Tobias Wolff – Η χαρά του πολεμιστή και άλλα διηγήματα

Η ζωή ως διαδοχή στιγμών

Όλα παίζουν ρόλο σ’ ένα διήγημα και γι’ αυτό πρέπει πραγματικά να είναι πρώτης τάξεως. Κάτι που δεν συμβαίνει στο μυθιστόρημα. Εκεί χρειάζεται να υπάρχουν παρεκβάσεις και μια χαλάρωση της προσοχής γιατί ο αναγνώστης δεν μπορεί να βρίσκεται σε συνεχή ένταση για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. / Λογικά θα έπρεπε να είναι η αντιπροσωπευτική λογοτεχνική μορφή του πολιτισμού. Νομίζω ότι ο λόγος που δεν διαβάζεται το διήγημα είναι ο ίδιος με τον λόγο που δεν διαβάζεται η ποίηση. Τα διηγήματα με τον τρόπο τους είναι πολύ απαιτητικά. Πρέπει να εισχωρήσεις μέσα τους, αποτελούν έναν ιδιαίτερο κόσμο, αλλά οι περισσότεροι αναγνώστες απογοητεύονται γιατί τα διηγήματα δεν έχουν τη δομή του μυθιστορήματος. Δεν έχουν ξεκάθαρο τέλος· δεν σε πληροφορούν για τα πάντα· λειτουργούν περισσότερο με υπαινιγμούς…

… λέει ο Τομπάιας Γουλφ σε συνομιλία που αναδημοσιεύεται από μια ιστοσελίδα και η οποία περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του περιοδικού Πλανόδιον, στο τεύχος 44 (Ιούνιος 2008). Χάρη σ’ εκείνο τον πλήρη φάκελο πρωτογνώρισα τον Αμερικανό συγγραφέα, τόσο μέσα από μια σειρά μεταφρασμένων διηγημάτων όσο και χάρη σε μια αναδημοσιευμένη από το διαδίκτυο συνέντευξη αλλά και στην κατατοπιστική εισαγωγή στο έργο του από τον Τάσο Αναστασίου, που είχε επιμεληθεί το αφιέρωμα και είναι ένας εκ των μεταφραστών εδώ.

Ο Wolff ανήκει στην ευρύτατη γενιά των σύγχρονων διηγηματογράφων που συνεχίζουν μια ρεαλιστική παράδοση διηγούμενοι ιστορίες με τον πιο απλό κι εύληπτο τρόπο. Με θεματολογία παρμένη από την καθημερινότητα, χαρακτήρες που δεν ξεφεύγουν από τον μέσο όρο, ευθύγραμμη ροή του αφηγηματικού χρόνου, στοιχειώδη πλοκή, γλώσσα με στοιχεία προφορικότητας και εστίαση που πλησιάζει την εσωτερική, η πρόζα του έχει σαφώς διαλέξει πλευρά στον αντίποδα του μοντερνισμού, αν και το συνήθως ανοιχτό τέλος των ιστοριών του και η συχνή χρήση των υπαινιγμών διατηρεί μια επαφή με τον τελευταίο.

Ο συγγραφέας αποτελεί πλέον κομμάτι μιας παράδοσης από τον Hemingway μέχρι τους Αμερικανούς διηγηματογράφους της δεκαετίας του ’50 και του ’60 [John Cheever, Flannery O’ Connor, Grace Paley, Katherine Anne Porter, κ.ά.] που πρότειναν νέες παραλλαγές στην καθιερωμένη τεχνοτροπία και την κληροδότησαν στους συνεχιστές τους στην δεκαετία του ’70 και του ’80, ιδίως στην τριάδα των αποκαλούμενων βρώμικων ρεαλιστών Raymond Carver, Richard Ford και Tobias Wolff. Και μπορεί ο Γουλφ να έγραψε και μυθιστορήματα, αλλά τα διηγήματα μοιάζουν να αποτελούν τον φυσικό του χώρο.

Όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία χαρακτηρίζουν και τα δέκα διηγήματα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο. Η γλώσσα του αφηγητή συχνά δεν ξεχωρίζει από την καθημερινή γλώσσα των χαρακτήρων και η ψυχολογική ανάλυση έχει περιοριστεί χωρίς πάντως να έχει εξαφανιστεί. Οι χαρακτήρες κινούνται σ’ ένα διαρκές δίπολο αλήθειας και ψεύδους – τόσο απέναντι στους άλλους όσο και στον ίδιο τους τον εαυτό. Η χαρά του πολεμιστή παρουσιάζει τους πολεμιστές του Βιετνάμ έξω από τα στερεότυπα. Ο συγκεκριμένος πόλεμος υπήρξε μια καθοριστική εμπειρία για τον ίδιο τον συγγραφέα. Νέοι και βετεράνοι είναι έτοιμοι να εκραγούν ανά πάσα στιγμή, εφευρίσκοντας, αν χρειαστεί, νέους εχθρούς. Στην άλλη άκρη του κόσμου, στα πολυτελή σπίτια των νεόπλουτων ο Λεβιάθαν παρουσιάζει δυο ζευγάρια που εθισμένα στην κοκαΐνη είναι εξίσου έτοιμα να εκραγούν και να κατασπαράξουν τις σάρκες τους.

Ένα επεισόδιο από τη ζωή του καθηγητή Μπρουκ αρκεί για να εκφράσει μια άλλη, ελαφρώς χιουμοριστική πλευρά της πρόζας του. Ο ανιαρός κόσμος των συνεδρίων, η ευτελής ανταγωνιστικότητα, ο ανέκφραστος ερωτισμός, όλα βρίσκονται εδώ. Ο καθηγητής αναγκάζεται να υποστεί τον ενθουσιασμό μιας γυναίκας για έναν ποιητή – το είδος των ποιητών που συναντάς σε χριστουγεννιάτικα άλμπουμ και που οι στίχοι τους συνοδεύουν αφίσες για πνευματιστικές αναζητήσεις. Η ματιά του Γουλφ δεν είναι ειρωνική αλλά επιεικής, γεμάτη κατανόηση. Άγρυπνος ο αφηγητής στο τελευταίο διήγημα της συλλογής παρατηρεί την σύντροφό του καθώς κοιμάται και διχάζεται ανάμεσα σε συναισθήματα τρυφερότητας και αποστροφής, έλξης και απώθησης. Μέχρι να αποκοιμηθεί, προφανώς μετά την τελευταία σελίδα, έχει πάρει δραστικές αποφάσεις που ανακαλεί με την ίδια ευκολία.

Στιγμιότυπα λοιπόν, για να θυμηθούμε έναν τίτλο του αγαπημένου μας Ρέϊμοντ Κάρβερ, η συγγένεια με τον οποίο είναι εμφανής· όμως ακριβώς η ανάδειξη επιλεγμένων φορτισμένων συνήθως στιγμών των χαρακτήρων του, τον βίο των οποίων καλούμαστε να φανταστούμε συμπληρώνοντας τα κενά, που ανάγεται ευθέως στον Τσέχωφ. Στην προαναφερθείσα συνομιλία ο Γουλφ εξηγεί την συγκίνησή του όταν διαβάζει τον Ρώσο συγγραφέα, όπου «η ανθρωπιά συνυπάρχει μ’ ένα είδος σκληρότητας». Ο Γουλφ αναφέρει ως παράδειγμα μια συγκεκριμένη ιστορία όπου ο συγγραφέας εστιάζει με φοβερή παραστατικότητα σ’ ένα τραγικό περιστατικό. Και ξαφνικά, ανοίγει το πλάνο του τόσο πολύ ώστε καταλαβαίνουμε πόσο ασήμαντο είναι το περιστατικό. Δεν σου ακυρώνει η συμπάθεια για τον ήρωα αλλά σου μεταδίδει την ιδέα του για το πεπερασμένο της ύπαρξής μας και των προβλημάτων μας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια άλλη διάκριση του συγγραφέα. Καθώς όλοι τείνουμε να σκεφτόμαστε την ζωή μας σαν μια διαδοχή επεισοδίων και όχι σαν ένα μυθιστορηματικό όλον, ο Γουλφ διαπιστώνει πως η ζωή στον δικό του κόσμο, όντας τόσο αποσπασματική, δεν προσφέρεται για μυθιστορηματική εκμετάλλευση. Δεν πρόκειται για μια αδιάσπαστη αψίδα εμπειριών, μια κοινότητα με συνέχεια, όπως την παρουσιάζουν τα μυθιστορήματα· υπάρχουν μόνο στιγμές. Ίσως γι’ αυτό το μυθιστόρημα άκμασε στην Αγγλία, όπου υπήρχαν παντού κοινότητες με κατοίκους που βλέπονταν διαρκώς κι επηρέαζαν ο ένας τον άλλον. Το διήγημα από την άλλη πλευρά, είναι η κατεξοχήν αμερικάνικη φόρμα. Οι Αμερικανοί είναι ένας κατά βάση νομαδικός λαός, καθώς κατά ένα μεγάλο ποσοστό μετακινούνται μια φορά κάθε πέντε χρόνια. Στην αμερικανική κουλτούρα υπάρχει έντονη κοινωνική κινητικότητα και για τον λόγο αυτό έντονο συλλογικό άγχος. Οι περισσότεροι αλλάζουν κοινωνική θέση κατά την διάρκεια της ζωής τους. Νομίζω είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα άποψη, που σαφώς προκαλεί και αντίλογο αλλά και διαθέτει πλήθος επαληθεύσεων.

