Fabio Stassi – Η χαμένη αναγνώστρια

Μυθιστορημάτων συνταγογράφηση

Είχα κολλήσει τη νόσο του Μοντάνο όπως την αποκαλούσε ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας ή τη λογοτεχνίτιδα του Χουάν Κάρλος Ονέτι. // Είχα αρρωστήσει από λογοτεχνία.  Ήξερα ότι ήταν μια ολέθρια και αθεράπευτη ασθένεια. Ξεκινάς αναλύοντας κάθε περιστατικό σαν να ήταν η υπόθεση ενός μυθιστορήματος: ερευνάς τις αποσιωπημένες έννοιες, τις εσωτερικές παραπομπές, τις πιθανές αντιφάσεις κι ύστερα αρχίζεις να χορεύεις αγκαλιά με το απίθανο, στην αρχή με μικρά βήματα, αναλύοντας τα κενά και τα υπονοούμενα, τα σημεία επαφής, τα φλας μπακ και τα σχήματα πρόληψης, το άνοιγμα και το κλείσιμο μιας σκέψης κι ύστερα στροβιλίζεσαι όλο και πιο δυνατά συσχετίζοντας ξέμακρα πράγματα στον χρόνο και στο χώρο και ανακαλύπτοντας κάποιο δεσμό μεταξύ τους – όσο λεπτός και θαυμαστός κι αν είναι – ώσπου διεισδύεις στην τρομακτική αποσιώπηση της πραγματικότητας, αιωρούμενος μεταξύ αναμφίβολων και ανέφικτων πραγμάτων, κ επιτέλους αναλαμβάνεις την ευθύνη να αλλάξεις τη στίξη, να μεταβάλεις την κίνηση και να παρασυρθείς σε ένα σινεράμα υποθέσεων και απόψεων, αποκαμωμένος και ηττημένος από τις αναλογίες και τις αντιστοιχίες, παραδομένος για πάντα στην τελειωτική τρέλα της λογοτεχνίας και ανεπανόρθωτα επιλήσμων της απτής πραγματικότητας και τις εμπειρίας. // Δεν ήξερα πια τι είχα ζήσει στ’ αλήθεια και τι είχα απλώς διαβάσει… [σ. 212-213]

Ο εσώψυχος μονόλογος του Βίντσε Κόρσο περιγράφει επακριβώς την περίπτωσή του, με την διαφορά ότι η λογοτεχνίτιδά του δεν περιορίζεται για ατομική κατανάλωση αλλά επιστρατεύεται ως μια νέα επαγγελματική ιδιότητα. Αναλαμβάνει λοιπόν ειδικός βιβλιοθεραπευτής, που θα προτείνει το κατάλληλο λογοτεχνικό κείμενο ως φάρμακο σε όποιον πιστό προσέλθει. Η παρέλασή των «ασθενών» είναι από τα ελκυστικότερα μέρη του βιβλίου. Η Κάρλα, για παράδειγμα, νοιώθει πάντα εκτός τόπου και χρόνου· μόνο με το διάβασμα νιώθει καλά. Ο Κόρσο την καθησυχάζει πως τα περισσότερα λογοτεχνικά πρόσωπα πάσχουν από το ίδιο τρομακτικό αίσθημα του ασυμβίβαστου με τον κόσμο και της δίνει την κινητή γιορτή του Χέμινγουεϊ  Η πελάτισσα αποχωρεί έξαλλη με την πρόταση για ένα μεταθανάτιο έργο ενός αυτόχειρα που στην ουσία της ζητά να δεχτεί χωρίς πολλά πολλά την καθημερινή της μιζέρια. Φαίνεται πως η νέα επιστήμη δεν θα είναι ιδιαίτερα εύκολη για τον ήρωα.

