Oguz Atay – Αποσυνάγωγοι

Η εγκυκλοπαίδεια των αταίριαστων

1. Η εθιστική λογοτεχνία. Αυτό το βιβλίο είναι μια χοάνη που σε απορροφάει στη δίνη του, προκαλώντας τις πλέον αντιφατικές αισθήσεις: σε ανεβάζει σε ύψη και σε ρίχνει στο έδαφος, σε εξαντλεί με τα χαοτικά του παραληρήματα και αμέσως μετά σε ηδονίζει με δεκάδες δεκάδων σελίδες όπου αισθάνεσαι ότι αυτό είναι Λογοτεχνία. Μπορεί να θέλεις να το αφήσεις για λίγο στην άκρη, για να διαβάσεις μια κανονική ιστορία αλλά σύντομα οι κανονικές ιστορίες σου φαίνονται ανούσιες και στενές και σπεύδεις με βουλιμία στη σελίδα που έμεινες. Κι αν από την μία οι πληροφορίες και οι λεπτομέρειες συχνά γίνονται εξουθενωτικές, είναι επειδή την ίδια στιγμή βρίσκεσαι κυριολεκτικά μπροστά στο αφηγούμενο και σύντομα η σκόπευση σηκώνεται τόσο ψηλά ώστε να αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι μπροστά σε ένα πανόραμα μιας πόλης, μιας χώρας και μιας εποχής.

Τι συμβαίνει λοιπόν εδώ; Θα μπορούσαμε να αρκεστούμε στην μείζονα αίγλη του εν λόγω μυθιστορήματος (την ιδιότητά του ως εκ των σημαντικότερων λογοτεχνικών έργων όχι μόνο της τουρκικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, την πορεία του από την αδιαφορία των εκδοτών ως την πλήρη, μετά θάνατον αποδοχή του), που θα ήταν από μόνη της λόγος να βυθιστούμε εντός του· όμως εμείς οι Πανδοχείς επιλέγουμε κάθε φορά να μπαίνουμε γυμνοί στην ανάγνωση, κι έτσι κι εδώ κατ’ αρχήν αρκούμαστε στις λέξεις, τον μύθο και την γραφή. Πρόκειται, άλλωστε, και για ένα στοίχημα: να μιλήσεις για ένα πολυσύνθετο βιβλίο με τον πλέον απλό τρόπο.

2. Το τέλος ενός ανθρώπου ως αρχή για την συνάντησή του. Πώς ξεκινάνε όλα; Ένας άντρας ονόματι Τουργκούτ πληροφορείται την αυτοκτονία του παλιού του φίλου Σελίμ, με τον οποίο κάποτε μοιράστηκαν μια φιλία, πολλά όνειρα και πληθώρα σχεδίων κοινωνικής δράσης αλλά οι δρόμοι τους χώρισαν όταν ο πρώτος ακολούθησε τον τρόπο ζωής που ακριβώς ήθελαν να αποφύγουν ως ένδειξη υποταγής στον κανόνα των πολλών: εργασία, γάμος, παιδιά. Συντετριμμένος παίρνει τους δρόμους για να βρει την απάντηση στην αυτοχειρία του φίλου, αναζητώντας κάθε είδους τεκμήριο, επιθυμώντας κατά βάθος να ανασυνθέσει τον βίο μιας σπάνιας προσωπικότητας.

3. Πώς γράφεται η ιστορία ενός ανθρώπου; [Α΄] Τι πρέπει να περιλαμβάνει η βιογραφική του ανασκόπηση ώστε να αναζητηθεί όχι πια ο ίδιος αλλά εκείνη η στιγμή της απόφασης του χαμού, η αιτία της αντι-ζωής; Ο Τουργκούτ αναζητά τους κοινούς φίλους με τους οποίους κάποτε είχαν σχηματίσει μια ιδιόμορφη πολιτική ομάδα, κάποιους φίλους του Σελίμ των οποίων την ύπαρξη δεν γνώριζε ποτέ, συγγενείς, μια γυναίκα με την οποία σχετίστηκε, συναδέλφους στο γραφείο. Μπαίνει στο δωμάτιο του εκλιπόντος και διαβάζει τις πολυσέλιδες σημειώσεις του, βγαίνει στους λασπωμένους δρόμους και παίρνει λεωφορεία για να βρει τα μέρη που περιπλανήθηκε και τις δημόσιες υπηρεσίες στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των οποίων εργάστηκε ή επισκέφτηκε, μπαίνει σε νυχτερινά κέντρα και πορνεία όπου βασιλεύει ο παραλογισμός. Το θησαυροφυλάκιο της μνήμης πρέπει, επίσης, σαφώς να ανοιχτεί: από εκεί θα ανασυρθούν οι μεταξύ τους συζητήσεις, ένα αχανές παρελθόν γεμάτο λέξεις και σιωπές.

4. Πώς γράφεται η ιστορία ενός ανθρώπου; [Β΄] Αυτή ακριβώς η αναζήτηση κάθε δυνατού τρόπου καταγραφής ενός προσώπου και της εποχής του, αντικατοπτρίζεται και στις χρησιμοποιούμενες πηγές που αποτελούν και τα αφηγηματικά είδη του συγγραφέα: το χειμαρρώδες κείμενο περιλαμβάνει ιστορίες, θέατρο, επική ποίηση με τα σχόλιά της, επιστολές, ημερολόγια, εγκυκλοπαιδικά λήμματα, λαϊκές προφορικές αφηγήσεις, μανιφέστα, ηρωικές και μυθικές διηγήσεις, αστυνομικά έγγραφα και πολλά άλλα τεκμήρια, αντικαθρεφτίζοντας και τους προβληματισμούς του Σελίμ αλλά προφανώς και του ίδιου του συγγραφέα, καθώς συμπεριλαμβάνονται σκέψεις περί λογοτεχνίας και περί της κατασκευής αυτής. Σε έναν από τους προσφιλέστερους τρόπους τους, ο ήρωας συνομιλεί με πρόσωπα υπαρκτά και ανύπαρκτα, και φυσικά με τον ίδιο τον Σελίμ, με μια σειρά από διαλόγους φανταστικούς ή «αληθινούς», ενώ οι ιστορίες ανοίγονται σε άλλες ιστορίες και μύθους, σε ένα διαρκές παιχνίδι εγκιβωτισμού, θυμίζοντας έντονα τον Μπόρχες και τον Πάβιτς.

