Στάθης Γουργουρής – Ενδεχομένως αταξίες. Κείμενα ποιητικής και πολιτικής

Τα ηρεμιστικά του βάλτου και οι στοχασμοί της αφύπνισης

Στοχάζεται η λογοτεχνία; αναρωτιόταν ο συγγραφέας σε παλαιότερη συλλογή κειμένων (που παρουσιάσαμε εδώ)· αυτή τη φορά το πεδίο μετατοπίζεται στην ποιητική και την πολιτική και όσα μύρια περικλείουν αλλά κατά κάποιο τρόπο το ερώτημα παραμένει ίδιο. Άλλωστε οι επιμέρους τομείς της τέχνης του λόγου ή της σκέψης, της πολιτικής ή της ιστορίας, δεν αποτελούν παρά ενδεικτικές διαγραμμίσεις σ’ έναν ενιαίο χάρτη όπου όλα συνδέονται. Και ακριβώς αυτή είναι η αρετή των περισσότερων κειμένων του συγγραφέα: από την μία επικεντρώνουν σε ένα θέμα με πλήρη αυτονομία και από την άλλη το ανοίγουν προς όλες τις κατευθύνσεις, σε δοχεία συγκοινωνούντα που καταλήγουν σε μια ευρύτερη δεξαμενή. Και, βέβαια, το ερώτημα είναι πάντα έτοιμο να αντιστραφεί: τι στοχαζόμαστε εμείς μέσα από την πεζογραφία, την ποίηση, την πολιτική, την φιλοσοφία, την επικαιρότητα, την τρέχουσα καθημερινότητα.

Ας ξεκινήσω από την ανάγνωση μιας συγγραφέως που δεν έχει διαβαστεί αρκετά, της Μιμίκας Κρανάκη, και του σημαντικού της βιβλίου Φιλέλληνες (είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας). Ο Γουργουρής εκκινεί από τον Μπρεχτ που έλεγε ότι το πιο θλιβερό για μια κοινωνία είναι να έχει ανάγκη από ήρωες. Είναι μια κοινωνία που νοσεί: η ανάγκη της για ήρωες και ηρωισμούς υποδηλώνει την αδυναμία της να δράσει σύσσωμη και να μοιράσει την ευθύνη σε όλα της τα μέλη. Έτσι θυσιάζει κάποια επίλεκτα μέλη της στο βωμό της επωνύμου δόξας (συνήθως μεταθανάτιας), για να συγκαλύψει την συλλογική της ανεπάρκεια.

Στο επίπεδο παραγωγής και κατανάλωσης ηρώων η λογοτεχνία συμβαδίζει με την «πραγματικότητα», αλλά και μπορεί να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύονται οι κοινωνίες τους ήρωές τους· πώς τους ανταμείβουν και πώς τους απωθούν; Και το εκτενές τόλμημα γραφής της Κρανάκη αναλαμβάνει την ευθύνη της κατάδυσης στην μεταπολεμική ελληνική ιστορία όπου ηρωισμός και θλίψη αναπόφευκτα συνυφαίνονται. Το μυθιστόρημα αφορά τους αριστερούς (κυρίως) επιστήμονες, διανοούμενους και καλλιτέχνες που διασώθηκαν κατά τον Εμφύλιο χάρη στην πρωτοβουλία της γαλλικής κυβέρνησης να τους χορηγήσει υποτροφίες για σπουδές στο Παρίσι (1945).

Η συγγραφέας ήταν μια από τους υποτρόφους αλλά εδώ το αναμφισβήτητο αυτοβιογραφικό στοιχείο δεν εμφανίζεται παρά ως σκιαγράφηση του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο τα πάντα λάμπουν ως μύθοι: όχι μόνο τα πρόσωπα αλλά και ο ίδιος ο Εμφύλιος, η μετανάστευση, η διασπορά, η Ευρώπη κ.ό.κ., και τυλιγμένος γύρω τους ο ίδιος ο μύθος της Αριστεράς. Οι ήρωές του είναι πραγματικά θλιμμένοι, όχι τόσο γιατί κουβαλούν το βαρύ πεπρωμένο του μετεμφυλιακού ελληνισμού όσο γιατί αναγνωρίζουν ότι αποτελούν τα εξιλαστήρια θύματα μιας ανεπαρκούς μυθολογίας. Και εφόσον η πλοκή του μυθιστορήματος στηρίζεται σε αυτό το τεράστιο χάος που επικρατεί στους κόλπους της ελληνικής Αριστεράς, η συγγραφέας παραδίδεται στον γνωστό αφοριστικό λόγο αυτών που είδαν τα οράματά τους να διαπομπεύονται από τους ίδιους τους συντρόφους τους εν ονόματι μιας μίζερης πολιτικής σκοπιμότητας.

Τελικά αυτοί οι ήρωες γίνονται υπότροφοι μιας αέναης μετατόπισης· μιας ιστορίας όπου η εξορία – ξενιτιά δεν είναι απλώς μια μόνιμη (εγ)κατάσταση αλλά και μια ολοένα και πιο α-νόητη σημασία. Οι πάτριες αναμνήσεις τους εναλλάσσονται με τους απάτριδες στοχασμούς και χωρίς ακριβώς να παύουν να είναι Έλληνες, γίνονται Φιλέλληνες. Όπως γράφει η συγγραφέας: Φιλέλληνες, όπως λες φιλό-σοφος ή φιλό-μουσος, αγαπάς τη σοφία, τη μουσική, χωρίς ούτε σοφός ούτε μουσικός να ’σαι. Εξ’ αποστάσεως. Άλλοι θα φτειάχνουνε τον κόσμο, τη ζωή, και συ, μακρινός εραστής, θα κάθεσαι να βλέπεις. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει και η άλλη φωνή μέσα στο μυθιστόρημα, πως κανένας άνθρωπος δεν είναι ξένος. Η αρνητική γραμματική της πιο οικουμενικής κατάφασης: Ξένος ουδείς, συνεπώς ούτε Οδυσσέας.

