Μαρία Κουγιουμτζή – Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα

Η αβάσταχτη σκληρότητα του είναι

Η Μαρία Κουγιουμτζή γράφει με μια αστείρευτη έμπνευση ιστορίες σκληρές, γεμάτες από ήρωες που υφίστανται κάθε είδους βάσανο: κατασπαράζονται μέσα σε σχέσεις ανθρωποφαγικές, ρίχνονται γυμνοί μέσα σε μια κοινωνική αρένα, δεν βρίσκουν καταφύγιο ούτε στους κόλπους της οικογένειας, που συχνά αποδεικνύεται αίθουσα βασανιστηρίων για το σώμα και σφαγείο για την ψυχή. Στις ερωτικές τους σχέσεις εξευτελίζονται, στην καθημερινή τους ζωή καταματώνουν το ίδιο σωματικά και ψυχικά. Οι συλλογές των διηγημάτων της βρίθουν από μια ανεξάντλητη τυπολογία πόνων, που όμως κανείς τους δεν μοιάζει με τον άλλο. Όλες αυτές οι διηγήσεις θαρρείς και συγκολλούν το ψηφιδωτό του μεγάλου ιδιωτικού ανθρώπινου πόνου, ίδιο και απαράλλαχτο στον τόπο και στον χρόνο.

Θα περίμενε κανείς όλος αυτός ο ζόφος να αντανακλά στον αναγνώστη και να τον σκεπάζει με την μελαγχολία των αναπότρεπτων ανθρώπινων πραγμάτων. Κι όμως, οι ιστορίες της όχι μόνο δεν σκοτεινιάζουν αλλά, λειτουργώντας μ’ έναν θαυματουργό τρόπο, τολμώ να πω και πως γλυκαίνουν. Όχι μέσω κάποιου σαδισμού ή της γνωστής ικανοποίησης που αισθάνεται ο ασφαλής θεατής – αναγνώστης «απέναντι στον πόνο των άλλων», αλλά κυρίως επειδή μας ανοίγει μια τεράστια βεντάλια ιστοριών που μόνο η θαυμαστή λογοτεχνία μπορεί να καθιστά την ίδια στιγμή απολύτως εξατομικευμένες και κοινές για όλους.

«Ο πατέρας βίαζε τη μικρή Εβραία, που του είχαν εμπιστευθεί, για πέντε μήνες πριν την παραδώσει»… αρχίζει ένα από τα πλέον ενδεικτικά διηγήματα της συλλογής, «Η μικρή Εβραία». Κλεισμένη στη σοφίτα, τον περιμένει γνωρίζοντας πως δεν πρέπει να φωνάξει. Και κάποτε την σπρώχνει στο πλήθος των Εβραίων που όδευαν προς τον σταθμό των τρένων, επειδή δεν άντεχε, είπε, να μην της ορμά. Τώρα η μητέρα πήρε την θέση της αλλά εκείνος φωνάζει το όνομα εκείνης. Με όλα αυτά, μοιάζει ευτύχημα που ο οχτάχρονη αφηγήτρια τού προκαλεί απέχθεια· όταν όμως φτάσει τα δώδεκα, την ακολουθεί ως υπνωτισμένος. Η νέμεση για τον απεχθή πατέρα δεν έρχεται τόσο με την επανορθωτική βία της γυναίκας και της κόρης του όσο με την ίδια της την εμφάνιση, που μοιάζει με εκείνη της άτυχης Εβραίας, αλλά κι ένα τέχνασμά της κόρης που δεν τον αφήνει ποτέ να ησυχάσει.

