Αρχείο για Ιουλίου 2022

29
Ιολ.
22

Éric Marty – Ρολάν Μπαρτ. Το επάγγελμα του συγγραφέα

Οι πολίτες της αρμονίας θα επεδείκνυαν ασυγχώρητη αδεξιότητα εάν δεν γνώριζαν να αξιοποιήσουν τα σπέρματα τόσον ρομαντικών και μυθιστοριακών ψευδαισθήσεων· όχι μόνον δεν θα τις περιφρονούν αλλά θα είναι σε θέση να κάνουν να αναβλύσουν ηδονές υπέροχες από μία πηγή εκ της οποίας σήμερα αντλούμε μονάχα ματαιότητες … φυλακισμένες στα μυθιστορήματα και σε αυτούς τους πολίτες της αρμονίας ετούτες οι ηδονές δεν θα είναι ιδεατές αλλά και πραγματικές…

έγραφε ο Κάρολος Φουριέ στον Νέο ερωτικό κόσμο του (μτφ. Γ. Καυκιά, εκδ., 2003, σ. 49-50, εδώ σ. 415) και ήταν ο Ρολάν Μπαρτ στο βιβλίο του Σαντ, Φουριέ, Λογιόλα (που κυκλοφόρησε εδώ από τις αλησμόνητες εκδόσεις Άκμων, σε μτφ. Ι. Ευσταθιάδου-Λάππα, 1η έκδ. 1971) ο οποίος σε αμέτρητους από εμάς όχι μόνο σύστησε τον Φουριέ αλλά κι έναν μοναδικό τρόπο ανάγνωσής του. Η «συνάντηση» αυτών των δυο στοχαστών αποτελεί το αντικείμενο του επιμέτρου του Νίκου Παπαχριστόπουλου, ο οποίος εξετάζει την ουτοπία του νέου ερωτικού κόσμου που συνέλαβε ο Φουριέ υπό το βλέμμα του Μπαρτ.

«Πρέπει να ξαναφτιάξω τον κόσμο σύμφωνα με εκείνα που με ευχαριστούν: εκείνα που με ευχαριστούν θα είναι ταυτόχρονα ο σκοπός και το μέσο…», έγραφε ο Φουριέ, η θεωρία του οποίου ήταν ένας ριζικός ευδαιμονισμός, μια κατάφαση της αισθησιακής ηδονής. Καθώς ο πολιτισμός, ως εποχή της βαρβαρότητας, αντιτίθεται στην παγκόσμια αρμονία, το ουτοπικό πρόταγμα του Φουριέ αντιτίθεται στην αρχή κάθε πολιτικού συστήματος ως θεωρίας, ως επιστήμη. Ο Φουριέ επιτίθεται στο πολιτισμένο (κατασταλτικό) σύστημα και ζητά μια ολοκληρωτική ελευθερία στις επιθυμίες, τις ορέξεις, τα πάθη, τις μανίες, τις ιδιοτροπίες. Θα περιμέναμε επομένως μια φιλοσοφία αυθορμητισμού αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: ένα ταραγμένο σύστημα, του οποίου η φαντασιακή ένταση ξεπερνά το σύστημα και ολοκληρώνει το συστηματικό, δηλαδή την γραφή – μια γραφή που κινητοποιεί ταυτόχρονα μια εικόνα και το αντίθετό της. Το συστηματικό του Φουριέ λοιπόν είναι το ίδιο του το κείμενο. Ο Φουριέ επινοεί έναν κόσμο συστηματικής εμβέλειας, παραθέτει του όρους της κοινωνικής οργάνωσης και κατοχυρώνει ένα σύμπαν ατέρμονων υπολογισμών. Είναι ευνόητο ότι ο Μπαρτ δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος από ένα τέτοιο κείμενο.

