Η Αίγλη της Αιδηψού

Κείμενο δημοσιευμένο στο περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 67 (φθινόπωρο 2021), σ. 51-57.

Το καλοκαίρι του 1974 παραθερίζαμε στα Λουτρά Αιδηψού και νοικιάζαμε ένα μικρό ισόγειο με μικρό παραθυράκι στον δρόμο, σε μια ανηφόρα αριστερά από το τέρμα της κεντρικής οδού Θερμοποτάμου. Ένα απόγευμα έξω από το σπίτι γνώρισα την Αίγλη. Το προχωρημένο μαύρισμά της μαρτυρούσε ότι ζούσε όλο τον χρόνο στην Αιδηψό· αυτή ήταν η ορατή διαφορά μεταξύ των ντόπιων και των αλλότοπων κοριτσιών. Το βλέμμα μου γλιστρούσε στα ποδαράκια τους, για την σπάνια αντίθεση της σοκολατένιας τους απόχρωσης με το υπόλευκο των νυχιών. Τα γηγενή θηλυκά είχαν και μια διαφορετική συμπεριφορά: ήταν πιο ευθείς, κάποτε και απότομες· αντιμετώπιζαν τα αγόρια στα ίσια κι ήταν ψημένες στα ομαδικά παιχνίδια. Εκείνη διέθετε μια ιδιαίτερη, Ιούλια ομορφιά· αχτένιστες αφέλειες μισόκρυβαν δυο σχιστά, αυθάδικα βλέμματα, ενώ τα δάχτυλά της βρίσκονταν μονίμως στο στόμα της, καθώς θεωρούσε τα νύχια της φαγώσιμα. Τα κάτω δάχτυλα άξιζαν μια παρομοίωση με δέκα παράλληλα μικροσκοπικά λεπτά κολοκυθάκια. Οι σαγιονάρες της με την πρώτη ευκαιρία βρίσκονταν πεταμένες σε κάποια άκρη. Ήταν το μοναδικό ξυπόλητο κορίτσι της παρέας και το λάτρεψα αμέσως.

Αποτραβούσα την ματιά μου αλλού αλλά εκείνη εκεί, επέστρεφε πάνω της, να την διατρέχει ως κάτω. Ήταν κατατσιμπημένη από τα κουνούπια και αναρωτιόμουν αν είναι συμπτωματικό τα πιο άτακτα κορίτσια να είναι και τα πιο σημαδεμένα από τους ιπτάμενους πότες, λες και το δικό τους δέρμα ήταν περισσότερο εύγευστο από τα άλλα. Τα συνήθη δυο τρία δαγκώματα που είχε πάντα σε πρώτο πλάνο την έκαναν ακόμα πιο ποθητή. Προσπαθώ να θυμηθώ τι είδους πόθος ήταν αυτός, από την στιγμή που δεν γνώριζα τίποτα από τις χειροτεχνίες του. Υποθέτω πως σιγόβραζε όπως κάθε ανώριμη λαγνεία μαζί της με όλα τα αδιευκρίνιστα που προκαλούνται στην ανήλικη ψυχή. Σε μια από τις επιθυμίες μου, ήθελα εγώ να γίνομαι μικροσκοπικός φτερωτός περικυκλωτής και να πεταρίζω γύρω της μέχρι να επιλέξω πού θα την τσιμπήσω και με πόσο αίμα θα δροσιστώ. Για την γεύση του υπέθετα ότι το βαθύ πορφυρό της βυσσινάδας θα μαρτυρούσε κάποια συγγένεια.

Αχ, άντρες αναγνώστες, εσείς καταλαβαίνετε τι συμβαίνει σε οποιονδήποτε μικρό γοητευμένο από ένα κορίτσι: κάθε λεπτό που περνάει νοιώθει ακόμα πιο μικρός και ακόμα πιο γοητευμένος. Κάνει τον σοβαρό και τον αστείο, γιατί δεν ξέρει τι προτιμά εκείνη κι επειδή την ίδια στιγμή που επιλέγει το ένα, σκέφτεται ότι έπρεπε να είχε διαλέξει το άλλο. Στεκόμουν εκεί, άγουρο αγγούρι, αλλά όπως ευτυχώς συμβαίνει στα βιβλία, ανέλαβε εκείνη πρωτοβουλίες υποδοχής. Τα λιγότερο ντροπαλά κορίτσια πάντα γελούσαν πιο εύκολα κι έτσι σύντομα βρήκα τον δρόμο προς τα στιγμιαία της ξεκαρδίσματα: έκανα τον έκπληκτο σε κάθε της πρόταση παιχνιδιού, ακόμα και σε οποιαδήποτε τυχαία φράση. Στην πραγματικότητα ήμουν όντως έκπληκτος αλλά όταν διαπίστωσα την ανταπόκριση του ελαφρώς βλαμμένου ύφους μου η χαρά μου ήταν μεγάλη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αποδοχή για ένα άπειρο αρσενικό από μια γελαστή ανταποκρίτρια.

