Διονύσης Καψάλης – Η ευτυχής φιλολογία

Δεν είναι η πρώτη φορά που μια ομιλία ενός πνευματικού ανθρώπου σε τελετή αναγόρευσης, βράβευσης κ.λπ. βρίθει πλούσιων νοημάτων και συλλογισμών. Είναι όμως σπάνια η περίπτωση κείμενα σαν κι αυτό να διαβάζονται και να ξαναδιαβάζονται με την ίδια επιθυμία, υποδείγματα ενός περιεχομένου που πραγματικά έχουμε ανάγκη. Πρόκειται για την αντιφώνηση και ομιλία στην τελετή της αναγόρευσης του Διονύση Καψάλη σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στις 24 Μαρτίου 2015. Εδώ μπορούμε να βρεθούμε για λίγο στην μεγάλη και ευγενή δημοκρατία των γραμμάτων, την respublica literarum, που είναι ο κόσμος της ευρωπαϊκής λογιοσύνης από τον οποίον καταγόμαστε όλοι: ένας υστερολατινόφωνος κόσμος που μορφοποιείται στα χρόνια της ιταλικής Αναγέννησης, ακμάζει τον 16ο και 17ο αιώνα, διαχέεται σε όλον τον 18ο αιώνα και συμβάλλεται με τον Διαφωτισμό.

Αν κοιτάξουμε μέσα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, γράφει ο τιμώμενος, θα διαπιστώσουμε πόσα κοινά χαρακτηριστικά μοιραζόμαστε με τους μακρινούς γεννήτορες των επιστημών μας: κοινές αγωνίες, αξίες, επιθυμίες, ακόμα και συνήθειες· μια εντυπωσιακή, σχεδόν αδιάκοπη ιδεών και συναισθημάτων, που γρήγορα μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας σε αλληλεγγύη, εκείνη την απέραντη αλληλεγγύη νεκρών και ζωντανών που είναι, κατά τον Σεφέρη, η τέχνη. Η συνέχεια αυτή των ανθρωπιστικών μαθήσεων είναι η συνέχεια του ίδιου του βλέμματος που μας επιτρέπει να δούμε και να διακρίνουμε τις άλλες συνέχειες. Αυτός ο καταρρακωμένος ανθρωπισμός, μαζί με το ώριμο τέκνο του τον Διαφωτισμό, όσους αντιανθρωπισμούς και αντιδιαφωτισμούς κι αν εκσφενδονίσουμε εναντίον τους, παραμένουν για μας ένα είδος ασφαλιστικού συμβολαίου που υπογράφτηκε για λογαριασμό μας. Αυτός είναι το νήμα ζωτικής μας συνέχειας και της προσδοκώμενης εξόδου.

Για να ξεδιπλώσει τον συλλογισμό του ο Καψάλης εστιάζει σε τρεις ιστορίες που εικονογραφούν περίφημα την εμμονή μας στην αγάπη και την μελέτη των κειμένων. Στην πρώτη ιστορία γνωρίζουμε τον Ισαάκ Καζωμπόν, γεννημένο στα μέσα του 16ου αιώνα, ο οποίος κρατούσε καθημερινά ημερολόγιο επί δεκαεπτά συναπτά έτη, όπου κατέγραφε τα διαβάσματά του, καταχώριζε τα βιβλία ή τα κείμενα που μελετούσε ή μπορεί απλά να αντέγραφε ένα χωρίο, το οποίο και σχολίαζε, χωρίς να παραλείπει να γράφει και οιαδήποτε άλλη πληροφορία για την καθημερινότητά του. Μέσα από τις Εφημερίδες του, όπως ονομάστηκαν τα ημερολόγια, αναδύεται η μορφή ενός λογίου για τον οποίο τα γράμματα και η λογιοσύνη είναι τρόπος ζωής. Και πώς μπορούμε ν’ αγνοήσουμε το γεγονός ότι την ίδια στιγμή ένας μελαγχολικός πρίγκιπας, λόγιος κι αυτός, επινοεί τον εσωτερικό άνθρωπο που θα κατοικήσει έκτοτε την λογοτεχνία μας, τον Άμλετ… Ο μεγάλος έρωτας του Καζωμπόν και η μεγαλύτερή του απόλαυση είναι η μελέτη, το διάβασμα. Οι ώρες που αφιερώνει τις υπόλοιπες ασχολίες του θεωρούνται σπατάλη. Όταν κατορθώνει μια ολόκληρη μέρα απερίσπαστης μελέτης, ο ενθουσιασμός του είναι έκδηλος: «Σήμερα πραγματικά έζησα». «Ή ήσυχη φιλία, η ανάγνωση (όπως την ονόμαζε ο Προυστ, είναι πάντα κείνη στην οποία αγωνιά να επιστρέψει. «Χωρίς γυναίκα και παιδιά η ζωή θα ήταν αβίωτη, χωρίς βιβλία είναι ισοθάνατος».

