Είναι άξιο απορίας και θαυμασμού, πώς ένα τέτοιο κομψοτέχνημα γραφής δεν δημιουργήθηκε από μια συγγραφέα στην ωριμότητά της αλλά στην πλήρη νεότητα της ηλικίας των είκοσι δυο ετών. Κι όμως, πρόκειται για μια «νουβέλα», που αρχικά αποτέλεσε τμήμα ενός ευρύτερου σχεδιάσματος ενός μυθιστορήματος όχι «ποταμού» αλλά «ωκεανού», όπως εξομολογείται η Γιουρσενάρ στο επίμετρό της, η οποία τελικά εκδόθηκε ως είχε. Και είναι, επίσης, άξιο έκπληξης αλλά και τόλμης, το γεγονός ότι επέλεξε μια τέτοια σπάνια, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ιστορία αγάπης και έρωτα ως θέμα ενός από τα πρώτα της βιβλία.
Αν, λοιπόν, μια τέτοια ιστορία γράφεται από την οπτική της γυναίκες, έστω και με τριτοπρόσωπη μορφή, δεν γίνεται να μην την προσεγγίσουμε πρώτα από την ίδια της την μητέρα. Στην Νάπολη του 1575, λοιπόν, η Άννα είναι κόρη του υψηλού αξιωματούχου Ντον Αλβάρε και της ωραίας Βαλεντίνης, η τελειότητα της όποιας ήταν αποθαρρυντική για τους στιχοπλόκους σονέτων από τις δυο Σικελίες. O άντρας της τής είχε επιβάλει έναν βίο οιονεί εγκλεισμού κι εκείνη μοίραζε τα χρόνια της ανάμεσα στα μελαγχολικά κτήματά του στην Καλαβρία, στο μοναστήρι της Ίσκια κάθε Σαρακοστή και στα μικρά θολωτά δωμάτια του Φρουρίου Σαν Έλμο, στις υπόγειες φυλακές του οποίου σάπιζαν οι ύποπτοι ως αιρετικοί και οι εχθροί του καθεστώτος. Η Βαλεντίνη είχε αποκτήσει μια αλλόκοτη σοβαρότητα και την ηρεμία εκείνων που δεν προσβλέπουν ούτε καν στην ευτυχία. Είχε πάντα έναν Φαίδρο ή ένα Συμπόσιο στα γόνατα και κανείς δεν γνώριζε πως μοίραζε ασπρόρουχα και τονωτικά ποτά στους φυλακισμένους.
Τόσο η Άννα όσο και ο αδελφός της Μιγκέλ λάτρευαν στο πρόσωπό της μια Παναγία· είχαν μάθει να διαβάζουν μέσα απ’ τα κείμενα του Κικέρωνα και του Σενέκα και να ακούνε τα ευφυή σχόλιά της. Τα αδέλφια αγαπιούνταν σιωπηλά, μην έχοντας ανάγκη τις λέξεις για να χαρούν το γεγονός ότι ήταν μαζί. Όταν ο Δον Αλβάρες ζήτησε από την σύζυγό του αναλάβει την επιστασία κάποιων πελώριων κληρονομημένων κτημάτων ανάμεσα σε βάλτους και έλη, μέχρι τα οποία η Βαλεντίνη με τα παιδιά τους ταξίδευαν για τρεις ημέρες. Σε μια κατοικία χτισμένη στα χρόνια των Ανδεγαυών της Σικελίας, ένα είδος αγροικίας όπου σωροί από σταφύλια, ζυμωμένοι στους χυμούς τους κολλούσαν στα μαυριτανικά κεραμικά πλακάκια, πάλευαν στο ερειπωμένο φαρμακείο να κατασκευάσουν φάρμακα για τους ενολοσικούς εργάτες. Τα βράδια η Άννα και ο Μιγκέλ κοιτάζονταν σιωπηλά.
