Στο αίθριο του Πανδοχείου, 186. Λίζα Καβάγιου

Περί γραφής

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του βιβλίου σας;

Σας συνοδεύω ως την θύρα της πρώτης μου συλλογής διηγημάτων «Εκεί, ακριβώς». Εκεί θα σας υποδεχθεί η ηρωίδα του πρώτου διηγήματος της συλλογής, η κυρία Μάρω.  Η κυρία Μάρω στέκεται υποδειγματικά στην αρχή του βιβλίου ως πιο σοφή, πιο έμπειρη.  Αποτελεί την εισαγωγή σε μια σειρά μαχών μεταξύ των ηρώων και της καθημερινότητας.  Ο καθένας τους στέκεται ηρωικά ή όχι, ανάλογα με τις αδυναμίες και την ψυχοσύνθεσή του. Το «Εκεί, ακριβώς» είναι έντεκα διηγήματα εμπνευσμένα από έντεκα εικόνες, του φωτογράφου Μπάμπη Γιαννικάκη, που εστιάζουν ακριβώς τη στιγμή που οι ήρωες καλούνται να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ζωής τους.

Πότε, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους το γράψατε;

Τα διηγήματα γράφτηκαν μέσα σε δύο χρόνια, αφότου γέννησα τον γιο μου. Είχα πάντα ιστορίες στο μυαλό μου αλλά τότε έκατσα τελικά να τις γράψω. Παρακολούθησα κάποια σεμινάρια, που με βοήθησαν αρκετά.  Οι συνθήκες δεν ήταν και δεν είναι εύκολες, διότι εργάζομαι, ασχολούμαι το απόγευμα εξ ολοκλήρου με τον γιο μου και καταλήγω να κοιμάμαι ελάχιστα προκειμένου να γράψω στις μόνες ελεύθερες ώρες που διαθέτω το βράδυ.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Τελευταία έτυχε να γράψω σε ταξί στο κινητό μου. Επειδή, όμως, γράφω πολύ πιο γρήγορα στο πληκτρολόγιο απ’ ότι σε χαρτί, κυρίως γράφω όπου έχω υπολογιστή (σπίτι) ή laptop. Επίσης «γράφω» το μυαλό μου ενώ οδηγώ και συνήθως τότε μου έρχονται οι καλύτερες ιδέες.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Η κυρία Μάρω είναι η αγαπημένη μου και αποτελεί ένα αμάλγαμα αγαπημένων μου πραγματικών προσώπων. Με ακολουθεί κάπως σαν συμβουλάτορας.  Αλλα γενικά, όχι, δεν συνηθίζω να σκέφτομαι ήρωες των οποίων την ιστορία έχω «κλείσει» στο νου μου, γιατί αφοσιώνομαι στους τρέχοντες.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Στον υπολογιστή ή στο μυαλό μου.  Συνήθως σκέφτομαι την αρχική ιδέα, την δουλεύω όλη μέρα νοητά και το βράδυ την καταγράφω.  Βέβαια με την καταγραφή έρχονται νέες ιδέες, προβλήματα, αδιέξοδα και νέες σκέψεις για την επόμενη μέρα.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Ανοίγω τον υπολογιστή μου, κλείνω εκκρεμότητες (λογαριασμούς, email, κοινωνικά δίκτυα) πριν ξεκινήσω και φροντίζω να έχω ανοιχτό μόνο το αρχείο στο οποίο πρόκειται να γράψω. Το καλοκαίρι συνήθως έχω ένα δροσερό κρασί και το χειμώνα ένα σκωτσέζικο ουίσκι. Μουσική σπάνια ακούω όταν γράφω ή όταν διαβάζω, γιατί με αποσπά. Τραγουδάω από μέσα μου, της δίνω πολλή σημασία και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Μερικές φορές, όμως, μπορεί να ακούσω ορχηστρικό metal γιατί με βοηθά να μείνω ξύπνια.