Ρωτούσα λοιπόν δήθεν απορημένος τους κανόνες κάποιου παιχνιδιού, φτιάχνοντας νέες εξωφρενικές ερωτήσεις σε κάθε της εξήγηση, σταδιακά εμφανώς πειρακτικές. Τότε ακολουθούσε η δεύτερη ευπρόσδεκτη αντίδραση: το γνωστό ελαφρώς δυνατό χτύπημα απ’ τις παλάμες της ως «αυθόρμητη» απάντηση στα λεκτικά μου τσιμπήματα – όπως κάθε κορίτσι, έκανε πως δεν γνωρίζει το όριο μεταξύ ελαφρών και δυνατών χτύπων. Ήταν κι αυτό ένα άγγιγμα, και μια ένδειξη ότι διανύσαμε κάποια εκατοστά οικειότητας. Όταν μια φορά το χέρι της αστόχησε χάρη στον επιδέξιο ελιγμό μου, ήρθε το πόδι της να μου τραντάξει το σώμα: αυτό που εκείνη θεώρησε ως κλωτσιά ήταν για μένα ένα ζεστό πέλμα της στην γάμπα μου. Πολλαπλασίασα τα πειράγματα για να εισπράττω αντίστοιχες αστραπιαίες πατημασιές και αμειβόμουν με την προσφορά μιας μέχρι τώρα αδιανόητης αφής. Ευμενώς καταχτυπημένος, αναζητούσα πάνω μου τα ροζ αποτυπώματα των πελμάτων της, μάταια βέβαια.

Μ’ όλο αυτό το παιδομάνι έξω στον δρόμο, ήταν αδύνατο να βρεθούμε οι δυο μας. Οι διαθέσιμες απογευματινές ώρες γλιστρούσαν γρήγορα, σα να διέφευγαν προς τους δυο γωνιακούς κατήφορους που όριζαν την γωνία του σπιτιού. Δεν είχα παρά να ασκήσω πρακτικές μεσημβρινής κατασκοπίας: την παραμόνευα από νωρίς το απόγευμα πίσω από το μικρό παράθυρο του υπνοδωματίου. Αν έβγαινε νωρίτερα από τα άλλα παιδιά, θα έσπευδα τυχαία ολοταχώς. Αλλά εκείνη συνήθιζε να βγαίνει έξω πιο ακατάλληλες ώρες, ιδίως ντάλα μεσημέρι. Ως γέννημα θρέμμα της γειτονιάς είχε ασυλία στους κανόνες των παραθεριστών, ιδίως στην υποχρεωτική μεσημεριανή ανάπαυλα όλης της οικογένειας και την προστασία από τον ήλιο που μας είχε ζεματίσει όλο το πρωί. Την ώρα που όλοι στο σπίτι κοιμούνταν έπαιρνα την θέση μου πίσω από τα παντζούρια, που έμοιαζαν με σύνορο δυο κλιμάτων. Μέσα με τύλιγε η γλυκιά δροσιά των παλιών τοίχων, έξω ο δρόμος κόχλαζε μέσα στην πολυφωνία των τζιτζικιών.

Τότε εμφανιζόταν εκείνη. Μέσα από τις γρίλιες την έβλεπα διαγραμμισμένη με ρίγες φωτός, να βγαίνει στο απέναντι πεζούλι, εμφανώς βαριεστημένη. Έκοβε μικρά φυλλαράκια και τα μύριζε προτού τα πετάξει με θεατρικές κινήσεις, μετά κλωτσούσε τα βοτσαλάκια που της «έφραζαν» τον δρόμο μέχρι το επόμενο βήμα. Δεν γνώριζα την τέχνη της αρπαγής της ευκαιρίας· δεχόμουν τα πάντα σαν αναπότρεπτα δεδομένα κι ευγνωμονούσα για τα δώρα που έκρυβαν, εκτός αν κι αυτό είναι μια τέχνη, έστω και παθητική. Κι έτσι, αντί να βγω έξω, έμεινα να την παρατηρώ με την ησυχία μου, κάτι που δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω φανερωμένος απέναντί της. Μπορεί να ήταν μια από τις πρώτες μου πατόκορφες παρατηρήσεις ενός κοριτσιού.

