Αρχείο για Φεβρουαρίου 2017

27
Φεβ.
17

Φρέαρ τεύχος 18 (Φεβρουάριος 2017)

18

Αν δείτε το έργο μου ως ένα σύνολο είτε πρόκειται για τα ζώα, είτε πρόκειται για την παγκόσμια φτώχεια και τον αποτελεσματικό αλτρουισμό, είτε για την ευθανασία και άλλα ζητήματα ζωής και θανάτου στην Ιατρική, το σταθερό θέμα μου είναι το πώς θα ζήσουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε να μειώσουμε την οδύνη όσο περισσότερο μπορούμε και πώς θα βελτιώσουμε την ευημερία όλων των όντων που μπορούν είτε να υποφέρουν είτε να ευχαριστηθούν τη ζωή τους. Οπότε αναζητώ περιοχές όπου μου φαίνεται ότι είναι δυνατό να αποφευχθεί η οδύνη μες από αλλαγές που μπορούμε να επιφέρουμε. Στην περίπτωση των ζώων, για παράδειγμα, προκαλούμε ένα τεράστιο ποσό οδύνης με το να εγκλείσουμε ζώα μέσα σε βιομηχανικές φάρμες. Πραγματικά δεν χρειάζεται να το κάνουμε αυτό γιατί μπορούμε να ζήσουμε εξίσου καλά ή και καλύτερα χωρίς να τρώμε ζώα…

 … λέει ο Πίτερ Σίνγκερ που γνωρίζουμε ήδη από το βιβλίο του Η απελευθέρωση των ζώων (σύντομα θα παρουσιάσουμε την πρόσφατη επανέκδοση) και έχουμε ήδη παρουσιάσει την συλλογή τεσσάρων κειμένων με τον τίτλο Ζώα και Ηθική. Ο Σίνγκερ είναι ένας από τους λίγους φιλοσόφους που ευτύχησαν να κατάσχουν μια ιδιαίτερη θέση στην Ιστορία της Φιλοσοφίας ενόσω είναι ακόμα ενεργός, καθώς επέκτεινε την ηθική φιλοσοφία του ωφελιμισμού και στα ζώα. Ο ωφελιμισμός επιμένει ότι η ηθικά ορθή πράξη είναι αυτή που μεγιστοποιεί την ωφέλεια, η οποία συνήθως ορίζεται με όρους ευχαρίστησης, ευημερίας και ευτυχίας των όντων που αισθάνονται και έχουν συναφώς δυνατότητα ευχαρίστησης και οδύνης.

peter-singer-by-derek-goodwin

Ο ωφελιμισμός συνδέεται απαραίτητα με ένα ευρύτερο ηθικό αίτημα καθολικότητας και καθολίκευσης (universalism), δηλαδή με ένα αίτημα ευτυχίας του συνόλου, συνεπώς παραμένει μια ηθική θεωρία αντιτιθέμενη στον απλό εγωισμό, ηδονισμό ή ευδαιμονισμό. Το αίτημα ακριβώς της καθολικότητας επεκτείνεται και στα ζώα, αφού κριτήριο της ευτυχίας δεν είναι παρά η ευχαρίστηση και η έλλειψη πόνου, ένα κριτήριο που αφορά και τα άλλα ζωικά είδη πέραν του ανθρώπου. Ο συγγραφέας απαντά στις διόλου εύκολες ερωτήσεις του Διονύση Σκλήρη που έχει συντάξει και την κατατοπιστική εισαγωγή.

Ο Σίνγκερ αναρωτιέται πώς μπορεί να είναι κανείς ωφελιμιστής και να μην ενδιαφέρεται για τα ζώα. Ο ίδιος ο ωφελιμισμός ενδιαφέρεται για την ευτυχία και την οδύνη, μεριμνά επομένως για οποιοδήποτε ον μπορεί να υποφέρει ή να ευτυχεί. Όλοι οι μεγάλοι ωφελιμιστές στοχαστές διατύπωσαν ρητά ότι η οδύνη των ζώων δεν μπορεί να μείνει έξω από τους σχετικούς υπολογισμούς, ενώ επέκριναν το γεγονός ότι δεν υπήρχαν καθόλου νόμοι που να προστατεύουν τα ζώα.