Στις «Ξέφρενες σιωπές» η δεκατετράχρονη αδελφή της αφηγήτριας εκδηλώνει με τον δικό της τρόπο την απέχθεια προς την μητέρα τους: διαβάζει άκαμπτη και σοβαρή και είναι πάντοτε «αλλού», «σε έναν κόσμο ελεύθερο, που όμως για να τον κατακτήσει έπρεπε να υπομένει την υποταγή στον ορισμένο από άλλους χώρο και χρόνο». Η μητέρα μια «στρίγγλα ηθικής», ο πατέρας εξαφανισμένος στις θάλασσες και παρών μόνο σε εξωτικές κάρτες. Η επαναστατικότητά της βράζει κάτω από το νυσταγμένο βλέμμα της κόρης, που ξεκινάει μια σχέση με τον διευθυντή του εργοστασίου όπου εργάζεται η μητέρα της. Εκείνη τους τιμωρεί με τα καρούλια που ως τώρα έμοιαζαν με οντότητες που τους συμπαραστέκονταν στον έρωτά τους στην βιομηχανική τους κρυψώνα. Αλλά η κόρη αφήνει ως κληροδότημα στην αφηγήτρια μια εντολή να μην προδώσει ποτέ την επιθυμία της, συνεπώς και να μην υποκύψει για να την απολαύσει, γιατί τότε θα την χάσει. Και στο απρόσμενο τελείωμα, ο όποιος έρωτας των δυο αταίριαστων εραστών μεταγγίζεται με ιδιαίτερο τρόπο στην αφηγήτρια.

Στην ιστορία που διαδραματίζεται «Τότε που η μαμά κοιμόταν» μια άλλη μητέρα ταλαιπωρεί την κόρη της καθώς κοιμάται συνέχεια ή, όταν ο μπαμπάς πηγαίνει να πλαγιάσει πλάι της, ουρλιάζει. Το κορίτσι αντιλαμβάνεται ότι δεν φταίει η βροχή, όπως του λένε, και επιχειρεί την παρασύρει σε ένα παιχνίδι βίας που φτάνει στο σημείο να μοιράζονται τον πόνο και την βρωμιά: είναι, ίσως, ο μόνος τρόπος να μείνουν μόνες. Κάπου αλλού, μια άλλη μικρή, η Μιχαλίτσα, προσπαθεί με τον δικό της τρόπο να γνωστοποιήσει στον περίγυρό της αυτά που υφίσταται από τον πατέρα της. Αλλά εκείνοι είτε θεωρούν ότι τα βγάζει από το μυαλό της είτε δεν θέλουν να ακούνε τέτοια λόγια, είναι αμαρτία. Δεν της μένει παρά η αφηγήτρια ή η πιο ακραία αυτοδικία («Όταν ωριμάσουν τα πορτοκάλια»).

Στο «Ερωτικό αδιέξοδο» το πρόσωπο που μας διηγείται την ιστορία βρίσκεται σε ένα ακόμα ιδιόμορφο τρίγωνο, εφόσον παρίσταται, ως συγκάτοικος, στον νεανικό έρωτα της συγκατοίκου με τον φίλο της. Καθώς κοινωνεί τις σκέψεις της σ’ εμάς τους αναγνώστες, θαυμάζει την ερωτικότητα της κοπέλας, ζηλεύει, ειρωνεύεται, το βράδυ ακούει τις κινήσεις των σωμάτων τους, τα βλέπει πλεγμένα και μπαίνει φαντασιωδώς ανάμεσά τους. Το φορτισμένο τρίγωνο διαλύεται με έναν εξίσου αναπάντεχο, κυριολεκτικά αποκαλυπτικό τρόπο.

Πριν από μια ώρα ξάπλωνε σ’ ένα κρεβάτι χωρίς τη φούστα. Μια κοιλιά ιδρωμένη πίεζε τη δική της με λάθος ρυθμό. Τα μπράτσα της σταυρωτά πάνω στο πρόσωπό της με τις μασχάλες στεγνές. Οι θηλές του στήθους της μαλακές, έγερναν στο πλάι κάθε φορά που οι τσιτωμένες ρώγες του άντρα ξιφομαχούσαν πάνω τους. Στο χαμηλό φως του αμπαζούρ, οι κάλτσες της με τους φευγάτους πόντους ντρέπονταν. Χαζές, λέξει, χαζές, και κοκκινίζει. Το κάδρο πάνω απ’ το κεφάλι της – ένας γλυκός Ιησούς – σάλευε απ’ τους κραδασμούς του κρεβατιού. Έτοιμος να πέσει κι Αυτός. Όχι, δεν μπορούσε να βοηθήσει. [σ. 83]

