Erri De Luca – Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια

To καλοκαίρι που άλλαξε τους χειμώνες

Σηκώθηκα και την κοίταξα. Με το λευκό της φουστάνι, μια μικρή μαργαρίτα στο αυτί, μια μυρωδιά αλλιώτικη από του αμύγδαλου, την κοίταζα, το βλέμμα μου είχε καρφωθεί πάνω της. Ήταν η πρώτη σίγουρη πληροφορία για τη γυναικεία ομορφιά. Δε βρίσκεται στα εξώφυλλα των περιοδικών, στις πασαρέλες, στην οθόνη του σινεμά, βρίσκεται σ’ αυτό το απρόσμενο δίπλα σου. Σε κάνει ν’ αναριγείς, σε αδειάζει. [σ. 112-113]

Να λοιπόν που υπάρχει ένα μικρό βιβλίο που καταφέρνει να χωρέσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι παιδικότητας και πρώτης «ενηλικίωσης», τον πρώτο έρωτα, έναν αμήχανο θερινό μεταπολεμικό κόσμο κι ένα υπόδειγμα κλήσης προς μια μνήμη που καλείται να μιλήσει, κι ας μην τα θυμάται όλα. Ο γεννημένος στη Νάπολη το 1950 συγγραφέας αυτοβιογραφείται και στα τέσσερα πεδία με αξιοθαύμαστα λιτό αλλά και φιλοσοφημένο λόγο.

Η διήγησή του ξεκινάει μόλις κλείσει τα δέκα, «ένα κουβάρι βουβά παιδικά χρόνια». Η δεκαετία ήταν ένας στόχος βαρυσήμαντος, για πρώτη φορά η ηλικία γράφεται με δύο ψηφία. Αλλά ενώ τελειώνει επίσημα η (έστω, πρώτη) παιδική ηλικία, και πάλι τίποτα δεν συμβαίνει, «είσαι πάντα στριμωγμένος μέσα στο ίδιο κορμί πιτσιρίκου, ανάστατος από μέσα κι ασάλευτος απ’ έξω». Ευτυχώς τώρα που παραθερίζει δίπλα στην θάλασσα, μαζί με την μάνα του, διαθέτει και μια ιδιαίτερη «παραμάνα», μια μικρή κάμαρα γεμάτη με τα βιβλία του πατέρα του, κάστρο και σκακιέρα μαζί, μόνο που τώρα ο πόνος του έξω κόσμου στον μεταπολεμικό ιταλικό Νότο συνδέεται με τους δικούς του ιστούς. Χάρη στα βιβλία γνωρίζει τους ενήλικες εκ των έσω: Δεν είναι οι γίγαντες που ήθελαν να φαντάζονται, παρά παιδιά παραμορφωμένα σ’ ένα ογκώδες σώμα Ήταν ευάλωτοι, εγκληματικοί, αξιοθρήνητοι και προβλέψιμοι. Μπορούσα να προλαβαίνω τις κινήσεις τους, στα δέκα μου χρόνια ήμουν μάστορας στο μηχανισμό των ενηλίκων. Ήξερα να τον αποσυναρμολογώ και να τον συναρμολογώ. / Πιο πολύ με στενοχωρούσε η απόσταση που χώριζε τα λόγια τους από τα έργα. [σ. 18]

Εκτός των άλλων, αυτοί οι ενήλικοι συνήθιζαν να μεγεθύνουν το ρήμα «αγαπώ», διέταζαν την προστακτική του και στην κορύφωση του ρήματος παντρεύονταν ή σφάζονταν μεταξύ τους. Μια από τις αλλόκοτες καταλήξεις του ήταν και ο ίδιος με την αδελφή του, κι έτσι μπορούσαν να δουν σε ζωντανή μετάδοση τι συνέβαινε εξαιτίας εκείνου του ρήματος: δυο βουβοί άνθρωποι στο τραπέζι να καταπίνουν θορυβώδεις μπουκιές. Έξω από το σπίτι, στον ευρύτερο τόπο, η αγάπη δίνει θέση στην απουσία της.

