Σταύρος Ζουμπουλάκης – Άσπονδοι αδελφοί. Εβραίοι, χριστιανοί, μουσουλμάνοι

Μακριά από το φως των τριών μονοθεϊσμών

[Βιβλία περί του ιερού, 2 (2024)]

Ευτυχώς που ο Σταύρος Ζουμπουλάκης συνεχίζει να συγκεντρώνει τα γραπτά του σε βιβλία και μπορεί κανείς να έχει πολύτιμες συλλογές όχι απλώς κειμένων στα οποία η θεολογία, η θρησκεία και η ιστορία που βρίσκονται σε συνεχή διάλογο με την μοντέρνα σκέψη και την σύγχρονη πολιτική, αλλά και γραπτών που με κάποιο τρόπο έχουν το καθένα τους μια συγκεκριμένη θεματολογία που ταυτόχρονα ανοίγεται σε περισσότερες κατευθύνσεις. Εδώ το μείζον θέμα είναι η σκοτεινή πλευρά των τριών µονοθεϊσµών, και ιδίως εκείνη που αφορά τη µεταξύ τους σχέση, αλλά και, αντίστροφα, ορισμένες φωτεινές περιπτώσεις ανθρώπων της θρησκείας «που άφησαν πίσω τους αιώνες µισαλλοδοξίας και έζησαν και πέθαναν για έναν κόσµο φιλοξενίας και ελευθερίας».

Με το κείμενο «Ιερή γη και ιερή βία» ο Ζουμπουλάκης παρουσιάζει το έξοχο βιβλίο του Ρεζί Ντεμπρέ Οδοιπορικό στις χώρες της Βίβλου [1] και ταυτόχρονα προβληματίζεται όσον αφορά την ευρύτερη θεματολογία αυτού του σπάνιου, κατά βάση πολιτικού οδοιπορικού στην πιο πυκνά θρησκευτική χώρα του κόσμου. Ο Ντεμπρέ πηγαίνει για να ανακαλύψει τι απέγιναν οι Γραφές στη χώρα των Γραφών και ως «άθεος χριστιανός» με ζωηρό ενδιαφέρον για την θρησκεία ιδίως κατά την διασύνδεσή της με την πολιτική βρίσκεται στο στοιχείο του, γνωρίζοντας βέβαια (και διαπιστώνοντας και με τα ίδια του τα μάτια) πως οι Άγιοι Τόποι,  Άγιοι και για τους τρεις μονοθεϊσμούς, τις τρεις αποκλειστικές θρησκείες της Βίβλου, προβάλλουν ως επίδικο αντικείμενο την ίδια την αιωνιότητα και οι άνθρωποι πηγαίνουν εκεί όχι μόνο για να προσκυνήσουν αλλά για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν.

Ανάμεσα στο πλούσιο υλικό του Ντεμπρέ, ο Ζουμπουλάκης στέκεται σε δυο μείζονα θέματα. Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ παρέχει στους Εβραίους του 20ού αιώνα την δυνατότητα μιας κανονικής πολιτικής ύπαρξης, συγκροτημένης όμως κατόπιν εθνοκάθαρσης, με εκδίωξη δηλαδή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που ζούσαν εκεί και θεωρούσαν τη γη αυτή πατρίδα τους. Αυτό το κράτος, εκτός των άλλων, αναδιαμορφώνει και την εβραϊκή συνείδηση η οποία καλείται να αυτοπροσδιοριστεί όχι μόνο έναντι της θρησκείας και της κουλτούρας αλλά και έναντι του κράτους αυτού και της πολιτικής του. Η μόνη λύση κατά τον Ντεμπρέ και χιλιάδες άλλους είναι τα δυο κράτη με εκατέρωθεν υποχωρήσεις· έξω από την λύση αυτή διανοίγονται οι ζοφερές προοπτικές είτε να υπάρξει ένα κράτος δυο εθνών, είτε ένα κράτος απαρτχάιντ, με όσα αυτά συνεπάγονται. Το Ισραήλ δεν κινδυνεύει μόνο από την Χαμάς, την Χεζμπολλάχ, την Συρία και το Ιράν αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό και την ειδωλολατρία της δύναμης. Παρατηρώντας την συνεχή δημιουργία τετελεσμένων που υπήρξε πάντοτε η πολιτική του Ισραήλ, ο Ντεμπρέ διαπιστώνει  ότι ο «σιωνισμός είναι ο Μωυσής συν το Κατερπίλλαρ». Ο συγγραφέας φυσικά, επισκέφτηκε και την Γάζα, «την μεγαλύτερη φυλακή του κόσμου με ενάμισι εκατομμύριο φυλακισμένους, που στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλον χωρίς στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, και πήρε το μέρος του πιο αδύναμου, γνωρίζοντας πως σε κάθε διωκόμενο λανθάνει ένας διώκτης.

Στα γεωγραφικά όρια του Οδοιπορικού του ζουν χριστιανοί όλων των ομολογιών, εθνοτήτων και ποικίλων ονομασιών – 47 χριστιανικές κοινότητες μέτρησε ο συγγραφέας. Η ενδοχριστιανική διαμάχη αφορά τον έλεγχο των προσκυνημάτων και κυρίως εκφράζεται με το πάθος της κλειδοκρατορίας. Η διαίρεσή τους είναι έκτυπη και στο αλλόκοτο αρχιτεκτονικό συνονθύλευμα του Ναού της Αναστάσεως. Οι χριστιανοί δεν διχάζονται μόνο για λόγους ομολογιακούς ή για λόγους δικαιοδοσιών (που μεταφράζονται κυρίως σε εξουσία και χρήμα) αλλά και για λόγους πολιτικούς, ενώ, παράλληλα, περιορίζονται πλέον στην ιδιότητα των συντηρητών μνημείων και των συνεχιστών κληρονομημένων ιστοριών. Πολλές από αυτές τις κοινότητες αποτελούν λείψανα του παρελθόντος, ξεχασμένα απομεινάρια, βρισκόμενες διαρκώς σε κατάσταση ταυτοτικής άμυνας, υπερασπιστές μιας ταυτότητας και όχι πίστης. Εκεί όπου γεννήθηκε ο Χριστός και ο χριστιανισμός σε λίγο δεν θα υπάρχουν χριστιανοί. Και χωρίς Χριστιανούς οι Άγιοι Τόποι θα μεταβληθούν σύντομα σε μια χριστιανική Ντίνσεϋλαντ.

