Don DeLillo – Η σιωπή

 Η διακοπή ρεύματος του κόσμου

1. Off. Το έχουμε όλοι σκεφτεί, και είμαι βέβαιος πως λογοτέχνες και κινηματογραφιστές έχουν επιχειρήσει και θα επιχειρούν ολοένα και συχνότερα να το μεταπλάσουν σε δημιουργία: αυτό που θα συμβεί όταν ο ηλεκτρισμός σιγάσει και όλες οι συσκευές που τροφοδοτούνται με ρεύμα αδρανήσουν. Πώς θα είναι ένας κόσμος χωρίς υπολογιστές, κινητά και ενσύρματα τηλέφωνα, τηλεοράσεις, τηλεπικοινωνίες, ασύρματα δίκτυα; Όταν δε πρόκειται για λογοτεχνία, μέγιστο θα είναι το ενδιαφέρον σχετικά με την γραφή διαφορετικών μεταξύ τους συγγραφέων, δηλαδή με τι είδους ιστορία, με ποια φόρμα και με ποιες μορφές θα επέλεγε ο καθένας να αφηγηθεί μια τέτοια πρωτόγνωρη κατάσταση.

2. Πυκνωτής. O ΝτεΛίλλο στο τελευταίο του βιβλίο δοκιμάζει να γράψει για μια πτυχή της παραπάνω κατάστασης επιλέγοντας καταρχήν την μικρή φόρμα της νουβέλας. Θα μπορούσε να γράψει ένα εκτενές μυθιστόρημα, όπως ο διαγωνίως συγγενικός Λευκός Θόρυβος, άλλωστε είναι ακριβώς μέσα στο στοιχείο του, τα ερωτήματα πώς μπορεί δηλαδή η καθημερινότητα σε έναν καπιταλιστικό, αντι-οικολογικό κόσμο εγωτικών μονάδων να ανατραπεί· τι είδους εαυτοί εμφανίζονται, ποια άγχη αναδύονται, ποιες στάσεις επιλέγονται. Θα διέσπειρε την ιστορία σε πολλά πλοκάμια, θα προσκαλούσε πλείστους χαρακτήρες, θα διάνοιγε την γκάμα επιμέρους των θεμάτων. Φαίνεται, όμως, πως τον απασχόλησε ένα αντίστροφο στοίχημα: να πυκνώσει την ιστορία σε όσο γίνεται μικρότερη έκταση, να περιοριστεί σε λίγα πρόσωπα και να αφήσει ακόμα περισσότερο χώρο στην φαντασία μιας δημιουργικής ανάγνωσης.

3. Δυο Τόποι. Ό,τι συμβεί το παρακολουθούμε σε δυο τόπους. Ο πρώτος είναι το αεροπλάνο, τυπικό ντελιλλικό τοπόσημο, εκεί όπου οι άνθρωποι αιωρούνται σε εναέριους διαδρόμους, πολύ μακριά από οτιδήποτε τους ορίζει ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τον περίγυρο. Ο δεύτερος είναι το καθιστικό με την τηλεόραση, τυπικό ντελιλλικό αντικείμενο, εκεί όπου οι άνθρωποι απανταχού της υφηλίου πληροφορούνται περί της «πραγματικότητας». Κοινή σύνδεση των δυο, ο πολυεπίπεδος ηλεκτρονικός τους οργανισμός, η εξάρτησή τους από μηχανισμούς και ηλεκτρισμό.

4. Επιβάτες – Αριθμοί. Ο Τζιμ Κριπς επιστρέφει στη Νέα Υόρκη με την σύζυγό του Τέσα Μπέρενς. Τα στοιχεία τους μέσα στο αεροσκάφος δεν έχουν καμία σημασία –το όνομά τους είναι ο αριθμός της θέσης τους και η χώρα τους ο αριθμός της πτήσης. Ο Τζιμ παρακολουθεί την οθόνη πάνω από το κάθισμα, που δεν παύει να δίνει το στίγμα του στον ουρανό, τεχνολογική οθόνη που αντικαθιστά την υπολειτουργία του κινητού τηλεφώνου ανάμεσα στα σύννεφα. Η Τέσα εργάζεται ως συντάκτρια σε ομάδα συμβουλευτικής που απαντά στις ερωτήσεις συνδρομητών για ειδικά θέματα υγείας. Ένα από τα επαγγέλματα του μέλλοντος: συνδρομή, τηλεφωνική υποστήριξη, ψυχολογική καθοδήγηση, παροχή πληροφοριών. Η συνομιλία της με τον Τζιμ περιορίζεται σε κουβέντες που αποτελούν συνάρτηση μιας αυτοματοποιημένης διαδικασίας, παρατηρήσεις που προκύπτουν από την ίδια την φύση των αεροπορικών ταξιδιών. Ο Τζιμ ποτέ δεν θέλει να ταξιδεύει καλοντυμένος «γιατί φαίνεται το φτιασίδωμα ενός πλαστού δεύτερου εαυτού». Όταν ανακαλούν κάποια πληροφορία χωρίς ψηφιακή βοήθεια η αίσθηση είναι διαφορετική και το βλέμμα πιο απλανές. Στις πρώτες έντονες αναταράξεις εκείνη ρωτάει: Φοβόμαστε;

