Παντελής Μπουκάλας – Κόκκινο χείλι αφίλησα. Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή

Τα φιλήματα των εραστών και το κόκκινο του έρωτα. Μια ασύλληπτη χωροχρονική περιπλάνηση.

Οι σκέψεις που με κατέκλυσαν όταν τελείωσα τις οκτακόσιες τόσες σελίδες του βιβλίου ήταν πολλές αλλά εκείνες που κυριάρχησαν δυο. Η πρώτη είναι πώς στάθηκε δυνατόν ένας συγγραφέας να έφερε εις πέρας ένα τέτοιο έργο, που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αποτελέσει το ένα και μοναδικό έργο ζωής ενός ανθρώπου, πόσο μάλλον αποτελεί τον τρίτο τόμο μιας σειράς· κι όμως ο Παντελής Μπουκάλας, όχι μόνο τελείωσε και τον τέταρτο τόμο της σειράς, όχι μόνο ακολουθούν άλλες … δεκατέσσερις θεματικές να καλύψουν ισάριθμους τόμους, αλλά και ο συγγραφέας δεν έπαψε να ασχολείται και με τις άλλες πτυχές του πνευματικού του έργου. Η δεύτερη έχει να κάνει με μια προσωπική ζωτική ζήλεια γι’ αυτό το μέγιστο ταξίδι στην δημοτική ποίηση αλλά και ολόκληρη την λογοτεχνία, αρχαία και νεότερη, για να περιοριστώ σε μια μόνο πρόχειρη διάκριση, που συνδιαλέγεται μαζί της. Και αναπόφευκτα έρχεται και το ερώτημα: με ποια μονάδα μέτρησης καταγράφεται όλη αυτή η κυκλωτική σπουδή του αντικειμένου του; Με τα ποιήματα και τα πεζά που αποδελτιώθηκαν; Με τα βιβλία που διαβάστηκαν ή με τις σελίδες, τις αναφορές και τις υποσημειώσεις που εν τέλει τυπώθηκαν; Με την ευρύτητα των θεμάτων, που και αυτά κινούνται ως δορυφόροι γύρω από το βασικό του ερεύνημα, ή των επιστημών με τις οποίες αυτό συμπλέκεται;

Καταφτάνουμε λοιπόν να δούμε και να γευτούμε το κόκκινο χρώμα όχι πια ως τεκμήριο του πόθου στην κτητική ή τιμωρητική του ακρότητα (όπως στον προηγούμενο τόμο) αλλά περισσότερο «ειρηνικά», ως γεννήτορα και διάκονο της ερωτικής επιθυμίας. Ο συγγραφέας μας διαβεβαιώνει πως μπορούμε να γευτούμε την γλωσσική, λογοτεχνική και πνευματική ταυτότητα της δημοτικής ποίησης και μοιράζεται τις τρεις παράλληλες επιθυμητές διαδρομές του: να ξανοιχτεί και στην διερεύνηση της δημοτικής ποίησης των περίοικων και σύνοικων μας λαών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, να ανιχνεύσει πού και πότε συμφωνούν οι λαϊκές αντιλήψεις των τραγουδιών με τις αντίστοιχες των παραδόσεων, των παροιμιών, των παραμυθιών κλπ. αλλά και να αναζητήσει τις διασταυρώσεις της δημοτικής ποίησης με την επώνυμη ελληνική, αρχαία και νέα, καθώς οι κόσμοι της προφορικότητας και της εγγραμματοσύνης δεν είναι δυο ξεχωριστοί πλανήτες με ασύμπτωτες τροχιές, αλλά ήπειροι πάνω στην επιφάνεια του ίδιου πλανήτη.

Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα, κι έβαψαν τα δικά μου … Όλα εκκινούν από έξι πασίγνωστους στίχους οι οποίοι πολλαπλασιάστηκαν στον χώρο, τον χρόνο και τον τρόπο, με τις δεκάδες τους παραλλαγές και εγκατοίκησαν σε όλες τις μορφές του λόγου και μέσω αυτών ταξιδεύουμε σε όλες αυτές τις εκφράσεις των αφηγητών ως προς το φιλί, τον έρωτα, τον πόθο και το κόκκινο χρώμα τους. Αλλά ένα από τα πλέον συναρπαστικά στοιχεία του βιβλίου είναι η ανεύρεση πηγών ανάλογης θεματικής σε όλη την αρχαιότερη των δημοτικών γραμματεία: από τα σπαράγματα πάσης φύσεως αρχαίων κειμένων και τα ερωτικά επιγράμματα (πάντα με την μετάφρασή τους!) έως τους ομηρικούς ύμνους και την αρχαία αιγυπτιακή ποίηση,  από τον Σολομώντα και τους Βυζαντινούς έως τις μεσαιωνικές ερωτικές μυθιστορίες, από τον Κοραή και τον Φωριέλ στον Κώστα Κρυστάλλη και πολλαπλώς στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, από τον Γεώργιο Δροσίνη και τον Ιωάννη Πολέμη μέχρι τον Εγγονόπουλο τον Καβάφη και τον Σεφέρη, που άλλωστε, δήλωνε τις οφειλές του στη δημοτική ποίηση που του έμαθε την ελληνική γραφή πολύ περισσότερα από πολλούς θεολόγους της λογοτεχνίας, ακόμα και να καταλάβει καλύτερα την ερμητική, άλογη σύγχρονη τέχνη.

Είναι, βέβαια, αδύνατον να μην βρεθούμε στο περιβάλλον αυτών των δημιουργημάτων, την ίδια την φύση, που έχει πάντα να μας απαντήσει σε πολλά, αρκεί να ξέρουμε να την ρωτήσουμε. Ακόμα κι αν η φυσικότερη σχέση του λαϊκού τραγουδιστή, δηλαδή του κοινοτικού, αγροτικού ανθρώπου με τον κόσμο που τον περιβάλλει δεν οδηγεί αναπόδραστα στη σχέση με τον εσωτερικό του κόσμο και τους συνανθρώπους του, του επιτρέπει σίγουρα να δει και να ζήσει το υπερφυσικό σαν οικείο. Στην δημοτική ποίηση η φύση δεν είναι περιβάλλον προς κατάκτηση ή αξιοποίηση αλλά κόσμος εκδηλωτικός που μιλάει και συναισθάνεται, ανταποκρίνεται και συμμερίζεται. Και το υπερφυσικό για τον λαϊκό ποιητή δεν είναι ανατροπή της φυσικής τάξης αλλά ομαλή προέκταση και μετάπλασή της. Η φύση δεν αποτελεί ένα αδιάφορο θέατρο όπου εκτυλίσσονται τα πάθη της αγάπης αλλά και μετέχει και η ίδια – εμψυχώνει και ταράζεται, συγκλονίζεται και ανατρέπεται. Δεν λειτουργεί απλώς σαν ναός του ανθρώπινου σώματος αλλά το εκτείνει και το ολοκληρώνει. Όπως έγραφε ο Γ.Α.Μέγας, αι συνεντεύξεις των εραστών μόνο εις το κρυπτόν ημπορούν να λαμβάνουν χώραν, όπου μόνο η φύσις παραμονεύει ως μάρτυς. Αλλά και προ αυτής ο αγωνιών έρως δεν είναι ασφαλής και έτσι ο απηγορευμένος εκείνος χαρακτήρ της ερωτικής συνεντεύξεις ομού με το ευδιέγερτον ζωντανόν αίσθημα της φύσεως των λαών τούτων παρήγαγε μίαν σειράν τραγουδιών, τα οποία ως αντικείμενον έχουν την προδοσίαν της αγάπης υπό της φύσεως.

