 48 – 49]

Οι πρώτες σελίδες κυλούν με σπαρταριστές σκέψεις, σαν ευφυές κωμικογράφημα σαν κείμενο – γελοιογραφία, σαν μια «Ψυχολογία Γερμανού Συζύγου»· οι προσπάθειες να πιεί έστω και μια γουλιά οπουδήποτε σταθεί και βρεθεί οδηγούν σε σειρά ευτράπελων καταστάσεων, που διηγείται ο ίδιος απολαυστικά, με τρόπο που αδυνατείς να ξεχωρίσεις την ειλικρινή, εκ βαθέων εξομολόγηση από5 την αυτοσαρκαστική γελοιοποίηση. Την άγρια ευθυμία, ακολουθεί μια αβυσσαλέα απόγνωση κι εκείνη με τη σειρά της εναλλάσσεται με μια παραλυτική απάθεια.

Όμως σταδιακά ο εθισμένος μεθυσμένος βρίσκεται αντιμέτωπος με όλες τις εκφάνσεις μιας νομοταγούς και ευπρεπισμένης κοινωνικής μηχανής. Πρώτα αντιπαρατίθεται με την γυναίκα του, φτάνοντας στο σημείο να παλέψει μαζί της, αισθανόμενος «ένα γλυκό μίσος για το κάποτε λατρεμένο σώμα», σκεφτόμενος τη μία, πως θα την αγαπάει για πάντα και την άλλη ψιθυρίζοντάς της στο αυτί πως αύριο το βράδυ θα έρθει να την πνίξει. Ήθελα, ειδικά μπροστά στην πάντα νηφάλια, συνετή, ικανή, εργατική (όλα στον υπερθετικό!) γυναίκα μου, να μεθύσω τρελά, ήθελα ν’ απλώσω τα πόδια μου πάνω στο τραπέζι, να πω τραγούδια πρόστυχα, αγοραία, να ξεστομίσω κουβέντες αισχρές – τι ηδονή να την τραβήξω κι αυτήν μαζί μου στον βούρκο, να της δείξω ποιον αγάπησε στ’ αλήθεια και πώς τον κατάντησε ο έρωτάς της αυτός… [σ. 69]

3Ύστερα καταδιώκεται από τον οικογενειακό γιατρό, ενώ παράλληλα απογυμνώνεται οικονομικά από τον ιδιοκτήτη του μπαρ. Κάποτε η επιθετική στάση προς την γυναίκα του μεταφράζεται σε απόπειρα δολοφονίας. Νόμιμα, πλέον, ο Πότης μετατρέπεται σε Παραβάτη, συνεπώς επίσημα υποβιβάζεται στη δεύτερη κατηγορία ανθρώπων και στην υποεπικράτεια των ασύλων. Είναι, άλλωστε, απολύτως άχρηστος για την πολιτική κοινωνία που επιθυμεί ο καθένας να βρίσκεται στη θέση του, φρόνιμος, απαθής και αποδοτικός. Παρά την αυτονόητη σιωπή όσον αφορά το πολιτικό πλαίσιο του μύθου, δεν μπορεί να αγνοηθεί η συγκεκριμένη ακριβώς μεταχείριση των «ιδιαίτερων» κατηγοριών από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα: ο τρόφιμος οφείλει να ζήσει έγκλειστος και να αναμορφωθεί, ακριβώς σ’ ένα περιβάλλον όχι μόνο δεν τον αναμορφώνει αλλά κυρίως τον μεταμορφώνει και τον παραμορφώνει.

6Ήμουνα παγιδευμένος σε μια τεράστια μηχανή και δεν είχε πια σημασία τι έκανα ή τι ένοιωθα· η μηχανή είχε πάρει για τα καλά μπροστά, και δούλευε ασταμάτητα – ερήμην μου. Είναι τα τελευταία λόγια του Ζόμμερ, στο τέλος του 36ου κεφαλαίου· από το επόμενο και μέχρι το τέλος, για άλλα τριάντα περίπου κεφάλαια, ο ήρωας βρίσκεται στον Άλλο Κόσμο του Ασύλου, του «θεραπευτηρίου» όπως κάποτε το αποκαλεί. Έτσι το βιβλίο χωρίζεται κυριολεκτικά σε δύο κόσμους, σαν δυο χωριστά μυθιστορήματα με τον ίδιο ήρωα, την ίδια γραφή και το ίδιο βάθος. Στις σπουδαίες λογοτεχνικές σελίδες που έχουν καταφέρει να περιγράψουν τον κόσμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των γκουλάγκ, των φυλακών και των φρενοκομείων, τώρα θέση παίρνει και ολόκληρο το δεύτερο μέρος του Πότη.

