Georgi Gospodinov – Περί φυσικής της μελαγχολίας

Στον λαβύρινθο των ιστοριών, μια δικαίωση του Μινώταυρου

Το παρελθόν διαφέρει σε ένα πράγμα από το παρόν – ποτέ δεν κυλάει προς μια κατεύθυνση [σ. 70]

Σε αυτό το παρελθόν αποφασίζει να ζήσει και να ξαναζήσει ο Βούλγαρος συγγραφέας [γεν. 1968], σ’ ένα από τα απολαυστικότερα μεταφρασμένα μυθιστορήματα της φετινής χρονιάς. Μπορούν δυο διαφορετικά αφηγηματικά σχέδια να πλεχτούν σε μια ενιαία ιστορία με χαλαρούς αρμούς αλλά γερά θεμέλια; Το πρώτο είναι η λογοτεχνική δικαίωση του Μινώταυρου, μιας μυθολογικής μορφής που με εξαίρεση τον Μπόρχες και ιδίως το περίφημο Σπίτι του Αστερίου (κείμενο που ο Γκοσποντίνοφ δεν αναφέρει ρητά αλλά είναι σαφές ότι το έχει ως βασικό σημείο αναφοράς όταν αναφέρεται στον «κύριο Χόρχε») έχει αδικηθεί σε όλες τις τέχνες. Το δεύτερο είναι η αυτοβιογραφία του σε συνδυασμό με την βιογραφία ενός  κράτους κι ενός έθνους ιδίως στις δεκαετίες του ’70 και του ’80.

Ο συγγραφέας το καταφέρνει χάρη στην ασίγαστη επιθυμία του να διατρέχει τα χρόνια και τους τόπους και να συλλογίζεται με την σημερινή του ματιά πάνω σε πανανθρώπινες ιστορίες. Δεν προτείνει καμία γραμμική αφήγηση επειδή ούτε οι λαβύρινθοι ούτε οι ιστορίες είναι ποτέ γραμμικές. Ακριβώς αυτός είναι ο τρόπος του: μια διήγηση ιστοριών που η μία οδηγεί στην άλλη σ’ ένα συνεχές σύστημα διαδρόμων.

Εδώ λειτουργεί το πρώτο του εύρημα: ο αφηγητής εαυτός του βιώνει κάθε ξένη ιστορία ως δική του και εισχωρεί στις αναμνήσεις και την ίδια την συνείδηση άλλων ανθρώπων, και ιδίως των προγόνων του. Κι έτσι, καθώς βρίσκεται στην ανάμνηση του δωδεκάχρονου παππού του, μπαίνει σ’ ένα τσίρκο και γνωρίζει έναν Μινώταυρο όχι τρομακτικό αλλά θλιμμένο. Στο κλουβί του στην μια γωνιά, ένα στρώμα μ’ ένα τρίποδο και στην άλλη, ένας κουβάς και άχυρο: η μια γωνιά για τον άνθρωπο ή άλλη για το ζώο. Το ανεπιθύμητο μωρό από το σμίξιμο της Πασιφάης με τον ταύρο είναι ένα ορφανό που δεν είναι ούτε άνθρωπος για τους ανθρώπους, ούτε ταύρος για τους ταύρους. Βγήκε εκεί που η φύση δίστασε και τώρα τον έκλεισαν σ’ ένα λαγούμι. Ο μικρός αφηγητής συναντά το βλέμμα του πλάσματος και δεν θα απαλλαγεί ποτέ από την αίσθηση πως αυτό το πρόσωπο το γνωρίζει. Ακόμα κι αν αυτή την ιστορία δεν την διηγήθηκε ποτέ ο παππούς του.

Τώρα που ενήλικος ανατρέχει σε ολόκληρη την κλασική λογοτεχνία και καταγράφει τις εικονογραφικές του παραστάσεις δεν βρίσκει πουθενά αγάπη για τον Μινώταυρο. Μόνο σε μια Παναγία με Μινώταυρο διακρίνεται η στιγμή του αποχαιρετισμού μητέρας και παιδιού. Και πόσο επιθυμεί να καλέσει τον Οβίδιο, τον Βιργίλιο, τον Σενέκα, τον Πλούταρχο και τον Δάντη να έρθουν να δουν πόσο συνέβαλαν στην σημερινή του εικόνα, εικόνα ενός περιφρονημένου ήρωα! Σε όλες αυτές τις εκδοχές ο Μινώταυρος δεν προβάλλει καμία αντίσταση, ενώ κανείς δεν τον λυπάται. Είναι ο μόνος που σιωπά σ’ έναν μυθολογικό κόσμο όπου έμψυχα και άψυχα μιλάνε συνεχώς.

Η απουσία παιδιών στην αρχαιοελληνική μυθολογία είναι αξιοπρόσεκτη. Ακριβώς όπως και στην αρχαιότητα, έτσι και στον σοσιαλισμό τα παιδιά ήταν αόρατα, χαμένα στα άδεια διαμερίσματα, με τους γονείς απόντες στις συνεχείς ώρες εργασίας. Ένα ημιυπόγειο υπήρξε η βασική κατοικία του συγγραφέα όταν ήταν μικρός, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, περιμένοντας την σειρά τους για ένα διαμέρισμα. Είναι η σειρά του να γίνει ένας Μινώταυρος αιχμάλωτος κι ολομόναχος στο ημιυπόγειο ενός παλατιού, μιας εντυπωσιακής κομμουνιστικής πολυκατοικίας. Πόσοι δυνάμει μινώταυροι ζουν σε υπόγεια; Είναι μινώταυρος εκείνος που ουρλιάζει από το γειτονικό τρελοκομείο με την φωνή μιας εγκατάλειψης;