Καθώς βουτάμε στην «Ερυθρά θάλασσα» του Δημοτικού τραγουδιού, διαπιστώνουμε πως το κόκκινο μπορεί να επιστρατεύεται ενίοτε για να πολεμηθεί ο πόθος αλλά και για να δώσει την ευλογία του αντίστοιχα· αλλού μπορεί να είναι σύμβολο της χαράς και αλλού να έχει ολέθριους συμβολισμούς, όπως το χυμένο αίμα. Το κόκκινο χρώμα και τα χείλη της ποθητής συνάπτονται αχώριστα στην τέχνη αυτού του λόγου. Το Κατά γυναικών καλλωπιζομένων του Γρηγορίου Ναζιανζηού και ο Βίος της οσίας Πελαγίας που στηλιτεύουν τον καλλωπισμό από θεολογική και ηθική άποψη, ως τέχνη που αποβλέπει στην ερωτική πρόκληση, η ταύτιση του χρώματος με το αίμα του φόνου αλλά και με τον «ρύπο» της εμμηνορρυσίας, το κόκκινο έχει το χρώμα της αμαρτίας, αλλά είναι ταυτισμένο και με τον καλλωπισμό που λειτουργεί σαν ερωτικό σήμα, η προκατάληψη κατά των κόκκινων μαλλιών, η ρούσσα γυναίκα είναι επίφοβος διότι η κόκκινη τρίχα είναι διαβολική, το μήλο που γίνεται επιφάνεια γραφή, το αιώνια άκοπο μήλο της Σαπφώς που αναστήθηκε οχτώ αιώνες αργότερα στο μυητικό ερωτικό μυθιστόρημα Δάφνις και Χλόη του Λέσβιου συγγραφέα Λόγγου αλλά και γλαφυρό σημάδι της αιματικής κυκλοφορίας, αδιαμφισβήτητη απόδειξη ζωής, οι πορφυρές χλαμύδες του Έρωτα και το κόκκινο του πολέμου και της ισχύος, αποτελούν μόνο ελάχιστες από τις εκφάνσεις του θέματος.

Τα καράβια ακινητούν μαγεμένα, λουλουδίσματα γεννιούνται από το γέλιο μιας κόρης και η υπεροχή της γυναικείας ωραιότητας μεταγράφεται σε έξαρση και άνθιση της φύσης. Η φύση συμμορφώνεται με την ομορφιά του ανθρώπου αλλά και, αντίστροφα, μαραζώνει. Στην η λαϊκή ποιητική θαυματοποιία οι θεοί αργούν ή περιττεύουν και το θαύμα συντελείται χωρίς την συνδρομή υπερφυσικών δυνάμεων. Ακόμα και το βαρύ πένθος λύνεται με τον τρόπο των μοιρολογιών και ιστορεί το θαύμα της άνθησης της γης που δέχτηκε τον αγαπημένο νεκρό. Το σμίξιμο των κλωναριών αποτελεί εικόνα των δημοτικών τραγουδιών που διηγούνται την μεταθανάτια μεταμόρφωση σε δέντρα όσων ατύχησαν στον έρωτα και πέθαναν βίαια, πάνω στη νιότη τους. Με τη μεταμόρφωση αυτή ο δημοτικός ποιητής μεθοδεύει την επικράτηση της αγάπης επί του θανάτου. Στο χώρο άλλωστε της ανώνυμης ποίησης η αξία του θανάτου μηδενίζεται.

Όμως το ελληνικό δημοτικό τραγούδι ιστορεί τον έρωτα σαν αμάχητο ανατροπέα και οι ανατροπές που καταγράφει είναι πολλές και ποικίλες. Η πρώτη που κλονίζεται είναι βέβαια η λογική. Οι αισθήσεις αναρυθμίζονται και ο κόσμος του ερωτευμένου ιστορείται συγκινημένος, να συμμερίζεται τον δικό του πόνο, κι ας γνωρίζει κατά βάθος πως ο καημός του δεν επηρεάζει ό,τι τον περιβάλλει και αφήνει ασυγκίνητους και τους ίδιους τους οικείους του. «Αγάπη δεν εστάθη ποτέ χωρίς καημούς». Φυσικά ανατρέπονται και τα ίδια τα ηθικά θεμέλια του οικογενειακού και κοινωνικού βίου. Ο «ανόσιος έρως» αποτελεί θέμα αρκετών τραγουδιών, κυρίως παραλογών, που διαφοροποιούνται ως προς την λύση του δράματος. Ως προς το βαρύτατο αμάρτημα της αιμομιξίας η ιστορία και η μυθολογία έχουν την δική τους φωνή και μαρτυρούν ότι οι γραπτοί και άγραφοι ηθικοί κανόνες έχουν πάντοτε τους αρνητές και καταπατητές τους. Από τον Περίανδρο του Ηροδότου έως το Λευιτικόν και το Δευτερονόμιον της Παλαιάς Διαθήκης, τις προσταγές των επιστολών του Παύλου και τις βυζαντινές νομοθετικές διατάξεις επιστρέφουμε στο ενσυνείδητο «οιδιπόδειο» των δημοτικών τραγουδιών ο δημιουργός των οποίων, με ελεύθερο φρόνημα και γλώσσα αλογόκριτη αλλά και χωρίς να συνθλίβεται από την πρόθεση διδακτισμού, ηθικολογικού κηρύγματος ή βίαιης στηλίτευσης, ενδιαφέρεται και για τις πιο απόκρυφες πτυχές του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου και για τις πλέον έκτροπες εκδοχές της ερωτικής συνεύρεσης.