5. Το δίλημμα των διαφορετικών. Τι άνθρωπος υπήρξε ο Σελίμ; Ένας άντρας καιγόμενος από την ανάγκη για δράση αλλά και για καταβύθιση στον εαυτό του, ασύμβατος με τους υπόλοιπους και τις γυναίκες, με τις οποίες συνδέεται μόνο με ιδιόρρυθμες σχέσεις, βασανισμένος από ερωτήματα: Να μείνει όπως είναι και να αποδεχτεί μια σιωπηλή ενσωμάτωση στον ομοιογενή περίγυρο ή να υπάρξει ως ο εαυτός που είναι; Να αρκεστώ στην άχρωμη και άοσμη ύπαρξή μου, υιοθετώντας με ξενοιασιά τους τρόπους και τις συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω του ή να αλλάξει ριζοσπαστικά την ύπαρξή του σαν ένας αληθινός άνθρωπος που είναι διαφορετικός από τους άλλους και επιθυμεί μια ουσιαστική δράση πολύ διαφορετική από αυτά που θέλουν οι άλλοι; Ο Τουργκούτ μονολογεί: Θα μπορούσες να φτιάξεις μια διαφορετική ζωή, Σελίμ. Θα μπορούσες να είχες φτιάξει μια κατάσταση που θα άφηνε απ’ έξω εκείνους που δεν σε ήθελαν.

6. Η εντός και εκτός δράση. Ιδού μια περικοπή από την Βίβλο τους: Αν ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του τίμιο δεν έχει καταβάλει καμία προσπάθεια από κοινού με ανθρώπους τίμιους σαν τον ίδιο για να οδηγήσουν την κοινωνία προς το καλό και το όμορφο, αν δεν έχει εξεγερθεί ενάντια στην ανάρμοστη κατάσταση που βλέπει γύρω του, τότε είναι ανέντιμος. Η ανάπτυξη και προώθηση της κοινωνικής δράσης αποτελούν αρχές αναπόφευκτες για κάθε είδους δράση. Όμως τέτοιες δράσεις προϋποθέτουν εσωτερική ηρεμία. Ο άνθρωπος που δεν καταφέρνει να λύσει το πρόβλημα του εαυτού του δεν μπορεί να λύσει κανένα άλλο πρόβλημα. Συνεπώς η δημιουργία μιας κοινωνικής ομάδας δράσης είναι παραπάνω από επιτακτική, ενώ στους κόλπους της το άτομο θα αναπτύσσει τον εαυτό του ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της ομάδας.

7. Το φιλόδοξο διάγραμμα της αμόλυντης ζωής. Οι δυο φίλοι είχαν διάφορες παράπλευρες φιλοδοξίες μεταξύ των οποίων και την πλέον αδιανόητη: να συντάξουν τις «Συντεταγμένες της ζωής», ένα πρόγραμμα σύμφωνα με το οποίο εάν γνωρίζουμε τι έκανε ένας άνθρωπος μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σε ένα συγκεκριμένος μέρος και υπό ποιες συγκεκριμένες συνθήκες, οι σταθερές παράμετροι που βασίζονται στα παραπάνω και οι εξισώσεις που καθορίζονται από τις διαπιστωμένες ιδιότητες του ανθρώπου, μπορούν να μας δείξουν, με καμπύλες που θα ακολουθούν τη μεταβλητή του χρόνου, τι πρόκειται να κάνει αυτός ο άνθρωπος μελλοντικές και υπό ποιες συνθήκες. Θα μπορεί να γραφεί η εξίσωση ολόκληρης της ζωής του και όταν τελειοποιηθεί το σύστημα θα γίνει δυνατή στο πεδίο των πιθανοτήτων η δυνατότητα λύσης των προβλημάτων της ζωής του ανθρώπου εκ των προτέρων, δηλαδή χωρίς να τα ζήσει.

8. Η νέα παλαιά χώρα. Όμως όλοι αυτοί οι χαρακτήρες ζουν στη νέα Τουρκία της αγροτικής και σχεδόν μεσαιωνικής ενδοχώρας, της εμφυτευμένης δημοκρατίας πάνω σε προαιώνιες ιεροκρατικές και απαρχαιωμένες αντιλήψεις, της μέγιστης φαντασίωσης να μετατραπεί σε δυτικό κράτος, ακόμα και με την θυσία της γλώσσας, με τους πολίτες να σπεύδουν στις πόλεις για να αλλάξουν οριστικά την καταγωγή και τις παραδόσεις τους. Ένας νομαδικός λαός του οποίου η κοινωνική οργάνωση ακολουθούσε τις επιταγές του τσαντιριού βρέθηκε να κατοικεί σε ασφυκτικά διαμερίσματα γκρίζων πόλεων. Σε αυτή την χώρα επιθυμούσε να ξεχυθεί ο Σελίμ, για να συναντήσει εκείνους που υποφέρουν από αυτούς τους δυο περιπλεγμένους και ασύμβατους τρόπους ζωής. Να μη φοβάμαι να ταξιδέψω σε τούτη τη χώρα που δεν γνωρίζω. Πρέπει να μπω στον κόσμο αυτών των απρόσωπων ανθρώπων για τους οποίους δεν ενδιαφέρεται κανείς. Ίσως η ευρύτερη συντροφιά των Σελίμ και Τουργκούτ μαζί με όλους αυτούς να αποτελούν τους Αποσυνάγωγους αυτής της χώρας, που προφανώς δεν αποτελούν «προνόμιο» μόνο της Τουρκίας.

