Joshua Cohen – Οι μεταφορείς του βασιλιά

Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά

1. Βασιλικές αποθήκες. Πώς ξεχωρίζει ένας σωστός Βασιλιάς, έστω κι αν η βασιλική ιδιότητα προκύπτει από το επίθετό του – King; Κυκλοφορεί σε γαλάζια φορτηγά με γιγάντιους αριθμούς τηλεφώνου, διαφημίζεται σε ώρες αιχμής και προτείνει δωρεάν τηλεφωνικές εκτιμήσεις, προσφέρει άμεση διάθεση για μετακόμιση των πολύτιμων υπαρχόντων μας στις σε εικοσιτετράωρη βάση φυλασσόμενες και κλιματιζόμενες αποθηκευτικές εγκαταστάσεις. Και εκτός από Πρόεδρος της Εταιρείας αυτοαποκαλείται και Διαχειριστής Κρίσεων, Άγχους και Κατασχέσεων. Μπορεί να περισυλλέγει, να συσκευάζει, να σταθμεύει και να διαφυλάττει αντικείμενα, τα πράγματα που ως γνωστόν δεν μπορούμε να αποχωριστούμε για πάντα αλλά συχνά αναγκαζόμαστε, όταν, για παράδειγμα, μας κάνουν έξωση ή πρέπει να μετακομίσουμε σε μικρότερο διαμέρισμα ή και να αλλάξουμε πόλη ή χώρα για να επιβιώσουμε. Αν, βέβαια, αλλάξεις διεύθυνση, χρεοκοπήσεις, ξεχάσεις, πεθάνεις ή δεν μπορείς να πληρώσεις το μίσθιο λόγω οφειλών, διατροφής, ιατρικών εξόδων και άλλων τέτοιων δακρύβρεχτων, τότε η αλλαγή κυριότητας είναι δεδομένη και τα κατασχεμένα υπάρχοντά σου, λάφυρα πλέον του κυρ King, σφραγίζονται σε τσιμεντένια κιβώτια και πλέουν μέσα στα λύματα και την αρμύρα.

Κάθε αποθήκη έκρυβε το δικό της δράμα. Η καθεμία ήταν ο κατάλογος της ζωής ενός απόντος, όλα όσα δεν είχαν χωρέσει μέσα στη ζωή του αλλά δεν μπόρεσε και ποτέ να αποχωριστεί: μια αποθήκη γεμάτη φωτογραφικά άλμπουμ των οποίων οι φωτογραφίες είχαν σκορπιστεί στο πάτωμα, μια άλλη που ήταν εντελώς άδεια εκτός από ένα κουκλόσπιτο χωρίς οροφή. [σ. 44]

2. Οδός Ενσωμάτωσης. Τουλάχιστον ο δρόμος της ένταξης στην Αμερικανική Ζωή είναι γνωστός: ο ήρωας αλλάζει το όνομά του προς το εύηχο, εντόπιο και οπωσδήποτε κυριαρχικό, πιάνει δουλειά ως οδηγός σε μεταφορική, μαθαίνει μερικά μυστικά, αγοράζει δικό του φορτηγό, δουλεύει αγρίως, αγοράζει κάτι βαλτοτόπια, ανοίγει εκεί ένα συνεργείο, κι άλλα φορτηγά, έρχεται και η εταιρεία μετακομίσεων. Η οικονομική επιτυχία είναι δεδομένη – τι γίνεται όμως με την κοινωνική και δη με την ανέλιξη στο θριαμβευτικό στάτους για το οποίο λυσσάνε γηγενείς και μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες της Επιτυχίας; Εκεί τα πράγματα μοιάζουν σχεδόν αδύνατα, όσες απεγνωσμένες προσπάθειες κι αν κάνει για να βρεθεί στα κατάλληλα μέρη την κατάλληλη στιγμή ή έστω στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα – αυτά είναι μόνο για τις ταινίες. Αντίθετα, η καθολική κοινοτοπία της διαλυμένης οικογένειας του προσφέρεται αφειδώς: μια σύζυγος που μετά το διαζύγιο επιχειρεί να τον αφαιμάξει οικονομικά, και μια κόρη που τον θεωρεί μεταξύ άλλων βασικό χορηγό για τις ουσίες της. Όμως το πρώτο μέρος του βιβλίου μοιάζει παραπλανητικό, το μυθιστόρημα δεν θα αναλωθεί σε κλασικές α λα Φίλιπ Ροθ οικογενειακές ιστορίες.

