Πιέρ Μισόν – Βίοι Ελάσσονες

Τι νόημα έχουν λοιπόν λίγα ακόμη χρόνια ζωής όταν είναι κανείς τόσο πλούσιος σε απώλειες; (σ. 80)

Πάμπλουτοι σε απώλειες και ήττες είναι οι χαρακτήρες του Μισόν: στην καλύτερη περίπτωση βιώνουν ολομόναχοι την αφανή ζωή τους, στην χειρότερη βρίσκονται στο περιθώριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, παγιδευμένοι στην ανέχεια, το αλκοόλ, την τρέλα ή την ματαίωση. Ο Μισόν (1945, Καρντ, Κεντρική Γαλλίας) έφτιαξε αυτό το εικονοστάσιο ανώνυμων «αγίων» στην ηλικία των 39 χρονών, έχοντας φτάσει ο ίδιος στα όρια της ανέχειας, σε στιγμές που κινδύνευε να μείνει άστεγος, με μόνη δυνατότητα βιοπορισμού τους μικρούς περιθωριακούς ρόλους στο θέατρο.

Ποια είναι η τελευταία ευκαιρία που έχουν όλοι αυτοί οι κομπάρσοι ιστοριών που δεν γράφτηκαν ποτέ, οι προσωπικότητες που δεν ολοκληρώθηκαν ή δεν έζησαν κανένα πάθος, εκείνοι που έμειναν σε μια ταπεινή καθημερινότητα με απραγματοποίητα όνειρα; Λυτρώνονται μέσα από μια λογοτεχνημένη βιογραφία τους στις σελίδες του Μισόν (που δεν έχει σταματήσει έκτοτε να γράφει ανάλογα βιβλία) και ίσως τύχουν κι ενός εκθαμβωτικού θανάτου. Αν δεν μπορούν να ξεφύγουν από το πεπρωμένο τους, τουλάχιστον αποκτούν την ολόδική τους ξεχωριστή θέση στους ελάσσονα βίο των ταπεινών και των ασήμαντων στα ευαγγέλια του Μισόν (ποιος θυμάται ένα παλαιότερο αντίστοιχο αριστούργημα, τους «Φανταστικούς βίους» του Marcel Schwob;).

Ο Μισον συντροφεύει με τρυφερότητα τους αναξιοπαθούντες του αλλά συχνά τους παρακολουθεί σαν να μην είναι ο δημιουργός τους παρά απλός συνοδοιπόρος τους. Συχνά μονολογεί πως νοιώθει πως βρίσκεται σε μυθιστόρημα του Γκόμπροβιτς ή βλέπει ήρωες του Σελίν ή ηλίθιες Φωκνερικές φιγούρες. Γράφει: «μια σκέψη που δε θα μάθουμε ποτέ, πέρασε από το μυαλό του» ή «εδώ πιθανόν να βρήκα καταφύγιο μέσα στη μπόρα, ίσως να αγάπησαν, σίγουρα έκαναν όνειρα…» ή «μου αρέσει να φαντάζομαι ότι…». Άλλες φορές τους κοιτάζει έξω από το τζάμι του σπιτιού τους χωρίς να μπορεί να τους ακούει.

Ακόμα κι όταν παύει να μας ενδιαφέρει η εξέλιξη της πλοκής, μένουμε να απολαμβάνουμε το παιχνίδι των λέξεων, από την προσεκτική, χειρουργική τους σταχυολόγηση μέχρι τους περίτεχνους ακόμα και ρυθμικούς ή ηχητικούς συνδυασμούς τους και τις μαγικές, σχεδόν κινηματογραφικές εικόνες που πλάθουν. Τα πάντα περιγράφονται με άφταστη λογοτεχνικότητα: από το κωμικοτραγικό ταξίδι – φιάσκο ενός ζευγαριού έως μια επιληπτική κρίση ή ένας θάνατος.

Με τέτοια θεματολογία και γραφή ο Μισόν έγινε ιδιαίτερα αγαπητός σε ένα περιορισμένο αλλά πιστό αναγνωστικό κοινό και σχεδόν σε όλη την κριτική. Οι Βίοι αποτελούν ήδη ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της γαλλικής λογοτεχνίας των δυο τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Σήμερα ζει κοντά στην Ορλεάνη, παραμένοντας φειδωλός σε προσωπικές εκμυστηρεύσεις και δημόσιες εμφανίσεις.

Αποσπάσματα: Δοκίμασα στην πράξη τι σημαίνει οι λέξεις να αποχωρούν και να αφήνουν μια λίμνη αίματος… (σ. 209).

Η θεωρία της λογοτεχνίας μού επαναλάμβανε έως κορεσμού ότι το γράψιμο βρίσκεται εκεί όπου δεν είναι ο κόσμος· αλλά τι ανόητος που ήμουν: είχα χάσει τον κόσμο, και το γράψιμο δεν ήταν εκεί. (σ. 201).

