Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 70. Αθηνά Ψυλλιά

Διακονείτε το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει;

Απ’ ό,τι φαίνεται, δουλεύω με συγκεκριμένο τρόπο. Είναι κάτι που παρατηρώ εκ των υστέρων. Τείνω να φτιάξω την προσωπική μου θεωρία της μετάφρασης: χρειάζομαι χρόνο και αιτία για να συνδεθώ με το λεξιλόγιο, τις προθέσεις και τα συναισθήματα του βιβλίου. Χρειάζομαι τουλάχιστον τα 2 πρώτα κεφάλαια. Γι’ αυτό, τώρα πια, προτιμώ να τα μεταφράζω στο τέλος. Ή να τα επιμελούμαι μέχρι τελικής πτώσεως- που είναι πάντα η χειρότερη λύση..

Στην αρχή, ξέρω πως είναι μια καινούρια σχέση με κάποιον που είναι σημαντικός, αλλά τον ξέρω λίγο. Φερόμαστε σαν να γνωριζόμαστε καλά, αλλά εγώ ξέρω πως μου διαφεύγει κάτι σημαντικό και θα χρειαστεί να επανέρχομαι μπρος-πίσω στην σχέση για να συνδεθώ, να καταλάβω και να μεταγράψω τη σχέση αυτή στα ελληνικά.

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;

Οι μεγαλύτερες ηδονές; από τα βιβλία εκείνα που έχω μαζί τους σχέση απρόσκοπτη και αβίαστη. Αυτά που μου κλείνουν το μάτι και μου μιλούν στ’ αυτί. Αυτά που, καθώς τα διαβάζω, βλέπω τις σελίδες να περνούν από μπροστά μου στα ελληνικά. Και- επειδή το βασικό μου κίνητρο στη δουλειά της μετάφρασης και της ψυχοθεραπείας είναι να συνδεθώ με τους άλλους, μέσα από τη γλώσσα, με τις επιθυμίες, τα κίνητρα και την ελπίδα (να ζήσουμε με τις επιθυμίες μας;)- ενθουσιάζομαι με συγκεκριμένους ήρωες και τους μεταφράζω με μεγάλη χαρά: να, ας πούμε, ο Ραϊμούντο Σίλβα στην Ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας, του Ζ. Σαραμάγκου, είναι το ίνδαλμά μου.

Μερικές φορές η χαρά έρχεται από τη γλύκα του κειμένου, από την αισθητική του, όπως συνέβη με την Ανακάλυψη της Αμερικής από τους Τούρκους, του Ζόρζε Αμάντο. Άλλες φορές, η απόλαυση είναι απλώς η αίσθηση ότι ολοκλήρωσα μια μετάφραση που δεν ντρέπομαι να υπογράψω με το όνομά μου. Μετά από τόσα βιβλία, εξακολουθώ να το θεωρώ άθλο, να το χαίρομαι, να παίρνω μια μέρα ρεπό και- καμιά φορά- να μου κάνω ένα δώρο.

Με δυσκόλεψαν τα λίγα βιβλία για τα οποία δε βρήκα συγκεκριμένο και προσωπικό λόγο για να τα μεταφράσω. Αυτά που δεν αγάπησα τόσο ως αναγνώστρια. Κι εκείνα που τα αγάπησα πολύ αλλά καταδύθηκα στον Άδη για την ανάγνωσή τους: το Περί Τυφλότητος του Ζ. Σαραμάγκου είναι μια τέτοια περίπτωση. Και δεν λέω τίποτα για τα βιβλία που αγάπησα, μετέφρασα με χαρά, αλλά κάτω από δύσκολες υλικές συνθήκες, εν μέσω ξαφνικών μετακομίσεων, λιμών, σεισμών και καταποντισμών (εσωτερικών και εξωτερικών).

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την ανάγνωση και την μετάφραση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Με τα χρόνια έχω αναπτύξει μια καθησυχαστική ρουτίνα: δουλεύω μόνο πρωί, από τις 9.00 ως τις 13.00 περίπου. Ποτέ νύχτα. Συνήθως δεν θέλω πληροφορίες από τρίτο χέρι πριν διαβάσω το βιβλίο. Πολλές φορές αρκούμαι στη δική μου ανάγνωση και ψάχνω πληροφορίες μόνο για πραγματολογικά στοιχεία. Όταν έρθει η ώρα να προτείνω οπισθόφυλλο, διαβάζω αναλύσεις και κριτικές. Διορθώνω τρεις φορές. Ζητώ (με φειδώ) τη βοήθεια του συγγραφέα. Απευθύνομαι σε γνωστούς και αγνώστους για να βρω τις λέξεις που χρειάζομαι. Τους τάζω ένα αντίτυπο του βιβλίου. Σχεδόν πάντα τηρώ την υπόσχεσή μου.