8Η ζωή του περιγράφεται με τον ίδιο τρόπο: απλά, σαν παραπονεμένη εξομολόγηση ενός απλού ανθρώπου, σαν απορημένο σχόλιο ενός έκπληκτου αθώου. Η προσωπογραφία των κρατουμένων, η εξουσία των ισχυρότερων, η ποταπότητα του ανθρώπινου ζώου συνθέτουν μια κοινωνία κωμικοτραγικής αγριότητας. Οι σύντροφοι σπάνιοι, οι χαρές ελάχιστης διάρκειας· δεν του μένει παρά να στραφεί στην χειρωνακτική εργασία του και να αισθανθεί σχεδόν ευτυχής στο μικροσκοπικό του δωματιάκι. Ο κύριος σκοπός της τρέχουσας ιδεολογίας επιτεύχθηκε. Με αφορμή την μοναδική «ελεύθερη» απογευματινή ώρα κάποτε μονολογεί:

Όμως για σένα, κρατούμενε, δεν είναι ίδιο το γαλάζιο του ουρανού, κι ο ήλιος που ζεσταίνει το δέρμα σου δεν λάμπει για σένα. Κι η απεραντοσύνη του τοπίου δεν είναι για σένα. Απλός επισκέπτης είσαι, του ουρανού, του καθαρού αέρα, του ήλιου – τα λεπτά σου είναι μετρημένα, κρατούμενε. Ο κόσμος σου εσένα είναι το μουντό, το ζοφερό σπίτι των νεκρών, εκεί όπου γέλιο απελευθερωτικό της ψυχής δεν αντηχεί ποτέ. Για τον ήλιο είσαι ένας ξένος, κρατούμενε. [σ. 246]

BΑν ο Πότης αποτελεί την απόλυτη μυθοπλασία της αλκοολικής εξάρτησης, την ίδια στιγμή το μπουκάλι μοιάζει να αδειάζει και να ξαναγεμίζει με κάτι εντελώς διαφορετικό, χωρίς ίχνος αλκοόλ: τον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος απελπίζεται από την αίσθηση μειονεξίας, διολισθαίνει από την κανονικότητα, αναζητάει ψεύτικο καταφύγιο, αποδέχεται τον ετεροκαθορισμό, απαρνιέται τη ζωή, βυθίζεται ολοένα στην αρνητικότητα, κατεβαίνει, κατεβαίνει κάτω, πολύ κάτω, και μαθαίνει να ζει εκεί ακριβώς, ως το απόλυτο τίποτα. Αν ο κόσμος είναι ακατανόητος και μηδενισμένος, ας είναι και ο εαυτός αδιάφορος και χαμερπής. Τίποτα δεν έχει σημασία, οι ηθικές διακρίσεις είναι λόγια του αέρα και ο μόνος άξιος λόγος αυτής της αντιζωής είναι η ατομική ευχαρίστηση, που οδηγεί στην αναπόδραστη εξάρτηση, που με τη σειρά της προκαλεί ευχαρίστηση κ.ο.κ.

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στο περιβάλλον του Ζόμμερ η δύναμη και η ανωτερότητα αποτελούν ακριβώς μέγιστο κριτήριο κοινωνικής αποδοχής, έτσι όταν αισθάνεται να τα χάνει (από την γυναίκα του, από την προσωπική του επαγγελματική αδυναμία ή αδιαφορία) όχι μόνο το οικοδόμημα της καθημερινότητάς του αλλά και ολόκληρο το έδαφος της ζωής του βουλιάζει – σ’ 4ένα παράλληλο σύμπαν η εξύμνηση της υπεροχής αποτελούσε και το βασικό κατασκεύασμα της χιτλερικής κοινωνίας, συνεπώς εκείνος που δεν πληρούσε τα δεδομένα αποτελούσε αποβλητέο σώμα. Ιδού ο τρομερός παραλληλισμός που δεν μπορεί να αγνοηθεί: όταν η κοινωνία ως σώμα επιλέγει τον ψευδαισθησιακό κόσμο, τότε η λογική αποβάλλεται σαν ξένο σώμα.