3.  Ιερή πόλη, χώρα κλπ. Ο Κινγκ καλείται να επισκεφτεί τα πάτρια εβραϊκά νυν ισραηλινά εδάφη για να πάρει τον ανιψιό του που μόλις τελείωσε την τριετή του στρατιωτική θητεία και να τον φέρει στην πραγματική Γη της Επαγγελίας. Έτσι ο Γιόαβ που τον περιμένει στην άλλη άκρη του ωκεανού, της καταγωγής και της οικογένειας καλείται να του ανυψώσει το ηθικό, ενώ αυτός με την σειρά του σκοπεύει να του προσφέρει μια Νέα Υόρκη στην οποία μπορείς να αγοράσεις οτιδήποτε ξέχασες να φέρεις μαζί σου αλλά και όσα δεν μπορούσες ως τώρα να αγοράσεις στην πατρίδα. Η Ιερουσαλήμ είναι απογοητευτική: μπορεί να είναι η κατοικία του Θεού, αλλά χρεώνει ακριβά το πάρκινγκ. Σε γενικές γραμμές δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνει κανείς πέρα από προσευχή και ψώνια. Η πόλη με όλες τις πύλες και τους ελέγχους ασφαλείας μοιάζει πιο πολύ με αεροδρόμιο. Η Παλιά Πόλη είναι ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο με πλακόστρωτους δρόμους και λαμαρινένια στέγαστρα. Οι ξεναγοί τσιρίζουν απ’ τα μεγάφωνα, παραμορφώνοντας την ιστορία. Αν δεν είσαι στρατιώτης ή πιστός, σίγουρα είσαι τουρίστας παστωμένος με αντηλιακό. Σε αυτή τη χώρα κάθε πινακίδα σου λέει πόσο απέχεις από το αεροδρόμιο, λες και είναι απαραίτητο ανά πάσα στιγμή να γνωρίζεις την ακριβή χιλιομετρική απόσταση που σε χωρίζει από την έξοδο κινδύνου. Ένα κόκκινο αστέρι που αναβοσβήνει στην κορυφή κάποιων κτιρίων δεν σημαίνει συναγωγή αλλά μονάδα τραυματιοφορέων. Αυτή είναι η θρυλική χώρα της καταγωγής; Μια σκονισμένη έρημος και μερικοί αμόρφωτοι μικροαστοί συγγενείς; Πάλι καλά που παραμένει ένας φορολογικός παράδεισος.

4. Κάποτε στη Γάζα. Ο Γιόαβ δεν είναι ένας άπειρος νέος που μόλις βγαίνει από το αυγό της οικογένειας· υπήρξε επί τριετία στρατιώτης που στάλθηκε στην Γάζα, σε αυτό που τα ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης ονόμαζαν Πόλεμο της Γάζας ή Δεύτερο Πόλεμο της Γάζας ή Τρίτο Πόλεμο της Γάζας, για τον οποίο το Ισραήλ επέμενε για μία ακόμα φορά ότι ήταν μια απλή σύγκρουση – Επιχείρηση ΣταθερόςΑποφασισμένος) Γκρεμός ήταν η κυριολεκτική μετάφραση από τα εβραϊκά, κάτι που προσέδιδε στις βιαιοπραγίες ένα βιβλικό μένος. Μαζί με τον «συμπολεμιστή» του Ούρι, που θα τον φέρει μαζί του στην Αμερική, έζησαν μέσα στην (παρα)λογική του ισραηλινού στρατεύματος: πίστευαν πως τίποτε δεν συνέβαινε από τύχη ή ιδιοτροπία· όλα ήταν συστηματικά, λογιστικά, κάθε αποστολή διακρινόταν από μια ιερή και απαραβίαστη σοφία της οποίας ο μέσος στρατιώτης δεν θα γινόταν ποτέ κοινωνός. Ο στρατός ήταν η μεγάλη οικογένεια, οι αξιωματικοί ήταν οι γονείς που έδιναν εντολές, όχι εξηγήσεις και ο μόνος τρόπος για να επιζήσεις σε αυτήν ήταν να σταματήσεις να αναζητάς το νόημα και απλά να υποταχθείς. Αν ποτέ λαμβάνονταν υπόψη οι δικές τους επιθυμίες, όλο το οικοδόμημα θα κατέρρεε. Η θεολογία του συστήματος ευσταθούσε μόνο αν αδιαφορούσε για τις προτιμήσεις των εμπλεκόμενων και προφανώς και των υιών- στρατιωτών.