Ο δεύτερος αναγνώστης του απολαυστικού τρίπτυχου είναι ο Αδαμάντιος Κοραής, η παιδιόθεν πνευματική του ανάγκη για γνώση και μόρφωση και ο ενθουσιασμός του όταν, όπως συνέβη και με τον Καζωμπόν, είχε την δυνατότητα χρήσης μιας σπάνιας βιβλιοθήκης, ενώ ο τρίτος ένθερμος αναγνώστης, ο Στρατής Δούκας, συγγραφέας ή ιδιοφυής καταγραφέας της πιο ευγενικής και ανεξίθρησκης ιστορίας από τα χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής, που όταν εντόπισε έναν Γερμανό στρατιώτη να έχει θρονιαστεί στο σβέρκο του αγάλματος του Αδαμαντίου Κοραή στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου αντιλήφθηκε ότι η εικόνα έπρεπε να διασωθεί ως τεκμήριο που καταρρίπτει την ναζιστική προπαγάνδα περί σεβασμού και λατρείας των κατακτητών προς τον ελληνικό πολιτισμό. Η στιγμή που ο Δούκας ζητούσε από τον πλανόδιο φωτογράφο να στήσει την καρέκλα του κάτω από το άγαλμα και να απαθανατίσει όλη την εικόνα γεννούσε το ιστορικό τεκμήριο.

Λόγιοι λοιπόν… Κι εδώ υπεισέρχεται η γνωστή προκατάληψη που παριστάνει τους λόγιους και τους φιλολόγους σαν αναιμικά και φιλάσθενα πλάσματα με υποτονικές , αν όχι νεκρωμένες τις γενετήσιες λειτουργίες και τις αφροδισιακές τους ορέξεις. Πάνω σε αυτό το στερεότυπο ο Καψάλης θα ασκήσει το διεισδυτικό του χιούμορ, παρουσιάζοντας την διόλου ευκαταφρόνητη ερωτική ζωή και τουλάχιστο των δυο. Αλλά ο πυρήνας της συζήτησης βρίσκεται αλλού: πέρα από το γεγονός ότι οι τρεις ιστορίες προέρχονται ακριβώς από την μεγάλη πολιτεία των γραμμάτων, ο Καψάλης υποδεικνύει προφανείς και μη ομοιότητες των λογίων, που άλλοτε είναι οι παράλληλοι βίοι ανθρώπων για τους οποίους τα γράμματα δεν ξεχωρίζουν από τον βίο, μόνο είναι τρόπος ζωής, νοοτροπία και βιοτροπία μαζί, με το πάθος της παιδείας να είναι αξεχώριστο από την αναγνωστική ευδαιμονία και άλλοτε η δημόσια αρετή.