Ο Γκοσποντίνοφ συρράπτει πλήθος μικροϊστορίες στον καμβά των ανά τον κόσμο υπογείων και λαβυρίνθων. Σε μια από τις μαγευτικότερες ιστορίες έρωτα στον πόλεμο, ο παππούς του διατηρεί μερικές λέξεις ολόδικές του και τις απαριθμεί τα ατέλειωτα βράδια του χειμώνα, σαν ένα παράξενο κομποσκοίνι λέξεων. Λίγο προτού αφήσει τα εγκόσμια παραδίδει στον εγγονό του ένα παλιό χαρτί με μια διεύθυνση στην Ουγγαρία. Εκεί γερνάει μια γυναίκα που διατηρεί ένα αντίστοιχο χαρτί με βουλγαρικές λέξεις. Ένας έρωτας έσβηνε για δεκαετίες τις αποστάσεις με τις αντίστοιχες απαγγελίες. Σ’ ένα άλλο ενδεχόμενο (που σίγουρα εμείς εδώ έχουμε ξαναδεί -θυμάμαι μια αντίστοιχη παλιά ελληνική ταινία- και ξαναδιαβάσει, στα ατέλειωτα συγκοινωνούντα δοχεία της λογοτεχνίας), η ερωτευμένη γυναίκα για να κρατήσει τον στρατιώτη αλλάζει όλη την πορεία του πολέμου. Τον κρύβει σ’ ένα υπόγειο και δεν τον ενημερώνει ότι οι Γερμανοί έχουν παραδοθεί· υποκρίνεται ακόμα και έρευνες στο σπίτι.

Σε μια τόσο παρατεταμένη αναμονή, συμβαίνει ο έρωτας. Όταν κάποτε οργισμένος το ανακαλύψει επιστρέφει στην οικογένειά του στην Βουλγαρία αλλά έχει ήδη ανακηρυχθεί ηρωικώς πεσών κι έχει γίνει μνημείο. Πώς θα δικαιολογηθεί τόση καθυστέρηση στην επιστροφή; Μέχρι να βρεθεί μια βολική εξήγηση, η οικογένειά του προτείνει το υπόγειο για κάποιο καιρό, που τελικά κρατά πολύ. Ο νεοσύστατος κομμουνισμός άλλωστε θα εντοπίσει αμέσως τον λιποτάκτη που συν τοις άλλοις εξαπάτησε και το κράτος με τον δήθεν θάνατό του. Ο στρατιώτης απλώς αντάλλαξε το ένα υπόγειο μ’ ένα άλλο.

Καθώς ο συγγραφέας εισέρχεται στην «ιδιωτική ιστορία της δεκαετίας του ’80», όπως τιτλοφορεί ένα εκτενές κεφάλαιο, επιχειρεί έναν πλήρη κατάλογο πραγμάτων. Βρισκόμαστε στο αποκορύφωμα του ψυχρού πολέμου, συνεπώς κομβικό αντικείμενο αποτελεί η πράσινη θήκη από καραβόπανο με την μάσκα αερίου. Μόνο που στο καταφύγιο κάτω απ’ το γυμναστήριο ο φωτισμός ασφαλείας δεν λειτουργούσε ποτέ. Τουλάχιστο έδωσε μια φορά την ευκαιρία στον συμμαθητή του να πιάσει τα στήθη της χημικού έστω και κατά λάθος, αφού στόχος του ήταν κάποια άλλη. Στο σχολείο πάντως αδιάκοπα έδειχναν διαφάνειες με εικόνες του μανιταριού της ατομικής βόμβας, κι ο μικρός αφηγητής έκανε έναν κύκλο γύρω από κάθε μανιτάρι που ξεφύτρωνε τυχαία στην αυλή τους, για προληπτικούς λόγους. Η άμυνα απέναντι στα πυρηνικά και τα χημικά όπλα των εχθρών απαιτούσε πάντα την αντιασφυξιογόνο μάσκα. Ό,τι πιο κοντινό στην μουσούδα του μινώταυρου…

Όμως την επόμενη μέρα της αποκάλυψης δεν θα υπάρχουν εφημερίδες. Τι ειρωνεία: το πιο σημαντικό ιστορικό γεγονός δεν θα καταγραφεί. Έτσι ο συγγραφέας προβαίνει στην εξαντλητική συγκέντρωση γραπτών τεκμηρίων και αντικειμένων για τον μετα-αποκαλυπτικό αναγνώστη. Άλλωστε το 1977 το μη επανδρωμένο «Βόγιατζερ» θα επιχειρούσε την κονσερβοποίηση του χρόνου: να συλλέξει σε μια χρονοκάψουλα μια σειρά αντικειμένων, για να τα θάψει στο διάστημα, σ’ ένα ασφαλές μέρος μακριά από την Γη. Από την Βουλγαρία επιλέχτηκε ένα λαϊκό τραγούδι για κάποιον τρομερό κλεφταρματωλό – «στους μικρούς λαούς αρέσει να είναι τρομακτικοί». Αλλά την ίδια χρονιά ο σύντροφος Ζίφκοφ ανακοίνωσε την ταφή μιας άλλης χρονοκάψουλας στα θεμέλια του ιστορικού μουσείου του Πλέβεν για να ανοιχτεί ακριβώς εκατό χρόνια μετά, όταν όλοι θα ζούμε σε κομμουνιστικό καθεστώς. Άραγε εδώ θέση θα είχε η η Νιβέα που πουλούσαν στην μαύρη αγορά ή το κακέκτυπό της, η λεγόμενη «βουλγαρική νιβέα»;

Τι περιλαμβάνει η «επίσημη ιστορία της δεκαετίας του ’80»; Τίποτα δεν ενώνει ένα μικρό έθνος περισσότερο από την αίσθηση πως όλοι είναι εναντίον του. Με το AIDS παύουν όλες οι σεξουαλικές επαναστάσεις αλλά όσοι δεν τις είχαν καν αρχίσει, δεν πήραν το τέλος τους τόσο τραγικά. Ο θάνατος του Μπρέζνιεφ συγκεντρώνει όλα τα παιδιά στον κρύο διάδρομο του σχολείου, για να παρακολουθήσουν την κηδεία σε μια τηλεόραση. Εκεί αντίκρισε κι ο αφηγητής τον θάνατο, μια μέρα μετά το πρώτο του φιλί. Πρώτο φιλί, πρώτος θάνατος. Στα τέλη της δεκαετίας ο κομμουνισμός τελειώνει μέσα στην ασχήμια των ρούχων, σε αντίθεση με τα πιο αισθησιακά ενδύματα της δεκαετίας του ’60. Την δεκαετία του ’90 παρά το κρύο και το κομμένο ρεύμα όλα είναι πιθανά. Αλλά το τέλος της ιστορίας αποδεικνύεται πολύ πιο βαρετό απ’ όλα τα ευνοϊκά σενάρια.