Εκδ. Ίκαρος, μτφ. Γιάννης Παλαβός και Τάσος Αναστασίου, 2017, σελ. 188 [1981, 1985, 1996, 2008]

Το εικαστικό πορτρέτο είναι της Michelle L. Morby. Η τελευταία φωτογραφία θα μπορούσε κάλλιστα να αποτυπώνει ένα στιγμιότυπο από την πρόζα του συγγραφέα.

Φρέαρ τεύχος 19 (Ιούλιος 2017)

Είναι πλάνη να αναζητούμε την αντικειμενικότητα στην Ιστορία. Και αυτό, διότι όταν μελετάμε, ερευνούμε ή γράφουμε την Ιστορία, δεν είμαστε αεροστεγώς κλεισμένοι σε ένα γραφείο, αλλά αντιθέτως μέλη του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Είναι προτιμότερο να αναζητήσουμε την επιστημονική επάρκεια και την εγκυρότητα του κειμένου ή του εκάστοτε γράφοντος…

… γράφει ο Δημήτρης Μαλέσης σε κείμενό του για την διδασκαλία της Ιστορίας τη Μέση Εκπαίδευση, όπου και καταθέτει δέκα συν μια προτάσεις για συζήτηση. Πρόκειται για μια από τις καταθέσεις του αφιερώματος στα «σπουδαία άχρηστα», δηλαδή στη διδασκαλία των ανθρωπιστικών μαθημάτων στο σύγχρονο σχολείο και στην κρίση που διέρχονται. Μετά το εισαγωγικό σημείωμα του Μιχάλη Πάγκαλου, ο Κώστας Ανδρουλιδάκης ανοίγει έναν διάλογο για την φιλολογική κατάρτιση και την επάρκεια των μελλοντικών φιλολόγων, όπου περιγράφει δυο από τα κυριότερα σχετικά προβλήματα, ερευνά τα γενικά και τα ειδικότερα αίτια και διατυπώνει ενδεικτικές – προκαταρκτικές προτάσεις.

Μεγάλωσα με την Αντιγόνη, όχι με αποκόμματα φυλλαδίων, μας θυμίζει τα λόγια της Jacqueline de Romilly η Νατάσα Μερκούρη, αναφερόμενη στον «αθέατο κόσμο των ανθρωπιστικών μαθημάτων στο σχολείο». Εδώ αποδεικνύεται χρήσιμος ο ορισμός του Sir Ken Robinson για την δημιουργικότητα ως εφαρμοσμένη φαντασία και την εξειδικεύει ως την δεξιότητα που θα βοηθήσει τα παιδιά να ακολουθούν με ευκολία στην κάθε αλλαγή, ενώ η καινοτομία με την σειρά της είναι εφαρμοσμένη δημιουργικότητα, η υλοποίηση νέων ιδεών, ωφέλιμων, που πιθανώς θα έρθουν σε ρήξη με προηγούμενες κατεστημένες ιδέες. Ο Μιχάλης Πάγκαλος επανέρχεται με ένα εκτενές κείμενο που μελετά σχέσεις και συνδέσεις μεταξύ Φιλοσοφίας και Δημοκρατίας κ.ά.