5. Άχρηστοι μέχρι να μας χρειαστούν. Το να υπηρετείς σε μια μονάδα που έχει πάρει το όνομά της από τις προβατίνες του βασκού βασιλιά θα έπρεπε να τον κάνει περήφανο, το ανεπίσημο εμβατήριο είναι το Dimona Party του DJ Skazka αλλά το μότο τους είναι αυτό που πρόσφατα διαπίστωσαν πως είναι: «Άχρηστοι μέχρι να τους χρειαστούν». Σε μια χώρα όπου τα σύνορα συρρικνώνονταν ή επεκτείνονταν και άλλαζαν ξανά ξανά και ξανά, μέχρι που βρισκόσουν παγιδευμένος ανάμεσα στα χτεσινά και τα αυριανά, – μέχρι που εσύ ο ίδιος γινόσουν τα σύνορα, ταμπουρωμένος μέσα στην άμμο δίπλα σε δρόμους αυλακωμένους με σιδερόβεργες και σπαρμένους με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, o «πρώην» στρατιώτης έζησε ατέλειωτες μέρες σε ένα μεθοριακό φυλάκιο που δεν έκανε άλλο από το «να σηματοδοτεί ένα σημείο στη μέση», απ’ όπου πηγαινοέρχονταν Παλαιστίνοι εργάτες από τις βιομηχανικές ζώνες του Ιρσαήλ, Παλαιστίνοι βοσκοί που πηγαινοέρχονταν για να βοσκήσουν το κοπάδι τους, καθαρίστριες από την Βηθλεέμ που πήγαιναν να καθαρίσουν τα εργοστάσια ενώ αυτό που έπρεπε να καθαρίσουν ήταν η ίδια η Βηθλεέμ. Το βαρετό του καθήκον ήταν να τσεκάρει από το πρωί ως το βράδυ ταυτότητες, έγγραφα, άδειες αυτοκινήτων και προβάτων. Ακόμα κι αν δεν είχε εντολές, όφειλε να επινοήσει μερικές, γιατί πρώτα απ’ όλα έπρεπε να πείσει τον εαυτό του ότι η παρουσία του εδώ ήταν κάτι μόνιμο, με μια εξουσία ταυτόσημη της ίδιας της ερήμου.

6. Χρήσιμοι στην δυστυχία των άλλων. Όταν όμως τελικά τους χρειάζονται, καλούνται για κατεδάφιση χαμόσπιτων στη Δυτική Όχθη και το γεγονός ότι μπορεί να μη γυρίσουν πίσω ζωντανοί επιτέλους παρέχει την απαραίτητη δικαίωση της ιδιότητάς τους. Μία στις τόσες πηγαίνουν και σ’ ένα χωριό στη μέση της νύχτας αναζητώντας κάποιον ή και χωρίς λόγο. Σπάνε τις πόρτες, τρομοκρατούν τους ενοίκους ή τους γείτονες, χτυπούν την γυναίκα που ουρλιάζει στην κουζίνα, κλείνουν τα μάτια στον επιλεγμένο για ανάκριση, κάθονται στο σαλόνι να δουν λίγο Al Jazeera και φεύγοντας παίρνουν κανένα κηροπήγιο ή κύπελλο για ενθύμιο. Προσοχή: ο συγγραφέας περιορίζεται στην καταλογογραφική αναφορά των πράξεων, χωρίς να αφιερώνει σελίδες σε συγκεκριμένο συμβάν. Η αναμονή της απόλυσης κάπως χρυσώνεται με την σκέψη πως έξω θα τους πιάσουν σίγουρα κορόιδο σε κάποια δουλειά ενώ θα πληρώνουν οι ίδιοι για ενοίκιο, φαγητό και ρούχα. Κάποτε φτάνει και αυτή η στιγμή και ο Ούρι που απέκτησε ειδικότητα στην απόκρυψη τώρα πρέπει να μάθει πώς να τον ακούν και να τον βλέπουν.

7. Νέα παλαιά ζωή. Όμως οι δυο άντρες (το μυθιστόρημα πλέον εστιάζει σε αυτούς) δεν μπορούν να σταματήσουν να είναι ούτε Εβραίοι, ούτε στρατιώτες – αυτές είναι ιδιότητες που δεν αποβάλλονται ποτέ. Στο νέο του σπίτι ο Γιόαβ βάζει για καλό και για κακό τον καναπέ στο κέντρο του δωματίου, βασική αμυντική θέση που «σήμαινε δυο πράγματα: και ότι ήταν εκτεθειμένος αλλά και ότι είχε καλή εποπτεία. Είχε κατανοήσει και αποδεχτεί τους κινδύνους: έπρεπε να είσαι εκτεθειμένος για να ορίσεις την περίμετρό σου, για να καλύψεις όλες τις πλευρές σου, και τις 360 μοίρες». Ευτυχώς που από το απόθεμα του Κινγκ υπάρχουν αρκετά πιάτα και μαχαιροπίρουνα, τρεις καφετιέρες, δυο τσαγιέρες, κάτι αδιευκρίνιστα σκεύη. Όσον αφορά την δουλειά στο βασίλειό του, μεταξύ άλλων παίρνουν αποφοίτους και τους πηγαίνουν πίσω στους γονείς τους ή «σε γκαρσονιέρες με μέγεθος δοκιμαστηρίου, διαμερίσματα με εμβαδό πτυχίου, διαμερίσματα που κόστιζαν όσο ένα πτυχίο». Σύντομα όμως καλούνται να εργαστούν στα συνεργεία των εξώσεων – ιδού η μέγιστη χρησιμότητα της εμπειρίας της Γάζας. Τουλάχιστον, σε σχέση με πριν, δεν υπάρχουν πυροβολισμοί ή τουλάχιστον κανείς δεν πυροβολεί αυτούς τους δύο συγκεκριμένα. Δεν υπάρχουν πολλά έκτροπα, με μερικές μόνο εξαιρέσεις: κάποια γυναίκα στο παράθυρο που απειλεί να πέσει με το μωρό τους, μια άλλη που τους έλουσε με μια κατσαρόλα… μέχρι τη στιγμή που θα κληθούν να διώξουν έναν βετεράνο του Βιετνάμ, νυν Μουσουλμάνο, ο οποίος θρυμματίζει την ρουτίνα της ισχύος τους απέναντι σε ανυπεράσπιστα θύματα – εδώ για πρώτη φορά το συμβάν γράφεται εκτενώς.