Το μυθιστόρημα ενσωματώνει πολλές «αυτοτελείς» απολαυστικές ιστορίες, όπως αυτή του Γκαουστίν, με τα εμπνευσμένα, μεγαλεπήβολα πλην απραγματοποίητα σχέδια για να βγάλει χρήματα η παρέα: ένα σινεμά για τους φτωχούς (διήγηση της κινηματογραφικής ταινίας σε όσους προτιμούν μια πιο φτηνή λύση από το εισιτήριο), συγγραφή προσωπικού ποιήματος για κάθε πρόθυμο περαστικό, ένα πρετ-α-πορτέ προφυλακτικών, κινηματογραφικές προβολές με οθόνη τον ουρανό. Άραγε, σε κάποια σύγχρονα εξωφρενικά καλλιτεχνικά έργα, υπάρχει περίπτωση να κρύβεται από πίσω εκείνος;

Κάποιο ρεπορτάζ σ’ ένα δυτικό περιοδικό χαρακτήρισε την Βουλγαρία ως το πιο θλιμμένο μέρος του κόσμου. Χωρίς καμία διάθεση υπεράσπισης πάντως ο συγγραφέας ταξιδεύει σε δεκάδες ευρωπαϊκές πόλεις όπου δεν βρίσκει λιγότερη μελαγχολία – μάλλον το αντίθετο. Φαίνεται πως η κρίση εξαρτάται από πλείστους υποκειμενικούς παράγοντες. Ούτε το ταξίδι γιατρεύει την μελαγχολία. Η λογοτεχνία άραγε; Τελικά ο λαβύρινθος είναι πάνω απ’ όλα μια συνεχής επιλογή δρόμων. Ένας απ’ αυτούς μας οδηγεί στην αλήθεια του τετριμμένου, του φθαρτού και του ασήμαντου:

Είτε γεννήθηκες στις Βερσαλλίες είτε στην Αθήνα, τη Ρώμη ή το Παρίσι, το μεγαλειώδες πάντα θα βρει τρόπο να κάνει την εμφάνισή του. Ακόμα και αν δεν έχει διαβάσει Ψευδο-Λογγίνο, αν δεν έχεις ακούσει για τον Καντ ή…ακόμα και αν ζεις στους αιωνίως αναλφάβητους αγρούς ανώνυμων χωριών και πόλων, στο κενό μέρα-νύχτα, παρ’ όλα αυτά θα σου εμφανιστεί, στη δική σου γλώσσα. Σαν τον καπνό από μιαν καμινάδα μια χειμωνιάτικη μέρα, σαν ένα κομματάκι βαθυγάλανου ουρανού, σαν σύννεφο που σου θυμίζει κάτι από τον άλλον κόσμο, σαν σκατά βουβαλιού. Το μεγαλειώδες βρίσκεται παντού. [σ. 204]

Με αφορμή ένα γεγονός στην Ταφάλα, όπου ο ταύρος κοίταξε προς το κοινό και επιτέθηκε στους θεατές, ο συγγραφέας σκέφτεται: Το αμφιθέατρο είναι ένας λαβύρινθος με κυκλικούς και ακτινωτούς διαδρόμους. Ο ταύρος (που ξεχνάμε πως είναι φυτοφάγος) ανασήκωσε τα μάτια του και αναγνώρισε τον Λαβύρινθο. Τα ζώα δεν έχουν αίσθηση του χρόνου κι ο ταύρος είδε το πατρικό του σπίτι και θυμήθηκε εκείνη την νύχτα που δεν τελείωνε ποτέ. Τώρα ο δολοφόνος του (μάλλον κάποιος μακρινός συγγενής του Θησέα) στεκόταν στην αρένα και η μητέρα του κάπου στις κερκίδες – διαδρόμους του λαβυρίνθου. Εκεί χιμάει για να την βρει, αλλά κάνει λάθος, και συνεχίζει να την ψάχνει. Ένα τρομαγμένο μέχρι θανάτου ον ψάχνει τη μητέρα του. Το μουγκρητό του είναι η μοναδική λέξη που είναι ίδια σε όλες τις γλώσσες: Μαμάαααα….Μουουουουουου…..

Ο Γκοσποντίνοφ γνωρίζει πως για το βλέμμα κάθε νεογέννητου -, ενός αρουραίου, μιας μύγας, μιας χελώνας – ο κόσμος φτιάχνεται από την αρχή. Στην αρχή και η μικρή του κόρη, όπως όλα τα ανθρώπινα μωρά, προφέρει τα πράγματα με την φωνή όλων των ζωντανών όντων· γουργουρίζει, σφυρίζει, νιαουρίζει, σκούζει. Ο Θεός δεν δίνει αμέσως γλώσσα στα νεογέννητα. Κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Γνωρίζουν το μυστικό του παραδείσου αλλά δεν έχουν την γλώσσα γι’ αυτόν. Όταν τους δοθεί η γλώσσα έχουν ξεχάσει πια το μυστικό.

Εκδ. Ίκαρος, 2018, μτφ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, σελ. 334 [Fizika na fagata, 2011].

Δημοσίευση και σε mic.gr / βιβλιοπανδοχείο, αρ. 228, εδώ.

