Alex Ferguson – Η αυτοβιογραφία μου

Alex_Ferguson_cover

Από την δική μου πλευρά, είχα μια συνταγή για την ήττα. Αφού έλεγα τα δικά μου στα αποδυτήρια, πάντοτε, πριν διαβώ την πόρτα για να αντιμετωπίσω τον Τύπο, να αντιμετωπίσω την τηλεόραση, να μιλήσω στον άλλο μάνατζερ, έλεγα στον εαυτό μου: «Ξέχνα το. Το παιχνίδι τελείωσε». Πάντα το έκανα αυτό. [σ. 233]

Αυτό που συγκινεί στο καταρρακτώδες βιβλίο του μάνατζερ που άλλαξε όλη την ιστορία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είναι ακριβώς οι σελίδες που αφιερώνει στις δύσκολες και στις οριακές στιγμές της ομάδας. Κοιτάζοντας πίσω δεν επικεντρώνει μόνο στις νίκες και τους θριάμβους αλλά και στις ήττες. Πώς να ξεχαστούν τρεις τελικοί Κυπέλλου, άλλοι τόσοι Λιγκ Καμπ, και φυσικά εκείνοι οι δυο στο Πρωταθλητριών από την Μπαρτσελόνα; Όμως είναι κι αυτά ένα μέρος από τον καμβά της ομάδας: η ανάκαμψη. Ο Φέργκιουσον δεν σταμάτησε να έχει στο νου του ότι δεν είναι όλα νίκες και παρελάσεις.

Sir Alex Ferguson 3

Dulcius ex asperis. Είναι πιο γλυκά έπειτα από δυσκολίες. Αυτό ήταν το σλόγκαν της οικογένειας Φέργκιουσον στην Σκοτία, κι αυτή ακριβώς η αισιοδοξία τον συντρόφευε στα τριάντα εννέα χρόνια του ως ποδοσφαιρικού μάνατζερ. Ας τονίσουμε εδώ ότι με τον όρο μάνατζερ εννοείται ο υπεύθυνος της ομάδας που αναλαμβάνει την ευθύνη τόσο για τις προπονητικές επιλογές όσο και την οικονομική διαχείριση. Ο Φέργκιουσον δεν πανικοβάλλονταν μετά από μια σειρά ατυχών αποτελεσμάτων, ενώ είχε πλήρη ανοσία σε οτιδήποτε επιχειρούσε να πλήξει την ομάδα από εξωτερικές πηγές. Και φυσικά δεν έδινε την παραμικρή σημασία στους ψιθύρους και τα σενάρια.

Μερικές φορές οι ήττες είναι τα καλύτερα αποτελέσματα. Η αντίδραση στις αντιξοότητες είναι προσόν. Ακόμα και στη χειρότερη περίοδό σου, δείχνεις δύναμη. Υπήρχε μια σπουδαία ρήση: «Είναι απλώς άλλη μια μέρα στην ιστορία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ». Με άλλα λόγια, η αντεπίθεση ήταν μέρος της ίδιας μας της ύπαρξης. Αν είσαι υποτονικός και απαθής με τις ήττες, τότε το βέβαιο είναι ότι θα έρθουν κι άλλες. Συχνά χάναμε δυο βαθμούς, με την αντίπαλο να ισοφαρίζει στην τελευταία φάση του αγώνα, αλλά μετά πραγματοποιούσαμε ένα σερί έξι ή εφτά νικών. Δεν ήταν συμπτωματικό. [σ. 31]

Sir Alex Ferguson 4

Δεν πρόκειται αμιγώς για πλήρη αυτοβιογραφία αλλά για ένα βιβλίο που συμπληρώνει μια προηγούμενη έκδοση, το Managing my life. Συνεπώς επικεντρώνει τα μαγικά του χρόνια στο Μάντσεστερ και όχι στην προηγούμενη ζωή του, φυσικά χωρίς να παραλείπει μερικές επιστροφές, όπως στα νιάτα του στην Γλασκόβη ή τους φίλους μιας ζωής που έκανε στο Αμπερντίν. Ήταν άλλωστε στις παμπ της Γλασκόβης που απέκτησε ένα μεγάλο μέρος των πρώτων πολύτιμων εμπειριών του. Εκεί μέσα έμαθε τους ανθρώπους, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις τους, με έναν τρόπο που ολοκλήρωνε τις προσπάθειες του να κατανοήσει πώς λειτουργεί ο κόσμος του ποδοσφαίρου. Κι ας μην το γνώριζε εκείνη τη στιγμή.