Έμενα λοιπόν, ακίνητος μεσημβρινός, να χαζεύω την μορφή της σε λεπτά παράλληλα θραύσματα. Αναζητούσα στις κάτω γρίλιες τα πόδια της, κι αν δεν φαίνονταν άλλαζα στάση στο σώμα. Ένοιωθα ότι την σκηνοθετούσα όλη δική μου έτσι όπως κάθε αλλαγή στην θέση μου αποκάλυπτε και άλλες λωρίδες σώματος. Σύντομα έβγαζε τις σαγιονάρες της, σα να ήθελε να ελευθερωθεί στον δρόμο που είχε σαν δικό της δωμάτιο. Για λίγο περιφερόταν πάνω στο πεζούλι – μύριζε τα γιασεμιά, αγκάλιαζε την λεμονιά – κι ύστερα αφοσιωνόταν στο παιχνίδι της: πατούσε με τα πέλματά της ένα ένα τα βυσσινιά κι άσπρα πλακάκια, φροντίζοντας να μην ξεφεύγει από το περίγραμμά τους. Ήθελα να διαθέτω ζουμ στο βλέμμα, να τα χορταίνω (ή να μην τα χορταίνω) στο αυτοσχέδιο κουτσό τους. Ήταν σα να διαδραματιζόταν ένας συναρπαστικός αθλητικός αγώνας αλλά καθόμουν πολύ μακριά στις εξέδρες κι έχανα τις καλύτερες φάσεις.

Όταν βαριόταν έτριβε τα πέλματά της στην ευεργετική σκόνη που εφημέρευε στο δάπεδο και δοκίμαζε χορευτικές κινήσεις. Είχε άραγε κάποια μουσική στο κεφάλι της και ποια; Στο τέλος καθόταν στο ψηλό πεζούλι πάνω απ’ τον δρόμο και κινούσε πέρα δώθε τις πατούσες της σε ομόκεντρους κύκλους, μια μαέστρος της αναταραχής μου. Κρατούσα την ανάσα μου θαρρείς και μπορούσε να την ακούσει κι ένοιωθα τον ερεθισμό που προσπαθεί να γίνει σωματικός αλλά βρίσκει εμπόδιο το άγουρο σώμα  και καταλήγει στα σωθικά.

Θα ήθελε να την συντροφεύω στα άπραγα, αργά μεσημέρια της; Ολόκληρη η λουτρόπολη σιγούσε κάτω από έναν ζαλιστικό ήλιο, αλλά την ίδια στιγμή έμοιαζε με τόπο θαυμάτων που είναι έτοιμα να συμβούν αρκεί να τα προκαλέσεις. Στο λεπτό έφτιαξα κατάλογο με κοντινές βόλτες και παράπλευρες δράσεις. Στις έξι, που θα έρχονταν και οι υπόλοιποι της γειτονιάς, θα είχαμε επιστρέψει, χαμογελώντας συνένοχα. Το ίδιο απόγευμα της είπα τα πρώτα ψέματα, συνήθεια πολιορκητών παντός καιρού και πάσης ηλικίας. «Τα μεσημέρια που οι άλλοι κοιμούνται, εγώ βγαίνω από μια πίσω πόρτα, σ’ έναν αγρό πίσω από το σπίτι. Να έρθεις μια μέρα να σου δείξω». Με ρώτησε «και τι έχει εκεί;», της απάντησα «πολλά, και βρήκα κάτι που θα σου αρέσει». Αυτό ήταν, της έκλεψα την περιέργεια.