Διαλεγόμενος με το πνεύμα των προσκυνητών των Αγίων Τόπων, αυτών που ουσιαστικά τους δημιούργησαν και όρισαν ή επινόησαν τις τοποθεσίες του ιερού, διαβάζοντας τα παλιά οδοιπορικά του Σατωβριάνδου και του Φλωμπέρ, ο Ντεμπρέ τελικά κάνει περισσότερο ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ανθρωπογνωσίας. Αντί απαντήσεων, στους Αγίους Τόπους έβλεπε συνεχώς ανοιχτό το ερώτημα πώς είναι δυνατό να λατρεύεις τον Θεό του ελέους και την ίδια στιγμή να σκοτώνεις και μάλιστα εν ονόματι αυτού ακριβώς του Θεού, ερώτημα που έμεινε αναπάντητο. Η Βίβλος όσο και αν είναι η άρνηση της φυσικότητας του κακού και η εξέγερση έναντι της αδικίας, δεν συγκράτησε τους ανθρώπους από το να σκοτώνουν και «έξω από την ανθρώπινη συνείδηση καμία φιλοσοφία, καμιά πολιτική σωτηριολογία και καμιά θρησκεία δεν μπορούν να κρατήσουν τη χρυσή κλωστή που χωρίζει τον άνθρωπο από το κτήνος να μην κοπεί».

Η άμεση σχέση του χριστιανισμού με τον αντισημιτισμό απασχολεί ιδιαίτερα τον Ζουμπουλάκη που έχει καταθέσει εξαιρετικά κείμενα, δυο από τα οποία αναδημοσιεύονται εδώ. Ας δούμε πρώτα την πλευρά «Χριστιανισμός και αντισημιτισμός πριν και μετά το Ολοκαύτωμα». Ο αντισημιτισμός όπως τον γνώρισαν οι αιώνες και ο οποίος θα οδηγήσει στο Ολοκαύτωμα έχει ως κύρια πηγή του τον Χριστιανισμό. Οι Εβραίοι είναι ο θεοκτόνος λαός, εκείνοι που σκότωσαν όχι έναν θεό κάποιου πολυθεϊστικού συστήματος αλλά «τον μόνο Θεό». Αντιλαμβάνεται κανείς τι αποθέματα εχθρότητας μπορεί να συσσωρεύσει αυτή η πεποίθηση. Επιπρόσθετα αυτός ο θεοκτόνος λαός έμεινε αμετανόητος – ενώ όλη η οικουμένη γίνεται χριστιανική, αυτός εμμένει στην πλάνη του. Οι Ρωμαίοι, στους οποίους θα μπορούσε τελικά να προσαφθεί η θεοκτονία, οι πρώην σκληροί διώκτες των πρώτων χριστιανών, τελικά ασπάζονται την νέα θρησκεία, ενώ στην Ιερουσαλήμ ο παγανισμός πεθαίνει αλλά ο ιουδαϊσμός επιζεί.

Ο χριστιανικός αντιιουδαϊσμός δεν αποτελεί μεταγενέστερη εκτροπή και αλλοίωση του ευαγγελικού μηνύματος αλλά υπάρχει ήδη στην Καινή Διαθήκη. Οι Ιουδαίοι δεν αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία, αλλά έναν ψευδο-προφήτη και σφετεριστή – έκαναν ακριβώς ό,τι και οι πατέρες τους προς τους Προφήτες. Ο χριστιανικός αντιιουδαϊσμός συνδέεται με το κέντρο της χριστιανικής πίστης, δηλαδή με το πρόσωπο του Χριστού: η αναγνώριση του Ιησού ως Χριστού και η πίστη ότι στο πρόσωπό του εκπληρώνονται οι προφητείες, σήμαινε αυτομάτως ότι η ανάγνωση των Γραφών που αναμένουν ακόμη τον Μεσσία ήταν λαθεμένη. Η Εκκλησία είχε δίκιο ή η Συναγωγή. Ο πόλεμος έχει ξεκινήσει.

Ο Παύλος, οι Επιστολές του οποίου αποτελούν τα πρώτα κείμενα της Κ.Δ. και του χριστιανισμού, συντάσσεται χωρίς αμφιβολία με μια καθαρή αντιιουδαϊκή γραμμή. Από τις αρχές του 2ου αιώνα και εξής είναι σπάνιο να συναντήσει κανείς χριστιανικό κείμενο που να μην έχει σε κάποιο σημείο μια αντιιουδαϊκή διατύπωση. Συγκροτείται έτσι μια ολόκληρη γραμματεία κειμένων κατά Ιουδαίων. Πρόκειται για μια γραμματεία ακραίας σφοδρότητας και είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι προέρχεται από τα υψηλότερα αναστήματα της χριστιανικής σκέψης. Αλλά το κυριότερο γνώρισμά της είναι ότι κρατάει μέχρι σήμερα που ο χριστιανισμός έχει επικρατήσει, οι Εβραίοι έχουν ηττηθεί και πολιτικά και θρησκευτικά, ωστόσο και πάλι, Χριστιανοί πατέρες και συγγραφείς γράφουν αδιάκοπα σφοδρά κείμενα κατά Ιουδαίων, οι οποίο δεν υπάρχουν καν γύρω τους. Πού οφείλεται αυτό; Αν μπορεί να εξηγηθεί ιστορικά (όπως, για παράδειγμα, από τους λόγους του Χρυσοστόμου, που είχαν ως στόχο τους ιουδαΐζοντες χριστιανούς, πράγμα ανεπίτρεπτο για τον ίδιο – είναι δυνατόν ένας χριστιανός να έχει σχέση με εκείνους που σταύρωσαν τον Χριστό;) πως εξηγείται να συνεχίζουν να γράφονται τέτοια κείμενα αιώνες μετά και σε περιοχές με ασήμαντη εβραϊκή παρουσία;

Σύμφωνα με την άποψη του Ντέιβιντ Νίρενμπεργκ (σημειώνεται εδώ για άλλη μια φορά το γεγονός ότι σε πλείστα κείμενά του ο Ζουμπουλάκης μας κοινωνεί αποστάγματα από σημαντικά σύγχρονα θεολογικά έργα), κάθε θεολόγος, φιλόσοφος ή πολιτικός λύνει τα δικά του επίδικα ζητήματα, προβάλλοντάς τα στο αφετηριακό στερεότυπο της πηγής κάθε κακού, στους Εβραίους. Με τον αντιιουδαϊσμό ο πολύπλοκος, αντιφατικός, ασυνάρτητος κόσμος αποκτά νόημα και συνοχή. Ο Ζουμπουλάκης κρίνει την παραπάνω ερμηνευτική πρόταση ως γόνιμη αλλά διαπιστώνει την υποτίμηση δυο στοιχείων: α) την τεράστια σημασία που έχει για την χριστιανική συνείδηση το ιδρυτικό κείμενο της Καινής Διαθήκης, στην οποία η καταδίκη των Ιουδαίων ως προφητοκτόνων είναι μια αιώνια αλήθεια, μια καταδίκη που ενεργοποιείται ασταμάτητα μέσα από την λατρεία της Εκκλησίας και β) την αντιαιρετική πολεμική στάση και εμμονή της Εκκλησίας, ανεξάρτητα από τον αριθμό και το μέγεθος της απειλής – και οι Εβραίοι, που δεν συνιστούν καμία απειλή και δεν έχουν καμία προσηλυτιστική διάθεση, δεν παύουν να είναι η αίρεση των αιρέσεων.