9. «Γνωρίζει πάρα πολύ καλά το πώς δεν θα γίνει μια δουλειά παρά το πώς θα γίνει». Οι δυο ήρωες ασκούν το επάγγελμα του μηχανολόγου/μηχανικού και οι τεχνικές υπηρεσίες με τις οποίες συναλλάσσονται αποτελούν έναν εφιαλτικό Πύργο γραφειοκρατίας και αδιαφορίας. Οι σελίδες από την σελ. 379 έως 390 αποτελούν υπόδειγμα κωμικοτραγικής πρόζας άξιας ανθολογίας. Σταχυολογώ ελάχιστες από τις ζεματιστές φράσεις: Δεν θα απλώσεις χέρι σε κανέναν απολύτως έγγραφο: είναι η πρώτη από τι δέκα εντολές. Δεν θα ξεκινήσεις να μιλάς νωρίς, δεν θα εκφέρεις καμία γνώμη, θα δείχνεις σαν κάποιος που δεν ξέρει τίποτα, δεν θα είσαι ντυμένος περίεργα, δεν θα ακουμπάς τα χέρια πάνω στο γραφείο, θα τους κάνεις να σε λυπηθούν υπό τον όρο να μην τους προκαλέσεις να σε ξεφορτωθούν, θα χαμογελάς, θα περιμένεις… και ποτέ, ποτέ δεν θα ελπίζεις. […] Εννοεί, δεν άκουσα τίποτα από όσα μου είπες, διότι δεν περίμενες να πιω το τσάι μου, για τον λόγο αυτό πρέπει να μου τα πεις όλα από την αρχή. […] Εξετάζει επί μακρόν την ημερομηνία και τον αριθμό. Λες και βλέπει για πρώτη φορά στη ζωή του μια ημερομηνία και έναν αριθμό. […] Γνωρίζει πάρα πολύ καλά το πώς δεν θα γίνει μια δουλειά παρά το πώς θα γίνει. Σίγουρα θα αντιμετωπίσει τα νιάτα μου με κρυμμένη οργή. Δεν του άρεσε ούτε ο βήχας μου.

10. Η αλλαγή του κόσμου από επτά μέλη. Η μυστική οργάνωση των Σελίμ και Τουργκούτ ονομάζεται Επιτροπή συνολικής αλλαγής του κοινωνικού συστήματος και αποτελείται από επτά μέλη, τα οποία φιλοδοξούν ότι υπάρχει μια μέση οδός όπου μπορούν να έρθουν σε συμβιβασμό όλες οι ιδέες αλλαγής του κόσμου. Όμως εξαρχής η πράξη αποδεικνύεται πολύ δυσκολότερη: οι συνελεύσεις καταλήγουν σε ατομικά παραληρήματα, μεθύσια ή τσακωμούς. [Όσοι έχουν συμμετάσχει σε ανάλογες καταστάσεις μειδιούν.] Οι ονειροπόλοι φίλοι συχνά έχουν την αφέλεια να μην αντιλαμβάνονται πως τους παρακολουθούν: Η Μυστική Ασφάλεια προσποιείται πως δεν γνωρίζει τους επτά νέους που θα περάσουν τα σύνορα και θα τους παράσχει κάθε ευκολία, αλλά αυτό δεν πρέπει να μη γίνει αντιληπτό από τους ίδιους. Κι αν, αφού διαβούν τα σύνορα, επιχειρήσουν να γυρίσουν πίσω, να μην τους επιτραπεί η είσοδος!

11. Υπέρ αδυνάτων, κατά δυναστών. Θα μπορούσε ο Ιησούς να αποτελέσει έμπνευση για την κοινωνική αλλαγή, όταν μάλιστα είναι γνωστός και αγαπημένος από εκατομμύρια πιστούς ανά τον κόσμο; Πώς να χωνέψει όμως κανείς το γεγονός ότι η Χριστιανοσύνη, με όλα τα ειρηνιστικά χαρακτηριστικά της, δεν είχε καταφέρει σε καμία εποχή να αποστρέψει την φωτιά και την αιματοχυσία; Και η Δευτέρα Παρουσία ολοένα και αργεί. Ποιος θα τιμωρήσει το άμορφο πλήθος που επιτίθεται εναντίον κάθε διαφορετικής συμπεριφοράς και ικανοποιεί την αίσθηση ισχύος τους συνθλίβοντας τους αδύνατους; Ποιος θα δικάσει εκείνους εκείνοι που χωρίζουν τους ανθρώπους μεταξύ τους και τους κάνουν να εχθρεύονται οι μεν τους δε, τα πλήθη που τους ακολουθούν τυφλά και άκριτα; Οι φιλόδοξοι επαναστάτες παίρνουν τον ρόλο των δικαστών και οραματίζονται ένα τεράστιο δικαστήριο απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης. Θα τους πούμε: μέχρι τώρα δικαζόσασταν μόνο μέσα στα θρησκευτικά βιβλία, όμως και αυτά ίσως γράφτηκαν για να μας ναρκώσουν, ενώ εμείς δεν ξέραμε ότι μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς εσάς.

12. Οι λέξεις ως οδοδείκτες. Η κινηματογραφική (μάλλον Βεντερική) φιγούρα του Σουλεϊμάν Καργκού, ενός υπαλλήλου τεχνικής υπηρεσίας αποκαλύπτει με τα ερμηνευτικά της σχόλια πάνω σε μια Ωδή του φευγαλέου φίλου μια πλήρη Ιστορία ενός έθνους, η οποία όμως έχει κρύψει όλα τα ντοκουμέντα που δεν την συνέφεραν. Η εναγώνια προσπάθεια για την ύπαρξη μιας συνεκτικής ιστορίας είχε ως αποτέλεσμα να τεθούν συνειδητά στο περιθώριο μια σειρά από αλήθειες. Αλλού ο Καργκού μονολογεί: Τις λέξεις τις χρησιμοποιούμε πολλές φορές τόσο κακά που φοβόμαστε να τις πούμε μήπως και αγγίζοντας τα αισθήματά μας τα λερώσουν. Οι ήχοι από την άλλη πλευρά έχουν ένα είδος ασυλίας. Αυτές ακριβώς οι λέξεις είναι το μόνο όπλο που απέμεινε στον Σελίμ, ο οδοδείκτης της ύπαρξής του, ίσως η μόνη αυτής απόδειξη.