8. Ανεστραμμένες ταυτότητες. Στην εισαγωγή του ο μεταφραστής εντάσσει το μυθιστόρημα στην μειονοτική λογοτεχνία των Εβραίων της Αμερικής και στα συνδεόμενα με αυτήν χαρακτηριστικά τους: την στροφή σε περιουσίες φυσικές ή άυλες και όχι σε γη, ώστε να μπορούν να τις μετακινήσουν σε μια ενδεχόμενη δύσκολη στιγμή, την κατόπιν απορρίψεων στροφή προς τα μέσα, προς τον γραπτό λόγο και το βιβλίο, την υπό καθεστώς μόνιμης αβεβαιότητας ευημερία, την βαθιά ενοχική και βαθιά υπαρξιακή λογοτεχνία τους. Από τον Σολ Μπέλοου και τον Φίλιπ Ροθ ως τον Μπέρναρντ Μπάλαμουντ και τον ΜόρντεκαΪ Ρίχλερ, τον Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ και την Σούζαν Σόνταγκ εκείνη η συγγραφική γενιά εντάχθηκε σε τέτοιο βαθμό που η σημερινή αντίστοιχη γενιά των Εβραίων συγγραφέων του 21ου αιώνα (Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, Νικόλ Κράους, Τζόναθαν Λέθεμ, Μπεν Μάρκους κ.ά.) περιγράφει την εβραϊκότητα στην Αμερική με εντελώς διαφορετικούς όρους.

Αναζητούμε, λοιπόν, αυτούς τους όρους στο βιβλίο και διαπιστώνουμε πως μια άλλη, νεότερη γενιά Εβραίων έχουν βαρεθεί να είναι Εβραίοι και γενικώς μπερδεύονται με την ούτως ή άλλως πολύπλοκη γεωπολιτική κατάσταση (είναι χαρακτηριστική η αίσθηση της συγκεχυμένης ταυτότητας όταν βλέπουν στις παλαιστινιακές διαδηλώσεις να συμμετέχουν και Ισραηλινοί). Σε κάθε περίπτωση είναι δεδομένο πως ο Εβραίος δεν είναι πλέον ο κατατρεγμένος, υπό μόνιμη αίρεση πολίτης αλλά ένα απόλυτα ενταγμένο μέλος της αμερικανικής κοινωνίας. Φυσικά υπάρχει πάντα το μεγάλο κομμάτι που από καταπιεσμένοι και διωκόμενοι, όπως συνέβαινε με τους Εβραίους της Ευρώπης του 20ού αιώνα που έφταναν στην Αμερική για να σωθούν, έχουν γίνει πλέον καταπιεστές και δυνάστες ενός άλλου λαού.

Ο Κοέν (γεν. 1980) έχει ένα ιδιαίτερο στιλ αμερικανικής γραφής: ακροβατεί ανάμεσα στις φρικώδεις πράξεις της Γάζας και του αμερικανικού παράλληλού της με τις σκωπτικές διηγήσεις της καθημερινότητας των πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών της ιστορίας, ενίοτε με εξαντλητικές λεπτομέρειες, σα να θέλει να δώσει εικόνα σε μια σειρά στοιχείων, από το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον μέχρι τις τροφές και τις χειρονομίες τους. Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα είναι πλήρης.

9. Το ύστατο όπλο. Όμως το πεδίο όπου η σκληρότητα της εξουσίας συναντάται με την πολιτική ή οικονομική της εκδοχή είναι η ίδια η στέγη, που από δικαίωμα έχει καταστεί το απόλυτο όπλο της εκμηδένισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ζωής. Στον νεότερο καπιταλισμό προσφέρονται ιδανικά επαγγέλματα προς τη νέα αυτή κατάσταση: συνεργεία εξώσεων, άοπλοι στρατοί με έγγραφα και φορτηγά, μεσίτες απάνθρωπων χώρων διαβίωσης, αποθηκάριοι πραγμάτων που δεν έχει κανείς πού να αφήσει ή του κατασχέθηκαν. Άλλο ένα αυτονόητο και θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα χάνεται – ποιο ακολουθεί;

Εκδ. Gutenberg, 2022, [Σειρά Aldina, αρ. 57], μτφ. και εισαγωγή Παναγιώτης Κεχαγιάς, σελ. 352 [Moving Kings, 2017].