Ο κόσμος ομορφαίνει ολόκληρος στις ώρες της αναμονής ενός ρομαντικού ραντεβού. Τότε όλα όσα παρατηρεί ούτως ή άλλως οξυμένος ο παιδικός παρατηρητής, τώρα φαντάζουν αλλιώς· άλλα μοιάζουν λιγότερο σημαντικά κι άλλα απολύτως συναρπαστικά. Το επόμενο απομεσήμερο ήρθε ακριβώς όπως την γνώριζα κρυφοκοιταγμένη, μια ολόκληρη χρωματιστή γεωμετρία: ρίγες στο φόρεμα, τρίγωνο στις σαγιονάρες και γραμμές τεθλασμένες στις μπούκλες, ευθείες στα καλάμια της, καμπύλες στους ώμους. Την πήγα στο ανοιχτό χωράφι πίσω απ’ το σπίτι υποκρινόμενος πως γνώριζα καλά την διαδρομή. Διασχίζαμε μικρά χωμάτινα μονοπάτια, ενώ τα στάχια της γαργαλούσαν τις γάμπες, όπως παρατήρησε με το γέλιο της. Καθίσαμε έξω από μια παρατημένη αυλή· τα σώματα γειτόνεψαν, τα γόνατα κουτούλησαν.

Με βόλευε που ήμασταν δίπλα δίπλα και δεν χρειαζόταν να ευθυγραμμίζονται οι ματιές μας, άρα μπορούσα και να κρυφοκοιτάζω τα δάχτυλά της, κι ας ήταν χωρίς χορικά αυτοσχεδιάσματα. Δεν ξεχνούσα τα ευρήματα που της υποσχέθηκα κι έβγαλα ένα κουτί γεμάτο με κάθε λογής μικροπράγματα. Δεν της είπα ότι τής τα μάζευα εδώ και μέρες· προτίμησα την επινοημένη εξερεύνηση του χωραφιού, την ιδέα μιας ανακάλυψης που χαρίζεται. Το άνοιξα μπροστά στα πόδια της, για να τους κλέψω ακόμα περισσότερες ματιές. Εκείνη το αναποδογύρισε άγαρμπα, βουλιμικά.

Πρώτα φάνηκαν τα καπάκια μπουκαλιών: το μπλε της Φιξ, το κόκκινο της Χέννινγκερ, το λαχανί της λεμονάδας Ήβη, το μαύρο της γκαζόζας, το ανοιχτό μπλε και το πορτοκαλί της αντίθεσης των ανθρακικών στις πορτοκαλάδες. Θυσίαζα την δική μου συλλογή, προσθέτοντας ένα εύρημα από ένα παλιό συρτάρι του σπιτιού, μια πλακέ μπαταρία Μπέρεκ που είχε ωραίο κυανό χάρτινο περιτύλιγμα και μπορεί να ταίριαζε στο τρανζιστοράκι που συχνά γυρόφερνε. Η πλαστική βασίλισσα από ένα λειψό σκάκι ολοκλήρωνε τις προσφορές. Ένα βασίλειο πολύχρωμο, όπως και το μέλλον μας. Το αδιαφιλονίκητο ατού της συλλογής ήταν δυο πλαστικές μαργαρίτες, κλεμμένες από ψεύτικα λουλούδια, αξεσουάρ για τις σαγιονάρες της. Οι κόρες των ματιών της έλαμψαν. Κλείσαμε ο ένας τα μάτια του άλλου και εισπνεύσαμε την μυρωδιά από την μέσα πλευρά των καπακιών – τα μαντέψαμε όλα σωστά. Μείναμε λίγο περισσότερο στο Ούζο 12, στη μόνη διαθέσιμη μέθη των μικρών.

Αν ο ενήλικος έρωτας καταλήγει κάπου, σε κλίνη, δωμάτιο, σπίτι, δεσμό, οικογένεια, ο ανήλικος δεν καταλήγει πουθενά. Απλά υπάρχει, χωρίς να περιμένει κάτι χειροπιαστό. Τίποτα δεν είναι γνωστό, ούτε προδιαγεγραμμένο. Δεν ακολουθείται κανένα πρωτόκολλο, δεν υπάρχει καμία σειρά. Περίμενα πως κάποτε θα εφάπταμε τα χείλη μας· προς το παρόν το ευχαριστήριο φιλί των τηλεοπτικών έργων ήταν άφαντο. Υπήρχε όμως το πιο ευρύ επίθετο που θα μπορούσε να μου χαρίσει. «Ήμουν πολύ γλυκός». κάτι που έκτοτε δεν έπαψε να με μπερδεύει, γιατί σήμαινε πολλά και τίποτα. Μείναμε σιωπηλοί, γειτνιασμένοι, ενώ οι πλαϊνές μας γάμπες αγγίζονταν ζεστές. Χαμογέλασε· μπορεί και να σκέφτηκε ότι τα παρατημένα χωράφια δεν είναι σπαρμένα με τέτοια πράγματα.