5. Τηλεθεατές. Ο Μαξ και η Νταϊάν τους περιμένουν στο καθιστικό του σπιτιού τους με τον φίλο τους Μάρτιν, για να παρακολουθήσουν όλοι μαζί τον τελικό του Super Bowl, τον κορυφαίο αγώνα του αμερικάνικου πρωταθλήματος ράγκμπι, αυτό το χρυσό τηλεοπτικό προϊόν που αποτελεί και την ολοζώντανη, σε απευθείας μετάδοση θεία λειτουργία του παντοδύναμου Τζόγου. Μπορεί οι θρησκείες να έχουν ατονήσει αλλά η κοινή θρησκεία του αθλητισμού ζει και βασιλεύει, προσελκύοντας κι έναν χείμαρρο διαφημίσεων. Σύντομα, άλλωστε, μια τυπική ονομασία σταδίου θα είναι «Στάδιο Ρινικό Αποσυμφορητικό Benzedrex».

6. Κενή οθόνη. Η οθόνη σβήνει και η πρώτη ανησυχία κάποιου είναι τι θα γίνει με το στοίχημά του. Το ίδιο συμβαίνει και με τις οθόνες των γειτόνων, με τους οποίους συναντιούνται στον διάδρομο και νιώθουν γείτονες για πρώτη φορά. Βέβαια είδαν και άκουσαν ό,τι είδαν και άκουσαν και εκείνοι. Έτσι δεν γίνεται και με την πληροφόρηση; Όλοι τα ίδια κανάλια επικοινωνίας διαθέτουν. Το ίδιο γίνεται και με την μη πληροφόρηση. Κάποια φήμη ότι οι ειδικοί θα κάνουν ρυθμίσεις τους καθησυχάζει (;). Βέβαια: ο κόσμος χρειάζεται πλέον συνεχείς ρυθμίσεις, όπως οι υπολογιστές, και οι ειδικοί θα είναι παντού απαραίτητοι. Είναι δυνατόν το ίδιο να συνέβη και με τις τηλεοράσεις που βρίσκονται σχεδόν σε κάθε σπίτι του κόσμου; Εκατομμύρια σβηστές οθόνες: μια φράση που δεν θα αποδώσει κανένα κινηματογραφικό πλάνο, όσο και αν (μη) θεαματικό μας φαντάζει. Οι τρεις εδώ κοιτάζουν την δική τους αμήχανα. Και τα τηλέφωνα είναι εκτός λειτουργίας. Τι συμβαίνει με τους ανθρώπους που ζουν μέσα στα τηλέφωνά τους;

7. Υπερ-συνομιλίες και υποσημειώσεις. Οι συζητήσεις των φίλων μπροστά στον βουβό δέκτη: θεωρίες συνωμοσίας, κρυμμένα δίκτυα, ηλεκτρονική κινέζικη εισβολή. Είμαστε υποκείμενοι σε ψηφιακές εισβολές, κυβερνοεπιθέσεις, βιολογικές επιθέσεις, κατάρρευση ηλεκτρικών δικτύων, λογισμικά μαζικής παρακολούθησης, ντρόουνς με αυτόνομη ύπαρξη και την δική τους γλώσσα. Αν ένα αθλητικό παιχνίδι μπορεί να μεταδίδεται σε όλα τα δωμάτια σε όλες τις πόλεις της Αμερικής – τι άλλο μπορεί να μπει σε αυτά το ίδιο εύκολα; Ο Μάρτιν θυμάται μια υποσημείωση από το χειρόγραφο του Αϊνστάιν, για τις «όμορφες και αιθέριες έννοιες του χώρου και του χρόνου». Μπορούν να καταργηθούν; Μπορεί κάποια αλήθεια να βρίσκεται σε λέξεις και φράσεις που διέγραψε ο κορυφαίος επιστήμονας; Οι δυο άδειες καρέκλες περιμένουν το ιπτάμενο ζεύγος. Πού βρίσκεται;

8. Πτώση. Το αεροπλάνο προφανώς έχασε την ηλεκτρονική επαφή του με την γη και αιωρήθηκε στα σβησμένα πεδία, προτού οι επιβάτες (ή κάποιοι επιβάτες) βρεθούν μέσα σ’ ένα βαν που κυλάει στους ήσυχους δρόμους. Ο Τζιμ και η Τέσα προσπαθούν να θυμηθούν το ατύχημα, το όνομά τους, το σώμα τους. Ευτυχώς ένας άντρας που εργάζεται ως εμπειρογνώμων για μια ασφαλιστική εταιρεία τους καθησυχάζει. Το μόνο που λείπει είναι η βροχή, λέει ο Τζιμ, και θα καταλαβαίναμε ότι είμαστε χαρακτήρες σε ταινία.