Κατά τον Εικοστό αιώνα ένα μέρος της Εκκλησίας υποστήριξε τον φυλετικό αντισημιτισμό – είναι γνωστή η έμπρακτη στήριξη των χριστιανικών Εκκλησιών στο ναζισμό και τον φασισμό στη Γερμανία, την Ιταλία και αλλού. Στον αντίποδα, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα υπήρξαν φωνές χριστιανών που δεν θεωρούν τους Εβραίους καταραμένο λαό που περιπλανιέται για τις αμαρτίες του αλλά εκλεκτό λαό του Θεού (Λεόν Μπλουά, Έρικ Πέτερσον). Μείζον κείμενο στο δρόμο αυτής της αλλαγής αποτελεί η Διακήρυξη [Declaratio] Nostra Aetate που ψήφισε το 1965 η Β΄ Βατικανή Σύνοδος, είκοσι χρόνια μετά το Άουσβιτς, σύμφωνα με το οποίο οι Εβραίοι απαλλάσσονται από την κατηγορία της θεοκτονίας και πάντως ό,τι διαπράχθηκε δεν μπορεί να αποδοθεί σε όλους τους Εβραίους που ζούσαν τότε αλλά ούτε στους σύγχρονους Εβραίους. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Διακήρυξη αποδοκιμάζεται κάθε μίσος και χωριστά ο αντισημιτισμός. Έτσι στη σημερινή Ευρώπη δεν ακούγεται λέξη αντισημιτική από την Καθολική ή τις Προτεσταντικές Εκκλησίες. Όσον αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η είδηση της εξόντωσης των Εβραίων στο Άουσβιτς δεν έχει φτάσει ακόμη στα αυτιά της.

Σε ένα μεταγενέστερο κείμενο με θέμα «Εκκλησία και αντισημιτισμός κατά τον 20ό αιώνα» ο Ζουμπουλάκης διαπιστώνει ότι, όσο και αν ο θρησκευτικός αντιιουδαϊσμός και ο αντισημιτισμός είναι διακριτά φαινόμενα, σχετίζονται συχνά μεταξύ τους και η επιμονή των χριστιανικών Εκκλησιών στην ριζική τους διάκριση είναι συχνά εκ του πονηρού και θέλει να τις απαλλάξει από την ιστορική ευθύνη για τον αντισημιτισμό. Εδώ υπάρχει μια ενδιαφέρουσα διάκριση: παρουσιάζοντας το θεωρητικό έργο Γερμανών θεολόγων οι οποίοι προσχώρησαν στο ναζισμό με πίστη και πεποίθηση, παρατηρεί ότι στην Ελληνική Ορθοδοξία δεν υπάρχει θεωρητικός, πολιτικοθεολογικός αντισημιτισμός, δεν υπάρχουν καν θεωρητικά κείμενα θεολόγων ή στοχαστών. Απεναντίας, έχουμε έναν χοντροκομμένο λαϊκό αντισημιτισμό, στερεοτυπικό και απολύτως συνωμοσιολογικό.

Οι σχετικές έντυπες πηγές της παραπάνω στάσης, που παρουσιάζονται αναλυτικά, επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά την αντιδιανοούμενη στάση που χαρακτηρίζει γενικώς την Ορθόδοξη Εκκλησία, το τεράστιο έλλειμμα παιδείας της ιεραρχίας, το πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο επισκόπων και ιερέων. Στις δυτικές Εκκλησίες το Ολοκαύτωμα έθεσε την θεολογική σκέψη σε σκληρή δοκιμασία σχετικά με την παρέμβαση του Θεού στην ιστορία, με το πρόβλημα του κακού κ.λπ. αλλά εδώ η Ορθόδοξη Εκκλησία αγνοεί πλήρως τον σχετικό προβληματισμό και δεν έχει δώσει κανένα δείγμα αναστοχαστικής και αυτοκριτικής στάσης για το πρόσφατο παρελθόν της, ούτε για το γεγονός ότι αποτέλεσε μηχανισμό του μεταμφυλιακού, αντικομμουνιστικού, αυταρχικού κράτους ούτε για την αγαστή συνεργασία της με την δικτατορία του 1967.

Στα ίδια εδάφη «Τα Πρωτόκολλα του ελληνικού αντισημιτισμού», εκτίθενται με αφορμή το εξαιρετικό βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά, Το μπεστ σέλερ του μίσους. Τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» στην Ελλάδα, 1920-2013 (Πόλις, 2013), ενώ, με εκκίνηση ένα άλλο βιβλίο, τον Νοέμβριο του Χόρχε Γκαλάν (Ψυχογιός, 2017), διαβάζουμε τα τραγικά περιστατικά της δολοφονίας αφενός έξι ιησουϊτών ιερέων το 1980 στο Σαλβαδόρ για την ανάμιξή τους στην προσπάθεια τερματισμού του εμφυλίου πολέμου, καθώς ο στρατός δεν ήθελε την ειρήνη, γιατί θα έχανε εξουσίες, προνόμια και κυρίως το ενάμισι εκατομμύριο δολάρια που του έδιναν κάθε μέρα οι ΗΠΑ και αφετέρου δεκαεννέα ιερέων κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Αλγερία την δεκαετία του 1990, ιερέων που, όπως γράφει ο Ζουμπουλάκης, και στις δυο περιπτώσεις θα μπορούσαν να φύγουν αλλά δεν έφυγαν επειδή δεν εγκαταλείπεις τους φίλους σου όταν βρίσκονται σε κίνδυνο. Δεν έμειναν από αξιοπρέπεια αλλά από αγάπη, η οποία αποδείχτηκε ισχυρότερη από τον φόβο του θανάτου. Δυο άλλα κείμενα επανέρχονται στην περίπτωση της προαναφερθείσας αλγερινής τραγωδίας.

Μια συγκλονιστική Χριστιανική μαρτυρία στη Γάζα, Το ερώτημα αν υπάρχει μέλλον για τους Άραβες χριστιανούς, Οι χριστιανικές πηγές της Ευρώπης, Πέντε αιώνες Μεταρρύθμιση, Ο διωγμός των Κοπτών και το μέλλον της αραβικής άνοιξης, Το Ισλάμ στην Ευρώπη είναι μόνο μερικοί ενδεικτικοί τίτλοι και θεματικές μερικών από τα αναδημοσιευμένα εδώ κείμενα, που δημοσιεύτηκαν στην Καθημερινή, στη Νέα Εστία, στη Σύναξη και στο The Athens Review of Books ή εκφωνήθηκαν ως ομιλίες και εισηγήσεις σε συνέδρια, και ενίοτε δημοσιεύτηκαν στους σχετικούς τόμους. Το έχουμε ξαναγράψει: κάθε βιβλίο του Ζουμπουλάκη αποτελεί ταυτόχρονα μια πολύτιμη συλλογή σκέψεων και προβληματισμών, μια ανοιχτή βιβλιοθήκη ιδεών και μια πολύτιμη συμβολή διαλόγου μεταξύ των ιδεών αλλά και αντίλογου πάνω στις απαρχαιωμένες ρατσιστικές, μισαλλόδοξες και με την ευρεία έννοια φασιστικές απόψεις που συνεχίζουν να λερώνουν την σύγχρονη ζωή. Όσες φορές και αν η θρησκεία αποτελεί την ψίχα όλων αυτών των δοκιμίων, σε άλλες τόσες μπορεί απλώς και μόνο να είναι η αφορμή.