Περισσότερο ευτράπελα και σκανδαλιστικά, βέβαια, είναι τα τραγούδια που καταπιάνονται με την ερωτική μύηση του ανιψιού από την θεία του ή με τις ερωτικές σχέσεις ανάμεσα σε κουμπάρους. Η ερωτική σχέση πατέρα και κόρης απωθείται στο χώρο του μη φωνητού, ενώ το βαρύτατο αμάρτημα της μητρός που πέφτει σε έρωτα για τον γιο της ιστορείται και ελέγχεται αυστηρά· διαφορετικός ο έρωτας της μητριάς για τον προγονό της που εκδηλώθηκε και από την Φαίδρα ως την Φαύστα. Ο θηβαϊκός κύκλος, η χαμένη τραγωδία του Ευριπίδη Αίολος, η αδελφική αιμομιξία που κατέγραψε ο Παρθένιος στον Περί Λευκίππου λόγο, η Καλλιόπη από τις Ιστορίες του Ηρόδοτου, η αναγνώριση των δυο αδελφιών σε ένα ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, τα όρια των σχέσεων ανάμεσα στα ξαδέλφια στις Ικέτιδες του Αισχύλου, η σχέση της νύφης με τον αδελφό του άντρα της ή του γαμπρού με την αδελφή της γυναίκας του, η σχέση ανιψιού και θείας που ευνοείται από τον πρώτο, γιατί διαφορετικά θα εννοούνταν κοινωνικά ως αποπλάνηση ή και βιασμός, μια από τις επιστολές του Αρισταίνετου που επιγράφεται Πεθεράς εραστής εγκρατώς απομάχεται προς τον πόθον κ.ο.κ., ο πλούτος των λόγων είναι αχανής.

Το μοναδικό Γεγονός που εγείρεται ανάμεσα στα δυο άκρα, την ζωή και τον θάνατο, είναι το Γεγονός του Έρωτα. Τα τραγούδια του «ανόσιου έρωτα» επικυρώνουν ορισμένα από τα θεμελιώδη γνωρίσματα της ανώνυμης ποίησης: την ειλικρίνεια, την τόλμη, την ελευθεροφωνία, την πνευματική ευρυχωρία, την φυσική εναντίωσή της στον ρηχό διδακτισμό και την εξαιρετική αφηγηματικής της ικανότητα. Με τόσους ποιητικούς θριάμβους του εξωλογικού, του παραδόξου και του αδύνατου αλλά και του κοινωνικά ασύμβατου και έκνομου και με τέτοια φυσικότητα που κερδίζει το αδιανόητο και τo απίθανο, το να βαφτεί η πλάση όλη κόκκινη ύστερα από ένα περιπαθές φιλί, για να συνεορτάσει, ακούγεται σαν το φυσικότερο των πραγμάτων. Κι αφού ακούγεται, γράφει ο συγγραφέας, είναι. Κι ίσως μια ακόμα μαγεία αυτού του λόγου είναι ότι δεν εξηγεί – απλά αφηγείται.

Εδώ ξαναζούν όλες οι Κερασένιες, όνομα που κατακτήθηκε με την ρόδινη χάρη της κοπέλας, όλες οι γυναίκες με χείλη που αποκαλέστηκαν τριανταφυλλένια και φιλοπιθυμισμένα ή χαρακτηρίστηκαν κοκκινοπλουμόχειλες, όλες όσες ενέπνευσαν περιπαθείς λέξεις που ταξίδεψαν στον χρόνο, είτε προέρχονται από τις ερωτικές επιστολές του Αρισταίνετου, άγνωστου ελληνόφωνου λόγιου της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ή τους στίχους του Μελέαγρου  από τα Γάδαρα της Παλαιστίνης ανάμεσα στους δυο πρώτους προχριστιανικούς αιώνες – Δεινός Έρως, δεινός, και αλλού στην μετάφραση του Γιώργου Ιωάννου, Α, ψυχή μου, κατατσακισμένη· εκεί που φλέγεσαι, εκεί και δροσερεύεις και φράσεις όπως η περίφημη Χωρίς θέρμη θερμάθηκε.