13. Η εγκυκλοπαίδεια των αταίριαστων. Ο Σελίμ φιλοδοξούσε να συντάξει μια εγκυκλοπαίδεια των Τούρκων Αποσυνάγωγων, όπου θα συμπεριλαμβάνονται οι ιστορίες των πολύπλευρων και διαφορετικών προσωπικοτήτων που προκαλούν αντιπάθεια στην κοινωνία και συνηθισμένων ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ή αισθάνονται ως οι αποτυχημένοι, οι ηττημένοι και οι αταίριαστοι. Οι φίλοι φιλοδοξούσαν να μεταπλάσουν μια συνοικία, μια πόλη ή μια χώρα από τα χέρια των επιστημόνων, καλλιτεχνών και τεχνιτών. Και όλοι τους αναρωτιούνταν αν μπορούμε να απελευθερωθούμε από την παραπλανητικότητα της ιστορίας, να στρέψουμε την ίδια την ροή της.

14. Το πλέον μακρινό ταξίδι. Αποκλείεται να εξαφανίζεται ένας άνθρωπος, να χάνονται όσα έκανε και όσα μοιράστηκε. Με το αίσθημα της ενοχής πως ο ίδιος τελικά έγινε ο βολεμένος μικροαστός οικογενειάρχης επαγγελματίας, ο Τουργκούτ κάνει εκείνο που ο Σελίμ επιθυμούσε και μάλλον δεν τόλμησε: να ταξιδέψει ως τα βάθη της Τουρκίας για να βρει ο ίδιος τι απέγινε από τις φιλοδοξίες και τις ιδέες του φίλου και της νεότητάς τους. Το αναπόφευκτο είναι αυτονόητο: το ταξίδι οδηγεί στα βάθη της χώρας όπου κανείς περιπλανιέται και της χώρας που φέρει εντός του. Κανείς δεν γνωρίζει αν στο τέλος του συναντήσει αυτό που εκείνη ή ο ίδιος είναι. Έχει, βέβαια, μαζί του τον Σελίμ, με το όνομα Όλρικ, και μπορεί πλέον να μιλά μαζί του ανοιχτά και για τα πάντα, έστω και στην φαντασία του. Εκτός αν αυτός ο Όλρικ, με τον οποίο ουκ ολίγες φορές έρχεται σε δραματική διαμάχη, είναι ο ίδιος ο Τουργκούτ, όπως όφειλε να είναι και όπως θα τον επιθυμούσε ο φίλος του.

15. Αυτός που ήθελε να ζήσει εκατοντάδες χιλιάδες πράγματα ταυτόχρονα. Σε έναν κόσμο όπου κανείς δεν εκπλήσσεται ποτέ αφού τελικά οι άνθρωποι εκπλήσσονται μόνο μέσα στα βιβλία: τους εκπλήσσουν οι μυθιστοριογράφοι, όπου η ζωή είναι μια φυλακή που εγκλωβίζει τις σκέψεις, όπου η Μοναξιά συνεχίζει να υπάρχει μετά τον Λόγο, όπου οι λέξεις, οι φράσεις, οι σκέψεις αποτελούν ανέκαθεν μια αφόρητη καταπίεση που πέφτει πάνω στον άνθρωπο σαν ακόντιο, ο Σελίμ, όπως και τόσοι άλλοι «αποσυνάγωγοι», ντρεπόταν μάλλον να ζήσει. Μια ντροπή για την ίδια την ζωή. Ήθελε να ζήσει εκατοντάδες χιλιάδες πράγματα ταυτόχρονα. Το να δοθεί σε ένα από όλα αυτά, ήταν ταυτόχρονα ντροπή για κάποιο άλλο. Αλλά πόσα κομμάτια μπορούσε να γίνει; Γιατί να μην κάνει πέρα όλες αυτές τις ντροπές και να κοιτάξει να ζήσει; [σ. 596-597]

… και εκείνος που ήταν πολλά και διαφορετικά πρόσωπα. Και τι γίνεται αν η κάθε διήγηση για τον Σελίμ παρουσιάζει και ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπό του σε σχέση με την κάθε προηγούμενη; Πόσο γνωρίζουμε τελικά τους ανθρώπους που θεωρούμε δικούς μας; Πόσο μόνοι μας ζούμε; Ποιος θα μάθει ποτέ τα πραγματικά μας όνειρα; Δεν θυμάμαι ποιος από τους χαρακτήρες το είπε, μα η φράση με στοίχειωσε: Κρίμα που οι άνθρωποι δεν αλλάζουν μορφή καταπώς είναι οι σκέψεις τους.

16. Το μυαλό, αυτός ο τρομερός δικτάτορας του σώματος. Οι φίλοι αναζητούσαν απαντήσεις στον Σαίξπηρ, στην Βίβλο, στον Κάφκα και στον Ντοστογιέφσκι, όπως, προφανώς και ο συγγραφέας, κατά την κατασκευή αυτού του πληθωρικού οικοδομήματος, ενώ είναι παραπάνω από εμφανές πως ο Ατάι επηρέασε σημαντικά τον αγαπημένο μας Ορχάν Παμούκ. Από τον Λώρενς Στερν μέχρι τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και τους μοντερνιστές των εσωτερικών μονολόγων, ο συγγραφέας δεν σταμάτησε να αναζητά έναν διάλογο στον οποίο στάθηκε ως ίσος προς ίσον. Το μυαλό, αυτός ο τρομερός δικτάτορας του σώματος, ένας συντηρητικός σατράπης, όπως γράφεται κάπου στο βιβλίο, τον πρόδωσε στα σαράντα τρία του, το 1977. Αναρωτιέμαι πόσο μακρύτερα στα βάθη της χώρας και της γραφής θα πήγαινε αν συνέχιζε να γράφει.