Paco Ignacio Taibo II – Αρχάγγελοι

Οι άγνωστοι αγωνιστές ενός άλλου κόσμου

Υπάρχουν προσωπικότητες που γεννήθηκαν για τη φαντασία, αλλά, καθώς είναι υποχρεωμένες να κινούνται στη μιζέρια της καθημερινότητας για να βρουν ένα κενό στην ιστορία, επανεπινοούνται για το φως της κινηματογραφικής οθόνης, για την πιο συναρπαστική σελίδα ενός μυθιστορήματος, για τον πιο παράλογο, αντιφατικό και παθιασμένο επικό τραγούδι. Προσωπικότητες στις οποίες δεν αρκούν τα βιογραφικά σημειώματα και όλες οι υποσημειώσεις και που γι’ αυτό ξεγλιστράνε οι ίδιοι και η εποχή τους μέχρι να κερδίσουν το δικαίωμα να είναι η σελίδα ενός κακοτυπωμένου ημερολογίου τοποθετημένου πάνω από την κουζίνα νοικοκυριού προλετάριων, ήρωες σε βουβή ταινία που δεν θα γυριστεί ποτέ, θέμα συζήτησης στο αλλόκοσμο φως στο καμίνι. [σ. 297]

Τα λόγια του συγγραφέα δεν αφορούν μόνο τον Μαξ Χελτς (στο κεφάλαιο του οποίου γράφονται) αλλά όλους τους χαρακτήρες που περιλαμβάνονται στο συναρπαστικό του βιβλίο· δώδεκα δευτεραγωνιστές των μεγάλων επαναστάσεων του 20ού αιώνα, πρόσωπα δεύτερης ή τρίτης γραμμής, που δεν έχουν κοινή πολιτική ιδεολογία αλλά εκείνο το «θαυμάσιο πείσμα» για την πίστη τους να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο. Πρόκειται όμως και για ήρωες ή αντιήρωες η ιστορία των οποίων καλύπτεται με σκιές και κρύβεται σε πηγές συχνά άγνωστες, που ο Τάιμπο ΙΙ αποθησαυρίζει από χρόνια για να μην προδώσει την ιστορική τους πιστότητα. Αλλά μια πρόσθετη έκπληξη περιμένει τον αναγνώστη: σε κάθε κείμενο επιλέγει και διαφορετική αφηγηματική τεχνική και ύφος, ενθέτει ελεύθερα την υποκειμενική του ματιά και συνομιλεί με τις πηγές, ενώ συχνά διατυπώνει ερεθιστικές ερωτήσεις προς τους ήρωές του.

Ξεκινώ με την προσωπικότητα που καλύπτει ένα κείμενο εξήντα σελίδων. Ο Μαξ Χελτς έμαθε από μικρός την τέχνη τού να είναι ακριβής στο ραντεβού του με την επανάσταση. Ο Χελτς κατανοεί τον κόσμο όταν συνομιλεί με τον σοσιαλιστή εκδότη εκδότης Γκεόργκ Σούμαν, τον οποίο είχε διαταχθεί να επιτηρεί στο δυτικό μέτωπο ως «προδότη», χωρίς να του μιλάει. Παρών στην έναρξη της γερμανικής επανάστασης του 1918, καλεί σε άμεση δράση τους απολυμένους εργάτες μιας συγκέντρωσης και σε αυτά τα εμπρηστικά καλέσματα και στην πρόταξη της δράσης βρίσκεται η γέννηση του «χελτσιανού στιλ»: η ταχύτητα αντίδρασης στα γεγονότα, το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, η γνώση της περιοχής, το απίστευτο θάρρος. Φροντίζει να μην είναι ποτέ μόνος του· «το πλήθος δεν είναι τα ανώνυμα πρόσωπα που βλέπεις από το βήμα· είναι σαν κι εσένα, έτοιμοι να επέμβουν και να περάσουν στη δράση». Προσελκύει τον κόσμο σαν τεράστιος μαγνήτης· τους ανακαλύπτει σιωπηλούς μέσα στο πλήθος και τους ρίχνει στον πόλεμο μαζί του.

Οι πρακτικές του: επιθέσεις που θυμίζουν οπερέτα, κατασχέσεις τροφίμων από τα σπίτια των αφεντικών, διανομές σε απόρους, συλλογικές κουζίνες, επιθέσεις σε τράπεζες, εμπορικά καταστήματα και κυβερνητικά γραφεία, εμπρησμοί σπιτιών,  καταστροφές εγγράφων ιδιοκτησίας, υποθηκών ή δικαστηρίων, ακόμα και μνημείου όπως η Στήλη της Νίκης στο Βερολίνο, σύμβολο του γερμανικού μιλιταρισμού – το τελευταίο αυτό σχέδιο δεν ευοδώθηκε. Στα εργοστάσια ανοίγει τα χρηματοκιβώτια και μοιράζει τα χρήματα στους εργάτες. «Ποτέ δεν ξέρει κανένας τι θα κάνουμε». Κινητικότητα και απρόσμενη δράση χωρίς κανένα σχέδιο: το κλειδί της επιτυχίας.

Ο Χελτς μένει πάντα έξω από φράξιες και εσωτερικές συζητήσεις και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με ποιο κόμμα είναι. Μια έκρηξη χειροβομβίδας τον αφήνει σχεδόν τυφλό και σύντομα συλλαμβάνεται. Μετά την σύλληψή του η Κομμουνιστική Διεθνής δεν υποστήριξε τις ενέργειες του αλλά προσπάθησε να κεφαλαιοποιήσει την μορφή του. Αντίθετη στην τρομοκρατία και στις ατομικές ενέργειες των ελεύθερων σκοπευτών, τον εκτιμά ως έναν από τους θαρραλέους αντάρτες που ύψωσαν το ανάστημά τους ενάντια στην καπιταλιστική κοινωνία. Το κομμουνιστικό κόμμα ανέλαβε την υπεράσπισή του και οργάνωσε μια επιτροπή διανοούμενων στην οποία συμμετείχαν ο Τόμας Μαν και ο Έρνστ Τόλερ με σκοπό την αναθεώρηση της διαδικασίας. Στην επτάχρονη απραξία της φυλακής, η αναπόληση των μαχών των ετών 1918 – 1921 αποτελεί την μόνη του παρηγοριά.