Θα επανέλθουμε στα σχετικά κείμενα αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για ποιον λόγο ένα ακόμα βιβλίο για τον Ρολάν Μπαρτ; αναρωτιέται στον πρόλογό του ο Ερίκ Μαρτύ, καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 7 και επιμελητής των Απάντων του (βλ. παρακάτω). Εκείνο που αναμφίβολα διακρίνει τον Μπαρτ από τους συντρόφους του είναι ότι το έργο του, παρ’ όλο που διέπεται σταθερά από την «θεωρία», χαρακτηρίζεται από απαντήσεις στις οποίες η γραφή κατέχει την προνομιακή θέση. Η αναγωγή της σε κυρίαρχο τελεστή συνιστά και τον πιο κατάλληλο τρόπο σκέψης: η γραφή αποτελεί την υπευθυνότητα επιλογής μιας θέσεως, η οποία αποτελεί επίσης πράξη, την μετάβαση από μια θέση ως προς τον κόσμο σε μια πράξη εντός του κόσμου. Από τον Βαθμό μηδέν της γραφής έως τον Φωτεινό θάλαμο, από την Αυτοκρατορία των σημείων έως τα Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου και από τις Μυθολογίες έως την Ευχαρίστηση του κειμένου, ο Μπαρτ αποφαίνεται περί του νοήματος της λογοτεχνίας, της φωτογραφίας, του θανάτου, του έρωτος και του λόγου του, των εικόνων και πάλι της λογοτεχνίας, με την βεβαιότητα πως καμία απάντηση δεν αξίζει χωρίς να θεμελιώνεται επί της ίδιας της υπάρξεως του βιβλίου· μονάχα το βιβλίο δύναται να καταστήσει την απάντηση ενεργό και ζώσα.

Ο Μαρτύ αποφασίζει να δώσει τρεις διαφορετικές μορφές στον λόγο του- την μαρτυρία, την σύνθεση και την έρευνα. Το πρώτο μέρος του βιβλίου («Αναμνήσεις μιας φιλίας») έχει (αυτο)βιογραφικό περιεχόμενο και εκκινεί από την συνάντηση του συγγραφέα, εικοσάχρονου τότε φοιτητή γαλλικής φιλολογίας, με τον Μπαρτ, την δεκαετία του ’80 και φτάνει ως τις τελευταίες ημέρες του απρόσμενου θανάτου του έξω από το Collège de France. Είναι ένας τρόπος, γράφει, να ανασυστήσει μια παρουσία, μια φωνή, μια ύπαρξη, ένα βλέμμα που δεν είναι δικά του. Όπως είναι αναμενόμενο, από εδώ παρελαύνουν όλα τα ονόματα της γαλλικής διανόησης από το περιβάλλον του Μπαρτ, ενώ αποτυπώνονται πτυχές της καθημερινής ζωής του.

Η δεύτερη ενότητα, «Το έργο», περιλαμβάνει τους πέντε προλόγους που έγραψε ο Μαρτύ για την κυκλοφορία των Απάντων του Μπαρτ στην Γαλλία, στις εκδόσεις Seuil. Σε αυτή την συνοπτική καταγραφή επιχειρείται μια σύνθετη παρουσίαση των σημαντικών θεμάτων και των λαϊτμοτίφ του έργου του. Σαρτρ, Μαρξ, Μπρεχτ, «Κοινωνική μυθολογία» (Α΄ τόμος), Σωσσύρ, Σημειολογία (Β΄ τόμος), Σολλέρς, Κρίστεβα, Ντερριντά, Κειμενικότητα (Γ΄ τόμος), Νίτσε, Ηθικότητα (Δ΄ τόμος) είναι ορισμένα μόνο από τα θέματα κάθε τόμου, θέματα που μαζί με τα μεταγενέστερα γραπτά του Ε΄ τόμου, ο Μαρτύ διανύει με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες επισημάνσεις, όπως, για παράδειγμα, όταν γράφει, περί του Α΄ τόμου, πως ο Μπαρτ πριν τον Αλτουσσέρ, είχε αντιληφθεί ότι η ιδεολογία δεν τοποθετείται στο πεδίο των ακαθόριστων και ανομολόγητων πίστεων ή των μεγάλων συνειδητών και ασυνείδητων προκαταλήψεων (το στερέωμα των ιδεών) αλλά διαθέτει μιαν υλική πραγματικότητα, σωματική και οργανική. Ο Μπαρτ διέκρινε την υπόσταση μιας υλικότητας της ιδεολογίας και ότι η ισχύς της συνίσταται στην σύγχυσή της με την πραγματικότητα, στην τελική ενοίκησή της στην πραγματικότητα και στην περιβολή της στις πιο συγκεκριμένες της μορφές, τις πιο καθημερινές, τις πιο καταναλώσιμες. Γι’ αυτό και στις Μυθολογίες του προσέγγισε την ιδεολογία εντός της σειράς των αντικειμένων τα οποία περιβάλλουν τους Γάλλους την δεκαετία του ’50 στις πιο οικίες τους στιγμές, στην καθημερινότητα, δείχνοντας πως κάτω από την φυσική προφάνεια τα πάντα είναι σημεία και σημαίνοντα (σ. 133 και επ.).