Οι απόντες έχουν ανάγκη από μια φωνή που να τους αποτραβήξει απ’ την απουσία και να τους υποχρεώσει να υπάρξουν πάλι, τουλάχιστον όσο διαρκεί ένα τραγούδι. [σ. 151]

Ο πατέρας του κάποτε ξεφάντωνε μαζί του ελεύθερα και ισότιμα. Τώρα του στέλνει κάρτα με χαιρετίσματα από την Νέα Υόρκη, όπου ονειρεύεται να πλουτίσει και να φέρει και την οικογένειά του. Η μάνα του όμως απορρίπτει την Αμερική. Του δηλώνει πως ξέρει να επιβιώνει μονάχα στην πατρίδα της, αυτήν που είδε να συντρίβεται και να ξεθάβεται απ’ την στάχτη. Η –μικρότερη– αδελφή του είναι «ένας καταπέλτης που εκτόξευε ένστικτα». Μεγαλώνοντας την φανταζόταν πως θα γυρίσει την υδρόγειο μ’ ένα τσίρκο, αλλά τελικά έμεινε στη Νάπολη. Κι ίσως είχε δίκιο, μεγαλύτερο τσίρκο από εκεί δεν υπάρχει στον κόσμο. «Δεν υπήρχε ακόμα σε κανένα βιβλίο εκείνη η γενιά».

Τώρα ο συγγραφέας πλευρίζει μέσα από την συγγραφή τον εαυτό του πριν από πενήντα χρόνια για το δικό του ιωβηλαίο. Δεν έχει πια το εσωτερικό φορτίο της παιδικής ηλικίας ούτε την φυσική ανακάλυψη του εφηβικού κορμιού. «Στα δέκα είσαι μέσα σ’ ένα κουκούλι που περιέχει όλα τα μελλοντικά σου σχήματα». Και πάλι όμως, αφήνει την αίσθηση πως τα διηγείται όλα τόσο στην ηλικία των δέκα όσο και των εξήντα.

Στα δυο νοικιασμένα δωμάτια με την μάνα του στην ακροθαλασσιά το βράδυ διαβάζει τα βιβλία του πατέρα του, όπως ένα με ιστορίες Εγγλέζων από τον Ινδικό Ωκεανό, που έφερνε ειδήσεις από την απεραντοσύνη. «Όσο διαβάζεις θα σκοντάφτεις πάνω σε συγκλονιστικές φράσεις». Την ίδια ευχαρίστηση του δίνουν και οι ιστορίες της μητέρας του: αισθάνεται ένα άδειο σακουλάκι που γεμίζει απ’ την ανάσα των ιστοριών. Τα βιβλία που κάποτε τον έσωζαν, συνέχισαν να τον σώζουν: «Κάνουν την πιο ισχυρή αντίθεση με τα κάγκελα. Μπροστά στα μάτια του φυλακισμένου, που είναι ξαπλωμένος στο ράντζο, ανοίγουν το ταβάνι διάπλατα».

Η ανάγνωση έμοιαζε με φυγή στα ανοιχτά με την βάρκα κι αυτός προχωρούσε αργά, κωπηλατώντας, αφήνοντας στην ησυχία της κάποια λέξη που δεν γνώριζε. Και στις διηγήσεις των γυναικών της οικογένειας υπήρχαν οι μεγάλες αποθήκες των ιστοριών, που διαμόρφωσαν τις γραπτές του φράσεις, κι ας μην διαρκούσαν περισσότερο απ’ την ανάσα που χρειαζόταν για να τις προφέρεις. Αλλά ήταν τα τετράγωνα των σταυρολέξων που τον εξάσκησαν στην ακρίβεια της λέξης που πρέπει ν’ αντιστοιχεί στο ζητούμενο του ορισμού – αυτά έγιναν ένα καλό σχολείο για την συγγραφή. Η μοναχική μανία αποδείχτηκε ως το μηχανουργείο της γλώσσας.

