Εμβόλιμον, τεύχος 83 – 84 (Άνοιξη – Καλοκαίρι – Φθινόπωρο 2017). Αφιέρωμα στον Ηλία Κεφάλα

Το ποίημα πρέπει να έχει μικρά φωτάκια που να φωτίζουν το εσωτερικό σου τοπίο, κουδουνάκια πολλά για να χτυπούν, να σε ξυπνούν, να σου θυμίζουν. Το καλό ποίημα πρέπει να διαθέτει αυτόν τον μυστικό μηχανισμό που να σε σκουντάει και να σε σηκώνει από τη θέση σου…  απαντά ο Ηλίας Κεφάλας στην ερώτηση Τι είναι αυτό που κάνει σπουδαίο ένα ποίημα, σε μια συνομιλία με την Δήμητρα Καραγιάννη. Ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και εικαστικών, δοκιμιογράφος, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας και μεταφραστής, ο τιμώμενος διακονεί εδώ και χρόνια ένα ιδιαίτερο πνευματικό έργο ακούραστα και αθόρυβα. Του άξιζε η συμπερίληψη στα πλούσια αφιερώματα του Εμβόλιμου.

Ο Δημήτρης Αγγελής επισκέπτεται την «μουσκεμένη γη» της Θεσσαλίας και παρατηρεί τον κάμπο στην ποίησή του. Όπως γράφει στην αρχή, συμβαίνει να υπάρχει πάντα μια ποίηση εικόνων που καταλήγουν πάντα, σαν τραβηγμένες από την δύναμη ενός σκοτεινού μαγνήτη, στον θεσσαλικό κάμπο: υπάρχει εκεί ένα δέντρο ξεκομμένο, συνήθως μια λεύκα, που υπογραμμίζει επίμονα πάνω στην επίπεδη γη τη «λέξη μοναξιά». Στην ίδια παράλληλη γεωγραφία η Γεωργία Καλοβελώνη τον μελετά ως πρόσωπο ευθύβολο γης Θεσσαλικής και δέντρο μοναχικό από ασυγκράτητα ύψη. Στον Εθνικό Δρυμό της Ποίησης, άλλωστε, σπεύδει να τον συναντήσει ο Γιάννης Β. Κωβαίος, κρατώντας σημειώσεις για τους τρόπους με τους οποίους στέργει τα δέντρα ο ποιητής.

Καθώς ανοίγει και πάλι το τοπίο, η Κλεοπάτρα Λυμπέρη εστιάζει στην έννοια της Φύσης στην ποίησή του μέσα από την διαρκή αφήγηση μιας σωματικότητας. Διαβάζοντας τις Λεζάντες για τ’ αόρατα η Άννα Αφεντουλίδου διαπιστώνει μεταξύ άλλων ότι ο ποιητής εξακολουθητικά επιμένει να μη βαπτίζει τον ποιητικό του χώρο στο ιστορικό του γίγνεσθαι» αλλά να τον απομονώνει σαν να τον κοιτάζει σε ένα άχρονο παρελθόν, εξωραϊσμένο, απομονωμένο από όποια συμφραζόμενα θα μπορούσε αυτό να στιγματιστεί ή να αλλοιωθεί· θέλει να το κρατήσει μακριά από αυτά που μπορούν να το πληγώσουν ή να αλλοιώσουν τον παραμυθικό του χαρακτήρα. Στα Μνήστρα της αβύσσου επικεντρώνει η Κατερίνα Κούσουλα που επιχειρεί μικρή σπουδή στην συλλογή αυτή του «έκκεντρου παρατηρητή και οιωνοσκόπου».

Η συλλογή που τιτλοφορείται Τα Λιλιπούτεια προσελκύει την γραφίδα αρκετών αναγνωστών που καταθέτουν την εμπειρία τους (Αγαθοκλής Αζέλης, Ξανθίππη Καραβίδα, Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Θωμάς Ψύρρας κ.ά.). Η Ελένη Λιντζαροπούλου μας καλεί να μην παρασυρθούμε από τον παιγνιώδη τίτλο και θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μικρά, χαριτωμένα και σκοπίμως κομψά ποιήματα αλλά να προσέλθουμε σε μια ποίηση που ούτως ή άλλως δεν στηρίζεται μονάχα στις λέξεις, ούτε και παίζει με αυτές, παρά ολοκληρώνεται στις ιδέες που φέρει και τις οποες επιζητά να αποκαλύψει στον αναγνώστη της.