Ως προς τις γενικότερες μουσικές προτιμήσεις, αγαπώ το rock, alternative και κάποιες metal μπάντες. Η ελληνική μουσική σκηνή έχει πολλά χρόνια να με συγκινήσει, δυστυχώς. Αγαπημένος μουσικός και ποιητής, που θαυμάζω και μου ασκεί τεράστια επιρροή, είναι ο Nick Cave.

Ποιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών και της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);

Οι σπουδές μου είναι κάπως ετερόκλητες γι’αυτό και στο βιβλίο μου δεν έχω συμπεριλάβει το μη-λογοτεχνικό μου βιογραφικό.  Έχω σπουδάσει στη σχολή Ηλεκτρολόγων και Μηχανικώς Υπολογιστών του ΕΜΠ και κατόπιν έκανα MSc in Computer Science στο Εδιμβούργο. Παράλληλα, πήρα πτυχίο στο πιάνο και στον χορό, και για κάποιο διάστημα δίδαξα και τα δύο. Από γλώσσες, πέρα από αγγλικά, έχω μάθει γερμανικά και ιταλικά.  Εργάζομαι στην οικογενειακή επιχείρηση χονδρικού εμπορίου κοσμημάτων. Ξεκίνησα να ασχολούμαι με υπολογιστές για να αποφύγω τους ανθρώπους και κατέληξα να γράφω μόνο για αυτούς!

Οι θετικές επιστήμες σίγουρα με έχουν επηρεάσει στο να γράφω με μια λογική αλληλουχία, χωρίς κύκλους και αδιέξοδες σπείρες, ακόμη κι όταν αναφέρομαι σε ονειρικές καταστάσεις. Από τις καλλιτεχνικές μου σπουδές έχω πειστεί ότι αν θες να ακούσει ο αναγνώστης αυτό που έχεις να πεις, οφείλεις να το εκφράσεις δυνατά και καθαρά. Η εργασία μου, από την άλλη πλευρά, με έχει φέρει σε επαφή με μια τεράστια ποικιλία ανθρώπων –εν δυνάμει ηρώων διηγημάτων- που καλούμαι να ψυχογραφήσω προκειμένου να συνεργαστώ επιτυχώς. Από όλα, κάτι μαθαίνεις αν θέλεις να μάθεις.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;  

Αν είχα τον χρόνο και τις γνώσεις, θα επέλεγα την Ζυράννα Ζατέλη.

Τι γράφετε τώρα; 

Έχω στο νου μου ένα μυθιστόρημα, το οποίο όμως μου κρατάει πολλά μυστικά ακόμη, οπότε δεν το ξεκινάω. Συνθέτω δύο νέες συλλογές.  Η μία αφορά ανθρώπους που τόλμησαν την υπέρβαση. Η άλλη, πιο ελαφριά και χιουμοριστική, αφορά παράδοξα και παιχνίδια της ειρωνείας και της τύχης στις ζωές μας.

Περί ανάγνωσης

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Αυτή είναι μία από τις ερωτήσεις, που σίγουρα θα έχω πολλά ονόματα να προσθέσω, αφού στείλω την απάντηση. Ενδεικτικά λοιπόν, οι Χέμινγουεϊ, Πόε, Καμύ, Μπόρχες,  Δάντης,  Παπαδιαμάντης, Καζαντζάκης, Στάινμπεκ, Ζατέλη, Λουντέμης, Βιρτζίνια Γουλφ, Σκαμπαρδώνης, Φλάννερυ Ο’ Κόννορ και η λίστα συνεχίζεται…

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Οι Κερασιές θ’ανθίσουν και φέτος (Λουντέμης), Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους (Ζατέλη), Η μητέρα του σκύλου (Μάτεσις), Confiteor (Καμπρέ), Τα σταφύλια της οργής (Στάινμπεκ), Το άρωμα (Ζισκιντ).