Η Βέλια διώχτηκε απ’ τον άντρα της για μια νεαρότερη γυναίκα κι έμεινε με δυο παιδιά κι ένα δάνειο. Της προτείνεται Ο τζογαδόρος του Ουόλτερ Τέβις, ενός συγγραφέα ο οποίος μετά την παγκόσμια επιτυχία του βιβλίου του και της σχετικής ταινίας γράφτηκε ως σπουδαστής σε μια σχολή δημιουργικής γραφής, προτίμησε δηλαδή αυτός, ένας δάσκαλος της συγγραφής, να καθίσει στα θρανία, αν και το αλκοόλ του στέρησε είκοσι χρόνια καριέρας. Για ποιο λόγο τέτοια πρόταση; Γιατί όταν ο ήρωας τα έχει χάσει όλα, στην καρδιά της νύχτας, στο μπαρ ενός σταθμού λεωφορείων, συναντά μια γυναίκα εξίσου στιγματισμένη από την ζωή. Και μέσα από αυτή την συνάντηση θα είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο, να μην ψάχνει για δικαιολογίες και να μην αισθάνεται ποτέ οίκτο.

Η Ροζάλμπα ονειρεύεται διαρκώς ότι επιστρέφει στο σπίτι της, από το οποίο όμως στην πραγματικότητα δεν έφυγε ποτέ. Της ταιριάζει το Αίμα στα μάτια της Λίνα Μερουάνε, που είχε πει ότι γράφουμε για την ατιμία μας, όχι για την τιμή μας. Η τυφλή της ηρωίδα μάλιστα, δεν κοιτάζει μπροστά αλλά πίσω, ανασυνθέτοντας το παρελθόν, σαν να το προδιαγράφει από την ανάποδη. Δεν σταματάμε ποτέ να μελετάμε το παρελθόν μας. Το παρελθόν έχουμε μπροστά μας, όχι το μέλλον. Κι αυτό γιατί το έχουμε καταλάβει ελάχιστα. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθούμε να εικάσουμε, με τη μία θύμηση μετά την άλλη και με πολύ κόπο. [σ. 63]. Αν τα μυθιστορήματα καταργούν την πραγματικότητα, το κάνουν για να την εκθέσουν, για να καταλάβουμε το πραγματικό πρόσωπο των πραγμάτων [σ. 64].

Η Γκουενταλίνα καταφτάνει ολότελα σημαδεμένη στην πλάτη της κι ο Κόρσο για άλλη μια φορά ανατρέχει στην λογοτεχνία, που βρίθει από γυναίκες με σημάδια πάνω τους, προτείνοντας μια ομοιοπαθή της ηρωίδα, την Βέρα Ρίκβεν του Τζον Φάντε. Από την άλλη, ο Ζόρζε Αμάντο και η επινόηση ως ένα τρικ να ξεγελάς την πραγματικότητα, επιστρατεύονται για την περίπτωση της Μαργκερίτα, που κινδυνεύει να χάσει την δουλειά της για έναν κωμικοτραγικό λόγο Η Μελίσα υποφέρει από μια χρόνια συμβίωση με τον σύζυγό της, καθορισμένη απ’ το τηλεκοντρόλ, το πληκτρολόγιο και την μεταξύ τους σιωπή. Εκείνη καθημερινά λαχταρά να βρίσκεται κάπου αλλού, με άλλους ανθρώπους και αποφαίνεται: ο κόσμος φοβάται την αλήθεια και ο δυτικός γάμος είναι το τέλειο σύστημα για να την αποφεύγει, χωρίς να τραβάει τα βλέμματα. Ο Κόρσο της προτείνει το πρώτο διήγημα της συλλογής Οικία άλλων και άλλα διηγήματα του Σίλβιο Ντ’ Άρτσο, άλλη μια ιστορία επιθυμίας για αυτοχειρία.