Η Άννα Γρίβα συναντάει γυναίκες ενός άλλου κόσμου στην ποίησή του ενώ περισσότερο προσωπικά κείμενα καταθέτουν οι Β. Π. Καραγιάννης, υποδοχέας ούτως ή άλλως κειμένων του Κεφάλα στην περιοδική του Παρέμβαση και η Αθηνά Γκάτσου που γράφει για την συμβίωση μ’ έναν συγγραφέα. Στο ίδιο κλίμα ο Κώστας Ριζάκης συγγράφει και του αφιερώνει ένα ποίημα· ομοίως και η Χρυσούλα Σπυρέλη. Οι Δημήτρης Κόκορης, Γεωργία Λαδογιάννη, Κώστας Λάνταβος, Κώστας Λιννός, Μαρία Πολίτου, Μαρία Σκουρολιάκου, Σωτήρης Σαράκης, Βαγγέλης Τασιόπουλος και άλλοι συνεισφέρουν προσωπικές αναγνώσεις ενός έργου που εμπνέει την σκέψη και ενεργοποιεί τα συναίσθηματα – και αντίστροφα. Και, όπως καθιερώνεται σε ανάλογα αφιερώματα, ο ίδιος ο τιμώμενος καταθέτει και ανέκδοτα ποιήματά του. Ο Ντίνος Παπασπύρου κοσμεί ζωγραφικά το τεύχος.

Τα «φαντάσματα» του παρελθόντος δεν τον καταδιώκουν αλλά στέκουν ήρεμοι πρωταγωνιστές στη μυθοπλασία του. Συνομιλεί με ανθρώπους που χάθηκαν από την ζωή αλλά δεν ξεχάστηκαν. Ακόμη και τα παλιά πράγματα, που παροπλίσθηκαν από τη σκουριά του χρόνου, στέκουν αφηγητές ενός παρελθόντος που ακόμη σφύζει από τον παλμό του ζεστού και γάργαρου αίματος γράφει μεταξύ άλλων σκέψεων για την ποίησή του ο Παναγιώτης Ράμμης. Αυτή η εύστοχη σκέψη, ομολογώ, αποτελεί και μια μόνιμη προσωπική αίσθηση.

[σ. 128]

Οι δυο φωτογραφίες των δέντρων είναι του Ηλία Κεφάλα. Το εικαστικό έργο που κοσμεί και το τεύχος είναι του Ντίνου Παπασπύρου.

Το τελευταίο πεζογραφικό βιβλίο του Ηλία Κεφάλα στο Πανδοχείο εδώ.

Εντευκτήριο τεύχος 113 (Απρίλιος – Ιούνιος 2016, κυκλοφ. 30 Νοεμβρίου 2017)

Παρατηρήστε λοιπόν τι συμβαίνει αυτή τη νύχτα: ο άντρας φοράει τη μάσκα της γυναίκας και η γυναίκα του άντρα, το παιδί μεταμφιέζεται σε γέρο και ο γέρος σε παιδί. Τα φύλα, οι ηλικίες και οι κοινωνικές τάξεις, σαν από θαύμα, ανατρέπονται. Καθένας αλλάζει τον ρόλο του με το ρόλο του διπλανού του… Η ουσία του καρναβαλιού είναι η ανταλλαγή ρόλων. Κοιτάχτε εκείνους τους άντρες και εκείνες τις γυναίκες να τρέχουν δεξιά κι αριστερά στους δρόμους και να δίνουν οι μεν στους δε σημάδια αναγνώρισης με τα οποία συνήθως ξεχωρίζονται μεταξύ τους…