Κάτω από μια θαλάσσια ομπρέλα παραδίπλα, ένα κορίτσι από τον Βορρά διαβάζει αστυνομικά βιβλία. Είναι η στιγμή που ο ίδιος συνειδητοποιεί ότι το σώμα του δίπλα στην θάλασσα μοιάζει απόρθητο, ενώ η πόλη τον έκανε να κλαίει. Πρέπει να έφταιγε το αλάτι, που έμενε κολλημένο πάνω του όλο το καλοκαίρι, προστατεύοντάς τον σαν ασπίδα. Κι έτσι αφού και οι δυο διαβάζουν τα πάντα με μανία, έως και τους καταλόγους του μπαρ, θα συνεννοηθούν με τον δικό τους τρόπο. Εκείνη έχει ήδη παρατηρήσει πως αυτός αποφεύγει την παρέα των άλλων αγοριών και προτιμά να ξανοίγεται με τους ψαράδες στα ανοιχτά. Του συστήνεται ως συγγραφέας που αδιαφορεί για τους μεγάλους και γράφει για τα ζώα, «που κάνουν ολόκληρες συζητήσεις σαν κι αυτές που σ’ εμάς κρατούν μια ώρα και στο τέλος ούτε που καταλαβαινόμαστε», «που κρατούν πάντα μυστικά και που ξέρουν για μας, ενώ εμείς δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτά». Η καλοσύνη των ζώων παραμένει η πυξίδα της σε κάθε περίσταση.

Το κορίτσι αυτό δεν θέλει να σπαταλάνε χρόνο. «Αυτός που μας έχει παραχωρηθεί διαρκεί όσο αυτός που δεν ξοδεύεται ασυλλόγιστα, ο υπόλοιπος πάει χαμένος». Όταν της λέει πως η παλάμη του χεριού της είναι πιο στιλπνή κι από το κοίλωμα της αχηβάδας, εκείνη τον διαβεβαιώνει πως μόλις είπε μια φράση αγάπης. Οι διάλογοι μεταξύ τους κοφτοί, γεμάτοι νοήματα. Σύντομα τα γύρω παιδιά τους κοροϊδεύουν, γράφουν με κιμωλίες πως αυτός την αγαπάει. Μια συντροφιά τριών παιδιών τον έχει βάλει στο μάτι. Εκείνη το καταλαβαίνει, του παραστέκεται· εκείνος δεν φοβάται να έχει εχθρούς. Ξέρει πως αν το σώμα του χτυπηθεί, ακόμα κι διαλυθεί, αναγκαστικά από εκεί θα βγει το καινούριο σώμα. Τώρα ο συγγραφέας δεν μπορεί να αναγνωρίσει στον εαυτό του το παιδί που δεν αμυνόταν, μόνο περίμενε με πείσμα και λαχτάρα ν’ ανοίξει ένα ρήγμα στο σώμα του για να βγει από το παιδιάτικο κουκούλι η επόμενη μορφή. Εκείνο το δεκάχρονο παιδί σήμερα είναι μακριά του· μπορεί να το περιγράψει, να το γνωρίσει όμως όχι. Κι όταν τελικά συνέβη να χτυπηθεί, δεν θα καρφώσει τους αυτουργούς και θα νοιώσει ενήλικος χάρη στο συνένοχο βλέμμα του αστυνομικού.

«Υπάρχουν εξηγήσεις που είναι χειρότερες από τα γεγονότα».

Ο ντε Λούκα υπήρξε μέλος της ακροαριστερής πολιτικής οργάνωσης Lotta Continua κι αυτήν ακριβώς την πολιτική επιλογή δεν παύει να σκαλίζει σε όλα του τα βιβλία, άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε απροκάλυπτα. Εδώ θυμάται πως ξαναβρήκε την οργή ενός μικρού παιδιού στα δάκρυα που προκαλούσαν τα δακρυγόνα, στην εποχή που έφθινε η σημασία της μονάδας και του εαυτού, τότε που γνώρισε το βάρος και το εύρος της αντωνυμίας «εμείς». Άραγε υπήρχε κάτι εκείνο το καλοκαίρι που επηρέασε την σκέψη του συγγραφέα; Το νεαρό κορίτσι θα συλλάβει το δικό του σχέδιο για την απόδοση της δικαιοσύνης, παγιδεύοντας τα βίαια παιδιά στον δικό τους κύκλο χτυπημάτων Αλλά ο μικρός ήρωας συνεχίζει να απορεί αν έτσι ισοφαρίζεται η δικαιοσύνη.

