Σάββας Πατσαλίδης – Θέατρο και παγκοσμιοποίηση: Αναζητώντας τη «χαμένη πραγματικότητα»

Η μηχανή μνήμης που αναζητά αγωνιωδώς το αυθεντικό δια του ψέματος

Ποτέ επακριβώς και ποτέ αυθεντικώς. Ιστορίες ξαναειπωμένες, γεγονότα ξαναπαιγμένα, εμπειρίες ξαναβιωμένες, ρόλοι ξαναφορεμένοι. Ούτε τελειολογίες, ούτε τελεολογίες. Διαρκώς ένα «ανά»: ανα-πλάθω, ανα-κυκλώνω, ανα-βιώνω, ανα-εώνω, ανα-καλώ, ανα-παριστάνω, ανα-μοχλεύω. Ένας κόσμος εις διπλούν (τουλάχιστον). Και αυτό είναι τελικά το θέατρο: το ανα-κυκλούμενο προσωπείο γεγονότων και σωμάτων, ένα μόνιμο πηγαινέλα σημείων, που λένε (ή δείχνουν) και ξαναλένε (ή ξαναδείχνουν) όσα έχουν ήδη λεχθεί, που τελούν όσα έχουν ήδη συντελεστεί, που λένε την αλήθεια δια του ψέματος, κάθε φορά μέσα από άλλα (υποκρινόμενα) σώματα, σε άλλους χώρους, με άλλους τρόπους και για ένα διαφορετικό κοινό. Και αυτή η αδιάκοπη μεταλλαγή (σωμάτων, εικόνων, θεατών, συναισθημάτων, απουσιών, παρουσιών κ.λπ.) είναι που εμπλουτίζει τη μνήμη, ατομική και συλλογική και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ακόμη περισσότερες (εν)αλλαγές και, συνεπώς, περισσότερες μνήμες…. [σ. 260-261]

… γράφει ο συγγραφέας στο εκτενές του κείμενο Περί μοντέρνας μνήμης και μεταμοντέρνας λήθης, όπου εξετάζει τις δυο αυτές αντίθετες και αλληλοεξαρτώμενες έννοιες σε όλο το φάσμα του θεάτρου: τον ηθοποιό ως (μετα)φορέα μνήμης, τον σκηνοθέτη ως ενορχηστρωτή της, τους κλασικούς ως αποθήκη της, την αέναη κίνηση της ιστορικής μνήμης, τον χώρο ως οικοδεσπότη της μνήμης (καθώς δεν παίζουμε ποτέ σε χώρους εντελώς γυμνούς από σημασίες – όλοι οι χώροι παραπέμπουν ή θυμίζουν κάτι). Την ίδια στιγμή το ανέβασμα ενός ιστορικού (ή και κλασικού) έργου δεν έχει να κάνει μόνο με τη μνήμη αλλά και με την επαναδραστηριοποίηση της σημασίας του παρελθόντος, σε σχέση πάντα με το παρόν των θεατών, με στόχο την δημιουργία μιας νέας κοινότητας δεκτών με διαφορετικές αποθήκες μνήμες

Το θέατρο είναι εκ φύσεως ένα «μπάσταρδο» είδος: που κινείται αενάως ανάμεσα στο εκεί και τότε (της αναπαράστασης και της μυθιστορίας) και στο εδώ και τώρα (της παράστασης και της ιστορίας)· κι ύστερα, μόλις σβήσουν τα φώτα, δεν υπάρχει πουθενά αλλού, παρά μόνο στα διαμερίσματα της μνήμης και στα παράγωγα της τεχνολογίας. Είναι, λοιπόν, μια μηχανή μνήμης· ένας χώρος που αναζητά αγωνιωδώς το αυθεντικό δια του ψέματος, για να καταλήξει να επαναλαμβάνει το αναπόφευκτο του μη αυθεντικού. Κανένα άλλο καλλιτεχνικό είδος δεν είναι τόσο φορτωμένο με σκιές, με απουσίες και μνήμες όσο αυτό. Κάθε παράσταση είναι ταυτόχρονα και μια άσκηση/δοκιμασία της μνήμης που αναβιώνει ή ξαναπαίζει «εδώ και τώρα» κείμενα και γραφές που έλαβαν χώρα αλλού και άλλοτε.