Εκδ. Πατάκη, [Σειρά: Η ζωή των ιδεών], 2019, σελ. 253. Περιλαμβάνονται εκδοτικό σημείωμα και ευρετήριο ονομάτων.

[1] Το βιβλίο του Ρεζί Ντεμπρέ παρουσιάσαμε παλαιότερα σε δυο μέρη, το πρώτο στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, [τ. 623, 2.10.2010] και το δεύτερο στο Πανδοχείο, όπου τα βρίσκει κανείς ενοποιημένα εδώ

Στις εικόνες: 1. Κοιλάδα Κέδρων και Σιλωάμ και 4. Αψίδα Αδριανού, Γέρασα [από εδώ], 6. Ένα Σημείο για τους Χριστιανούς Ιερωμένους που σκοτώθηκαν από τις Χριστιανικές ΗΠΑ.

Δημοσίευση και στο mic.gr/Βιβλιοπανδοχείο αρ. 252, με τίτλο God in three persons, φυσικά από τον αξέχαστο δίσκο των Residents,  εδώ.

Albert Schweitzer – Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού

Βιβλία περί του ιερού, 1 (2024)

To εν λόγω βιβλίο μου πρόσφερε μέγιστη αναγνωστική απόλαυση χωρίς να με εξαντλήσει με τις οκτακόσιες και παραπάνω σελίδες του. Καταρχήν, πώς να μην έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένα έργο στο οποίο συγκεντρώνονται και ερευνώνται όλοι οι μυθιστορηματικοί βίοι του Ιησού μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, από έναν συγγραφέα  ο οποίος έχει διαβάσει όλα τα σχετικά συγγράμματα σημαντικών θεολόγων, φιλοσόφων και συγγραφέων, παρουσιάζει όλες τις θέσεις τους και κατόπιν αντιπαραθέτει την δική του κριτική; Είναι, όμως, κυρίως το περιεχόμενό του αυτό καθεαυτό που ανανεώνει ακατάπαυστα το ενδιαφέρον, καθώς οι απόψεις των δεκάδων συγγραφέων αποτελούν μια συνεχή ωδή στο πνεύμα και μια διαρκή πρόκληση στην σκέψη. Από όποια θρησκευτική πίστη, δυσπιστία ή απιστία και αν ερχόμαστε, είναι αδύνατο να μην σαγηνευτούμε από ετούτη την ατέλειωτη σειρά των συλλογισμών που διαβάζονται, ανάλογα με την περίπτωση, ως φιλοσοφικά δοκίμια, θεολογικές πραγματείες, ιστορίες πίστης, μυθολογικά κείμενα, ιστορικές μελέτες, μυθιστορήματα που βασίστηκαν σε πηγές ή δοξασίες, καταγραφές προφορικών δοξασιών, επιστημονικές ερμηνείες. Ακόμα κι αν τα διαβάσουμε ως παραμύθια ή λογοτεχνία του φανταστικού, ή, στον αντίποδα, ως ορθολογικές ερμηνείες κατά τις οποίες αναζητείται ένα σημείο όπου ο λόγος και η θρησκεία μπορούν να συνυπάρξουν και να συνομιλήσουν, και πάλι μιλάμε για συναρπαστικές αφηγήσεις αυτού που κάποτε ονομάστηκε (και παραμένει) η ωραιότερη ιστορία του κόσμου, ο βίος του ιστορικού ή μη Ιησού.

Αποτελεί βεβαίως πρόσθετη έκπληξη το γεγονός ότι ο συγγραφέας αυτού του αδιανόητου πονήματος είναι ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, που στα καθ’ ημάς έχει συνδεθεί με την δράση του ως γιατρού στην Αφρική και για τους αγώνες του για την παγκόσμια ειρήνη, ενώ αγνοείται το γεγονός ότι υπήρξε μεγάλος θεολόγος και συγγραφέας ενός από τα κυριότερα και επιδραστικότερα θεολογικά βιβλία του 20ού αιώνα, το οποίο, λοιπόν, επανεκδίδεται ύστερα από την εξαντλημένη πρώτη ελληνική έκδοση (Άρτος Ζωής, 1982) σε νέα διορθωμένη και συμπληρωμένη μορφή. Ακόμα και αν έχει περάσει παραπάνω από ένας αιώνας και η έρευνα έχει σαφώς διανύσει αναρίθμητους νέους δρόμους, ένα αφετηριακό έργο σαν κι αυτό μένει πάντα απροσπέραστο και συνεχίζει να αποτελεί πολύτιμη πηγή μιας αστείρευτης θεολογικής, φιλοσοφικής αλλά και λογοτεχνικής σκέψης. Θα προσπαθήσω εδώ να εστιάσω σε κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα σημεία ορισμένων κεφαλαίων, τονίζοντας όμως ότι δεν πρόκειται παρά ένα πολύ μικρό μέρος, ελάχιστα αποσπάσματα από ένα ογκώδες έργο που μου διήγειραν την σκέψη. Οι τίτλοι των μικρών ενοτήτων με τα έντονα γράμματα αποτελούν και τίτλους των αντίστοιχων κεφαλαίων του βιβλίου.

Το πρόβλημα. Στο σχετικό πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εξαίρει την γερμανική θεολογία ως ένα από τα ύψιστα και μοναδικά φαινόμενα της πνευματικής ζωής της εποχής του, καθώς χαρακτηρίζεται από την συνύπαρξη και αλληλεπίδραση φιλοσοφικής σκέψης, κριτικής αίσθησης, ιστορικής εποπτείας και θρησκευτικού συναισθήματος, ενώ το μέγιστο κατόρθωμά της είναι ακριβώς η έρευνα του βίου του Ιησού.  Αδιαφορώντας για τον ιστορικό Ιησού, ο αρχέγονος χριστιανισμός έζησε αποκλειστικά στον μέλλοντα κόσμο με την προσδοκία της έλευσης του Χριστού, ενώ από τον ιστορικό Ιησού κράτησε μόνο τα αποφθέγματα, μερικές θαυματουργικές πράξεις, τον θάνατο και την ανάσταση. Η συνέχιση όμως της ύπαρξης του κόσμου διέλυσε αυτή την ενότητα και ταύτισε βίαια τον υπερκόσμιο Ιησού με τον ιστορικό Ιησού από την Ναζαρέτ. Στις πηγές ο Ιησούς μάς παρουσιάζεται αδιαμεσολάβητα, καθώς περιγράφεται από χριστιανούς χωρίς λογοτεχνικό ταλέντο. Ο ιστορικός όμως θα βρεθεί μπροστά σε μια πλήρη ασυμφωνία των ιστορικών δεδομένων, ιδίως των τριών πρώτων ευαγγελίων που είναι γραμμένα από την ιουδαϊκή σκοπιά και του τέταρτου, που είναι γραμμένο από ελληνική. Επιπρόσθετα οι πηγές χαρακτηρίζονται από έλλειψη συνοχής του υλικού, μια σειρά επιλογές από γεγονότα και λόγους, με κραυγαλέα κενά. Κάθε υπόθεση εργασίας οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη κάποιων μαρτυριών των πηγών.