9. Πρώην τηλεθεατές. Σε κανονικές συνθήκες, οι οικοδεσπότες θα ανακοίνωναν με υπερηφάνεια το κρασί του δείπνου – τώρα κάτι τέτοια μοιάζει άνευ σημασίας. Κάποιος γέρνει προς τα εμπρός, σα να προσπαθεί να προκαλέσει την εμφάνιση κάποιας εικόνας στην οθόνη με την δύναμη της θέλησης. O Μαξ επιχειρεί να περιγράψει ο ίδιος τον αγώνα που κάπου συμβαίνει χωρίς να μεταδίδεται σε κανέναν δέκτη. Φυσικά επειδή τηλεοπτική μετάδοση δεν νοείται χωρίς διαφημίσεις, θα εκφωνήσει και αυτές, σε μια σύζευξη «ποδοσφαιρικού λεξιλογίου και διαφημιστικής ασυναρτησίας». Βέβαια μιλάμε για προχωρημένες διαφημίσεις, για προϊόντα και υπηρεσίες που αλλάζουν την ίδια την ζωή ή τον θάνατό μας, όπως η Ατελείωτη Μεταθανάτια Χρηματοδότηση, θυμίζοντάς μας ένα εξαιρετικό βιβλίο του συγγραφέα, το Zero K (που θα παρουσιάσουμε σύντομα στο Πανδοχείο).

10. Νοσηλεία. Οι διασωθέντες του αεροσκάφους μπροστά στην αμηχανία της κλινικής, τα σιωπηλά συμφραζόμενα των γιατρών, τα σκληρά βλέμματα καχυποψίας προς τους επιζώντες. Μετά από την Καταστροφή, ο κάθε άνθρωπος θα ονομάζεται με βάση την ειδικότερη συνθήκη απώλειας. Όπως τους λέει κάποια γιατρός, Εσείς οι δυο είστε η συντριβή του αεροσκάφους. Άλλοι είναι το εγκαταλειμμένο μετρό, οι σταματημένοι ανελκυστήρες, τα κενά κτήρια γραφείων, οι μπλοκαρισμένες βιτρίνες. Σε λίγο τα αναπληρωματικά φώτα του νοσοκομείου σβήνουν και αυτά.

11. Η πρώτη ώρα μετά. Το ψυγείο νεκρό, η θερμοκρασία στους τοίχους αρχίζει να πέφτει. «Το μισοσκόταδο αναδύεται από τον συλλογικό νου». Σιγά σιγά αναδύονται τα πρώτα ερωτήματα: Τι κάνουμε; Ποιον κατηγορούμε; Ύστερα οι φράσεις μιας φιλοσοφημένης λογικής: Όσο πιο εξελιγμένοι, τόσο πιο ευάλωτοι. Το δέος του αγνώστου: Λειτουργεί κάτι εκεί έξω; Τι θα συμβεί σε λίγο; Θα κατακλυστούν οι πλατείες ανά τον κόσμο από χιλιάδες ανθρώπους; Μπορεί η τεχνολογία να προκαλέσει έναν τέτοιο υπόγειο τρόμο; Ο καθησυχασμός της προσαρμογής: Θα διασχίζουμε πάλι τις γέφυρες πεζοί. Ζούμε σε μια προσωρινή πραγματικότητα. Η αλλαγή των γνώσεων: Ο πόλεμος ήταν πάντα κάτι άλλο και συνέβαινε κάπου αλλού. Οι ερμηνείες με βάση το υπόβαθρο του καθενός: Θαυματολογία, οντολογία, εσχατολογία, επιστημολογία, μεταφυσική, φαινομενολογία, υπερβατισμός. Σε ποιον τομέα ανήκουμε; Και μια φράση που ακούγεται τρομακτική: Ζωές σε αναστολή.

12. Χάος χωρίς μετάδοση. Τελικά το ζευγάρι φτάνει στο σπίτι και αποκαλύπτει αυτό που οι άλλοι δεν γνωρίζουν γιατί δεν διαθέτουν τις συσκευές της πληροφόρησης: ο κόσμος έχει βγει στους δρόμους, επικρατεί κυκλοφοριακό χάος, η ψυχραιμία των ανθρώπων μπορεί εύκολα να μεταβληθεί σε πανικό. Τώρα για να μάθεις τι γίνεται στον κόσμο πρέπει να πας να το δεις ή να στο πει κάποιος που το είδε. Τέρμα η δεδομένη σε απευθείας μετάδοση παρακολούθηση των γεγονότων ανά τον κόσμο. Είμαστε κάποιο πείραμα που τυχαίνει να καταρρέει; Κι αν ο κόσμος που γνωρίζουμε αναδιοργανώνεται εντελώς καθώς στεκόμαστε και κοιτάμε ή καθόμαστε και μιλάμε;