Η απελευθέρωσή του μετατράπηκε σε μεγάλη γιορτή αλλά η πλειονότητα των Γερμανών αγωνιστών ακολουθώντας τις ντιρεκτίβες της Μόσχας περιφέρει τον ήρωά της σε γιορτές και φιέστες. Ο Χελτς είναι περισσότερο ο μεγάλος ελέφαντας σε ένα προπαγανδιστικό τσίρκο και οδηγείται από συνέδριο σε συνέδριο για να αφηγείται την ζωή του. Η ηγεσία του Κόκκινου Μετώπου δεν του επιτρέπει να μπει στην δράση, όσο πεισματικά κι αν ζητά να επιστρέψει στην Γερμανία να πολεμήσει την επικράτηση του ναζισμού· τον στέλνει στη Μόσχα για να αναλάβει καθήκοντα …κομματικού γραφειοκράτη ενώ του αφαιρούν το διαβατήριο και το περίστροφο. Το 1921, ο άνθρωπος που ηγήθηκε της επανάστασης στην Κεντρική Γερμανία, καταρρέει. Αναγκάζεται να μεταβεί σε ένα χωριό κοντά στο Γκόρκι για να κάνει διοικητική δουλειά σε μια σοβιετική βιομηχανία. Για πρώτη φορά έχει ηττηθεί ολοκληρωτικά. Ακόμα και ηττημένος όμως αποτελούσε απειλή κι έτσι έχασε την ζωή του εξαιτίας ενός ύποπτου πνιγμού, παρότι δεινός κολυμβητής.

Τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν, ο Μαξ θεωρήθηκε από τους σοσιαλδημοκράτες ένας επικίνδυνος τυχοδιώκτης, από τους επίσημους κομμουνιστές ανεύθυνος και προδότης, από την κομμουνιστική Αριστερά αναρχικός και από τους αναρχικούς λενινιστής Αυτοί που αγωνίστηκαν στο πλευρό του σφαγιάστηκαν από τον ναζισμό ή στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το όνομα και η ιστορία του Μαξ Χελτς πέρασαν στη λήθη.  [σ. 367]

Μπορεί και όχι. Την δεκαετία του 1980 η μετασταλινική γραφειοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας αποφάσισε να τοποθετήσει ένα άγαλμά του σε μια πλατεία. Μετά την πτώση του Τείχους το άγαλμα απομακρύνθηκε και τοποθετήθηκε στο υπόγειο ενός μουσείου απ’ όπου μια ανώνυμη μέχρι σήμερα ομάδα το «απελευθέρωσε». Την ίδια εποχή σε μια ζώνη με κατειλημμένα σπίτια στην Μάιζενστράσσε δημιουργήθηκε ένα βιβλιοπωλείο μεταχειρισμένων βιβλίων που είχε το όνομά του. Κατά την διάρκεια μιας αστυνομικής επέμβασης το βιβλιοπωλείο καταστράφηκε ενώ οι αστυνομικοί έκαναν διαγωνισμό βολών πυροβολώντας τα βιβλία. Ίσως μέσα από τις σελίδες ενός φυλλαδίου που μας διηγείται τα δικά του κατορθώματα, τρυπημένο τώρα από σφαίρες, ο Μαξ Χελτς μας χαμογελά.

Κόρη του Μιχαήλ Ράισνερ που εγκατέλειψε τον φιλομοναρχισμό και έγινε δημοκράτης, η Λαρίσα Ράισνερ βρίσκεται από μικρή στην εξορία αλλά και περιτριγυρισμένη από παθιασμένες συνομιλίες που ροκανίζουν το τέλος του αιώνα όπου όλα θα αλλάξουν και αυτοί που σήμερα δεν είναι τίποτα θα είναι τα πάντα. Με την επανάσταση του 1905 οι γονείς της εγκαταλείπουν την εξορία και επιστρέφουν στην Αγία Πετρούπολη. Η έναρξη του Μεγάλου Πολέμου την βρίσκει μαζί με τον πατέρα της να ιδρύει και να διευθύνει το περιοδικό Rudin, με το οποίο εκφράζει τις θέσεις του αντιπολεμικού σοσιαλισμού με άρθρα που καταγγέλλουν την βαρβαρότητα της σφαγής. Ο κόσμος της σοσιαλδημοκρατίας είναι ο κόσμος της γραπτής λέξης, της εμμονής με την παράνομη εφημερίδα και του αγκίτ-προπ και η Λαρίσα κινείται σ’ αυτό το περιβάλλον όπως σ’ ένα μεγάλο σπίτι. Κατά την επανάσταση των μπολσεβίκων βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτούς που κατέλαβαν το φρούριο του Αγίου Πέτρου και του Αγίου Παύλου.

Αλλά το πεδίο της είναι η δύναμη των λέξεων και συνεχίζει να γράφει για τις δυνάμεις που έχει απελευθερώσει η ρωσική επανάσταση προτού καταστραφεί σύντομα από τον σταλινικό απολυταρχισμό. Η παράξενη φιγούρα της όμορφης και εκλεπτυσμένης γυναίκας δεν εργάζεται μόνο στο Τμήμα Προπαγάνδας αλλά γίνεται και μέλος του Κόκκινου Στρατού. Στο βιβλίο της Στο μέτωπο περιγράφει τις πολεμικές της εμπειρίες αλλά και τα τοπία και τις ιστορίες των ανθρώπων της δεύτερης γραμμής. Η άποψη της για την επανάσταση και τους ηγέτες της δεν είναι καθόλου αγιογραφική, καθώς ανακαλύπτει φαινόμενα διαφθοράς και κατάχρησης εξουσίας. Η Λαρίσα παραμένει ελεύθερη και στον έρωτα· η νέα σοβιετική κοινωνία ερχόταν σε ρήξη με τα παλιά μοντέλα ζωής άρα και με τις αντιλήψεις για το σεξ και τον γάμο.