Χέρμαν Σάμουελ Ραϊμάρους. Ο Χέρμαν Σάμουελ Ραϊμάρους [Hermann Samuel Reimarus] ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να καταπιαστεί ιστορικά με την Ιησού. Ορισμένα αποσπάσματα από το έργο του αποτελούν αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και σπάνια το μίσος έχει υπάρξει τόσο εύγλωττο και σπάνια η ειρωνεία τόσο μεγαλοπρεπής, γράφει ο Σβάιτσερ. Κατά τον Ραϊμάρους η βασιλεία των ουρανών πρέπει να νοηθεί ως «μια ιουδαϊκή έκφραση», καθώς ούτε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ούτε ο Ιησούς δεν εξηγούν πουθενά την εν λόγω έννοια, αφού την θεωρούν γνωστή και δεδομένη. Έτσι ο Ιησούς στέκεται απολύτως εντός της ιουδαϊκής θρησκείας και προϋποθέτει τις μεσσιανικές προσδοκίες χωρίς να τις διορθώνει. Περαιτέρω αναμορφωτής της θρησκείας γίνεται μόνο όταν διακηρύσσει την εγγύς πραγματικότητα εκείνου του κόσμου των ιδεών που αποτελούσε ζωντανό στοιχείο για χιλιάδες ανθρώπους.

Ο Ιησούς ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι, αν ο λαός πίστευε τους απεσταλμένους του, θα γύρευε έναν επίγειο λυτρωτή και με αυτήν την βλέψη θα στρεφόταν σε αυτό. Δεν θέλησε λοιπόν να καταργήσει σε κανένα σημείο την ιουδαϊκή θρησκεία και να βάλει στην θέση της μια νέα. Το νέο στοιχείο της διακήρυξής του είναι η δικαιοσύνη στη βασιλεία του Θεού· ότι η δικαιοσύνη του Νόμου δεν αρκεί, αλλά πρέπει να φανερωθεί μια βαθύτερη ηθικότητα. Πρόκειται για το μοναδικό σημείο της διδασκαλίας του που υπερβαίνει τις αντιλήψεις της εποχής. Η νέα αυτή ηθικότητα παρουσιάζεται ως μια συμπλήρωση των παλαιών εντολών. Οι μαθητές τους αργότερα διέρρηξαν κάθε σχέση με τον Νόμο, αυτό όμως δεν έγινε κατ’ εντολήν του Ιησού, αλλά υπό την πίεση των περιστάσεων, όταν υποχρεώθηκαν να κινηθούν έξω από το ιουδαϊκό περιβάλλον και να θεμελιώσουν μια νέα θρησκεία.

Ο Ιησούς έκανε θεραπείες οι οποίες κατά την αντίληψη των συγχρόνων του ήταν θαύματα, ενώ άλλα θαύματα δεν στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα αλλά εμφανίζονται στα κείμενα επειδή ορισμένες παλαιοδιαθηκικές ιστορίες περί θαυμάτων έπρεπε να επαναληφθούν στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Ιησούς πίστεψε στην έκρηξη ενός λαϊκού κινήματος που όμως μάταια περίμενε. Στην Ιερουσαλήμ, ιδίως, θεώρησε πως μπορούσε να αψηφήσει τις εντολές των αρχών, στον Ναό σφετερίστηκε την εξουσία και κάλεσε σε ανοιχτή εξέγερση εναντίον του Μεγάλου Συνεδρίου. Ο λαός όμως της Ιερουσαλήμ τήρησε αρνητική στάση απέναντι σε αυτό, όπως είχαν κάνει οι Γαλιλαίοι με την αποστολή των Δώδεκα. Επομένως σκοπός του δεν ήταν να πάθει και να πεθάνει, αλλά να ιδρύσει ένα εγκόσμιο βασίλειο και να λυτρώσει τους Εβραίους από την υποδούλωση.

Για τους μαθητές η τροπή που πήραν τα πράγματα σήμαινε την διάψευση των ονείρων για χάρη των οποίων τον ακολουθούσαν – ήταν προετοιμασμένοι για όλα εκτός από αυτό που έγινε. Για τον θάνατο και την ανάσταση ο Ιησούς δεν τους είχε πει ούτε λέξη. Αν τους είχε προετοιμάσει δεν θα έδειχναν τόση δειλία απέναντι στον θάνατό του ούτε τόση κατάπληξη απέναντι στην «ανάσταση». Τα τρία τέσσερα λόγια που αναφέρονται σε αυτά τα γεγονότα τα έβαλαν στο στόμα του αργότερα, με σκοπό να υποδείξουν ότι αυτά τα συμβάντα είχαν προβλεφθεί στο αρχικό του σχέδιο. Οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Ιησού και διέδωσαν σε όλο τον κόσμο ότι αναστήθηκε, είχαν όμως τη σύνεση να μην προβούν σε αυτή την αναγγελία προτού περάσουν πενήντα μέρες, προκειμένου το σώμα του να μην μπορεί να αναγνωριστεί πλέον από την σήψη, σε περίπτωση που κάποιος θα το εντόπιζε. Σε κάθε περίπτωση, η Δευτέρα Παρουσία είναι η θεμελιώδης ελπίδα του αρχέγονου χριστιανισμού, ο οποίος είναι προϊόν αυτής της προσδοκίας και όχι τόσο της διδασκαλίας του Ιησού.


Ο βίος του Ιησού στον παλαιότερο ορθολογισμό. Για τον Ράινχαρντ [Franz Volkmar Reinhard] o Ιησούς ήταν ένας κοινωνικός αναμορφωτής που ένωσε για πάντα θρησκεία και ηθική και επιθύμησε να καταρρίψει τις δεισιδαιμονίες και να εγγράψει την θρησκεία στο πεδίο του Λόγου, ο οποίος εντός της πρέπει να διατηρεί την ελευθερία του. Κανένας μεγάλος άνδρας της αρχαιότητας πριν από τον Ιησού δεν παρουσίασε ένα τόσο ευεργετικό σχέδιο για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος· κανείς δεν σεβάστηκε και δεν προστάτευσε τα δικαιώματα του ανθρώπινου Λόγου περισσότερο από τον Ιησού, που θέλησε να επικρατήσει βασιζόμενος αποκλειστικά στη λογική. Σύμφωνα με τον Χέρντερ [Johann Gottfried Herder] το τέταρτο ευαγγέλιο δεν αποτελεί μια πρωτογενή ιστορική πηγή αλλά μια διαμαρτυρία εναντίον της στενότητας του «παλαιστινιακού ευαγγελίου». Στο ευαγγέλιο αυτό εκφράζονται οι ελληνικές ιδέες και η περιγραφή του Ιησού όχι ως Εβραίου Μεσσία αλλά ως λυτρωτή του κόσμου. Από  το σχετικό κείμενο απουσιάζουν οι θεραπείες δαιμονισμένων, καθώς δεν παρουσίαζαν κανένα ενδιαφέρον για τον ελληνορωμαϊκό κόσμο.