tavares

Σε μια άλλη συνομιλία, ο εξαιρετικά ενδιαφέρων Πορτογάλος συγγραφέας Γκονσάλο Μ. Ταβάρες (βλ. παλαιότερη παρουσίαση της Ιερουσαλήμ του από το Πανδοχείο, εδώ) υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το βιβλίο προϋποθέτει την ιδέα ενός αναγνώστη πομπού και όχι δέκτη, συνεπώς για να μπορέσει όμως ο αναγνώστης να εκπέμψει, θα πρέπει να απενεργοποιήσει τη συνθήκη της υποδοχής, της λήψης. Ο συγγραφέας διαφοροποιεί πλήρως το λογοτεχνικό βιβλίο από την κινηματογραφική ταινία, όπου ο θεατής είναι για μιάμιση ώρα χωρίς καμιά διακοπή ένας δέκτης. «Το βιβλίο είναι μια τελείως διαφορετική μηχανή που επιτρέπει στον αναγνώσει ανάμεσα σε δυο σελίδες, να κάνει ένα ταξίδι στην άλλη άκρη του κόσμου, να επιστρέψει και να ξαναπιάσει το νήμα της ανάγνωσης στην επόμενη σελίδα. Και νομίζω ότι αυτή είναι η μεγάλη ελευθερία που επιτρέπει η λογοτεχνία στην ανθρώπινη σκέψη: να ταξιδέψει ανάμεσα σε δυο σελίδες» (συνέντευξη στον Γρηγόρη Μπέκο).

david-hockney-oona-zlamany

Καθώς οι καιροί είναι αβυθομέτρητοι, οι φερώνυμες σελίδες συνεχίζουν να ανασκάπτουν με τον λόγο θέματα ευρύτατου προβληματισμού, εντός και εκτός λογοτεχνίας. Ο Γιώργος Κεντρωτής συνεχίζει πάνω στην μεταφραστική ρητορική του, ο Μαριάνος Καράσης κατά την έρευνα πάνω στις Ουτοπίες της Αρχαιότητας φτάνει στον αριστοφανικό Πλούτο, ο Διονύσης Μαγκλιβέρας επιχειρεί μια ανατομία πάνω στον φόβο του ίδιου του φόβου κ.ά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα κείμενο της τακτικής συνεργάτριας του περιοδικού Νατάσας Κεσμέτη, που εκκινεί από τρεις διαφορετικές αφορμές: από τον Ψαλμό του Κόσμου, ένα κεφάλαιο από ένα παλιό βιβλίο για την ζωή του στάρετς Σεραφείμ του Σάρωφ, από την καθιερωμένη είδηση για τον θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχει η φύση και από δικές της απόπειρες μετάφρασης αγγλικών ποιημάτων. Η συγγραφέας διαπιστώνει ότι θέματα παρμένα από την φύση εμφανίζονται όλο και λιγότερο στην λογοτεχνία, κι όταν αυτό συμβεί, πρόκειται περισσότερο για θρήνο, παρά για θαυμασμό και στην συνέχεια διατρέχει ακριβώς τέτοια πεδία, από το προαναφερθέν κεφάλαιο μέχρι την σύγχρονη ποίηση.

p-singer_

Με αφορμή την έκθεση 82 πορτραίτα και 1 νεκρή φύση του David Hockney, ενός ζωγράφου που μάθαμε καλά όταν εντρυφήσαμε στην δεκαετία του ’60 και όχι μόνο, ο Νίκος Αλ. Μηλιώνης γράφει μεταξύ άλλων για τον καλλιτέχνη που παρότι χρησιμοποιεί μοντέλο, ζωγραφίζει με την μνήμη του, ως ένας συσσωρευτής εμπειριών και γνώσεων από το παρελθόν, που το εκλαμβάνει ως γόνιμο έδαφος εμπειρίας και γνώσης για να ασκήσει την επιλεκτικότητα της μνήμης του. Ανέκδοτα σχεδιάσματα ποιημάτων της Ζωής Καρέλλη (εισαγωγικό σημείωμα και καταγραφή από την Μαρία Κόκορη), ένα εξαιρετικό κείμενο για τον  βιωμένο και τον φαντασιακό χώρο στην πρώιμη βυζαντινή λογοτεχνία από τον Φώτη Βασιλείου, διηγήματα (Ωντ, Νοντάρ Αμανατισβίλι, Γιάροσλαβ Ιβασκίεβιτς, Ευρυπίδης Νεγρεπόντης, Γιώργος Γκόζης, Μαρία Κουγιουμτζή, Μιχάλης Μακρόπουλος), ποιήματα (Τ.Κ. Παπατσώνης, Άδωνις, Ντίνος Σιώτης), κριτικές βιβλίων και ποικίλα σημειώματα συμπληρώνουν την ύλη του τεύχους.