13. Η σιωπή. Οι αντιδράσεις των πέντε φίλων σύντομα θα δώσουν την θέση τους στις εσωτερικές σκέψεις του καθενός. Το σώμα έχει το δικό του μυαλό και θα επιστρέψει στα απλούστερα φυσικά πράγματα. Θα αγγίξει, θα αισθανθεί, θα δαγκώσει, θα μασήσει. Η Τέσα φαντάζεται ότι βγάζει τα ρούχα της όχι ερωτικά αλλά για να τους δείξει ποια είναι. Από την στιγμή που η οθόνη σβήνει μέχρι την στιγμή που ίσως βρεθείς στον δρόμο για να δεις πώς θα εξελιχθεί η νέα ζωή, μεσολαβεί η σιωπή: σιωπή της τεχνολογίας, σιωπή των ηλεκτρονικών εγκεφάλων, σιωπή του ηλεκτρισμού, σιωπή που ανάγεται στα βάθη της ανθρώπινης ζωής.

14. Οι τελευταίες λέξεις. Χωρισμένο σε έξι μέρη με μεγάλους τίτλους, ορισμένοι εκ των οποίων μοιάζουν με ακαριαία ποιήματα, όπως το Πώς άγιοι και άγγελοι στοιχειώνουν τις άδειες εκκλησίες τα μεσάνυχτα, λησμονημένα από τα άφωνα σμήνη των τουριστών της ημέρας και εμφανώς επηρεασμένο – και κατά έμμεση παραδοχή του συγγραφέα- από το κύμα και τα επακόλουθα της πανδημίας, το βιβλίο θα μπορούσε να αποτελεί την έναρξη ή το τέλος ενός σπουδαίου μυθιστορήματος ή το περιεχόμενο ενός ελεγειακού ποιήματος για το ενδεχόμενο τέλος του κόσμου ή ένα εξαιρετικά δυνατό θεατρικό μονόπρακτο – και ειδικά με το τελευταίο είδος υπάρχουν πολλές ομοιότητες εδώ. Ο ΝτεΛίλλο των τελευταίων σύντομων, αφαιρετικών και πυκνών μυθιστορημάτων με πλείστες προεκτάσεις και εκδοχές, επέλεξε να γράψει λίγο περισσότερες από εκατό σελίδες για να διηγηθεί μια ιστορία για τον τρόμο της ηλεκτρονικής και της υπαρξιακής σιωπής ή, ακριβέστερα, όχι πώς αυτή συμβαίνει αλλά τι αισθάνονται οι ήρωές του και σε ποια ατμόσφαιρα την βιώνουν. Θα μου φαινόταν πραγματικά ενδιαφέρον αν ο ΝτεΛίλλο σε επόμενο βιβλίο περιέγραφε την ζωή ενός μοναχικού ανθρώπου κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Το πρώτο λεπτό, την πρώτη ώρα, τις επόμενες ώρες. Ίσως πάλι δίνει την σκυτάλη στους επόμενους.

Εκδ. Gutenberg, 2020 [σειρά Aldina, αρ. 34], μτφ. Ζωή Μπέλλα-Αρμάου,   σελ. 115, με πεντασέλιδo εισαγωγικό σημείωμα της μεταφράστριας [The Silence. A Novel, 2020). 

Στις εικόνες, έργα των: 2. Geoffrey Golson, 4. Christian Dodd, 5. Kazyua Akimoto, 6. Rene Magritte, 7. Βασίλης Σολιδάκης. Οι υπόλοιπες είναι αγνώστου μητρός/πατρός.

Δημοσίευση και στο Mic.gr, Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 249, σύντομα.

David Park – Ταξιδεύοντας σε ξένη γη

Μια βασανιστική, διανοητική πλοήγηση

Μπορείς να βασανίζεις τον εαυτό σου σκεπτόμενος υπερβολικά τον ρόλο της μοίρας ή της σύμπτωσης στη διαμόρφωση της ρότας της ζωής σου, αλλά δεν νομίζω ότι έχεις να κερδίσεις κάτι απ’ αυτό πέρα από εμμονές για δρόμους που δεν πήρες και νυχτερινά πλοία που έχασες. [σ. 110].