Η περιορισμένη ζωή του Κόρσο μοιράζεται σε τρία ακόμα πρόσωπα. Πρώτα στον πατέρα του, η μοναδική κληρονομιά του οποίου ήταν τρία βιβλία, που έγιναν τελικά τα πιο πολύτιμά του αντικείμενα. Η μητέρα του μοιράστηκε μόνο μια νύχτα μαζί του όταν ήταν νυχτερινή ρεσεψιονίστ στη Νίκαια κι έτσι η θάλασσα «χίμηξε στην παιδική του ηλικία όπως χυμά στις ακτές της Γαλλικής Ριβιέρας»· είναι η ίδια θάλασσα που «σε μαθαίνει ν’ αγναντεύεις το κενό». Τώρα ο γιος συνομιλεί μαζί του με ανώνυμες κι ανεπίδοτες επιστολές στην ίδια διεύθυνση.

Δεύτερος συνομιλητής του είναι ο βιβλιοπώλης Εμιλιάνο Αρκάντζελι ο οποίος μαζεύει βιβλία από σπίτια αποθανόντων και λειτουργεί μια τεράστια δανειστική βιβλιοθήκη εντός του καταστήματος, πιστός στην άποψη πως το βιβλίο είναι ένα από τα ελάχιστα προϊόντα που αποκτούν αξία με τη χρήση: όσο περισσότερος κόσμος το έχει διαβάσει, τόσο περισσότερος κόσμος ενδιαφέρεται. Με την βιβλιοθηκονόμο Μάρτα μοιράζεται μια ερωτική σχέση χωρίς ραντεβού, ενώ ευτυχής μέσα στο αρχείο εφημερίδων και περιοδικών της εθνικής βιβλιοθήκης αισθάνεται πως τίποτα δεν περνάει και τίποτα δεν τελειώνει εντελώς. Αποδεσμευμένο από την απήχηση της επικαιρότητας ένα γεγονός γινόταν και πάλι γεγονός, κάτι που απλώς είχε συμβεί ή μάλλον που εξακολουθούσε να συμβαίνει. [σ. 203]

Ο βιβλιοθεραπευτής αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στις επισκέπτριες, πόσο μάλλον όταν παραμένει αιχμάλωτος από τις κοινοτοπίες και τα στερεότυπα που όλη η λογοτεχνία που διάβασε δεν κατάφερνε να ξεριζώσει. Συχνά μάλιστα οι ίδιες αποδεικνύονται πειστικά πνεύματα αντιλογίας. Αλλά όταν η γειτόνισσα και δεινή αναγνώστρια κυρία Παρόντι εξαφανίζεται μυστηριωδώς αυτός αναλαμβάνει να την αναζήτησή της με βάση την λίστα των βιβλίων που η ίδια δανειζόταν από το βιβλιοπωλείο. Έτσι ο διεστραμμένος της ανάγνωσης καλείται να βρει τις απαντήσεις σε έργα των Πολ Όστερ, Γουίλιαμ Φόκνερ, Σέργουντα Άντερσον, Φίλιπ Κ. Ντικ, Τζον Άπνταϊκ, Ρέιμοντ Τσάντλερ και Τσαρλς Μπουκόφσκι, Τζον Φάντε, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και άλλων, περιδιαβαίνοντας μια νυχτερινή Ρώμη διόλου τουριστική αλλά αρκούντως αισθαντική και συν τοις άλλοις πρόσφορη σε θρησκευτικές τελετές σαντερίας και βουντού.