Στις εικόνες, έργα τέχνης των: Malak Mattar και Sliman Mansour.

Δημοσίευση και σε: Mic.gr/Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 259, εδώ.

Kevin Barry – Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη

Δεσμώτες του παρελθόντος, έρμαια των σειρήνων 

Στο σταθμό των φεριμπότ, ωχροί κάτω από τα φώτα του, οι Μόρις Χερν και Τσάρλι Ρέντμοντ στέκονται όρθιοι σαν επιθεωρησιακό ντουέτο, όμως τα κορίτσια με τα ράστα ακόμη κοιμούνται – μόνο ο σκύλος, ο Τζούνιορ Κορτές, είναι ξύπνιος για να δει το νούμερο της επιθεώρησης. [σ. 82]

1. Στο μεταίχμιο της Aναμονής. Το τελευταίο μυθιστόρημα που απόλαυσα απ’ όσα απέδιδαν την ατμόσφαιρα κάποιου μη ειδυλλιακού παραθαλάσσιου χώρου ήταν το αριστουργηματικό Ναυπηγείο του Χουάν Κάρλος Ονέτι. Σε αντίθεση με τις παρατημένες αίθουσες και τις σκουριασμένες εγκαταστάσεις του ονετικού σύμπαντος, εδώ, ένας άλλος επιβλητικός χώρος μοιάζει εξίσου εκτός τόπου και χρόνου αλλά κατά τα άλλα είναι διαμετρικά αντίθετος: βρίσκεται στο μεταίχμιο δυο ηπείρων και δυο κόσμων και είναι γεμάτος με ταξιδιώτες και έτερους αναμονείς. Πρόκειται για τον επιβατικό σταθμό του λιμανιού της Αλχεθίρας, όπου πηγαινοέρχονται τα πλοία από και προς Ταγγέρη. Αλλά εδώ και ώρα δεν φτάνει κανένα πλοίο, η ώρα άφιξης είναι άγνωστη …

2. Στην άκρη της αναζήτησης … και οι πλέον ανυπόμονοι γι’ αυτήν, οι Μόρις Χερν και Τσάρλι Ρέντμοντ, δυο Ιρλανδοί λίγο πιο πάνω από τα πενήντα, φαίνονται ιδιαίτερα μελαγχολικοί και κάνουν χειρονομίες μακροχρόνιας καρτερίας και πόνου. Κρατούν την φωτογραφία της εικοσιτριάχρονης κόρης του Μόρις, της Ντίλι Χέρν, που ο πατέρας της έχει να δει εδώ και τρία χρόνια. Ο άντρας πίσω στο γκισέ των πληροφοριών σηκώνει τους ώμους του και αγνοεί πλήρως τις επανειλημμένες τους ερωτήσεις. Οι ξεφτισμένες αφίσες με τους εξαφανισμένους δεν βοηθούν· ούτε το περίπλοκο φως του λιμανιού που μπαίνει από τα ψηλά παράθυρα, ο θολός αέρας από την κάπνα ή ο χρόνος που σχεδόν ακούγεται να περνάει. Αυτοί όμως γνωρίζουν πως οι ταξιδιώτες από και προς την άλλη πλευρά κάθε 23 του μήνα ανταλλάζουν διαδρομές ώστε να κρατήσουν ο ένας τον σκύλο του άλλου.

Δεν μένει παρά να αρχίσουν να προσεγγίζουν πιθανούς γνώριμούς της. Μήπως ο αυτός ο νεαρός ονόματι Μπεν που καθίζουν κάπως βεβιασμένα ανάμεσά τους την θυμάται; Έχει κι αυτός μια χίπικη εμφάνιση, άρα είναι ύποπτος γνώριμός της. Συζητήσεις ανάμεσα σε συγκατάβαση, απειλές και βία. Κουρέλια εξομολόγησης για συγνώμη, μεγάλωσα σε ένα δρόμο με ολόιδια σπίτια στη σειρά, που δεν τα έβλεπε ποτέ ο ήλιος, εισπράκτορας στο λεωφορείο νούμερο 8 από την παιδική ηλικία, φαντάζεσαι πως είναι να έχεις χάσει την κόρη σου.

3. Εραστές ’94. Στην Μάλαγα του 1994 ο Μόρις είχε μια άλλη ζωή, έναν μεγαλοπρεπή έρωτα με την Σίνθια και τον καρπό αυτού Ντίλι. Η Ταγγέρη παρέμενε μακριά κι ας αχνοφαίνονταν τα φώτα της με λίγη καλή θέληση και ακόμα καλύτερη ατμόσφαιρα. Αλλά πρώτα είχε γνωρίσει την Καρίμα, που ήταν όμορφη μ’ έναν βρώμικο τρόπο, είχε εξίσου ωραίες γκριμάτσες και ρυτίδες όταν ρουφούσε το τσιγάρο της και σύντομα οι δυο τους «αναρωτιούνταν πώς θα ήταν αν γαμιόντουσαν». Μόνο που μαζί με την Καρίμα πήγαινε κι ένα κιλό επεξεργασμένου μαροκινού χασισιού. «Ήξερε ότι η γυναίκα αυτή θα έπαιζε μεγάλο ρόλο στη ζωή του», αλλά ίσως δεν φανταζόταν την έκταση της τραγικότητας.