Στην Καλαβρία ξεσπούσαν ταραχές και ακόμα και οι μοναχοί επαναστατούσαν στα φτωχά ορεινά μοναστήρια· οι πιο εγγράμματοι εξ αυτών αναπολούσαν την εποχή κατά την οποία ο τόπος αυτός ήταν «έδαφος ελληνικό, σπαρμένο μάρμαρα, θεούς και όμορφες γυμνές γυναίκες». Γινόταν λόγος ακόμα και για ποδοπατημένους ή ερωτευμένους Χριστούς, που ο Μιγκέλ απόδιωχνε από το μυαλό του, ωστόσο η σκέψη των ανθρώπων αυτών, που τους παράσερνε τόσο μακριά η επιθυμία ώστε τίποτα να μην τους σταματά, τον αναστάτωνε σφόδρα. Και η Άννα, στο μικρό εικονοστάσι της προσευχής, μπροστά στο θέαμα της Μαγδαληνής που λιγοθυμά στα πόδια του Χριστού, συλλογιζόταν πως θα πρέπει να είναι ηδονικό να σφίγγει κανείς στην αγκαλιά του ό,τι αγαπά και πως η αγία οπωσδήποτε φλεγόταν από την επιθυμία να την στήσει στα πόδια της ο Ιησούς.
Κάποιες μέρες, παρά τις απαγορεύσεις της Ντόνια Βαλεντίνης, ο Μιγκέλ κάλπαζε χωρίς σταματημό στους αγρούς και κάποτε πριν τη δύση του ηλίου έφτασε σε μια κιονοστοιχία πλάι στη θάλασσα, όπου οι ραβδωτές κολώνες που έμεναν όρθιες είχαν η καθεμιά το οριζόντιο είδωλό της από σκιά. Σ’ εκείνα τα χαλάσματα των οποίων το όνομα αγνοούσε γνώριζε αμυδρά πως βρισκόταν σε μια από εκείνες τις πόλεις όπου είχαν ζήσει οι σοφοί και οι ποιητές, δίχως την αγωνία της αβυσσαλέας Κόλασης. Εκεί είδε ένα νεαρό κορίτσι, με αργασμένο από τον αέρα και τον ήλιο πρόσωπο που πιθανώς ήταν μια γητεύτρα φιδιών κι έκτοτε η εικόνα της λειτουργούσε σε μια παράξενη αντιστικτική σύγκριση με εκείνη της αδελφής του.
Σύντομα ο θανατηφόρος πυρετός άγγιξε και την Δόνια Βαλεντίνη και σύμφωνα με τα τελευταία της λόγια, τριάντα επτά χειμώνες και τριανταεπτά καλοκαίρια είναι αρκετά. Αν η ζωή της ήταν ένα μακρόσυρτο γλίστρημα στην σιωπή, τώρα αφηνόταν σε αυτήν δίχως ψυχορράγημα, δίχως πάλη. Στο κρεβάτι της αγρύπνιας, το πρόσωπό της θύμιζε εκείνο των αγαλμάτων που ενίοτε ξεθάβονταν στην γη της Μεγάλης Ελλάδας, ανάμεσα σε Κρότωνα και Μεταπόντιο. Η Άννα έβαλε τον αδελφό της να ορκιστεί ότι δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ. Η επιστροφή διήρκησε περίπου μια βδομάδα· τα μεσημέρια η ύπαιθρος ήταν σχεδόν πάντα άδεια και προχωρούσαν σαν μέσα σε ένα όραμα· η αργή κίνηση της άμαξας και η λιτανεία των μοναχών με τις λαμπάδες τους βύθιζαν σε ένα είδος παραισθησιακού λήθαργου. Μπήκαν στη Νάπολη το σούρουπο και ήδη ακουγόταν πως οι εχθροί του καθεστώτος κατηγορούσαν τον Ντον Αλβάρε ότι έστειλε τη γυναίκα του να πεθάνει σε εκείνο το ανθυγιεινό αρχοντικό.