«Ένα ακόμα βράδυ στο δρόμο», όπως τιτλοφορείται το σχετικό διήγημα, περιμένει αυτή την γυναίκα. Το δωμάτιο είναι νοικιασμένο για μια ώρα και δεν υπάρχει χρόνος ούτε για τον πολυπόθητο ύπνο. Νωρίτερα είχε μπει σε μια τράπεζα ν’ αφήσει το σώμα της σε μια πολυθρόνα, μα την έδιωξε γρήγορα ένας ακόμα πιο λυπημένος υπάλληλος. Οι τσέπες της δεν έχουν κλειδιά, η καρδιά της δεν ακούγεται. Η ημέρα θα τελειώσει με την μάχη για μια θέση στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Στην καλύτερη περίπτωση, θα την βρει αγκαλιασμένη με μια άλλη άστεγη, να μοιράζονται την ευτυχία μιας καραμέλας.

Όπως πάντα, οι φράσεις της Μαρίας Κουγιουμτζή σμιλεύουν την σκληρή πέτρα των μύθων της αλλά και την μπολιάζουν με μια κρυφή ποιητικότητα όπου κάθε λέξη διατηρεί ένα ειδικό βάρος. Είναι η πρόζα της όμως που λειτουργεί σαν κάθαρση. Ο αναγνώστης αναδύεται από την ανελέητη σκληρότητα των ιστοριών της με μια αίσθηση ανακούφισης, ίσως επειδή όλες αυτές οι βασανισμένες ηρωίδες κι όλοι αυτοί οι ταλαιπωρημένοι χαρακτήρες της μνημειωμένοι σε κείμενο και αναγεννημένοι σε λέξεις βρίσκουν μια δικαίωση. Μπορεί να έχουν περάσει τα πάνδεινα όμως τώρα κάποιος τους ακούει και τους προσέχει. Κι ίσως κάτι αφαιρείται από το βάρος τους, ίσως πάλι να τους παρηγορεί η σκέψη πως αφήνουν το πικρό απόσταγμα της εμπειρίας τους σαν μια απόκρυφη γνώση.

Εκδ. Καστανιώτη, 2016, σελ. 246.

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 50 (καλοκαίρι 2017)

Στις εικόνες, έργα των: Lu Jian Jun, Suthamma (Ta) Thimkaeo, Oswaldo Guayasamín, Aleksandra Waliszewska, Maureen Scott, Robert Bluj.

H συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου, εδώ.

Εντευκτήριο 111 (Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2015, κυκλοφ. 15 Απριλίου 2017)

Μια εκ των συγκινήσεων που πάντα προσφέρουν τα λογοτεχνικά περιοδικά, εκτός από τα αυτονόητα θαυμάσια κείμενα που πάντα κρύβουν εντός, σε αναλογία που αναπόφευκτα ποικίλει, είναι και ο ίδιος ο αιφνιδιασμός που συχνά προκαλούν στον αναγνώστη που κάπως επαναπαύεται αναμένοντας μια καθιερωμένη σειρά πραγμάτων. Έτσι κι εδώ, ο πρώτος αιφνιδιασμός προκαλείται από την ποιητική παραγωγή του Ρέιμοντ Κάρβερ, η οποία μας είναι άγνωστη ακριβώς επειδή έχει επισκιαστεί από την έξοχη πεζογραφική του πρόζα (βλ. ενδεικτικά εδώ).

Θα έπρεπε όμως να το έχουμε υποψιαστεί, επειδή, αφενός η δύσκολη ζωή του ήταν εκείνη που τον έκανε να προτιμά την μικρή φόρμα, αφετέρου επειδή σε όλα του τα διηγήματα διέθεταν πάντα φλέβα ποιητική, έστω και συγκαλυμμένη. Έτσι ο συγγραφέας έγραψε πράγματι δυο ποιητικές συλλογές (1968 και 1970) προτού εκδοθεί η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, ενώ η τελευταία συγκεντρωτική του συλλογή (1989) περιλαμβάνει ποιήματα που γράφτηκαν πριν από τον θάνατό του και αντλούν έμπνευση από την διάγνωση του καρκίνου των πνευμόνων. Και όπως γράφει η Μαρία Μουσαφίρη, που αναλαμβάνει την παρουσίαση και την μετάφρασή τους πρόκειται για ποίηση απογυμνωμένη, στεγνή, σκέτη αλλά και τραυματικά έντονη.