Χωρίς μουσική δουλεύω πιο αποδοτικά, μερικές φορές όμως έχω ανάγκη ν’ ακούσω κάτι (ενίοτε και να το τραγουδήσω). Γι’ αυτό είναι τα διαλείμματα…Αν πάντως ακούγεται η Myriam Alter, είναι σαφές ότι μεταφράζω. Τα τελευταία 10 χρόνια ακούω πολύ μουσικές από τις πορτογαλόφωνες χώρες. Ονειρεύομαι μια μέρα να τις επισκεφτώ όλες!

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;

Δεν είχα συγκεκριμένες φιλοδοξίες ή επιθυμίες στη μετάφραση. Ή, τέλος πάντων, η δουλειά που είχα να κάνω ήταν τόσο μεγαλεπήβολη που δεν άφηνε περιθώριο για επιπλέον φιλοδοξία. Ξεκίνησα πριν από 16 χρόνια με μεγάλη επιφύλαξη, δοκιμαστικά, περιμένοντας να με σταματήσει η γενική κατακραυγή. Όταν αυτό δε συνέβη, το 2ο χρόνο ονειρεύτηκα να μεταφράσω 10 σημαντικά έργα της σύγχρονης πορτογαλικής λογοτεχνίας. Μετέφρασα Σαραμάγκου, Αντούνες και Καρδόζο Πίρες τα πρώτα 3 χρόνια.

Μια καινούρια επιθυμία που έχει αρχίσει να στερεοποιείται είναι να μεταφράσω 4-5 καταπληκτικά έργα της νέας γενιάς πορτογάλων συγγραφέων. Έχω ξεκινήσει με τον Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο και τον Γκονσάλο Ταβάρες.

Αναμέτρηση για μένα είναι να κινούμαι έξω από τη ζώνη ασφαλείας μου: έχω φανεί διστακτική να μεταφράσω βραζιλιάνους συγγραφείς και έχω αποφύγει να μεταφράσω ό,τι δεν είναι σύγχρονο. Δεν είναι από έλλειψης ενδιαφέροντος: αρχικά φοβόμουν κι ύστερα υπήρχαν πάντα για μετάφραση έργα μέσα στη ζώνη ασφαλείας μου. Νομίζω ότι αρχίζω να βγαίνω απ’ αυτήν τα τελευταία 3 χρόνια.

Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;

Αν ένα βιβλίο πάρει καλές κριτικές στις οποίες δεν υπάρχει καμία αναφορά στον μεταφραστή, ο μεταφραστής μπορεί να υποθέσει με ασφάλεια ότι έκανε καλή δουλειά. Η αναγνώριση της δουλειάς της μετάφρασης από τα φώτα της κριτικής είναι ένα μόνο σημείο.

(Παρένθεση: Πριν από χρόνια, ο Ανταίος Χρυσοστομίδης είχε προσκαλέσει σε καφέ (σε γεύμα;) μεταφραστές που συνεργάζονται με τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ξεκίνησε λοιπόν να μας συστήνει μεταξύ μας λέγοντας: «Από ‘δω η Α…που εκτός από πολύ καλή μεταφράστρια από τα γερμανικά είναι και οικονομολόγος, από ‘δω ο Β….που εκτός από εξαίρετος μεταφραστής από τα ισπανικά είναι και δικηγόρος…Εν ολίγοις, από τα 15 άτομα σε κείνο το τραπέζι κανείς μας δεν έβγαζε το ψωμί του από τη μετάφραση. Δεν θα μπορούσαμε και να θέλαμε.)

Υπάρχει αυτή τη στιγμή κινητικότητα με την ίδρυση σωματείου, με συνέδρια λογοτεχνικής μετάφρασης, η αλήθεια όμως είναι ότι δεν έχω συμμετάσχει ενεργά στην προβολή της δουλειάς του μεταφραστή και γι’ αυτό δεν μπορώ να ψέξω κανέναν.