Η τρίτη ενότητα, με τίτλο «Περί των Αποσπασμάτων του ερωτικού λόγου» αποτελεί μετεγγραφή του Σεμιναρίου του Μαρτύ στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 7, το 2006, σχετικά με το μνημειώδες κείμενο του Μπαρτ. Το βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1977 σε υπερβολικά απλή μορφή (ένα είδος λεξικού ή καταγραφής των καταστάσεων του έρωτα) φάνταζε ως εξαπάτηση έτσι όπως προερχόταν από έναν συγγραφέα του οποίου το έργο χαρακτηριζόταν από ένα είδος ερμητισμού, έναν θεωρητισμό και κυρίως από την άρνηση των προφανειών. Οι πολλαπλές αναφορές – παραπομπές σε σύγχρονους (Λακάν, Σολλέρς, Φουκώ, Σεβέρο, Σαρδουί) ή παλαιότερους (Σωκράτη, Ιωάννη του Σταυρού) είναι σα να μην ανήκουν στους επινοητές τους αλλά να αποτελούν τον ερωτικό λόγο στο αμιγές του καθεστώς, τα λόγια αυτά δηλαδή να ανήκουν πράγματι στην καθολική γλώσσα του ερωτευμένου κόσμου!

Στα αποσπάσματα του ερωτικού λόγου κυριαρχεί η κριτική της αφήγησης και η αναστολή του αφηγηματικού. Από τον Ζυλιάν Σορέλ στη λαιμητόμο έως τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα ενωμένους στην αυτοκτονία τους, η αφήγηση έχει επιτελέσει το άχαρο καθήκον της, την κάθαρση, επιτρέποντας στην μπουρζουαζία να εξαγνιστεί για τα πάθη της. Ιδού γιατί ο Μπαρτ δεν επιθυμεί να υποχωρήσει εμπρός στο γόητρο της ερωτικής ιστορίας και δεν επιθυμεί να της παραχωρήσει τίποτε. Δεν υποστηρίζει όμως την αισθητική ανωτερότητα του ερωτικού λόγου από την ερωτική αφήγηση. To κείμενο – «κηδεμόνας» του βιβλίου, άλλωστε, είναι ένα μυθιστόρημα επιστολών, ο Βέρθερος, του οποίου η επιστολική δομή ευνοεί τον λόγο εις βάρος της αφήγησης. Όμως ο Μπαρτ φαίνεται να μην συγκινείται από τις «ίντριγκες», από την επεισοδιακή πρακτική και την αφηγηματική διάταξη των μυθιστορημάτων τα οποία επικαλείται.

Ο ερωτευμένος δεν ευρίσκεται σε κάποιο σενάριο, αλλά εντός του δράματος, με την αρχαϊκή έννοια του όρου. Πρόκειται για ένα δράμα το οποίο πρέπει να αναπαρασταθεί ως ιστορία, χωρίς δράση – η «έκσταση» την οποία ομολογώ στον εαυτό μου συνιστά ένα ολοκληρωμένο συμβάν. Το μυθιστόρημα δεν δύναται να ενσαρκώσει την αρχαϊκή αυτή μορφή του κλασικού δράματος, την επίμονη και υπνωτική ομολογία ενός «ανέκαθεν», ίσως μονάχα με τρόπο λίαν αποσπασματικό. Το εγώ του ερωτικού υποκειμένου είναι κάποιος ο οποίος ομιλεί μέσα του ερωτικά απέναντι στον άλλον ο οποίος δεν ομιλεί.