Οι πιστοί αναγνώστες του Πλανόδιου γνωρίζουμε τον συγγραφέα από τις ανεξάντλητες «πίσω» σελίδες του περιοδικού, όπου μαζί με άλλους ερευνητές, δοκιμιογράφους και συγγραφείς άνοιγε ακριβώς αυτή την βεντάλια των στοχασμών· στην προκείμενη περίπτωση με την στήλη Διαβατήρια, πέντε από τα οποία αναδημοσιεύονται εδώ. Το πρώτο μας ταξιδεύει στο «μετεμφυλιακό Βελιγράδι», στο τιτοϊκό ξενοδοχείο Μετροπόλ και σε μια αξέχαστη συνύπαρξη πρώην Γιουγκοσλάβων όλων των «εθνοτήτων», ανθρώπων που είχαν μάθει να ζουν με την απώλεια της χώρας τους· που περιφρόνησαν το καινούργιο τους διαβατήριο και δεν περιφέρονταν σαν ζωντανοί νεκροί στο νεκροταφείο των οραμάτων τους. Κανείς τους, αν και ά-εθνος ή άπατρις δεν ένοιωθε άπολις. Η συνάντηση δεν αποσκοπούσε σε κάποια ιεροτελεστία συμφιλίωσης. Τίποτα δεν χώριζε αυτούς τους ανθρώπους για να χρειάζεται να επαναστήσουν γέφυρες. Ή μάλλον, ό,τι τώρα τους χωρίζει – η αμείλικτη αλήθεια της Ιστορίας – τους είναι ξένο, επιβεβλημένο από κάποιους άλλους. Έχει φτάσει να τους ανήκει μόνο και μόνο επειδή τους αποκαλεί – τους αποκλείει ονομάζοντάς τους – Σέρβους, Κροατες, Μαυροβούνιους, Βόσνιους, Σλοβένους, Μακεδόνες, και εκεί ακριβώς έγκειται η εναντίωσή τους: στο βάπτισμα στο οποίο, παρά τη θέλησή τους, τους εξαναγκάζει ο εθνικισμός. [σ. 241 – 242]

Το τρίτο διαβατήριο αφιερώνεται στον τρομπετίστα Μάζεν Κερμπάτζ που το 20006 βγήκε στο μπαλκόνι του σπιτιού του για να παίξει τρομπέτα ντουέτο με τις βόμβες που έπεφταν στον απέναντι λοφίσκο [συμπληρώνοντας την τέχνη εν καιρώ πολέμω με τις εικαστικές και ιστολογιακές ανταποκρίσεις του] αλλά θα σταθώ περισσότερο στο δεύτερο, που αφορά τον Φιλ Όουκς, εκκινώντας από την τραγική εμφάνιση του στο Κάρνεγκι Χολ το 1969. Ο πιο στρατευμένος στιχουργός της παρέας των φολκ τροβαδούρων Ντύλαν και Μπαέζ, ο πιο πολιτικοποιημένος τραγουδοποιός της γενιάς του, απαγορευμένος σε κάθε ραδιοφωνική και τηλεοπτική αναμετάδοση, κατέρρευσε μετά το τραυματικό 1968 και τα πρωτοφανή επίπεδα βίας, πολιτικού διχασμού και κοινωνικής αποσύνθεσης, ύστερα από τα οποία η στρατευμένη αριστερά της αμερικανικής φολκ φαινόταν αδύναμη και αφελής. Άλλωστε ήταν ο μοναδικός μουσικός της επαναστατημένης νεολαίας που ήταν παρών στο μακελειό κατά την Συνέλευση του Δημοκρατικού Κόμματος στο Σικάγο.

Στην σκηνή δεν ανέβηκε ο άλλοτε προκλητικός και σαρκαστικός Όουκς αλλά ένας νεκροζώντανος άντρας με την λαμέ αμφίεση του Έλβις· ήταν η τελευταία του εμφάνιση προτού προχωρήσει στην ψυχασθένεια και την αυτοχειρία. Ο συγγραφέας αναζητά τα διαβατήριά του: την ανέστια ζωή του μοναχικού που αναζητά το πλήθος που άλλοτε τον επευφημεί και άλλοτε τον αποπέμπει, την μοναξιά που είναι ελεύθερος αέρας και αβάσταχτο βάρος συνάμα. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Πατριώτη και τον Προδότη (όπως τιτλοφορούσε ένα 45άρι του) όταν η ηγεσία έχει προδώσει τις βασικές αξίες της χώρας και η προδοσία είναι η απώτατη πατριωτική πράξη; Ο Όουκς δεν σταματούσε να τραγουδά κατά του θανάτου εν ονόματι των νεκρών του Βιετνάμ με το άλλοθι μιας επικείμενης επανάστασης. Όμως οι συνεχείς δολοφονίες των ηγετών κάθε εστίας αντίστασης και η εξάπλωση της βίας τον έφεραν ενώπιον μιας αλήθειας: η αμερικανική κοινωνία στην ουσία της είναι μια κοινωνία θανάτου, μια κοινωνία φαντασμάτων που εξοντώνει οτιδήποτε θετικό. Και εξάγει θάνατο παντού γιατί τον παράγει εν αφθονία. Ο ίδιος έγραψε ως ημερομηνία θανάτου του το 1968, κι ας άντεξε λίγα χρόνια ακόμα, βλέποντας την δολοφονία του Βίκτορ Χάρα στην Χιλή, κυνηγημένος και επιτηρούμενος από τους πράκτορες του FBI, λογοκριμένος από τα Μέσα, ξεχασμένος από την Αμερική.

