Joseph Roth – Τα χρόνια των ξενοδοχείων

Κάποτε στην Ευρώπη

Αν υπάρχει ένας συγγραφέας που λάτρευε τα ξενοδοχεία ζώντας σε αυτά όχι κατ’ εξαίρεση αλλά κατά κανόνα, αυτός είναι ο Γιόζεφ Ροτ. Αρκεί και μόνο το κείμενό του Άφιξη στο ξενοδοχείο (1929) για να επισφραγίσει μια ούτως ή άλλως αποδεδειγμένη λατρεία. Αναφερόμενος σε ένα ξενοδοχείο που δεν αποκαλύπτει (ενώ εικάζεται πως βρίσκεται στη Μασσαλία) αισθάνεται το καλωσόρισμα ήδη με τα βαριά γράμματα-αντίκες με τα οποία είναι γραμμένο το μπανάλ όνομά του σαν μικρά λάβαρα που τον χαιρετούν αστράφτοντας αντί να ανεμίζουν. Άλλοι άντρες γυρίζουν στη θαλπωρή των σπιτιών τους, στις γυναίκες και στα παιδιά τους, ενώ αυτός, γράφει, γυρίζει στην καμαριέρα και στον πορτιέρη και κατορθώνει πάντα να παίξει αυτό το έργο τόσο τέλεια ώστε η τυπική διαδικασία της άφιξης στο ξενοδοχείο δεν αρχίζει καν. Σε αυτούς τους τόπους, όπου κανείς δεν τον ρωτάει πόσο σκοπεύει να μείνει, μια ώρα ή έναν χρόνο, αγαπά το «απρόσωπο» των δωματίων όπως αγαπά ο καλόγερος το κελί του. Ο Ροτ χαίρεται ξαναβλέποντας την φθηνή ταπετσαρία και το «σοφότερο απ’ όλα τα βιβλία», τον τηλεφωνικό κατάλογο. Ο σερβιτόρος του κάνει πίστωση στο πουρμπουάρ γιατί η πίστη του στα ανεξάντλητα εισοδήματά του είναι κι αυτή ανεξάντλητη.

Χριστιανοί, Εβραίοι, Βουδιστές, Μουσουλμάνοι και άθεοι εκπροσωπούνται σε αυτό το ξενοδοχείο. Ο ταμίας κλέβει σ’ όλες τις γλώσσες. Ξεφεύγοντας από το σφίξιμο του εθνικισμού τους, ξαλαφρωμένοι από το βάρος της αγάπης τους για την πατρίδα, μοιάζουν να είναι αυτό που κανονικά θα έπρεπε να είναι πάντα: παιδιά του κόσμου. Είμαι ένας πολίτης των ξενοδοχείων. Ένας πατριώτης των ξενοδοχείων. Όσο για τους εργαζόμενους του ξενοδοχείου είναι όλοι πολίτες του κόσμου. Καμιά διεθνής δεν μπορεί να συναγωνιστεί την δική τους. Ο γέρος σερβιτόρος (1929) έχει περάσει στην κατηγορία των όντων που τ’ όνομά τους δεν παίζει ρόλο, αφού αντιπροσωπεύουν ένα συγκεκριμένο φαινόμενο. Τα πόδια του κουνιούνται από τα γόνατα και κάτω και αν κάποιος του κόψει το δρόμο νομίζεις πως ακούς το γρανάζι ενός μηχανισμού που μπλοκάρει. Δεν θέλησε να πάρει σύνταξη αλλά ούτε και να βγαίνει στο δρόμο μέσα στη νύχτα και να γυρίζει σπίτι, μόνο έμεινε στο ξενοδοχείο, σαν παλιό ρολόι του τοίχου.