Η Ηλέκτρα ισχυρίζεται πως έχει πρόβλημα με την τρισδιάστατη μορφή των πραγμάτων τα οποία της πέφτουν από τα χέρια ή εκτοξεύονται προς άλλους ανθρώπους. Έχει επίσης αλλεργία στο υπερτροφικό αντρικό εγώ και την γυναικεία ανοχή και αναρωτιέται αν μπορεί ένα μυθιστόρημα να μετριάσει αυτό το αίσθημα της δυσανεξίας. Η Άννα Μαρία Ορτέζε και ο Ζοάο Γκιμαράες Ρόζα έγραψαν την ίδια περίοδο την ίδια ιστορία αλλά σε απόσταση δέκα χιλιάδων χιλιομέτρων και χωρίς να ξέρει τίποτα ο ένας για τον άλλον. Ήρωές τους δυο μυωπικά και πολύ φτωχά παιδιά που αντέχουν την ανέχεια που τους περιβάλλει μόνο και μόνο επειδή δεν την έχουν αντικρίσει ποτέ κατάματα. Κι όταν τελικά αποκτήσουν από ένα ζευγάρι γυαλιά την είδαν και τους γέμισε απέχθεια αλλά και συγκίνηση. Το μοναδικό πράγμα που δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε από πάνω μας είναι οι αόρατοι φακοί με τους οποίους βλέπουμε τον κόσμο.

Μήπως αυτό μπορεί να το κάνει η λογοτεχνία; Και τελικά τι άλλο κάνει; Αναχαιτίζει την γοητεία του κενού και την δυσθυμία μας; Μας μαθαίνει να κοιτάζουμε τα πάντα διαφορετικά και να αναζητούμε την άλλη πλευρά των πραγμάτων; Το ερώτημα πλανάται σε όλο το σύντομο πλην απολαυστικό μυθιστόρημα του Στάσσι (Ρώμη, 1962). Σίγουρα πάντως δικαιώνεται η φράση του Τσβάιχ πως λογοτεχνία δεν είναι η ζωή αλλά η εξύμνηση της ζωής, ένας τρόπος να συλλαμβάνουμε το δράμα με πιο ξεκάθαρο και κατανοητό τρόπο.

Εκδ. Ίκαρος, 2018, μτφ. Δήμητρα Δότση, 270 σελ. [La lettrice scomparsa, 2016]. Περιλαμβάνεται τρισέλιδο παράρτημα με τις «Συμβουλές ανάγνωσης του Βίντσε».

Στις εικόνες: Lina Meruane, Joao Guimarães Rosa, Anna Maria Ortese και ο συγγραφέας.

Υπό δημοσίευση: περιοδικό (δε)κατα, χειμώνας 2018-2019

Βισέντε Αλφόνσο – Τα λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου

Οι πολλαπλές υποκειμενικές πραγματικότητες

Οι φάκελοι πάντα είναι ελλιπείς. Η ανασύσταση της πραγματικότητας είναι αδύνατη, τα γεγονότα συμβαίνουν και χάνονται. Αυτό που ακολουθεί είναι ατελείς αναπαραστάσεις, απεικονίσεις φτιαγμένες από λέξεις. [σ. 70]

Ένα από τα συναρπαστικότερα μυθιστορήματα που απόλαυσα πριν πολλά χρόνια και στις δυο αναγνώσεις ήταν το Η Ροσάουρα απόψε στις δέκα, του δυστυχώς άγνωστου στη χώρα μας Αργεντινού Μάρκο Ντενέβι [Rosaura a las diez, 1955, ελλ. έκδ. Πατάκη, 2001, μτφ. Αλεξάνδρα Σπυριδοπούλου, με πολύτιμο επίμετρο του Χουάν Κάρλος Μέρλο]. Με το πρόσχημα της διαλεύκανσης ενός φόνου και μέσα από διαφορετικές καταθέσεις των μαρτύρων ο συγγραφέας παρουσίαζε διαφορετικές ερμηνείες της «ορατής» πραγματικότητας, βασισμένες στην εκάστοτε αντίληψη του κάθε πρωταγωνιστή. Επρόκειτο για εκδοχές τόσο πειστικές που έμοιαζαν σχεδόν να παρουσιάζουν ισάριθμες εναλλακτικές πραγματικότητες.

Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά απολαμβάνω ένα ανάλογο μυθιστόρημα, αυτή τη φορά από έναν σύγχρονο Μεξικανό συγγραφέα. Φυσικά το εύρημα δεν είναι ούτε καινούργιο ούτε σπάνιο στην λογοτεχνία· όμως οι ενδείξεις που απροσανατολίζουν τον αναγνώστη, η συνεχής και ανατρεπόμενη αναζήτηση της αληθοφάνειας και ο αντίρροπος αγώνας να διακρίνουμε πίσω από το «φαίνεσθαι» των πραγμάτων χρειάζονται μια ιστορία κατάλληλη, πρόσφορη σε ποικίλες οπτικές και διασπάσιμη σε κομμάτια όπως ένα παζλ που συν τοις άλλοις δίνει και διαφορετική εικόνα ανάλογα από την θέση του βλέμματος. Και απαιτείται ικανή γραφή· κι εδώ αμφότερα επιτυγχάνονται.

Το βιβλίο χωρίζεται σε εναλλασσόμενες ενότητες που αφορούν και μια διαφορετική πηγή της έρευνας: Θεραπευτική Συνεδρία (σε οκτώ μέρη), Η «τελευταία γουλιά» (σε τρία), Τα λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου (σε πέντε), Ανοιχτός Φάκελος (σε τρία), Ad Maiorem Dei Gloriam (σε τέσσερα), Γράμμα στον Δον Μπερνάρντο (σε τρία), Ημέρα επίσκεψης (σε πέντε). Υπάρχουν ακόμα το Γράμμα από το Τοπολομπάμπο, ένα δεύτερο κείμενο για τον ίδιο τόπο, ένα δίστηλο από τον Κίτρινο Τύπο και το καταληκτικό Η συκιά και οι στάχτες. Με τον τρόπο αυτό αλλάζει και η οπτική της ιστορίας, καθώς η σε πρώτο πρόσωπο εξομολόγηση του συγγραφέα εναλλάσσεται με τριτοπρόσωπες ή πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των γεγονότων με επίκεντρο διαφορετικούς κάθε φορά χαρακτήρες.

Στην Θεραπευτική Συνεδρία ο ψυχολόγος αφηγητής Αλμπέρτο Αλμπόρες θυμάται τις συνεδρίες του με τον νεαρό Ρώμο Αγιάλα, ως μέρος μιας ομάδας που θα υπερασπιστεί την αθωότητά του για τον φόνο που του αποδίδεται. Πρόκειται για την δολοφονία ενός τσιρκολάνου μάγου στο Μπαρ «Τελευταία Γουλιά», για την οποία τελικά φυλακίστηκε, και τώρα ο Αλμπόρες επιθυμεί να διαλευκάνει. Εγκαταλείπει τις συνεδρίες και επιχειρεί την συγγραφή ενός βιβλίου που θα συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, με συνεντεύξεις όλων των εμπλεκομένων, καταθέσεις από τις ανακρίσεις αλλά και προσωπικές σημειώσεις από τις δικές του μνήμες.

Ο Ρώμος είναι δίδυμος με τον Ρωμύλο, έχουν για πατέρα έναν ευυπόληπτο δικαστή, δούλευαν σ’ έναν μάγο ονόματι Μεγάλο Παδίγια σε πανηγύρια και γιορτές πολιούχων και γυρνούσαν την επικράτεια με δυο σαραβαλιασμένα τροχόσπιτα. Μαζί τους ταξίδευε και η κατά έξι χρόνια μεγαλύτερή τους Μάγδα Γκονσάλες, ερωμένη του Παδίγια, που σχετίστηκε με τον Ρωμύλο αλλά προσέλκυσε και τον Ρώμο, πρόθυμη να ζήσει μια κοινή ερωτική εμπειρία με τους αδελφούς. Η Μάγδα αποτελεί μια από τις βασικές μορφές της ιστορίας. Όταν κάνει τα μαλλιά της κοτσίδα και βάζει το λευκό της φόρεμα γίνεται η Μικρή Κάντε ή απλώς η Μικρή, που ο κόσμος λατρεύει ως θαυματουργή, τής αφιερώνει τάματα, γεμίζει τα ερημοκλήσια με εικόνες της κι έχει να λέει πως χάρη σ’ αυτήν σώθηκαν οι δικοί τους άνθρωποι από πάσης φύσεως συμφορές.