Η δεύτερη έκπληξη έρχεται με μια άγνωστη τέχνη του Ted Hughes: τα ποιήματα για παιδιά [Εισαγωγή – μετάφραση: Θοδωρής Ρακόπουλος]. Τα ζώα είναι και εδώ πρωταγωνιστές, όπως άλλωστε και στην ευρύτερη ποίηση του Χιουζ, με μια δυνατή εικονοποιία αλλά και χιούμορ. Το ξέρω! γράφει στο «Μύδι», Είμαι χάλι μεγάλο, / αλλά είμ’ ολόκληρο καρδιά. / Καρδιά που δεν τα καταφέρνει πια / να μαλακώσει άλλο. Η ξένη λογοτεχνία συμπληρώνεται με την Ωδή στον Νινέττο Ντάβολι του Πιερ Πάολο Παζολίνι  και τα Μαθήματα του εξαιρετικά ενδιαφέροντος πεζογράφου Τζάστιν Τόρρες.

Ο Θανάσης Νιάρχος συνεχίζει της Ημερολογιακές του Καταγραφές· σημειώνω μια ιδιαίτερη περιφορά επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή του 2001 και μια ομολογία του το βράδυ της ίδιας μέρας στο ξενοδοχείο: οι ιστορίες που λέω για τις δασκάλες μου στο δημοτικό σχολείο – όλες πραγματικές αν και λίγο τραβηγμένες – με ηρεμούν αφάνταστα. Δυο μέρες μετά εκφράζει την δυσκολία του να υποταχθεί στις ελάχιστες λέξεις που απαιτούν οι εφημερίδες για τις παρουσιάσεις και κριτικές των βιβλίων. Ένας άλλος εξαίρετος εξομολόγος των εσωτερικών φωνών, ο Τάκης Σπετσιώτης, καταθέτει στα Ατμόσφαιρα νέα την αισθαντική του ματιά στην πόλη και αλλού, όπου ως και οι παλαιές, οι κουρασμένες γυναίκες πηγαινοέρχονται.  

Η Μαρία Στασινοπούλου στην Χαμηλή της βλάστηση καταθέτει ως μικρές φόρμες σκέψεις και ιδέες για μεγαλύτερα κείμενα και ο Φίλιππος Δρακονταειδής  εμμένει στις βλαβερές συνέπειες της αναμονής απευθυνόμενος σε κάποιον Σάμιουελ. Δημοσιεύονται ακόμα μια Επιστολή του Κώστα Ταχτσή στον Νάνο Βαλαωρίτη και διηγήματα από τους Κωνσταντία Σωτηρίου, Βάνα Χαραλαμπίδου, Γιάννη Τσίρμπα, Στράτο Φουντούλη, Στέλλα Παρασχά κ.ά. Ο Φάκελος είναι αφιερωμένος σε μια προδρομική έκδοση της Διαγωνίου [1952] με θησαυρισμένα κείμενα των νέων τότε λογοτεχνών Νίκου Μπακόλα, Ντίνου Χριστιανόπουλου, Κίμωνα Oικονόμου και Ιωάννη Σιβεριώτη. Το εισαγωγικό κείμενο υπογράφει ο Κ. Ν. Πλαστήρας.

Στην Camera Obscura, τέλος, κι ενώ δεν λείπουν οι χορταστικές κριτικές, το πάντα χρήσιμο ευρετήριο, η θεατρική στήλη και τα υπόλοιπα γνωστά καλά, εκθέτει ο Σπύρος Ζερβουδάκης  φωτογραφίες για μια Αλλόκοτη μεταμόρφωση (κείμενο: Ηρακλής Παπαϊωάννου). Γνωρίζω καλά την φωτογραφία του Ζερβουδάκη και σιωπώ γιατί δεν θα είμαι αντικειμενικός, καθώς υπήρξαμε συνένοικοι στη θρυλική μονοκατοικία της οδού Αχιλλέως στην Κάτω Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης.

[σ. 144]

Στις εικόνες: Ο Raymond Carver τότε που γινόταν ποιητής και ο Ted Hughes σε πορτραίτο από την Sylvia Plath [1956]