Με το τελευταίο «νεωτερικό» βιβλίο του, το Σαντ, Φουριέ, Λογιόλα του 1971, ο Μπαρτ διαμορφώνει και προωθεί έναν κύριο όρο, την ευχαρίστηση. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο απογοητευτικό από το να το εκλάβουμε το κείμενο ως αντικείμενο διανόησης (στοχασμού, αναλύσεως, σύγκρισης, αντανάκλασης κ.λπ.). Το Κείμενο είναι αντικείμενο ευχαρίστησης». Η ευχαρίστηση δεν είναι νεωτερική έννοια αλλά εμφανέστατα υποκειμενική, άκρως ηδονιστική και δεν ενέχει κανέναν ριζοσπαστισμό, κανένα επιτέλεσμα ισχύος, τρόμου ή εκφοβισμό. Αυτή η «ευχαρίστηση» θα αποτελέσει αργότερα το αντικείμενο του συγγράμματος «Η απόλαυση του κειμένου». Ο νέος ερωτικός κόσμος εξεδόθη για πρώτη φορά στην Γαλλία το 1967, 140 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, εντοπισμένος στα παραμελημένα χειρόγραφά του, και αποτελεί μια σύνθεση χειρογράφων σε ημιτελή κατάσταση, ένα εκ φύσεως ανοιχτό κείμενο, έναν κειμενικό όλο, περιχαρακωμένο στην ασφάλεια του υποκειμενικού λόγου. Σε αυτή την ατέρμονη εκτύλιξη ενός θεωρητικού λόγου γεμάτου από θέσεις, αντιθέσεις, ανασκευές και ανατροπές, παρεμβάλλεται ένα σκηνοθετικό εγχείρημα: η διήγηση μιας ιστορίας, ένα αφήγημα με πρόσωπα υπαρκτά, εντός της θεωρίας, εναρμονιζόμενο πλήρως με αυτήν.

Βρισκόμαστε ξανά στο επίμετρο του Νίκου Παπαχριστόπουλου ο οποίος παρουσιάζει ενδελεχώς το κείμενο που τόσο συγκίνησε τον Μπαρτ. Στον νέο ερωτικό κόσμο η μυθιστορία εγκιβωτίζεται εντός του θεωρητικού κατασκευάσματος και διαχέεται στο ευρύτερο θεωρητικό συγκείμενο, ο αφηγηματικός λόγος καθίσταται η κυρίαρχη μορφή πρόσληψης της πραγματικότητας, το ίδιο το κειμενικό δεν διαχωρίζεται από την κειμενική του επινόηση. Έτσι το ουτοπικό εγχείρημα της αρμονίας παρουσιάζεται σε πολλαπλή εκδοχή: θεωρία, μυθιστορία, υποκειμενικό σχόλιο του συγγραφέως. Σε αυτή την ουτοπική αφήγηση με όρους αμιγούς ρεαλισμού, η κυρίαρχη υποκειμενική βούληση αποτελεί το ύψιστο κριτήριο τοποθέτησης στην πραγματικότητα.

Ο Φουριέ διαβάζεται από τον Μπαρτ ως είναι ένας «επινοητής» και όχι ως συγγραφέας, καθώς προσφέρει μια πλήρη δυνατότητα επανακατασκευής του κόσμου αποκλειστικά και μόνο μέσω της δικής του μοναδικής επινόησης. Το βιβλίου του αποτελεί μια απλή ομιλία και ο επινοητής είναι ένα ομιλούν υποκείμενο που ομιλεί για το βιβλίο του, πρόκειται δηλαδή στην ουσία για ένα μετα-βιβλίο, χωρίς θέμα, με αναβλητικό δηλούμενο. Η αποσπασματική γραφή, ο κατακερματισμένος λόγος, το αχανές εννοιολογικό σύμπαν, η παρείσφρηση της γραφής εντός της γραφής, της ιστορίας εντός της ιστορίας, της μυθιστορίας εντός της θεωρητικής κατασκευής, και κυρίως η επεξήγηση όλων τούτων μέσω ενός προσωπικού σχολίου, όλα συνεργούν στην μανιακή εκδίπλωση ενός ερωτικού παραληρήματος και μιας κοινωνικής ερωτικής θεωρίας στον αντίποδα του φόβου του θανάτου. Επειδή κατά τον Μπαρτ ο Φουριέ είναι ένα υποκείμενο της γραφής που γράφει υπό την απειλή του «νευρωτικού φόβου της αποτυχίας» και του θανάτου και μεταστρέφει αυτό τον φόβο σε ηδονή της δημιουργίας.

