07
Μάι.
11

Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 47. Μαρία Κουγιουμτζή

Διατηρείτε μνήμες από μια άλλη Θεσσαλονίκη. Ζήσατε στα πλευρά της Άνω Πόλης, με το κατακλυσμικό βυζαντινό, τουρκικό και προσφυγικό στοιχείο. Οι τόποι και ο χρόνος τους καθόρισαν και καθορίζουν αναπότρεπτα το βλέμμα όσων τους έζησαν. Πώς βρίσκουν όλα αυτά τον δρόμο τους προς τη γραφή σας; Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα των δυο βιβλίων σας;

Γεννήθηκα στην δυτική Θεσσαλονίκη τα δύσκολα χρόνια του 1945 και μεγάλωσα μέσα στην φτώχεια και τις κακουχίες. Η μητέρα μου μας μεγάλωνε εμένα και τον αδελφό μου, δεκατρία χρόνια μεγαλύτερο, δουλεύοντας στα καπνά. Ήταν χήρα από τον πατέρα του αδελφού μου και ζωντοχήρα από τον δικό μου πατέρα. Η μητέρα μου ήταν μια θερμή όμορφη νταρντάνα ενώ εγώ γεννήθηκα ενάμισι κιλό, πιθανόν από τις ανέχειες ή τις προσπάθειες της να με ρίξει, και ο πατέρας μου με σήκωσε με το μικρό του δαχτυλάκι λέγοντας, βρε γυναίκα εσύ το έβγαλες αυτό το μίκυ μάους; Πριν κλείσω χρόνο είχαν χωρίσει κι έκτοτε δεν τον είδαμε. Μάθαμε πως σκοτώθηκε κατά λάθος σε μια βεντέτα. Δεν ξέρω πώς είναι το πρόσωπό του πέρα από μια δυο φωτογραφίες. Δεν μου έλειψε ποτέ, ο αδελφός μου τον αντικατέστησε επάξια, κι όταν μεγάλωσα λίγο ήμουν ευτυχής που δεν είχα ένα πατέρα να με ελέγχει, μου έφτανε και περίσσευε η μητέρα μου.

Τα παιδικά μου χρόνια πήγαινα συχνά στο επταπύργιο, εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο αδερφός μου κι έπαιζα με τις ξαδέρφες μου. Δίπλα απ’ τις φυλακές του Γιεντί Κουλέ ήταν χωράφια και χωνόμασταν  μέσα στο πράσινο στάρι και φτιάχναμε ντουντούκες με τα καλάμια του σταχιού. Για τους φυλακισμένους ακούγαμε διάφορες βρομερές ιστορίες, φανταστικές οι περισσότερες.

Κατεβαίναμε στο κέντρο, όχι από τον κανονικό χωματόδρομο, αλλά μέσα από τις αυλές των σπιτιών, τους κήπους, μια κατηφόρα που έβγαζε αν θυμάμαι καλά στον Άγιο Δημήτριο. Ο δρόμος αυτός έρχεται συχνά στα όνειρά μου σαν ένας τόπος φωτεινός και ανθισμένος, ένας τόπος ευτυχίας.

Όμως όλα μου τα χρόνια τα πέρασα και τα περνώ στην δυτική Θεσσαλονίκη, τότε τα σπίτια ήταν εβραίικα, άθλια χωρίς κουζίνα και τουαλέτα, τώρα γέμισε πολυκατοικίες.