1. Λευκή, διανοητική πλοήγηση. Γνωρίζω καλά την συνθήκη στην οποία καταρχήν βρίσκεται ο ήρωας του εν λόγω μυθιστορήματος και υποθέτω δεν είμαι ο μόνος. Η μοναχική οδήγηση σε αυτοκινητόδρομο ή έστω μεγάλο δρόμο εκτός πόλης αποτελεί την μόνη ευκαιρία για σκέψη και περισυλλογή, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν πολυδιασπασμένο χαρακτήρα. Όταν δε το τοπίο δεν χαρακτηρίζεται από εναλλαγές από την λευκή μονοτονία του χιονισμένων δρόμων, τότε συνοδηγός γίνεται ο ίδιος ο εαυτός και η συνομιλία δεν εκκινεί μόνο από εμένα αλλά και από αυτόν. Υπήρξαν φορές στην ζωή μου που έπρεπε να βγω σε αυτοκινητόδρομο για να βάλω σε σειρά σκέψεις, αποφάσεις, διλήμματα, οτιδήποτε παράγεται από έναν φορτωμένο εγκέφαλο. Βέβαια ο κεντρικός ήρωας εδώ έχει και δυο πόλους που πρέπει να συμπεριλάβει στην διανοητική του διαδρομή. Ο ένας αποτελεί την μεγαλύτερη πίεση που θα μπορούσε να τύχει σε γονέα: Τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα, πρέπει να πάει από το Μπέλφαστ ως το Σάντερλαντ για να πάρει τον γιό του, που συν τοις άλλοις ασθενεί με συμπτώματα που παραπέμπουν σε ασθένειες πολύ βαρύτερες από την γρίπη, καθώς η οδική οδός είναι η μόνη διαθέσιμη στις παρούσες καιρικές συνθήκες μιας άνευ προηγουμένου χιονόπτωσης, με την χώρα σε κατάψυξη και τα αεροδρόμια κλειστά. Ο δεύτερος δεν είναι παρά η ίδια η ανασφαλής οδήγηση στην λευκή ερημιά όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν και βέβαια «η σχέση μεταξύ χρόνου και απόστασης τώρα μοιάζει εντελώς αποσυντονισμένη».

2. Κατακλυσμικός κατάλογος. Και ποιες άλλες «εκκρεμότητες» έχει να τακτοποιήσει ο αφηγητής οδηγός; Πρόκειται για την ίδια του την ζωή: ο φωτογράφος εαυτός του και τι περιμένει το επάγγελμά του, αυτοί που έχει αφήσει πίσω και ο τρόπος που συνδέεται μαζί τους (την γυναίκα του Λόρνα, την κόρη του Λίλλυ), και στο βάθος του ψυχισμού αλλά πάντα στην επιφάνεια της σκέψης του, εκείνος που έχει φύγει οριστικά, ο μεγάλος του γιος Ντάνιελ, τον σύντομο βίο του οποίου μαθαίνουμε σταδιακά. Θα μπορούσε να αποτραπεί η απώλειά του, όταν πρόκειται για έναν ναρκομανή που δεν ήθελε να σωθεί; Δύσκολο το εγχείρημα της οργάνωσης όλων αυτών των κατακλυσμικών αναρωτήσεων, πόσο μάλλον όταν είναι γνωστές οι ελικοειδείς διαδρομές της σκέψης, που κάνει τα πάντα για να σε στείλει σε παρακαμπτήριους και παραδρόμους, και ακόμα, όταν πανταχού παρούσα βρίσκεται η αίσθηση μιας χρόνιας ψυχικής εξάντλησης, σε σημείο να «ανησυχεί μην παραδοθεί στο κάλεσμα της παγωμένης γης που του φωνάζει ν’ ακολουθήσει την εξάντλησή του και να αναπαύσει το κεφάλι του στο μαλακό μαξιλάρι του χιονιού». Τουλάχιστον υπάρχει η συντροφιά της γυναίκας που ακούγεται στο GPS, και αναπτύσσεται τέλος πάντων κάποιο είδος σχέσης, θυμίζοντας μας το εξαιρετικό δίδυμο του οδηγού και μιας ανάλογης φωνής στο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου Η ιδιωτική ζωή του Μάξουελ Σιμ (που παρουσιάσαμε παλαιότερα εδώ).