Όταν η Άννα κοινωνούσε ο Μιγκέλ έβλεπε τα χείλη της όπως διαστέλλονταν για να δεχτούν την όστια και του φαινόταν πως η κίνηση τους προσέδιδε το σχήμα του φιλιού. Ένα μεσημέρι εκείνος βρήκε στο σπίτι μια λατινική μετάφραση της Βίβλου και όπως κάθε φορά άνοιγε το βιβλίο σε διαφορετικές σελίδες, όπως όταν θέλουμε να προβλέψουμε την τύχη μας, έπεσε σε ένα απόσπασμα από τις Βασιλείες όπου ο γιος της Δαβίδ Αμνών ικανοποίησε δια της βίας το πάθος του για την ετεροθαλή του αδελφή Θημάρ. Ένα ενδεχόμενο που δεν του είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό εμφανίστηκε ως πιθανή επιλογή. Η Άννα διάβαζε τους μυστικούς, τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού, τον Λουίς ντε Λεόν, την Αγία Τερέζα της Άβιλα – το ομιχλώδες λεξιλόγιο του θείου έρωτα την συγκινούσε περισσότερο από τους επίγειους ποιητές, όλη αυτή η διάχυση αισθημάτων από ιερά πρόσωπα που δεν θα συναντούσε ποτέ στη ζωή της, καθώς ήταν κλεισμένοι πίσω από τους τοίχους των μοναστηριών τους, μετατρέπονταν σε έναν μεθυστικό για εκείνη μούστο. Το ελαφρώς κεκλιμένο κεφάλι της, τα μισάνοιχτα χείλη, θύμιζαν στον Ντον Μιγκέλ τη νωθρή εγκατάλειψη των αγίων γυναικών σε έκσταση, που οι ζωγράφοι αναπαριστούν ηδονικά σχεδόν κυριευμένες από τον Θεό.
Η Άννα αισθανόταν το βλέμμα του αδελφού της καθηλωμένο επάνω της, γεμάτη ανεξήγητη για την ίδια αμηχανία ενώ η αναπάντεχη είσοδος μιας υπηρέτριας τους έκανε να χάνουν το χρώμα τους. Ο Μιγκέλ γινόταν ολοένα και σκληρότερος απέναντί της, κατακρίνοντας τα ρούχα της, την απραγία της, τις λεκτικές της διαχύσεις, αλλά στο δωμάτιό του πάσχιζε να συγκρατήσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της όπως αναμφίβολα θα έκανε όταν θα βρισκόταν μακριά της και τις νύχτες κατέληγε σ’ ένα από τα χαμερπή ταβερνεία του λιμανιού ξυλιασμένος και αποχαυνωμένος, ενώ επιστρέφοντας έβλεπε τα παραθυρόφυλλά της ανοιχτά. Ο Ντον Αλβάρε έφερνε στα εγκαταλειμμένα κελιά του κάστρου παραστρατημένες γυναίκας και το πνιγμένο γέλιο από τα κορίτσια και τις προξενήτρες ή τα φτιασιδωμένα πρόσωπα που εμφανίζονταν στο τρεμόπαιγμα κάποιου φαναριού επιβεβαίωναν την οικουμενική δύναμη της σάρκας. Όσο πιο ασυνείδητες ήταν οι πράξεις του τόσο εναργέστερη γινόταν η συνείδησή του. Ήταν οι στιγμές που ένιωθε έτοιμος να αφεθεί στην ορμή της κατηφόρας. Θεώρησε ότι εκείνη δεν ήθελε να καταλάβει και βάλθηκε να την μισεί. Στον εθιμοτυπικό της γύρο των επτά εκκλησιών κατά την Μεγάλη Πέμπτη αντέδρασε: Είναι ανάγκη να μαθαίνει ο λαός τον τρόπο με τον οποίο δίνετε τα φιλιά σας; Και άλλοτε για την ίδια της την πίστη: Θα λιώνετε από έρωτα για μια μορφή από κερί; Νομίζετε ότι θα σας επιτρέψω να έχετε εραστή επειδή είναι εσταυρωμένος;
Έκπληκτη για τα ψέματα που έλεγε τόσο καιρό στον εαυτό της, η Άννα βρέθηκε ένα βράδυ έξω από την πόρτα του. Εκεί φοβόταν μην το βάλει στα πόδια κι ακόμα περισσότερο μην παραμείνει. Και μετά, το τρέμουλο των κορμιών τους που διαπερνούσε το ξύλο, η αίσθηση ενός πράγματος άμεσου και ανεπανόρθωτου, η ταπείνωσή της την άλλη μέρα από αυτό που είχε επιχειρήσει. Ο Μιγκέλ ανακοίνωσε το μπαρκάρισμά του σε ένα από τα πλοία που κυνηγούσαν πειρατές ανάμεσα στη Μάλτα και την Ταγγέρη. Ο πατέρας του είχε αρκετές έγνοιες για να αναλάβει και την δική του, πιστεύοντας, άλλωστε, πως ανάμεσα στο Θεό και την συνείδηση κανείς δεν δικαιούται να παρεμβαίνει. Το βράδυ την παραμονή της φυγής του τα αδέλφια αγκαλιάστηκαν και την επομένη, μην έχοντας να περιμένει κάτι από την ζωή, ο Μιγκέλ έφυγε για να ορμήσει προς τον θάνατο. Μια ιδιοτροπία του καιρού τον ξανάστειλε στο κάστρο για μια ακόμα νύχτα, και κρέμασε μια εσάρπα έξω από το παράθυρό της για να προσέχει το πρώτο ανέμισμα που θα σήμαινε τη νέα αναχώρηση.