Στην διακεκομμένη ενότητα Τα λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου Ι-V ο γερο-ρεπόρτερ Πέπε Σαμόρα ταξιδεύει στα μέρη του θρύλου της Μικρής, για την οποία φαίνεται πως όλοι έχουν να διηγηθούν κάποια θεραπεία, σωτηρία ή προφητεία. Αναζητά στοιχεία στην λεηλατημένη εκκλησία όπου εκείνη χτυπήθηκε και βιάστηκε. Στο ξωκλήσι του Σταυρού σε μια φωτογραφία της ανάμεσα στα τάματα φοράει ένα φουστάνι ίδιο με το καμένο υφασμάτινο κομμάτι που έχει στην τσέπη του. Δίπλα της, μια ζωγραφιά με το ίδιο φόρεμα, δια χειρός του σωσμένου Χουάν Μποράδο, που της υπόσχεται να επιστρέφει κάθε χρόνο την νύχτα του Αγίου Λαυρεντίου. Είναι η νύχτα όπου η γιορτή του Αγίου μετατρέπεται σε βακχική τελετή. Η μικρή θεωρούσε τον εαυτό της όργανο του Θεού· ότι δεν ήταν εκείνη που θεράπευε τους αρρώστους, αλλά ο Θεός που ενεργούσε μέσω αυτής. Για τους ντόπιους η αξία της είναι ίδια μ’ εκείνη του Σταυρού: μια απόδειξη ότι ο Θεός δεν τους έχει ξεχάσει.

Η «τελευταία γουλιά», το όνομα του μπαρ όπου έγινε ο φόνος, συγκεντρώνει ως ενότητα τις διαφορετικές αν όχι αντιφατικές καταθέσεις των θαμώνων. Ο Ανοιχτός Φάκελος περικλείει το αρχείο του ψυχοθεραπευτή, που εκ των υστέρων ομολογεί πως αν είχε αποκαλύψει όσα γνώριζε, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς· αλλά σιώπησε όχι μόνο για λόγους δεοντολογίας αλλά και από φόβο. Τα τέσσερα κεφάλαια Ad Maiorem Dei Gloriam εστιάζουν στην φαινομενικά παράπλευρη ιστορία ερωτικής μύησης του Ρώμου και των άλλων Αποστόλων σ’ ένα ιησουιτικό οικοτροφείο. Οι νέοι εντρυφούν στο Βαθύ Λαρύγγι της περίφημης Λίντα Λαβλεϊς και επιδίδονται σε όργια προετοιμασίας για την ερωτική τους πρεμιέρα κρυφά από τον κληρικό Οράσιο Πέρες Βάργκας ή, σύμφωνα με άλλο εξίσου πειστικό ενδεχόμενο, με την απόλυτη συναίνεσή του. Ποιος τόπος άλλωστε θα ήταν ασφαλέστερος και ποιος χρόνος καταλληλότερος για την σχετική εκπαίδευση; Η φωτιά στο κτίριο εκκινεί μια χιονοστιβάδα συμβάντων τελικά διόλου άσχετων με την ιστορία.

Στο τριπλό Γράμμα στον Δον Μπερνάρντο ο Ρωμύλος απευθύνεται στον πατέρα του και τον ρωτάει για τον τάφο της μητέρας του, καθώς, στοιχειωμένος από μια συγκινητική ιστορία που συνήθιζε να ακούει, τον εντοπίζει αλλά τον βρίσκει άδειο. Η Ημέρα επίσκεψης περιγράφει την σύλληψη του Ρώμου στα σύνορα επειδή στο αυτοκίνητό του βρίσκουν μια παλιά ελαιογραφία με το Μαρτύριο του Αγίου Λαυρεντίου. Πιθανώς άλλη μια παραπλάνηση του φαίνεσθαι, καθώς αναφέρονται άλλες περιπτώσεις πλαστογραφίας ή απλής αντιγραφής ενός έργου τέχνης που εξαπατούν τους ειδικούς και σίγουρα κάποιους αδαείς αστυνομικούς.