4. Ανασκόπηση ζωής. Από μια ημιφωτισμένη όπως κι η αίθουσα αναμονής σκοπιά οι δυο φίλοι περιμένουν το πλοίο να τους σώσει προς μια άλλη ζωή, χωρίς τα λάθη του παρελθόντος. Έτσι είναι τα λιμάνια, περιμένεις πως κάτι θα γίνει, κάτι υπέρ σου. Με ρημαγμένο σώμα– μάτι ο ένας, πόδι ο άλλος, αμφότεροι με άξεστους τρόπους, έχουν το θράσος του παράνομου και την αδημονία του χρόνιου τζάνκι. Εδώ δεν υπάρχει άλλη λύση της αναμονής παρά η ανασκόπηση ενός βίου που βαραίνει πλάτες και σωθικά. Η Ντίλι στα δεκατέσσερα να τρέχει να εξαφανίζεται στα δάση, να χώνεται στο χώμα, να πέφτει με τα μούτρα σε βιβλία λευκής μαγείας, να κλειδώνεται ακίνητη στο δωμάτιο με τις ώρες. Και στην τελευταία ενθύμηση του πατέρα της, η Ντίλι κλεισμένη στον εαυτό της, πουλούσε μενταγιόν με τον ηλιακό δίσκο σε παζάρια και λαϊκές.

5. Κρεμαστές οικοδομές. Οι εραστές με την μικρή τους Ντίλι ευημερούν: να ανταλλάζεις τις ουσίες που σε ευτυχούν, να τις εμπορεύεσαι στην κοινότητα που σε ενώνει η κοινή χρήση, ένας ιδανικός τρόπος πλουτισμού. Όμως δεν θέλησαν να γνωρίζουν πως ποτέ δεν αφήνεσαι μόνος και απυρόβλητος. Όταν ήρθε το βράδυ που μόλις άκουσαν την μηχανή του αυτοκινήτου, κρύφτηκαν στον κήπο και ξαγρύπνησαν σ’ έναν ξενώνα. Είχε έρθει η ώρα για την φυγή στη νοτιοδυτική Ιρλανδίας, στο παραθαλάσσιο Μπερχέιβεν, και το οικοδομικό πλάνο που ξέπλενε χρήματα και επένδυε μέλλον: να χτίσουν σ’ ένα πλάτωμα στα βραχώδη υψώματα πάνω από την πόλη μια σειρά από πανομοιότυπα σπίτια σε σχήμα μισοφέγγαρου με προσανατολισμό ώστε η ράχη του να τα προστατεύει από τον δυτικό άνεμο. Τα σωτήρια κτίσματα θα είχαν θέα θάλασσα και βουνό και θα κρέμονταν πάνω από το κρύο λιμάνι, σα να αιωρούνται.

6. Αύρες και αυτουργοί. Οι νεαροί γονείς προσαρμόζουν τις ώρες τρυπήματος στο ωράριο του μωρού και αδημονούν για τις πρώτες οικοδομές. Όμως δύσκολα ρίχνεις θεμέλια στα βράχια των λόφων, ο τόπος βροντάει από το ίδιο το ουρλιαχτό τους κάτω από το κομπρεσέρ. Ένα εργατικό ατύχημα, μια αποχώρηση, και τα νέα διαδίδονται γρήγορα. Η αιώνια καταραμένη Ιρλανδία, με τους ομιλούντες βράχους, τα στοιχειωμένα χωράφια, την θαλάσσια μνήμη, τις αιώνιες έριδες, το στοιχειό της μελαγχολίας! Ο τρόπος που σε κυκλώνει όλο και πιο ασφυκτικά. Η αύρα της κακοτυχίας είναι μια ιδέα που πάντα γεννάει καρπούς. Οι ημέρες ξεκινάνε με αλκοόλ για πρωινό και κοκαΐνη για δεκατιανό. Τέρμα οι μετρημένες ποσότητες, συχνές οι μείξεις, ελεύθερα τα speedballs, συνεχείς οι καυγάδες. Εδώ ή κάπου παραπέρα κάποτε καμιά εικοσαριά άντρες στήνονταν με τα φανάρια τους σε ένα απόκρημνο μέρος της ακτογραμμής και τα ανεβοκατέβαζαν ώστε από τη μεριά της θάλασσας να φαίνονται σαν πλεούμενο που κουνάει και τραβούσαν προς το μέρος τους άλλα πλεούμενα για να τους χαιρετήσουν και τα χτυπούσαν στα βράχια και τότε έβγαζαν τους σουγιάδες να τους πάρουν την ψαριά και ό,τι άλλο.