Επιπλέον, τον πρώτο καιρό της μεγάλης αβεβαιότητας, ήταν βολικό να είμαι αθέατη.

Τέλος, για να είμαι εντελώς ειλικρινής, έχω διαβάσει μερικές καλές κριτικές για τη δουλειά μου.

Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;

Η ερώτηση αυτή με κάνει να σκεφτώ πόσα πράγματα πήγαν κατ’ ευχήν στη δουλειά μου χωρίς να χρειαστεί να κοπιάσω: όλες τις μεταφράσεις μου τις έχει διορθώσει ο ίδιος άνθρωπος: ο Αλέξανδρος Πανούσης. Και δείτε τώρα πόσο τυχερή είμαι: 1. είναι φίλος μου 2. του αρέσουν τα βιβλία που μεταφράζω (τα περισσότερα!) 3. του αρέσει η δουλειά μου 4. μπορεί να παρακολουθήσει το κείμενο στα πορτογαλικά 5. είναι ταλαντούχος, πεπειραμένος και ευρυμαθής 6. με τον καιρό, οι χρόνοι συνεννόησης έχουν κατέβει στα μιλισεκόντ. 7. αισθάνομαι ότι έχω πλάτες- ειδικά το πρώτο βιβλίο δεν θα είχε μεταφραστεί ποτέ χωρίς αυτόν.

Οι δυσκολίες είναι οι ευκολίες αναποδογυρισμένες: με εμπιστεύεται τόσο ώστε ίσως να με αφήνει λίγο ασύδοτη. Τον εμπιστεύομαι τόσο ώστε να τεμπελιάζω και να αυθαδιάζω.

Πώς τα βγάζουν πέρα οι άλλοι μεταφραστές;

Σας ακολούθησαν ποτέ ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;

Ο Ραϊμούντο Σίλβα, από την Ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας που λέγαμε…(ταιριάζει γάντι μιας και μιλούσαμε για επιμελητές πιο πάνω).

Λοιπόν ο τύπος αυτός είναι ένας πενηντάρης επιμελητής, άρτιος και ταπεινός στη δουλειά του που καλείται να επιμεληθεί μια Ιστορία της Λισαβόνας. Φιλήσυχος, αόρατος αλλά τελειομανής εξεγείρεται με την επαρκή μετριότητα του βιβλίου που έχει στα χέρια του και αποφασίζει να αυθαδιάσει (κι αυτός). Υπάρχει λοιπόν μια σκηνή όπου οι Πορτογάλοι ζητούν τη βοήθεια των περαστικών Σταυροφόρων για να κατακτήσουν την πολιορκούμενη μαυριτανική Λισαβόνα. Ο Ρ. Σ προσθέτει τη λεξούλα «δεν» στην απάντηση των Σταυροφόρων: «Θα σας βοηθήσουμε». Φαντάζεστε τι γίνεται μετά;

Ζει περιμένοντας το τηλεφώνημα του διασυρμού και της απόλυσης από τον εκδοτικό οίκο.

Ο εκδοτικός οίκος θορυβείται αλλά δεν τον απολύει. Τον θέτει όμως υπό την επιτήρηση της καινούριας διευθύντριας των επιμελητών που τον προκαλεί απρόσμενα να τελειώσει αυτό που ξεκίνησε. Να γράψει τη δική του έκβαση της Ιστορίας και της ιστορίας τους. Γιατί φυσικά και ξεμυαλίζεται ο Ραϊμούντο Σίλβα.

Ασφαλώς κι έμαθα νέα του. Ευτύχησε πολύ και αργά στον έρωτα, έγραψε μυθιστορήματα και πήρε το νόμπελ λογοτεχνίας μετά τα 70 του.

Όσο για μένα, άρχισα να ψάχνω ένα δρόμο στις αφηγηματικές ψυχοθεραπείες.

Οι αγαπημένοι σας λογοτέχνες;

Μέχρι τα 22 περίπου διάβαζα φανατικά ρώσους κλασικούς. Υπέμεινα 4 χρόνια ρωσικών για να καταφέρω να διαβάσω με λεξικό τις Λευκές Νύχτες. Τα ρωσικά είναι μαγεία αλλά με εξόντωσαν. Μετά υπέκυψα στα πορτογαλικά που τα έμαθα άκοπα, επί τόπου και απείρως πιο απολαυστικά.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Δεν έχω αγαπημένο. Διαβάζω κυρίως ηλεκτρονικά περιοδικά και αγοράζω όταν ενδιαφέρομαι για κάποιο αφιέρωμα.