έγραφε ο Ντομινίκ Φερναντέζ στο βιβλίο του Πορπορίνο ή τα Μυστήρια της Νάπολης (εκδ. Εξάντας, 1990, μτφ. Λουκάς Θεοδακόπουλος), για να αιχμαλωτίσει μια από τις ελάχιστες συγκυρίες όπου αισθανόταν ελεύθερος να εκφραστεί. Ο συγγραφέας, που εδώ γνωρίσαμε κυρίως με το βιβλίο του Εγώ ο Πιέρ Πάολο στα χέρια του αγγέλου, καταθέτει Ολίγα περί του βίου του, ενός βίου που καθορίστηκε από την παιδική του ηλικία και την προτίμηση στα αγάλματα του Απόλλωνα αντί για εκείνα της Αφροδίτης, όταν ξεφύλλισε ένα μικρό άλμπουμ με φωτογραφίες ελληνικών αγαλμάτων. Τότε δεν υπήρχε περίπτωση να εκδηλώσει την προτίμησή του σε κανέναν κι έζησε σε μια καταπιεστική σιωπή. Έγινε όμως ένας σπουδαίος συγγραφέας, που έζησε σύμφωνα με τις επιθυμίες του, έγραψε Το ροζ αστέρι ως φωνή για τους στερημένους φωνής, υποστήριξε τον γάμο για όλους, «στο όνομα της δικαιοσύνης μεταξύ των ανθρώπων» και τώρα είναι ευγνώμων για μια ζωή πλήρη φίλων και πνευματικών ασχολιών. Το σύντομο απρόσμενο κείμενο σε μετάφραση Φίλιππου Δρακονταειδή.

Κάπου στη μέση του τεύχους βρίσκουμε τον Λου Σιουν (Lu Xun), έναν από τους σημαντικούς Κινέζους συγγραφείς του 20ού αιώνα, με πλούσιο λογοτεχνικό και δοκιμιακό έργο. Εδώ το ρεαλιστικό του διήγημα, σε μετάφραση και χρήσιμες υποσημειώσεις της Ράνιας Καταβούτα, περιγράφει τις περιπέτειες ενός νεαρού που εργάζεται ως «το παιδί με την κανάτα» στην ταβέρνα «Ευημερία» στην άκρη της πόλης. Από την μέσα πλευρά των συνόρων συμβαίνουν εξίσου ενδιαφέροντα πράγματα. Μπορούμε να βρεθούμε στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου όπου ένα παλιό μπακ του Μακεδονικού με την βασική θεωρία πως η καλή άμυνα κερδίζει στο τέλος στήνει τα περίπτερα υποκρύπτοντας την σωματική του αδυναμία και δέχεται το γαλαντόμο κέρασμα του Γιάννη Ρίτσου ενώ στο φόντο τιμώμενοι κλασικοί Ρώσοι συγγραφείς μοιάζουν να ζωντανεύουν ή όντως ζωντανεύουν. Ο Δημήτρης Μίγγας στις Βλαβερές συνήθειες επιχειρεί λογοτεχνικώς να αποδείξει ότι ο καπνός και το ποτό δεν βλάπτουν την υγεία από μόνα τους, ενώ ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης μας προσφέρει το πιο δυνατό κομμάτι του τεύχους, το μονόπρακτο του τέλους, που δεν είναι άλλο από την τελευταία πράξη της μάνας του.

Το πεζογραφικό τμήμα συμπληρώνεται με τους Μάνο Ελευθερίου, Στάθη Κοψαχείλη, Δήμητρα Κολλιάκου, Βασίλη Καράδαη, Λου Σιουν (μτφρ. Ράνιας Καταβούτα), Ιφιγένεια Σιαφάκα, Χρύσα Φάντη, Κατερίνα Παπαδημητρίου, Φωτεινή Τέντη και πολλούς άλλους, ενώ διατίθεται άφθονη ποίηση, δοκίμια (όπως η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα «Ανάσταση» για την έννοια της επιστροφής στα μυθιστορήματα του Αντώνη Σουρούνη» από την  Γαβριέλλα Αναστασίου), κριτικές βιβλίων, κλεφτές ματιές στο κομοδίνο του Γιώργου Κορδομενίδη και μια επιλογή και μετάφραση σπαραγμάτων σκέψεων και λόγων του Τζον Άσμπερυ από τον Γιάννη Θεοδοσίου. Στο ένθετο Camera Obscura παρουσιάζεται η φωτογραφική ενότητα του Πέτρου Ευσταθιάδη Αθέατα όρια / Αυτοσχέδιες κατασκευές. (Το κείμενο παρουσίασης υπογράφει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου). Το επόμενο τεύχος, αρ. 114, θα είναι αφιερωμένο στην Λούλα Αναγνωστάκη.

[σελ. 144]

Στις εικόνες: Dominique Fernandez, Lu Xun.