Επιστρέφοντας στο κείμενο του Σίνγκερ, αλιεύω από το εισαγωγικό κείμενο της συνομιλίας με τον Σίνγκερ: βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου η βιομηχανική κτηνοτροφία καθιστά τον βίο πολλών ζωικών ειδών πραγματικά αβίωτο (μέχρι να τον αφανίσει), συνεπώς αποτελεί το μεγάλο αξιακό ζήτημα του καιρού μας.

Στις εικόνες: Peter Singer, Gonzalo M. Tavares, David Hockney [Oona Zlamany], Peter Singer.

[σ. 230]

25
Φεβ.
17

Βασιλική Πέτσα – Όταν γράφει το μολύβι. Πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία

petsa_otan-grafei-to-molibi_

Αναμέμνοντας την λογοτεχνία της ένοπλης βίας

Θυμάμαι πόσο με είχαν συνεπάρει αλλά και αιφνιδιάσει Οι πολίτες της σιωπής, ένα παλαιότερο βιβλίο της πρόωρα χαμένης Νένης Ευθυμιάδη. Ήταν η πρώτη λογοτεχνική μου ανάγνωση ενός πολιτικού μυθιστορήματος με θέμα την τρομοκρατία. Εδώ η πολιτική βία εμφανίζεται κυρίως ως απειλή της επικείμενης εμφάνισής της, όπως γράφει η ερευνήτρια κάπου στη μέση του βιβλίου. Η ένοπλη ομάδα «Μηδέν» με την ανατίναξη μιας σειράς αγαλμάτων στρέφεται εναντίον συμβόλων εθνικής ταυτότητας· με την απανθράκωση σταθμευμένων αστικών λεωφορείων στηλιτεύει την σχετική κρατική ανεπάρκεια· με το χτύπημα ενός ναού θέτει το ζήτημα του διαχωρισμού κράτους – εκκλησίας. Η δολοφονία αστυνομικού, στρατιωτικού και αλλοδαπού αξιωματικού πλήττουν εξίσου θεμελιώδεις βεβαιότητες ή προκαταλήψεις. Η οργάνωση αναπροσαρμόζει την στρατηγική της για να αποφύγει την ταύτισή της με τις καθιερωμένες ερμηνείες και εμμένει στην συμβολική διάσταση των χτυπημάτων ως αυτόνομων εκφρασιακών ενεργημάτων.

Η στροφή εναντίον πολιτών είναι ζήτημα χρόνου κι έτσι σχεδιάζεται η ανατίναξη μιας αστικής πολυκατοικίας, που υποτίθεται πως εκπροσωπεί τον εφησυχασμένο μεταπολιτευτικό modus vivendi. Ολόκληρο το χωροθετημένο συγκρότημα μετατρέπεται ως πεδίο επιτήρησης και ελέγχου, μια σύγχρονη εκδοχή του στρατοπέδου, του κατεξοχήν χώρου μιας κατάστασης εξαίρεσης. Αλλά και η ίδια η επίδοξη βομβίστρια – γειτονική ανθοπώλισσα καθίσταται αντικείμενο επιτήρησης από την μικρή Χριστίνα και τους άλλους και καθώς αναπτύσσουν πάσης φύσεως κοινωνικές σχέσεις η πίστη της στους σκοπούς της οργάνωσης αρχίζει να κλονίζεται. Η εξανθρώπιση των στόχων μέσω της διαπροσωπικής επαφής προκαλεί στην ηρωίδα κρίσεις συνείδησης και εγκλωβίζεται σε ένα υπαρξιακό αδιέξοδο από το οποίο αδυνατεί να διαφύγει. Οι βεβαιότητές της για την αναγκαιότητα της βίας κλονίζονται και η ίδια αναλογίζεται μια εναλλακτική πορεία ζωής. Δεν επιλέγει όμως την παράδοση αλλά την συντριβή του εαυτού της.