Προχωρήσαμε σ’ ένα μεγαλύτερο χωράφι, που ανέβαινε σαν χαμηλό βουνό πίσω απ’ τα τελευταία σπίτια της Αιδηψού. Το βράδυ γινόταν πρασινόμαυρο μεγάφωνο τριζονιών και πηγή της χαρακτηριστικής μυρωδιάς του χωριού· τώρα ήταν ήσυχο και κατακίτρινο. Το πήραμε από την αρχή για να δούμε πού βγάζει κι αυτό όλο πήγαινε. Στο τέρμα του η έκπληξη ήταν μεγάλη. Είχαμε βρεθεί στα Πλατάνια, έναν τόπο σποραδικών απογευματινών επισκέψεων με την οικογένεια. Τα νόμιζα για μακρινά, αφού πάντα πηγαίναμε με τα παλιά γκρίζα «αγοραία», από τον οδικό δρόμο που περικύκλωνε την Αιδηψό. Τώρα όμως εμφανίστηκαν μπροστά μας! Κάτω από ένα πυκνό πλέγμα πλατανόφυλλων απλώνονταν παλιά αναψυκτήρια. Ο τόπος βούιζε – θροΐσματα, ζουζούνια, τα ρυάκια των ιαματικών. Ήταν σα να βρέθηκα εκτός έδρας αλλά σε γήπεδο που γνώριζα καλά. Η αγωνία για την σκανδαλιά της απομάκρυνσης ηρεμούσε από τον ήχο των ποδιών της στα χαλίκια. Ήταν διαφορετικός απ’ όλων των άλλων. Μετά ο χρόνος χάθηκε κι άφησε αμέτρητη την περιπλάνησή μας.

Τότε είδα για πρώτη φορά το μεγάλο, παλιό ιαματικό λουτρό των Πλατανιών: ένα κτίσμα μακρύ, με μικρά παράθυρα και ξεφτισμένο κίτρινο χρώμα στους τοίχους. Τριγύρω παντού η χαρακτηριστική μυρωδιά των πηγών, «του κλούβιου αυγού» όπως  λέγαμε. Φέραμε τον γύρο του κτίσματος και στην πίσω πλευρά σκύψαμε στα χαμηλά παράθυρα για να δούμε τι συμβαίνει μέσα: λευκές μπανιέρες που έμοιαζαν να βρίσκονται εκεί από πάντα υποδέχονταν ηχηρές ροές νερών ενώ παραμέσα κόχλαζαν οι ζεματιστές πηγές. Μέσα από τους ατμούς μόλις ξεχώριζαν τα σώματα που αναζητούσαν την θεραπεία των ιδιαίτερων υδάτων.

Ωραία θα ήταν να μπαίναμε κι εμείς – Θα αναλάμβανα το ρόλο του τρίφτη – Κι εγώ της τριμμένης – Θα περιμέναμε να φύγουν όλοι – Και θα πηγαίναμε από μπανιέρα σε μπανιέρα – Λένε πως είναι καυτά εκεί μέσα – Θα αντέχαμε, θα δίναμε θάρρος ο ένας στον άλλον – Και μετά θα μπαίναμε στους κρύους καταρράκτες – Όχι, μετά θα ήταν η σειρά μου να σε τρίψω – . Υπογράψαμε την συμφωνία μας σφίγγοντας τις παλάμες πάνω απ’ το αναβράζον χώμα. Τότε στην ζάλη των αναθυμιάσεων τής φίλησα το μάγουλο, που έγινε κατακόκκινο, σαν τα μούρα που, λιωμένα στο έδαφος, είχαν ήδη βάψει την άκρη απ’ το μικρό της δαχτυλάκι.