Υπήρχαν εκεί άρρωστοι κάτοικοι πόλεων, μορφωμένοι, στους οποίους τα μέσα ενημέρωσης και τα ρομαντικά μπέστ-σέλλερ έχουν διδάξει ότι η νευρική κατάπτωση πλήττει τις ευγενικές ψυχές, και επομένως τη βίωναν σχολαστικά. Αυτοί φλυαρούσαν όπως θα το έκαναν και αλλού: ο κομφορμισμός της ψυχικής ασθένειας… (σ. 214)

Όταν έσπρωξα την πόρτα, δεν αναγνώρισα το σπίτι όπου η μνήμη μου τοποθετεί τη συναισθηματική μου γέννηση, αλλά ένα καλύβι γεμάτο μπάζα, με μυρωδιά υπογείου…Η Μαριάννα, με ψηλά τακούνια και με δαντελένια εσώρουχα, έμοιαζε με καταδιωκόμενη βασίλισσα στο έλεος ενός αγροίκου· ωστόσο την αγαπούσα… Την έβαλα να πάρει τρελλές στάσεις γυμνή, μέσα στο σκονισμένο δωμάτιο. Ήταν εξοργισμένη αλλά ξαναμμένη και η ηδονή της ήταν πικρή σαν τη σκόνη που κατάπινε· ήμουν πολύ σκληρός γιατί ολόκληρο το ναυαγισμένο μου «είναι» κατέφευγε στη σκληράδα της επιθετικής αιχμής με την οποία σπιρούνιζα αυτή τη βασίλισσα ή αυτή την παιδούλα, για να την παρασύρω στο ναυάγιό μου: ανάμεσα στους ιστούς αράχνης, ήμαστε ανώνυμα έντομα που καταβρόχθιζαν το ένα το άλλο, ανελέητα, με ακριβείς και γρήγορες κινήσεις, και που μόνο αυτό μας συνέδεε πλέον. Στην επιστροφή, είχε νυχτώσε· η Μαριάννα οδηγούσε μηχανικά και σιωπηλά· ένα άδειο μπουκάλι από Μαρτίνι κυλούσε ανάμεσα στα πόδια μου· ένα κουνέλι άρχισε να τρέχει πλάι στους προβολείς μας, όπως συμβαίνει συχνά μ’ αυτά τα ζώα δίχως να ξέρουμε εάν είναι τρομαγμένα ή τρομερά γοητευμένα… (σ. 207)

Συντεταγμένες: Pierre Michon, Vies minuscules, 1984 / Εκδόσεις Ίνδικτος, 2000, μετάφραση Κατερίνα Κολλέτ, σ. 302. Στα ελληνικά κυκλοφορούν ακόμα τα: Ο βίος του Ζοζέφ Ρουλέν (1988), Ο αυτοκράτορας της Δύσης (1989), Αφέντες και υπηρέτες (1990), Χειμερινές μυθολογίες (1997).

Πρώτη δημοσίευση εδώ.

5 σκέψεις σχετικά με το “Πιέρ Μισόν – Βίοι Ελάσσονες

  1. Μια ο Ναυτίλος,μια εσείς(μόλις σήμερα ανακάλυψα την ανάρτησή σας,μου είχε ξεφύγει σαν… μικροσκοπικός βίος),με πείσατε και θα τον διαβάσω τον Μισόν τελικά.
    Εξαιρετικά φιλόξενο το Πανδοχείο σας γενικώς,τόσο για λογοτεχνικά κείμενα όσο και για εμάς τους αναγνώστες.(αναξιοπαθούντες και μη)
    Εύγε!

    1. Ο Ναυτίλος αποτελεί ιδανική πρώτη στάση. Το Πανδοχείο δε φαίνεται απ’ τον δρόμο. Ο Μισόν μόλις ανακαλυφθεί σαγηνεύει, σε κάνει να διαβάζεις αργά. Διαβάστε και τον Αυτοκράτορα της Δύσης. Πρόσφατα τέτοια ευχαρίστηση μου δημιουργεί ο Ολιβιέ Ρολέν (όλα στην Άγρα). Ευχαριστώ θερμά.

  2. Αγαπητέ φίλε, κι εγώ μόλις πρόσφατα σ’ανακάλυψα. Παρακολουθώ από καιρό τον Ναυτίλο και τον Λιμπρόφιλο. Αγαπώ τον Μισόν και τον θεωρώ εξαιρετικό στυλίστα αλλά και συγγραφέα που διαπνέεται από ανθρωπιστικές αξίες και ιδέες. Πρόσφατα διαβάζω και Ρολέν, τόσο τον Ολιβιέ, όσο και τον αδελφό του, και οι δύο, παιδιά του Μάη 68. Νάσαι καλά και πάντα ενδιαφέρουσες αναρτήσεις.

    1. Ευχαριστώ θερμά, πάντα ευπρόσδεκτος, συμφωνών ή διαφωνών. Σε λίγο καιρό θα έχουμε μικρή παρουσίαση της Χάρτινης Τίγρης, του βιβλίου του Ο. Ρολέν για τις μνήμες του Μάη 68…

Σχολιάστε