Δεν πιστεύω λοιπόν να έχει υπάρξει αναγνώστης, με την πιο απαιτητική αποδοχή της λέξης, για τον οποίο το διάβασμα δεν ήταν άσκηση ελευθερίας. Ελευθερία με διπλή σημασία: ελευθερία από τις βιοτικές μέριμνες, τις ευθύνες, τον άχαρο αγώνα της επιβίωσης· μια ιδιωτική τελετή μετάβασης από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας. […] Αλλά και ελευθερία με την ευρύτερη έννοια: εκείνη που συνδέει την ατομική ελευθερία των δικαιωμάτων με τη δημόσια αρετή και αναδεικνύει την ουσιώδη συνάφεια της δημοκρατίας των γραμμάτων και των θεσμών που την υλοποιούν με τη δημοκρατική πολιτεία και τους θεσμούς της. [σ. 32-33]

Αν η λογοτεχνία, γράφει, είναι ο κατεξοχήν «τόπος στον οποίο όλοι μπορούμε να συναντηθούμε, τότε είναι σημαντικότερο από ποτέ να κατορθώσουμε ένα καινούριο σέβας απέναντι στην διαφορά και την ετερότητα, άλλο τόσο απαραίτητο είναι να περιθάλψουμε αυτούς τους κοινούς τόπους των συναντήσεών μας, ώστε να αποκαταστήσουμε, σε βαθύτερο επίπεδο κατανόησης, την ερμηνευτική ομοιογένεια και τη συνέχεια του ανθρωπίνου γένους. Αρκεί άραγε η ανανεωμένη μας εμπιστοσύνη στον ουμανισμό, αρκεί η φροντίδα των κοινών τόπων για να οδηγηθούμε στην αιθρία μιας καλύτερης κατανόησης του εαυτού μας και του άλλου;

Και ο γοητευτικός λόγος του Καψάλη κινείται με χιούμορ και αισιοδοξία από τον Λουκρήτιο στον Μονταίνιο και τον Σαίξπηρ ως τον Άουερμπαχ, που ανέσυρε από τον μεσαίωνα μια ιστορική πηγή πραγματοποιημένης παγκοσμιότητας, την νηφάλια εκκίνηση του ουμανισμού πριν την εθνικιστική παράνοια και την βαρβαρότητα του εικοστού αιώνα, και πρότεινε ακριβώς μια ισχυρή δόση ανοσοποιητικής παγκοσμιότητας, την οποία θα μπορούσε να χορηγήσει μια περιπλανώμενη, εξόριστη φιλολογία, που θα είχε επιτέλους συντονιστεί με το αντικείμενό της, την ανθρωπότητα. Κι όσοι είμαστε συμπολίτες στην μεγάλη ευγενική δημοκρατία των γραμμάτων, κρατάμε στα χέρια μας ένα λαμπερό κομμάτι ηθικής τύχης. Όποιες κι αν είναι οι ατυχίες του βίου του καθενός μας, οι μέρες οι ανάσβολες, οι αναπόφευκτες λύπες και οδύνες του, εμείς, ευεργετημένοι καθώς είμαστε από την τύχη να επαγγελλόμαστε τα γράμματα, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι περιστάσεις της ζωής μάς επέβαλαν να ζήσουμε «βίο ανεξέταστο». Τέτοιο άλλοθι αφελείας δεν υφίσταται για μας. [σ. 44]

Εκδ. Άγρα, 2015, σελ. 45.

Στις εικόνες έργα των Alasdair Gray, Sergius Pauser, Aaron Shikler, Andrea Kaspryk, Darren Thompson, Αγνώστου, Leon Zernitsky.

Για την έξοχη συλλογή δοκιμίων Η ταραχή των ανθρωπίνων του συγγραφέα βλ. παρουσίαση από τον Πανδοχείο εδώ.