Άλλωστε η διαχείριση των δυο παμπ υπήρξε η πρώτη του επιχειρηματική δραστηριότητα, που συνδύασε με το μανατζάρισμα της Σεντ Μίρεν. Όλα εγκαταλείφθηκαν με την ανάληψη της Αμπερντίν το 1978. Μερικές φορές γύριζε σπίτι με ανοιγμένο κεφάλι ή μαυρισμένο μάτι, αφού σε κάθε περίπτωση, στο άγριο κέφι ή στους καυγάδες, έπρεπε να μπαίνει στη μέση να χωρίζει τους θαμώνες. Εκεί άρχισε να φτιάχνει το δικό του τοπικό δίκτυο κυνηγών ταλέντων με …δασκάλους από τα γύρω σχολεία!

Sir Alex Ferguson 2

Με την Γιουνάιτεντ άλλαξαν τα Σαββατόβραδά του. Το παιχνίδι ξεκινάει στις τρεις το μεσημέρι και δεν επιστρέφεις σπίτι σου πριν από τις εννέα παρά τέταρτο το βράδυ. Αυτό ήταν το τίμημα της επιτυχίας: 76.000 άνθρωποι να κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και η επιθυμία της εξόδου μειώνεται. Για έναν οπαδό υπάρχει η κουλτούρα να πηγαίνει την Δευτέρα στη δουλειά, γεμάτος συναισθήματα από το παιχνίδι του Σαββατοκύριακου.

Μάνατζερ στο ποδόσφαιρο σημαίνει και μια συνεχή μελέτη των ανθρώπινων αδυναμιών και ελαττωμάτων. Είσαι πάντα μόνος σου, ενώ θα έδινες τα πάντα για να μην είσαι μόνος με τις σκέψεις σου. Υπήρχαν μέρες στο γραφείο του το απόγευμα που περίμενε πως και πώς να χτυπήσει η πόρτα αλλά δεν ερχόταν κανείς· όλοι θεωρούσαν πως είναι απασχολημένος. Δεν δεχόταν όμως ποτέ να μετατραπεί η αίθουσα της συνέντευξης τύπου σε θάλαμο βασανιστηρίων (από τους δημοσιογράφους προς τους παίκτες και τους προπονητές), ενώ προσπαθούσε να κρατά τα πάντα μέσα στα αποδυτήρια αλλά και να δείχνει στους παίκτες ότι δεν μπορούν να κάνουν σαχλαμάρες μαζί του. Τους κατανοούσε όμως στα πάντα, ακόμα και για την άβυσσο που αισθάνονταν όταν έβλεπαν να πλησιάζει το τέλος της καριέρας του.

Sir Alex Ferguson 1

Υπάρχει εκείνη η στιγμή, όταν ο παίκτης αναρωτιέται τι πρόκειται να κάνει, γιατί η αποχώρηση από την ενεργό δράση μοιάζει με κενό. Τη μια στιγμή παίζεις σε ευρωπαϊκούς τελικούς, τελικούς Κυπέλλου Αγγλίας, κερδίζεις Πρωταθλήματα, την άλλη όλα ξεθωριάζουν. Το πώς θα ανταπεξέλθεις είναι μια πρόκληση που όλοι οι ποδοσφαιριστές αντιμετωπίζουν. Η δόξα δεν προσφέρει ασυλία από τη συναισθηματική κατάρρευση. Το δεύτερο ημίχρονο δεν είναι τόσο συναρπαστικό, άρα πώς το αναδημιουργείς; Πώς αντικαθιστάς τον ενθουσιασμό να κάθεσαι στα αποδυτήρια δέκα λεπτά πριν από το εναρκτήριο λάκτισμα του παιχνιδιού…; [σ. 116]