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Μου είναι πολύ δύσκολο να θυμάμαι τίτλους διηγημάτων, οπότε θα αναφερθώ στους συγγραφείς διηγημάτων που με έχουν συγκινήσει. Χέμινγουεϊ, Παπαδιαμάντης, Παπαδημητρακόπουλος, Ροϊδης, Σκαμπαρδώνης, Alice Munro, Flannery O’Connor και Πόε.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Ο Σκαμπαρδώνης, η Ζατέλη και ο Παλαβός. Η αλήθεια είναι ότι τελευταία εντρυφώ στην παιδική λογοτεχνία λόγω του γιου μου, οπότε έχω μείνει αρκετά πίσω ως προς τις νέες ελληνικές κυκλοφορίες!

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Ζαν Μπατίστ στο «Άρωμα», ο Μερσώ στον «Ξένο» και ο Καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Πρέπει να είναι κοντά στα δέκα βιβλία ταυτόχρονα. Έχω μεγάλη περιέργεια να ξεκινήσω κάποιο νέο μου απόκτημα, οπότε δεν μπορώ να περιμένω να τελειώσω το προηγούμενο.  Είναι ο «Επικίνδυνος Οίκτος» του Τσβάιχ, το «Αστείο» του Παλαβού, τα Άπαντα του Σαχτούρη, δύο βιβλία με πεζά του Μπόρχες που μ’ αρέσει να ανοίγω και να διαβάζω τυχαία κάποιο, «Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια» του ντε Λούκα, «Η γραμματική της φαντασίας» του Ροντάρι, κάποια λογοτεχνικά περιοδικά και άλλα!

Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές; Κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στις μεν ή (και) στις δε;

Διαβάζω ηλεκτρονικές λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές. Είναι πολύ πιο προσβάσιμες και ανά πάσα στιγμή διαθέσιμες οι ηλεκτρονικές. Έχω ξεχωρίσει συγκεκριμένους κριτικούς, που δε με έχουν απογοητεύσει ποτέ.

Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα;  [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]

Δεν ήταν ανάγνωση ακριβώς, αλλά ακρόαση, γιατί ακούω και βιβλία στα αγγλικά μέσω του audible. Σε μια πτήση άκουγα τον Δράκουλα του Bram Stoker και αποκοιμήθηκα. Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα την εξοχή, το σπίτι και τον ίδιο τον Δράκουλα, όπως τα περιγράφει ο συγγραφέας κι ήταν μια εμπειρία σχεδόν βιωματική, λόγω του ονείρου και της απώλειας της συνείδησης.

Περί αδιακρισίας

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Προσπαθώ να βλέπω τις παραστάσεις της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Μου αρέσει η ματιά της, οι πειραματισμοί που τολμά, και διαλέγει έργα που σου εντυπώνονται πολύ μετά το πέρας της παράστασης.  Ταινίες βλέπω κυρίως ξένες και με εμπνέει η απλότητα κι ο ρεαλισμός του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Δεν μπορώ τις επικές και  πολύ φορτωμένες, θορυβώδεις ταινίες. Συνήθως όταν γράφω φαντάζομαι την σκηνή όπου δρουν οι ήρωές μου, ως σκηνή ταινίας, ειδικά του Κισλόφσκι.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Έχοντας μεγαλώσει με το διαδίκτυο και σπουδάσει τους υπολογιστές, δε με ξενίζει καθόλου.  Αποτελεί ένα ακόμη μέσο, που είτε θα το χρησιμοποιήσουμε έξυπνα είτε θα μας αποχαυνώσει. Ως προς την κοινωνική πλευρά του πράγματος, όπως σε οποιαδήποτε κοινωνική συναναστροφή, αργά ή γρήγορα ο καθένας δείχνει τον χαρακτήρα/απωθημένα/στόχους του και αντίστοιχα κρίνουν οι γύρω του.  Προσωπικά με διευκολύνει και με βοηθά να κρατώ ουσιαστική επαφή με φίλους σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό ακόμη και τώρα που έχω μηδενικό ελεύθερο χρόνο.  Άλλωστε το πόσο ουσιαστική είναι η επαφή μας με κάποιον δεν ορίζεται από το μέσο ή από το αν η επικοινωνία είναι σύγχρονη ή ασύγχρονη, αλλά από το κατά πόσον είμαστε διατεθειμένοι να επιδιώξουμε την ουσιαστικότητα των σχέσεών μας.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Οτιδήποτε «αιώνιο» μού μοιάζει τρομακτικό. Δεν θα με απασχολούσε τόσο η απώλεια της συγγραφικής μου ιδιότητας.  Θα έβρισκα άλλον τρόπο να εκφραστώ αργά ή γρήγορα, αλλά η ατέρμονη νιότη, χμ, βγαίνει εκτός των ορίων του εγκεφάλου μου…