«Τα ηρεμιστικά του βάλτου» εκκινούν από την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, άρα και της ψυχροπολεμικής σύλληψης της Ιστορίας. Η επανάσταση μεταδόθηκε από την τηλεόραση, άρα δεν γλίτωσε από το ζάπινγκ των θεατών και μετά από μερικά τρίλεπτα σπασμωδικού τηλεοργασμού χάθηκε στην γκρίζα άβυσσο πίσω από το προσωπείο της οθόνης. Τα τείχη γκρεμίστηκαν χωρίς ήχο κι εμείς βρισκόμαστε στην καρδιά της «σύγχρονης» κοινωνίας που θεσμοθετείται ως σύγχρονη βάσει των ιδεών του λεγόμενου Διαφωτισμού, έγκειται δηλαδή σε μια αδιάλλακτη ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου. Παύουμε λοιπόν να ψάχνουμε το νόημα της ύπαρξής μας σε κάποιο άγνωστο, μυστηριώδη χώρο στα χέρια ενός παντοκράτορος Άλλου και το ψηλαφούμε μέσα στις σκέψεις και τις πράξεις μας ως αναπόφευκτα κοινωνικά και ιστορικά όντα.

Πρόκειται για μια δραματική στροφή στην ανθρώπινη φαντασία που μας επαναθέτει την δυνατότητα μιας πραγματικής κοινωνικής αυτονομίας. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι τα «σύγχρονα» επαναστατικά κινήματα βασίστηκαν ακριβώς σε αυτό το πρόταγμα της αυτονομίας αλλά και απέτυχαν επειδή η ίδια η κοινωνία «δεν έχει καταφέρει ακόμα να σηκώσει το βάρος της τεράστιας ευθύνης που θέτει η αυτονομία της, προδίδοντας στα ίδια της τα ευρήματα ιδιότητες θείες: την ορθολογικότητα ως υπέρτατο ον, την επιστήμη ως αλήθεια της Φύσης, το Έθνος ή το Κράτος ως εγγύηση πρόνοιας, το Κόμμα ως κλειδοκράτορα των νόμων…». Αλλά το πιο επαναστατικό παράδειγμα της διαφωτιστικής παράδοσης είναι ακριβώς η δυνατότητα της αυτοκριτικής! Τι συμβαίνει λοιπόν και η κοινωνία κλονίζεται από κάθε λογής εκρήξεις φανατισμού ο οποίος διακρίνεται από μια ενσυνείδητη επιλογή μεταφυσικών αξιών και οραμάτων αντί μιας στοχαστικής αναμέτρησης με την ιστορική περιστασιακότητα της ζωής; Η διανόηση και ο στοχασμός, γράφει ο Γουργουρής, είναι διαμετρικά αντίθετοι με τον μαζικό φανατισμό εν ονόματι μιας υπερβατικής ιδέας (εθνικισμός, φονταμενταλισμός κ.λπ.) και την μαζική παραίτηση από τα κοινά εν ονόματι μιας αυτοέγκλειστης τελετουργίας (καταναλωτισμός, τηλεχαύνωση κ.λπ.).

Με ανοιχτό τον προβληματισμό για την αυτονομία της κοινωνίας, φυλλομετρώ τον τόμο και στέκομαι στο κείμενο για την σημασιακή σχέση πόλης και ποίησης στον Χάιντεγγερ. Ποια είναι η πολιτική σημασία της ποίησης ιδιαίτερα μετά τις φιλοσοφικές συνέπειες του πλατωνικού διατάγματος για την απαραίτητη εξορία των ποιητών από την πόλη; Ο όρος «κοινωνία των πολιτών» χρησιμοποιείται εδώ με την αρχαία έννοια του αυτοκαθορισμού και της αυτονομίας της πόλης. Μπορεί ο φιλόσοφος να παραποίησε την αρχαιοελληνική σκέψη αλλά ταυτόχρονα και την επέκτεινε και την εμβάθυνε ριζικά. Η χαϊντεγγεριανή θεώρηση της αρχαίας σκέψης αποδίδει στην ποίηση θεμελιώδη στοχαστικό ρόλο. Άλλωστε παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ανακοίνωσε το τέλος της φιλοσοφίας, ολόκληρο το έργο του καταπιάνεται με τον πρωταρχικό όρο ύπαρξής της, την πολιτική: ο συνεχής προβληματισμός της καθημερινής ζωής έξω από κάθε μεταφυσική υπέρβαση, μέσω της αυτονομίας της πόλης.

Εξαιρετικά ενδιαφέρον έχουν «Οι αντιφάσεις και αμφιθυμίες του Άγγελου Ελεφάντη». Ο άρτια καταρτισμένος ιστορικός και θεωρητικός της πολιτικής που έδρασε, μεταξύ άλλων, ως στοχαστής, συγγραφέας, σχολιαστής και μεταφραστής γαλούχησε τρεις τουλάχιστον γενιές με το περιοδικό Ο Πολίτης. Ο Πολίτης υπήρξε το κατεξοχήν φόρουμ ειδών όπου η πιο σύγχρονη τότε λογοτεχνική θεωρία ερχόταν σε επαφή με την ελληνική πραγματικότητα και την ελληνική λογοτεχνία αυτή καθαυτήν. Ο Γουργουρής (που, σημειωτέον, υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού και δημοσίευε κείμενα με τα οποία διαφωνούσε ο Ελεφάντης αλλά ουδέποτε διανοήθηκε να μην δημοσιεύσει) θεωρεί ότι η δεινή αφοσίωση του Ελεφάντη στις αρχές του Διαφωτισμού και την μορφή του έθνους ως κύριο έδαφος συλλογικής πολιτικής πρακτικής τού κατέστησε δύσκολο να εκτιμήσει την ονομαζόμενη μεταμοντέρνα ή μεταδομική σκέψη.

