Κώστας Θ. Καλφόπουλος – Φλίππερ

Η πρόζα που αξίζει στο αξέχαστο παιχνίδι

Ο συγγραφέας πρωτόπαιξε φλίππερ στην Γερμανία του 1974, όπου το συναντούσε κανείς παντού: σε σταθμούς, καφενεία, αίθουσες ψυχαγωγίες, λαϊκά εστιατόρια, φοιτητικές εστίες. Την ίδια εποχή ήταν απαγορευμένο στην Ελλάδα από την δεκαετία του ’60 για να επιστρέψει είκοσι χρόνια μετά (στην δική μου εφηβεία) για να απαγορευτεί οριστικά το 2000. Αλλά πώς και τι να γράψει κανείς για κάτι τόσο αγαπημένο; Ακριβώς την στιγμή που γεννήθηκε η ιδέα για ένα εκτενές κείμενο γύρω από την ιστορία, την μυθολογία και την φαντασμαγορία του φλίππερ, γεννήθηκαν και οι σχετικοί προβληματισμοί του συγγραφέα ως προς την κατάλληλη γραφή αλλά και την φόρμα. Η λογοτεχνία είχε δώσει ήδη εξαίρετα δείγματα με τον Μουρακάμι, τον Νικολαΐδη, τον Κουμανταρέα. Ο Πέτερ Χάντκε στο περίφημο Δοκίμιο για το τζουκ – μποξ έκανε το ίδιο από «μη μυθοπλαστική» άποψη.

Ο Καλφόπουλος θα ακολουθήσει άλλο δρόμο, πόσο μάλλον αν η σχέση του με το παιχνίδι στροβιλίζεται γύρω από μια γυναίκα: θα σταθεί στην άκρη και θα παρατηρήσει τον εαυτό του, σε τρίτο πρόσωπο, από την αρχή της ιστορίας μέχρι σήμερα. Θα τον δει νεαρό παίκτη να αφήνει στα μηχανήματα την highscore υπογραφή του με ονόματα εθνικο-απελευθερωτικών ή «τρομοκρατικών» οργανώσεων, θα προσπαθήσει να τα θυμηθεί στα μπιλιάρδα και στα σφαιριστήρια, ακόμα και στα λούνα παρκ. Σ’ ένα συνεχή διάλογο παρόντος και παρελθόντος, θα εκφράσει όλες τους τις επιθυμίες: να φτιάξει έναν χάρτη όπου κυκλώνει ή καρφιτσώνει όλες τις πόλεις με φλίππερ από τα οποία πέρασε, να ταξιδέψει ξανά για να εντοπίσει τα παλιά μηχανήματα σαν ένα είδος «βιομηχανικού αρχαιολόγου», να τα εντάξει στην Kulturindustrie.

Η είσοδος στον φαντασμαγορικό τους κόσμο ήταν μια σχισμή, μια άλλη «στενή πύλη», η σχισμή για το κέρμα, όπως στο παγκάρι που γεμίζει με τον οβολό του πιστού. Από τον ήχο του κέρματος που έπεφτε μπορούσες να καταλάβεις την συχνότητα των παικτών ή την αχρησία του μηχανήματος. Μόλις άνοιγε το κύκλωμα ο συγγραφέας παίκτης παρατηρούσε με προσοχή το μηχάνημα, άγγιζε τις πλευρές του, δεχόταν από το ίδιο να του δείξει τι ζητά από αυτόν. Η πείρα του έλεγε ότι ένα μηχάνημα ποτέ δεν μπορείς να το κερδίσεις ολοκληρωτικά – και ειδικά εδώ, πάντα θα υπάρχει ένα κλάσμα δευτερολέπτου που η μπίλια θα ξεφύγει από τον έλεγχό σου.

Ο συγγραφέας συνομιλεί με τα γραπτά του Χάντκε και του Μπένγιαμιν (άλλωστε το παιχνίδι ως μεταφορά, το αυτόματο ως αναπαράσταση, η φαντασμαγορία των στοών, όλα αποτελούν μοτίβα όπου περιπλανήθηκε ο σπουδαίος φιλόσοφος), εμπνέεται από τις σύντομες σημειώσεις των Αντόρνο και Χορκχάιμερ, αναζητά αναφορές στα βιβλία και ιδίως στα αστυνομικά, όπως του ύστερου Σιμενόν, ο οποίος κάποτε έγραψε για Όλα αυτά τα μηχανήματα που βάζεις κέρματα για ν’ ακούσεις μουσική ή να εκσφενδονίσεις μπίλιες, όλα όσα μπορεί να επινοήσει μια πόλη για να ξεγελάσει την ανθρώπινη μοναξιά.