Τα διηγήματά είναι επηρεασμένα από τα χρόνια εκείνα, όπου οι άνθρωποι, πρόσφυγες ως επί τω πλείστον, μεροκαματιάρηδες, που οι δυσκολίες της ζωής τους είχαν αγριέψει. Θυμάμαι μια βροχερή μέρα μια γυναίκα που έμενε με τον άντρα της και την αδελφή της, έβγαλε μέσα στη βροχή το στρώμα της αδελφής της και της κορούλας της, το κοριτσάκι ήταν κουκουλωμένο με το πάπλωμα και περίμενε την μανούλα του να έρθει από την δουλειά, την πλύση δηλαδή για ένα κομμάτι ψωμί, η αδελφή  την  ζήλευε, πίστευε πως γλυκοκοίταζε τον άντρα της γι αυτό τους πέταξε στο δρόμο. Ευτυχώς μια άλλη γυναίκα τους λυπήθηκε και τους περιμάζεψε. Η σκληρότητα και η τρυφερότητα πήγαιναν αντάμα. Γι αυτό και τα διηγήματα και των δύο βιβλίων κινούνται ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο. Είχα μια γειτονοπούλα τυφλή και κουφή, της γράφαμε τις λέξεις πάνω στην παλάμη της και καταλάβαινε. Είχε πάθει μικρή πολιομυελίτιδα, ευτυχώς στα εννιά της χρόνια και είχε προλάβει να μάθει αρκετά γράμματα ώστε να συνεννοείται. Αυτό το κορίτσι στην εφηβεία δάγκωνε την μάνα της και την ξεμάλλιαζε. Με είχε μάθει  την γραφή τους και της έγραφα ποιήματα και τον «φτωχούλη του Θεού» του Καζαντζάκη. Λάτρευε την ποίηση κι έγραφε κι εκείνη ενδιαφέροντα ποιήματα.  Μικρή έπαιζα με τις γυφτοπούλες και μερικές εβραιοπούλες που είχε η γειτονιά, αργότερα και τουρκοπούλες. Δεν ένιωθα ούτε με ενδιέφεραν ούτε και μ’ ενδιαφέρουν οι διαφορές. Αντίθετα απεχθανόμουν αυτούς που τις λοιδορούσαν. Είναι γεγονός ότι η φύση κοιτάζει με δυσπιστία το διαφορετικό ενώ το περιέχει. Μικρή παρακολουθούσα τα μυρμήγκια πως καθώς αντάμωναν φιλούσε κατά κάποιο τρόπο το ένα το άλλο και όταν ρώτησα τον αδελφό μου γιατί το κάνουν αυτό, μου είπε πως αναγνωρίζουν το «ίδιο» τους,  μυρίζοντας το μυρμηκικό οξύ.

Αυτά και παρόμοια πρόσωπα βγαίνουν ασυνείδητα στα διηγήματα χωρίς εγώ να τα καλώ.

Ο χώρος στα διηγήματά που γράφω δεν είναι καθορισμένος γιατί πιστεύω πως η γη είναι πατρίδα μας, – παρ’  όλο που δεν μπορώ να κάνω βήμα από την Θεσσαλονίκη, είναι η μάνα μου, καλή κακή δεν την αποχωρίζομαι – , και  επειδή οι τοποθεσίες αλλάζουν ονομασίες προτιμώ έναν φανταστικό χώρο δημιουργημένο ειδικά για τους φανταστικούς ήρωες, ελπίζοντας πως ο αναγνώστης θα του φτιάξει τον δικό του τόπο της αρεσκείας του και θα τον εγκαταστήσει εκεί. Μ’ αρέσουν τα δέντρα και τα λουλούδια της φαντασίας, τα σπίτια και οι κήποι, οι άνθρωποι, τα ονόματα και οι πληγές τους. Είναι πληγές που δεν στάζουν αίμα, οι ήρωες σηκώνονται και συνεχίζουν απ’ την αρχή τη ζωή τους. Ο Λίγκε στο δεύτερο βιβλίο είναι όμορφος και ζωντανός, ανταμώνει με τον Όλεκ κι αφήνει περιθώρια στην μικρή που ξυπνάει μέσα της ο έρωτας να τον ζήσει κι αυτή. Μπορούμε να τον ανταμώσουμε όποτε θέλουμε να πριονίζει τις οξιές στο δάσος της Βίτουλα. Η Βίτουλα μπορεί να γίνει Τλουβία και το δάσος να  γεμίσει με χιόνι. Ένας αέρας μπορεί να σφυρίζει σαν χιλιάδες οχιές και να δαγκώνει τα φύλα μιας ξεγελασμένης, που άνθισε, πασχαλιάς. Δηλαδή υπάρχει  στη λογοτεχνία απεριόριστη ελευθερία που δεν υπάρχει στη ζωή.