Όταν το ανθρώπινο γένος, έχοντας κατακτήσει την κοινωνική αρμονία, θα έχει απαλλαγεί από αυτές τις χίμαιρες σχετικά με την άλλη ζωή, όταν θα ξέρει πως σε αυτήν την άλλη ζωή η ευτυχία των πεθαμένων συνδέεται στενά με την ευτυχία των ζωντανών, ότι δεν είμαστε ευτυχισμένοι στον άλλον κόσμο παρά ανάλογα με την ευτυχία που απολαμβάνουμε σε τούτον εδώ τον κόσμο, δεν θα ασχοληθεί παρά με την οικοδόμηση της ευτυχίας του ζωντανού κόσμου…[Φουριέ, ό.π., σ. 144, εδώ σ. 430]

Εκδ. Opportuna, 2012, μτφ. Κυριακή Σαμαρτζή, Μαγδαληνή Σαμαρτζή, Νίκος Παπαχριστόπουλος, σελ. 430. Επιμέλεια – Επίμετρο: Νίκος Παπαχριστόπουλος [Le métier d’ écrire, 2006]. Στις εικόνες: Charles Fourier [Fred Sochard], προσωπογραφίες του Roland Barthes και το πολύτιμο προσωπικό αντίτυπο των Αποσπασμάτων του ερωτικού λόγου.

16
Ιολ.
22

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 26: Οι προσκλητικές

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 43 (Ιούλιος 2022), εδώ

XXΧΙVΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 26: Οι προσκλητικές

Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους

Η Kay ήταν μια σπάνια περίπτωση. Την συνάντησα σε μια και μόνο ταινία, χωρίς να μάθω τι απέγινε μετά και χωρίς να την ξαναβρώ σε κάποιο άλλο φιλμ, όπως συμβαίνει μια γυναίκα που μας γοητεύει σε κάποια μας περιπλάνηση, είμαστε βέβαιοι πως θα την δούμε σε κάποιον άλλον δρόμο της πεπερασμένης πόλης αλλά τελικά αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Ήταν μελαχρινή μακρυμάλλα, το είδος της κάπως ψηλής και αδύνατης γυναίκας που κάποιοι πάντα αποκαλούν άχαρη, επειδή αδυνατούν να διακρίνουν τις χάρες που δεν φωνάζουν. Εργαζόμασταν σ’ ένα εργοστάσιο μιας βαρετής αυστραλιανής κωμόπολης και οι άλλες κοπέλες την αντιμετώπιζαν συγκαταβατικά, έτσι όπως έμοιαζε πάντα αφηρημένη, απορροφημένη «στον κόσμο της». Ήμουν ένας χαμηλών τόνων νέος και είχα αρραβωνιαστεί μια από αυτές.

Η Κέι ήταν μια αλαφροΐσκιωτη των προαστίων, που έδινε προσοχή στους οιωνούς των φύλλων του τσαγιού, όπως τους αποκρυπτογραφούσε μια εξειδικευμένη αναγνώστριά τους. Ένας εξ αυτών ήταν απόλυτος: ο μέλλων αγαπημένος της θα αναγνωριστεί από ένα ερωτηματικό σημάδι στο πρόσωπό του. Όταν την άλλη μέρα το είδε σε μια δική μου τούφα μου δήλωσε απερίφραστα πως εμείς οι δυο έμελλε να είμαστε μαζί. Επισφραγίσαμε άμεσα την ακαριαία συμφωνία πλαγιάζοντας στο δάπεδο του κλειστού πάρκινγκ των αυτοκινήτων, ενώ σε απόσταση αναπνοής με αναζητούσε η μόλις πρώην μνηστή μου.