Ο 35σέλιδος βασικός βιβλιογραφικός οδηγός αλλά και τα εκατοντάδες ειδικότερα μελετήματα που περιλαμβάνονται στις σχεδόν διακοσίων σελίδων σημειώσεις και δη με μικρότερα γράμματα είναι ενδεικτικά.

Εκδ. Άγρα, 2019, [Πιάνω γραφή να γράψω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι – 3], σελ. 843. Το κυρίως κείμενο είναι ως την σ. 602 και οι σημειώσεις καταλαμβάνουν ως την σ. 794. Ακολουθεί ευρετήριο ονομάτων, τίτλων λογοτεχνικών έργων, βιβλίων, ποιημάτων, τραγουδιών, εφημερίδων και περιοδικών.

Στις εικόνες, έργα των: 1. George Tooker, 3. Hennie Niemann Jr., 5. Nicoletta Tomas Caravia, 6. Constantin Brancusi, 7. Christian Baloga, 8. Oswaldo Guayasamin, 9. Asiza. Οι υπόλοιπες, αταύτιστες από το διαδίκτυο.

Walter Benjamin – Κείμενα 1934-1940. Επιλογή

Δωρήματα ενός πολίτη του πνεύματος

Ό,τι και να γράψει κανείς για τέτοιες εκδόσεις θα είναι λίγο. Τα κείμενα του κορυφαίου Εβραίου Γερμανού διανοητή του εικοστού αιώνα που αγκαλιάζουν την ευρωπαϊκή φιλολογία, την θεωρία της τέχνης (μέχρι και την αρχιτεκτονική και τον κινηματογράφο), την κοινωνιολογία ως την νεωτερικότητα, την φιλοσοφία της γλώσσας, της θρησκείας, του πολιτισμού και της πολιτικής, το δοκίμιο και την λογοτεχνική κριτική θα είναι όχι μόνο σπάνιου πνευματικού ενδιαφέροντος αλλά και διαρκώς επίκαιρα (και όχι μόνο ως προς τις εκφράσεις του φασισμού). Το εύρος των θεμάτων και των επιστημών, η πάντα γοητευτική και κάποτε ποιητική γλώσσα, η πολυφωνία και η συμπερίληψη μιας σειράς διαφορετικών και ενίοτε αντικρουόμενων συστημάτων σκέψης πάντα θα κατακλύζουν τα γραπτά αυτού του αιώνια περιπλανώμενου στοχαστή. Και, ως  προς τα κείμενα του συγκεκριμένου τόμο, είναι πράγματι ασύλληπτο πως γράφτηκαν κατά το χρονικό διάστημα της εθνικοσοσιαλιστικής εξουσίας και της εξάπλωσης του ναζισμού στη Γερμανία, όπου ο συγγραφέας ζούσε με την αγωνία και της προσωπικής του επιβίωσης, σε συνθήκες ανέχειας και ψυχικής κατάρρευσης, αναγκασμένος να αλλάζει διαρκώς τόπο διαμονής. Είναι γνωστό ότι η αυτοχειρία του μετά την αποτυχημένη απόπειρά του να διασχίσει μαζί με ομάδα μεταναστών τα Πυρηναία απέτυχε καθώς η ισπανική κυβέρνηση έκλεισε τα σύνορα βοήθησε εμμέσως στην μεταστροφή της απόφασης τω ισπανικών αρχών και στη σωτηρία των συντρόφων του· ο ίδιος είχε πλέον χαθεί και μαζί του ένα από τα φωτεινότερα μυαλά της εποχής του.