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Γιατί γράφετε;

Από τη μία γράφω για να πω κάποιες ιστορίες ανθρώπων που δεν θέλω να περάσουν στην αφάνεια. Να αναδείξω ήρωες και να διηγηθώ αυτό που δεν μπορούν εκείνοι. Από την άλλη, όμως, γράφω επειδή στον γραπτό λόγο εκφράζομαι καλύτερα από τον προφορικό, οπότε είναι το μέσο που ασυνείδητα διάλεξα για να με γνωρίσουν οι γύρω μου.

Στις εικόνες: Virginia Woolf, Ernest Hemingway, Nick Cave, John Steinbeck, Flannery O’Connor, Patrick Suskind, Μερσώ Εικονογραφημένος, Alice Munro, Κατερίνα Ευαγγελάτου.

Βέρνερ Χέρτσογκ – Οδοιπορία στον πάγο

To περπάτημα ως ύστατη πράξη αγάπης

Κομμάτια σιδερικών απ’ το κατεστραμμένο πάνω κατάστρωμα κρέμονται στο ενδιάμεσο, και το πλοίο ολόκληρο θυμίζει χαμένη ναυμαχία. Ο Φιτσκαράλντο τα ’χει χαμένα, δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα τι ακριβώς συνέβη. Αυτό το χτύπημα της μοίρας ήταν πολύ δυνατό για να μπορέσει να το αφομοιώσει. Ο Χάιμε, με αίματα στο στόμα του – κάπου θα χτύπησε – ανακρίνει τους Ινδιάνους που έχουν απομείνει στο πλοίο. Όλοι μαζί είναι τέσσερις, και δίνουν με ζωηρές κινήσεις και ευτυχισμένα, χαλαρωμένα πρόσωπα αναφορά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάτι τους κάνει να δείχνουν ιδιαίτερα ανακουφισμένοι, σχεδόν χαρούμενοι. [Βέρνερ Χέρτσογκ, Φιτσκαράλντο (αφήγημα), Εκδ. Θεμέλιο, 1984, μτφ. Μαριλένα Κασιμάτη, σ. 151]

Ποιος μπορεί να ξεχάσει το τέλος του οράματος του Φιτσκαράλντο, να φέρει τον Ενρίκο Καρούζο σε μια πόλη του Περού, μέσα σε μια ζούγκλα γεμάτη σαπισμένες σανιδοπαράγκες πάνω στις λάσπες, για να πραγματοποιήσει μια μεγάλη τελετουργία στον Βέρντι; Εκείνο το αδιανόητο εγχείρημα, να περάσει ένα γιγαντιαίο ατμόπλοιο από ένα βουνό για να πάει από το ένα ποτάμι στο άλλο, με την βοήθεια μιας φυλής Ινδιάνων που μάγεψε με τη φωνή του Καρούζο μέσα από εκείνο το γραμμόφωνο που αντηχούσε στα παρθένα δάση, δεν χρειάστηκε παρά λίγα δευτερόλεπτα να διαλυθεί, όταν οι Ινδιάνοι έλυσαν κρυφά το πλοίο, για να το πάρει ξανά το ποτάμι, ως θυσία στον δικό τους θεό του χειμάρρου. Και, ακόμα, πώς να λησμονήσει κανείς τα τελευταία λεπτά του Cobra verde, ένα από τα συναρπαστικότερα τέλη που ζήσαμε ποτέ στον κινηματογράφο;