Κάθε νέα διακλαδωμένη ιστορία συνεχίζει να έχει δυο διαφορετικές εκδοχές, όπως, για παράδειγμα,  η ιστορία της Ροζάριο, της μητέρας των αδελφών. Η νοσηρή σχέση με τον πατέρα τους και οι αντιδράσεις από την πλούσια οικογένειά της είναι δεδομένα αλλά η συνέχεια της ζωής της διττή. Εξαφανίστηκε για σπουδές στην Ευρώπη ή παρέμεινε στα πάτρια με πλούσια κοινωνική προσφορά; Ένα δεύτερο, ξανά φαινομενικά άσχετο, ένθετο κεφάλαιο που εκκινεί από την ουτοπία του Άλμπερτ Όουεν στα τέλη του 19ου αιώνα και την ίδρυση μιας αντικαπιταλιστικής πόλης με πλήρη καταμερισμό της παραγωγής – ένα όνειρο που κράτησε δέκα χρόνια – φτάνει ως εδώ, καθώς, από μια μεγάλη ειρωνεία της Ιστορίας, είναι ο ίδιος ο βορειοδυτικός μεξικανικός κάμπος που διαφεντεύει ο πατέρας της Βίκτορ Ναβάρο Τσάβες. Και πρόκειται για τεράστιες εκτάσεις γης που στα αρχεία φαίνονται ως μικρές ιδιοκτησίες άλλων, ενώ προσλαμβάνονται ξένοι εργάτες που δεν έχουν οικογένεια εκεί και δεν μπορούν να οργανωθούν. Αν η Ροζάριο επιχείρησε να αναστρέψει την μεγάλη κοινωνική αδικία; Δεν θα μπορούσε ο τάφος της να είναι η τέλεια κρυψώνα για τα όπλα μιας εξέγερσης ή τα πολύτιμα έγγραφα μιας αποκάλυψης;

Όταν κάποτε φτάσει η στιγμή της τριπλής συνεύρεσης, σύμφωνα με την μαρτυρία του Ρώμου, ο Ρωμύλος εμποδίζει την Μάγδα ν’ αναπνεύσει, ενώ μέσα της βρίσκεται ο δίδυμος αδελφός του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει εδώ η επίκληση ενός διηγήματος του Μπόρχες («Η παρείσακτη»), όπου δυο φίλοι επιλέγουν να σκοτώσουν την γυναίκα που αμφότεροι επιθύμησαν. Θυμάμαι με συγκίνηση το διήγημα, ήταν από τα πρώτα που διάβασα στην παλιά έκδοση του Ερμή, με το πορτοκαλί εξώφυλλο και τον μονοκόμματο τίτλο «Διηγήματα». Η μπορχεσιανή πρόζα, άλλωστε, περνάει σαν σκιά τις σελίδες, μ’ όλες αυτές τις πολλαπλές διαθλάσεις της πραγματικότητας.