Στον δρόμο της επιστροφής μπλέχτηκε στ’ αγκάθια· άκουσα το παιδικό της άουτς κι είδα τις σαγιονάρες της πεταμένες, τα ψευτολούλουδα ξεχαρβαλωμένα, το αριστερό της ποδαράκι κρεμαστό. Καμώθηκε την άπονη αλλά ήταν εμφανώς έτοιμη να κλάψει. Την κάθισα όπως όπως και επιθεώρησα το πέλμα της, μουδιασμένος απ’ την απρόσμενη συγκυρία. Θυμάμαι τις δυο ελιές του, στην καμάρα και κάτω απ’ το προτελευταίο δαχτυλάκι, σαν τις σπάνιες γνώσεις που προσφέρονταν μόνο στους εξερευνητές των μακρινών θαλασσών. Περνούσα το δάχτυλό μου από την επιφάνειά του για να ψηλαφήσω την απόληξη των αγκαθιών κι ύστερα πίεζα ελαφρά τριγύρω για να βγουν. Στο τέλος, με την φτέρνα της πάντα στην παλάμη μου έμενε να με κοιτάζει με δακρυάκια που ξεραίνονταν όπως τα γύρω στάχια. Δεν κατάφερα πολλά και γαντζώθηκε στο μπράτσο μου μέχρι τέλος. Ευφραινόμουν με τόσο πλησιασμό αλλά εκείνη ανησυχούσε για την συνέχεια στο σπίτι της. Αργότερα έξω απ’ το παράθυρό της ακούγονταν ξυλιές από σαγιονάρες. Η Αίγλη μου δερνόταν από την βάρβαρη μάνα της επειδή όχι μόνο ξεπόρτισε αλλά και γύρισε αγκαθιασμένη. Ίσως αυτή ήταν η πρώτη μορφή ειρωνείας που γνώρισα με σάρκα και οστά: ένα παιδί της πόλης, άψητο απ’ τις εξοχές, να θεωρούμαι κίνδυνος για ένα κορίτσι που σκούραινε και σκλήραινε όλη μέρα στους δρόμους. Μέσα στην ταραχή μου αναρωτήθηκα αν την χτυπούσε με τις δικές της κι αν διασώθηκαν οι μαργαρίτες.

Για μέρες δεν την είδα κι ο εγκλεισμός της μου δημιούργησε μεγάλο θέμα συνείδησης. Αντιλήφθηκα ότι η αξιόποινη πράξη είχε ενορχηστρωθεί από μένα όμως κατά το ήμισυ αντιλαμβανόμουν πως χωρίς αυτήν δεν θα μου είχε δοθεί το δώρο που επιθυμούσα. Η ατυχία της ήταν το ευτύχημά μου. Είδα τα πέλματά της, τα στόλισα, τα άγγιξα. Αν είχα την ευκαιρία να ξαναζήσω εκείνο το απόγευμα, θα το επαναλάμβανα ή θα την κρατούσα σε ασφαλέστερες περιοχές χωρίς τα υπόλοιπα; Χωρίς δυσκολία διάλεξα το πρώτο, κι ας πολλαπλασιάζονταν οι ξυλιές της στο άπειρο. Καλύτερα ένα μπουκέτο από αλησμόνητες, συμπυκνωμένες στιγμές μας ακόμα και μ’ εκείνες τις συνέπειες, παρά άσκοπες βόλτες στην γειτονιά μας. Αναρωτήθηκα μέχρι πού μπορώ να φτάσω για να θρέψω τις ορέξεις μου. Ένας διχασμός μετατόπιζε τα όρια της προσωπικής ηθικής και ηδονής. Η δεύτερη επεκτεινόταν στα χωράφια της πρώτης. Στην προσωπική μου απολογία υποστήριζα τις ευγενείς μου προθέσεις και κάθε διάθεση να γίνω ο τιμητικός της ακόλουθος.