Ο εν λόγω τόμος αποτελεί μια απολαυστική συλλογή δημοσιογραφικών κειμένων του συγγραφέα, που ζούσε με δυο τρεις βαλίτσες όλες κι όλες, δεν είχε βιβλία, ούτε καν τα δικά του, και περιπλανιόταν από ξενοδοχείο-«πατρίδα» σε ξενοδοχείο-«πατρίδα». Και μόνο το γεγονός ότι τρεις τόμοι από τα Άπαντά του δεν είναι λογοτεχνία αλλά, εκτός από επιστολές, εκατοντάδες άρθρα για περιοδικά και εφημερίδες, γραμμένα περίπου σε μια περίοδο είκοσι χρόνων, από την επιστροφή από τον Πόλεμο του 1919 έως τον πρόωρο θάνατό του από τον αλκοολισμό το 1939, τότε μπορεί κανείς να καταλάβει το μέγεθος που αυτά καταλαμβάνουν στο έργο του. Χωρισμένα στις ενότητες Γερμανία, Προσωπογραφίες, Αυστρία και αλλού, ΕΣΣΔ, Αλβανία, Ο κόσμος των ξενοδοχείων, Χαρές και θλίψεις και Τέλος, στην ουσία πρόκειται για μια πολύτιμη σειρά λογοτεχνημάτων πάνω σε τόπους, πρόσωπα και την ίδια την περιπέτεια του ταξιδιού, από την πλέον συναρπαστική έως την πιο πεζή και δυσάρεστη.

Στο Πλοίο των προσφύγων (1923) και στους Επιβάτες του «Πίτσμπουργκ» με αφετηρία την Βρέμη θαυμάζει τις νεαρές Ουκρανές φοράνε πολύχρωμα μαντήλια που θυμίζουν ηλιόλουστα ανθισμένα λιβάδια διαπιστώνει πως χάθηκε ο προλεταριακός ρομαντισμός που αποτελούσε θέαμα των άλλων: τους βόλεψαν όλους σε στενές καμπίνες, ίδιες θυρίδες που κλειδώνουν στη σειρά· κουράστηκαν, άλλωστε, οι πρόσφυγες και δεν παραδίδονται πια στα ξεδιάντροπα περίεργα βλέμματα, μόνο κρατάνε τις διευθύνσεις σε παλιούς τσαλακωμένους φακέλους, που με το ζόρι διαβάζονται, ενώ στέκουν στην κουπαστή και αποχαιρετούν την στεριά κι ας μην έχει έρθει κανείς να τους ξεπροβοδίσει. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι στα ίδια κείμενα μπορεί να συνυπάρχουν η καυστική ειρωνεία με την φορτισμένη εξομολόγηση, το υποδόριο χιούμορ με την πλέον εμβριθή παρατήρηση, η πρόζα της περιπλάνησης με το αυτοβιογραφικό αφήγημα.

Καθώς βρίσκεται στο Μπόρισλαβ που ονομάζει Η Καλιφόρνια της Πολωνίας (1928), την πόλη με τους σκούρους ξύλινους πύργους των γεωτρήσεων πετρελαίου και την πανταχού παρούσα λευκή σκόνη που σκεπάζει τα πάντα σαν τριμμένη κιμωλία και όταν βρέχει μεταμορφώνεται σε υγρή λεπτόρρευστη μάζα που κολλάει παντού, παρατηρεί την θλιβερή σειρά γερτών, σαρακοφαγωμένων παραπηγμάτων που στήθηκαν όλα σε μια νύχτα, όταν άρχισε να φτάνει το κύμα των πετρελαιοθήρων. Αυτά τα πρόχειρα παραπήγματα δεν μοιάζουν φτιαγμένα για να σκεπάσουν τον ύπνο των ανθρώπων, αλλά μάλλον την ταραχή και την αϋπνία τους. Τελικά το δυνατό χέρι των μεγάλων, των «εταιρειών» κατάφερε να λυτρώσει τους μικρούς πετρελαιοθήρες από τον φαύλο κύκλο ελπίδας και απελπισίας, καθώς αγόρασαν πολλούς τίτλους ιδιοκτησίας, με την υπομονή που δεν στοιχίζει τίποτα, αφανίζοντας τις πιθανότητες των μικρών, οι οποίοι βαθμιαία παράτησαν τα όνειρά τους και κράτησαν μόνο τις καλύβες, νικημένοι από τις ανεμοδαρμένες εκτάσεις του τυχοδιώκτη στη θλιβερή χειροπιαστή μετριότητα του μικροέμπορου, ενώ η βιασύνη της φτιαξιάς των παραπηγμάτων κατέληξε να είναι το χαρακτηριστικό couleur locale της περιοχής. Εδώ ο καπιταλισμός γίνεται εξπρεσιονισμός.