Δεν ξέρω αν το χρωστώ στη μικρούλα το ότι το αίσθημα της δικαιοσύνης βρίσκεται στο κέντρο. Όταν για να την κατανοήσουμε και να τη διεκδικήσουμε αρχίσαμε να καταφέρουμε πλήγματα σε χώρους μεγάλους και πλημμυρισμένους κόσμο […] την είχα ξεχάσει. Της οφείλω την απελευθέρωση του ρήματος «αγαπώ», το οποίο στο δικό μου λεξιλόγιο ήταν φυλακισμένο. Εκείνη το συμπέραινε από τα ζώα, το «αγαπώ» ήταν το ραντεβού τους. […] Η αγάπη στα ζώα είχε κανόνες αμείλικτους και έντιμους. Μου μιλούσε γι’ αυτή, σίγουρη πως ήθελε να την εφαρμόσει. Ποιος ξέρει αν έγινε δικαστίνα ή ζωολόγος. Συγγραφέας όχι, θα το είχα μάθει, σε κάποιο ανάγνωσμα θα την είχα συναντήσει… [σ. 85-86]

Να τι μπορούσε να έχει γίνει […] μια στρατευμένη απ’ των αιώνα των επαναστάσεων. Οπότε σίγουρα την συνάντησα, γιατί στη ζωή μου το γνώρισα εκείνο το ανθρώπινο είδος. Κι εκείνη θα μ’ έχει δει, θα έχει εστιάσει το βλέμμα της πάνω μου ανάμεσα στις χιλιάδες, στο πλήθος μιας πορείας, χωρίς να με αναγνωρίσει. Στις διαδηλώσεις μας πήγαινα με μάτια στενεμένα και γροθιές σφιγμένες. [σ. 141]

Κάπως έτσι περιγράφεται ένα καλοκαίρι σκληρό και αιθέριο την ίδια στιγμή, με τον ψυχισμό του παιδικού έρωτα, την παραθαλάσσια φύση, τις κοινωνικές συνθήκες ενός ταπεινού τόπου που ζητάει την λήθη, τα σώματα των παιδιών που τσιτώνονται σ’ έναν αγώνα δρόμου για να μεγαλώσουν και μια κινηματογραφική οθόνη καταμεσίς στα πεύκα, με μια ταινία από ένα βιβλίο του Βάσκο Πρατολίνι – ήταν άλλωστε το μεταπολεμικό ιταλικό σινεμά που τον δίδαξε να κοιτάζει, όσο οι φωνές των γυναικών της Νάπολης τον έμαθαν να αφουγκράζεται· κι ήταν μπροστά σ’ εκείνο τον νεορεαλισμό, ένα μάτσο βουβαμένοι θεατές για πρώτη φορά ανακάλυπταν στην οθόνη τον εαυτό τους. Κι ύστερα δεν μένουν παρά οι απολαυστικοί αφαιρετικοί διάλογοι μεταξύ των δυο παιδιών κι ένας αποχαιρετισμός όπου αμφότεροι αρνούνται ν’ ανταλλάξουν διευθύνσεις και υποσχέσεις αλληλογραφίας για να μην σέρνουν μια υπόσχεση που θα αθετήσουν.

Υπήρχε μια εποχή που ο συγγραφέας προτιμούσε να φυλάγεται από την δύση του ηλίου, να μη βλέπει να σφραγίζεται το τέλος της μέρας, τον ήλιο να βυθίζεται στην θάλασσα. Σήμερα, σ’ όποιο νησί βρεθεί, πηγαίνει δυτικά για να βρει την δύση, την ώρα που αδειάζει μες στο νερό και «ξύνει ως το ύστατο φως το πιάτο του ορίζοντα».

Μα, καλά, εσύ δεν κλείνεις τα μάτια όταν φιλάς; Μόνο τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια.

Εκδ. Κέλευθος, 2016, μτφ. Άννα Παπασταύρου, σελ. 161 [I pesci non chiudono gli occhi, 2011]

Στις εικόνες: έργα της Galya Popova, μαυρόασπρες φωτογραφίες από τους ιταλικούς τόπους της εποχής (αγνώστου φωτογράφου, Mario Cattaneo και Vittorio Pandolfi αντίστοιχα) και δύο εικαστικές αποδόσεις του συγγραφέα.

Δημοσίευση και σε mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 231 με τίτλο Un’estate, από το ολοκληρωτικά ταιριαστό τραγούδι του Alessandro Mannarino.