7. Το βογκητό τους. Αγάπη και οπιοειδή – αξεπέραστος συνδυασμός στη σφαίρα των ανθρώπων, λέει ο Μόρις. Βγαίνανε έξω σαν νεαροί θεοί, αλλά όποτε εξαφανίζεται η Σύνθια, αυτός αισθάνεται την ναυτία που προκαλεί η απουσία της αγάπης. Τα βράδια της απουσίας της ακούει την θάλασσα να βογκάει και είναι βέβαιος ότι ακούει τα δικά της βογκητά, από κάποιον άλλον. Φροντίζει να ακούει κάτι ανάλογο από ορισμένες γυναίκες που τους χαρίζει μαύρο λάδι κάνναβης και με την απόλυτη γυναίκα («γιατί και τα ναρκωτικά έχουν φύλο»), την ηρωίνη. Κάποτε βρίσκεται και ο αυτουργός και δεν είναι παρά ο φίλος του Τσάρλι. Τι είδους αντίδραση ταιριάζει σε αυτές τις περιπτώσεις; Τότε σκέφτεται την ιδέα του αυτοκινήτου στην άκρη των βράχων, με την Ντίλι δίπλα τους.

8. Θεατρίνοι με λάθος ρόλο. Αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα: κινείται αργά, μπρος πίσω και εναλλάξ σε διαφορετικούς μυθιστορικούς χρόνους και σπάει σε μικρές φράσεις ή παραγράφους, σαν σκαρίφημα θεατρικού έργου που γράφεται στον δρόμο, σαν δοκιμασία προς τον αναγνώστη να ενώσει εκείνος τους αρμούς προτού δημιουργηθεί η ολόκληρη εικόνα των κατεστραμμένων πρωταγωνιστών. Η γλώσσα προφορική στους διαλόγους, ενίοτε ποιητική από τον συγγραφέα ως δείγμα συμπάθειας προς τους ήρωες, διανθισμένη με πλείστες μεταφορές και παρομοιώσεις. Τα φιλιά της είχαν γεύση καπνού και λαδιού.

9. Ντουέτα της πτώσης. Είναι, φυσικά, αδύνατο να μην θυμηθεί εδώ τους ήδη προσκεκλημένους αφελείς και κωμικοτραγικούς φλωμπερικούς Μπουβάρ και Πεκισέ ή τα μπεκετικά δίδυμα που (ακόμα) Περιμένουν τον Γκοντό ή αναπολούν τις Ευτυχισμένες Μέρες, αν και προσωπικά θυμήθηκα τους διαλόγους των Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν, που ως πρώην δευτερεύοντες χαρακτήρες του Άμλετ, επανήλθαν ως πρωταγωνιστές στο θεατρικό έργο του Τομ Στόπαρντ Ο Ρόζενγκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί [1967] και στην κινηματογραφική ταινία που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο συγγραφέας με πρωταγωνιστές τους Τιμ Ροθ και Γκάρι Όλντμαν [1990]. Κι οι δυο αυτοί ήρωες ακόμα αναρωτιούνται αν υπάρχει ελεύθερη βούληση και πότε επήλθε η στιγμή όπου έχασαν τον πλήρη έλεγχο των ζωών τους.

10. Πού ήσουν; Προνομιούχοι και ασφαλείς εμείς οι αναγνώστες και εντοπίζουμε πρώτοι την Ντίλι σε μια φτηνή πανσιόν για ραγισμένες καρδιές στη Γρανάδα. Έχει μπόλικα πλαστά διαβατήρια ραμμένα στη φόδρα της βαλίτσας της και σύντομα εγκαθίσταται σ’ ένα από τα σπίτια-σπηλιές της πόλης, παράνομες κατασκευές με μικροσκοπικά δωμάτια χωρίς παράθυρα. Μήτρα ή τάφος, εκεί γίνεσαι κι εσύ μια σαύρα. Η Ντίλι συνεργάζεται με την διεμφυλική Φρεντερίκε που έχει ως βιτρίνα ένα κατάστημα χονδρικής με κοσμήματα, μαντήλια και τα συναφή. Τα λεφτά πλέον είναι στην διακίνηση των ανθρώπων. Όμως και η Ντίλι έχει μνήμη και θυμάται την στιγμή που είδε την μάνα της να ψήνεται στο κρεβάτι και τον πατέρα της να μονολογεί βρίζοντας, τότε που κατάλαβε ότι στα σίγουρα δεν ήταν σαν τις άλλες οικογένειες. Ακούει το κλείδωμα στις πόρτες του αυτοκινήτου πάνω από τον γκρεμό, βλέπει το ύφος του Μόρις· θυμάται την ύστατη προτροπή της Σύνθια: δεν πρέπει να βρίσκεσαι κοντά τους· φύγε και μη ξαναγυρίσεις ποτέ. Την άκουσε αλλά δεν θέλησε ούτε τα χρήματά τους. Το σώμα της αυτοχειρίας της μητέρας της δεν βρέθηκε ποτέ.