Ηρακλής Παπαϊωάννου – Η χώρα του Marlboro και η χλιαρή άγρια Δύση

Η Marlboro δεν είναι η μόνη εταιρική φίρμα που έχει εκδηλώσει εμμονή στην φυσιολατρία. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί μια κολοσσιαία πολυεθνική εταιρεία όπως η Philip Morris, ενώ μπορεί να οικοδομήσει για το προϊόν της ένα σύγχρονο προφίλ μέσα από μια νεανική εκδοχή lifestyle εξακολουθεί μια γραμμή συντηρητική και φαινομενικά παθητική. Στο παρόν δοκίμιο ο συγγραφέας θα προσπαθήσει να απαντήσει στο ερώτημα ερμηνεύοντας ιστορικά, ιδεολογικά και αισθητικά την μακροβιότερη και πιο επιτυχημένη διαφημιστική εκστρατεία. Σε αυτό το δύσκολο στοίχημα εκκινεί με μια αναδρομή στην ιστορία του τοπίου, της Άγριας Δύσης, του ουέστερν, της ιστορίας της φωτογραφίας και της φωτογραφίας τοπίου, ώστε να δίνουν ευδιάκριτα, όπως γράφει, τα θεμέλια στα οποία οικοδομήθηκε η εκστρατεία.

Ενώ στην Ευρώπη ο αισθητικός διάλογος για το τοπίο είχε ξεκινήσει από την αναγέννηση, στον Νέο Κόσμο μόλις στο τέλος του 18ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται μια διακριτή ιδεολογία στην αντίληψη του χώρου, η οποία, κατά τον Leo Marx, γνώρισε τρεις διαφορετικές εκδοχές: την ωφελιμιστική, που έβλεπε την φύση σαν λευκό χάρτη, ένα απόθεμα ανεκμετάλλευτων πόρων κι έναν αποικίσιμο αγριότοπο· την πριμιτιβιστική, που ταύτιζε την φύση με την ελευθερία και την πνευματική ζωή· και την βουκολική, που αντιμετώπισε τον Νέο Κόσμο ως ευκαιρία υλοποίησης του αρχαίου ονείρου για την επίτευξη αρμονίας ανάμεσα στην ανθρωπότητα με την φύση. Η Αμερική φάνταζε σαν Κήπος της Εδέμ και περιγραφόταν ως καταφύγιο από την αγχώδη ευρωπαϊκή ζωή αλλά και ως τόπος ατομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας καθώς και οικονομικής ευημερίας και πνευματικής ολοκλήρωσης. Τελικά, όμως, η αμερικανική ιδεολογία που κυριάρχησε από τον 19ο αιώνα ήταν η ωφελιμιστική εκδοχή: η μετατροπή της γης σε χρηστικό αγαθό, η ανέγγιχτη γη ως ένας λευκός κάναβος όπου μπορούν να εγγραφεί η πρόοδος. Το αχανές της χώρας και η «κενότητά» της (που διεκδικήθηκε με την αιματηρή εξόντωση των αυτοχθόνων) την έκαναν να μοιάζει με προφητεία που είχε φτάσει η ώρα να εκπληρωθεί.

Η φωτογραφία λειτούργησε ως βασικό μέσο εξοικείωσης των ανθρώπων με το τοπίο της άγνωστης ενδοχώρας και της Άγριας Δύσης. Οι καρποί των φωτογραφικών αποστολών μαρτυρούσαν τόπους μεγαλειώδεις, ορίζοντες εκτεταμένους, αισθήσεις αρχέγονης ηρεμίας και πνευματικότητας. Μια σειρά φωτογράφων κατοχύρωσε το αμερικανικό τοπίο ως ανυπέρβλητο φυσικό μνημείο ενός νεοϊδρυθέντος πολιτισμού, που δεν είχε να παρουσιάσει μνημεία αντίστοιχα με τα ευρωπαϊκά. Το υψηλό αναζητούνταν πλέον οπουδήποτε η φύση παρέμενε άγρια και ανέγγιχτη. Ο John Muir και ο Henry David Thoreau κήρυτταν ότι «διατήρηση του κόσμου βρίσκεται στην άγρια ερημία» (wilderness). Όμως οι φωτογράφοι των αποστολών συνέπρατταν ασυνείδητα στην διαμόρφωση μιας οξύμωρης συνθήκης: καταγράφοντας την μεγαλοπρέπεια της φύσης σε έντεχνα ντοκουμέντα, τα προσέφεραν την ίδια στιγμή ως δόλωμα στους μελλοντικούς αποίκους. Το έργο τους «διαφήμιζε» το τοπίο. Με την βοήθεια της φωτογραφίας και του τοπίου η Αμερική κατασκεύασε για τον εαυτό της το παρελθόν που φαινόταν να έχει ανάγκη, αυτό της αχανούς, παρθενικής, έρημης χώρας της αφθονίας.