Ο Αντόνιο Ταμπούκι και η διπλή φύση μιας θαυμαστής γραφής

Κείμενο δημοσιευμένο στην εφημερίδα Δρόμος της αριστεράς, [Στήλη: Προσωπογραφίες], Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Μια μέρα συνειδητοποίησα, λόγω κάποιων απρόβλεπτων γεγονότων της ζωής, πως ένα πράγμα που ήταν «έτσι» ήταν παράλληλα και αλλιώς, είπε κάποτε ο Αντόνιο Ταμπούκι, εκφράζοντας ένα ενδεχόμενο που κυριαρχεί μόνιμα στην πρόζα του. Ο σημαντικός Ιταλός συγγραφέας (1943-2012) έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα ενώ ταυτόχρονα ήταν ένας πολιτικοποιημένος δοκιμιογράφος με άρθρα σε εφημερίδες. Η παράλληλη περιπλάνηση σε δυο διαφορετικά είδη και περιεχόμενα γραφής, στην ιδιαίτερη, εσωστρεφή και συχνά συγκινησιακά φορτισμένη μυθοπλασία και στην σαφή, ρεαλιστική πολιτική συλλογιστική αποτελεί την πρώτη από τις σαγηνευτικές ιδιότητες του έργου του.  Η γραφή του μας εισάγει βαθειά στον κόσμο των χαρακτήρων του, στις μικρές, επαναλαμβανόμενες συνήθειές τους, στις λεπτομέρειες μιας καθημερινότητας συχνά αβάσταχτης, στις περιπλανήσεις τους στις πόλεις που βράζουν αλλά σιωπούν. Αυτή η αφήγηση κατορθώνει να εμπλέξει τον αναγνώστη στον εκάστοτε κόσμο της, παρασύροντάς τον στην δίνη των λέξεων και σε μια ανεπαίσθητη συνύπαρξη με τους χαρακτήρες.

Σε μια προσωπική συνομιλία με τον μεταφραστή του Ανταίο Χρυσοστομίδη, στην ερώτηση τι τον έθελξε περισσότερο στον Ταμπούκι, εκείνος απάντησε: «Οι βουβές πλοκές των έργων του. Η εκπληκτική του γλώσσα που μοιάζει ένα τίποτα κι είναι τα πάντα. Η ηθική του στάση απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα. Και η άποψή του ότι το καθετί σέρνει πίσω του και το αντίστροφό του» [1]. Άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας, είχε πει στον Χρυσοστομίδη ότι η λογοτεχνία προσφέρει «αυτό το κάτι περισσότερο σε σχέση με αυτά που η ζωή μας παραχωρεί – εδώ συμπεριλαμβάνεται η ετερότητα, το μικρό θαύμα που μας επιτρέπει να βγούμε από τον εαυτό μας και να γίνουμε “άλλοι”. Μας βάζει να ταξιδεύουμε στον κόσμο, στις ζωές των άλλων, στον ίδιο μας τον εαυτό» [2]. Έλεγε ακόμα πως πατρίδα του είναι η γλώσσα του· πως ένας συγγραφέας ζει μέσα στη γλώσσα του κι αυτός κατοικεί μέσα στη ιταλική γλώσσα, αλλά η αγάπη του για την Πορτογαλία τον έκανε να γράψει το βιβλίο του Ρέκβιεμ στα πορτογαλικά [3]. Κι ότι μ’ αυτό το εξαγνιστικό γεγονός ξαναβαφτίστηκε, ότι ένοιωσε σα να διέσχισε ένα ποτάμι και να πέρασε στην άλλη όχθη.

Στην Πορτογαλία άλλωστε διαδραματίζεται το μυθιστόρημά του Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα. Μια μαρτυρία [4]. Στην Λισαβόνα του 1938 ο Περέιρα, υπεύθυνος για την πολιτιστική σελίδα της μικρής απογευματινής εφημερίδας Λισμπόα, περιφέρει το ταλαίπωρο σαρκίο του ανάμεσα σ’ ένα άθλιο δωματιάκι, στο καφέ Ορκίντεα και σ’ ένα γραφείο όπου εξαργυρώνει την αγάπη του για την λογοτεχνία. Όταν ο νεαρός Μοντέιρο Ρόσσι του στέλνει κείμενα για τον Λόρκα «που δολοφονήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους ενώ όλος ο κόσμος αναρωτιέται πώς ήταν δυνατόν να συμβεί μια μέγιστη βαρβαρότητα» ή για τους «εχθρούς της δημοκρατίας» Μαρινέττι και Ντ’ Αννούντσιο, ο Περέιρα αναστατώνεται.