Ακολουθούν οι κινηματογραφικές ταινίες όπως του Μελβίλ, εντοπίζει μια αποθήκη γεμάτη από φλίππερ στην Συμμορία των Σικελών του Ανρί Βερνέιγ [1969], αλλά και εκείνα που κατέστρεψαν οι πιστοί στο Tommy του Κεν Ράσσελ [1975]. Ταξιδεύει από την μια σειρά στην άλλη στην μεταπολεμική Γαλλία μέχρι τον Μάη του ’68 όπου δεν υπήρχε στο Παρίσι Café – tabac που να μη διέθετε ένα μηχάνημα και τα αναζητά οπουδήποτε υπήρχαν, από το πορθμείο του Ντόβερ και την Οστάνδη μέχρι την Ιαπωνία και φυσικά στην Αθήνα, την Πλατεία Βικτωρίας, τα Εξάρχεια, το Μουσείο, τα ζυθεστιατόρια του κέντρου.

Το φλίππερ, συνειδητοποιεί ο ήρωας, σχετίζεται άμεσα με την πόλη και την περιπλάνηση (μέσα στην πόλη και μέσα στον «κόσμο του φλίππερ»). Κάθε φλίππερ αφηγείται μια ιστορία που είναι πάντα συνδεδεμένη με ένα σύστημα κυρώσεων και αμοιβών κι όλα μαζί συγκροτούν μια μεγάλη αφήγηση με πολλαπλές αναγνώσεις  και αλλεπάλληλα μοτίβα: το μοτίβο του American Dream (πριν το αποδομήσει ο Μπρωντριγιάρ την δική του Αμερική), της τεχνολογίας, της περιπλάνησης στην ζούγκλα των πόλεων αλλά και σε εξωτικά μέρη, του χρόνου, της διακόσμησης, της σύγκρουσης και της συμφιλίωσης.

Η ορολογία είναι χαώδης: από το αγγλοσαξονικό Pinball μέχρι τα δικά μας μηχανάκια, φλιπεράκια ή φιμπεράκια (έτσι τα έλεγε και ο γυμνασιάρχης μας στην Κυψέλη, όταν μας προέτρεπε να τα αποφεύγουμε, εννοώντας τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που το αντικατέστησαν!) οι δεκάδες παραλλαγές των μηχανημάτων του ονείρου, οι κατηγορίες, οι μάρκες και τα μοντέλα, περνούν εδώ ταχύτατα αλλά σε πλήρη σειρά. Κάποια στιγμή το φλίππερ πέρασε από την φάση του επιτραπέζιου αυτόματου στην εξέλιξη που το σήκωσε στα τέσσερα, όπου ο παίκτης το ταρακουνούσε ολόκληρο· κι αυτό μαζί με την ηλεκτροδότηση, την καινοτομία της ρακέτας και την προσθήκη της «βιτρίνας» με τους μετρητές αποτέλεσαν μια τομή στην ιστορία, από εκείνες που υμνούν οι ιστορικοί.

Κάπου ανάμεσα σ’ αυτά γνώρισε μια από την καλύτερες παίκτριες που έκανε το παιχνίδι δικό της, ενώ εκείνος παρατηρούσε τις κινήσεις και τις αντιδράσεις της. Εκείνη που την είδε να παίζει εκεί διατρέχει όλο το βιβλίο, από την στιγμή που την αντίκρισε μέχρι την άφιξή τους ξημερώματα στο βροχερό Παρίσι. Ακόμα κι εδώ αποφεύγεται κάθε θρηνητική διάθεση, άλλωστε οι έρωτες εμπεριέχουν, τολμώ να γράψω, το ίδιο τους το τέλος. Ένα παράπονο μένει μόνο, που δεν σκέφτηκαν καν να παίξουν μια τελευταία παρτίδα. Ή όπως τραγουδούσε ο Lou Reed στο Love is here to stay: He loves to play pinball, She wants to play next…