Φοβόμαστε να σκεφτούμε και να αγαπήσουμε. Φοβόμαστε να είμαστε άνθρωποι. Αντί για ανθρώπους δημιουργούμε ένα κάρο μαριονέτες που, αν τις κάνουμε να μοιάσουν με ανθρώπους, φοβόμαστε πως θα τις λυπηθούμε [σ. 605]

Εκδ. Gutenberg, 2022, σελ. 998, μτφ. Νίκη Σταυρίδη, απόδοση ποιητικών τμημάτων: Δημήτρης Μαύρος, επίμετρο: Βασίλης Φ. Δρόλιας [Oğuz Atay, Tutunamayanlar, 1970]

Oι φωτογραφίες υπ’ αρ. 2-6, 8-9, 11-13 προέρχονται από εδώ.

Δημοσίευση και στο: Mic.gr/Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 256, εδώ.

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 46. Οι μαγεύτριες

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 69 (Σεπτέμβριος 2024), εδώ

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 46. Οι μαγεύτριες

Χαίρετε. Με λένε Σέφερντ Χέντερσον και είμαι εκδότης στο Μανχάταν. Διαθέτω την ευθετενή κορμοστασιά και το κυανό βλέμμα του Τζέιμς Στιούαρτ. Σε λίγες μέρες παντρεύομαι την εκλεκτή μου Μερλ και γενικά όλα βαίνουν καλώς. Έχει πολύ κρύο και χιόνι αυτό το χειμώνα στην πόλη μας. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας όπου ζω υπάρχει ένα παράξενο κατάστημα με διάφορα αντικείμενα από «εξωτικές», μάλλον, χώρες – μάσκες, τοτέμ, μπιμπελό, φτερά, τέτοια. Μου κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση αλλά φροντίζω πάντα να χαιρετάω τον γλυπτό κύριο που με κοιτάζει μέσα από το παράθυρο. Εκείνο το βράδυ έπρεπε να κάνω ένα επείγον τηλεφώνημα· ανέβηκα στο διαμέρισμά μου (βιβλία στα ράφια, ποτά σε διάφορα μπουκάλια, πορτατίφ εδώ κι εκεί) και σήκωσα το ακουστικό αλλά το τηλέφωνό μου δεν λειτουργούσε κι έτσι κατέβηκα σε αυτό το κατάστημα. Μου άνοιξε μια ψηλή γυναίκα με κοντά ξανθά μαλλιά. Της ζήτησα συγνώμη για την ενόχληση, συστήθηκα, μένω από πάνω… «Το ξέρω», μου απάντησε, «είμαι η Τζίλιαν Χόλροιντ», και με εξυπηρέτησε.

Η Τζίλιαν φορούσε μαύρο πουλόβερ και μαύρο παντελόνι. Τα πόδια της ήταν γυμνά, η βαφή των νυχιών της κόκκινη. Κάθισε στον καναπέ, ανέβασε τα πόδια της στα μαύρα μαξιλάρια με μια στάση Χ και όσο παρατηρούσε εμφανώς γοητευμένη τον επισκέπτη της να μιλάει στο τηλέφωνο ίσως σκέφτηκε για λίγο μια ζωή με περισσότερη αυθεντική Χαρά.  Λίγο αργότερα κατέβηκε η θεία της και παραδέχτηκε πως ήταν υπεύθυνη για την διακοπή της τηλεφωνικής γραμμής του κυρίου Χέντερσον, ώστε να γνωριστεί με την Τζίλιαν. Εκείνη είναι απερίφραστη – δεν παίρνει τους άντρες άλλων γυναικών, και παρακαλεί την θεία της να μην εξασκήσει άλλη φορά μάγια σ’ εκείνο το σπίτι. Το πρόσωπό της παίρνει την έκφραση των πικρών σκέψεων: Οι μη όμοιοί μας δεν πιστεύουν στην ύπαρξή μας. Δεν ευχήθηκες ποτέ να μην ήσουν αυτό που είμαστε; Δεν σκέφτηκες ότι θα μπορούσες να περάσεις την παραμονή των Χριστουγέννων σε μια μικρή εκκλησία, ακούγοντας κάλαντα αντί για τύμπανα μπόνγκο; Εύχομαι να μπορούσα να περάσω λίγο χρόνο με κανονικούς ανθρώπους, να γνωρίσω κάποιον διαφορετικό.