Σχέδια που μοιάζουν απραγματοποίητα αλλά δεν εγκαταλείπονται χάρη στις εμμονές των αυτουργών τους, πορείες στον αχανή χώρο που ταυτίζονται με τις διαδρομές ολόκληρων βίων… ο ιδιότυπος και αμφιλεγόμενος Γερμανός σκηνοθέτης έφτιαχνε σε εικόνες εκείνο που δύσκολα μπαίνει σε λέξεις. Κι όμως, εδώ, είναι η πρόζα του που αποδεικνύεται πλήρης και αυτόνομη, που δεν χρειάζεται καμία κινηματογράφηση. Αυτή την φορά εκείνο που μοιάζει απραγματοποίητο είναι ένα ταξίδι με τα πόδια, από το Μόναχο ως το Παρίσι. H ιδέα του ήρθε όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ότι η Λόττε Άισνερ, σπουδαία θεωρητικός του κινηματογράφου και μέντοράς του, είναι βαριά άρρωστη· τότε σκέφτηκε ότι «δεν μπορούμε να επιτρέψουμε τον θάνατό της», πόσο μάλλον στην παρούσα στιγμή που ο γερμανικός κινηματογράφος την χρειαζόταν όσο ποτέ άλλοτε.

Κι έτσι συνέλαβε την αδιανόητη ιδέα, να πάει να την συναντήσει, κάνοντας το ταξίδι με τα πόδια, μετατρέποντάς το σε προσκύνημα για να ξορκίσει τον θάνατο. Ακολούθησε την ευθύγραμμη διαδρομή για το Παρίσι, με την ακλόνητη πίστη ότι όσο θα περπατούσε, τόσο εκείνη θα έμενε ζωντανή. Το βιβλίο αποτελεί ακριβώς τις ημερολογιακές σημειώσεις εκείνου του οδοιπορικού, που όμως δεν προορίζονταν για το αναγνωστικό κοινό. Τέσσερα χρόνια μετά ξαναπιάνοντας το μικρό σημειωματάριο ένιωσε την επιθυμία να μοιραστεί το κείμενο.

Έξοδος από το Μόναχο, περιφερειακά νοσοκομεία, τροχόσπιτα, αυτόματα πλυντήρια αυτοκινήτων, ξεχορταριασμένα χωράφια που εκτελούν χρέη γηπέδου, προαστιακοί σταθμοί, κλειστά αγροκτήματα, μισοτελειωμένες οικοδομές, εξοχικές κατοικίες σε χειμερία νάρκη, στρατώνες, καταφύγια από τον δεύτερο παγκόσμιο, καταυλισμοί τσιγγάνων εγκατεστημένων με μισή καρδιά σ’ αυτά τα μέρη, αγροτικές εργασίες και το μονότονο θέαμα των ξυλοκόπων. Η φύση επίμονα παρούσα – αχανείς πεδιάδες, λασπωμένα ζαχαρότευτλα, κρωξίματα των πουλιών. Και πάνω απ’ όλα, η μοναξιά των αυτοκινητοδρόμων που «σπάει μόνο με τις κωνικές δέσμες από τα φώτα των προβολέων» – πώς να μη θυμηθεί εδώ κανείς τον απόλυτο δίσκο τους, το Autobahn των Kraftwerk που κυκλοφόρησε τον ίδιο χρόνο (1974);

Ο περιπατητής προσανατολίζεται με χάρτες αγορασμένους στα πρατήρια, τρώει στους σταθμούς εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών, ξαποσταίνει σε εγκαταλειμμένες στάσεις λεωφορείου και σε μισοσκότεινες εκκλησίες, διανυκτερεύει σε όποια κλειστά σπίτια μπορεί να εισβάλει, σε πατάρια, σε στάβλους και αχυρώνες, σε πλυσταριά και τροχόσπιτα. Δεν χάνει το χιούμορ του – σ’ ένα σπίτι που μπαίνει για να ζεσταθεί, συμπληρώνει το μισολυμένο σταυρόλεξο για να φανταστεί τον αιφνιδιασμό του ιδιοκτήτη. Κάποτε η φαντασία του οργιάζει – ήταν εδώ ρωμαϊκές οδοί, κέλτικοι προμαχώνες;