Θα επρόκειτο εκτός των άλλων για ένα βαθιά νοσταλγικό κείμενο, που θα μπορούσε να προστεθεί στην βιβλιογραφία της νοσταλγίας του βινυλίου, της γραφομηχανής, των παλαιών τηλεφώνων. Αλλά όσο φορτισμένος κι αν είναι ο συγγραφέας, αποφεύγει μια «post – ζαχαρωμένη νοσταλγία» και χειρίζεται με μαεστρία την απολύτως προσωπική του συγκίνηση· άλλωστε αυτό που τον ενοχλεί δεν είναι τόσο η σταδιακή του εξαφάνιση όσο το γεγονός ότι συνοδεύτηκε από την εγκατάστασή του στους υπολογιστές. Αντίθετα αφήνεται σ’ ένα πυκνό, ασθματικό κείμενο, με μακριές δαιδαλώδεις προτάσεις και μια σπάνια γλωσσική μεταχείριση ενός αντικειμένου που υπήρξε γι’ αυτόν ένας ολόκληρος κόσμος. Και γι’ αυτό το τελευταίο τον ζηλεύω.

Αυτό το μικρό, μόλις εβδομήντα δυο σελίδων, βιβλίο δεν είναι μόνο η οριστική λογοτεχνική τίμηση του φλίππερ, ούτε μια πολυπρισματική προσέγγιση του κόσμου του. Είναι ένα υποδειγματικό δοκίμιο για έναν άνθρωπο που αγάπησε το φλίππερ κι έναν συγγραφέα που πασχίζει να γράψει τόσο γι’ αυτό όσο και για έναν έρωτα που άνθησε πάνω από το φλίππερ.

Εκδ. Gramma, σ. 72, με τέσσερις μαυρόασπρες φωτογραφίες (μια συντροφιά, μια διαφήμιση, ένα εξώφυλλο δίσκου, ένα απόκομμα εφημερίδας). Περιλαμβάνεται δισέλιδο με υποσημειώσεις, όπου και όλες οι προηγούμενες διαδρομές του βιβλίου.

Στις εικόνες: Fast Company [1953], Joe Strummer, Catherine Deneuve, Le clan des Siciliens [1969], Debbie Harry [NYC, 1977], Bruce Springsteen & The E Street Band.

Δημοσίευση και στο mic.gr, στο Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 217, εδώ.

Ο συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου εδώ.

Γιώργος Βέης – Παντού. Μαρτυρίες, μεταμορφώσεις

%ce%b5%ce%be%cf%8e%cf%86%cf%85%ce%bb%ce%bb%ce%bf

Ο κόσμος υπάρχει για να διανύεται

«Ο τόπος είναι φύσει και θέσει ένα πρόπλασμα δοκιμίου, ένα δικαίωμα περιγραφής και όχι μόνο. Φαντάζεται κι αυτός, περιμένει τον συναξαριστή του», γράφει ο συγγραφέας [σ. 20] δικαιώνοντας ένα μεγάλο μέρος από την πρόζα του, το ιδιαίτερο εκείνο είδος κειμένων που επιχειρεί να ανασυστήσει την εμπειρία των ταξιδιών και των ανά τον κόσμο περιπλανήσεών του μέσα από την τέχνη του λόγου.

Η κινητοποίηση των αισθητηρίων, το καλούπωμα της ιδιαίτερης στιγμής, ο αναλυτικός προσεταιρισμός των ορατών σημάτων, οι μύθοι που ανέκαθεν διαμορφώνουν ήθη και πολιτικές αγαστής συμβίωσης με το παράλογο – για να χρησιμοποιήσω μερικές από τις χαρακτηριστικές του εκφράσεις – αλλά και η απολύτως σύγχρονη πραγματικότητα που περιμένει να αποκωδικοποιηθεί, όλα αναζητούν τις κατάλληλες λέξεις για να αποδώσουν εκείνο που μοιάζει τόσο δύσκολο να εκφραστεί, ποιώντας τελικά λόγο ταξιδιωτικό, ποιητικό και στοχαστικό μαζί. Κι αν, όπως γράφει για την Τζακάρτα, τα τοπία σε περιμένουν για να σου θυμίσουν ότι δεν μπορείς να τα μάθεις όλα, τουλάχιστον, σκέφτομαι, μπορείς να εκφράσεις εκείνο που σου έδειξαν ή να μαντέψεις εκείνο σου έκρυψαν.