Ο έλεγχος και η εκμετάλλευση αυτής της φύσης ήταν η μεγάλη πρόκληση του νέου Αμερικανού πολίτη, του φρέσκου μετανάστη. Η κατάκτηση της Δύσης υπήρξε ιστορικό σταυροδρόμι για την ιδεολογική φυσιογνωμία της Αμερικής, καθώς ταυτίστηκε με το αμερικανικό μεγαλείο και την θεϊκή του αποστολή. Τα πρώτα κείμενα που γράφτηκα για την Δύση, εκτός από τις ταξιδιωτικές ιστορίες, ήταν «αφηγήματα αιχμαλωσίας», βασισμένα σε πραγματικές ιστορίες αιχμαλωσίας λευκών από Ινδιάνους. Σταδιακά η Δύση άρχισε να μοιάζει με εκρηκτικό μείγμα πραγματικών και φανταστικών κινδύνων που έδωσαν πλούσια τροφή σε μυθιστορήματα και βιογραφίες ιστορικών προσώπων όπως ο Buffalo Bill, ήρωας πολλών μυθιστορημάτων, ανιχνευτής του στρατού και καβαλάρης του ταχυδρομικού Pony Express.

Η εικόνα του μοναχικού, ανθεκτικού ιππέα που με μόνη συντροφιά του άλογό του διέσχιζε τα γεμάτα κινδύνους μονοπάτια της Δύσης έγινε διακριτό στοιχείο της μυθολογίας της και βρήκε την ιδανική της έκφραση στο ουέστερν. Μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ο κάουμπόυ ήταν ο ατρόμητος ιππότης που κινούνταν στην κόψη μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας και φυσικού και κοινωνικού νόμου, ενώ βρισκόταν αντιμέτωπος με μια φύση συχνά εχθρική. Οι Ινδιάνοι εμφανίζονταν  ως άγριοι και αιμοδιψείς. Ο πολιτισμός και η γενοκτονία  τους απαλειφόταν σε μια εξόφθαλμη αντιστροφή της Ιστορίας που διευκόλυνε την επινόηση του ιδανικού «κακού» για την πλοκή του έργου, ενισχύοντας την φανταστική συνοχή της αμερικανικής κοινωνίας που είχε προκύψει από τεχνητή συγκόλληση ετερόκλιτων ομάδων μεταναστών. [σ. 48]

Ο φωτογράφος Ansel Adams έφερε το τοπίο της Δύσης στο σπίτι του μέσου Αμερικανού μέσα από μια μικρή βιομηχανία λευκωμάτων, εκδόσεων, ημερολογίων και αφισών, ενώ ο Edward Weston ξεκίνησε μια σημαντική τάση στην αμερικανική φωτογραφία τοπίου, τον αφαιρετικό φορμαλισμό, όπου η φόρμα επιβάλλεται στην εικόνα ως δυναμικός συνδυασμός γραμμών, τόνων, επιφανειών, ξεφεύγοντας από τα κλαστικά πρότυπα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Philip Hyde, βασικός φωτογράφος του Sierra Club, φωτογράφιζε με απώτερο στόχο την αφύπνιση του κοινού στην προστασία της φύσης και οι φωτογραφίες του χρησιμοποιούνταν ως ζωτικά εργαλεία σε νομικές μάχες με στόχο την προστασία περιοχών ιδιαίτερου φυσικού κάλλος, καθώς και σημαντικών οικοσυστημάτων.