Μονολογώντας επιβιώνουμε, τιτλοφορείται ένα άλλο εκτενές κείμενο που, όπως όλα εδώ, καλύπτει και εξαντλεί κυκλωτικά το θέμα του. Ο μονόλογος δεν είναι υποχρεωτικά δείκτης ή δεδομένο της ανθρώπινης μοναχικότητας, αλλά μορφή γλωσσικής ατομικότητας, μια στροφή μακριά από τον διάλογο. Δίνει την ευκαιρία στον θεατή να εισχωρήσει στο μυαλό του χαρακτήρα, να μάθει τις ανείπωτες αλήθειες του. Ο άνθρωπος από την φύση του αρέσκεται να αφηγείται και να του αφηγούνται ιστορίες. Μονόλογοι αποκαλυπτικοί (όπως στα σαιξπηρικά έργα), δηκτικοί (John Webster), εξομολογητικοί (Chekhov, Tennessee Williams), σαρκαστικοί (Eric Bogosian), μεταθεατρικοί και φιλοσοφικοί (Beckett, Ευτυχισμένες μέρες), παραληρηματικοί (στα περισσότερα έργα του Mac Wellman), ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Η αποξένωση του ατόμου και οι ψυχώσεις του μονολογούνται στα κλασικά έργα του Eugene O’ Neill, ενώ στα αντίστοιχα του Tennessee Williams τα πλάσματα αναζητούν στον μονόλογο λύσεις στα αναπάντητα προβλήματα του εσωτερικού τους κόσμου. Από διαφορετική οπτική γωνία αναζητά λύσεις ο Bertolt Brecht, ο οποίος στη θέση του στανισλαφσκικού υποσυνείδητου επιλέγει  ως ρυθμιστικό μοχλό το συνειδητό κομμάτι του μυαλού, με την αιτιολογία ότι ο υποσυνείδητο έχει ήδη διαβρωθεί και «αποικιστεί» από τους κοινωνικούς θεσμούς.

Στις περιπτώσεις των σύγχρονων δημιουργών (Sam Shepard, David Mamet, Edward Albee) o μονόλογος λειτουργεί ως η στιγμή της κορύφωσης, κατά την οποία αποκαλύπτεται η αλήθεια, ενώ στον Harold Pinter κάνει θέμα την αδυναμία της μνήμης να συλλάβει τις αλήθειες που υποβόσκουν στα δρώμενα. Για να απαλλαγεί κανείς από το τραύμα, πρέπει να μιλήσει γι’ αυτό, όπως συμβαίνει στους μονόλογους των τραυμάτων, ενώ οι γλωσσολάγνοι μονόλογοι, σε μια εποχή όπου η αυτονομία του Εγώ και η ευκλείδεια λογική είναι οι μεγάλοι ηττημένοι, εστιάζουν σε ένα υποκείμενο που είναι ένα δημιούργημα πολλαπλών και συχνά συγκρουόμενων πολιτισμών, ιδεολογιών και γλωσσών. Υπάρχει εδώ και εκεί, χωρίς κέντρο. Από τον Heiner Mueller και τον Peter Handke μέχρι την Μαρία Ευσταθιάδη και τον Δημήτρη Δημητριάδη, η γλώσσα αναδεικνύεται σε απόλυτο πρωταγωνιστή σε σημείο να εξαφανίζεται η ανάγκη του δράματος.

Στις ακραίες σωματικές εμφανίσεις – performances της Karen Finley η εμμονή της για την εικόνα του θεατή ως καταναλωτή γενικώς (προϊόντων, ειδήσεων, θεατρικών θεαμάτων, σωμάτων) και της γυναίκας ως ζώου που ο άνθρωπος ετοιμάζει να σφάξει και να καταναλώσει χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο σύγχρονος μονόλογος μοιάζει να επιβεβαιώνει τον Foucault που υποστηρίζει ότι το υποκείμενο δεν μπορεί να μελετάται μεμονωμένα αλλά σε συνάρτηση με όλες εκείνες τις (γλωσσικές, πολιτιστικές, θεσμικές) δυνάμεις που το διαμορφώνουν. Κι εκείνο που τείνει να κυριαρχήσει στον χώρο αυτό είναι μια αναστάτωση των σχέσεων ανάμεσα στην persona και τον πραγματικό εαυτό.

Γράφοντας Περί σωμάτων, πτωμάτων και το φύλο του θανάτου και εστιάζοντας στην  περίπτωση της Στέλλας Βιολάντη, ο συγγραφέας ερευνά διεξοδικά το θέμα εκκινώντας από το σώμα της εκβιομηχάνισης και την εκπόρνευση του ιδιωτικού, τον θάνατο και το τέλος της ανα-παράστασης και την αυτοκτονία (από την ηθική και ηρωική αυτοκτονία στην πολιτικοποιημένη, στην ρομαντική και στην επιστημονική) ως δια-κείμενο· ως προς την τελευταία, διαπιστώνει πως μια μέχρι πρότινος προσωπική επιλογή μετατρέπεται σε επιστημονικά εξηγήσιμο φαινόμενο: η προσοχή μετακινείται από την λειτουργία στο κίνητρο.