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Μ’ αρέσουν οι αντιθέσεις και δεν έχω όρια λογοτεχνικά ως προς τις προτιμήσεις μου. Μου αρέσει εξίσου η Κάθοδος των εννέα του Βαλτινού, το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου και τα μυθιστορήματα της Ζατέλη. Η Ζατέλη ιδιαίτερα ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου και την απολαμβάνω περισσότερο. Ιδιαίτερα ξεχωρίζω τον Δημήτρη Δημητριάδη, νομίζω πως προηγείται της εποχής του. Από τους νεότερους τον Δαβέττα και τον Κοροβίνη, από το διήγημα τον Σωτήρη Δημητρίου, τον Τάσο Καλούτσα, τον Τάσο Χατζητάτση και τον Πρόδρομο Μάρκογλου. Στην ποίηση την Δημουλά, την Ρουκ, τον Αναγνωστάκη, τον Κύρου, τον Μέσκο, τον Κοντό, τον Φωστιέρη, την  Καραγγιάννη, την Αγαθοπούλου, την Λαϊνά, την Μπακονίκα, τον Κώστα Ριζάκη και την Κατερίνα Καριζώνη. Από τους νεότερους τον Σταύρο Ζαφειρίου, τον Βασ. Αμανατίδη, την Χλόη Κουτσουμπέλη, την Μαρία Καρδάτου, και την Ευτυχία Λουκίδου από την Θεσσαλονίκη, τους νεότερους Αθηναίους δεν τους ξέρω. Φυσικά υπάρχει μια μακριά σειρά ονομάτων και από τους μεν και από τους δε εξίσου αξιόλογων που τους αγαπώ και τους διαβάζω.

Οι ξένοι συγγραφείς που αγάπησα και που έθρεψαν την φαντασία μου είναι κυρίως οι: Ντοστογιέφσκι,  Μούζιλ,  Μπόρχες,  Σαραμάγκου, Χένρυ Τζέιμς,  Προύστ και ο Τένεσυ Γουίλιαμς.

Το πρώτο σας βιβλίο «Άγριο Βελούδο» εμφανίστηκε το 2008. Από πότε γράφετε και γιατί επιλέξατε να εκδώσετε την συγκεκριμένη στιγμή και όχι νωρίτερα;

Τα βιβλία δεν προϋπήρχαν, γράφτηκαν στον σημερινό χρόνο, λίγα διηγήματα είχα γράψει στο παρελθόν. Δεν μου είχε περάσει από το νου να γράψω και να εκδώσω ολόκληρο βιβλίο, αυτό έγινε με την παρότρυνση αγαπημένων φίλων που πίστευαν σε μένα.

Η προαναφερθείσα συλλογή διηγημάτων πήρε τα αντίστοιχα βραβεία του περιοδικού «Διαβάζω» (2009) και του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Τι νόημα έχουν τα βραβεία σήμερα, τι ωφέλειες ή παγίδες επιφυλάσσουν για τον βραβευμένο;

Τα βραβεία και βέβαια δίνουν χαρά, είναι μια επιβράβευση των προσπαθειών μας, αλλά δεν βελτιώνουν ούτε την γραφή ούτε την σκέψη μας, πιθανόν αν είναι κανείς αιθεροβάμων να τον βλάψουν.  Αν ενδιαφέρεται  για την λογοτεχνία κι όχι μόνο για την προβολή ή την φήμη του, πρέπει να μην εφησυχάζει ποτέ. Και πως μπορεί κανείς να είναι εφησυχασμένος για κάτι που του έχει χαριστεί και μπορεί από στιγμή σε στιγμή να του αφαιρεθεί; Όμως ας μη γελιόμαστε, οι καλλιτέχνες γενικά είναι πιο ευάλωτοι σ’ αυτές τις αμαρτίες του εγώ. Άλλωστε πιστεύω πως ο μόνος χειροπιαστός Θεός είναι το ένστιχτο.