Σε μια άλλη εξέλιξη, η αφαιρετικότητα και ο φορμαλισμός παραχώρησαν την θέση τους στην περιγραφή της τεχνολογίας και της κατανάλωσης στα σωθικά της φύσης: διαφημίσεις, αυτοκινητόδρομοι, συρματοπλέγματα, σκουπιδότοποι κλπ.· αυτή η τάση δημιούργησε μια διαλεκτική λιγότερο ιδεαλιστική και περισσότερο ρεαλιστική στην αντιμετώπιση του τοπίου. Στην δεκαετία του ’70 η νεότερη γενιά φωτογράφων εδραίωσε αυτή την τάση φωτογραφίζοντας ένα τοπίο απομυθοποιημένο και κοινότοπο, γεμάτο συγκροτήματα κατοικιών και πεδία στρατιωτικών βολών, ενώ την επόμενη δεκαετία διακρίνονται στο βάθος τα πυρηνικά εργοστάσια. Το περιβάλλον πλέον δύσκολα μπορεί να περιγραφεί ως φυσικό, καθώς οι ανθρώπινες επεμβάσεις ανιχνεύονται παντού.

Από το διάστημα του μεσοπολέμου όμως η Άγρια Δύση, που εξημερωνόταν με ραγδαίους ρυθμούς, είχε αρχίσει να αντικαθίσταται από τον εικονογραφικό της μύθο. Η εικόνα του τοπίου της έγινε το σήμα κατατεθέν του Νέου Κόσμου και πάνω σ’ αυτόν τον μύθο και στο ιδεολογικό και αισθητικό του πλαίσιο οικοδομήθηκε η εκστρατεία του Marlboro. Η αρχική της μορφή επηρεάστηκε από μια ιστορία δημοσιευμένη στο περιοδικό Life· ήταν η ιστορία ενός επιστάτη σε κάποιο ράντσο του Τέξας, που ηλιοκαμένος και αξύριστος φωτογραφιζόταν με βλέμμα που χάνεται στο βάθος. Η πρώτη διαφήμιση του τσιγάρου υπήρξε μια από τις πιο θεματικές στροφές στην διαφημιστική πορεία ενός προϊόντος: από την σικ θηλυκότητα στην τραχιά αρρενωπότητα. Και το πιο αρρενωπό σύμβολο της συντηρητικής μεταπολεμικής Αμερικής ήταν ο καουμπόυ, ο οποίος μάλιστα προτού αρχίσει να πλανιέται στα μονοπάτια της Άγριας Δύσης πόζαρε στη μέση μιας λεωφόρου, σε ένα άδειο στάδιο μπέιζμπολ, περπατούσε σ έρημους δρόμους ή άναβε τσιγάρο σε μια ταράτσα πάνω από το νυχτερινό Μανχάταν.

Σύντομα συντελείται η έξοδος από τον αστικό χώρο και τοποθετείται οριστικά στη μυθική χώρα του Marlboro. Έτσι σηματοδοτείται και η μετάβαση από την κυριαρχία της μορφής στην σκηνογραφία του ανοιχτού χώρου. Ο παναμερικανικός ήρωας είναι πάντα άντρας, όχι πολύ νέος ούτε πολύ μεγάλος και μοιάζει σμιλεμένος από τις δοκιμασίες. Η μυθολογία της αμερικανικής Δύσης οριοθετείται ως αντρική υπόθεση, επιφυλάσσοντας προνομιακή θέση στον πιονέρο, αγρότη, πολεμιστή των Ινδιάνων, φύλακα των συνόρων, δαμαστή της φύσης, ενώ διαθέτει αγγλοσαξονικά χαρακτηριστικά αλλά και εκπληρώνει το αρχικό αταξικό όραμα της αμερικανικής κοινωνίας. Δεν οπλοφορεί αφού πλέον δεν απειλείται από κανέναν: οι Ινδιάνοι έχουν εξολοθρευτεί. Απερίσπαστος από οποιαδήποτε άγρια απειλή, κινείται προς τα εμπρός, σε μια συμβολική κίνησης φυγής από τον πολιτισμό στην φύση.