Σήμερα του λείπουν τα αστεία στα αποδυτήρια, όλοι οι αντίπαλοι μάνατζερ («αυτοί οι υπέροχοι χαρακτήρες της παλιάς σχολής»), η ομάδα των αθλητικών επιστημόνων, τα κορίτσια στα πλυντήρια, τα φαγοπότια στο τέλος του αγώνα, τα κεράσματα και τα αστεία με τους αντιπάλους. Αλλά έχει και τόσα να θυμάται: τρόπαια, γκολ, κρίσιμους αγώνες, αξέχαστα περιστατικά, ξεκαρδιστικές καταστάσεις – κι όσα του έρχονται σαν πλημμύρα τα περιγράφει εδώ. Θυμάται τους καλύτερους γκολτζήδες του (Κόουλ, Καντονά, Φαν Νίστελροϊ, Ρούνι, τον ευλαβικά πιστό στην …γιόγκα Ράιαν Γκιγκς, που γυρνούσε την πλάτη του στην μόστρα και στην δόξα, το αναλυτικό μυαλό του Σόλσκιερ (σε σημείο να κρατά σημειώσεις στον πάγκο, ώστε να έχει πλήρες σχεδιάγραμμα προτού μπει ως αλλαγή), την τύχη να έχει τους δυο κατά την γνώμη του καλύτερους τερματοφύλακες μεταξύ των ετών 1990 – 2010 – Πίτερ Σμάιχελ, Έντβιν Φαν ντερ Σαρ.

Sir Alex Ferguson 6

Ο αστείρευτος σερ αφιερώνει κεφάλαια στον Μπέκαμ, στον Φέρντιναρντ και το περίεργο σκάνδαλο, στην μεγάλη αντιπαράθεση με τον Ρόι Κιν, στον Κριστιάνο Ρονάλντο, στον μεγάλο ανταγωνισμό με τον Αρσέν Βενγκέρ. Αφιερώνει τις σκέψεις του για την πολιτική – ανέκαθεν υποστήριζε τους ντόπιους βουλευτές του Εργατικού Κόμματος και στεκόταν στην αριστερότερη πλευρά της όχθης, την χαρά του διαβάσματος (ιδίως για βιογραφίες, πολιτική και Ιστορία), κι ένα όμορφο, σχεδόν κινηματογραφικό περιστατικό που αναφέρεται στην σελίδα 129.

Στην επιστροφή από ένα ταξίδι στην Αμερική, η ομάδα σταμάτησε για ανεφοδιασμό στο νησί της Νέας Γης (στο άνοιγμα του Κόλπου του Αγίου Λαυρεντίου, στον Καναδά), σε μια μικρή στρατιωτική βάση. Στον ορίζοντα υπήρχε μόνο μια καλύβα. Κατά την αναμονή του ανεφοδιασμού, το προσωπικό άνοιξε την πόρτα για να φρεσκαριστεί ο αέρας. Και είδαν ένα μικρό παιδί να στέκεται στο φράχτη με μια σημεία της Γιουνάιτεντ. Δεν επιτρεπόταν να αποβιβαστεί κανείς, μπορούσαν απλά να σταθούν στις σκάλες κι έτσι το μόνο που έκαναν ήταν να χαιρετήσουν εκείνον τον μικρό οπαδό της ομάδας, που είχε κολλήσει το πρόσωπό του στο συρματόπλεγμα στη μέση του πουθενά.