Πολλά από τα επόμενα μεσημέρια προσπάθησα να κοιμηθώ, με τη περίεργη αίσθηση πως, παρά τα δικά μας κοσμοϊστορικά, ο τόπος έξω συνέχιζε να υπάρχει, τα τηγάνια να τσιτσιρίζουν από τα γειτονικά ισόγεια παράθυρα και τα αγροτικά αυτοκίνητα να κυλούν στην πάνω κατηφόρα. Κάποιες φορές, στις σύντομες παύσεις των θερινών ήχων, ήμουν βέβαιος πως αφουγκραζόμουν τα πλαταγίσματα από δεκάδες γυμνά ποδαράκια να γυροφέρνουν αιχμάλωτα, όπως κι οι δέσποινές τους, πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα. Αρκετές μέρες μετά, το γνώριμο άκουσμα των πελμάτων της Αίγλης πάνω στα σκονισμένα πλακάκια μ’ έκανε να σπεύσω στις γρίλιες κι εκείνη ήταν εκεί, στο αυτοσχέδιο κουτσό της – άραγε απελεύθερη στις έρημες μεσημβρινές ώρες ή κλεφτή εξοδούχος για την ώρα που οι αυθέντες της κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου; Θα μπορούσα να γλιστρήσω αθόρυβα έξω, να τρέξω να την ρωτήσω ή απλά να σταθώ και να της χαμογελάσω. Δεν το έκανα, από φόβο μην χειροτερέψω την θέση της. Μπορεί και απλά να επέστρεψα στον παθητικό θεατή που πάντα ήμουν.

Οι μέρες περνούσαν κι εκείνη τα απογεύματα παρέμενε έγκλειστη και τιμωρημένη. Περιμένοντας την έξοδό της, της ετοίμαζα μια νέα συλλογή σ’ ένα κουτί που θα ονόμαζα κουτί δευτέρων βοηθειών, λόγω της καθυστερημένης του προσφοράς. Έφτιαξα ένα κόσμημα από τον μίσχο ενός λουλουδιού να της το φορέσω γύρω από τον αστράγαλο, ζωγράφισα τους ρόμβους του δέρματός της στο τσιγαρόχαρτο που είχαν για τραπεζομάντηλα στα εστιατόρια, πήγα μόνος μου στις πηγές και μάζεψα ιαματικό σ’ ένα πλαστικό μπουκαλάκι, να της το βάλω εκεί που έφαγε τις ξυλιές.

Συνέχισα όλα τα επόμενα μεσημέρια να την βλέπω ή να την θυμάμαι σε λωρίδες, να βηματίζει στο δικό της σταυρόλεξο, καθώς προσπαθούσε πιθανώς να λύσει δύσκολους ορισμούς σε σκούρα κι ανοιχτά τετράγωνα ή να μου φτιάξει ένα γράμμα που θα πάσχιζα μέχρι σήμερα σ’ αυτό το βιβλίο να αποκρυπτογραφήσω. Ούτε το κουτί δεν μπόρεσα να της δώσω. Το έθαψα σε μια άκρη του μονοπατιού πίσω από το σπίτι, στον δρόμο προς τα Πλατάνια. Όλος εκείνος ο αγρός παραμένει ως σήμερα σε μεγάλο μέρος άκτιστος, το ίδιο και το σπίτι απ’ όπου την θαύμαζα αγκρέμιστο. Θεωρητικά το κουτί πρέπει να είναι ακόμα εκεί. Κι εγώ επιστρέφω μια φορά κάθε πολλά χρόνια, για να βρω την Αίγλη που μου αναλογεί.

Δεν έπαψα να την αναζητώ στις σελίδες των άλλων, όπως έκανα με κάθε μονόδρομο έρωτα. Δεν είχα αυταπάτες ότι θα έβρισκα την ίδια, παρόλο που θα της άξιζε ένας πραγματικός λογοτέχνης. Είχα όμως την ελπίδα πως κάποιος άλλος θα μοιραζόταν την δική του Αίγλη κι εγώ θα χαιρόμουν με την μακρινή πλην εκλεκτική συγγένεια αλλά και την άγρια χαρά να βλέπω να μεγαλώνει η κοινότητα των ξυπόλητων κοριτσιών που έδωσαν την εικόνα τους στις θερινές αναμνήσεις. Ένα τέτοιο κορίτσι βρήκα χρόνια μετά σ’ ένα βιβλίο του Φώτη Πρασίνη, ενός άγνωστου πλην αξιανάγνωστου λογοτέχνη που έγραφε διηγήματα δεκαετίες πριν, στην άλλη άκρη της θάλασσας, στην Καβάλα. Στο διήγημα Βαθιά στον ορίζοντα… ο δεκαοχτάχρονος αφηγητής ζει σ’ ένα μεσημβρινό σπίτι και ξαπλώνεται στην αυλή κάτω από την τέντα του πατέρα του ή τα διπλανά πεύκα. Τακτικά κάποια συγκεκριμένη ώρα τρυπώνοντας μέσα από τις αγριοτριανταφυλλιές του κήπου, έρχεται από δίπλα η Μαργή. Τα πόδια της γυμνά πλατσουρίζουν, αγάλι – αγάλι, τις άσπρες πλάκες της αυλής, σαν ένα ζευγάρι λευκά περιστέρια. Είναι, πάντα, ξυπόλητη. Φοράει μια κρεμ ξεθωριασμένη ποδιά, πότε μιλά πότε όχι και κοιτά προς την θάλασσα. Πόσο να είναι; αναρωτιέται ο αφηγητής· δεκαπέντε; Η ποδιά της έχει ανεβεί πολύ πιο πάνω απ’ τα γόνατα, πολύ πιο πάνω. Τα πόδια φαίνονται. Είναι άσπρα, λίγο παχιά και δεμένα, με γραμμούλες γαλάζιες και ροζ. Κάτι, λέει, πηδά μέσα του.