Το 1923 ζητάει να πάει στην Γερμανία όπου εκείνη την στιγμή συμβαίνει μια άλλη επανάσταση. Στο φυλλάδιο Βερολίνο. Οκτώβρης 1923 συνδυάζει την πολιτική ανάλυση με τον τρόπο του Τρότσκι με την νατουραλιστική περιγραφή του Ζολά, την αίσθηση του χιούμορ και την αποκάλυψη της ατμόσφαιρας. Το Αμβούργο στα οδοφράγματα έμελλε να είναι το πιο σημαντικό της βιβλίο. Η αφήγηση της εξέγερσης συνδυάζεται με τις περιγραφές των κτιρίων, των γερανών, των δρόμων των ιερόδουλων, των εργατικών κατοικιών, και των φράσεων της εργατικής τάξης. Η Λαρίσα δεν ερωτεύεται μόνο τους εξεγερμένους αλλά και την ίδια την εξέγερση, παρά την αποτυχία, ενώ σαγηνεύεται από τον βιομηχανικό κόσμο και το περιβάλλον του λιμανιού. Όπως γράφει ο Τάιμπο, να διηγείσαι σημαίνει να στερεώνεις στη μνήμη αυτό που γνωρίζει την άρνηση, να οικοδομείς αυτό που ξεχνιέται.

Η Λαρίσα αναζητά την επανάσταση στον βιομηχανικό κόσμο, στα εργοστάσια και τα ορυχεία, μακριά από την γραφειοκρατία του Πέτρογκραντ και της Μόσχας. Επί μήνες ταξιδεύει στα Ουράλια, στην πλούσια σε άνθρακα λεκάνη του Ντόνετς, στα ορυχεία πλατίνας στο Κτιλίμ, στα χυτήρια, στις κλωστοϋφαντουργίες του Ιβάνοβο. Κοιμάται στα τρένα, στα ορυχεία, στα τοπικά συνδικάτα. Τα ρεπορτάζ της αργότερα θα πάρουν μορφή στο βιβλίο Κάρβουνο, σίδηρος και ανθρώπινα όντα. όπου κάθε ιδέα προπαγάνδας αντικαθίσταται από οξύτατη κριτική στον τρόπο που ζουν οι εργάτες,  διηγήσεις με γραφειοκρατικά λάθη αλλά και παλιές ιστορίες και λαϊκούς μύθους. Η πένα της δεν τρέμει όταν ασκεί κριτική στην πολιτική της ανόδου δι’ αλμάτων ενώ παραμελούνται οι συνθήκες ζωής των εργατών.

Το βιβλίο της Στη χώρα του Χίντενμπουργκ, μια κριτική του καπιταλισμού με μια αλλόκοτη, συχνά σουρεαλιστική ματιά ενώ ο χλευαστικός της τόνος δεν παύει να αποκαλύπτει την σαγήνη της για τις μηχανές. Όταν η δημοκρατία των μπολσεβίκων βαδίζει προς την προσωποκεντρική δικτατορία του Στάλιν η Λαρίσα ασθενεί και πεθαίνει από μαλάρια που κόλλησε στο Αφγανιστάν. Από αυτή την άποψη η έξοδός της ήταν ευλογία, αφού δεκάδες σύντροφοι, φίλοι και προσωπικότητες χάθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην ζοφερή σταλινική περίοδο.

Ο άντρας με τα σκούρα γυαλιά που κοιτά τον ουρανό λέγεται Ντομίνγκο και λέγεται Ραούλ. Έτσι τιτλοφορεί ένα άλλο κεφάλαιο ο συγγραφέας, που συναντά τον ήρωά του σε μια από τις ελάχιστες φωτογραφίες του και τον κυνηγά για χρόνια σε αποκόμματα εφημερίδων, ξεθωριασμένες φωτοτυπίες, «βιβλία σχεδόν αδιανόητα», σκόρπιες πληροφορίες, αλληλοαντικρουόμενες αναφορές, ένα σύνολο θραυσμάτων μιας προσωπικής και πολιτικής περιπέτειας. Στην Αβάνα το 1956 πεθαίνεις πολύ εύκολα και τα πτώματα μένουν πεταμένα στον δρόμο, ξεσκισμένα, σαν μια ένδειξη χειρισμού των αντιφρονούντων· όμως το ίδιο καυτό αίμα έχει την απρόσμενη ικανότητα του καλέσματος. Ένα χρόνο πριν την επανάσταση ο Ραούλ ενώνεται με τις φοιτητικές ομάδες που κάνουν αντίσταση στον δρόμο ενάντια στον Μπατίστα και γίνεται μέλος του Επαναστατικού Διευθυντηρίου.

Ο Ραούλ Ντίας Αργουέγιες μάχεται στο δρόμο με την ευφορία του δρόμου και την θλίψη των ενταφιασμών. Αναγκάζεται να φύγει κυνηγημένος στις ΗΠΑ ενώ σε λίγες μέρες ο νεαρός δικηγόρος Φιντέλ Κάστρο με τον μαθητευόμενο ράφτη Καμίλο Σιενφουέγος και τον Αργεντινό γιατρό Ερνέστο Γκεβάρα αποβιβάζονται με άλλους ογδόντα νέους στις ακτές του Οριέντε. Τα χρονικά των επόμενων ετών τον τοποθετούν στην Κούβα του 1957 και η καλύτερη ενημερωτική αλυσίδα της εποχής της λογοκρισίας, η λαϊκή φημολογία, τον βρίσκει να κάνει αναγκαστική προσγείωση ενός αεροπλάνου γεμάτου όπλα σε μια λεωφόρο, καταφέρνοντας να σώσει και τον εαυτό του και το φορτίο. Ακολουθούν μια σειρά από μάχες στην πόλη και στα βουνά.