Όλα έδειχναν πως μας περίμενε μια ζευγαρωτή ρομαντική ζωή. Όμως η Κέι έμοιαζε αμήχανη και αδυνατούσε να συνδεθεί μαζί μου, λες κι ένα μεγάλο κενό έχασκε ανάμεσά μας. Εκδήλωσε μάλιστα και μια παράξενη ανησυχία: επέμενε να μην φυτέψω ένα μικρό δέντρο για να ομορφύνει η μικρή τσιμεντένια αυλή, επειδή, έλεγε, τα δέντρα απλώνουν ρίζες κάτω από τα σπίτια και δημιουργούν ζημιές. Την καθησύχασα και υποχώρησε, μέχρι που κάποια στιγμή το βρήκα ξεριζωμένο, κρυμμένο κάτω απ’ το κρεβάτι μας.

Δεκατρείς μήνες μετά κι ενώ η Κέι εξακολουθούσε να προσαρμοστεί σε μια μοιρασμένη «κανονική» ζωή, ήρθε απροειδοποίητα η αδελφή της Dawn, η Sweetie του τίτλου: το κορίτσι που πάντα τρομοκρατούσε την οικογένεια, πιστωμένη από τον μπαμπά της ως μια αδιαφιλονίκητη βασίλισσα, που μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Η κακομαθημένη «Γλυκούλα» πάντα απαιτούσε να είναι το κέντρο όλης της οικογένειας και τιμωρούσε όσους δεν της έδιναν σημασία. Με δεδομένη πια διανοητική διαταραχή μπαινόβγαινε σε ιδρύματα. Αυτή την φορά ήρθε με τον «μάνατζέρ» της, έναν μουσικό που παρέπαιε, εμφανώς «φτιαγμένος».

Ο μπαμπάς της ήταν ο δεύτερος απρόσκλητος, καθώς η μητέρα τον εγκατέλειψε για να ζήσει σε ράντσο με καουμπόις (γιατί ποτέ δεν είναι αργά να κυνηγήσουμε το όνειρό μας, ή έστω να αποδράσουμε από τον εφιάλτη μας), αφού πρώτα φρόντισε να του αφήσει μια σειρά γευμάτων σε πιάτα καλυμμένα με σελοφάν. Ο μπαμπάς εξακολουθούσε να την βλέπει ως ταλαντούχο παιδί που τώρα μπορούσε να γίνει επαγγελματίας ψυχαγωγός, ακόμα κι όταν ο μάνατζερ της όχι απλώς δεν του γέμιζε το μάτι αλλά και αποκοιμήθηκε πάνω στην κουβέντα κι έγειρε πάνω στο πιάτο του. Κάποια στιγμή μας επισκέφτηκε η μητέρα και η τετραμελής οικογένεια βρέθηκε ξανά ενωμένη στην συναισθηματική της σιωπή.

Παρατηρούσα την Κέι και την Σουίτι, ένα δίπολο συνεχών αντιθέσεων. Η εύθραυστη, χαμηλότονη και μοναχική, η θορυβώδης, ασυγκράτητη και καταστροφική. Σώμα καλαμοειδές και πληθωρικό αντίστοιχα. Απουσία που κρύβεται, παρουσία που επιβάλλεται. Η ντροπαλή και η επιδεικτική, η «βαρετή» και η «άγρια». Ένας ερμητικός οικογενειακός κόσμος άνοιγε μπροστά στα μάτια μου. Η Κέι βρισκόταν πάντα στο ημίφως, παραμελημένη, ενώ η Σουίτι είχε όλη την προσοχή των γονέων· ακόμα και ο τίτλος της ταινίας φαίνεται παραπλανητικός, αφού κεντρική ηρωίδα είναι η Κέι· μέχρι κι αυτόν της έκλεψαν. Αυτό λοιπόν βασάνιζε την αγαπημένη μου; Ο συνεχής παραμερισμός από μια ασυγκράτητη κυρίαρχο; Η υπόκωφη ζήλεια επειδή ποτέ δεν γευόταν την απεριόριστη ελευθερία που χαρίστηκε στην αδελφή της; Και τι ζητούσε τώρα η Σουίτι από μας; Να την προωθήσουμε στην λαμπρή καριέρα που της υποσχέθηκαν από μικρή και που ακόμα περίμενε με τα μάτια της πάντα βαμμένα; Να μας αναστατώσει και να με αποπλανήσει, όπως επιχείρησε; Να την υποδεχτούμε ως αυτό που ήμασταν, μια οικογένεια τρελή και ασυνάρτητη όπως όλες;