H χώρα βρίσκεται υπό την δικτατορία του Σαλαζάρ και ο Περέιρα γνωρίζει καλά ότι ολόκληρη η χώρα σιωπά, άνθρωποι χάνονται, η πόλη αναδίδει θάνατο αλλά αυτός έχει επιλέξει τη σιωπή. Η ζωή του τάχθηκε στη λογοτεχνία, άλλωστε συχνά μεταφράζει διηγήματα σπουδαίων συγγραφέων για την εφημερίδα, που τα αισθάνεται ως μηνύματα σε μπουκάλι που κάποιος θα μαζέψει· το καθήκον του ολοκληρώνεται εκεί. Αλλά δεν μπορεί να ησυχάσει και η πορεία των πραγμάτων θα είναι δεδομένη και αναπότρεπτη: θα προσφέρει κατάλυμα στον Ρόσσι, θα αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια τους φύλακες του φασισμού, θα ηττηθεί αλλά θα φυλάξει ένα τελευταίο ευφυές σχέδιο, μια ύστατη νίκη με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει, ένα συγκλονιστικό δημοσίευμα που θα δημοσιευτεί στην εφημερίδα εξαπατώντας τους λογοκριτές.

Στο σημείωμά του στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας μας εξομολογείται πως ο ίδιος ο Περέιρα τον επισκέφτηκε ένα βράδυ ως ένα πρόσωπο σε αναζήτηση ενός συγγραφέα. Τότε θυμήθηκε έναν δημοσιογράφο που κάποτε δημοσίευσε σε μια πορτογαλική εφημερίδα ένα σκληρό άρθρο κατά του καθεστώτος και ύστερα από ταλαιπωρίες αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της εξορίας. Όταν μετά το 1974 επανήλθε η δημοκρατία, είχε ξεχαστεί απ’ όλους. Τώρα στη θέση του πιθανώς ήρθε ο Περέιρα για «να περιγράψει μια επιλογή» και να αφηγηθεί την ιστορία εκείνων που έχασαν την Ιστορία, που δεν μπήκαν ποτέ στα επίσημα εγχειρίδια.

Ο Ταμπούκι υπήρξε ένας από τους σημαντικούς μελετητές και μεταφραστές του έργου του Φερνάντο Πεσσόα. Στο βιβλίο του Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα. Ένα παραλήρημα [5] ένας άντρας οδεύοντας προς το νοσοκομείο περνάει από τον κήπο όπου πριν χρόνια έδινε ραντεβού στην Οφέλια Κεϊρός, τον μοναδικό του μεγάλο έρωτα και ψιθυρίζει: Συγχώρεσέ με Οφέλια, αλλά εγώ έπρεπε μονάχα να γράφω, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο… Ετοιμοθάνατος σ’ ένα νοσοκομείο της Λισσαβώνας ο Πεσσόα δέχεται την επίσκεψη των ετερωνύμων του, των ποιητών που ο ίδιος έπλασε με τη φαντασία του χαρίζοντάς τους μια «πραγματική» ζωή. Τα περίφημα ετερώνυμα του Πεσσόα δεν ήταν μια σειρά από απλά ψευδώνυμα, από αυτά που χρησιμοποιούν οι λογοτέχνες για να διαχωρίσουν την λογοτεχνική τους ιδιότητα από την κοινωνική τους υπόσταση. Ήταν πρόσωπα αυθύπαρκτα, με τη δική τους ζωή, τις δικές τους σκέψεις, τα δικά τους ενδιαφέροντα, τον δικό τους διαφορετικό τρόπο γραφής. Σε μια επιστολή προς κάποιον υπαρκτό φίλο του, ο Πεσσόα περιέγραψε τον πρώτο του ετερώνυμο ως τον «πρώτο ανύπαρκτο γνωστό» του. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι, δίπλα στους οποίους ο αληθινός Πεσσόα, το ορθώνυμο, ήταν κι αυτός ένα είδος ετερώνυμου του ίδιου του εαυτού του.  