Και η Αρκαδία συναντά την Ουτοπία. Αν η πρώτη φάση της εκστρατείας προσηλώθηκε στην ελλειπτική περιγραφή της ζωής του καουμπόυ, με το τοπίο να αποτελεί απλώς το φόντο της, σε μια θεματική στροφή από την δεκαετία του ’70 περίπου και μετά, κυρίαρχο θέμα γίνεται πλέον το ίδιο το φυσικό τοπίο και ξαναβρίσκουμε έτσι το ιδανικό του ελεύθερου, ημιαδάμαστου φυσικού χώρου, του «ενδιάμεσου τοπίου» που αποτελεί συστατικό στοιχείο του αμερικανικού ονείρου. Οι σχετικές φωτογραφίες συνθέτουν μια ουτοπική θεώρηση του αρκαδικού οράματος για μια ισορροπία ανάμεσα στην ερημιά και στον πολιτισμό. Από αυτή την πλευρά αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι τα μεγάλα εργοστάσια του Marlboro και τα επιτελεία της Philip Morris εδρεύουν στην Πολιτεία Βιρτζίνια, που ονομάστηκε έτσι για να υποδηλώσει μια γη που διατηρούσε ακόμα την παρθενική της αγνότητα…

Πώς συνέβη η πτώση του Marlboro Man; Ήδη από το 1967 ένα άρθρο στο Reader’s Digest συνέδεε ευθέως το τσιγάρο με τον καρκίνο του πνεύμονα. To 1971 απαγορεύτηκαν οι διαφημίσεις τσιγάρων στην αμερικανική τηλεόραση και το ραδιόφωνο κι έτσι ο καουμπόυ βυθίστηκε στην υπαινικτική σιωπή της φωτογραφίας.  Το 2006 οι περιοριστικές διατάξεις για την διαφήμιση των τσιγάρων στην Αμερική επεκτάθηκαν και στις αφίσες. Καθώς όμως οι περιορισμοί δεν ισχύουν σε πολλές από τις δεκάδες χώρες όπου κυκλοφορεί το προϊόν, ο Marlboro Man συνεχίζει απτόητος την ένδοξη καριέρα του σε νέα λιβάδια, όπου τον καλούν η γεωστρατηγική επιρροή της Αμερικής και το μάρκετινγκ της εταιρείας. Άλλωστε φέρει μαζί του ιδεολογίες τριών αιώνων…

Ο συγγραφέας φέρνει για άλλη μια φορά εις πέρας (έχουμε ήδη παρουσιάσει το βιβλίο του «Η φωτογραφία του ελληνικού τοπίου. Μεταξύ μύθου και ιδεολογίας» εδώ) την δύσκολη δοκιμασία συγγραφής ενός δοκιμίου που δεν περιορίζεται μόνο στην ενδελεχή ανάλυση ενός φωτογραφικού συνόλου αλλά επεκτείνεται ως τα βάθη των καταβολών του, παρουσιάζοντας το πλήρες ιστορικό, κοινωνικό και ιδεολογικό του υπόβαθρο.

Εκδ. Άγρα, 2009, σ. 152 με γυαλιστερό φύλλο. Περιλαμβάνονται τετρασέλιδη βιβλιογραφία και 21 ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τραβηγμένες στην πόλη ή στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, με δυο εξαιρέσεις.

Στις εικόνες: φωτογραφία του Timothy O’ Sullivan, Henry David Thoreau, John Muir, φωτογραφία του Ansel Adams [Taos pueblo, New Mexico], φωτογραφία του Sierra Club, Carleton Williams.

Δημοσίευση και στο mic.gr/Βιβλιοπανδοχείο αρ. 235, εδώ.