Alex FERGUSON Panini Manchester United 1988

Το σημερινό ποδόσφαιρο αλλάζει συνεχώς. Ο κόσμος προσπαθεί να εφαρμόσει στο ποδόσφαιρο τις βασικές αρχές της επιχειρηματικότητας. Δεν είναι όμως τόρνος, αλεστική μηχανή, είναι μια ομάδα από ανθρώπους. Είμαστε όλοι στην βιομηχανία των αποτελεσμάτων, λέει ο Φέργκιουσον, κι αυτό καταστρέφει μεγάλο μέρος της μαγείας. Ευκαιρία να θυμηθεί την περίπτωση του πρώην αρχηγού Μάρτιν Μπιούκαν όταν νεαρός είχε μεταγραφεί στην Όλνταμ με ένα μεγάλο πριμ υπογραφής. Καθώς δεν μπορούσε να βρει την φόρμα του, επέστρεψε τα χρήματα στην ομάδα, κρίνοντας ότι δεν τα άξιζε. Φανταστείτε, λέει ο σερ, να γινόταν αυτό σήμερα….

Η ομάδα δεν σταματούσε να πιστεύει ποτέ ότι θα τα καταφέρει. Κυριαρχούσε ακόμα και το παράδοξο σύστημα «υπομονή ως το τελευταίο τέταρτο του αγώνα και μετά δώστε τα όλα μέχρι το τελευταίο λεπτό». Κι αν η ρήση τους έβρισκε χαμένους υπήρχε πάντα η ρήση του Λομπάρντι: «Δεν χάσαμε το παιχνίδι, απλώς τελείωσε ο χρόνος»

Sir Alex Ferguson 4 [1993]

Στις τελευταίες σαράντα σελίδες του βιβλίου περιλαμβάνονται στοιχεία και πίνακες από την καριέρα του Α.Φ. ως ποδοσφαιριστή και ως μάνατζερ, τίτλοι και αποτελέσματα στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και φυσικά το Τσάμπιονς Λιγκ, συγκριτικές επιδόσεις της Μάντσεστερ πριν και μετά την έλευσή του και όλοι οι ποδοσφαιριστές της ομάδας υπό την καθοδήγησή του.

Εκδ. Παπαδόπουλος, 2015, μτφ. Μιχάλης Φουντουκίδης, επιμέλεια – σημειώσεις Δημήτρης Λυμπερόπουλος, 333 σελ. [Alex Ferguson – My autobiography, 2013]

Δημοσίευση και σε: mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 197, υπό τον τίτλο Glory Glory Man United, εμπνευσμένο από τον Κόκκινο Ύμνο. Η ακαπέλλα του εδώ, κι ένας έτερος πανηγυρικός εδώ.

Κωστής Παπαγιώργης – Υπεραστικά

Papagiorgis

Παλιές ατζέντες και αιώνιες καταγραφές

Μόνο ό,τι παραμένει υπεσχημένο, επιθυμητό, αναζητούμενο αποτελεί άλας της ζωής και ισχυρό κίνητρο. Το κατακτημένο δεν ενθουσιάζει κανέναν. Χωρίς ταξίδι, θαλασσοπορία, αμάχη, πόλεμο, η ζωή δεν ανοίγει τους κρουνούς της…

γράφει ο Κώστης Παπαγιώργης στις «Αφηγήσεις» [σ. 197], βέβαιος για το γεγονός ότι για να βρει τον ρυθμό της μια αφήγηση θα πρέπει να συναντηθεί με το Κακό, διαφορετικά η πρόοδος είναι ανέφικτη. Τι νόημα θα είχε μια ομαλή και κοινότοπη ιστορία αν δεν εμφανιστεί το απρόοπτο, ο οχληρός τρίτος, το αναπάντεχο συμβάν που θα φέρει τα πάνω – κάτω; Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η ευτυχία και η επάρκεια (το Καλό με ένα λόγο) δεν έχουν ενδιαφέρον, αλλά απλώς ότι δεν μπορεί να αποτελούν το κυρίως θέμα. Κανείς αφηγητής δεν ιστορεί την ευτυχία, παρά την αναζήτηση της ευτυχίας. Ο άνθρωπος παραμένει εν εκστάσει όσο το επιθυμητό απουσιάζει.