Άλλωστε η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αρκετή, όπως συνήθιζε να τονίζει ο Ταμπούκι. Η συλλογή Το παιχνίδι της αντιστροφής [6] επιχειρεί ακριβώς αυτήν την διαρκή μετάπλαση της καθημερινής ζωής. Στο διήγημα Η Ντολόρες Ιμπαρούρι χύνει πικρά δάκρυα μια γυναίκα θυμάται τον Ροντόλφο, που έλεγε ότι μέσα σε κάθε βιβλίο κρύβεται πάντα ένας άνθρωπος αλλά και το παιχνίδι που εκείνος έκανε με τον γιο τους, να διαβάζουν βιβλία και ύστερα να γράφουν ο ένας στον άλλο γράμματα σαν να ήταν ο καθένας τους ένα πρόσωπο από τα βιβλία που είχαν διαβάσει. Υπάρχουν όμως και επιστολές που όλοι σκεφτήκαμε να γράψουμε αλλά αναβάλαμε για την επόμενη μέρα. Μια τέτοια σειρά γραμμάτων αποτελεί τον κορμό του βιβλίου Είναι αργά, όλο και πιο αργά. Μυθιστόρημα σε επιστολική μορφή [7]. Πρόκειται για δεκαεπτά ερωτικές επιστολές από άντρες προς γυναίκες και μια ακόμα με άγνωστο παραλήπτη.

Αυτό το διακεκομμένο μυθιστόρημα γράφει για τον αδύνατο πια έρωτα αλλά κυρίως για ένα αναπόσπαστο στοιχείο του, εκείνο που τον επισφραγίζει οριστικά: το τέλος του, σαφές ή αιωρούμενο, παρελθόν ή επερχόμενο. Οι επιστολογράφοι βρίσκονται στην ηλικία κατά την οποία η νεότητα έχει παρέλθει· έχουν γευτεί τον έρωτα στα αλήθεια ή στα ψέματα και τώρα τρεκλίζουν μεταξύ μοναξιάς και μοναχικότητας. Οι αποστολείς κάποτε μοιάζουν με περσόνες του ίδιου του συγγραφέα: είναι στοχαστικοί, αυτάρκεις, αναλυτές των συμβάντων, ημερολογιογράφοι του ενστίκτου. Είναι και αναγνώστες, στο βαθμό που σκέφτονται φράσεις που κάποτε διάβασαν στα βιβλία και που τώρα εκφράζουν απόλυτα αυτό που ζουν ή τους δημιούργησαν πλάνες για πράγματα που δεν συνέβησαν ποτέ.

Στην συλλογή διηγημάτων Ο μαύρος άγγελος [8] η πρόζα εμποτίζεται με μεταφυσικά στοιχεία, ενώ ένας ακόμα παράδοξος τίτλος επιφυλάσσεται για το πιο εφιαλτικό κείμενο Μπορεί το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στη Νέα Υόρκη να προκαλέσει τυφώνα στο Πεκίνο; Ο «ντυμένος στα γαλάζια κύριος» ανακρίνει «τον άντρα με τα γκρίζα μαλλιά» πιέζοντάς τον να ομολογήσει όλα τα αδικήματα που διέπραξε στο όνομα μιας διαστρεβλωμένης άποψης για την δικαιοσύνη. Οι ενθουσιασμοί πληρώνονται και τριάντα χρόνια μετά, αναφωνεί χαιρέκακα ο ανακριτής, δημιουργώντας την εντύπωση πως ο ανακρινόμενος υπήρξε πολιτικός τρομοκράτης. Αλλά εκείνο που βυθίζει αυτές τις σελίδες σε ζοφερό μελάνι είναι η ατμόσφαιρα και ο σχεδόν παιγνιώδης τρόπος με τον οποίο ο ανακριτής εκμαιεύει την ομολογία με ένα παιχνίδι διαδοχικών υποθέσεων και έμμεσων παραδοχών.

Κοσμοπολίτης συγγραφέας που ταξίδευε συνεχώς, ο Ταμπούκι συγκέντρωσε τα ταξιδιωτικά του κείμενα στον τόμο Ταξίδια και άλλα ταξίδια [9]. Ένας τόπος δεν είναι ποτέ «ένας» τόπος: εκείνος ο τόπος είμαστε λιγάκι κει εμείς. Εξαρτάται από το πώς τον διαβάζουμε, από τη διαθεσιμότητά μας να τον δεχτούμε στα μάτια και στην ψυχή μας, από το αν είμαστε εύθυμοι ή μελαγχολικοί, σε ευφορία ή όχι, νέοι ή γέροι, αν νιώθουμε καλά (…) από το ποιοί είμαστε τη στιγμή κατά την οποία φτάνουμε σ’ εκείνον τον τόπο… έγραφε στο κείμενο «Οι δικές μου Αζόρες» εκφράζοντας το πνεύμα της προσωπικής του περιπλάνησης.

Για τον συγγραφέα ο κάθε ταξιδευμένος τόπος αποτελεί ένα είδος ραδιογραφίας του εαυτού μας· οι φωτογραφίες που βγάζουμε δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση ότι παίρνουμε κάτι μαζί μας, ενώ στην ουσία όσα μας προκαλεί είναι αδύνατο να φωτογραφηθούν, όπως συμβαίνει και με τα όνειρα που επιθυμούμε να διηγηθούμε αλλά δεν μπορούμε να μεταδώσουμε τη συγκίνησή τους. Καθώς ο Ταμπούκι ξεφυλλίζει τον παλιό αγαπημένο του άτλαντα Ντε Αγκοστίνι είναι βέβαιος: κάθε απεικόνιση του κόσμου είναι σχετική, τα χρώματα των γεωγραφικών χαρτών αλλάζουν, τα μεγέθη των χωρών μεταβάλλονται, οι μεθοριακές γραμμές μετατοπίζονται. Τα μόνα «σύνορα» που δεν θα αλλάξουν ποτέ είναι εκείνα του ανθρώπινου σώματος και αυτό που αισθάνονται όταν παραβιάζονται ή βασανίζονται.

[1] Συνομιλία με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, ιστοσελίδα Πανδοχείο, https://pandoxeio.com/2010/03/01/aithrio26chryssostomides/

[2] Ανταίος Χρυσοστομίδης – Οι κεραίες της εποχής μου. Ταξιδεύοντας με 33 διάσημους συγγραφείς σ’ ένα δωμάτιο, εκδ. Καστανιώτη, 2012, σελ. 79 – 102.

[3] Αντόνιο Ταμπούκι – Ρέκβιεμ. Μια παραίσθηση, εκδ. Άγρα, 2008, μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σελ. 186 [Antonio Tabucchi – Requiem: uma alucinação, 1991].

[4] Αντόνιο Ταμπούκι – Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα. Μια μαρτυρία, εκδ. Άγρα, 2010, μτφ. Ανταίος Χρυστοστομίδης, σελ. 215 [Sostiene Pereira, 1994]

[5] Αντόνιο Ταμπούκι – Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα. Ένα παραλήρημα, εκδ. Άγρα, 1999, μτφ. Ανταίος Χρυστοστομίδης, σελ. 91 [I tre ultimi giorni de Fernando Pessoa. Un delirio, 1994]

[6] Αντόνιο Ταμπούκι – Το παιχνίδι της αντιστροφής, εκδ. Άγρα, 2005, μτφ. Ανταίος Χρυστοστομίδης, σελ. 213 [Il gioco del rovescio, 1988]

[7] Αντόνιο Ταμπούκι – Είναι αργά, όλο και πιο αργά. Μυθιστόρημα σε επιστολική μορφή, εκδ. Άγρα, 2002, [Β΄ έκδ.: 2003] μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σελ. 304 [Sti sta facendo sempre più tardi, 2001]

[8] Αντόνιο Ταμπούκι – Ο μαύρος άγγελος, εκδ. Άγρα, 2014, μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σελ. 197 [L’ angelo nero, 1991]

[9] Αντόνιο Ταμπούκι – Ταξίδια και άλλα ταξίδια, εκδ. Άγρα, 2011, μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σ. 307 [Viaggi e altri viaggi, 2010]

Φωτογραφία του συγγραφέα: Daniel Mordzinski

Πρώτη δημοσίευση: Δρόμος της αριστεράς, [Στήλη: Προσωπογραφίες] Σάββατο 19 Μαΐου 2018. Το κείμενο στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας εδώ. Όλη η σειρά των Προσωπογραφιών εδώ.

https://www.e-dromos.gr/antonio-tampouki-i-dipli-fysi-mias-thavmastis-grafis/