3. Στον δρόμο. Γνώριμες καταστάσεις διαβασμένες στο χαρτί παίρνουν μια άλλη χροιά. Η συνεχής ανακοίνωση στο ραδιόφωνο ότι πρέπει να αποφεύγονται οι άσκοπες μετακινήσεις, εκπλήσσει τον ήρωα όπως και εμάς. Αν βρίσκεται κανείς στους δρόμους σε τέτοιες συνθήκες δεν σημαίνει πως υπάρχει κάποιος σκοπός; Δεν υπάρχει λιγότερο άσκοπη μετακίνηση από τούτη, πληροφορεί τον εκφωνητή, απ’ το να φέρεις τον ασθενή γιο σου στο σπίτι για τα Χριστούγεννα. Στο λιμάνι μοιάζει απίθανο να χωρέσουνε στο καράβι όλα τα σταθμευμένα φορτηγά. Μπροστά στο καθημερινό τελετουργικό του εμπορίου νοιώθει παρείσακτος περιμένοντας στην ουρά. Μέσα στο καράβι με τα ηχογραφημένα κάλαντα, το προσωπικό τον χαιρετάει σα να έχει μόλις μπει σε κάποιο ξενοδοχείο. Τα Χριστούγεννα στον δρόμο ίσως είναι απλώς μερικές εικόνες. H γυναίκα στο ταμείο του βενζινάδικου φοράει κέρατα ταράνδου που αναβοσβήνουν. Στο πάρκινγκ όπου ένα βαν θρέφει τους φορτηγατζήδες και ο ιδιοκτήτης κοιτάζει τα κέρματα σα να είναι πλαστά, και η ταμειακή μηχανή έχει ένα πλαστικό σημαιάκι με ευχές που μετράει ήδη χρόνια χρήσης. Πόσοι άλλοι άνθρωποι δεν είναι κλεισμένοι στα τείχη των προκαθορισμένων εορταστικών προσδοκιών που ποτέ δεν ικανοποιούνται; Και όπως συμβαίνει με τους ταξιδιώτες παντός είδους, τα προσωπικά μοιράζονται πολύ ευκολότερα: Καθώς πιάνει κουβέντα με την διπλανή του και της λέει ότι ταξιδεύει τόσο μακριά για να πάρει τον γιό του, σκέφτεται: Το έχω πει ήδη στη γυναίκα που τσέκαρε το εισιτήριό μου στο περίπτερο του γκαράζ. Ίσως αυτό να με κάνει να νιώθω καλά, το γεγονός ότι κάνω κάτι ελαφρά ηρωικό, και ως κάποιος που περνάει τη ζωή του τραβώντας φωτογραφίες πραγμάτων που δεν τον ενδιαφέρουν και τόσο, δεν έχω και τόσες ευκαιρίες να νιώσω ήρωας. [σ. 35]

4. Λευκή συμφωνία. Όλη η χώρα είναι παγωμένη σε βαθιά ακινησία. Οι παράδρομοι είναι αποκλεισμένοι και μερικοί με μόνο ένα στενό μονοπάτι ν’ ανοίγεται μέσα στο χιόνι, μοιάζουν σαν μια γαμήλια τούρτα που της λείπουν κομμάτια. Απαιτείται προσοχή μην τυφλωθείς από την έντονη φωτεινότητα του λευκού. Το μάτι ξεχωρίζει κάποια απόμερα σπίτια όπου καίει ένα μοναδικό φως. Κάπου μακριά τα φώτα της σειρήνας (ο πόνος κάποιου άλλου, η απώλεια κάποιου άλλου) υπενθυμίζουν τις άλλες παρουσίες στον δρόμο. Το χιόνι από την μία μοιάζει να ομογενοποιεί τον κόσμο και από την άλλη αποκρύπτει τα πάντα αλλά το εσωτερικό τοπίο πρέπει να ανασκαφτεί για να μην μείνουν καλυμμένα για άλλη μια φορά αυτά που βρίσκονται στο βάθος. Μέσα στο παγωμένο αμάξι οι λέξεις δεν έχουν πού να πάνε κι έτσι αιωρούνται, ώσπου παγώνουνε στη σιωπή.

5. Οδική Δισκογραφία. Η μουσική που έπαιζε σημαντικό ρόλο στο σπίτι του και η απουσία της τους προηγούμενους μήνες υπήρξε αδιάψευστο δείγμα ζόφου, τώρα στην απομόνωση του αυτοκινήτου μπορεί επιτέλους να ακουστεί. The National, Neil Young, Great Lake Swimmers. Όταν το μυαλό μοιάζει να κολλάει, μπαίνει το Snow in San Anselmo του Βαν Μόρισον, στο οποίο προσπαθεί να το τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα στις διάφορες σκηνές της ιστορίας, με την γκαρσόνα να του λέει ότι χιονίζει για πρώτη φορά εδώ και τριάντα χρόνια, το μαγαζί για τηγανίτες που λειτουργεί όλο το εικοσιτετράωρο, τον τρελό που πάει γυρεύοντας για καβγά. Στις πιο εντατικές στιγμές επιστρατεύεται ο Robert Wyatt. Η μουσική άλλωστε, και ιδίως η διαφορά απόψεων περί τους Smiths αποτελεί κι ένα πεδίο συνομιλίας με τον μικρό του γιο, προτού έρθει η σιωπή.