 Παπαγιώργης 7

Την γραφή αφορούν και βασανίζουν και οι κοινοί τόποι, οι φράσεις κλισέ. Δεν είναι παράξενο που η δημοκρατία, καθεστώς που κόβει τα ψηλά στάχυα και ευνοεί τα φερσίματα του κοινού νου, αναδείχθηκε σε παραδειγματικό θερμοκήπιο της κοινοτοπίας. Ο δαίμονάς της έχει καλλιεργήσει την άποψη ότι ο άνθρωπος οφείλει να είναι πανέτοιμος στο κάθε τι – η δημοκρατική ευγλωττία αναιρεί την ευλογία του ανθρώπου που σκέπτεται προτού μιλήσει. Έτσι, λέγοντας πάντα αυτό που έχω ακούσει να λένε, τελικά γίνομαι μια συνοπτική παρωδία της περιρρέουσας εκφραστικής, επαίτης σχημάτων, λογοκλόπος των ξένων μεταφορών, σκέτο παρατράγουδο. Σημειώνοντας εκατοντάδες παρόμοιες κοινοτοπίες της εποχής του, σ’ εκείνο το περίφημο λεξικό κοινών τόπων, ο Φλωμπέρ ουσιαστικά έδειχνε έναν από τους τρόπους που δεν μπορεί να γραφτεί η λογοτεχνία. Όταν οι βιογράφοι του τον περιγράφουν κατάκοπο, στα πρόθυρα της λιποθυμίας από την συγγραφή μιας και μόνης σελίδας, τι άλλο υποδηλώνουν από το κόστος του αληθινού συγγραφέα στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την αρπαγή του κοινού τόπου; [«Κοινοί τόποι», σ. 95, 96]

Μιλώντας για τα ογκώδη μυθιστορήματα, ο Παπαγιώργης σκέφτεται: ο όγκος των κλασικών μυθιστορημάτων δεν μας ξαφνιάζει· είναι «τούβλα» γιατί μοιάζουν με αναδημιουργίες του κόσμου. Αν το διήγημα μοιάζει με μονοκατοικία ή μικρό χωριό, το μυθιστόρημα αγκαλιάζει το έθνος και παρακολουθεί τους ατελεύτητους ψιθύρους της μεγαλούπολης. Ενώ σήμερα, χωρίς ισχυρό μύθο και βαθύτερη σύλληψη, τα μυθιστορήματα περιορίστηκαν να τεντώνουν μέχρι διαρρήξεως κάποιες ισχνές ιστορίες. Αντί ο όγκος να έρθει σαν φυσική συνέπεια του μύθου, ο μύθος – ανύπαρκτος τελικά – αναγκάστηκε να πετάξει αναρίθμητα παραβλάσταρα για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του αρχικού προγράμματος. Και τελικά αυτά τα μυθιστορήματα πιάνουν μεγάλο χώρο στη βιβλιοθήκη, αλλά ελάχιστο στη συνείδηση του αναγνώστη. [«Τα τούβλα», σ. 117]

retro-tv

Στα Υπεραστικά συμπεριλαμβάνονται τα κείμενα που ο Παπαγιώργης δημοσίευσε στην ομώνυμη στήλη του, την περίοδο 1995-1997, στο εβδομαδιαίο περιοδικό της Απογευματινής και στο πολιτιστικό ένθετο Αrtion της ίδιας εφημερίδας. Η συγκέντρωσή τους σ’ έναν τόμο αποτελεί ανέλπιστο δώρο, καθώς μπορούμε να απολαύσουμε τόσα κομψοτεχνήματα πυκνής σκέψης και καλοπλεγμένου λόγου, που εκδόθηκαν στις ούτως ή άλλως φθαρτές εφημερίδες – και πόσο μάλλον στα συγκεκριμένα έντυπα που ποτέ δεν προτιμήσαμε. Κι έτσι ο τόμος περιλαμβάνει δεκάδες σύντομα κομμάτια που μετέτρεψε σε αποστάγματα πνεύματος και έκφρασης ένας από τους ελάχιστους στιλίστες της γλώσσας μας.