Βγήκα στο χιονισμένο δρόμο με την μνηστή μου και σε κάποιο σημείο το πεζοδρόμιο ήταν φωτισμένο από μικρά κίτρινα τετραγωνάκια. Έσκυψα και κάτω από το θαμπό γυαλί είδα κινήσεις και άκουσα μακρινή μουσική. Ένα υπόγειο νάιτ κλαμπ, προφανώς, και ίσως ήταν το Zodiac, όπου πηγαίναμε για πρώτη φορά. Εκεί βρισκόταν και η μυστηριώδης γυναίκα του μαγαζιού με τις μάσκες. Καθίσαμε και προέκυψε ότι στο σχολείο κοιμούνταν στον ίδιο κοιτώνα με την μνηστή μου. Η Μερλ την θυμήθηκε: «Εσύ δεν που ερχόσουν στην τάξη ξυπόλητη; Σε έβαλαν υπό επιτήρηση γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;». Ένοιωσα κάπως άβολα αλλά η Τζίλιαν είπε πως κάποιος είχε στείλει ένα σημείωμα στον διευθυντή. Ύστερα έγειρε χαμογελαστή στον τούβλινο τοίχο και διαβεβαίωσε την παρέα πώς τώρα πλέον φοράει παπούτσια έξω – οι κόκκινες γόβες της ήταν εμφανείς. H τζαζ ορχήστρα ανέβαζε ρυθμό (δεν γνώριζα πως στα κρουστά ήταν ο αδελφός της) και η Τζίλιαν πέρασε χαμογελαστή στην αντεπίθεση. «Και η Μερλ είχε μια ιδιοτροπία. Τότε είχαμε απίστευτα πολλές καταιγίδες…» – η φράση κόπηκε και η μνηστή μου σκοτείνιασε. Η Τζίλιαν μόλις είχε ψιθυρίσει στον αδελφό της να παίξουν το Stormy Weather. Η ορχήστρα την πλησίασε από πίσω και τα πνευστά γέμισαν τα αυτιά της, υπενθυμίζοντας, ίσως, τους φρικτούς πονοκεφάλους που συνόδευαν εκείνες τις καταιγίδες, την αδιόρατη τιμωρία της.

Ήταν ψεύτρα και καρφί, διαβεβαίωνε η Τζίλιαν την θεία της και τον αδελφό της κατά την επιστροφή τους από τους άδειους χιονισμένους δρόμους. Για ποιο λόγο υποθέτετε είχαμε τόσες καταιγίδες εκείνη την άνοιξη; Είχε μια τρομερή φήμη ως κλέφτρα μνηστήρων. Άρα δεν πρέπει να έχεις τον παραμικρό ενδοιασμό να της τον κλέψεις, επέμεινε η θεία της… Όχι, δεν ήθελε να τον κλέψει, μόνο αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να τον γοητεύσει χωρίς τα τρικ της. Ο αδελφός της μ’ ένα μαγικό τρόπο αναβόσβησε τις λάμπες των δρόμων κι εκείνη είπε: Άλλωστε μπορούμε να αναβοσβήνουμε τα φώτα των δρόμων αλλά δεν μπορούμε να μετατρέπουμε τροφές σε χρυσάφι.

Δεν θυμάμαι με ποια αφορμή χτύπησα την πόρτα της και μπήκα στον υποβλητικό της χώρο. «Είναι ωραίο να σας έχω από πάνω», μου είπε, και στη συνήθη μου έκπληξη διευκρίνισε πως μιλά για την αίσθηση της ασφάλειας ενός άντρα γείτονα. Μιλήσαμε, μιλήσαμε, και δεν κατάλαβα πότε μισόκλεισε τα μάτια της, έτοιμη να φιληθεί. Ήμουν σαγηνευμένος από εκείνη την γυναίκα και όφειλα να ξεκαθαριστώ με την Μερλ. Την συνάντησα και της είπα ότι αισθάνομαι ως ένα διαφορετικό πρόσωπο, κάποιος άλλος. Χωρίζουμε; με ρώτησε. Ας πούμε ότι ξεζευγαρώνουμε, της απάντησα.

Την επόμενη μέρα μας επισκέφτηκε στον εκδοτικό οίκο κάποιος κύριος Ρέντλιτς, ένας μάλλον αλλοπαρμένος συγγραφέας που μας πρότεινε να εκδώσουμε το έργο του Magic in Manhattan and withcraft around us. O δεύτερος όρος αναφέρεται στην μαγεία και για καλό σκοπό, που αποτελεί συνήθως έμφυτο χάρισμα. Όταν είδε την επιφυλακτικότητά μου αναρωτήθηκε αν νομίζω πως όλα αυτά έχουν να κάνουν μόνο με την ζούγκλα και τους τροπικούς και επέμεινε να τον πιστέψω πως όλοι αυτοί ζουν και στην πόλη μας κι έχουν μια ολόκληρη κοινότητα. Έχουν και δικό τους στέκι, το Zodiac. Μάλιστα μου χάρισε και την λεπτομέρεια πως δεν μπορούν ούτε να κλάψουν, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο συνήθιζαν να τους εξορκίζουν: «Χτύπα το κουδούνι, κλείσε το βιβλίο, σβήσε το κερί».

Το ίδιο βράδυ πήγα να την πάρω να βγούμε για χορό και της μίλησα για τον Ρέντλιτς, βέβαιος πως θα ενδιαφερόταν να τον συναντήσει. Δεν κατάλαβα γιατί μελαγχόλησε, φεύγοντας όμως της θύμισα να βάλει τα παπούτσια της.  Επέμεινα να της διηγούμαι γι’ αυτόν τον τύπο: άκου, θεωρεί ότι υπάρχουν ακόμα μάγισσες! Στον χορό μας χύθηκε πάνω μου, σα να ήθελε να ξεφύγει από τα πάντα, έτοιμη να διαλυθεί. Επιστρέψαμε σπίτι και καθίσαμε στον καναπέ, κοιτάζοντας την σκούρο μπλε ουρανό πίσω από τις κουρτίνες. Τα γυμνά μας πόδια σταυρωμένα πάνω στο τραπέζι, τα κόκκινα νύχια της πορφυρά άστρα στη σκοτεινή νύχτα. Όταν σηκώθηκε να φτιάξει τσάι την ακολούθησα στην κουζίνα. Ξέρετε, είμαι ένας ντόμπρος άνδρας, ξέρω τι μου γίνεται, και θέλω να τακτοποιώ τα πάντα. Έτσι όπως μας είδα συντροφιά στο κατεξοχήν οικοκυρικό δωμάτιο, πριν ή μετά την ερωτική πράξη, δεν έχει σημασία, σκέφτηκα πως με αυτή την γυναίκα θα ήθελα να ζω. Και υπήρξα για άλλη μια φορά ευθύς, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, το επιχείρημα πως ένα σωρό χειρόγραφα με περιμένουν στο γραφείο αλλά αδυνατώ να παραμείνω στο γραφείο γιατί τρέχω προς εκείνη, συνεπώς… μήπως θα έπρεπε να ζούμε μαζί ως σύζυγοι, άρα να γίνουμε τέτοιοι; Η Τζίλιαν αναρωτήθηκε αν έχασε κάποιο κεφάλαιο και είπε ότι αδυνατεί να σκεφτεί τον γάμο, γιατί θα έπρεπε να εγκαταλείψει έναν ολόκληρο τρόπο σκέψης, συμπεριφοράς, ακόμα και ύπαρξης. Κι ύστερα, σα να ήθελε να με διώξει, είπε πως είναι κυνική, ζηλιάρα και εκδικητική, ότι ζούσε για το ιδιαίτερο και όχι για το συνηθισμένο. Μείναμε αμήχανοι και σιωπηλοί, το ρομάντζο της βραδιάς εξαϋλώθηκε.