Η αυτοκτονία δεσπόζει σε αρκετά έργα του Ξενόπουλου. Η Στέλλα Βιολάντη αποτελεί το καλύτερο θεατρικό του επίτευγμα και, συνάμα, το πλέον ενδεικτικό της άρνησής του ή της αδυναμίας του να καταφύγει σε οποιαδήποτε λύση που θα έθετε σε κίνδυνο τις «φιλειρηνικές» του σχέσεις με το αστικό κοινό. Η αυτοκτονία της ηρωίδας εξαερώνεται από τις κοινωνικές της αιχμές. Από την στιγμή που αρνήθηκε να υποταχθεί στην βούληση του πατέρα της είναι ένας παραβάτης που πρέπει να τιμωρηθεί. Ο θάνατός της είναι ένας τρόπος να επιστρέψουν όλα στην θέση τους και ο θεατής να πίσω στο σπίτι του, αφού η τάξη έχει αποκατασταθεί. Ο Ξενόπουλος δείχνει να δέχεται όλη την κατεστημένη μυθολογία και φιλοσοφία γύρω από τις σχέσεις και ιεραρχήσεις των φύλων.

Μια τεράστια λίστα με τις ηρωίδες του είναι ενδεικτική: ανήθικη αδελφή, πανούργα, ξελογιάστρα, άπιστη, ζηλιάρα, υποκρίτρια, αδίστακτη Σαλώμη, άβουλο αντικείμενο που οδηγείται στον ηθικό ξεπεσμό, αντικείμενο του πάθους, συναισθηματικά ασταθής, οδηγούμενη στην πορνεία… η γυναίκα στα έργα του Ξενόπουλου και δεν είναι ποτέ επικίνδυνη, όπως θα ήταν μια κοινωνική ταραξίας τύπου Nora του Ibsen, η οποία δεν καταλαβαίνει από απειλές και οικογενειακή τυπολογία. Από την στιγμή που νιώθει να πνίγεται, σηκώνεται και φεύγει και μάλιστα εντυπωσιακά: κλείνει με δύναμη την πόρτα πίσω της, θέλοντας έτσι να σηματοδοτήσει και την δυναμική είσοδό της στον μοντερνικότητα, όπου πλέον θα αυτό-ορίζεται, θα είναι ο ελεγκτής του σώματος και της σκέψης της.

Κατανεμημένα σε τρία μέρη, τα ερεθιστικότατα κείμενα του Πατσαλίδη κινούνται από «Από το αρχαίο σώμα στο μεταδραματικό» και «Από τη θεατροφοβία του Πλάτωνα στη θεατρολαγνεία των μεταμοντέρνων», προβληματίζονται «Περί τόπων και ουτοπιών» με αφορμή «το μοντέρνο Bayreuth, τη μεταμοντέρνα Disneyland και το παγκόσμιο Las Vegas», αλλά και για τους τρόπους με τους οποίους η παγκοσμιότητα του χρήματος εισχωρεί στην θεατρική πραγματικότητα, παρατηρούν την «εκπόρνευση της αναπηρίας» στην σκηνική δράση, διυλίζουν την θεατρική κριτική, συναντούν τον Γκονό στην «διεθνή εξουσία της αναμονής» και συστηματοποιούν την παρουσία του αμερικανικού θεάτρου στην Ελλάδα, προτού συλλογιστούν για «Το άγνωστο αύριο του θεάτρου», για να αναφέρω ορισμένους από τους τίτλους εδώ. Ας σημειωθεί πως, παρά την ειδική τους θεματική, πρόκειται για κείμενα που διαβάζονται από θεατρικούς γνώστες και μη, ωθούν στην αναζήτηση κειμένων και παραστάσεων και βρίσκονται σε διαρκή διάλογο με το σήμερα, τόσο το καθημερινό όσο και το καλλιτεχνικό.

Εκδ. Παπαζήση, 2012, 718 σελ [Θεατρικοί Τόποι], Περιλαμβάνεται πολυσέλιδο παράρτημα με κείμενα και πίνακες, βιβλιογραφία, ευρετήρια ονομάτων, τίτλων και θεάτρων.