Για ποιο λόγο δεν επισπεύδει την άφιξή του στο Παρίσι με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο; Νομίζω πως η ίδια του η επιλογή δίνει τις απαντήσεις: επειδή μόνο η εκ φύσεως αργή πεζοπορία μπορεί να αποκτήσει χαρακτήρα τελετουργικό και να ταυτιστεί με προσκύνημα. Δεν γνωρίζω ποιες δυνάμεις επικαλείται αυτή η ευλαβική διαδρομή στο περιβάλλον· μπορεί την φύση, τον χρόνο, την μοίρα, την αναγκαιότητα, την δικαιοσύνη, μια κοσμική παράκληση – επίκληση για μια παράταση ζωής.

Θα περίμενε κανείς τον εξωραϊσμό αυτής της περιπλάνησης, την εξύμνηση των τοπίων· πολύ περισσότερο, μια ποιητική πρόζα στο είδος των λυρικών ταξιδιωτικών αφηγητών· όμως όχι, ο Χέρτσογκ προτιμά την ωμή ειλικρίνεια μαζί με την απομυθοποίηση της ίδιας της ηρωικής διαδικασίας. Τα τοπία παρουσιάζονται ακριβώς όπως είναι, «άχαρα και θλιβερά», μοναχικά, λιτά, ανιαρά και την ίδια στιγμή απρόβλεπτα. Είναι οι απέραντοι χώροι που πάντα πρόσεχε ο σύγχρονος Γερμανικός κινηματογράφος, και δεν αναφέρομαι μόνο στον Βέρντερς ή τον ίδιο τον Χέρτσογκ. Τα παπούτσια τον χτυπάνε (σύντομα τα τακούνια από τις αρβύλες του φαγώνονται πλήρως), η δίψα είναι αφόρητη, όλα είναι κρύα, έρημα και εγκαταλειμμένα, οι άνθρωποι ανέκφραστοι. Μια ματιά στα πρόσωπα των οδηγών φτάνει, για να καταλάβουμε πόσο έχουμε ταυτιστεί με τα αυτοκίνητα που οδηγούμε.

Ακόμα κι όταν φιλοξενείται από ζεστούς ανθρώπους, είναι πολύ κουρασμένος για να περάσει πολλή ώρα μαζί τους. Κάποτε χάνεται και αφήνει το ένστικτο να τον οδηγήσει, άλλοτε φεύγει εντελώς από τους δρόμους και ακολουθεί την κοίτη του Σηκουάνα. Νοιώθει αμήχανα στα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών, στα χωριά υποκρίνεται τον χωριάτη για να τα αποφύγει τις ερωτήσεις. Ο χειμώνας δυναμώνει, η πορεία με τον άνεμο να τον χτυπάει κατά πρόσωπο γίνεται επίπονη. Κάποια στιγμή σκέφτεται να συνεχίσει στο Παρίσι οδικώς. Ποιο είναι το νόημα αυτής της ταλαιπωρίας, αναρωτιέται· μα ύστερα σκέφτεται: να έχω φτάσει τόσο μακριά με τα πόδια και να εγκαταλείψω πριν το τέλος; / Θα αφήσω τη θύελλα να με στροβιλίσει γύρω από το βενζινάδικο μέχρι να βγάλω φτερά.