Ίσως ήταν την επομένη, που ήρθε στο γραφείο μου μ’ ένα μαύρο μαντήλι που συμπλήρωνε την αντίστοιχη μονοχρωμία των υπόλοιπων ρούχων. Είχε, μου είπε, να μου κάνει μια μεγάλη εξομολόγηση. Μήπως ήταν μπλεγμένη σε αντιμαερικανικές δράσεις; Όχι, σε γηγενείς Αμερικανικές. Μου ανέφερε για δυνάμεις που έχουν ορισμένοι άνθρωποι, ότι μπορούν, για παράδειγμα, να αναβοσβήνουν τα φώτα της 57ης Οδού. Υπάρχει πάντα μια λογική εξήγηση σε όλα αυτά, της αντέτεινα. Επέμενε και επέμενα. Φεύγοντας προς το σπίτι παρέμενα δύσπιστος, αποκλείεται να ισχύουν αυτά, αν και, βέβαια, δεν την είχα δει ποτέ να κοκκινίζει… Ύστερα συνάντησα την θεία της στις σκάλες και εκδήλωσε την χαρά της που επιτέλους η Τζιλ μου εξομολογήθηκε το οικογενειακό τους χάρισμα. Την προκάλεσα να μου αναφέρει έστω μια μαγική πράξη της Τζίλιαν και της ξέφυγε η ιστορία με τις καταιγίδες. Οργισμένος αντιλήφθηκα πως η Τζίλιαν με εξαπάτησε εις βάρος της Μερλ. Έσπευσα να την συναντήσω και της μίλησα άγρια, όσο κι αν με διαβεβαίωνε πως δεν έχει ερωτευτεί κανέναν τόσο πολύ. Ήμουν βέβαιος πως όλα έγιναν για να τιμωρήσει την καταδότρια της ξυπόλητης παρουσίας της στο πανεπιστήμιο. Και της είπα να μην προσποιηθεί πως κλαίει, γιατί ούτε αυτό δεν μπορεί, αγνοώντας τα γυαλισμένα της μάτια.

Η Τζίλιαν στέκεται ξυπόλητη μπροστά από τις μάσκες που κρέμονται στον τοίχο. Αυτές είναιατάραχες και αινιγματικές, εκείνη αγέλαστη και μελαγχολική. Στο τέλος, μονολογεί, καταλήγουμε στον μικρόκοσμό μας, χωρισμένοι απ’ όλους. Τότε έρχεται ο Σέφερντ για να της ανακοινώσει τον χωρισμό τους και την μετακόμισή του σε άλλο διαμέρισμα. Φιλονικία, λογομαχία, απειλές, η κλίμακα των εραστών που βλέπουν το τέλος τους. Λίγο αργότερα ο μαγικός της γάτος ξεφεύγει στον δρόμο και αυτή, πάντα ξυπόλητη, τον αναζητά στο χιόνι που έχει γίνει πάγος και λάσπη. Στα μάτια της εμφανώς κυλάνε δάκρυα. Τα μάγια αρχίζουν να λύνονται.

Ο γάτος εμφανίστηκε στο παράθυρο πίσω από το γραφείο μου. Τον αναγνώρισα, φυσικά, πάντα με κοιτούσε περίεργα στο σπίτι της. Τον έκλεισα σε ένα καλάθι αχρήστων και πήγα να της τον παραδώσω. Με υποδέχτηκε με λευκά και κίτρινα ρούχα και κίτρινες γόβες. Έμεναν λίγες λέξεις ακόμα για να τσακωθούμε και ύστερα κοιταχτήκαμε με θλίψη, χαμόγελο, θρίαμβο και ανακούφιση. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε στο αιώνιο εικόνισμα του ευτυχισμένου τέλους. Η τελευταία μου φράση, σε απόσταση αναπνοής από τα χείλη και τα μάτια της: «Ποιος μπορεί τελικά να πει τι είναι μαγεία;». Εδώ σας αφήνω, να ζήσετε εσείς καλά κι εμείς καλύτερα. Χαίρετε.

Άφησα τον εαυτό μου ως Σέφερντ Χέντερσον να αγαλλιάζεται αγκαλιαζόμενος με την Τζίλιαν στην μόνη χειροπιαστή μαγεία του μοντέρνου κόσμου, τον ανεξαρτήτου διάρκειας έρωτα, αφού ο έρωτας μπορεί να μαγεύει τα πάντα, αντικαθιστώντας κάθε παλιά μαγεία, και επέστρεψα στην ιδιότητα του Εγκυκλοπαιδιστή. Στο σχετικό λήμμα περιλαμβάνω την αδιάσειστη απόδειξη της Μαγεύτριας Τζίλιαν, τα γυμνά πόδια της οποίας υπήρξαν απαραίτητο στοιχείο των δυνάμεών της, από το πανεπιστήμιο έως το κατάστημά της και, φυσικά, το σπίτι. Τα ίδια αυτά πόδια έτσι όπως διασταυρώθηκαν στην σκηνή του τραπεζιού με εκείνα του εκλεκτού της, εμφανώς τον έδεσαν με τα αυτοφυή μάγια της ξυπόλητης γυναίκας. Αντίστροφα, η υπόδυσή της σηματοδότησε την επιστροφή της στον απομαγευμένο κόσμο και τους «κανονικούς» ανθρώπους.