Στις φωτογραφίες: Heiner Müller – Medeamaterial, Sam Shepard – Fool for love, μονόλογος Karen Finley, Γρηγόριος Ξενόπουλος – Στέλλα Βιολάντη [Εθνικό Θέατρο, 1948], Harold Pinter – The birthday party.

Εντευκτήριο, τεύχος 114 (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2016, κυκλοφορία 20 Μαρτίου 2018)

Αν η Αναγνωστάκη θα παραμείνει θεατρολογικά ένα διαρκώς διερευνήσιμο υλικό, είναι κυρίως γιατί η ίδια ήταν εντελώς ακατάλληλη (είτε γιατί το αγνοούσε είτε γιατί δεν την ενδιέφερε) να επισημάνει ανάμεσα στα θεατρικά της έργα περιόδους ή συγγένειες, σε σχέση με το εκάστοτε πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που είχε εμπνεύσει το καθένα τους – ό,τι υπάρχει είχε προκύψει από μόνο του, λόγω του ταλέντου της. Σε τέτοιο βαθμό ώστε, παρά την ποικιλία των προσώπων σε όλα της τα έργα και την ένταση της ιστορία που τα κινεί – καθώς πρόκειται για πρόσωπα σε τόπο και χρόνο ορισμένο -, η πιο αναμενόμενη αντίδρασή τους να ηχεί ως απρόβλεπτη, αποκαλυπτική…

… γράφει ο Θανάσης Θ. Νιάρχος στο κείμενο Εκ γενετής μυστική, σε μια από τις δεκάδες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες καταθέσεις που περιλαμβάνονται στο πλήρες αφιέρωμα του περιοδικού στην Λούλα Αναγνωστάκη. Λίγο πιο κάτω ο Τάκης Σπετσιώτης στα πάντα ωραία μνημονικά του κείμενα θυμάται το ασπρόμαυρο δισέλιδο του περιοδικού Γυναίκα, τεύχος 447, 1-14 Μαρτίου 1967 και την αξέχαστη για εκείνον φράση της Αναγνωστάκη: Πιστεύω ότι ο θεατρικός συγγραφέας δεν γράφει βιβλία, αλλά κείμενα για παράσταση. Ένας πραγματικός συγγραφέας δεν είναι λογοτέχνης. Δεν είναι δηλαδή «τεχνίτης του λόγου».  Παρ’ όλον ότι σ’ αυτόν, όπως και στους άλλους συγγραφείς, ο λόγος είναι το μέσον του, δεν τον απασχολεί πρωταρχικά.

Σε μια ενδιαφέρουσα αναδημοσίευση από το βιβλίο του Μάνου Καρατζογιάννη Στην Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη ο συγγραφέας ταξινομεί την δραματουργία της σε τέσσερις ενότητες και συνοψίζει τα στοιχεία που επαναλαμβάνονται ως μοτίβα στα δώδεκα έργα της. Συνοψίζω με την σειρά μου την εκτεταμένη του παρουσίαση:  πρόκειται λοιπόν για ένα δημόσιο γεγονός που επηρεάζει τις ζωές των ηρώων και εισβάλλει στην καθημερινότητά τους, εντείνοντας την αγωνία τους αλλά και την ανάγκη για επικοινωνία, για την ύπαρξη ενός εξιλαστήριου θύματος που απορροφά όλη την ένταση του μύθου, για την αναζήτηση εκ μέρους των ηρώων μιας Μεγάλης Πράξης που θα τους κάνει να ξεχωρίσουν και να δραπετεύσουν από την πλήξη της καθημερινότητάς τους και την ασφυξία του κοινωνικού περιγύρου.

Επιπρόσθετα, ο έρωτας εκφράζεται με έναν τρόπο «εξαρτητικό», το πρόσωπο της μητέρας εμφανίζεται ως κυρίαρχο ακόμα και στις πιο ευάλωτες στιγμές του, η έννοια της ετερότητας είναι συχνά παρούσα, οι πραγματικές δραματικές καταστάσεις συνυπάρχουν με τις ψευδαισθητικές, ενώ ίδια ορίζει τις σκηνικές οδηγίες αλλά και την μουσική των παραστάσεων. Όσο για την παραδοσιακή λύση, αυτή δεν επέρχεται ποτέ, αφού δεν αποκαλύπτεται μία και μοναδική αλήθεια αλλά το έργο μένει ανοικτό στις υποκειμενικές ερμηνείες του εκάστοτε αναγνώστη – θεατή.