Για τον Ελεφάντη το έθνος υπήρξε κληρονομιά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, που λειτούργησαν ως μαγματικές πηγές όλων των ευρωπαϊκών εθνικών φαντασιακών. Η επιτυχία των Γάλλων στοχαστών (Αλτουσέρ, Λακάν, Φουκώ, Ντερινά) στον αμερικανικό ακαδημαϊκό χώρο τού ήταν ανυπόφορη. Την έβλεπε σαν ιμπεριαλιστική πραγματικότητα, ένα είδος αναρρόφησης της αληθινής σκέψης από ένα αποστειρωμένο θεσμικό πλαίσιο που παρήγαγε ιδεολογικές μορφές προς όφελος των δομών της αυτοκρατορίας. Ακόμα και μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όταν η αμφισβήτηση άγγιξε τον Διαφωτισμό, την καρτεσιανή λογική, την μορφή του έθνους και του πολίτη και όλα όσα απελευθέρωσαν τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης ο Ελεφάντης αντιτάχθηκε σε αυτού του είδους τον ριζοσπαστισμό και δεν είχε υπομονή για τις διάφορες μετα – εθνικές κατηγορίες, για την μετα – αποικιακή σκέψη ή τις «φαντασιακές κοινότητες» του Μπένεντικτ Άντερσον και βέβαια παρέμενε συνεπής σε μια γκραμσιανή «αισιοδοξία της βούλησης». Και αναρωτιέται ο Γουργουρής…

…. πώς ένας στρατευμένος διεθνιστής – ως κομμουνιστής δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο – δίσταζε μπροστά σε νέες ιδέες και κινήματα που υπερβαίνουν τα εθνικά όρια και τις εθνικές ταυτότητες. Αναρωτιέται κανείς πώς ένας στοχαστής, ρασιοναλιστής σίγουρα αλλά με εξαίσια και λεπτή αίσθηση του ποιητικού, που ως ακτιβιστής ήταν γκραμσιανός, που ανδρώθηκε πολιτικά στους δρόμους του Παρισιού τον Μάη του ’68 με το σύνθημα «Η φαντασία στην εξουσία» έδειχνε τέτοια δυσπιστία προς την έννοια του φαντασιακού; [σ. 324]

Το κείμενο «Βάλτερ Μπένγιαμιν: φυσιοδίφης και φωτογράφος της ιστορίας» εστιάζει σε δυο ιδιαίτερες εκδόσεις για τον σπουδαίο στοχαστή, μια εκ των οποίων θα παρουσιάσουμε σύντομα (πρόκειται για την σημαντική ανάγνωση της διαλεκτικής του περί φωτογραφίας από τον Εντουάρντο Καντάβα, που κυκλοφόρησε από τις ίδιες εκδόσεις). Ο ερευνητής μέσα από ένα ιδιαίτερο λεξικό εννοιών καταδεικνύει ότι η φωτογραφία είναι φύσει «μπενγιανική» στην σχέση της με την ιστορία: είναι ταυτόχρονα σημείο σύνδεσης και διάρρηξης, ένας φωτοδιακόπτης μεταξύ ανάμνησης και θανάτου. «Το θεμελιακό ψευδές δίλημμα του Λούκατς», η Αμερική που είναι «αναπόφευκτα μερική», το Ιράκ που καθρεφτίζει το αμερικανικό σύμπλεγμα, η τηλεκατευθυνόμενη κοινωνία και τα θηράματά της, η νέα τάξη θυμάτων, ο «παράδοξος και τακτικός» Σεφέρης, ο «αλογάριαστος» Αναγνωστάκης, ο Γιώργος Χουλιάρας και ο Τάκης Σιμώτας, οι τσαρλατάνοι του ύφους, το «ασύλληπτο μυθιστόρημα» της εγχώριας τρομοκρατίας είναι μερικά ακόμη από τα θέματα πάνω στα οποία προβληματίζεται η ευρύτατη ματιά του συγγραφέα. Τα κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά (Πολίτης, Δεκαπενθήμερος Πολίτης, Πλανόδιον, Σχεδία), εφημερίδες (Ελευθεροτυπία, Αυγή, Εποχή, Το Βήμα), συλλογικά θεματικά βιβλία, πρακτικά συνεδρίων και αλλού· άλλα υπήρξαν αντικείμενο διαλέξεων ή ήταν μέχρι σήμερα ανέκδοτα.

Εκδ. Νήσος, 2016 [Πολιτείες, 36], σελ. 404.

Στις εικόνες: Μιμίκα Κρανάκη [έργο της Άννας Φιλίνη], αναμνηστική φωτογραφία των διανοουμένων – επιβατών του πλοίου Ματαρόα το 1945 [Παρίσι, 1946 (Πανεπιστημιούπολη). Από αριστερά: Μέμος Μακρής, Γιώργος Καρούζος, Κατερίνα Καχραμάνη, Κώστας Παπαϊωάννου, N. Καχραμάνη, Ντούντα – Ζίζικα, άγνωστος, Μέμος Αλίκουλης (Αρχείο Μάνου Ζαχαρία)], Mazen Kerbaj, Phil Ochs, Martin Heidegger, Άγγελος Ελεφάντης [1976], Τριακοστός Πολίτης, Walter Benjamin κι ένα ξενοδοχείο πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, μετέπειτα υπερεθνικής συνύπαρξης.