11. Το τέλος της Ευρώπης. Αυτή είναι μια αναντίλεκτη όψη της Ευρώπης, το παρόν και το μέλλον ενός κόσμου που είναι πια αλλιώς: Στο λιμάνι τα περιπλανώμενα παιδιών πάντων των εθνών κάθονται στο πάτωμα και τριπάρουν ή και βρίσκονται σε κατάσταση μέθης. Αρνούμενοι να προσαρμοστούν στον δυτικό τρόπο ζωής βλέπουν την Ταγγέρη ως το σημείο εξόδου από τον ευρωπαϊκό κόσμο και την συνακόλουθη μελαγχολία του. Οι άλλοι που θέλουν να πλουτίσουν δεν διακινούν πια ναρκωτικά, είναι διαθέσιμα πλέον από το διαδίκτυο, δεν πλουτίζουν. Η Μεσόγειος, αντίθετα, είναι ένα λιβάδι διαθέσιμων σκλάβων, τα δρομολόγια μπορούν να σε κάνουν πλούσιο και υπάρχουν πολλά πόστα, χωρίς να χρειαστεί να μπεις στη βάρκα.

12. «Τι κάνουμε;». Η ερώτηση που έχει απευθυνθεί τόσο σε προσωπικές ζωές όσο και σε κρίσιμες πολιτικές περιστάσεις δεν εκφέρεται ποτέ από τους δυο ήρωες αλλά βρίσκεται συνεχώς στην άκρη των χειλιών τους. Τι μένει να κάνει κανείς όταν όλα έχουν χαθεί; Υπάρχει τώρα επιλογή για μια διαφορετική ζωή; Πως βρίσκεις γαλήνη μετά από ένα τόσο λάθος παρελθόν; Έτσι διαλύονται οι ζωές; Πώς γίνεται και καταφτάνουμε καταρρακωμένοι στην μέση ηλικία; Γιατί η αγάπη δεν διαρκεί για πάντα; Τι μας σπρώχνει στην παρανομία που δεν έχει δρόμο γυρισμού, μόνο οδηγεί στην καταστροφή; Είμαστε όλοι έρμαια ενός κόσμου μονοδρομημένου από το χρήμα ή έχουμε την επιλογή μιας προσωπικής πορείας;

13. Τελειώνει ποτέ τίποτα; Η Ντίλι σκέφτεται να κατέβει νοτιότερα, σε μια μαροκινή ακτή του Ατλαντικού, να βρει ένα αγόρι ή ένα κορίτσι και οπωσδήποτε έναν σκύλο. Οι δυο φίλοι συνομιλούν ενώ γνωρίζουν και παραδέχονται ότι η Ντίλι τελικά μπορεί να μην είναι του ενός αλλά του άλλου. Δεν υπάρχει μέρος που μπορείς να πας χωρίς να σε φτάσει το παρελθόν. Η βαθύτερη εμπειρία που σου προσφέρει ο κόσμος είναι η ραγισμένη καρδιά. Όλα αυτά τα λιμάνια, λένε, έχουν μια φυσική θλίψη. Όταν μετακινούμαστε μέσω θαλάσσης, οι καρδιές μας ξεθαρρεύουν. Είναι κάποιες μέρες και νύχτες που δεν ξέρεις σε ποιο τόπο και σε ποια εποχή είσαι. Σε αυτό το λιμάνι οι ώρες λειώνουν η μία μέσα στην άλλη. Ακόμα και εδώ όμως φτάνει κάποτε η καθοριστική στιγμή της συνάντησης: οι Μόρις και Τσάρλι κοιτάζουν προς τα πάνω και τους τραβάει η γραμμή του βλέμματός της.

Η πορεία του αλκοόλ είναι γνωστή: ζεσταίνει εύκολα, σε κρατάει σε ηρεμία, και μετά, τώρα, σε βυθίζει αργά στις τύψεις. Ήγγικεν η ώρα της μελαγχολίας. Όπως αρμόζει σε έναν κύριο με πλούσιο παρελθόν. Αλλά, και τίποτα άλλο να μην έχει στ’ όνομά του, έχει τουλάχιστον αυτά που μετάνιωσε, και αυτά έχουνε την αξία τους καθότι συνεισφέρουν στην αυτοπροσωπογραφία που ζωγραφίζει ο οσιομάρτυρας νοερώς. [σ. 171]

Εκδ. Gutenberg, 2021,[Σειρά Aldina, αρ. 44], μτφ. και επίμετρο  Ορφέα Απέργη, σελ. 302 [Night Boat to Tangier, 2019]

Δημοσίευση και σε Mic.gr/ Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 258, εδώ.

Στις εικόνες, έργα των: 1. Sophie Rutherford, 2. Rattapon Pirat, 3. Rob Browing, 4.-5. Αγνώστου, 6. Helen Zughaib.