Η τηλεόραση αποτελεί ένα από τα κομβικά θέματα του προβληματισμού του. Ο νεοελληνικός βίος «άλλαξε» σε πολλά χάρη ή εξαιτίας της τηλοψίας και εκτός των άλλων υποβίβασε κατάφωρα τον Τύπο – ο τηλεθεατής μετακομίζει από κανάλι σε κανάλι, ενώ ποτέ πριν δεν μετακόμιζε από εφημερίδα σε εφημερίδα. Κι εκεί που θα περίμενε κανείς να πέσουν οι παρωπίδες και να σχετικοποιηθούν οι φανατισμοί, με την απώθηση του «αναγνώστη» και την προαγωγή του «τηλεθεατή» επήλθε μια τερατώδης σύγχυση. Οι αλλοτινοί διαχωρισμοί τώρα συγχωνεύονται στην κατηγορία του οπτικομανούς καταναλωτή. Η έννοια του διάσημου άλλαξε κοπή σε λίγα χρόνια. Δεν χρειάστηκα πια να διαπρέψει κανείς στον τομέα του – αρκεί μια σειρά εμφανίσεων στο γυαλί [«Τριάντα χρόνια»]

 eye-witness-leah-saulnier-the-painting-maniac

Μέσα στο καθεστώς οπτικοποίησης των πάντων, ό,τι κι αν λέγεται από την οθόνη, οφείλει να διαθέτει ένα φιλμαρισμένο αντίστοιχο. Κάθε νόημα που ξεστομίζει ο εκφωνητής πρέπει να επενδύεται με μια οπτική αφήγηση. Αθλητής; φάσεις από κάποιον αγώνα. Σεισμοί; αντίστοιχα φιλμάκια. Έγκλημα; βήματα στο σκοτάδι. Ασύνειδα ο θεατής ταυτίζει την οθόνη με ένα τερατώδες αρχείο. Κι αυτή, δίκην αφηγηματικού βηματοδότη, βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα, που όταν ολιγωρήσει, ο υπεύθυνος εκφράζει την λύπη του. Εξόριστο στον οίκο του, το μεμονωμένο άτομο πρέπει να αισθάνεται τηλεοπτικά προστατευμένο. Προτού ζητήσει κάτι, του το προσφέρουν για να μην του λείψει. Έτσι, η τηλοψία παίρνει τις διαστάσεις ενός δανεικού εγκεφάλου, που σκέπτεται για μας, αφήνοντάς μας την ελευθερία να παρακολουθούμε τη μνήμη μας και την κρίση μας σε εικόνες. σ. 153 [«Τα φιλμάκια»]

Τα γραπτά του περί ποδοσφαίρου αποτελούν από μόνα τους ένα πολύτιμο κεφάλαιο. Ο φίλαθλος είναι κατασκευασμένη και ανύπαρκτη υπόθεση· το μόνο που απομένει είναι ο οπαδός, ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει τόσο τις καθυστερημένες όσο και τις υπεραναπτυγμένες πόλεις. Αφού δεν μπορεί ν’ αρπάξει από τον λαιμό τους αληθινούς του εχθρούς, πάει στη χοάνη του γηπέδου για ν’ απολαύσει φτηνούς θριάμβους και πλασματικά αντισταθμίσματα. Ο συγγραφέας απορεί για τους καλλιεργημένους ανθρώπους που θρονιάζονται στα στασίδια του γηπέδου και αμέσως σκέφτεται πως σπάνια λογαριάζουμε ότι ο οπαδός στρατολογείται από πολύ τρυφερή ηλικία, όταν ο ψυχισμός απαιτεί απλά και κραυγαλέα σχήματα. Η λαχτάρα για νίκη και ικανοποίηση είναι ένα σχοινί που τη μια άκρη του κρατάει και με τα δυο χέρια ένα παιδί.