Θανάσης Γιαλκέτσης – Σημειωματάριο ιδεών

1 - ex_

Μια σπάνια συλλογή προτάσεων πολιτικής σκέψης και πράξης

Τι να πρωτογράψει κανείς γι’ αυτό το βιβλίο… Καταρχήν κάθε συλλογή κριτικών κειμένων είναι ευπρόσδεκτη, πόσο μάλλον όταν έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδα, συνεπώς η αρχειοθέτηση και φύλαξή τους είναι εξ ορισμού προβληματικές. Αντιλαμβάνεται όμως κανείς πόσο σημαντική είναι μια τέτοια έκδοση ιδίως όταν αφορά το ιδιαίτερο είδος του δοκιμίου (δηλαδή έργα φιλοσοφίας, πολιτικής σκέψης, ιστορίας των ιδεών, οικονομίας κλπ.), ενώ και τα ίδια τα κείμενά του είναι γραμμένα με δοκιμιακή μορφή.

Ο συγγραφέας προτείνει δεκάδες μείζονα αναγνώσματα, παρουσιάζει σπουδαία βιβλία που μπορεί να πέρασαν απαρατήρητα ή να διαβάστηκαν από λίγους και ειδικούς, συνοψίζει το έργο ζωής πολλών στοχαστών καθώς και την πορεία των ιδεών που σήμερα μπορούν να αποτελέσουν οδοδείκτες για κάθε ζητούμενο της σύγχρονης ζωής.

1 - chris haberman-Karl Marx

Συχνά ένα βιβλίο ή μια επέτειος αποτελεί την αφορμή και μόνο για να ξετυλιχθεί ένα δοκίμιο. Ας σημειωθεί ακόμα ότι πολλά από τα βιβλία που παρουσιάζονται δεν έχουν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα, συνεπώς ένα ακόμα πλεονέκτημα του βιβλίου είναι η παρουσίαση της σχετικής διεθνούς εκδοτικής παραγωγής. Έτσι ο Γιαλκέτσης μάς γνωρίζει με την σκέψη και την γραφή μιας ολόκληρης στρατιάς ανήσυχων πνευμάτων και μας εισάγει σε έναν γραπτό κόσμο όπου μας περιμένουν προτάσεις και κλειδιά για όλα όσα μας εμποδίζουν να ζήσουμε μια ζωή αξιοπρεπή και επιθυμητή. Μετά είναι στο χέρι μας να αναζητήσουμε τα κείμενα και τις πρωταρχικές πηγές.

Το βιβλίο περιλαμβάνει κείμενα που δημοσιεύτηκαν στην Ελευθεροτυπία στο διάστημα από το 1993 έως το 2010, σε μια περίοδο δηλαδή που χαρακτηρίστηκε από την τάση για βαθμιαία αποπολιτικοποίηση. Η κρίση των ιδεολογιών τροφοδότησε μεταϊδεολογικούς κοινούς τόπους, σύμφωνα με τους οποίους η πολιτική δεν μπορούσε και δεν έπρεπε πλέον να προτείνει μεγάλες ιδέες και φιλόδοξα σχέδια, ούτε να ασχολείται με τη θεμελίωση ισχυρών συλλογικών ταυτοτήτων αλλά να περιορίζεται σε τεχνικές λειτουργίες και σε αποτελεσματική διαχείριση· η δε οικονομία αντιμετωπίστηκε ως ένας απρόσωπος μηχανισμός με δικούς του κανόνες που λειτουργούν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση. Έτσι προετοιμάστηκε και διανοητικά το έδαφος για τη σταδιακή διάβρωση όλων όσα είναι δημόσια, για τον αποικισμό της επιθυμίας και του φαντασιακού των ανθρώπων από την καταναλωτική κοινωνία και από τα είδωλα του θεάματος, για την μετατροπή της δημόσιας σφαίρας σε θέαμα και τον λαό σε «κοινό». Ο συγγραφέας δημιούργησε την στήλη «Σημειωματάριο Ιδεών» αρνούμενος να συμφιλιωθεί, όπως γράφει ο ίδιος, με το διαζύγιο πολιτικής και ιδεών, το οποίο καταλήγει να μας αφοπλίζει μπροστά στις δοκιμασίες που μας περιμένουν.

jurgen_habermas

Συχνά ένα κείμενο δεν εκκινεί από κάποιο βιβλίο αλλά οποιαδήποτε άλλη αφορμή. Σε αυτή την περίπτωση ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία για ένα αναλυτικό δοκίμιο ή μια χρησιμότατη επίτομη εισαγωγή στο έργο κάποιου σημαντικού συγγραφέα – φιλόσοφου, όπως στην περίπτωση του Γιούργκεν Χάμπερμας, που για πολλούς αποτελεί τον σημαντικότερο ευρωπαίο στοχαστή σήμερα, που στρατευμένος σε όλες τις διανοητικές και ηθικο – πολιτικές μάχες του καιρού του, αντιπροσωπεύει ένα είδος «κριτικής συνείδησης» της γερμανικής κουλτούρας. Όμως η σύνδεσή του με την δεύτερη γενιά της «Σχολής της Φρανκφούρτης» μας εμποδίζει να κατανοήσουμε την δική του πρωτότυπη συνεισφορά. Η κριτική της κυριαρχίας της εργαλειακής ορθολογικότητας [: η χρησιμοποίηση του άλλου ως εργαλείου ή ως εμπόδιου που πρέπει να παραμεριστεί] από την Σχολή υπήρξε τόσο ριζική ώστε κατέληγε στην πεσιμιστική διάγνωση της αδυναμίας των υποκειμένων απέναντι στο σύστημα κυριαρχίας και δεν έδειχνε τους δρόμους για την μετάβαση από την ολική αμφισβήτηση στη δράση. Άφηνε έτσι λίγες ελπίδες στην πολιτική πράξη, στην οποία εναπέθετε ένα αμυντικό καθήκον «αντίστασης» και μόνο.