faranda

Το παραπάνω βιβλίο αποτελεί ένα από τα δεκάδες έργα που μελέτησε η ερευνήτρια για να συγκροτήσει μια μελέτη που καλύπτει ένα σημαντικό βιβλιογραφικό κενό και θέτει ως ερευνητικό στόχο την συγκριτική αποτίμηση των μυθοπλαστικών κειμένων της ιταλικής και της ελληνικής λογοτεχνίας στα οποία αναπαρίστανται ή και αναδιαμορφώνονται μυθοπλαστικά εκφάνσεις της ένοπλης βίας των δυο χωρών. Η αντιπαραβολή των αντίστοιχων έντεχνων λόγων τόσο ως προς την επιλογή των θεματικών και αφηγηματικών τεχνικών όσο και ως προς την ιδεολογική οργάνωση την οδηγούν σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με την ευρύτατη πολιτισμική επεξεργασία της ένοπλης βίας πολιτικών οργανώσεων και την κοινωνική επίδραση που άσκησε ως φαινόμενο.

Το ερευνητικό της πεδίο καλύπτει αποκλειστικά την δράση ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων και, ειδικά για την ελληνική περίπτωση, αντικαθεστωτικών οργανώσεων που έδρασαν κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας. Το ένα μέρος του βιβλίου λοιπόν εστιάζει στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Η Μεταπολίτευση αποτέλεσε κρίσιμη μεταβατική περίοδο προς μια δημοκρατικότερη πολιτειακή συνθήκη και σηματοδότησε το τελευταίο στάδιο του «κοινωνικού δράματος» του Εμφυλίου. Ωστόσο για ένα σκέλος της αντισυστημικής Αριστεράς, οι διαδικασίες εκδημοκρατισμού κρίθηκαν ανεπαρκείς. Μειοψηφικές ομάδες αντιτάχθηκαν στην ηγεμονική ιστορική αφήγηση και συσπειρώθηκαν γύρω από μια εναλλακτική πολιτική ταυτότητα που εστίασε στο «συμβάν» – λαϊκή εξέγερση.

1151

Ως προς τις κυρίαρχες ιδεολογικές και αφηγηματικές τάσεις των ελληνικών μυθοπλαστικών έργων διαπιστώνεται το σχετικά περιορισμένο εύρος και η ελλιπής κριτική αναγνώρισή του που συσχετίζεται με την αδυναμία ευρείας επικράτησης συναινετικών πολιτικών αφηγήσεων για την ένοπλη πολιτική βία. Από την άλλη παρατηρείται η επικέντρωση σε ατομικές (και όχι συλλογικές) αφηγηματικές υποκειμενικότητες και η απουσία ρεαλιστικής αναπαράστασης στη διάπραξη βιαιοτήτων. Σε αυτό το σημείο η συγγραφέας εντοπίζει δυο κυρίαρχα ερμηνευτικά σχήματα: την τραγική αφήγηση και την οικογενειακή μυθιστορία.

Στην πρώτη περίπτωση, χαρακτηριστική στην εργογραφία του Δημήτρη Νόλλα (Το πέμπτο γένος, Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε, Ο καιρός του καθενός), οι χαρακτήρες λειτουργούν ως αυτοκαταστροφικοί «αντι – ήρωες», εμφορούμενοι από την ηθική της μελαγχολίας, ενώ η βία παραμένει απούσα. Στα έργα του Νόλλα ο ρόλος της θυσίας είναι κομβικός ενώ η τραγωδία έγκειται ακριβώς στην εξαφάνιση των προϋποθέσεων του τραγικού, στην κατάργηση των οριακών αντιθέσεων και στην εγκατάλειψη των ουτοπικών οραμάτων. Ειδική περίπτωση τραγικής αφήγησης αποτελεί και το έργο του Τάσου Δαρβέρη Μια ιστορία της νύχτας (1967 – 1974). Στην δεύτερη περίπτωση η πολιτική βία ερμηνεύεται είτε ως «αντι – βία» της Αριστεράς απέναντι στην δομική βία του συντηρητικού μεσοπολεμικού κράτους είτε ως βία που στοχοποιεί τις παγιωμένες συνήθειες της μεσοαστικής τάξης. Εδώ εξετάζονται τα βιβλία Τέσσερις ελληνικοί φόνοι του Αλέξη Πανσέληνου, Οι πολίτες της σιωπής της Νένης Ευθυμιάδη, Το άλλο μισό μου πορτοκάλι του Λευτέρη Μαυρόπουλου και Η μανία με την άνοιξη του Άρη Μαραγκόπουλου.