 Ηχώ

Άρα η παιδική είναι η πιο ευφάνταστη και πιο πειναλέα ηλικία, τι πιο γοητευτικό από το να παραδίδεται κανείς στην παιδικότητά του; Όποιο κι αν είναι το παραπλανητικό πλαίσιο – επιχειρήσεις, στοιχήματα, βία – τα παιχνίδια παραμένουν θεσμοποίηση της παιδικής λαχτάρας για επικράτηση. [«Οι οπαδοί», σ. 182]

Πιθανότατα αρέσει στον άνθρωπο να αισθάνεται ετεροκαθορισμένος, εξάρτημα ξένης προσπάθειας, ράκος δεμένο στην ουρά μιας τίγρης. Κι ενώ γενικά θεωρείται παθητικότητα να αγωνίζεσαι με ξένα χέρια και πόδια, τελικά αποδεικνύεται ψυχολογικό φάρμακο μεγάλης ολκής. Ακόμα κι αν κάθε ήττα έχει ένα σπέρμα εκμηδένισης, ο οπαδός τοκίζει τα πάντα στην ελπίδα μιας προσεχούς επιτυχίας. Για το ίδιο θέμα γράφει σε άλλο κείμενο, πάντα με την επίγνωση ότι το βίωμα είναι παιδαγωγός και στην κυριολεξία προαγωγός, πως κάθε άθλημα συνεπάγεται μια παροδική επιστροφή στην παιδικότητα, η οποία είναι πιο ισχυρή και από την ίδια την νίκη. [«Μεταναστεύσεις φιλάθλων»]

 O καλύτερος όλων

Ας κινηθούμε προς τα γειτονικά χωράφια της θρησκείας: Για την αυτοσχέδια θεολογία του καθημερινού ανθρώπου που τα μαθαίνει όλα στα καφενεία ή στα καμαρίνια της δουλειάς του, ο Θεός είναι κάτι ξεκάθαρο: έχει να κάνει με τα μύχια της προσωπικότητας και όχι με την Εκκλησία που είναι πια αναχρονιστική και εκτός κλίματος. Όμως ο χριστιανισμός άλλα ορίζει: το γενικό δέος μπροστά στο άγνωστο δεν έχει σχέση με την πίστη· ούτε η αόριστη υποψία για κάποια «ανώτερη δύναμη». Ο πολίτης της εξορθολογισμένης κοινωνίας που μετέτρεψε το θρησκευτικό συναίσθημα σε εγωιστική θωράκιση, όχι μόνο δεν έχει σχέση με την πίστη αλλά είναι ο κύριος αρνητής του θρησκεύεσθαι. [«Πιστεύετε;»]

Στα «Εξοχικά» ζει και αναπνέει ένα εξίσου μεγάλο μέρος του νεοελληνικού βίου. Εκεί φαίνεται πως η επαρχία αναγκαστικά καλείται να παίξει τον ρόλο του εξωτικού προαστίου. Όπου κι αν μεταβεί ο άνθρωπος της πόλης, αποκλείεται να μη μεταφέρει την πόλη μαζί του, όπως φαίνεται από το εσωτερικό του σπιτιού, τα κομψά έπιπλα, την απαραίτητη τηλοψία, το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες. Η απομάκρυνση από το κέντρο, μαζί με μια επανεκτίμηση των πλεονεκτημάτων του, γεννάει και μια περίεργη νοσταλγία. Η έξοδος των πρωτευουσιάνων είναι μια αυτεπίστροφη μετανάστευση. Και φυσικά ο «μετανάστης» παίρνει μαζί του το «εργόχειρο» – την δουλειά του, το σενάριό του, τα σχέδιά του, τα χαρτιά του γενικών, σε αντίθεση με τον χωριάτη που ερχόμενος στην πόλη αποκλείεται να πάρει μαζί του την στρούγκα ή την βάρκα του. Στο τέλος και η κατοχή ενός εξοχικού στα χαρτιά μόνο υπάρχει. [«Εξοχικά»]