Ο Χάμπερμας τροποποιεί σημαντικά το θεωρητικό παράδειγμα της Σχολής, δείχνοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην κληρονομιά του Διαφωτισμού και στις δυνατότητες του ανθρώπινου λόγου και παραμένει πιστός στην επαγγελία της δημοκρατικής αυτοοργάνωσης της κοινωνίας. Η επικοινωνιακή ορθολογικότητα που προτείνει στρέφεται κατά της λογικής κυριαρχίας καθώς αναζητά την συνεννόηση ανάμεσα στα υποκείμενα και την διαλογική σχέση στην οποία ο καθένας γίνεται σεβαστός ως φορέας αναγκών. Και σήμερα εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει ένα προπύργιο της κουλτούρας της αριστεράς στην Γερμανία και στην Ευρώπη.

Horkheimer

Ο θεμελιωτής της Σχολής της Φρανκφούρτης Μαξ Χορκχάιμερ είχε την φιλοδοξία της επεξεργασίας μιας «κριτικής θεωρίας» που αναλύει όλους τους μηχανισμούς χειραγώγησης και κυριαρχίας της σύγχρονης δυτικής κουλτούρας. Έκρινε μάλιστα τον ίδιο τον Λόγο, που έγινε «εργαλειακός» γιατί αποδέχτηκε την ιδέα ότι η γνώση είναι τεχνική και ότι η λειτουργική χρησιμότητα μιας θεωρίας έχει μεγαλύτερη αξία από την αλήθεια της. Έτσι ο λόγος καθυποτάχτηκε και η ανάπτυξη των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων αντί θα διευθύνει τον ορίζοντα της σκέψης και της δράσης των ανθρώπων, καταλήγει να μειώνει την αυτονομία του ατόμου. Και ως προς μια βασική ασθένεια ακριβώς των ημερών μας, η κριτική θεωρία υπερασπίζεται την ατομική υποκειμενικότητα απέναντι στον φετιχισμό των συλλογικών οργανισμών, που εμφορούνται από ολοκληρωτικό πνεύμα.

Ο Ζιλ Ντελέζ έγραφε ότι η φιλοσοφία οφείλει να διεξάγει διαρκή «ανταρτοπόλεμο» ενάντια στις θρησκείες, τα κράτη, τον καπιταλισμό, την επιστήμη, το δίκαιο, την τηλεόραση. Καθώς δεν έχει την δύναμη να νικήσει όλες αυτές τις ισχυρές εξουσίες, είναι υποχρεωμένη τουλάχιστον να τις «παρενοχλεί». Ο φιλοσοφικός αυτός πόλεμος είναι μια συνεχής διαπραγμάτευση και με το ίδιο μας τον εαυτό, γιατί οι εξουσίες δεν είναι μόνον εξωτερικές αλλά περνούν και μέσα από τον καθένα μας. Ο Ντελέζ αναζητάει εκείνες τις σπάνιες φιλοσοφίες της ελευθερίας που δεν αναγνωρίζουν καμιά υπέρτατη αρχή και τους στοχαστές που δεν υποτάσσονται στην ορθοφροσύνη της πλειονότητας ή του κοινού. Ο Λουκρήτιος, ο Σπινόζα και ο Νίτσε είναι οι κορυφαίες μορφές αυτής της κριτικής φιλοσοφίας, οι θεμελιωτές μιας «αναρχικής» και «νομαδικής» φιλοσοφικής παράδοσης.

1 - deleuze

Η επιθυμία δεν είναι στέρηση, αγωνία ή οδύνη, όπως την παρουσιάζει η πλατωνική και μετέπειτα χριστιανική ερμηνεία. Οι Ντελέζ – Γκουαταρί [Αντι – Οιδίπους / 1972] υπερασπίζονται τον θετικό χαρακτήρα και τον δημιουργικό πλούτο της επιθυμίας, την επαναστατική δύναμη που πηγάζει από το άνοιγμά της στα πολιτικά γεγονότα και στα κοινωνικά κινήματα. Και το βασικό πρόβλημα της πολιτικής φιλοσοφίας παραμένει πάντα εκείνο που έθεσε ο Σπινόζα: Γιατί οι άνθρωποι μάχονται για την σκλαβιά τους σαν να πρόκειται για την σωτηρία τους; Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που ανέχονται αιώνες τώρα την εκμετάλλευση, την ταπείνωση ως το σημείο να τις θέλουν όχι μονάχα για τους άλλους αλλά και για τον εαυτό τους;

Σε μια από τις βασικότερες αντιφάσεις της η εποχή μας υμνολογεί τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνικής και ταυτόχρονα ευνοεί τον θρίαμβο του ανορθολογισμού. Το ασύμβατο της προόδου των φυσικών επιστημών με την πίστη στην αστρολογία είναι πρόδηλο, συνεπώς η αστρολογία είναι η μεγάλη δεισιδαιμονία των καιρών μας. Ο Τέοντορ Αντόρνο ασχολήθηκε με την αστρολογική «κουλτούρα» και συσχέτισε τον αποκρυφισμό με τον φασισμό, στο βαθμό που υιοθετούν παρόμοια σχήματα σκέψης. Πρόκειται για ένα μείγμα ανορθολογισμού και ψευδο – ορθολογικότητας, καθώς συνδυάζει τις προλήψεις ενός εμπορευματοποιημένου αποκρυφισμού με τον «ορθολογικό» ρεαλισμό που παρέχει οδηγίες συμπεριφοράς και πρακτικές υποδείξεις πάσης φύσεως. Πρόκειται για μια ιδεολογία της εξάρτησης που προετοιμάζει έμμεσα τα πνεύματα των ανθρώπων για την αποδοχή ολοκληρωτικών πεποιθήσεων. Η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα επιβάλλεται στους ανθρώπους σαν ένα καταπιεστικό «σύστημα» χωρίς διόδους διαφυγής, σαν ένα «πεπρωμένο» ανεξάρτητο από τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους.