Η πρώτη μου γνωριμία με το θέατρο της Αναγνωστάκη ήταν στον Ήχο του όπλου, το 1987. Ανατρέχω στις σκέψεις του Δημήτρη Καταλειφού από το κείμενό του εδώ με τον τίτλο Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Για τον ίδιο το έργο αποτελεί τραγωδία και μιλάει για την δύναμη, ενώ οι ήρωες είναι όλοι τόσο αδύναμοι, πληγωμένοι και αβοήθητοι. Το εύρημα της Αναγνωστάκη τους τοποθετεί τσακισμένους μέσα σε μία μέρα, στον ίδιο ουσιαστικά χώρο, όπως η τραγωδία, περικυκλωμένους από κούφια πολιτικά συνθήματα, ψεύτικες υποσχέσεις και διασπορά αντιθέσεων και διχασμού που δεν έχει κανέναν απολύτως νόημα.

Τα υπόλοιπα κείμενα: Νικηφόρος Παπανδρέου – Τρεις φορές Παρέλαση, Βίκυ Μαντέλη – Η Λούλα της καρδιάς μου, Δηώ Καγγελάρη-  Ο άγγελος της Ιστορίας πάνω από την Πόλη, Βίκτωρ Αρδίττης – Τα μαύρα γυαλιά της Λούλας. Αναδρομικές σκέψεις για το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, Γιώργος Αρμένης – Καθαρά προσωπικό, Σπύρος Βραχωρίτης – Κάθοδος στον Άδη του έρωτα, Βασίλης Κατσικονούρης – Βραδάκι…, Άκης Δήμου – Love Me or Leave Me, Λάκης Δόλγερας – Ο ήχος της σιωπής, Μάρω Δούκα – Από εικόνα σε εικόνα τα χρόνια, Ζυράννα Ζατέλη – «Το γελεκάκι που φορείς…», Μάνος Καρατζογιάννης – Η Λούλα στον ουρανό, Λυδία Κονιόρδου – Πάντοτε ο Άλλος, Όλια Λαζαρίδου – Αχ!, Παύλος Μάτεσις – Αντόνιο ή Το μήνυμα, Θανάσης Θ. Νιάρχος – Εκ γενετής μυστική, Λεωνίδας Προυσαλίδης –  Αποχαιρετισμός κι ένα υστερόγραφο, Σύλβια Σολακίδη – Ρόζα, Μαρία Στασινοπούλου – Αλαβάστρινη, αερική κι ανάλαφρη, Κωνσταντίνος Χατζής – «Δεν είμαι έτσι από κοντά», κ.ά.

Το αφιέρωμα περιλαμβάνει ακόμα μια απομαγνητοφώνηση ηχογράφησης μιας συνομιλίας με την Λούλα Αναγνωστάκη σε εισαγωγή και επιμέλεια Γιώργου Ζεβελάκη ενώ ο Μάνος Καρατζογιάννης συμπληρώνει με μια πλήρη Παραστασιογραφία Λούλας Αναγνωστάκη με τις επαγγελματικές παραστάσεις έργων της στην Ελλάδα (1965-2017). Η καθιερωμένη ύλη και οι γνωστές στήλες συμπληρώνουν το τεύχος, μαζί με έναν ωραιότατο φάκελο της Camera Obscura, με την Οικογενειακή υπόθεση, σειρά φωτογραφιών της Κατερίνας Τσακίρη. Στα αυτοπορτραίτα της (μια σύγχρονη συστηματική καλλιτεχνική αναζήτηση) η φωτογράφος σκηνοθετεί εαυτήν σε μοναχικές τελετουργίες  όπου η παραλλαγή της ομοιότητας ευνοεί την εμβάθυνση στις αποχρώσεις της ιδιαιτερότητας, όπως επισημαίνει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου.

Το τεύχος συνοδεύεται από cd όπου η Λούλα Αναγνωστάκη διαβάζει τον μονόλογό της Ο ουρανός κατακόκκινος. Πρόκειται για τη μοναδική διαθέσιμη ηχογράφηση της φωνής της, που την έκανε η ίδια σε φορητό κασετόφωνο.

Στις εικόνες: το αναφερόμενο τεύχος της Γυναίκας (από το αρχείο του Τάκη Σπετσιώτη) / Η παρέλαση σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μάρκελλου και Ελένης Στεργίου στο θέατρο Αυλαία Θεσσαλονίκης [συνεργασία This Famous Tiny Circus theatergroup και ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων] και μια από τις Οικογενειακές υποθέσεις της Κατερίνας Τσακίρη.

[σ. 160]