6. Πατρική οδήγηση. Όπως είναι επόμενο οι προβληματισμοί για την ιδιότητα και την συμπεριφορά του πατέρα διεκδικούν μέγιστο μερίδιο σκέψης. Γίνεται ν’ αγαπάς σωστά το παιδί σου και να το βοηθάς σε ό,τι χρειάζεται δίχως παράλληλα να το ζαλίζεις; Μπορείς ποτέ να μάθεις τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του; Διαπιστώνει πως ένα από τα παράδοξα του να είσαι γονιός είναι ότι τις περισσότερες φορές είναι καλύτερο ν’ αφήνεις χώρο και δεν υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος ν’ απομακρύνεις τα παιδιά σου απ’ το να προσπαθήσεις να τα κρατήσεις κοντά σου σφιχτά, στο κεντρομόλο βαρυτικό σου πεδίο. Μάλλον ειρωνεύεται το καινούργιο παιδαγωγικό πνεύμα που αποθαρρύνει τον ανταγωνισμό και δίνει μετάλλια σε όλους. Και τελικά πέρασε τόσα μέχρι να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ίδια η ζωή είναι αυτή που μεγαλώνει τα παιδιά. Η πατρότητα βέβαια ανακινεί μνήμες από τον πατέρα του πατέρα κι έτσι τώρα επανέρχονται πολλές, από την εξαίσια ανάμνηση όταν βρίσκονταν ψηλά σε μια σκαλωσιά και δούλευαν τα αετώματα μέχρι την στιγμή που η απόστασή του μεγάλωσε δραματικά και δεν υπήρχε επιστροφή. Κι έτσι απότομα συνειδητοποιώ πως η βιολογία και τα γονίδια δεν εγκαθιδρύουν καμία σύνδεση στην ουσία και πως εκείνο που τελικά επιβιώνει είναι μονάχα ό,τι έχει φτιαχτεί με τούτα τα ίδια χέρια που γραπώνουν το τιμόνι, κι όχι απλά ένα όνομα σε κάποιο πιστοποιητικό γεννήσεως [σ. 60-61].

7. Μετάβαση. Και ξαφνικά τα πάντα μοιάζουν παράξενα έντονα καθώς το παρόν γλιστράει σ’ εκείνο το σιωπηλό μέρος όπου η μνήμη και η συνείδηση εισχωρούν η μία στην άλλη δημιουργώντας κάτι καινούργιο. Έτσι λοιπόν, για λίγα δευτερόλεπτα έχω συναίσθηση όλων των άλλων ανθρώπων που έκαναν τούτο το ίδιο ταξίδι, και ο επιβάτες ολόγυρά μου αντικαθίστανται από ένα σιωπηλό κολάζ θολών φυσιογνωμιών που έχουν κάνει το πέρασμα παλιότερα, πολλοί από κείνους αναζητώντας μια νέα ζωή σε πόλεις που έλπιζαν να τους προσφέρουν ένα καλύτερο μέλλον. Κι επίσης γυναικών που κουβαλούσαν τη θλίψη μέσα στη μήτρα τους και που υποχρεώνονταν ν’ αναζητήσουν βοήθεια μακριά από τις οικογένειες και την πατρίδα τους [σ. 38-39]

8. Φωτογραφήματα. Ο αφηγητής φωτογράφος θυμάται στιγμές τις οποίες φωτογράφισε προτού γίνουν κομμάτια, φωτογραφίες στις οποίες καθυστέρησε να πατήσει το κουμπί γιατί δεν ήθελε να τελειώσει η στιγμή, αλλά να παραταθεί η ευτυχία του ειδώλου και η υπερηφάνεια του φωτογράφου. Ο φωτογράφος πρέπει να έχει και να κρατάει μέσα του κάτι από τη δεκτικότητα του παιδιού που βλέπει τον κόσμο για πρώτη φορά ή του ταξιδιώτη που μπαίνει σε μια άγνωστη γη, όπως έγραψε κάποτε ο Bill Brandt και χρησιμοποιεί ως μόττο ο συγγραφέας. Οι επιβάτες του φέρρυ χρησιμοποιούν την φωτογραφική μηχανή των κινητών, την τεχνολογία που θα σκοτώσει το επάγγελμά του, για να βγάλουν σέλφι σκέφτεται πως αυτού του είδους η αυτό-απαθανάτιση συνήθως δεν έχει κανέναν στοιχείο από εκείνα που συνιστούν μια καλή φωτογραφία – αυτή που προέρχεται από συνειδητές, δημιουργικές αποφάσεις και μια ιδιαίτερη οπτική γωνία.

9.  Παρεμβάσεις/Παρεκβάσεις. Γεγονότα και σκέψεις συνεχίζουν να επιβραδύνουν την κάθοδο του οδηγού στο μέγιστο βάσανο της ζωής του. Ένα από τα πρώτα, είναι η διάσωση μιας γυναίκες που γλίστρησε σε μια πλαγιά με δέντρα. Σελίδες λίγες αλλά πυκνές, ρεαλιστικές και ανθρώπινες. Σε μια από τις δεύτερες, κυριαρχεί η παρουσία ενός πρώην εραστή της συζύγου του, που συνεχίζει να την ενοχλεί με βίαια και απειλητικά τηλεφωνήματα, η αόρατη παρουσία του, η χειροπιαστή ζήλεια, η αίσθηση πως υπάρχει πάνω τους μια κηλίδα από την οποία δεν μπορούν να απαλλαγούν, η αργή ζύμωση του μίσους και οι σκέψεις για εκδίκηση (και πώς ο «πολιτισμένος» άνθρωπος μπορεί να διολισθήσει στην παρανομία), η αποδοχή της κατάσταση ως μέρους της πολυπλοκότητας της ζωής, η παραδοχή πως δεν έχει κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας στις αναμνήσεις της Λόρνα.