Στο κείμενό του Ο αφηγητής. Παρατηρήσεις για το έργο του Νικολάι Λεσκόφ, ο συγγραφέας διαπίστωνε πως όλο και πιο σπάνια συναντούμε ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να αφηγηθούν κάτι αξιοπρεπώς Είναι σαν να μας αφαιρείται μια ικανότητα που μας φαινόταν αναπαλλοτρίωτη, να ανταλλάσσουμε εμπειρίες. Η μετοχή της εμπειρίας έχει πέσει, είμαστε φτωχότεροι σε μεταδόσιμη εμπειρία; Η πείρα που μεταδίδεται από στόμα σε στόμα υπήρξε η πηγή για όλους τους αφηγητές κι ανάμεσα σε αυτούς που κατέγραψαν ιστορίες είναι εκείνοι των οποίων η καταγραφή διακρίνεται ελάχιστα από το λόγο των πολλών ανωνύμων αφηγητών. Στο απόμακρο του χώρου και του χρόνου, ο Λεσκόφ βρίσκεται στο στοιχείο του. Ανήκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία και μάλιστα με ειλικρινές θρησκευτικό ενδιαφέρον αλλά δεν υπήρξε λιγότερο ειλικρινής ως αντίπαλος της εκκλησιαστικής γραφειοκρατίας, στον αγώνα κατά της οποίας βρήκε συμμάχους τους ρωσικούς θρύλους. Οι ήρωές του, ασκητές αλλά χωρίς μυστικιστικές εξάρσεις, άλλοτε μεταδίδουν μια ηθική κατακλείδα, άλλοτε μια πρακτική οδηγία, ή έναν κανόνα ζωής – ξέρουν να «συμβουλεύουν» κι αν αυτό ακούγεται παλιομοδίτικο στα αυτιά μας είναι επειδή φθίνει η μεταδοτικότητα της εμπειρίας. Μια συμβουλή δεν αποτελεί απάντηση σε μια ερώτηση αλλά μια σοφία που εξυφαίνεται στο υλικό της βιωμένης ζωής.

Σε σχέση με την αφήγηση, το μυθιστόρημα, που δεν προέρχεται από την προφορική παράδοση ούτε ενσωματώνεται σε αυτή, έχει αποκοπεί από την κοινή εμπειρία – ο γενέθλιος τόπος του είναι το άτομο στη μοναχικότητά του. Το μυθιστόρημα μαρτυρά την αμηχανία του όντος. Ήδη το πρώτο μεγάλο βιβλίο του είδους, ο Δον Κιχώτης, το πώς το μεγαλείο της ψυχής και η προθυμία ενός από τους ευγενέστερους των ανθρώπων έχουν εγκαταλειφθεί χωρίς καμία απολύτως συμβουλή και δεν περιέχουν την παραμικρή σπίθα σοφίας. Αλλά δεν φτάνει πια σ’ εμάς, γράφει ο συγγραφέας, κανένα γεγονός το οποίο να μη διεμβάλλεται από εξηγήσεις. Τα πάντα βαίνουν προς όφελος όχι της αφήγησης αλλά της πληροφορίας. Διότι ήδη το ήμισυ της τέχνης της αφήγησης είναι, όταν κανείς αναπαράγει μια ιστορία, να την κρατά ελεύθερη από εξηγήσεις. Κι εδώ ο Λεσκόφ είναι τεχνίτης – δεν επιβάλλεται στον αναγνώστη αλλά του αφήνει το ελεύθερο να τακτοποιήσει τα πράγματα όπως εκείνος τα καταλαβαίνει, και κατ’ αυτό τον τρόπο το αντικείμενο της αφήγησης φτάνει σε ένα εύρος ταλάντωσης που λείπει από την πληροφορία.

Στις Σημειώσεις για τους Παρισινούς πίνακες του Μπωντλαίρ  ο Μπένγιαμιν γράφει πως αν χάρη σ’ ένα έργο τέχνης οι αναγνώστες συλλάβουν ορισμένες όψεις μιας πραγματικότητας που θα είναι εκείνη του τεθνεώτος ποιητή όσο και η δική τους και αν κάθε πρωτότυπη εμπειρία διατηρεί στους κόλπους της ορισμένα οιονεί έγκλειστα σπέρματα που προορίζονται να αναπτυχθούν αργότερα, στις σχετικές Σημειώσεις δεν προέχει τόσο η αναβίωση του ποιητή στο περιβάλλον του όσο το να καταστεί ορατή την ποιητική εμπειρία της πόλης των Παρισίων. Ο Μπωντλαίρ ενδιαφέρθηκε μάλλον να ενσφηνώσει την εικόνα μέσα στην ανάμνηση, παρά να την διακοσμήσει και να την περιγράψει και η στέρηση ακριβώς αυτής της περιγραφής αποτελεί ένα από τα θεμέλια της μπωλνταιρικής πρωτοτυπίας. Το Παρίσι του είναι μια πόλη υπονομευμένη – το καταστροφικό έργο της διάνοιξης των μεγάλων λεωφόρων εκμηδένισε αυτό που είχε ανεγερθεί από ολόκληρες γενιές – παραπαίουσα και εύθραυστη, αλλά και με την αίσθηση της κρυφής παρουσίας του πλήθους. Αυτή την εμπειρία του πλήθους την είχε ακριβώς ο πλανόδιος (flaneur) Μπωντλαίρ αλλά σ’ εκείνο το υποδουλωμένο πλήθος (το ίδιο πλήθος που σήμερα πλάθεται από τα χέρια των δικτατόρων) δεν διείδε κάποιους πυρήνες αντίστασης που σχηματίστηκαν από τις επαναστατικές μάζες του 1848 και των κομμουνάρων.