 colorp9

Οι αντιστάσεις των διανοούμενων και οι αρτισύστατοι πεζογράφοι, οι παλιές δόξες και οι δεύτεροι ρόλοι, ο μέσος άνθρωπος και τα διάσημα θύματα, οι αλλόθροοι Έλληνες και οι επίλεκτοι ανθέλληνες, οι τηλεοπτικές δίκες και τα τηλεφωνήματα των θεατών, οι πλάγιες κριτικές και η αποσιώπηση ως ισχυρή πολεμική αλλά και κάθε άλλο θέμα στα χέρια του Παπαγιώργη γίνεται γοητευτικό τρισέλιδο. Ακόμα κι όταν είναι απρόσμενο, όταν για παράδειγμα αναφέρεται στον Εμίλ Σιοράν, που όπως συμβαίνει στους φιλοσόφους, εξαντλήθηκε σε μερικές σκοτεινές σελίδες. Φυσικά η ζωή, πολύ πιο απελπισμένη και πολύ πιο αδιάφορη από κάθε επαγγελματία του είδους, όχι μόνο δε φοβάται τους ορκισμένους αντιπάλους της, αλλά – από σαρκασμό πιθανώς – δεν παραλείπει να τους ευεργετήσει. Κι όταν η συζήτηση πηγαίνει στην Ιστορία, εκεί ο δοκιμιογράφος είναι ανίκητος γνώστης: Η συνύπαρξη των φυλών τελικά επικράτησε, γιατί ο ρατσισμός, όσα επιχειρήματα κι αν σοφίστηκε, δεν κατάφερε να τα βάλει με την ίδια την Ιστορία. Η μετακίνηση πληθυσμών είναι νόμος, οπότε νόμος θα έπρεπε να γίνει και η αμοιβαία ανοχή. [σ. 311]

Κι αν θα έπρεπε ένα και μόνο κείμενο να κρατήσω για να το συνδέω με την προσωπικότερη ζωή μου ή να το διδάξω, αυτό θα ήταν η «Παλιά ατζέντα». Όταν το πέταγμα των άχρηστων και η απόρριψη των απορριμάτων συνιστά πάγια κατάσταση, τότε και μια παλιά ατζέντα παίρνει την άγουσα για τον σκουπιδότοπο, αφού άλλωστε ό,τι προσφέρει η αγορά λήγει κάποτε και είναι ταμένο για την χωματερή, όπως και οι παλιές ημέρες, οι μπαγιάτικες ιδέες και οι παρωχημένες γνωριμίες. Κάποτε αυτό το παλιό τεφτέρι επιμένει να αντιστέκεται σθεναρά· έχει φθαρεί μέσα στα ίδια μας τα χέρια, έχει διαλυθεί σε φύλλο και φτερό.

 ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ-ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ-a

Αυτό το φθηνό εγκόλπιο μοιάζει με παλίμψηστο που δίνει νόημα μόνο στον κάτοχό του. Τα γυναικεία ονόματα δεν έχουν σοβαρές διαγραφές, συνορεύουν όμως με κάτι μπαρόκ σκαριφήματα κατά την διάρκεια οδυνηρών τηλεφωνημάτων. Και τελικά η ατζέντα εκτός από σημειωματάριο τηλεφώνων είναι κι ένα περιφρονημένο ημερολόγιο. Άρα η αλλαγή της ατζέντας δεν συνεπάγεται ένα ζήτημα αντιγραφής των τηλεφώνων αλλά υποδηλώνει ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με το παρελθόν, κάποια σκληρότητα απέναντι σε παλιές τρυφερότητες, μια απόφαση δήμιου…

Όμως… τηλέφωνα φίλων που πέθαναν, γνωριμιών που αφανίστηκαν, γυναικών που χάθηκαν, γιατί να πάνε στα σκουπίδια; Κι αυτή η ξεχειλωμένη βίβλος που σε ακολούθησε πιστά σε συναντήσεις, κέντρα διασκέδασης, μεθύσια και ολονυχτίες πώς να πάει τώρα πολτοποιημένη στη χωματερή; Οι «καλοί» δεν πετάνε ποτέ την παλιά ατζέντα. [σ. 47]

Εκδ. Καστανιώτη, 2014, σελ. 418. Πρόλογος Ζυράννα Ζατέλη.

Πρώτη δημοσίευση: Mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, 184.

Λεζάντες για τις άλλες εικόνες: Τότε που έμοιαζε αθώα / Φιλαλήθης ζωγραφιά / Η πολυχρωμία των οπαδών / Ο καλύτερος όλων / Πιστευτοί και απίστευτοι.