10. Βαθιά εντός. Η σταδιακή καταβύθιση του πατέρα στην ιστορία του γιου του είναι ταυτόχρονα σπαρακτική και ψύχραιμη, αν είναι ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο. Οι πρώτες ενδείξεις, οι εξαφανίσεις πραγμάτων από το σπίτι, η πόρτα που δεν κλείδωνε το βράδυ γιατί πάντα τον περίμεναν, η απομάκρυνσή του, οι εξαφανίσεις του, η πικρή συνειδητοποίηση ότι ο Ντάνιελ πρέπει να ζητήσει μόνος του βοήθεια και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, οι σκληρές στιγμές όταν ζητούσε χρήματα κι αυτός αρνούνταν να του τα δώσει. Όταν αρνείσαι να δώσεις τα χρήματα που θέλει ο γιος του τον βοηθάς ή τον στέλνεις περισσότερο στα σκοτάδια; Κοιτώντας το παρελθόν μπαίνεις στον πειρασμό να ανασχηματίσεις τα πράγματα ώστε να δείχνεις καλύτερος και σκέφτεσαι πως ό,τι κι αν έκανες, το έκανες νομίζοντας πως ήταν το σωστό. Ποιος σου εγγυάται όμως πως δεν θα σκεφτείς τόσες άλλες εναλλακτικές ιδίως όταν τα πράγματα δεν πήγαν καλά;

11. «Μοτίβο στο χάος». Η μνήμη δεν μένει τακτοποιημένη και χρονολογική, σαν τις φωτογραφίες που τράβηξε καθώς ο Ντάνιελ μεγάλωνε αλλά αντίθετα πηδάει μπρος πίσω, με κατοπινά γεγονότα να σηματοδοτούνται από προγενέστερα, και αγωνίζεται να επιβάλει «ένα μοτίβο στο χάος». Το ζευγάρι ανταλλάσσει μεταξύ του συγκεκριμένες φράσεις σαν απομνημονευμένο σενάριο που λειτουργεί σαν σωστικό σκοινί και τους εμποδίζει να βουλιάξουν, όμως υπάρχουν και στιγμές που δεν αρκεί και βυθίζονται σ’ ένα τελετουργικό ανταγωνιστικής αυτοκατηγορίας. Τυχεροί όσοι μπορούν να ελιχθούν εν μέσω των μεγάλων γεγονότων της ζωής, που συνήθως αντιστοιχούν σε κάποιου είδους απώλεια, αντλώντας κουράγια από την ανακούφιση της πίστης. Αυτός δεν διαθέτει ούτε αυτό το αποκούμπι.

12. Τερματισμός / Αφετηρία. Όσο προχωράει το βιβλίο, ο αφηγητής εκφράζει με ολοένα και ασθματικό τρόπο την εναλλαγή παρόντος και παρελθόντος μέχρι το σημείο που περιμένει την στιγμή που σίγουρα δεν είναι δυνατόν να φωτογραφηθεί αλλά που θα καταλαγιάσει έστω και για το απώτερο παρόν την βασανιστική σύμπλεξη του τότε και του τώρα: την στιγμή που η γυναικεία φωνή του GPS θα του βεβαιώσει ότι έφτασε στον προορισμό του. Πρόκειται για τερματισμό ή για μια νέα αφετηρία;

13. Οι αδέσποτες και ελεύθερες ιστορίες. Ο συγγραφέας έγραψε βιβλία για τα χρόνια των Ταραχών [Troubles], όρος που κάλυψε την κατάσταση της αντιπαράθεσης μεταξύ των δυο κοινοτήτων της Βόρειας Ιρλανδίας, Προτεσταντών και Καθολικών, καθώς και τον ανταρτοπόλεμο των τελευταίων με τις βρετανικές δυνάμεις ασφαλείας κατά τον εικοστό αιώνα, και σκέφτεται πως έτσι λοιπόν τώρα πια έχουμε μονάχα αυτά που αποκαλούνται αφηγήσεις, και όλοι δικαιούμαστε να διαθέτουμε από μία, ακόμα κι αν η δικιά μου είναι η μόνη αληθινή και η δικιά σου επινοημένη. […] …όλα αποτελούνε μια αφήγηση, απλά μια ιστορία. Ξεβρασμένη στα απόνερα της ιστορίας μας, η ιστορία σου δεν σου ανήκει καν πλέον – κάποιος άλλος μπορεί να διεκδικήσει την ιδιοκτησία της, να την κάνει δική του. [σ. 70-71]

Εκδ. Gutenberg, 2020, μτφ. Νίκος Μάντης, 233 σελ., με πεντασέλιδη εισαγωγή του μεταφραστή [Travelling in a Strange Land, 2018).

Στις εικόνες, έργα των: 1. Danielle Biglin, 4. Yve Spencer, 6. Anne Marie MacEachen, 7. [Φωτογραφία] Lorena Lohr. Τα υπόλοιπα: αγνώστου πατρός/μητρός.