maragopoulos-400

Η Πέτσα δεν εξαντλείται στην ενδελεχή ανάγνωση των βιβλίων κάτω από την ερευνητική προβληματική της αλλά και εμβαθύνει στο ευρύτερο φιλοσοφικό και θεωρητικό υπόβαθρό τους. Αυτό αποτελεί ένα από τα ακαταμάχητα θέλγητρα της έρευνάς της. Στο μυθιστόρημα της Ευθυμιάδη, για παράδειγμα, η τρομοκράτισσα, χαρακτηρίζεται ως άλλη Αντιγόνη μεταξύ δυο θανάτων, του συμβολικού και του πραγματικού. Η Χριστίνα από την άλλη ενσαρκώνει μια εναλλακτική εκδοχή αντίστασης στην εξουσία, βασισμένη όχι στην κατά μέτωπο αμφισβήτηση, αλλά στη φανέρωση της βίας που προϋποθέτει η κυριαρχία της. Η στάση της, και με τις δυο σημασίες της ακινησίας και της επανάστασης, καταδεικνύει την κατά Weber δύναμη της αδυναμίας και την αδυναμία της δύναμης. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης συνομιλεί με τις σχετικές θέσεις του Agamben, ενώ η πράξη της Χριστίνας οράται και υπό το πρίσμα της κατά Benjamin «ασθενικής μεσσιανικής δύναμης». Η αγάπη για τον πλησίον και ο φετιχισμός του πένθους δεν μπορεί παρά να διαπερνούν το έργο των Φρόυντ, Κίργκεγκωρ, τις απόψεις του Ζίζεκ κ.ό.κ.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου εστιάζει στην αντίστοιχη ιταλική πεζογραφική παραγωγή. Η σύγχρονη κοινωνικο – πολιτική ιστορία της Ιταλίας διακρίνεται από περιόδους έντονης συγκρουσιακότητας και μαζικής συμμετοχής στο πεδίο των πολιτικών εξελίξεων, ενώ η ένοπλη βία ασκήθηκε από οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής ή άκρας Αριστεράς. Το σχετικό εισαγωγικό κείμενο εστιάζει στην ιστορία της ταραγμένης περιόδου που ονομάστηκε «μολυβένια χρόνια», που ξεκινούν με την σφαγή της Πλατείας Φοντάνα το 1969 (βλ. Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού, του Ντάριο Φο σε δυο παλαιότερες δημοσιεύσεις του Πανδοχείου εδώ και εδώ) και τελειώνουν στην εξάρθρωση των Ερυθρών Ταξιαρχιών το 1982, ενώ είναι εμφανές ότι τα εξεταζόμενα βιβλία παρουσιάζουν πρόσθετο ενδιαφέρον εφόσον δεν έχουν μεταφραστεί στην γλώσσα μας.

natalia-ginzburg

Το νεανικό εξεγερσιακό πνεύμα του 1968 δεν αφορούσε μόνο το πεδίο της αμφισβήτηση των πολιτικών θεσμών αλλά προέταξε ως αίτημα και την επανεξέταση των διαπροσωπικών σχέσεων και της συγκρότησης της προσωπικής ταυτότητας. Οι γυναίκες και οι νέοι βγήκαν ως υποκείμενα αυτόνομα και ξεχωριστά από τον οικογενειακό πυρήνα. Έτσι το πρώτο ερμηνευτικό σχήμα που εντοπίζεται στην σχετική ιταλική λογοτεχνία αφορά μια οιδιπόδεια ή ευρύτερη ενδοοικογενειακή σύγκρουση. Η ρήξη σχετίζεται με την πατροκτονία ή αδελφοκτονία και λαμβάνει την μορφή της απόπειρας επούλωσης του τραύματος που προξένησε στην οικογένεια η συμμετοχή ενός μέλους σε ένοπλη ακροαριστερή οργάνωση.