Ο Ζόμμερ βρίσκεται συνάμα στο δικαστήριο του Κάφκα και το μεθοκοπείο του Ντοστογιέφσκι, στις γκροτέσκες και κωμικές μαζί προσωπογραφίες των εξπρεσσιονιστών. Όμως πάρα την  έντονη εξπρεσσιονιστική αίσθηση του κειμένου η λιτή και ακριβέστατη γραφή του εντάσσει το έργο στην «Νέα αντικειμενικότητα» που δίνει έμφαση στη ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας, όπως μας κατατοπίζει στο πλούσιο επίμετρο η μεταφράστρια. Η «πιστή» αυτή πραγματιστική περιγραφή καταβρέχεται από οξύ χιούμορ και φαρμακερό σαρκασμό και αυτοσαρκασμό.

Hans FalladaΠρώτα γνώρισα τη ζωή από τα βιβλία και μετά από την ίδια τη ζωή, έγραψε κάποτε ο συγγραφέας για την δραματική του εφηβεία, γεμάτη με ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα του, ασθένειες και καταθλιπτικά επεισόδια, μέχρι την ψυχική κατάρρευση ύστερα από ένα σοβαρό ποδηλατικό ατύχημα και μια διπλή απόπειρα αυτοκτονίας. Έκτοτε η ίδια η ζωή φρόντισε ώστε να την γνωρίσει ως τα άκρα της, εξαρτώμενος από το αλκοόλ και τη μορφίνη, ζώντας μια ολόκληρη επταετία σε ψυχιατρικά άσυλα. Είναι ενδεικτικό πως όταν το 1927 διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης, παρουσιάζεται αυτοβούλως στον εισαγγελέα και εμφανίζει διογκωμένο το ποσόν που υπεξαίρεσε, προκειμένου να μεγιστοποιήσει την ποινή της φυλάκισης, με σκοπό την πλήρη αποτοξίνωση από το οινόπνευμα.

Βγαίνοντας από το άσυλο έζησε με την δεύτερη σύζυγό του, με την οποία μοιράστηκε μέσα στα συντρίμμια του βομβαρδισμένου Βερολίνου τις αποδράσεις της μορφίνης και κατέληξε για άλλη μια φορά  σε κλινική αποτοξίνωσης – αλλά αυτή ήταν η τελευταία. Πέθανε σε νοσοκομείο το 1947. Είναι η δεύτερη έκδοση του συγγραφέα στη χώρα μας, μετά το Μόνος στο Βερολίνο [εκδ. Πόλις, 2012, Α΄ έκδ. 2008] με θέμα την πραγματική ιστορία ενός ζεύγους εργατών που καταδικάστηκαν για αντιστασιακή δράση κατά των ναζί.

Hans Fallada - Der TrinkerΆραγε ο ήρωάς του έχει καλύτερο τέλος; Η Μάγδα Ζόμερ, υπόδειγμα των ηθικών και προτεσταντικών αξιών που εκθρέφουν τους πολίτες τέτοιων κρατών, περιμένει να τον δεχτεί στην αγκαλιά της· εκείνος θα σπεύσει ή θα επιστρέψει σ’ εκείνο εξαρχής ονειρευόταν, ακόμα περισσότερο συνειδητοποιημένος ή καταστραγγισμένος από κάθε επιθυμία ζωής, να επιλέξει δηλαδή ο ίδιος τον θάνατό του και να μην μπορεί κανείς να τον σώσει;. Και, πρώτα, ως τελευταία προθανάτια απόλαυση πριν το χαμό, να χαρεί ένα γεμάτο ποτήρι;

Εκδ. Κίχλη, Δεκ. 2012, μτφ. Έμη Βαϊκούση, 400 σελ., με 19σέλιδο επίμετρο της μεταφράστριας και 16σέλιδο παράρτημα σε γυαλιστερό φύλλο με αποσπάσματα από το αρχείο του, μυθιστορήματά, επιστολές κ.ά. καθώς και πλήθος φωτογραφιών [Hans Fallada – Der Trinker, 1950].