Φαίνεται πως κανείς τους δεν τα κατάφερνε με τις λέξεις και ο μόνος τρόπος να της πουν να φύγει ήταν να φύγουν οι ίδιοι. Μπήκαμε σ’ ένα αυτοκίνητο και βγήκαμε στον αυτοκινητόδρομο, προς άγνωστη κατεύθυνση. Σταματήσαμε βράδυ σ’ ένα ράντσο· από τα μεγάφωνα ακουγόταν μια γλυκερή cowboy μουσική κι οι άντρες χόρευαν στο χωμάτινο αίθριο. Ήταν τόσο σουρεαλιστική εκείνη η σκηνή, που έμοιαζε με όνειρο κάποιου από μας. Μήπως τελικά αυτό ήταν το όνειρό τους, να φύγουν μακριά της; Η Σουίτι ενσάρκωσε όλα τους τα προβλήματα; Ποιος της άφησε ελεύθερο τον δρόμο για την παράνοια; Η Κέι και οι γονείς της αντιμετώπιζαν καλύτερα τα δικά τους; Η πνευματική διαταραχή πάει πάντα μόνη της ή έχει πηγές και συνοδοιπόρους;

Η κάμερα ακολουθούσε την Κέι παντού, αλλά εκείνη παρέμενε ένας γρίφος. Ίσως ο φακός αποτύπωνε το δικό της βλέμμα κι όχι ενός αντικειμενικού παρατηρητή. Συχνά το περιβάλλον έμοιαζε να ξεγλιστράει από την πραγματικότητα και να γίνεται παράξενο, ονειρικό. Θραύσματα μνημών, ριπές ονείρων, ένα ακαπέλα ρεφραίν του Love will never let you fall down, γκόσπελ φωνητικά, μαυρόασπρα ιντερλούδια και οπτικές γωνίες κάτω από αμάξια, τραπέζια κουζίνας και κρεβάτια, σαν επιστροφές των υπόγειων φόβων της, όλα ανάδευαν εντός της. Τα φλάσπμπακ που εδώ δεν είναι παρά η μνήμη της, υπενθυμίζουν τα πάντα. Η ολιγογράφος νεοζηλανδή σκηνοθέτιδα Jane Campion βάσισε την πρώτη της αυτή ταινία σε προσωπικές εμπειρίες και την αφιέρωσε στην αδελφή της. Φαίνεται πως το πρώτο έργο τέχνης ενός δημιουργού πάντα θα αναζητά την αλήθεια της ζωής του.

Προς το τέλος της ιστορίας η Σουίτι ανέβηκε ξανά στο δεντρόσπιτο όπου πάντα έπαιζε μόνη της, προνομιούχος και αποκλειστική ιδιοκτήτρια, αλλά τώρα δεν είχε πια χειροκροτητές στις ακροβασίες της. Ίσως τότε διέκρινα τον βαθύτερο φόβος της Κέι: δεν είναι τα δέντρα που έχουν κρυμμένες δυνάμεις, αλλά η άγνωστη, άλογη αδελφή της. Ήταν ένας φόβος που αδυνατούσε να παραδεχτεί, όπως άλλωστε κάθε συναίσθημα απέναντί της. Έτσι μεγάλωσαν: ανέκφραστες και ανειλικρινείς, χωρίς επικοινωνία. Ίσως οι βαθιές ρίζες που τόσο έτρεμε η Κέι να ήταν η οικογένεια από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Αλλά σε αντίθεση με τους γονείς που αδυνατούσαν ακόμα και τώρα να συνειδητοποιήσουν πως άφησαν τα παιδιά τους να πλέουν ακοινώνητα, η Κέι είδε την πραγματικότητα κατάματα. Οι ιδιοσυγκρασίες είναι για να συγχωρούνται, οι οριακές καταστάσεις για να βιώνονται, οι πόνοι για να εκδηλώνονται. Το ξέσπασμά της με λέξεις που επιτέλους αναδύθηκαν και κυκλοφόρησαν ήταν καθυστερημένο αλλά ζωτικό.