Στο επιστολικό μυθιστόρημα της Ναταλία Γκίνζμπουργκ Αγαπητέ μου Μικέλε η περιγραφή της πολιτικής βίας υποβιβάζεται και η ίδια η ύποπτη δράση του γιου περιθωριοποιείται μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο. Το βιβλικό υπόστρωμα του «άσωτου υιού» συνδυάζεται με την απόρριψη της πατρικής κληρονομιάς, ενώ η υποχώρηση της ανδρικής κυριαρχίας επιτείνει την έλλειψη νοήματος στην ζωή των γυναικών. Η νεότερη γενιά αδιαφορεί για το παρελθόν ή το μέλλον και προσηλώνεται στο παρόν. Αυτή η στάση, γράφει η Πέτσα, δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην εκούσια άρνηση του ιστορικού παρελθόντος αλλά σχετίζεται με τις ανεπάρκειες της προηγούμενης γενιάς, η οποία αδυνατεί να επιτελέσει τον ρόλο της ως πρότυπο. Πρόκειται λοιπόν για μια αμυντική απάρνηση ενός τραυματικού παρελθόντος, η μνήμη του οποίου βαραίνει τις προηγούμενες γενιές. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το διήγημα Η Ντολόρες Ιμπαρούρι χύνει πικρά δάκρυα από την συλλογή του Αντόνιο Ταμπούκι, Το παιχνίδι της αντιστροφής (για το βιβλίο βλ. εδώ).

il-paese-delle-meraviglie

Σε μια σειρά έργων η αφήγηση του τραύματος συγκροτεί το μυθιστόρημα της διαμόρφωσης. Η χώρα των θαυμάτων [Il paese delle meraviglie] του Giuseppe Culicchia αποτελεί ένα μυθιστόρημα μαθητείας και προς την πολιτική συνειδητοποίηση του ήρωα που πληροφορείται τον θάνατο της αδελφής του κατά την διάρκεια μιας αστυνομικής επιχείρησης λόγω της συμμετοχής της σε ένοπλη οργάνωση. Η επαρχιακή πόλη όπου ζει ο νέος είναι καταδικασμένη σε ένα αιώνια επαναλαμβανόμενο παρόν και δεν επιδέχεται ιστορικοποίηση. Οι πολιτικές εξελίξεις φτάνουν μόνο μέσω της μιντιακής ενημέρωσης και η απώλεια της Αλίτσε σηματοδοτεί την απώλεια της προοπτικής μιας «χώρας των θαυμάτων».

Ο πόλεμος των παιδιών [La Guerra dei figli] της Lidia Ravera εστιάζει σε δυο αδερφές, η μια εκ των οποίων διακόπτει κάθε οικογενειακή σχέση και περνάει στην παρανομία και στοχοποιεί τον πιθανό πατέρα του παιδιού της άλλης. Η ένταξή της στην τρομοκρατική οργάνωση προκύπτει ως εναντίωση στην οικογένεια που μοιάζει με «δικτατορία» και ως αντίδραση στην ασφυκτική καταπίεση της μητέρας της. Είναι ενδιαφέρον ότι και εδώ οι ρόλοι της Αντιγόνης και της Ισμήνης μοιάζουν μοιρασμένοι, ενώ η αποσιώπηση της τραγικής είδησης από την δεύτερη αδελφή μοιάζει με συμβολική απόπειρα διαγραφής γεγονότων από την Ιστορία. Αυτή η συλλογική φαντασίωση της επανόρθωσης περιλαμβάνεται και στην ταινία Καλημέρα, νύχτα [Buongiorno notte] του Μάρκο Μπελόκιο, όπου ο Άλντο Μόρο δεν δολοφονείται, όπως συνέβη στην πραγματικότητα από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, αλλά κατορθώνει να απεγκλωβιστεί από την ομηρία και να μείνει ζωντανός.

lidia-ravera

Στο μυθιστόρημα Ανατομία της μάχης [Anatomia della battaglia] του Giacomo Sartori ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το ευρύτερο οικογενειακό και προσωπικό του παρελθόν και καταφεύγει στην αυτοεξορία σε μια χώρα της Αφρικής. Ενδιαφέρουσα μορφολογική επιλογή αποτελεί εδώ η απόδοση της εμφανούς ετερογλωσσίας των δυο κόσμων με διαφορετικές ιδιόλεκτους και χρήση αποκλειστικά κεφαλαίων γραμμάτων για την μια πλευρά. Ο συγγραφέας αναζητά τα κενά της Ιστορίας και αγγίζει την «αμνηστία Τολιάτι», σύμφωνα με την οποία οι δράσεις των παρτιζάνων δεν χαρακτηρίστηκαν ως πολιτικά αλλά ποινικά εγκλήματα, αποδεικνύοντας τελικά ότι η πραγματική συμφιλίωση με τα αιματηρά γεγονότα εκείνης της εποχής δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο μιας συλλογικής μνήμης που αποσιωπά πτυχές της εθνικής ιστορίας.