Αν, λοιπόν, τα παπούτσια κάποτε θεωρήθηκαν σαν όριο και φραγή στην επαφή με χοϊκά ή θεϊκά στοιχεία και στην αίσθηση του μεταφυσικού ή υπερφυσικού, έπρεπε να βρω δυο πρόσθετες αποδείξεις από μια γραπτή και μια εικονιστική τέχνη, ώστε να θεμελιωθεί πλήρως η αρχή μιας σχετικής θεωρίας. Η πρώτη βρέθηκε σε στίχους μιας Σάτιρας του Οράτιου, όπου ο Πρίαπος, άγαλμα στους Κήπους του Γάιου Μαικήνα  στον Εσκουιλίνο Λόφο της Ρώμης, διηγείται: […] είδα ντυμένη με μαύρο μανδύα να περιπλανιέται / την Κανιδία με γυμνά πόδια και λυμένα μαλλιά / και μαζί με τη γηραιότερη Σαγάνα να ουρλιάζει. Η χλωμάδα και των δύο τις καθιστούσε φριχτές στην όψη […] [1]. Για το πρόσωπο της Κανιδίας υπάρχει διχογνωμία στην έρευνα, αν πρόκειται για την Γκρατιδία [Gratidia], μια αρωματοποιό και φαρμακίδα από την Νάπολη, που απέρριψε τον Οράτιο ή αν πρόκειται για καθαρά επινοημένη μορφή, αλλά δεν έχει σημασία: την βλέπω ολοκάθαρα απέναντί μου να προβαίνει σε αδιανόητες πράξεις στους επόμενους στίχους.

Η δεύτερη εμφανίστηκε πανέμορφη μπροστά μου δυο φορές με σάρκα και οστά λευκών ποδιών, πλασμένη από τον ζωγράφο John William Waterhouse, της ομοταξίας των προραφαηλιτών. Ήταν μια από τις σπάνιες γυναίκες της Οδύσσειας, η Κίρκη αυτοπροσώπως, και επιτέλους είδα το πρόσωπό της ή μια εκδοχή του. Στον πίνακα Circe Offering the Cup to Ulysses κάθεται στον θρόνο της με έκφραση που προδίδει την έντασή της και ετοιμάζεται να προσφέρει στον Οδυσσέα το μαγικό φίλτρο της μεταμόρφωσής του. Μέσα από το διάφανο γαλαζωπό ένδυμα διακρίνονται τα στήθη, τα γόνατα και οι γάμπες της, ενώ στο κάτω μέρος του αποκαλύπτονται τα γυμνά της πόδια. Στον πίνακα Circe Invidiosa, με πρόσωπο πολύ πιο σκοτεινό, ετοιμάζεται να δηλητηριάσει την νύμφη Σκύλλα ώστε να την μεταμορφώσει σε τέρας, επειδή προτιμήθηκε από τον Γλαύκο αντί αυτής. Υπάρχει, τέλος, και μια τρίτη, ανώνυμη γυναίκα από τον ίδιο ζωγράφο, μια μάγισσα ή ιέρεια που χαράσσει γύρω της έναν προστατευτικό κύκλο εντός του οποίου υπάρχουν μόνο άνθη και η τελετουργική μορφή της, ενώ έξω από αυτόν βρίσκονται διάφορα σύμβολα μαγικών δυνάμεων (The Magic Circle, 1886). Αν μπορούσα να της μιλήσω, θα της έλεγα πως ακριβώς η ξυπόλυτη μορφή της μαζί με τα λουλούδια καθιστούν οποιοδήποτε άλλο «μαγικό» στοιχείο περιττό.

Κι αν κάποτε οι αναρίθμητες μάγισσες της ιστορίας, της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου απορροφούσαν στα πέλματά τους δυνάμεις ικανές να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε επιθυμία τους, ο σύγχρονος απομαγευμένος κόσμος έχει οριστικά εξορίσει τις γυναίκες του άλογου και του θαυματουργού· όμως γνωρίζω καλά πως αμέτρητες ξυπόλητες γυναίκες με μάγεψαν για πάντα κι έκτοτε τις αναζητώ για να μη βγω ποτέ από τον μαγικό τους κύκλο. (Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται…)

Υποσημειώσεις:

[1] […] vidi egomet nigra succinctam vadere palla / Canidiam pedibus nudis passoque capillo, / cum Sagana maiore ululantem: pallor utrasque / fecerat horrendas adspectu. […], βλ. Σάτιρα 1.8 του Ορατίου, από το πρώτο βιβλίο του έργου Sermones ή Saturae [Quintus Horatius Flaccus, Sermo I, 8: Canidia], στ. 23-26 (περ. 35 π.Χ.).

[2] Βλ. ενδεικτικά εδώ και εδώ. Ο Οράτιος εσκεμμένα σατιρίζει την Κανιδία ως διεφθαρμένη ιέρεια ώστε να σατιρίσει τη λαϊκή πίστη στη μαγεία και να αποτρέψει τους ρωμαίους από το να πληρώνουν μάγισσες για τις υπηρεσίες τους.

Η ταινία: Bell, Book and Candle (Richard Quine, 1958). Η γυναίκα: Kim Novak. Το ποίημα: Quintus Horatius Flaccus, Sermo I, 8: Canidia (περ. 35 π.Χ.). Τα έργα: John William Waterhouse, The Magic Circle (1886), Circe Offering the Cup to Ulysses (1891), Circe Invidiosa (1892).

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.

Η ζωγραφική σύνθεση της Τζίλιαν είναι του Brandon Campbell.