Οι πρώτοι μυθιστορηματικοί βίοι του Ιησού. Οι μυθιστορηματικοί βίοι των Μπαρτ και Βεντουρίνι [Karl Friedrich Bahrdt, Karl Heinrich Venturini] στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν οι πρώτοι που επιχείρησαν μια αφήγηση της ιστορίας των θαυμάτων που παρουσιάζονται στα ευαγγέλια η οποία απέκλειε κάθε υπερφυσικό στοιχείο. O Μπαρτ εστιάζει στο τάγμα των Εσσαίων και στον ρόλο που διαδραμάτισε, ιδίως μέσω του Νικόδημου και του Ιωσήφ από την Αριμαθαία στ ην ζωή του Ιησού.  Για να απελευθερώσει τον λαό από μια πίστη που περιοριζόταν στην εθνικότητα και η οποία τον παρέσυρε σε στάσεις και εξεγέρσεις, έπρεπε να βρει έναν Μεσσία ο οποίος θα ανασκεύαζε την ψευδή μεσσιανική προσδοκία. Έτσι μυστικά μέλη του τάγματος εξηγούν στον Ιησού την απάτη του ιερατείου και τις αιματηρές θυσίες στο Ναό και τον φέρνουν σε επαφή με την σκέψη του Σωκράτη και του Πλάτωνα.

Ο ιατρός Λουκάς έθεσε στην διάθεσή του όλες του τις γνώσεις, ενώ η κοινότητα των Εσσαίων ανέλαβε την υποχρέωση να σκηνοθετήσει τα θαύματα, έτσι ώστε ο Ιησούς να παρουσιαστεί στο ρόλο του Μεσσία τον οποίο ανέμενε ο λαός. Οι απόστολοι δεν υποψιάστηκαν τα παραμικρό από τους μυστικούς μηχανισμούς· ήταν απλώς ενθουσιώδεις κομπάρσοι. Ο Ιησούς είχε δυο τρόπους διδασκαλίας: ένα εξωτερικό και απλό, προορισμένο για τον λαό και έναν εσωτερικό και μυστικό, προορισμένο για τους μυημένους. Τα μέλη του τάγματος συναντιούνταν σε καθορισμένες ημέρες στις σπηλιές των βουνών, γι’ αυτό και στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο αναφέρονται συχνές επισκέψεις του Ιησού σε κάποιο βουνό για να προσευχηθεί. Μετά τον Σταυρό αναζωογονήθηκε από τον Λουκά και συνέχισε αθέατος να κατευθύνει τις τύχες της κοινότητες μέχρι το τέλος του.

Ο Βεντουρίνι εστιάζει, μεταξύ άλλων, στην επένδυση της πνευματικής διδασκαλίας του Ιησού με αισθητές παρατάσεις ικανές να κεντρίσουν την φαντασία του Ανατολίτη. Ο Ιησούς ποτέ δεν θεράπευσε κανέναν χωρίς φάρμακα καθώς είχε πάντοτε μαζί του ένα «φορητό φαρμακείο». Οι Εσσαίοι γνώριζαν πως μόνο μέσα από μια πνευματική αναγέννηση μπορούσε ο λαός να φτάσει στην εξέγερση. Το σχέδιό τους για μετάβαση του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, ώστε να παρουσιαστεί δημόσια ως Μεσσίας, αρχικά φαινόταν να ευοδώνεται, αν κρίνει κανείς από την υποδοχή του, αλλά όταν θέλησε να αντικαταστήσει την σχετική εικόνα που είχαν τα πλήθη με μια άλλη, τότε άρχισαν να τον αμφισβητούν, με αποτέλεσμα την απρόσμενη σύλληψη και την καταδίκη του σε θάνατο, ο οποίος τελικά υπήρξε απατηλός, καθώς «παρέδωσε νωρίς το πνεύμα του» και ανένηψε μετά στον ταφικό κτίσμα.


Ο διαμορφωμένος ορθολογισμός. Πάουλους. Σύμφωνα με τον Πάουλους [Heinrich Eberhard Gottlob Paulus] ο Ιησούς στις διάφορες θεραπείες του ενήργησε με την δύναμη του πνεύματος στο νευρικό σύστημα των ασθενών, ενώ για την θεραπεία των δαιμονισμένων χρησιμοποιούσε διάφορα καταπραϋντικά μέσα. Από την άλλη, τα θαύματα που σχετίζονται με τα φυσικά φαινόμενα έχουν πάντα κάποια προφανή εξήγηση. Το περπάτημα του Ιησού στα νερά της λίμνης, για παράδειγμα, ήταν ένα όραμα των μαθητών, καθώς ο Ιησούς βάδιζε κατά μήκος της ακτής και μέσα στην ομίχλη. Ως προς τον θάνατό του ενισχύει την προαναφερθείσα άποψη περί νεκροφάνειας ή μιας ακαμψίας που έμοιαζε με θάνατο και υποστηρίζει ότι υπήρχαν ενέργειες που σκόπευαν να αποτρέψουν έναν πρόωρο ενταφιασμό.

Ο Ιησούς συνέχισε αδύναμος να ζει και φανερωνόταν λίγες στιγμές στον κύκλο των οικείων του. Ποτέ δεν έμαθαν πότε ακριβώς πέθανε, γι’ αυτό αφηγούνται τον αποχαιρετισμό τους ως μια ανάληψη στους ουρανούς. Και πώς έγινε ο Ιούδας προδότης; Πίστευε στην μεσσιανικότητα του Ιησού και ήθελε να τον υποχρεώσει να φανερωθεί ως Μεσσίας. Πίστευε, επίσης, ότι η σύλληψή του θα ήταν το καλύτερο μέσο για να ξεσηκώσει τον λαό που είχε εκφραστεί υπέρ του. Όλα όμως έγιναν πολύ γρήγορα, η είδηση διαδόθηκε πολύ αργά εξαιτίας της γιορτής και το πρωί προτού ξυπνήσουν οδηγήθηκε στον σταυρό, έτσι ο Ιούδας απελπισμένος κρεμάστηκε.