1 - adorno

Στον αντίποδα της μαρξιστικής σκέψης ο Αϊζάια Μπερλίν, ίσως ο τελευταίος επιζών «κλασικός» της φιλελεύθερης σκέψης, στρέφεται ενάντια σε κάθε μορφή φανατισμού που γεννιέται από τη πίστη σε μια ιδεολογία σαν έκφραση της μοναδικής και απόλυτης αλήθειας. Ο Μπερλίν διακρίνει την ιδέα της «αρνητικής» ελευθερίας (ως απουσίας εμποδίων και καταναγκασμών), από εκείνη της «θετικής» ελευθερίας (ως αυτονομίας και αυτοκαθορισμού). Η κεντρική του σύλληψη είναι ότι η ηθική και πολιτική ζωή είναι ένας στίβος σύγκρουσης ανάμεσα σε πολλές θεμελιώδεις αξίες. Η ιδέα ότι μπορεί να λυθεί το κοσμικό αίνιγμα μιας ορθής ηθικής έχει ήδη κλονιστεί από τον Μακιαβέλλι και τον Βίκο.

Στην κατηγορία για φιλοσοφικό σχετικισμό ο Μπερλίν μίλησε για συνειδητή επιλογή υπέρ του πλουραλισμού. Οι σκοποί των ανθρώπων είναι πολλοί και διαφορετικοί. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι δεν υπάρχει μια και μοναδική λύση στην σύγκρουση των αξιών. Η ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει μια τελική και αρμονική λύση είναι μια επικίνδυνη αυταπάτη. Είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέγουμε και κάθε επιλογή μπορεί να συνεπάγεται μια ανεπανόρθωτη απώλεια. Βλέπουμε ότι ο φιλελευθερισμός του Μπερλίν είναι στο βάθος μια στωική και μάλιστα τραγική θεωρία, που στηρίζεται στη διάγνωση ότι στην ηθική και πολιτική ζωή συναντάμε συγκρούσεις και διλήμματα που ο λόγος μόνος του δεν μπορεί να επιλύσει.

1 - isaiah berlin

Ο Γάλλος στοχαστής Πολ Βιριλιό, αρχιτέκτονας και πολεοδόμος αλλά κυρίως μελετητής της ταχύτητας και του χρόνου και το βιβλίο του L’ art du moteur [H τέχνη του κινητήρα] εστιάζει σε μια μεγάλη μεταβολή που συντελείται σήμερα: στην μετάβαση από την γεωπολιτική στην «χρονοπολιτική». Το σημαντικότερο φαινόμενο των τελευταίων χρόνων είναι αυτή η αποεδαφοποίηση της πολιτικής. Ο χρόνος κυριαρχεί πλέον πάνω στο χώρο. Ενώ στο παρελθόν όλη η ιστορία στηριζόταν πάνω στην οικειοποίηση της γης, τώρα αποκτάει κεντρική σημασία η οικειοποίηση του χρόνου. Δημιουργήθηκε ένας χρόνος οικουμενικός, πανταχού παρών, ακαριαίος· είναι ο χρόνος των συναλλαγών του χρηματιστηρίου, της «ζωντανής πληροφόρησης».

Η ηλεκτρονική επικοινωνία καταργεί την παλαιά φυσική κινητικότητα και καθώς δεν υπάρχουν πλέον πολίτες που συμβιώνουν σε μια περιοχή αλλά δισεκατομμύρια απομονωμένα άτομα που ζουν στον εικονικό χωροχρόνο της τηλεθέασης, ανατρέπεται η παραδοσιακή ιδέα της πολιτικής ως τέχνης διακυβέρνησης μιας ομάδας ανθρώπων ριζωμένων σε ένα τόπο. Ο Βιριλιό υποστηρίζει ότι το σύστημα των μέσων μαζικής επικοινωνίας έχει ήδη υποκαταστήσει την παραδοσιακή πολιτική και σαφώς απειλεί σοβαρά την δημοκρατία. Στο παρελθόν η πολιτική βασιζόταν στο λόγο, στη γλώσσα και στη γραφή· άλλοτε διαθέταμε χρόνο και δυνατότητα για στοχασμό. Σήμερα ο χρόνος αυτός έχει χαθεί ή αντικατασταθεί από την αδράνεια μπροστά στην οθόνη όπου πάντα είμαστε μόνοι. Η δημοκρατία όμως δεν μπορεί να είναι μοναχική, ούτε η πολιτική να μοιάζει με διοίκηση από απόσταση, σαν ένα είδος κυβερνητικής.