Τα διηγήματά σας συχνά αποτελούν συναρπαστικές ιστορίες που κατακλύζονται από το δραματικό ή το τραγικό στοιχείο. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή; Μπορείτε να την δικαιολογήσετε;

Τα διηγήματα και των δύο συλλογών χαρακτηρίστηκαν σκληρά και τρυφερά ταυτόχρονα και αυτό συμβαίνει γιατί έχω μέσα μου θυμό για αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Το αίμα χύνεται εν ονόματι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, ενώ διάγουμε τον πιο απάνθρωπο καπιταλισμό. Σκοτώνουμε τον άνθρωπο υπερασπιζόμενοι τα δικαιώματά του. Τέτοιο φαρισαϊσμό μας τον φτύνουν στα μούτρα και  τον ανεχόμαστε. Παίζονται στον τζόγο ολόκληρες χώρες και δεν αντιδρούμε λες και το αυτονόητο είναι μια ξένη λέξη που χρειάζεται μετάφραση. Αλλάζουν τον κόσμο καταστρέφοντας, έχοντας πρότυπο το θείον της φύσης που εξολοθρεύει τους αδύναμους. Όμως η φύση τους εξολοθρεύει δεν τους υποδουλώνει. Εδώ σήμερα όλοι μετατρέπονται σε δούλους με κουστούμι και γραβάτα. Μιλούν για ένα εκατομμύριο ανέργους λες και τους στέλνουν εκδρομή. Φαίνεται πως γκρεμίζοντας χτίζεται το καινούργιο. Όλα αυτά μεταμφιεσμένα σε πρόσωπα εμφανίζονται στα διηγήματα. Είναι η ζωή σκληρή κι έτσι είναι κι αυτά. Και γι αυτό προσπαθώ να τα μεταθέτω σ’ έναν άλλο χώρο, με την ποιητικότητα.

Έχετε γράψει πεζογραφία και ποίηση. Ισορροπείτε ανάμεσα στα δύο ή σας κερδίζει σταδιακά η πεζογραφία; Για ποιο λόγο προτιμάτε να γράφετε διηγήματα; Έχετε μπει στον πειρασμό συγγραφής ενός μυθιστορήματος;

Αγαπώ πολύ την ποίηση αλλά λίγους ποιητές. Όμως δεν αντέχω να διαβάζω ώρες ποίηση, η συμπυκνωμένη δύναμή της σε εξουθενώνει, αντίθετα διηγήματα και μυθιστορήματα διαβάζονται εύκολα και για μεγάλο χρονικό διάστημα.  Έχω γράψει και δημοσιεύσει μερικά ποιήματα, περίπου μια μικρή συλλογή αν μαζευτούν, αλλά τώρα είμαι στραμμένη  εξ ολοκλήρου στο διήγημα. Πιστεύω πως το μικρό διήγημα συγγενεύει εκλεκτικά με την ποίηση. Διαθέτει κι αυτό πυκνότητα αφαίρεση και συμβολισμό.

Παρ’ όλα αυτά θαυμάζω το μυθιστόρημα και με τριγυρνάει η επιθυμία να το επισκεφτώ ενεργητικά.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Γράφω κυρίως το πρωί σε λιγοστό φως. Είμαι την ώρα εκείνη σαν υπνωτισμένη, μια ερωτευμένη με το πρόσωπο του διηγήματος, το οποίο δεν γνωρίζω, δεν το κατασκευάζω, απλώς το αφήνω να το δημιουργήσουν οι λέξεις και το ασυνείδητο αυτών που έχω ζήσει, που έχω διαβάσει, που έχω ακούσει και που έχω δει. Κατόπιν νηφάλια κάνω τις διορθώσεις. Είμαι φανατική του διαβάσματος και του κινηματογράφου. Πιστεύω πως η εμπειρία δεν βασίζεται μόνο σε ότι έχουμε ζήσει, αλλά και σε ότι έχει πέσει στην αντίληψή μας ή έχουμε αισθανθεί. Πιστεύω πως άλλο  πράγμα είναι το βίωμα και άλλο η βιογραφία. Μέσα στο βίωμα περνά η φαντασία, αλλοίμονο αν αγνοήσει κανείς αυτήν την σημαντική λειτουργία του εγκεφάλου και της ψυχής. Υπάρχει σύνθεση των βιωμάτων, αλληλοεισχώρηση πολλών μέσα σε μια ιστορία. Μέσω του μύθου αντέχει κανείς την ζωή. Άλλωστε εκεί βασίζονται κι όλες οι θρησκείες.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;