Ο Τάιμπο διανθίζει το κείμενο με ερωτήσεις, προσπαθώντας να καταλάβει τους ήρωές του. Πόσο γερνάει ένας νέος όταν βλέπει τους φίλους του να πεθαίνουν; Ποιο είναι το σύνορο ανάμεσα στο θάρρος και την τρέλα; Πως διαχειρίζεται κανείς τον συνεχή φόβο ή την ευθύνη να στείλει άλλους στον θάνατο; Τώρα ο εικοσιδυάχρονος Αργουέγιες είναι αδύνατο να σταματήσει ακριβώς γιατί στις πλάτες του βαραίνει η ανάμνηση των νεκρών φίλων. Στις αρχές του 1959 προελαύνει στην Αβάνα· η δικτατορία του Μπατίστα έχει καταρρεύσει. Είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει μια από τις πιο σκληρές πόλεις του κόσμου, ένα εγκληματικό περιβάλλον γεμάτο οργανωμένο τζόγο, πορνεία, μαφία των ναρκωτικών; Το Τμήμα του αρνείται τις δωροδοκίες και αποκτά την φήμη του αδιάλλακτου. Σε μια βιογραφία χωρίς έκδηλη γοητεία, γεμάτη ατέλειωτες ώρες γκρίζας δουλειάς, υπάρχει αφθονία ηρωισμού στις καθημερινές ιστορίες των υποδομών, της οικοδόμησης σχολείων, των νέων εργαστηρίων μηχανικών.

Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Τσε είναι θέμα χρόνου για τον Ραούλ να ξεκινήσει το δικό του ταξίδι προς την διεθνή επανάσταση. Μέχρι το 1974 η ζωή του είναι συνδεδεμένη με την αποικία της Γουινέας – Μπισάου και τον πόλεμο του λαού της ενάντια στον πορτογαλικό αποικιακό στρατό ενώ ακολουθεί η πολύπαθη Ανγκόλα, όπου και γίνεται ο μυθικός πανταχού παρών Κουβανός – φάντασμα. Σ’ έναν αγώνα ενάντια σε όλες τις πιθανότητες κατορθώνει αδιανόητες νίκες και συχνά δεν υπάρχει χρόνος ούτε να τις γιορτάσει· όπως θυμάται ένας φίλος του: Μέσα στην τρομερή ζέστη, είχε σταματήσει να ιδρώνει. Δεν χαράμιζε ούτε μια σταγόνα νερό. Μια νάρκη τον τραυματίζει σοβαρά και καθώς τρέχει υποβασταζόμενος από τους συντρόφους του ο Τάιμπο είναι βέβαιος πως θα τους είπε: Μιλήστε γι’ αυτό που κάναμε.

Η επιστροφή του τελευταίου μαγονέρο αναφέρεται στον Λιμπράδο Ριβέρα, που πίστευε με μανία στην δύναμη της γραπτής λέξης. Η ιστορία του ξεκινά όταν επιστρέφει στο Μεξικό ύστερα από δεκαοκτώ χρόνια εξορίας, εκ των οποίων τα εντεκάμισι σε φυλακές των ΗΠΑ, καταδικασμένος μαζί με τον Ρικάρντο Φλόρες Μαγόν για εγκλήματα του Τύπου, εξαιτίας του «Μανιφέστου προς τους εργάτες του κόσμου».

Το 1923 του προσφέρεται αποφυλάκιση υπό τον όρους κι εκείνος αρνείται να την δεχτεί και να αναγνωρίσει την ενοχή του. Μακριά από το μυαλό μου η ιδέα να εγκαταλείψω τη μάχη που ξεκίνησα πριν από τόσα χρόνια υπέρ των φτωχών. Οι απειλές και οι τιμωρίες δεν με φοβίζουν ούτε με αποθαρρύνουν, πόσο μάλλον θα με πείσου  ότι έπραξα λάθος. Αυτές οι τακτικές απευθύνονται σε παιδάκια. Δεν θα σκύψω το κεφάλι, δεν θα μετανιώσω ποτέ. [σ. 256]

Οι αρχές των ΗΠΑ αποφασίζουν να τον ξεφορτωθούν, μετατρέποντας την κάθειρξη σε δικαστική απέλαση, και τον παραδίδουν στα χέρια των μεξικανικών Αρχών στη συνοριακή γραμμή. Στα σύνορα, ο τελευταίος μαγονέρο είναι άρρωστος, χωρίς λεφτά, κυκλωμένος από τον ανεξιχνίαστο θάνατο του Μαγόν· αλλά δεν έχει εγκαταλείψει. Οποιοσδήποτε αμερόληπτος παρατηρητής, γράφει ο Τάιμπο, θα μπορούσε να εντοπίσει τη λάμψη στα μάτια του. Δημοσιεύει ένα νέο «Μανιφέστο», πεπεισμένος για τις αρετές της διάδοσης μιας ιδέας και την γοητεία της γραπτής λέξης. Σύντομα φτιάχνει τις βαλίτσες του και μεταβαίνει στην καρδιά του κοινωνικού πολέμου, στο Ταμπίκο.

Τις αλήθειες που εξαπέλυα ενάντια στην τότε δικτατορία, τις ίδιες εξαπολύω και σήμερα μέσα από τη φυλακή ενάντια στη σημερινή δικτατορία, και θα συνεχίσω να κάνω το ίδιο μέχρι να μου κόψουν την ανάσα στα ανανεωτικά μπουντρούμια τους. [σ. 275] Οι φυλακές στάθηκαν ανίκανες να με πείσουν ότι είμαι ένα λάθος και να μου αλλάξουν την ακλόνητη πεποίθηση ότι καμία κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να λύσει το πρόβλημα της φτώχειας [σ. 289]

Ο Λιμπράδο Ριβέρα συνεχίζει να αντιμετωπίζει με καθαρό βλέμμα τους διώκτες του και να γνωρίζει αλλεπάλληλες φυλακίσεις και κακομεταχείριση αλλά και να αρνείται να αποφυλακιστεί υπό όρους. Η αστυνομία εισβάλλει στο σπίτι του και καταστρέφει την τεράστια βιβλιοθήκη του, μια ανεκτίμητη συλλογή εντύπων, ακόμα και τα γυαλιά του. Η σημαντικότερη εκστρατεία του είναι για την απελευθέρωση των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι με τους οποίους αλληλογραφεί προσωπικά. Παρά την διεθνή κινητοποίηση η «νόμιμη δολοφονία» τους δεν αποφεύγεται και ο ίδιος συντρίβεται γιατί βρισκόταν στην φυλακή, αδύναμος να βοηθήσει περισσότερο. Ο Ριβέρα αναπαύεται ύστερα από εννιά χρόνια αφοσιωμένου προσωπικού πολέμου ενάντια σ’ ένα αυταρχικό κράτος με μόνα όπλα το πείσμα και το ύφος.