Ντάβιντ Φρήντριχ Στράους. Ο Στράους [David Friedrich Strauss] έγραψε ένα έργο που προκάλεσε μεγάλη πολεμική εναντίον του και τον κατέστρεψε για πάντα. Δεν επρόκειτο για ένα σχέδιο του βίου του Ιησού όσο για ένα σχέδιο μιας ιστορίας των ιδεών του αρχέγονου χριστιανισμού, ως μέτρου για την εκκλησιαστική διδασκαλία. Επρόκειτο για μια αρνητική εγελιανή θεολογία σύμφωνα με τον πυρήνα της οποίας. η θρησκεία δεν αφορά εξωκοσμικά όντα ή κάποιο θεϊκό μέλλον, αλλά παρούσες πνευματικές πραγματικότητες. Ο πρώτος Βίος του Ιησού από τον Στράους αποτελεί ένα από τα «αρτιότερα δημιουργήματα της παγκόσμιας επιστημονικής γραμματείας», έκτασης χιλίων τετρακοσίων σελίδων. Η έλλειψη τεκμηρίων που να πιστοποιούν ότι κάποιος από τους ευαγγελιστές ήταν όντως αυτόπτης μάρτυρας ή είχε στενή σχέση με αυτόπτες μάρτυρες είχε ως αποτέλεσμα την κορύφωση ενός θρύλου, όπως πάντα συμβαίνει μετά τον θάνατο των μεγάλων προσωπικοτήτων. Άλλωστε ο μύθος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επένδυση των θρησκευτικών ιδεών με ένα είδος ιστορίας. Είναι, λοιπόν. αδιαμφισβήτητο ότι θα συναντήσουμε τον ιστορικό Ιησού υπό το ένδυμα των παλιαοδιαθηκικών μεσσιανικών ιδεών και των πρωτοχριστιανικών προσδοκιών. Η μυθική του ερμηνεία γεννιέται μέσα από την αντιπαράθεση υπερφυσικής και ορθολογικής ερμηνείας, από την, σύμφωνα με την εγελιανή μέθοδο, σύνθεση μιας θέσης και μιας αντίθεσης.

Ας δούμε την εφαρμογή της παραπάνω ερμηνείας σε ενδεικτικά παραδείγματα. Οι αφηγήσεις για την παιδική ηλικίας του Ιησού είναι στο σύνολό τους μυθικές· υπήρξε μια περίοδος της ευαγγελικής Ιστορίας κατά την οποία ο Ιησούς θεωρείτο ακόμα απλώς γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας, γιατί αλλιώς δεν θα καταπιανόταν κανείς με τέτοιες γενεαλογικές μελέτες. Παρομοίως στην αφήγηση της βάπτισης δεν έχει ιστορικό χαρακτήρα η αποκάλυψη του μεσσιανικού αξιώματος στον Βαπτιστή, διαφορετικά ο τελευταίος δεν θα αμφέβαλλε αργότερα γι’ αυτό. Μένει ως ιστορικός πυρήνας το γεγονός ότι ο Ιησούς βαφτίστηκε από αυτόν και, όταν στην συνέχεια απέκτησε μεγαλύτερη φήμη από τον Πρόδρομο, δεν έπαψε ποτέ να τον αντιμετωπίζει με ειλικρινή σεβασμό. Με ανάλογα επιχειρήματα ο Στράους θεωρεί ως μυθικές αφηγήσεις τα θαύματα, την ανάληψη κ.ά.

Όπως οι ιωάννειοι έτσι και οι συνοπτικοί λόγοι (ενν. των άλλων τριών ευαγγελίων) αποτελούν συνθέσεις τις οποίες δημιούργησε η μεταγενέστερη παράδοση από λόγια που απέχουν χρονικά και θεματολογικά, συγκροτώντας μεγαλύτερες ενότητες ώστε να αποτελέσουν λόγους, ενώ δεν μπορεί να καθοριστεί επακριβώς σε ποιον βαθμό οι λόγοι αυτοί που αποδίδονται στον Ιησού είναι στην πραγματικότητα επηρεασμένοι από την πρωτοχριστιανική προσδοκία. Η ιστορική προσωπικότητα που αναδύεται μέσα από τον μύθο φέρεται να είναι ένας Ιουδαίος που ζούσε σε έναν κόσμο αμιγώς εσχατολογικών αντιλήψεων πιστεύοντας για τον εαυτό του ότι ήταν ο Μεσσίας.


Μπρούνο Μπάουερ. Ο πρώτος βίος του Ιησού από τη σκοπιά του σκεπτικισμού. O Μπάουερ [Bruno Bauer] αναρωτιέται μήπως σε τελική ανάλυση τα πάντα αποτελούν μόνο μια φιλολογική επινόηση, όχι απλώς τα γεγονότα και οι λόγοι, αλλά και η ίδια η προσωπικότητα που αποτελεί την αφετηρία του όλου κινήματος. Μήπως η ευαγγελική ιστορία δεν είναι παρά η μεγάλη αφήγηση μιας υψηλής ιδέας, και αυτή η τελευταία είναι το μοναδικό ιστορικό στοιχείο; Για παράδειγμα, η αποστολή των δώδεκα είναι ως ιστορικό γεγονός τελείως ακατανόητη. Ο μαθητές δεν μαθαίνουν ποτέ τι έπρεπε να διδάξουν και με ποιον τρόπο. Ο λόγος με τις οδηγίες είναι στην ουσία ο λόγος για τον αγώνα της κοινότητας εναντίον του κόσμου και για τις οδύνες τις οποίες θα υπομείνει. Έτσι εξηγείται το μοτίβο του πάθους που επανέρχεται σε όλους τους λόγους, ενώ βέβαια είναι αποδεδειγμένο πως οι οπαδοί του δεν υπέφεραν τίποτα κατά την αποστολή τους και φυσικά, όταν τους έστειλε ο Ιησούς στις γύρω περιοχές, δεν μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωποι με ηγεμόνες και βασιλιάδες. Ορισμένοι λόγοι δεν είναι παρά δέσμες ετερογενών λογίων και δεν διαρθρώνονται κινούμενοι με βάση την λογική ανάπτυξη μιας ιδέας αλλά πρόκειται για σκέψεις που απλώς συρράπτονται μεταξύ τους. Οι παραβολές από την άλλη αποτελούν πνευματικές ασκήσεις προορισμένες μόνο για τους μαθητές, τις οποίες δεν καταλάβαινε ο λαός. Ο Ιησούς είναι σε κάθε περίπτωση το προϊόν των ιδεών της αρχέγονης κοινότητας.

Ποιο ήταν όμως το υπόβαθρο αυτών των ιδεών;  Καταρχήν ο στωικισμός, που προσπάθησε να μεταμορφώσει τον κόσμο αλλά απέτυχε, καταλήγοντας στο πνεύμα της αποξένωσης και της παραίτησης. Όταν όμως στην συνέχεια απέκτησε βάθος με την εισαγωγή των νεοπλατωνικών ιδεών ήταν έτοιμος να μετατραπεί σε ευαγγέλιο. Στον στωικισμό ήρθε να προστεθεί ο ιουδαϊσμός που απομακρύνθηκε από τους περιορισμούς του εθνικού εδάφους. Τυπικό δείγμα αυτού του νέου ρωμαϊκού ιουδαϊσμού υπήρξε ο Ιώσηπος και ο προηγηθείς Φίλωνας, ο οποίος δεν επιχείρησε απλώς να συγκεράσει τις ιουδαϊκές ιδέες με τον ελληνικό στοχασμό αλλά αξιοποίησε συγχρόνως και την ενότητα του κόσμου την οποία εγκαθίδρυσαν οι Ρωμαίοι, για να θεμελιώσει σε αυτήν τον πνευματικό του κόσμο. Έτσι προέκυψε η νέα θρησκεία. Το πνεύμα της καταγόταν από την Δύση, το εξωτερικό της περίγραμμα το πρόσφερε ο ιουδαϊσμός. Κανείς ως τότε, γράφει ο Σβάιτσερ, δεν είχε συλλάβει με τέτοια πληρότητα την ιδέα ότι ο αρχέγονος χριστιανισμός και πρώτη Εκκλησία δεν ήταν άμεσο αποτέλεσμα του κηρύγματος του Ιησού, ούτε απλώς η πρακτική εφαρμογή μιας διδασκαλίας, αλλά πολύ περισσότερο «μια αντανάκλαση του βιώματος της ψυχής του κόσμο κατά τις πρώτες γενιές της χριστιανικής χρονολογίας».