Singapore

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτεται από το κεφάλαιο «Εικόνες και πίνακες: το φως της Σινγκαπούρης». Ο συγγραφέας βιώνει μια συνεχή διαδικασία προσαρμογής σε ένα χαμαιλεοντικό τοπίο, μια υποδειγματική μητρόπολη που κολυμπάει διακόσια μέτρα πάνω από την γη, στον αέρα της ματαιοδοξίας, στο ζεστό κενό της σινγκαπουριανής νύχτας. Ζει το θεσπέσιο αίσθημα του αβαρούς, το παμπάλαιο όνειρο της ακίνδυνης πτήσης, σ’ ένα ύψος όπου τα πράγματα φαίνονται κοσμήματα. Διόλου τυχαία την ίδια στιγμή θυμάται τις Ελεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε και τις Αόρατες πόλεις του Καλβίνο.

Σε αυτό το οδυσσεϊκό, πολυμήχανο νησί, η ανακύκλωση των ιδεών του βουδισμού συνυπάρχει με την ουσία της φιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς με αποτέλεσμα ένα κλίμα διαρκούς έντασης· σαν να μην κοιμάται τίποτε εδώ. Αυτή η χαρακτηριζόμενη μηχανή της ευτυχίας έχει ως ανοιχτό της κείμενο την ίδια την αρχιτεκτονική. Αυτά για τα οποία προνόησε η θάλασσα τόσους αιώνες καταπατώνται βάσει συστηματικού πολεοδομικού σχεδίου. Η χρήση νομιμοποιεί το όραμα των περαιτέρω επεκτάσεων. Το νησί τεντώνεται για να γίνει ήπειρος. Όλο και περισσότερος ζωτικός χώρος παραδίδεται στους κατοίκους της.

singapore-2

Φυσικά το κράτος – νησί υπήρξε σύμβολο ομαδοποιημένης, σχεδόν κατά τα αρχαία λακωνικά πρότυπα, πειθαρχίας στην τήρηση του απαιτητικότατου εθνικού κανόνα. Το κεκτημένο status quo, γράφει ο Βέης, αποτελεί υλοποίηση ενός υπεσχημένου Παραδείσου. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση, ανατροπή ή απλή παραλλαγή κρίνεται εκ των προτέρων αήθης και ασφαλώς παράνομη. Έτσι εξηγείται γιατί ο έλεγχος των κοινωνικών εκδηλώσεων είναι εντατικός, γιατί το εγώ απορροφάται διαδοχικά από τη βουερή κυψέλη.

Στο κεφάλαιο «Επανεκκίνηση: Κίνα» ο συγγραφέας μετρά τέσσερα κινέζικα Χριστούγεννα, που πλέον εορτάζονται ως εμπέδωση μιας ειλικρινούς ανοχής και πρόσληψης του άλλου. Στην Κίνα ανθεί και η παραλλαγή των μικρο – μυθιστορημάτων, των λεγόμενων hint – fiction, κείμενα εκατόν σαράντα λέξεων που μόλις φτάνουν να χωρέσουν σε δυο μηνύματα των κινητών τηλεφώνων, τα οποία, συνοδευόμενα από εύστοχα σχόλια των αναγνωστών, δημιουργούν την αίσθηση ότι γράφεται από κοινού το ένα και μόνο βιβλίο του κόσμου. Άλλωστε ο διακεκριμένος εκδότης Λου Τσιμπό ισχυρίζεται ότι το συγκεκριμένο όριο λέξεων αναγκάζει πράγματι τους συγγραφείς να γίνονται όλο και περισσότερο ακριβολόγοι και εξοντωτικά σαφείς, ασκώντας κατά περίπτωση το προσωπικό τους ύφος.

anderledes-hoteller22

Από τις «Μέρες και νύχτες στην Ιαπωνία» αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον παρουσιάζουν «Τα πανδοχεία του Άδη». Στην Ιαπωνία λόγω της γνωστής στενότητας των κατοικήσιμων χώρων σπανίως οι νεκροί συγγενείς χωρούν στο σπίτι με τους ζωντανούς. Η παράταση της φιλοξενίας της σορού ισοδυναμεί με εξόντωση των ορίων αντοχής, συνεπώς οι τεθνεώτες πρέπει να περιμένουν κάπου αλλού τη σειρά τους, ενώ απαιτούν άμεση περιποίηση. Η δημιουργία ταπεινών πανδοχείων για νεκρούς αποτελεί μια πρόσφορη λύση. Αυτά τα πανδοχεία δεν  ξεχωρίζουν από τα συνήθη κτίρια του είδους, η έξοδος του φερέτρου γίνεται από ειδικές διόδους και δεν ενοχλούνται ούτε οι γείτονες ούτε οι εντελώς ανυποψίαστοι περαστικοί. Μάλιστα τα ζευγαράκια του παράνομου έρωτα που συχνά αναζητούν περιστασιακό κατάλυμα απλώς μαθαίνουν ότι όλα ανεξαιρέτως τα δωμάτια είναι πολύ κρύα. Οι νεκροί που συνωστίζονται εδώ, σχολιάζει ο Βέης, θεωρούν τον μικρόκοσμο του πανδοχείου σαν να ήταν η ιδεώδης παράταση του παρόντος.