Βρήκε το θάνατο σ’ ένα αλγερινό κουρσάρικο ανάμεσα στην Αφρική και την Σικελία. Η σορός του εναποτέθηκε στον Άγιο Ιωάννη της Θάλασσας, μια μικρή εκκλησία του λιμανιού. Ο Ντον Αλβάρε αισθάνθηκε μια στενή και πιο μυστηριώδη συγγένεια με τον γιο του: τον δεσμό που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μέσα από την θλιβερή ποικιλία των λαθών τους. Κι ύστερα, η άγρια απελπισία της Άννας και μερικές ενδείξεις του υπαγόρευαν αυτό που απαγόρευε στον εαυτό του να μάθει. Η Άννα παντρεύτηκε κάποιον ο οποίος θεωρούσε ότι του ανήκει, «λες και μας ανήκει ποτέ μια γυναίκα όσο αγνοούμε τους λόγους για τους οποίους κλαίει». Έχοντας αποδεχτεί έναν σύζυγο που δεν φοβόταν μην τυχόν αγαπήσει, χαιρόταν που τα μπράτσα, ο λαιμός και το πρόσωπό της δεν ήταν πλέον εκείνα που είχαν κάποτε δεχτεί τα αποκλειστικά χάδια χεριών που τώρα είχαν γίνει σκόνη. Όταν χρόνια μετά είχε αρχίσει να πλησιάζει τον τόπο όπου όλα συναντιούνται και την αίσθηση μιας άλλου είδους πίστης.
Aπό το ’Tis pity she’s a whore του ελισαβετιανού θεατρικού συγγραφέα John Ford και τον ερεβώδη Μανφρεντ του Μπάυρον, έως τις Περσικές επιστολές και την Ιστορία του Αφερίδωνα και της Αστάρτης του Μοντεσκιέ και τον Ρενέ του Σατωμπριάν, τον Βίλχελμ Μάιστερ του Γκαίτε ως Το αίμα των Βέλσονγκ του Τόμας Μαν και την Εκμυστήρευση στην Αφρική του Martin du Gard, έργα που αναφέρει η συγγραφέα στο επίμετρό της, η οικειοθελής πράξη της αιμομιξίας εκφράστηκε με τον δικό της τρόπο στην προγενέστερη λογοτεχνία και τελικά επιλέχθηκε από την συγγραφέα στα είκοσι δύο της, ηλικία και της ηρωίδας της Άννας, επειδή «όλα έχουν βιωθεί χιλιάδες φορές από τα πλάσματα που κουβαλάμε, όπως ακριβώς κουβαλάμε μέσα μας όλους όσοι θα είμαστε μια μέρα». Έτσι, ελεύθερη από αισθήματα και εμπειρίες πάθους εκείνη την εποχή, ένοιωσε πιο ελεύθερη και ικανή να διαλυθεί μέσα σε αυτούς τους χαρακτήρες που είχε εφεύρει ή θεωρούσε πως εφευρίσκει. Ένα υπόδειγμα λογοτεχνικής γραφής και μυθιστορίας από μια ούτως ή άλλως κλασική συγγραφέα.
Εκδ. Άγρα, 2020, σελ. 144, μτφ. Σπύρος Γιανναράς [ΑΝΝΑ SOROR… (1925, 1935]
Στις εικόνες, έργα των: 1. Peter Mitchev, [2. Χάρτης της Νάπολης, 1575], 3. Mohammad Arifin, 4. Bob Quinn, 5 Gian Lorenzo Bernin – Ecstasy of St Teresa, 6. Julio Romero, 7. Pablo Picasso, 8. Oscar Kokoschka