Αν μπορούσα να γράψω μια μονογραφία αυτή θα ήταν για την Κική Δημουλά. Πολύ ζουμί θα είχε και μια ψυχογραφική βιογραφία του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Πιστεύω στο διαδίκτυο, στο μέλλον του, τώρα διάγει τα πρώτα του βήματα. Όμως όπως κάθε πράγμα είναι κι αυτό διπλό και καλό και κακό. Δεν είναι μόνο θέμα χρήσης είναι μέσα στις εν δυνάμει δυνατότητές του. Μέσα του ο χρόνος εξαπλώνεται και συρρικνώνεται ταυτόχρονα. Η πληροφορία έχει πλήθος αλλά δεν έχει βάθος, τουλάχιστον για την ώρα. Το μέλλον του είναι ελπιδοφόρο ως προς τις δυνατότητές του. Θεωρώ ότι μας περιμένουν θαύματα. Γι αυτό οι έξυπνοι του κόσμου βιάζονται, δεν θέλουν να χρονοτριβούν μ’ αυτούς που καθυστερούν. Η ταχύτητα είναι η καινούργια θεότης που δυστυχώς σε απογυμνώνει από αισθήματα. Ίσως κάποτε καταργηθούν και αυτά. Αυτό που συμβαίνει μέσα σ΄εναν υπολογιστή είναι ένα ποιητικό θαύμα, που εξερχόμενο υποβιβάζεται σε πληροφορία. Ας ελπίσουμε πως στο μέλλον μια πληροφορία θα είναι ένα ποιητικό θαύμα.

H φωτογραφία της συγγραφέως: Γιάννης Βανίδης. Οι τρεις φωτογραφίες από την Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης. Στις  πρώτες δυο Χρώματά της, που δεν αποκαλύπτονται σε όλους. Στην τελευταία ο Πύργος του Ανδρόνικου, στην κορυφή της (από το ιστολόγιο του Πάνου Θεοδωρίδη (Πετεφρής)).


4 Σχόλια to “Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 47. Μαρία Κουγιουμτζή”


  1. 1 Ελένη Λόππα
    18 Μαΐου, 2011 στο 1:25 μμ

    Εξαιρετική, χυμώδης, ζωντανή η συνέντευξη της Μαρίας Κουγιουμτζή, όπως είναι και τα διηγήματά της. Οι λέξεις της «καρφώνονται σαν πρόκες στο μυαλό», οι ήρωές της είναι συνταρακτικοί, τα θέματά της πρωτότυπα, σκληρά και τρυφερά, ξαφνιάζουν τον αναγνώστη. Θα τολμούσα να πω ότι με το έργο της, έχουμε να κάνουμε με μια αναγέννηση του διηγήματος.

    • 2 pandoxeio
      6 Σεπτεμβρίου, 2011 στο 11:34 μμ

      Με βρίσκετε απόλυτα σύμφωνο. Η γραφή της ακαριαία, από τις πρώτες φράσεις. Και οι ιστορίες της το ίδιο. Σύντομα θα έχουμε παρουσίαση της δεύτερης συλλογής της με διηγήματα. Ευχαριστώ θερμά για την γνώμη σας.

      • 8 Σεπτεμβρίου, 2011 στο 6:09 μμ

        Άργησε η Μαρία να εκδώσει βιβλίο, αλλά μας αποζημίωσε με το παραπάνω. Το «Άγριο βελούδο» πιστεύω πως περιλαμβάνει μερικά από τα ωραιότερα διηγήματα των τελευταίων δεκαετιών, η δε στιβαρότητα της γραφής της υπήρξε πραγματική αποκάλυψη για τα σύγχρονα γράμματα.

        Να προσθέσω ότι είναι ξεχωριστός άνθρωπος όσο και συγγραφέας και πολύ την καμαρώνω και την αγαπώ (εφ’ όλης της ύλης).


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Μαΐου 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
23242526272829
3031  

Blog Stats

  • 1.133.063 hits

Αρχείο


Αρέσει σε %d bloggers: