Τζουντίτα Καμπέλο – Είναι φθινόπωρο, σκαντζόχοιρε!

Χωριστά αλλά μαζί

Μια από τις προσφιλέστατες προσωπικές επενέργειες της ανάγνωσης βιβλίων για παιδιά είναι η μεταφορά από τα βάθη της μνήμης πλήθους σκέψεων και πρώτων προβληματισμών σχετικά με τα θαύματα του κόσμου. Αρκεί μια σελίδα, μια φράση ή και μια εικόνα για να ανασύρει από το τόσο μακρινό παιδικό μου παρελθόν κάποια αίσθηση, κάποια ερώτηση, κάποια απάντηση που πιθανολογούσα ως αληθινή. Έτσι και τώρα, γνωρίζοντας τον αξιαγάπητο σκαντζόχοιρο με την θαλασσιά φορεσιά ύπνου, μοιράζομαι ξανά μαζί του τα ερωτήματα που με έκαιγαν και τότε: Καταλαβαίνουν τα ζωάκια το πλησίασμα της χειμερίας νάρκης; Πώς συμπεριφέρονται τις τελευταίες ημέρες προτού βυθιστούν στον ύπνο; Αντιλαμβάνονται ότι θα λείψουν για καιρό; Μπορεί να στενοχωριούνται με την «αίσθηση» ότι θα αργήσουν να ξαναδούν τους φίλους τους; Υπάρχει περίπτωση να επιχειρούν που καινπου καμιά ζαβολιά διαφυγής;

Είναι, λοιπόν, μια παρέα ζώων, ο σκαντζόχοιρος, ο λαγός, η κίσσα και ο σκίουρος, που βιώνουν συντροφιά την έλευση των τεσσάρων εποχών του χρόνου σε ισάριθμες περιπέτειες (Είναι καλοκαίρι, Κίσσα / Είναι φθινόπωρο, Σκαντζόχοιρε / Είναι χειμώνας, Λαγέ / Είναι άνοιξη, Σκιουράκι, τα τέσσερα βιβλία της σειράς, όλα από τις εκδ. Ψυχογιός, 2023), ενώ δοκιμάζονται σε περιπέτειες που δεν είναι άσχετες με την αλλαγή των συνθηκών και ανάλογες μεταιχμιακές καταστάσεις.  Γύρω τους βέβαια τιτιβίζουν, βουίζουν και γρυλλίζουν και άλλα μέλη του ζωικού βασιλείου, μέσα σ’ ένα δάσος γεμάτο πυκνά δέντρα, πλούσια βλάστηση και, πάνω απ’ όλα, εκθαμβωτικά χρώματα.

Όλοι λοιπόν γιορτάζουν τον ερχομό του φθινοπώρου: θα βγουν για μάζεμα μανιταριών και συλλογή χρυσών φύλλων για στολισμό, το δάσος θα γίνει πορτοκαλί, η μυρωδιά των σταφυλιών θα κυριαρχεί παντού, οι κολοκυθόσουπες θα αχνίζουν, χαμός! Όμως ο Σκαντζόχοιρος είναι αγέλαστος και μελαγχολικός γιατί δεν θα να ζήσει τίποτα απ’ όλα αυτά, και φυσικά θα του λείψουν και οι φίλοι του. Γιατί να πρέπει να κοιμηθεί όλο τον χειμώνα; Μήπως να αρνηθεί; Αυτή είναι η λύση και μάλιστα, ακριβώς για να κρατηθεί ξύπνιος, θα μοιραστεί όλες τις φθινοπωρινές δραστηριότητες με τους φίλους του: θα βοηθήσει το σκιουράκι να αποθηκεύσουν ξηρούς καρπούς, θα συλλέξει μαζί με την κίσσα φύλλα όλων των χρωμάτων, θα κάνει οτιδήποτε είναι δυνατό να ξεγελάσει τον ύπνο και να παραμείνει ενεργός!

Όμως μπορεί κανείς να πάει ενάντια στην ίδια του την φύση; Η νύστα τον καταβάλλει, γλιστράει, πέφτει, είναι έτοιμος να κοιμηθεί όρθιος. Τα ζώα τον καταλαβαίνουν, του συμπαραστέκονται, του εξηγούν – και αμέσως συλλαμβάνουν την ιδέα για ένα μεγάλο πάρτι, με δάσος καταστόλιστο, μενού πλούσιο και πρόγραμμα μουσικοχορευτικό. H αναχώρηση για την χειμερία νάρκη είναι πανηγυρική. Αλλά και πάλι, όταν η γιορτή τελειώσει, δεν θα είναι και πάλι μελαγχολικός; Όχι, γιατί εκτός από την υπέροχη αίσθηση του κοινού γλεντιού, οι τρεις φίλοι του έρχονται να του χαρίσουν τα πολύτιμα φθινοπωρινά δώρα – αυτά που δεν θα μπορέσει να μαζέψει αλλά θα μπορεί να τα έχει μαζί του στο κρεβάτι, όταν θα βυθιστεί στον ζεστό του ύπνο: ένα μεγάλο μανιτάρι, δώρο της φθινοπωρινής γης, ένα ανάλαφρο φτερό, προσφορά του φθινοπωρινού ανέμου κι ένα μπουκέτο λουλούδια και φύλλα, από την χλωρίδα της εποχής.

Αν υπάρχουν, λοιπόν, πράγματα που δεν γίνεται να αποφύγουμε, αν ο κύκλος της ζωής μας φέρνει σε συγκεκριμένες καταστάσεις, αν η φύση μας είναι αυτή που είναι, τότε δεν μένει παρά να τα αποδεχτούμε αλλά αυτή η αποδοχή μπορεί να γίνει όσο πιο ανάλαφρη γίνεται, συντροφιά με τους αγαπημένους μας, με μια κοινή γιορτή, με τα πιο ταιριαστά δώρα και με την ανεκτίμητη αίσθηση ότι μας καταλαβαίνουν και είναι δίπλα μας, με όποιο τρόπο είναι δυνατόν.

Θα μπορούσε η ιταλίδα συγγραφέας να αρκεστεί στην γεμάτη ιστορία και να περιοριστεί στα συναισθήματα και τις πράξεις των πρωταγωνιστών. Κι όμως, το ποιητικής μορφής κείμενό της δεν τσιγκουνεύεται λέξεις και ομοιοκαταληξίες, ενώ ενώ οι σελίδες ανοίγουν κάθε φορά σε μια πανδαισία χρωμάτων. Πέρα από την συγγραφή η Καμπέλο κάνει μαθήματα κεραμικής σε παιδιά με αναπηρία και οργανώνει δραστηριότητες για παιδιά και εφήβους.

Ηλικίες: 3-6

Εικονογράφηση: Αριάνα Τσίτσο. Εκδ. Ψυχογιός, 2023, σελ. 40, μετάφραση-απόδοση Δήμητρα Δότση [Giuditta Campello /Arianna Cicciò  – E autunno, Riccio, 2020].

Ιστοσελίδα της εικονογράφου εδώ.

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.

Ingrid  Chabbert – Εγώ, ο Αριστοτέλης, μισώ τα βιβλία

Δυο μεγάλα μυστικά για την φιλαναγνωσία!

Η αγάπη στα βιβλία και η λατρεία της ανάγνωσης δεν επιβάλλονται αλλά ούτε και προτείνονται με τις συνήθεις απαρχαιωμένες προτροπές. Θα τολμούσα, μάλιστα, να πω ότι τα ίδια τα λόγια έρχονται δεύτερα σε σχέση με την δύναμη του ζωντανού παραδείγματος: πώς μπορούμε να θέλουμε το παιδί μας να διαβάζει, όταν δεν βλέπει ποτέ εμάς τους ίδιους να χαιρόμαστε ένα βιβλίο, όσος λίγος χρόνος και να υπάρχει, ο κόσμος να χαλάει; Πώς απαιτούμε από ένα βλαστάρι να φτιάξει την δική του βιβλιοθήκη όταν δεν βλέπει εμάς τους ίδιους να ταξινομούμε με ευλάβεια την δική μας; Κι όμως, ακόμα και το παραπάνω αξίωμα, μερικές φορές ατονεί και τότε δεν μένει παρά το επόμενο βήμα, η προσωπική δοκιμή εκείνου που αρνούμαστε. Για να δούμε…

Ιδού, λοιπόν, ο Αριστοτέλης, εμφανώς εκνευρισμένος, με μαλλιά ως «μουτζούρα», όπως μου ψιθυρίζει διακριτικά η Αυγή, για να μην την ακούσει και νευριάσει ακόμα περισσότερο, μας δηλώνει απερίφραστα οργισμένος με τα βιβλία. Δεν τα θέλει ως δώρα, εξοργίζεται όταν βλέπει την μητέρα του να διαβάζει παντού (από το λεωφορείο μέχρι και την μπανιέρα, αν είναι ποτέ δυνατόν!), τον πατέρα του να τελειώνει είκοσι τρία βιβλία το μήνα (ξανά αν είναι ποτέ δυνατόν!), την αδελφή του να επιμένει να διηγείται στους πάντες το μυθιστόρημα που διαβάζει κάθε φορά. Μήπως αγαπούν τα βιβλία περισσότερο και από τον ίδιο; Και τι αξία έχουν βιβλία χωρίς εικόνες στο εσωτερικό τους; Μήπως να ρίξει μερικές πέτρες με την σφεντόνα προς την βιβλιοθήκη;

Αυτός πάντως κρύβει τα ανεπιθύμητα βιβλία στην αποθήκη και αφιερώνεται στις αγαπημένες του συνήθειες: κυνήγι δράκων στην οθόνη, χάζεμα στην τηλεόραση. Όμως μια μέρα ανακαλύπτει ένα κουνέλι να διαβάζει τα βιβλία του, άνετα και ωραία. Απαράδεκτο! Φαίνεται πως το αίσθημα της ιδιοκτησίας είναι ισχυρό στα παιδιά και αναπόφευκτα ταράζει τον Αριστοτέλη που διαμαρτύρεται έντονα. Το κουνέλι πάντως τον μαλώνει ευγενικά: τα βιβλία δεν ανήκουν στις αποθήκες και στις αυλές, γιατί κινδυνεύουν να «χαλάσουν». Φυσικά ο Αριστοτέλης αμυνόμενος επιστρέφει στην αρχική του άρνηση και δηλώνει μίσος για τα βιβλία και αδιαφορία για την κατάληξή τους. Και αποχωρεί συγχυσμένος.

Μόνο που επιστρέφει για να ελέγξει το κουνέλι, που διαβάζει με πλήρη αφοσίωση το ένα βιβλίο μετά το άλλο· παρατηρεί πως η ανάγνωση τού προκαλεί άλλοτε γέλια και άλλοτε δάκρυα, βλέπει πως μπορεί και διαβάζει σε όλες τις στάσεις, μπρούμυτα, ανάσκελα, καθιστός, όρθιος. Και τότε φυτεύεται εντός του μεγάλη περιέργεια. Πως μπορεί αυτό το κουνέλι να χάνεται μέσα στα βιβλία και να μη βαριέται ποτέ; Θα δοκιμάσει κι αυτός ένα βιβλίο, κρυφά φυσικά. Και αδυνατεί να το σταματήσει γιατί ζει ανακαλύψεις, μάχες, ταξίδια και περιπέτειες. Επιστρέφει στην Αποθήκη – Βιβλιοθήκη, παίρνει το ένα βιβλίο μετά το άλλο και δεν διανοείται να φάει πρωινό αν δεν υπάρχει τουλάχιστον ένα βιβλίο στο τραπέζι. «Γιατί όποιος δοκιμάζει αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να σταματήσει!».

Η τελευταία αυτή φράση του Αριστοτέλη κρύβει το δεύτερο μεγάλο μυστικό της φιλαναγνωσίας. Από την μία πλευρά, ο μελλοντικός αναγνώστης θα ψυλλιαστεί την μαγεία του διαβάσματος βλέποντας άλλους ευτυχείς αναγνώστες. Από την άλλη, ακόμα και αυτό το παράδειγμα χρειάζεται μερικές φορές το κατάλληλο πρόσωπο: η απορροφημένη οικογένεια του Αριστοτέλη ίσως δεν μπήκε στον κόπο να του εξηγήσει τι χαρές κρύβονται ανάμεσα στις σελίδες, ενώ το περισσότερο «κοντινό» του πλάσμα, στην ηλικία, στην ζαβολιά ή σε κάποια άλλη απροσδιόριστη συγγένεια, του κίνησε την έντονη περιέργεια για δοκιμή. Και σε αυτή ακριβώς την δοκιμή βρίσκεται το δεύτερο σκέλος της φιλαναγνωστικής προτροπής: για κάθε άρνηση, αποφυγή ή απόρριψη, υπάρχει μια διακριτική, αναίμακτη αντιπρόταση: η απλή δοκιμή. Ας δοκιμάσουν οι μικροί αρνητές της ανάγνωσης να διαβάσουν ένα, δύο ή τρία βιβλία και μετά μπορεί κι αυτοί να αναφωνήσουν: όποιος δοκιμάζει αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να σταματήσει!

Η νοτιογαλλίδα συγγραφέας Ingrid  Chabbert που έχει ξεπεράσει τα … εκατό βιβλία και ο ισπανός εικονογράφος Raul Guridi υπογράφουν μια σπαρταριστή συνεργασία. Η συγγραφέας τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται και στα κόμικς, και βρήκε στον εικονογράφο πρόσφορο ταίρι για την ιστορία της, καθώς τα σκίτσα του έχουν ανάλογη τεχνική: ελάχιστες γραμμές αρκούν για να αποδώσουν τα πλείστα, ενώ όλες οι μορφές αναπνέουν στις μεγάλες σελίδες με το λιτό τους φόντο. Και φυσικά η μουρίτσα του Αριστοτέλη π.Α. και μ.Α. (προ αναγνώσεων και μετά αναγνώσεων) τα λέει όλα. Μόνο μη σας ξεφύγει, όπως μου υπενθυμίζει ξανά η Αυγή, ότι τα μαλλιά του μοιάζουν με μουτζούρα!

Εικονογράφηση: Raul Guridi. Εκδ. Πατάκης, 2018, σελ. 38, μτφ. Μαρία Παπαγιάννη [Moi, Albert, détestateur de livres, 2018]

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.