Εδώ βρίσκεται και το περίφημο δοκίμιό του Το έργο τέχνης στην εποχή της αναπαραγωγιμότητάς του που έχει εκδοθεί και αυτόνομα σε διάφορους εκδοτικούς οίκους και το οποίο κυριαρχεί μεταξύ των πλέον κλασικών δοκιμίων του συγγραφέα. Θα προσπαθήσω να συμπυκνώσω μόνο ένα μικρό μέρος από την συλλογιστική του. Οι Έλληνες δεν γνώριζαν παρά μόνο δυο διαδικασίες τεχνικής αναπαραγωγής έργων τέχνης: τη χύτευση και την κοπή· μπρούντζοι, τερακότες και νομίσματα ήταν τα μόνα έργα τέχνης που μπορούσαν να κατασκευάζουν μαζικά. Όλα τα υπόλοιπα έργα ήταν ανεπανάληπτα. Με την ξυλογραφία αργότερα έγινε για πρώτη φορά αναπαραγώγιμη η γραφική τέχνη και κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα προστέθηκαν η χαλκογραφία και η τσιγκογραφία, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα η λιθογραφία και λίγες δεκαετίες μετά η φωτογραφία.

Ακόμα κι από το πιο τέλειο αντίγραφο λείπει ένα πράγμα: το «εδώ και τώρα» του έργου τέχνης – η ανεπανάληπτο παρουσία του στον τόπο στον οποίο βρίσκεται. Και αυτό ακριβώς το εδώ και τώρα αποτελεί την έννοια της γνησιότητάς του. Αλλά ενώ το γνήσιο αντίγραφο διατηρεί ακέραιο το κύρους του απέναντι στο χειροποίητο αντίγραφο, το οποίο και στιγματίζει ως πλαστό, δεν συμβαίνει το ίδιο με το τεχνικό αντίγραφο, αφενός επειδή το τελευταίο αποδεικνύεται περισσότερο αυτόνομο· με την φωτογραφία, λόγου χάρη, μπορεί κανείς με την βοήθεια ορισμένων μεθόδων όπως η μεγέθυνση να συγκρατήσει εικόνες που ξεφεύγουν ολότελα απ’ την φυσική οπτική, αλλά κυρίως επειδή του δίνει τη δυνατότητα να πηγαίνει αυτό το ίδιο στον θεατή ή στον ακροατή. Ο καθεδρικός ναός φεύγει από τον θέση του και εγκαθίσταται στο δωμάτιό μας, όπως και το μουσικό έργο.

Αυτό που χάνεται, όμως, στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητας του έργου τέχνης είναι η αίγλη του, αυτή η ανεπανάληπτη εμφάνισή του, η μοναδικότητά του. Όλες οι μυθολογίες και όλοι οι μύθοι, οι ιδρυτές των θρησκειών και οι ίδιες οι θρησκείες περιμένουν την κινηματογραφική τους ανάσταση και οι ήρωες στριμώχνονται στις πύλες. Η μοναδικότητα του έργου τέχνης ταυτίζεται με την ενσωμάτωσή του στο πλέγμα της παράδοσης. Τα αρχαιότερα έργα τέχνης δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν μια τελετουργία που πρώτα ήταν μαγική και κατόπιν έγινε θρησκευτική. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης έργου τέχνης ως αντικειμένου που περιβάλλεται από αίγλη ποτέ δεν απαλλάσσεται ολότελα από την τελετουργική λειτουργία του. Η τεχνική του αναπαραγωγιμότητα το χειραφετεί για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία από την παρουσία του στην τελετουργία. Την στιγμή που το μέτρο της γνησιότητας στην καλλιτεχνική παραγωγή αχρηστεύεται, ανατρέπεται ολόκληρη η λειτουργία της τέχνης. Τη θέση της θεμελίωσής της στην τελετουργία την παίρνει η θεμελίωσή της στην πολιτική. Στην συνέχεια αυτών των βασικών αρχών, ακολουθεί η ανάλυση του Μπένγιαμιν για την τέχνη στην πολιτική και την τέχνη της φωτογραφίας και του κινηματογράφου.