1 - may2

Ο Γιαλκέτσης αφιερώνει μια σειρά κειμένων στον Μάη του ’68, καθώς είναι πολλά τα ερωτήματα που ακόμα παραμένουν ανοιχτά. Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές θεάσεις του (εξέγερση της ελευθερίας κατά Σαρτρ, αναγέννηση παλιού μηδενισμού κατά Μαλρό, καρναβάλι και συλλογική τρέλο κατά Αρόν, νέα μορφή ταξικής πάλης κατά Τουρέν) το κίνημα του Μάη υπήρξε από την φύση του πολύπλοκο και αμφιλεγόμενο και η διαφορά των ερμηνειών αποκαλύπτει ακριβώς την πολυσημία και την αντιφατικότητα του κινήματος. Η ιδέα ότι μπορούμε να αλλάξουμε ριζικά την κοινωνία προϋποθέτει μια αισιόδοξη και μαχητική θεώρηση του κόσμου που δύσκολα μπορεί να αναδυθεί σε περιόδους γενικής κρίση Ο Μάης έδειξε, για πρώτη φορά στην ιστορία, ότι μια ανατρεπτική κοινωνική έκρηξη μπορεί να γεννηθεί όχι μόνον από την αθλιότητα αλλά και από την αφθονία κι ότι το αίτημα «ν’ αλλάξουμε ζωή» μπορεί να γίνει πιο ισχυρό από το στόχο «να καταλάβουμε την εξουσία».

Το κίνημα του Μάη είναι ταυτόχρονα ένα ηδονιστικό και κοινοτικό κίνημα, μια αντίδραση στον εγωιστικό ατομικισμό και στα συνεπακόλουθά του: τη μαζική μοναξιά και τον τυφλό ανταγωνισμό. Στον «ηδονισμό του έχειν» αντιπαραθέτει έναν ηδονισμό του είναι, όπως έγραψε ο Εντγκάρ Μορέν. Είναι ένα δημοκρατικό, αντιαυταρχικό, ελευθεριακό κίνημα, με στόχο όχι την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας αλλά την αμφισβήτηση όλων των εξουσιών. Στόχος του είναι η αυτοκυβέρνηση των εργαζομένων και της πολιτικής κοινότητας. Η στρατηγική αυτή συνεπάγεται αναπόφευκτα μια πολιτική ρήξη με όλη σχεδόν την πολιτική εμπειρία και τα οργανωτικά μοντέλα της παραδοσιακής αριστεράς. Και είναι ταυτόχρονα το πρώτο μαζικό αντικαπιταλιστικό κίνημα που δεν ηγεμονεύεται και δεν ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από την επίσημη αριστερά.

1 - george-orwell-jeff-burgess

Σε άλλο κείμενο για την σκέψη του ’68 παρουσιάζεται ένα πλήρες διάγραμμα των πολλών και διαφορετικών ιδεών και επιρροών που οδήγησαν στο κίνημα, από τον μαρξισμό, τον Φουκώ, την Σχολή της Φρανκφρούρτης και τον φροϊδομαρξισμό του Ράιχ μέχρι την αγγλοσαξονική «αντιψυχιατρική», τους Καταστασιακούς, τις προδρομικές αναλύσεις του Socialisme ou Barbarie, τον Τσε και της γης τους Κολασμένους, κοινώς των ιδεών που οδήγησαν στην πεποίθηση όχι ότι όλα ήσαν δυνατά αλλά ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν κάτι είναι αδύνατο, παρά μόνον αφού έχουμε δοκιμάσει και αποτύχει.

Οι αενάως επίκαιρες σκέψεις του Βολταίρου για τον φιλόσοφο και τον ηγεμόνα, ο προβληματισμός πάνω σε θέματα άμεση και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας από τον Ρουσώ μέχρι τους σύγχρονους υποστηρικτές, η πολιτική – φιλοσοφική πλευρά συγγραφέων όπως οι Άλντους Χάξλει και Τζόρτζ Όργουελ αλλά και οι Αλμπέρ Καμύ και Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, οι περίφημες επιστολές της ρήξης μεταξύ Σαρτρ και Μερλό Ποντί, η χρήση της μνήμης κατά Τοντορόφ, ένα ρέκβιεμ για τον Γκι Ντεμπόρ, η επιστροφή της Ηθικής στην Οικονομία κατά Αμάρτια Σεν, η ψυχολογία των όχλων κατά Γκουστάβ Λε Μπον, η τυρρανία των ΜΜΕ κατά Ιγκνάσιο Ραμονέ, η βία ως αδυναμία κατά Χάνα Άρεντ…

1 - Chomsky_2

… η Μεταηθική του Λιποβετσκί, η αναζήτηση του φαντάσματος του Κομμουνισμού, το ναυάγιο της Δύσης κατά Σερζ Λατούς, η Δημοκρατία κατά Αλαίν Τουραίν, το «κατηγορώ» ενός κριτικού διανοούμενου [Πιερ Μπουρντιέ], οι διανοούμενοι και η τηλεόραση κατά Ντεριντά, όλα έχουν θέση στην πολυσέλιδη συλλογή, μαζί με πυκνά δοκίμια για όψεις του έργου των Μαρξ και Ένγκελς, Γκράμσι και Λούξενμπουργκ, Νίτσε και Θορώ, Ρουσώ και Τοκβίλ, Μαρκούζε και Μπένζαμιν, Ανταμ Σμιθ και Τζ. Στιούαρτ Μιλ, και κείμενα για τον αειθαλή στοχαστή Νορμπέρτο Μπόμπιο, τον «αιρετικό» του σοσιαλισμού Έντουαρντ Μπέρνσταιν, τον «ηττημένο που δεν μετάνιωσε ποτέ» Έρικ Χόμπσμπάουμ και φυσικά τον Νίκο Πουλαντζά, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Χάουαρντ Ζιν, τον Έντουαρντ Σαΐντ. τον Νόαμ Τσόμσκι κ.ά.

Μια πολύτιμη βίβλος κειμένων πολιτικού στοχασμού και πρακτικών δυνατοτήτων πολιτικής πράξης.

Εκδ. Πόλις, 2012 [ανατύπωση: 2013], σελ. 747.