Νέοι μυθιστορηματικοί βίοι του Ιησού. Ο Γκφαίρερ [August Friedrich Gfroerer] χαρακτηρίζει τον χριστιανισμό φαινόμενο που επιβιώνει σήμερα μόνο χάρη στη δύναμη της συνήθειας, αφού συγκροτήθηκε στην αρχαιότητα με βάση «την ελπίδα στη μυστική βασιλεία του μέλλοντος κόσμου και κυριάρχησε κατά τον Μεσαίωνα με τον φόβο αυτής ακριβώς της βασιλείας». Η ιστορία του Λαζάρου είναι συνυφασμένη από μια αληθινή υπόθεση νεκροφάνειας και μια πολεμική μεγαλοποίησή της, ώστε να εμφανιστεί ως θαύμα απέναντι στους Ιουδαίους. O Ιησούς υπηρέτησε χωρίς να το ξέρει τους σκοπούς του τάγματος των Εσσαίων, από τους οποίους ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία δωροδόκησε τους Ρωμαίους να εκτελέσουν μια φαινομενική σταύρωση, μαζί με δυο άλλους ώστε να αποσπάσουν την προσοχή από αυτόν. Στην συνέχεια τον τοποθέτησε σε ένα τάφο κοντά στον σταυρό, λαξευμένο ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό, όπου τον επανέφερε στην ζωή. Η χριστιανική Εκκλησία γεννήθηκε από την κοινότητα των Εσσαίων, τις ιδέες της οποίας ανέπτυξε περαιτέρω χωρίς τους κανόνες της οποίας θα ήταν ανεξήγητη η οργάνωσή της.

Ο Γκιλλάνυ [Friedrich Willhelm Ghillany] έκρινε ότι ο Χριστιανισμός πρέπει να κατανοηθεί από την σκοπιά ενός ιουδαϊσμού που έχει δεχτεί ανατολικές επιδράσεις. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την επίδραση της μιθραϊκής λατρείας, στην οποία υπάρχουν η εκ παρθένου γέννηση, το άστρο, οι μάγοι, ο σταυρός και η ανάσταση. Όλος ο κόσμος της Ανατολής συγκλονιζόταν εκείνο τον καιρό από γνωστικιστικές ιδέες με επίκεντρο την αποκάλυψη του θείου στο ανθρώπινο. Ο ίδιος ο χριστιανισμός είναι μια τάση του γενικότερου εκείνου γνωστικιστικού ρεύματος. Ο Ιησούς ήταν το όργανο μιας συγγενικής με τους Εσσαίους μυστικής κοινότητας, της οποίας αρχηγός ήταν ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, που τόσο ξαφνικά και εντυπωσιακά εμφανίζεται στην ιστορία των παθών. Η κοινότητα αυτή ήθελε να «επισπεύσει» την έλευση της βασιλείας των ουρανών με μυστικιστικά μέσα και ανακάλυψη στον κήρυκα της πνευματικής βασιλείας των ουρανών, που ήταν αποφασισμένος να πεθάνει για την υπόθεσή του, τον γιό του Ιωσήφ και θεώρησε τον θάνατό του αναγκαίο, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εμφάνιση του επουράνιου διανιήλειου Μεσσία. Φαίνεται ότι ακόμα και στον σταυρό, ο Ιησούς ήλπιζε σε ένα θαύμα· η κραυγή Θεέ μου, Θεέ μου ινατί με εγκατέλιπες; συνηγορεί υπέρ αυτού. Ο Ιησούς τελικά δικαιώθηκε απέναντι στη «μυστική κοινότητα» που τον χρειαζόταν ως πρώτο Μεσσία.

Ο συγγραφέας αφιερώνει εκτενή κεφάλαια και στον Ερνέστ Ρενάν, στους φιλελεύθερους βίους του Ιησού, στο εσχατολογικό ζήτημα, στις αραμαϊκές, ραββινικές και βουδιστικές πηγές, στην έρευνα του βίου του Ιησού στις αρχές του 20ού αιώνα, στην κριτική στη σύγχρονη-ιστορική θεώρηση από τον Βρέντε και τη συνεπή εσχατολογία, στην παρουσίαση και κριτική της θεωρίας του Βρέντε, στην νεότερη διαμάχη σχετικά με την ιστορικότητα του Ιησού, στην συζήτηση για την ιστορικότητα του προσώπου του Ιησού, αλλά και στα έργα που εκδόθηκαν κατά την πενταετία ανάμεσα στην πρώτη και την δεύτερη έκδοση του βιβλίου του.

Εκδ. Άρτος Ζωής, 2022, σελ. 820, μτφ. Παναγιώτης Ανδριόπουλος, Ιωάννης Γαλάνης, Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, Βασίλης Στογιάννος, Πολυξένη Αντωνοπούλου, Θοδωρής Δρίτσας, Κώστας Σπαθαράκης [Geschichte der Leben-Jesu-Forschung, 1906/1984]. Περιλαμβάνονται: Εκδοτικό σημείωμα για την παρούσα πλήρη και αναθεωρημένη ελληνική έκδοση, πρόλογος στην πρώτη έκδοση της ελληνικής μετάφρασης, εισαγωγή του Τζέιμς Μ. Ρόμπινσον, οι πρόλογοι του συγγραφέα στην πρώτη [1906], δεύτερη [1913] και έκτη έκδοση [1950], βιβλιογραφία, συντομογραφίες και ευρετήριο.

Στις εικόνες, έργα των: 1. Albert Decaris, 3. Oleksandr Antoniuk, 4. Αγνώστου, 6. Bruno Bramanti, 8 Αγνώστου, 9. Hans Erni, 10. Nikolai Nikolajewitsch, 11. Γιάννη Κονταράτου, 12-13. Αγνώστου. Στην κινηματογραφική φωτογραφία (αρ. 5) Ο κατά Pier Paolo Pasolini Ιησούς (Il Vangelo second Matteo, 1964). Η τοιχογραφία (αρ. 7): Η Θεραπεία της Αιμορροούσας [από την Κατακόμβη των Μαρκελλίνου και Πέτρου, Ρώμη].