Παρουσιάζονται ακόμα τα μυθιστορήματα Tuo figlio [Ο γιος σου] του Gian Mario Villalta, Libera I miei nemici [Απελευθερώστε τους εχθρούς μου] του Rocco Carbone, Piove all’ insu [Βρέχει προς τα πάνω] του Luca Rastello,  Piombo [Μολύβι. Στο τελευταίο νησί, 1980 και τριγύρω  [Nell’ ultima isola, 1980 e dintorni] του Duccio Cimatti και 1977, Εξέγερση [1977, Insurrezione] του Paolo Pozzi. Με τα δυο τελευταία βρισκόμαστε σε μια άλλη περιοχή, της βιωμένης εμπειρίας αλλά και των γλωσσικών πειραματισμών. Και ακόμα πιο βαθιά, η επική εκδοχή της μνήμης «εκπροσωπείται» με τα καταρρακτώδη έργα του Νάννι Μπαλεστρίνι Τα θέλουμε όλα, La violenza illustrate, Οι αόρατοι και Εκδότης (τρία εκ των οποίων έχουν κατ’ εξαίρεση μεταφραστεί στη γλώσσα μας). Η στρατευμένη λογοτεχνία του Μπαλεστρίνι εμφανίζεται ως μια βίαιη πράξη, όπου η γραφή διαμορφώνεται ως δράση δημιουργικής καταστροφικότητας, έναυσμα για την σύλληψη μιας καινούργιας τάξης πραγμάτων.

ballestrini_

Στο πρώτο μυθιστόρημα ο ανώνυμος προλετάριος πρωταγωνιστής ενσωματώνει το μοναδιαίο ατομικιστικό «εγώ» του στη συλλογική αγωνιστική υποκειμενικότητα ενώ στο δεύτερο περιγράφεται η βία σε επίπεδο έκφρασης, με μια παράθεση διαφορετικών περί βίας λόγων. Η κατάργηση των σημείων στίξης διατηρείται και στο τρίτο έργο, που αποκτά μάλιστα την επική μορφή μεσαιωνικού ηρωικού ποιήματος. Αλλά οι κρατούμενοι θα είναι για άλλη μια φορά «αόρατοι», ενώ παραμένουν αταλάντευτα προσηλωμένοι στην ελπίδα:

… σε μια ορισμένη ώρα μέσα στη νύχτα όλοι μαζί ανάβαμε το λάδι στις δάδες έκλαιγαν πολύ ώρα θα πρέπει να ήταν ωραίο θέαμα απ’ έξω όλες εκείνες οι φωτιές που έτρεμαν επάνω στο μαύρο τοίχο της φυλακής μέσα σ’ εκείνο τον απέραντο κάμπου αλλά οι μόνοι που μπορούσαν να δουν τους πυρσούς ήταν οι λιγοστοί αυτοκινητιστές που τρέχουν μικροσκοπικοί […]  ή κάποιος αεροπλάνο ίσως που περνά πάνω ψηλά αλλά αυτά πετούν πολύ ψηλά εκεί πάνω στο μαύρο σιωπηλό ουρανό και δεν βλέπουν τίποτα… [σ. 251].