Ο αυστριακός Φρίντριχ Άντλερ ήταν ένας σοσιαλδημοκράτης που έφτασε στην πολιτική δολοφονία για ηθικούς λόγους. Εξαρχής αντίθετος στον Μεγάλο Πόλεμο του 1914 ένιωθε την ανάγκη να σπάσει την τρέχουσα απραξία με μια συμβολική πράξη. Έφτιαξε έναν κατάλογο με τα ονόματα αυτών που ήταν υπεύθυνοι για την πολεμική σφαγή κι επέλεξε να σκοτώσει τον Ούγγρο πρωθυπουργό. Η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία αποποιήθηκε κάθε ευθύνη· το κόμμα δεν αποδεχόταν την τρομοκρατία και διατεινόταν ότι ο Άντλερ ήταν διανοητικά ταραγμένος. Πολλοί θεωρούσαν ότι με αυτό τον ισχυρισμό μπορεί να σωθεί η ζωή του όμως ο ίδιος το αρνήθηκε γιατί θα χανόταν οποιοδήποτε νόημα από την πράξη του: Πάλεψα με πάθος κατά την διάρκεια της έρευνας να καταδείξω το γεγονός ότι η πράξη μου ήταν το αποτέλεσμα μιας απόφασης που έλαβε ένας άντρας σε συνθήκες απόλυτης πνευματικής διαύγειας [σ. 102]

Το οριστικό πόρισμα επιβεβαίωσε την ψυχική του διαύγεια και ο Άντλερ δεν ήταν πλέον ένας τρελός αλλά ένας ήρωας. Επί τέσσερις ώρες στην δίκη εξηγούσε την αποστροφή του για τον πόλεμο, τον οποίο θεωρούσε πράξη οργανωμένου κρατικού εγκλήματος κι έκανε απεγνωσμένη έκκληση στη λογική ακόμα και με μια πράξη παράλογη. Υποστήριξε ότι δεν πιστεύει στις ατομικές πράξεις βίας αλλά στην λαϊκή δύναμη κι ότι ήθελε να καθορίσει τις ψυχολογικές συνθήκες για μελλοντικές μαζικές πράξεις. Ο λόγος του κυκλοφόρησε παράνομα παντού με αποτέλεσμα να αναβληθεί η καταδίκη σε θάνατο για το ενδεχόμενο τεράστιας κοινωνικής αναταραχής. Με την κατάρρευση της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας ο Άντλερ απελευθερώθηκε, έγινε γραμματέας του Γραφείου της Δεύτερης Διεθνούς, συμμετείχε ενεργά στον Ισπανικό Εμφύλιο κι έζησε ως τα ογδόντα ένα.

Την στρατιά των ασυμβίβαστων ονειροπόλων επαναστατών συμπληρώνουν οι αναρχικοί της δράσης Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι και Φρανσίσκο Ασκάσο, ο σοσιαλδημοκράτης με πίστη στην αξία της ηθικής και του παραδείγματος Χουάν Ρ. Εσκουδέρο, οι ενίοτε ασεβείς μαρξιστές αλλά πάντα επαναστατικοί ζωγράφοι Ντιέγκο Ριβιέρα και Νταβίντ Αφλάρο Σικέιρο, ο Κινέζος μαρξιστής όλων των παραλλαγών Πενγκ Πάι, ο κόκκινος διεθνιστής και βωμολόχος Πιέρο Μαλαμπόκα, ο αμετανόητος υποστηρικτής του Μπακούνιν  Σεμπαστιάν Σαν Βισέντε και ο μπολσεβίκος μαρξιστής Άντολφ Αμπράμοβιτς Γιόφε. Τα κείμενα του βιβλίου γράφτηκαν σε διάστημα δεκαπέντε ετών [1983 – 1998] και δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά, ένθετα περιοδικών ή τόμους που μοιράστηκε με άλλους συγγραφείς ή δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά.

Οι ιστορικοί δεν έχουμε τη δυνατότητα να λέμε ιστορίες σαν κι αυτές, είναι γνωστό ότι είναι ιστορίες που μας ξεπερνούν, ότι τους αφαιρούμε τη ζωή όταν τις διηγούμαστε, ότι ο μοναδικός, ακριβής τόπος, το οχυρό που τους ανήκει, είναι αυτό το αόριστο πράγμα που δεν μπορούμε να ορίσουμε αλλά που όλοι ξέρουμε ότι υπάρχει και το οποίο ονομάζουμε συλλογική μνήμη των λαών. Αυτός είναι ο τόπος τους. Εκεί ανήκουν. [σ. 486]

Στις εικόνες: Έργο του Helios Gomez, Max Hoelz επί τέσσερα [στην μία ως πρωταγωνιστής στην ταινία Life and Illusion of a German Anarchist], Larisa Reisner,  Raúl Díaz-Argüelles [στο κέντρο, με τα μαύρα γυαλιά], Librado Rivera με τον Enrique Flores Magon, Προεκλογική αφίσα του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (1932), Friedrich Adler, Paco Ignacio Taibo II.

Δημοσίευση και στο mic.gr / βιβλιοπανδοχείο αρ. 223, σε συντομότερη μορφή, υπό τον τίτλο Red Army Blues [o τίτλος από εδώ].