Φυσικά η ποίηση εισχωρεί σαν τον ήλιο μέσα από τα σύννεφα, με την μορφή σκόρπιων φράσεων που προδίδουν τον κινηματογραφιστή. Δυο κορίτσια με τροχοπέδιλα κόβουν κύκλους σε μια τσιμεντένια αυλή, μια αμαξοστοιχία δεν θα ταξιδέψει ποτέ ξανά, στην ερημιά ένας ξύλινος εσταυρωμένος κι ένα παγκάκι περιμένουν τους ανύπαρκτους διαβάτες, φορτηγά τον προσπερνούν κάτω από τη θλιβερή βροχή, μια μεσόκοπη γυναίκα του μιλάει για όλα της τα παιδιά και συντομεύει τις ζωές τους για να μην αφήσει κανένα αμνημόνευτο. Στην αγορά ένα αγόρι με δεκανίκια ήταν ακουμπισμένο με την πλάτη στον τοίχο ενός σπιτιού. Μόλις το αντίκρισα τα πόδια αρνήθηκαν να κάνουν έστω κι ένα βήμα παραπάνω. Δε χρειάστηκε παρά να ανταλλάξουμε ένα φευγαλέο βλέμμα για να επιβεβαιώσουμε τον βαθμό συγγένειάς μας. [σ. 127]

Την σκέψη του δεν απορροφά μόνο η περιπλάνηση. Άλλωστε το γράφει ο ίδιος: Χιλιάδες σκέψεις περνούν από το κεφάλι σου όταν βαδίζεις. Κι είναι σκέψεις διάστικτες από μνήμες. Όταν το σώμα του φτάνει στα όρια, θυμάται που κολύμπησε από την Αυστραλία στη Νέα Ζηλανδία, πενήντα μίλια, μαζί με πρόσφυγες, κρατώντας μόνο μπάλες ποδοσφαίρου για σωσίβια. Σε όλη την διαδρομή διατηρεί ένα πείσμα κατά του θανάτου – το περπάτημά του δεν καθυστερεί αλλά και αναβάλλει οριστικά τον θάνατό της αγαπημένης του Λόττε. Η πορεία του, «ένα εκατομμύριο βήματα εξέγερσης ενάντια στον θάνατο». Σα να επιμένει πως η ζωή είναι μια συνεχής πορεία που όσο την διασχίζουμε τόσο παρατείνουμε την άφιξη στον τερματισμό.

Στο τέλος, αντί επιλόγου, περιλαμβάνεται το εγκώμιό του στην Άισνερ, με την ευκαιρία της απονομής του Βραβείου Χέλμουτ Κόυτνερ· εδώ ο Χέρτσογκ θυμίζει την ιστορία της, την σωτηρία της από την βαρβαρότητα του Τρίτου Ράιχ, την διαφυγή της στην Γαλλία όπου έζησε με ψεύτικο όνομα, το βιβλίο της για τον γερμανικό εξπρεσιονισμό στον κινηματογράφο (Η Δαιμονική Οθόνη), την διάσωση, σε συνεργασία με τον Ανρί Λανγκλουά, χιλιάδων ταινιών του βωβού κινηματογράφου, που ειδάλλως θα είχαν χαθεί για πάντα.

Μόνο αν ήμουν στον κινηματογράφο θα μπορούσα να πιστέψω ότι όλα αυτά είναι αλήθεια. [σ. 12]

Πλήρης τίτλος: Οδοιπορία στον πάγο. Μόναχο – Παρίσι, 23 Νοεμβρίου – 14 Δεκεμβρίου 1974. Εκδ. Alloglotta, 2019, μτφ. Γιάννης Καλιφατίδης, 176 σελ., με δεκαπεντασέλιδες σημειώσεις της επιμελήτριας Ελένης Γιαννάτου [Werner Herzog, Vom Gehen im Eis. Muncehn – Paris, 23.11 bis 14.12.1974, εκδ. 1978]

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: Φανζίν Lung, τεύχος 4 (Οκτώβριος  2019).

Στις εικόνες: Klaus Kinski ως Fitzccaraldo (1982) / Werner Herzog / πλάνο από την ταινία του Stroszek  (1977) / πλάνο από την ταινία του Wim Wenders Kings of the road (1976) /o σκηνοθέτης στα γυρίσματα του Fitzccaraldo / πλάνο από την προαναφερθείσα ταινία του Wenders / ο Herzog με την Lotte Eisner.