renault-moro_

Είναι ενδιαφέρον ότι στην ιταλική περίπτωση στη θέση των μελών έχουμε τους συγγενείς του θύτη ή του θύματος, συνεπώς η έμφαση αποδίδεται στους «θεατές» του κοινωνικού δράματος και όχι στους πρωταγωνιστές. Η σκοπιά αυτή της κοινής γνώμης απηχεί τον ισχυρισμό της Χάνα Άρεντ ότι η δημόσια σφαίρα συγκροτείται από τους θεατές και όχι από τους πρωταγωνιστές της πολιτικής. Κατά βάθος όμως η συγκεκριμένη αυτή αφηγηματική επιλογή αποσκοπεί στην απόκρυψη του συμβάντος, μια στόχευση που απηχεί τη γενική ιδεολογία της μεταπολιτικής συνθήκης. Έτσι το παρελθόν συνεχίζει να αιμορραγεί από τις πληγές του, συνεπώς, συμπεραίνει η Πέτσα, εντοπίζοντας και καταγράφοντας τις πρωτογενείς παθογένειες που το σημάδεψαν ίσως τότε να κατορθώσει να συνειδητοποιήσει ότι αυτό υπήρξε αλλά είναι πλέον νεκρό και έτσι να ζητήσει την οριστική ταφή – την ανάστασή του.

Η μελέτη δεν ολοκληρώνεται με τα εκτενή συμπεράσματα. Το επίμετρο περιλαμβάνει μια παράπλευρη έρευνα πάνω σε θεμελιώδη θεωρητικά έργα που σχετίζονται άμεσα με τα παραπάνω ζητήματα (Ζιράρ, Ίγκλετον, Μπένγιαμιν, Σαρτρ, Καμύ, Άρεντ, Μερλώ – Ποντύ, Λούκατς, Μπαντιού, Ζίζεκ κ.ά) αλλά και σημαντικές έννοιες όπως η νοσταλγία, ο παροντισμός, ο αφηγηματικός φετιχισμός, η μελαγχολική γραφή (που σε αντίθεση με την πένθιμη γραφή αρνείται να αποδεχτεί την απώλεια ως γεγονός) κ.ά. Στο παράρτημα δημοσιεύονται τρεις συνεντεύξεις: με την Adriana Faranda, πρώην μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η οποία συμμετείχε στην απαγωγή του Άλντο Μόρο, με τον Νάννι Μπαλεστρίνι και με τον Γιώργο Μομφερράτο, γιο του δολοφονηθέντα εκδότη Νικόλαου Μομφερράτου από την 17Ν.

protest-rue-saint-jacques-paris-6-may-1968

Η πρώτη, που είναι και η εκτενέστερη, είναι πραγματικά συγκλονιστική. Η Φαράντα περιγράφει πόσο σταδιακά και αδιόρατα, «φυσικά» για εκείνη την εποχή, γλιστρούσε κανείς στο επαναστατικό κίνημα, αναλαμβάνει το κομμάτι της συλλογικής ευθύνης που της αναλογεί, παρά την διαφωνία της τότε για την δολοφονία, κρίνει το παρελθόν της και υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς, τα πάντα εκτός από τον ένοπλο αγώνα. Σήμερα, λέει κάπου αλλού, «καμία ομάδα και καμία δύναμη δεν έχει στο μυαλό της μια επαναστατική διαδρομή, υπάρχουν όμως πλήθη στις πλατείες που μπορούν να εκραγούν».

Η Πέτσα τιμά τόσο την δοκιμιακή γραφή, αυτή την πλούσια παράδοση ύφους και σκέψης, όσο και την ερευνητική εργασία, γράφοντας ένα συναρπαστικό στην ανάγνωση μελέτημα που κατορθώνει ταυτόχρονα να ανοίξει ένα από δεκαετίες κλειστό παράθυρο σε μια ελάχιστα ερευνημένη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, σε μια εξίσου άγνωστη λογοτεχνία αλλά και στο φιλοσοφικό υπόβαθρο όλων των ακάνθινων θεμάτων της.

balestrini-1971-vogliamo-tutto_

Εκδ. Πόλις, 2016, σελ. 387. Περιλαμβάνεται βιβλιογραφία με πρωτογενείς πηγές (λογοτεχνία, μαρτυρίες, αυτοβιογραφίες, χρονικά, ταινίες και ντοκιμαντέρ) και κριτική βιβλιογραφία (βιβλία και μελέτες, άρθρα, ημερήσιος τύπος, άλλα ντοκουμέντα και πηγές στο διαδίκτυο).

Στις εικόνες: Adriana Faranda, Natalia Ginzburg, Lidia Ravera, Nanni Ballestrini, το Ρενώ όπου βρέθηκε νεκρός ο Άλντο Μόρο, Οδός Saint-Jacques, Παρίσι, 6 Μαΐου 1968.




Φεβρουαρίου 2017
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728  

Blog Stats

  • 1.133.063 hits

Αρχείο