Ο αφηγητής φεύγει από τα μέρη του κι όταν επιστρέφει την αναγνωρίζει να τον χαιρετά από ένα σπίτι. Τα είπαμε σα νάμασταν, όπως τότε, στην αυλή. Ξυπόλητοι δίπλα στον κισσό. Αλλά εκείνη είναι πλέον είκοσι· δεν φορά ποδιά ούτε είναι ξυπόλητη. Παίρνουν τον δρόμο του βουνού και λένε ιστορίες, εκείνη τον φιλάει χωρίς να το πολυκαταλάβει. Λίγο πριν το τέλος του διηγήματος, τα μάτια της ροδίζουν. Η δική μου Αίγλη ήταν η Μαργή ενός άλλου. Δεν ζήλεψα που αυτοί μπορεί να πρόλαβαν να ροδίσουν στον έρωτα. Μόνο αναρωτήθηκα γιατί το κορίτσι δεν ήταν πια ξυπόλητο. Το θεωρούσε δείγμα μιας ανηλικότητας που ήθελε να αποδιώξει; Ή απλώς θέλησε να μοιάζει με τις άλλες, τις ώριμες και πάντα παπουτσωμένες γυναίκες; Μέχρι πότε θα έβγαινε ξυπόλητη η Αίγλη στον δρόμο; Δεν έπαψα να την σκέφτομαι πάντα έτσι, ανήλικη κι ενήλικη, να στέκει με τον ίδιο τρόπο μπροστά στα γιασεμιά, να τα εισπνέει λαίμαργα, να αγκαλιάζει την λεμονιά κι ύστερα να καθυστερεί τον ίδιο τον χρόνο, αργή και νωχελική, σ’ όλα τα θερινά της μεσημέρια. Και κάποιες φορές, να κοιτάζει το παράθυρό μου απέναντι, να με θυμάται και να χαμογελά.

Σημείωση. Βιώθηκε στα Λουτρά Αιδηψού το 1974, γράφτηκε στον ίδιο τόπο το 2014, κι έκτοτε ξαναγράφεται κάθε καλοκαίρι. Το βιβλίο του Φώτη Πρασίνη αποτελεί έκδοση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας (1987). Ευχαριστώ θερμά τον Κοσμά Χαρπαντίδη που φρόντισε την πλοήγησή του ως τα χέρια μου. 

Κείμενο δημοσιευμένο στο περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 67 (φθινόπωρο 2021), σ. 51-57. 

Στις φωτογραφίες, τραβηγμένες από τον Πανδοχέα: 1. Το παράθυρο του παραθερισμού, 2. Η πόρτα του αξέχαστου σπιτιού, 3. Το υπερυψωμένο του πεζούλι – αυλή, 4. Η πινακίδα της Οδού Πλουτάρχου όπου βρίσκεται, 5. Αναψυκτήριο στα Πλατάνια, 6. Η βάρκα που προσπεράσαμε στον δρόμο για τα Πλατάνια, 7. Οι αιώνιες καρέκλες στα πεζοδρόμια της Αιδηψού, 8-9. Το λουτρό στα Πλατάνια, 10. Το παλιό ζαχαροπλαστείο του Πετράκου, όπου είχαμε συμφωνήσει κάποτε να μοιραστούμε τέσσερις πάστες, 11. Το αναφερόμενο βιβλίο, 12. Το τελευταίο βλέμμα πριν την αναχώρηση. 

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήσης του Χάρτη, εδώ.