Όμως ο ερευνητής δέχεται και την επίσκεψη του Ρωμύλου, που ισχυρίζεται απερίφραστα πως ο Ρώμος είναι ένας μυθομανής, μιλάει αυθαίρετα για εγκλήματα και βιασμούς, οι αφηγήσεις του είναι γεμάτες σεξ και βία. Και πως ευρισκόμενος σε κατάσταση φαντασιωσικής ψευδολογίας, επιθυμεί εμμονικά να είναι άγιος, αν όχι μάρτυρας. Φυσικά ο Ρώμος σε μια επόμενη συνεδρία ανασκευάζει όλα τα εναντίον του λεγόμενα και τον οδηγεί στο υποτιθέμενο σημείο ταφής. Κάποτε η Μάγδα είχε διαπιστώσει ότι κάποια που υποτίθεται προστάτευσε χάνει με βίαιο τρόπο την ζωή της. Η σκληρή εμπειρία έγινε απελευθερωτική: συνειδητοποίησε πως δεν υπάρχει κανείς να μας προσέχει εκεί ψηλά. «Δεν ξέρετε», ομολογούσε, «πόση ανακούφιση είναι να νιώθεις πως ο Θεός είναι η παραμορφωμένη ηχώ της ίδιας μας της συνείδησης, όπως όταν βλέπουμε το καθρέφτισμά μας σε μια λακκούβα με νερό».

Έτσι ο αφηγητής αισθάνεται πως βρίσκεται μπροστά στην «κάρα του Αγίου Λαυρεντίου» και «το φαινόμενο του Λαζάρου». Η χρυσή λάρνακα με την απανθρακωμένη κάρα του Αγίου σήμερα αμφισβητείται ότι ανήκει στον άγιο. Το ερώτημα της πραγματικής της προέλευσης οδήγησε στην καθιέρωση της φράσης «η κάρα του Αγίου Λαυρεντίου», που χρησιμοποιείται για κάθε πρόβλημα λογικής για το οποίο τα στοιχεία αντιφάσκουν. Όσο για το φαινόμενο του Λαζάρου, η περιοχή του παραμένει σκοτεινή αλλά πάντα ερευνητέα: είναι το ενδεχόμενο να εφάπτονται σε κάποιο σημείο η πίστη και η επιστήμη.

Οι δίδυμοι αποτελούν εξαιρετικά ενδιαφέροντες λογοτεχνικούς χαρακτήρες που αν και αναπότρεπτα δεμένοι βρίσκονται σε μια μόνιμη αντιστικτική αντίθεση: ο ένας εξωστρεφής, ερωτικός, χωρίς συμπλέγματα, ο άλλος μοναχικός και φοβισμένος· ο Ρώμος σκαλίζει το παρελθόν, ο Ρωμύλος διαβλέπει το μέλλον· ο πρώτος αφοσιώνεται στην συντήρηση έργων τέχνης, με το βάρος του φιλοσοφικού ερωτήματος μέχρι ποιο σημείο φτάνει η επέμβαση του συντηρητή, ο δεύτερος ασχολείται με έναν μεγάλο συνεταιρισμό.

Οι συνομιλίες του Ρώμου με τον Αλμπόρες, ο οποίος τον βοηθά να ανασυστήσει, όπως λέει ο R.D.Laing, τον τρόπο να σταθεί στον κόσμο και να εκφράσει την δική του θέαση των γεγονότων, απαραίτητη συνθήκη σε οποιαδήποτε σχέση, όχι μονάχα μεταξύ ασθενούς και θεραπευτή, αποτελούν ένα από τα δυνατά κομμάτια του βιβλίου. Αλλά είναι και ο ίδιος ο ψυχολόγος που θα διδαχτεί από τον Ρώμο πως «η ανασύσταση του παρελθόντος είναι ένα παζλ που τα κομμάτια του δεν μπορούν να θηλυκώσουν», σαν τα χίλια μικρά κομμάτια ενός σπασμένου καθρέφτη.

Η ιστορία δεν αρχίζει εκείνη τη στιγμή, όμως απ’ αυτό σημείο προτιμάς ν’ αρχίζεις να τη διηγείσαι κάθε φορά. Αν έμαθες κάτι στην εφημερίδα, είναι πως οι ιστορίες ούτε αρχίζουν ούτε τελειώνουν μόνες τους: εκείνος που τις γράφει, επιλέγει τι να κόψει και τι όχι. 

Εκδ. Ίκαρος, 2017, μτφ. Μαρία Παλαιολόγου, 248 σελ. [Vicente Alfonso, Huesos de San Lorenzo, 2015].