Οι τίτλοι των άλλων κειμένων είναι εύγλωττοι: Φράντς Κάφκα – Για τη δέκατη επέτειο από τον θάνατό του, Max Brod, Φράντς Κάφκα. Μια βιογραφία (Αναμνήσεις και ντοκουμέντα), Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ, Για τη σημερινή κοινωνική θέση των Γάλλων συγγραφέων, Γράμμα από το Παρίσι – Ο Αντρέ Ζιντ και ο καινούργιος του αντίπαλος, Ζωγραφική και φωτογραφία, Έντουαρντ Φουξ: Ο συλλέκτης και ο ιστορικός, Παρίσι, η πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, Για την έννοια της Ιστορίας, Μια ολόκληρη ενότητα αφιερώνεται στον Μπέρτολτ Μπρεχτ: Ο συγγραφέας ως παραγωγός, Σημειώσεις στο Σβέντμποργκ, καλοκαίρι 1934, Το Μυθιστόρημα της πεντάρας του Μπρεχτ, Ημερολογιακές σημειώσεις του 1938, Σχόλια στα ποιήματα του Μπρέχτ, Τι είναι το επικό θέατρο;. Περιλαμβάνονται επίσης βιβλιοκρισίες, μικρότερα κείμενα και μια εμπεριστατωμένη εισαγωγή από τον επιμελητή του τόμου. Θα διαβάζουμε και θα ξαναδιαβάζουμε τα κείμενα του σπάνιου αυτού στοχαστή και καθώς αναμένεται και το υπόλοιπο σώμα των δοκιμίων του θα έχουμε έναν παραπάνω λόγο να παραμένουμε σε εγρήγορση.

Εκδ. Άγρα, 2019, σελ. 741, μτφ. Ελένη Βαροπούλου, Γιώργος Γκουζούλης, Γιώργος Κόκκινος, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ιωάννα Μεϊτάνη, Βαγγέλης Μπιτσώρης, Γιώργος Σαγκριώτης, Γ. Φαράκλας-Α. Μπαλτάς. Επιμέλεια τόμου και σημειώσεις: Γιώργος Σαγκριώτης.

Ειδικά κεφάλαια ή εκτεταμένες αναφορές στον Μπένγιαμιν έχουν συμπεριληφθεί σε βιβλία που έχει παρουσιάσει το Πανδοχείο, συμπυκνώνοντας ή συντομογραφώντας ένα μέρος τους στις σχετικές αναρτήσεις. Από τα σχετικά βιβλία επισημαίνονται εκείνα των Susan Sontag To πνεύμα ως πάθος  (εδώ), Enzo Traverso Αριστερή μελαγχολία. Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης (από τον 19ο στον 21ο αιώνα) (εδώ), Σάββα Μιχαήλ Μορφές της περιπλάνησης (εδώ), Μορφές του μεσσιανικού (εδώ), και Homo liber. Δοκίμια για την εποχή, την ποίηση και την ελευθερία (εδώ) καθώς και του Στάθη Γουργουρή – Στοχάζεται η λογοτεχνία; Η λογοτεχνία ως θεωρία σε μια αντιμυθική εποχή (εδώ) και Ενδεχομένως αταξίες. Κείμενα ποιητικής και πολιτικής (εδώ). Αξιοπρόσεκτο επίσης το μυθιστόρημα του Μπρούνο Αρπάια Ο άγγελος της ιστορίας (εδώ)

Στις εικόνες: 1. Έργο του Arnal Ballester, 2. Προσωπογραφία του Νικολάι Λεσκόφ, 3.  Εικονογράφηση από το από το graphic novel των Frances Cannon, Esther Leslie και Scott Bukatman Walter Benjamin Reimagined. A Graphic Translation of Poetry, Prose, Aphorisms, and Dreams, 4. Το Παρίσι της εποχής του Μπωντλαίρ.