Πώς βιοπορίζεστε;

Είμαι μεταφράστρια. Είμαι ψυχολόγος: ψυχοθεραπεύτρια. Δυο δουλειές και ψάχνω ένα πεδίο συγκερασμού τους.

Σε περίπτωση που αναρωτιέστε, η δουλειά είναι πολλή -τα λεφτά είναι λίγα.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;

Θέλω να γράψω για τη νέα γενιά των πορτογάλων συγγραφέων. Προφανώς έχω πολλά να πω για τον Ζοζέ Σαραμάγκου ακόμη. Γι’ αυτούς τουλάχιστον νομίζω ότι κάτι ξέρω.

Τι διαβάζετε και τι μεταφράζετε αυτό τον καιρό;

Διαβάζω το τελευταίο του Γκονσάλο Ταβάρες, Ένα Ταξίδι στην Ινδία (Uma Viagem á Índia, ένα σύγχρονο έπος στα χνάρια των Λουσιάδων του Καμόες. Στο κομοδίνο μου υπάρχει πάντα ένα βιβλίο που διαβάζω για 4η ή 20η φορά πριν κοιμηθώ. Αυτό τον καιρό είναι «Η Ψυχής της Γυναίκας» του Άλντο Καροτενούτο. Όχι λογοτεχνία, δηλαδή.

Παρέδωσα τη μετάφραση της Ιερουσαλήμ του Γκονσάλο Ταβάρες. Δεν έχω ξεκινήσει άλλη μετάφραση εν τω μεταξύ.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Σκέφτηκα την ερώτηση: «Πού βρήκατε την ιδέα και το θράσος να μεταφράσετε». Η απάντηση όμως είναι «Στην άγνοια κινδύνου και στα παιδικά μου κίνητρα». Ας το αφήσουμε καλύτερα, τι λέτε;

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Διαδικτυώθηκα μετά τα πρώτα 2 βιβλία που μετέφρασα. Η διευκόλυνση είναι τεράστια αλλά ο πειρασμός της τριγωνοποίησης μεγάλος. Τριγωνοποίηση: εννοώ ότι για να βγω από τη δυσκολία στη σχέση μου με το κείμενο προστρέχω σε τρίτους για πληροφορίες και διευκολύνσεις – και μερικές φορές η σχέση θέλει να μείνεις αποκλειστικά με τον άλλον και να δουλέψεις…

Μέσω facebook ήρθα σε επαφή με έναν από τους συγγραφείς που μεταφράζω.

Δεν παρακολουθώ συστηματικά τίποτα. Διαβάζω ό,τι με ενδιαφέρει κατά καιρούς. Ενημερώνομαι αποκλειστικά ηλεκτρονικά. Είμαι κυκλοθυμική στη χρήση του διαδικτύου.

Η δυνατότητα καθημερινής αλληλογραφίας είναι η εφαρμογή που απολαμβάνω περισσότερο.

Έχετε μπει στον πειρασμό της συγγραφής; Έχετε γράψει ή δημοσιεύσει κάτι; Αν ναι, θα υπάρξει συνέχεια; Αν όχι, για ποιο λόγο;

Ώρες ώρες μου φαίνεται απίστευτο, αλλά δεν έχω γράψει τίποτα κι ας ζω μέσα στον πειρασμό. Κυρίως γιατί γράφω υπερβολικά ελλειπτικά και γιατί η φαντασία μου είναι γεμάτη δισταγμούς.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Αιώνια νιότη; Μετά από τόσο κόπο για να διαχειριστώ την εφήμερη; Για να τη ζήσω με ποιους;

Τη μεταφραστική μου ιδιότητα θα μπορούσα να την αποχωριστώ με πολύ μικρότερο αντίτιμο. Την αναγνωστική μου θα την παζάρευα περισσότερο. Ωστόσο, ναι θα μπορούσα να ζήσω ευτυχής χωρίς βιβλία.

Μη μου πάρετε όμως την αλληλογραφία.

Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 67. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Διακονείτε το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει; 

Γενικά προσπαθώ, αναλαμβάνοντας ένα βιβλίο, να καταρτίσω έναν εβδομαδιαίο «προϋπολογισμό έργου» – κοινώς να οργανώσω το πεζό και πρακτικό κομμάτι της δουλειάς: τόσες σελίδες επί τόσες μέρες, ώστε να είμαι εντάξει στις προθεσμίες μου. Υπολογίζω επίσης ένα ικανό διάστημα για την απαραίτητη έρευνα και για τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση. Κατά τα άλλα, φροντίζω μόνο να έχω πάντα αρκετό καφέ, αρκετή ζέστη στο σπίτι και να μην κάθονται τα γατιά μου πάνω στη σελίδα που μεταφράζω.

Η σχέση με τον συγγραφέα πρέπει να είναι μια σχέση κατανόησης. Ο μεταφραστής είναι ο τέλειος ακροατής του συγγραφέα, και η μετάφραση, ένας χώρος άψογης ακουστικής. Είναι αδύνατο να μεταφράσεις σωστά, αν δεν έχεις κατανοήσει απόλυτα όχι μόνο τι λέει το κείμενο, αλλά και γιατί. Ως μεταφραστής δεν μπορείς να αντιπαρέλθεις τίποτα. Πρόκειται για ένα είδος βαθιάς γνωριμίας με το πνεύμα του συγγραφέα, που νομίζω πως είναι αδύνατο να αποκτήσεις ως απλός αναγνώστης. Έστω κι αν συχνά αυτό στερεί μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης.

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;

Τα βιβλία στα οποία συνεργάστηκα στενά με άλλους είναι και εκείνα που έχω ευχαριστηθεί περισσότερο, έστω κι αν ταυτόχρονα ήταν τα ίδια που με δυσκόλεψαν – για παράδειγμα, η Ουράνια Αρμονία του Έστερχάζι ήταν μάλλον ό,τι πιο δύσκολο έχω μεταφράσει, αλλά αυτό που μου έχει μείνει περισσότερο ήταν η χαρά της συνεργασίας με τη Μανουέλα Μπέρκι. Φυσικά, ο Τελευταίος Δαίμονας του Σίνγκερ, που μεταφράσαμε από κοινού ο Γιώργος Τσακνιάς κι εγώ, κατέχει ιδιαίτερη θέση, όχι μόνο γιατί μ’ αυτό πρωτοβούτηξα στη μετάφραση αλλά κυρίως γιατί η όλη διαδικασία ήταν το πιο συναρπαστικό και διασκεδαστικό παιχνίδι που έχω παίξει στη ζωή μου.

Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;

Συχνά διαπιστώνω πως έχω αδυναμία σε βιβλία που, ενώ εγώ τα γνώρισα εκ των έσω και τα αγάπησα πολύ μεταφράζοντάς τα, εντούτοις δεν «τράβηξαν» εμπορικά και κυρίως δεν διαβάστηκαν όσο πιστεύω ότι θα τους άξιζε. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι το «Να ’σαι κοντά μου», του Άντριου Ο’Χέιγκαν (εκδ. Πόλις) – τίποτε λιγότερο από αριστούργημα.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;

Η μεγάλη μου φαντασίωση είναι να ήξερα ρωσικά και να μετέφραζα Ντοστογιέφσκι. Μάλλον δεν θα έκανα τίποτε άλλο σε όλη μου τη ζωή. Επίσης, αν διέθετα άφθονο χρόνο, θα ξαναμετέφραζα ευχαρίστως όλη την Άγκαθα Κρίστι, τα πανέξυπνα αγγλικά της. Η Τζορτζ Έλιοτ αποτελεί άλλη εξαίρετη πρόκληση. Πάντως, περισσότερο από συγγραφείς, υπάρχουν συγκεκριμένα έργα που θα ήθελα να είχα μεταφράσει ή να μεταφράσω κάποτε, με τα γλωσσικά όπλα που διαθέτω, για παράδειγμα, το Στο Δρόμο του Κέρουακ.

Ασχοληθήκατε και με την μετάφραση της Καφκικής Μεταμόρφωσης. Τι μπορεί να προσθέσει ένας μεταφραστής σε κλασικά, πολυμεταφρασμένα έργα;

Κάθε βιβλίο είναι μια παρτιτούρα, την οποία ερμηνεύει ως άνθρωπος-ορχήστρα ο κάθε μεταφραστής, με το δικό του γλωσσικό ηχόχρωμα, τη δική του αίσθηση για τον ρυθμό και τον τονισμό. Ειδικά για τον Κάφκα, θα έλεγα ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια μεταβολής της αίσθησης που έχουμε – όχι για τις ιστορίες και τις ιδέες του, βέβαια, αλλά για το ύφος και τη γλώσσα του. Ναι, τον Κάφκα πολύ θα ήθελα να τον περιλάβω όλον από την αρχή!

Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;

Είναι φυσιολογικό, από μια άποψη. Ο συγγραφέας είναι το αφεντικό και ο μεταφραστής είναι ο μπάτλερ. Ο αναγνώστης παίρνει στα χέρια του ένα κείμενο, και αυτό κρίνει. Η πλειονότητα των αναγνωστών μάλιστα ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για το «τι θα γίνει παρακάτω» παρά για πράγματα όπως το ύφος, η ατμόσφαιρα κλπ., αυτά δηλαδή που, εφόσον αποδοθούν, ξεχωρίζουν τον ικανό μεταφραστή. Ακόμα και ο κριτικός, για να μπορέσει να μιλήσει υπεύθυνα για την ποιότητα της μετάφρασης, πρέπει να έχει υπόψη το πρωτότυπο, πράγμα σπάνιο. Η συμβολή του μεταφραστή θα αναγνωριστεί μόνον όταν το ίδιο το αναγνωστικό κοινό γίνει πιο απαιτητικό.

Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;

Κατά τη γνώμη μου, σε ένα ιδανικό παράλληλο σύμπαν, ο επιμελητής θα έπρεπε να είναι καλύτερα εξοπλισμένος από τον μεταφραστή τόσο στην ξένη γλώσσα όσο και στη μητρική. Αυτό σπανίως συμβαίνει, κι έτσι συνήθως οι επιμελητές γίνονται απλώς το «φρέσκο μάτι», που ελέγχει κυρίως τα ολισθήματα του μεταφραστή στο επίπεδο της απόδοσης. Ακόμα κι έτσι, βέβαια, δεν είναι καθόλου μικρή η συμβολή τους. Μια καλή επιμέλεια, που δηλαδή αφουγκράζεται και το κείμενο και τον μεταφραστή, και κυρίως σέβεται τον αναγνώστη, μπορεί να απογειώσει ένα βιβλίο. Γενικά, νομίζω πως όποιος συμμετέχει στην παραγωγή ενός βιβλίου, από τον μεταφραστή έως τον γραφίστα που θα στήσει το εξώφυλλο, πρέπει να έχει πολύ καλή εποπτεία του βιβλίου συνολικά, πέρα από τα επιμέρους της ειδικότητάς του. Και κανένας να μην διστάζει να ρωτάει τον άλλο.

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Μπόρχες, Κάφκα, Ντοστογιέφσκι, Γκόγκολ, Τόμας Μαν, Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, Καπότε, Κόνραντ, Τουέιν, Θέρμπερ, Σίνγκερ, Ροθ, Καλβίνο, Πατρίσια Χάισμιθ, Γκράχαμ Γκριν, Άλι Σμιθ, Ντόκτοροου, Καβάφης, Σαχτούρης – και ό,τι άλλο έχω διαβάσει και έτυχε να είναι «στην ώρα του».

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Με διαφορά, ο Ίον Τίχυ του Στανίσλαβ Λεμ. Ο ιδανικός ταξιδιώτης στον χώρο και στον χρόνο, με την ιδανική αίσθηση του γελοίου.

Πώς βιοπορίζεστε;

Από τη μετάφραση και την επιμέλεια.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Είμαι ευτυχής που υπάρχει κατ’ αρχάς το διαδίκτυο (έχω ήδη ξεχάσει πώς ήταν να μεταφράζω χωρίς αυτή τη δυνατότητα να αναζητώ οτιδήποτε, οποτεδήποτε). Επίσης, είμαι ευτυχής που υπάρχουν οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Νομίζω πως, όπως και καθετί άλλο, αν δεν γίνουν κέντρο του βίου σου και ένα είδος διεστραμμένου «μετρητή ευφυίας», μπορούν να προσφέρουν και διασκέδαση και ενημέρωση και κοινωνικότητα. Προσωπικά, απέκτησα έτσι ακόμα και πολλούς φίλους κανονικούς – απ’ αυτούς που τους βλέπεις και τρως και πίνεις μαζί τους.

Στην φωτογραφία η φιλοξενούμενη, μόλις έχει παραλάβει νέο βιβλίο για μετάφραση.  Φωτογράφος η Ελένη Κεχαγιόγλου.