Ο ποιητικός φάκελος του τεύχους περιλαμβάνει μια ανθολογία της σύγχρονης μεξικανικής ποίησης από τον σημαντικότερο εν ζωή Μεξικανό ποιητή Εντουάρντο Λισάλντε (1929) ως τον νεότατο Ανταλαμπέρτο Γκαρσία Λόπες (1991), ανθολογία που ετοίμασε ειδικά για το Φρέαρ ο ποιητής Αλί Καλντερόν και προλογίζει ο σπουδαίος ποιητής και κριτικός Μάρκο Αντόνιο Κάμπος. Διηγήματα καταθέτουν οι Ανδρέας Μήτσου, Γιώργος Χαβουτσάς, Θεόδωρος Ε. Παντούλας, Θεοδόσης Ν. Νικολαΐδης, Νατάσα Κεσμέτη, Νατάσα Ζαχαροπούλου, Ελένη Αναστασοπούλου. Στα ράφια της ποίησης βρίσκουμε ένα ανέκδοτο ποίημα της Όλγας Σεντάκοβα που παραχώρησε ειδικά για το Φρέαρ και πολλές άλλες ποιητικές εγγραφές (Πάνος Κυπαρίσσης, Αγγελική Σιδηρά, Χάιμε Σίλες, Σίντνεϋ Κίηζ, Τατιάνα Ζίτκοβα, Γουώλτερ Κουρονίσι).

Χρειαζόμαστε μια φιλοσοφία που θα είναι πιο κοντά στην επιστήμη παρά στην λογοτεχνία, διατείνεται (επιτέλους) ο Ρίτσαρντ Σουίνμπερν σε συνομιλία του με τον Διονύση Σκλήρη), ενώ σε μια άλλη απολαυστικό συνέντευξη (στον Αλέξανδρο Αηδώνη) ο Νάνος Βαλαωρίτης μιλά περί παντός επιστητού, από την ειρωνεία του θανάτου και της αιωνιότητας στα ποιήματά του μέχρι τις μουσικές του ανησυχίες. Δημοσιεύοται ακόμα μια ξεχασμένη (δημοσιευμένη) συνέντευξη του Γιώργου Σεφέρη στον Στέλιο Αρτεμάκη κι ένα ανέκδοτο κείμενο του Γιάννη Κοντού.

Το Φρέαρ προβληματίζεται για την κατάπτωση της σύγχρονης Αμερικής του Τραμπ, ο Γιώργος Κεντρωτής εκφράζει τις σκέψεις του μετά την νέα ανάγνωση του βιβλίου Αθλιότητα και αίγλη της μετάφρασης του Χοσέ Ορτέγκα υ Γκασέτ, ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος μοιράζεται ένα ενδιαφέρον περιστατικό διορθωτικής συμβολής των αναγνωστών, ο Λάκης Παπαστάθης μας γνωρίζει ένα άγνωστο φετινό περί θεάτρου βιβλίο για τον Ίψεν στην ελληνική σκηνή, ο Κώστας Θεριανός εκκινεί το κείμενό του από την ρήση του Καρλ Κράους Ένα ποίημα είναι καλό έως ότου μάθεις ποιος το έγραψε. Οι εκλιπόντες του 2017 (Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, Σπύρος Ευαγγελάτος, Πιερρέττα Λορεντζάτου, Τάσος Καρβέλης) συνεχίζουν να υπάρχουν σε κείμενα που τους θυμούνται.

Σε ένα από τα πλέον φορτισμένα κείμενα του περιοδικού ο Δημήτρης Αγγελής καταθέτει το δεύτερο μέρος από τις Σελίδες του Ημερολογίου του την γνωριμία του και την μαθητεία του δίπλα στον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο. Εκτός από τιμητική σπονδή το κείμενο αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον χρονικό για το πώς λειτούργησε ένας πνευματικός κύκλος ανθρώπων αλλά κυρίως παρουσιάζει ένα υπόδειγμα μιας διδασκαλικής και μυητικής σχέσης που σήμερα φοβάμαι πως δεν υπάρχει.

[σελ. 231 – 458]

Στις εικόνες: Eduardo Lizarde, Κώστας Ε. Τσιρόπουλος.