dubai_

Σε άλλα κείμενα από την ίδια επικράτεια, ο συγγραφέας στοχάζεται πάνω στους παλαιστές του σούμο, την αγέραστη Madame Butterfly, το θεμελιώδες Bushido, τις αρχές των Σαμουράι κ.ά. Στις «Διαδρομές στην Κορέα» ο συγγραφέας συναντά την Σου, πιστή φίλη από παλιά, τυπική κορεάτισσα της νέας εποχής που του προτείνει να παραστεί στην τελετή εγκατάστασής της στο νέο της όνομα. Ο σαμάνος ιερέας, εξειδικευμένος στον τομέα των εύστοχων ονοματοθεσιών, υποστηρίζει πως το όνομα οφείλει να δρα ως επιχείρηση, δραστήρια μέρα – νύχτα, ασφαλώς ως προοίμιο ερώτων και ως προσκλητήριο συζύγου. «Αποτελώντας μιαν ολιγοσύλλαβη προσευχή ανανεώσιμων ελπίδων, το όνομα συνιστά ταυτοχρόνως επιτομή Κέρδους». Μετά από δυο συντομότερες «Καθ’ οδόν» στάσεις, στο τσιμεντοχαλύβδινο Ντουμπάι και στον Κόλπο της Γουινέας ο συγγραφέας καταλήγει στον Πύργο της Σάμου, σε μια παιδική ηλικία όπου «τα πράγματα είναι ελαφρώς ή πολύ μεγεθυσμένα».

calvino

«Τα λόγια, όπως συνήθως συμβαίνει στις ανάλογες συνθήκες δράσης, φτάνουν κάπως αργά για να στήσουν, για να γράψουν τις εικόνες. Το πεδίο δράσης των συγκινήσεων είναι επόμενο να διευρύνεται συνεχώς», γράφει ο συγγραφέας, αντιλαμβανόμενος το χάσμα ανάμεσα στις λέξεις και στις εικόνες, ένα χάσμα που εκατοντάδες σελίδες επιχειρούν να γεφυρώσουν. Εκείνο που σίγουρα επιβεβαιώνεται με ένα ακόμα βιβλίο του είναι ότι «ο κόσμος υπάρχει για να διανύεται, για να διασχίζεται μ’ ένα κολύμπι διαρκείας».

Για άλλη μια φορά μέσα από την πλούσια βιβλιογραφία παραθεμάτων ο Βέης αποκαλύπτει και μοιράζεται τους συνομιλητές του: Ζέμπαλντ, Καλβίνο, Γιουρσενάρ, Καβαμπάτα, Μισίμα, Μερλώ – Ποντύ, Μοράν, Μπαρτ, Μπατάιγ, Σόνταγκ, Τανιζάκι, Μπένγιαμιν, Κλεε, Σεγκαλέν, Κόνραντ, Βιτγκενστάιν, Πεντζίκη, Παπατσώνη, Ξενάκη, Πολίτη, Καχτίτση, Κιουρτσάκη, και πολλούς άλλους. Τα περισσότερα από τα κείμενα δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Αντί, (δε)κατα, Νέα Ευθύνη, Φρέαρ, στις ηλεκτρονικές σελίδες του Διάστιχου, του Πλανόδιου, του poiein.gr, στην «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, στην κυριακάτικη Αυγή, στους Τόπους της Λογοτεχνίας και στα Ημερολόγια της Εταιρείας Συγγραφέων. Η έκδοση συμπληρώνεται με 18σέλιδο ένθετο έγχρωμων φωτογραφιών.

%ce%b3%ce%b9%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%bf%cf%82-%ce%b2%ce%ad%ce%b7%cf%82

Εκδ. Κέδρος, 2015, σελ. 320.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος, αρ. 110 (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2015).