Ύστερα απ’ όλα αυτά πώς να ρεύσει η σεξουαλικότητα αυτής της νέας γυναίκας; Το σώμα της -πρώτο και ατυχέστερο θύμα των περιστάσεων- κλειδώθηκε, ο ερωτισμός του εγκλωβίστηκε. Αν αδυνατούσε να συνδεθεί με οποιονδήποτε άνθρωπο, πώς περίμενα να κουμπώσουν οι αρμοί μας; Η παραφυσική αναγνώστρια των φύλλων του τσαγιού της είχε πει πως αγάπη είναι «courage and sex». Της έλειπαν και τα δυο.

Αναρωτιόμουν αν μπορούσε να αντιληφθεί την ομορφιά του ψηλόλιγνου μίσχου της, τους χυμούς κυλούσαν εντός της. Διόλου τυχαία η κάμερα την κομμάτιαζε σε τμήματα, σαν να τόνιζε πως ούτε τα μέρη της δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, ενώ εστίαζε περισσότερο στο πρόσωπο, στα χέρια και τα πόδια της: τα βήματα ανάμεσα στις ρωγμές του πεζοδρομίου, το παίξιμο των παπουτσιών στο χαλί, το καλσόν πάνω στο πλεγμένο χαλί, στον περιπλεγμένο κόσμο. Αμήχανα, νευρικά, με πλήρη άγνοια ωραιότητας. Περίμενα πως και πώς να τα δω ελεύθερα απ’ όλα αυτά και η περιπόθητη στιγμή έφτασε, ακριβώς στο τελευταίο δίλεπτο της ταινίας, σαν τέρμα που μπαίνει στο 90΄, αρκετό για να ξεχαστεί ένας ολόκληρος άνυδρος αγώνας και να γίνει αυτό και μόνο ικανή ανάμνησή του.

Να τα λοιπόν. Αριστερά τα δικά της, δεξιά τα δικά μου. Φοράμε κι οι δυο μαύρες κάλτσες. Εκείνη βγάζει τις δικές της. Τα δάχτυλά της σηκώνονται, παίζουν, ανεβοκατεβαίνουν. Ακούγεται χαλαρωμένη και ανυπόμονη, με την χαρακτηριστική αυξομείωση της φωνής που προηγείται της ερωτικής πράξης. «Ξέρεις πώς συμπεριφέρονται στα πόδια στο σεξ;», με ρωτάει, και δεν γνωρίζω αν γνωρίζει την απάντηση ή αν θέλει να την ανακαλύψει. Πρώτα αυτά προτείνουν ετοιμότητα και δηλώνουν απαραίτητα μέλη της επερχόμενης τελετής. Έτσι κι εγώ: καλώ τις απανταχού δέσποινες πρώτα να αποδεχτούν και μετά να αποτάξουν τα οικογενειακά τραύματα που φέρουν όπως όλοι μας, να ξαπλώσουν, να κυματίσουν τα δάχτυλά τους και να μας προσκαλέσουν στην νέα ζωή που δικαιώνεται οριζοντιωμένη.

Και η Σουίτι; Πέταξε από το δεντρόσπιτο, ξυπόλητη φυσικά, αφήνοντας την εικόνα της όταν ήταν μικρή, με την ζωή ανοιχτή μπροστά της, τότε που χόρευε, έκανε μικρά ακροβατικά νούμερα και τραγουδούσε. Ίσως η ζωή είναι το καλύτερο που κάποτε ήμασταν, όποτε κι αν ήμασταν. {Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Η ταινία: Sweetie (Jane Campion, 1989). Η γυναίκα: Karen Colston.

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.




Ιουλίου 2022
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728293031

Blog Stats

  • 1.138.818 hits

Αρχείο