Κατρίνα Τσάνταλη – Ο ιπποπόκαμπος

Καλωσόρισμα και αποδοχή για όλους

Είναι, βέβαια, γνωστό ότι τα παιδιά αποτελούν τους πλέον δεινούς λογοπλόκους, έτσι όπως κατασκευάζουν λέξεις χωρίς καν να προσπαθήσουν ή να εμπνευστούν. Προφανώς με κάποια ασυνείδητη διεργασία ανακατεύουν τις λέξεις του λεξικού εντός τους και πλάθουν την καινούργια· όταν μάλιστα πρόκειται για σύνθετη λέξη, τότε η μείξη βγάζει θαύματα. Είναι κρίμα όμως αυτά τα δημιουργήματα να χάνονται, περιορισμένα μόνο στις συζητήσεις μεταξύ γονέων. Μήπως, λοιπόν, θα ήταν ευχής έργο, τουλάχιστον όταν πρόκειται για οργανισμούς με σάρκα και οστά, να γίνονται ήρωες βιβλίων και να τους δίνουν και τον τίτλο;

Κάπως έτσι δημιουργήθηκε και ο ιπποπόκαμπος, στα χείλη κάποιου κοριτσιού που «μπέρδεψε τους ιπποπόταμους και τους ιππόκαμπους»· τώρα δεν μπορεί να κάνει πίσω, το πλάσμα δημιουργήθηκε και η συγγραφέας μας παρουσιάζει την ιστορία του. Όλα ξεκίνησαν όταν αυτός ο ιπποπόκαμπος, με στοιχεία και από τα δυο ζώα, εκείνο το πάρα πολύ μικρό και το άλλο το πάρα πολύ μεγάλο, πήγε να φτιάξει την φωλιά του δίπλα σ’ ένα ποτάμι, όπου ήδη ζούσε μια κοινότητα ζώων. Πώς τον υποδέχονται; Τον καλωσορίζουν ή τον αρνούνται; Τον αποδέχονται ή τον υποπτεύονται;

Ο κάστορας ο μάστορας προηγείται στην σειρά της θετικής ανταπόκρισης· αποφαίνεται ότι χώρος υπάρχει για όλους και προθυμοποιείται ως ειδικός να του χτίσει μια φωλιά. Όμως η νυφίτσα η μουσίτσα δεν έχει την ίδια άποψη, εφόσον δεν έχει ξαναδεί τέτοιο ζώο, ενώ ο μικρός ο ποντικός προσπαθεί να αποκτήσει άποψη από την εμφάνιση του επισκέπτη. Η πάπια με τα μεγάλα μάτια αναφωνεί την μαγική ερώτηση «Αν δεν του μιλήσουμε, πώς θα τον γνωρίσουμε;», και ο παπαγάλος απερίφραστα υποστηρίζει να διωχθεί το παράξενο αυτό πλάσμα. Η ελαφίνα αναφωνεί «τι αδικία να μην υποδεχόμαστε ένα πλάσμα που η όψη του δεν μοιάζει με καμία» και ο βάτραχος καταλήγει πως σίγουρα τα χέρια του δεν θα πιάνουν άρα δεν θα τους είναι χρήσιμος στον ποταμό. Οι απόψεις διίστανται, η συντροφιά διχάζεται.

Μίλησαν όλοι ή μένει κάποιος ακόμα; Ο ίδιος ο ιπποπόταμος αναλαμβάνει να προσθέσει την δική του ανταπάντηση. Τους άκουσε προσεκτικά, λέει, αλλά δεν είναι σωστά όλα όσα ειπώθηκαν. Σύμφωνα με την δική του μαγική φράση, με ομοιοκαταληξίες, όπως και όλο το κείμενο του βιβλίου, είναι η εξής «Μπορεί να μη μοιάζουμε, μα μπορεί και να ταιριάζουμε! Αν δεν δοκιμάσουμε, ποτέ δεν θα το μάθουμε!». Κι όταν η κουκουβάγια, που απορεί γιατί δεν τον βρήκε στα βιβλία της, τον ρωτάει αν μπορεί να ζήσει στον ποταμό τους, εκείνος τους διαβεβαιώνει πως ακριβώς επειδή είναι μοναδικός στο ζωικό βασίλειο, είναι ξεχωριστός – και πώς όταν έχει θέληση, τα πάντα μπορεί. Τους χαρίζει, άλλωστε, και ένα ποίημα που υμνεί την πίστη στον εαυτό του.

Η εικονογράφος μεγεθύνει τους μικρούς της ήρωες και ιδίως μεγαλώνει τα μάτια τους αλλά και την αίσθηση πως «σκέφτονται» με τον δικό τους τρόπο, όπως κι αν τον ονομάσουμε. Όλες οι επιφυλάξεις τους έχουν, ως ένα βαθμό, την δική τους «λογική» και αποτελούν εκφράσεις ενός μέσου όρου σκέψης και των ίδιων των ανθρώπων. Όμως ακριβώς η ίδια λογική, χωρίς εισαγωγικά, έρχεται να υμνήσει την υπομονή, την προσφορά της ευκαιρίας, την ομορφιά μιας γνωριμίας, την χαρά ενός καλωσορίσματος, και πάνω απ’ όλα την διαφορετικότητα και την αυτοπεποίθηση.

Εικονογράφηση: Miss Litte Grumpy

Εκδ. Διόπτρα, 2021, σελ. 32

Ηλικίες: 0-3

Το Φανταζού της Κατρίνας Τσάνταλη εδώ κι εδώ.

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.

Τζένη Κουτσοδημητροπούλου – Η Χόλι γεμίζει το Κόκκινο Σακίδιο

Χωράει σε μια αποσκευή η αγάπη;

Ταξίδι επί χάρτου: Νότιος Πόλος. Πληθυσμός: Εκατόν ογδόντα έξι πιγκουίνοι. Τοποθεσία: μικρή πολιτεία πίσω από επτά παγόβουνα και ισάριθμες απέραντες πεδιάδες. Εστίαση: τριμελής οικογένεια γηγενών, η Χόλι μετά των γονέων της. Τοπίο: το αναμενόμενο, σε αποχρώσεις λευκού και γαλάζιου. Πανίδα: πιγκουίνοι με κόκκινα σκουφιά περνάνε μια χαρά· τρώνε παγωτό χωνάκι, φτιάχνουν γλυπτά από πάγο, παίζουν χιονόμπαλα, κάνουν πατινάζ και έλκηθρο, συζητούν· οι πιο ριψοκίνδυνοι ανεβαίνουν σε μια γλιστερή πλαγιά και πηδάνε στην παγωμένη θάλασσα. Για όλους αυτούς τους λόγους η μικρή Χόλι αγαπά τα πρωινά, αλλά και τα μεσημέρια δεν πάνε πίσω, έτσι όπως μοιράζεται με τους δικούς της πλήρη γεύματα σ’ ένα κυκλικό παγοτράπεζο. Μήπως και τα βράδια δεν περνάνε όλοι καλά, έτσι όπως συγκεντρώνονται σε μια πλατεία κάτω από το φεγγαρόφωτο;

Φαίνεται πως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, ακόμα και για τα σμήνη αυτών των αξιολάτρευτων ζώων. Ο μπαμπάς της διαπιστώνει ότι τα ψάρια δεν φτάνουν για όλη την κοινότητα και θα πρέπει να φύγει μακριά να τα αναζητήσει· την διαβεβαιώνει όμως ότι θα είναι πάντα κοντά της. Η Χόλι αναρωτιέται πώς μπορεί να βρίσκεται ταυτόχρονα σε δυο τόπους. Είναι η στιγμή που θα μπει στο – έκπληξη! – χρωματιστό της δωμάτιο και θα γεμίσει ένα κόκκινο σακίδιο με ένα βιβλίο, ένα κουβερτάκι και μια χούφτα καραμέλες, ώστε ο μπαμπάς της να έχει μαζί του κάτι δικό της. Επρόκειτο όμως για ιδιαίτερα αγαπημένα πράγματα, συνεπώς τα αντικαθιστά με το πιο αφράτο χιόνι κι έναν χιονοπιγκουίνο. Σύντομα αντιλαμβάνεται πως αρχίζουν να λιώνουν και επανέρχεται με ένα μπουκέτο τουλίπες, άρωμα σαρδέλας σε ένα μπουκαλάκι και ένα ζεύγος ωραιότατες ωτοασπίδες. Αλλά οι πρώτες θα μαραθούν, το δεύτερο θα εξατμιστεί και οι τρίτες θα της λείψουν. Μέχρι το ξημέρωμα θα γεμίζει και θα αδειάζει το κόκκινο σακίδιο.

Το πρωί όλοι μαζεύονται εκεί που το χιόνι συναντά τον ωκεανό και ένας ένας αποχαιρετούν τον μπαμπά της Χόλι, που τελικά του δίνει το σακίδιο. Το ταξίδι του πάνω σε ένα κομμάτι πάγο είναι μακρύ, με πολλά συναπαντήματα. Με την άφιξη ήδη του λείπει η κόρη του και ανοίγει το σακίδιο απ’ όπου ξεπηδούν πολύχρωμες καρδούλες. Είναι σειρά του να της απαντήσει: φουσκώνει ένα μεγάλο κόκκινο μπαλόνι , φωνάζει δυνατά πόσο την αγαπάει, και το αφήνει να ταξιδέψει μαζί με την φωνή του. Το επόμενη πρωί εκείνη είναι από νωρίς στο λιμάνι και το τρίτο κύμα της φέρνει το μπαλόνι με την κόκκινη καρδιά. Τρέχει στην πιο ψηλή κορυφή και φωνάζει «κι εγώ σ’ αγαπώ, μπαμπά» – και φυσικά το βράδυ κοιμάται παρέα με την αγάπη του. Πατέρας και κόρη επικοινώνησαν κι έχουν πλέον ο ένας τον άλλον δίπλα του.

Μια από τις σκληρότερες περιστάσεις που μπορούν να συμβούν στη γονεϊκή αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη σχέση, εδώ βρίσκει το βάλσαμό της. Ο αποχωρισμός μπορεί να κρατά τα σώματα μακριά, αλλά τα συναισθήματα παραμένουν κοντά. Αρκεί ένα αντικείμενο, κι όχι κατ’ ανάγκη χειροπιαστό, απλά να συμβολίζει αλλά και να φέρει μέσα του την παρουσία του άλλου. Κι όταν το συναίσθημα που συνδέει τους αποχωρισμένους είναι η αγάπη, τότε καμιά απόσταση δεν είναι ικανή να τους κρατήσει μακριά. Αναρωτιέμαι τι θα έβαζα στο αντίστοιχο σακίδιο για τους γονείς μου, τότε, τι θα έβαζαν τώρα οι κόρες μου, τι θα έβαζα στην αναχώρηση ενός φίλου… Η εικονογράφος έχει φτιάξει εντελώς δικούς τους πιγκουίνους, με σώμα κυλινδρικό, κεφάλι θολωτό και χείλη κόκκινα, και τους έχει πλαισιώσει με κάθε δυνατή απόχρωση του μπλε, του γαλάζιου και του άσπρου.

Εικονογράφηση: Άρτεμις Πρόβου

Εκδ. Διόπτρα, 2022, σελ.

Ηλικίες: 3+

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.