Στον συνοριακό σταθμό του Νιγκορέλογιε 1926 όλος ο παιχνιδιάρικος εξοπλισμός ενός κόσμου πλούσιου, όλα τα σατινένια, καλογυαλισμένα μικρά τίποτα μοιάζουν τρεις φορές άχρηστα σ’ ετούτη την ξύλινη αίθουσα, κάτω από τις αυστηρές ανακοινώσεις. Δεν έχει ξαναδεί ποτέ τέτοιο λεπτομερή έλεγχο, ούτε καν τα χρόνια αμέσως μετά τον Πόλεμο, την χρυσή εποχή των επιθεωρήσεων και των ελέγχων. Ο προλετάριος ελεγκτής ελέγχει ανθρώπους φιλικών χωρών αλλά μιας εχθρικής τάξης, εχθρούς του λαού. Αργά τη νύχτα οι ταξιδιώτες βρίσκονται ακόμα στο διάδρομο και λένε ο ένας στον άλλον τα πάντα, τι έχουν μαζί τους, τι πλήρωσαν, τι πέρασαν λαθραία. Έχουν ιστορίες αρκετές για ατελείωτα ρωσικά βράδια. Ιστορίες και για τα εγγόνια τους και μπροστά σ’ αυτά θα ζωντανεύει η παράξενη και αλλόκοτη εκείνη εποχή, με τα σαστισμένα παιδιά. Είναι πράγματι απίστευτο πως σήμερα, ακριβώς έναν αιώνα μετά, μπορεί κανείς να γράψει ακριβώς τα ίδια:

Τελικά ακόμα κι ένας ταξιδιώτης όπως αυτός, βιώνει με την δύσκολη ημέρα Κυριακή, αυτή την «γέφυρα προς τα ξεχασμένα και γκρεμισμένα ιερά της Γης», τα δάση, το Λούνα Παρκ και τον Κύριο και Θεό, αυτή την μέρα της απραξίας, την μέρα που πάνω της κρέμονται οι ψυχές. Μέσα της βρίσκεται και η ιστορία ενός γείτονα που όλη την Κυριακή μάζευε κουράγιο μέσα του και την άλλη μέρα πήγε στην δουλειά του έτοιμος να παραιτηθεί, αλλά ήρθε το αφεντικό και του χάρισε ένα μικρό δωράκι, κάτι ασήμαντο, μια πένα ίσως, και οι άλλοι υπάλληλοι του έβαλαν λουλούδια στο γραφείο επειδή εκείνη τη Δευτέρα έκλεινε εικοσιπέντε χρόνια στην επιχείρηση και το είχε ξεχάσει. Πώς να τολμήσει να φύγει;  Τα βράδια αυτής της μέρας είναι ρηχά και πικρά, λες κι είναι κιόλας Δευτέρες. (Άνθρωποι την Κυριακή (1921)).

Το γραφείο (1924) αναφέρεται στα γραφεία από τα οποία περνάει όταν πρόκειται να ταξιδέψει στο εξωτερικό, γκρίζα και άσπρα δωμάτια, με ημερολόγια τοίχου με τα απομεινάρια περασμένων, χάρτινων και σκισμένων ημερών που τα μάσησε με το δόντια του ο Χρόνος, αυτός που κάθε πρωί τρώει μια ημερομηνία ολόκληρη, ενώ ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του χωρίσματος τον κοιτάζει με την λαχτάρα ενός ναυαγού που βλέπει κάποιο πλεούμενο να πλησιάζει το ερημονήσι του. Είναι σαν τον γνωστό σταθμάρχη που βλέπει την ταχεία να περνάει καθημερινά από τον σταθμό του χωρίς να σταματάει. Μέσα του είναι ακόμα ζωντανή η άγια πίστη στο αδύνατο, να ταξιδέψει με υπερταχείες, να φύγει μια μέρα απ’ αυτό το γραφείο· αλλά ο συγγραφέας είναι βέβαιος πως, αν ξανάρθει είκοσι χρόνια αργότερα, σ’ αυτό το γραφείο θα βρίσκεται ο ίδιος μεσόκοπος υπάλληλος και καινούργιο μελάνι θα φτιάχνει κρούστες στα τοιχώματα των μελανοδοχείων.

Κοιτάζοντας το Μαγδεβούργο (1931) φτάνει πριν από τα μεσάνυχτα, με μια ψιλή βροχή επίμονη και ασταμάτητη και σκέφτεται, όσα περισσότερα ζει κανείς τόσο λιγότερο εμπιστεύεται τις αισθήσεις του. Πίσω από τις εντυπώσεις που σου δίνουν τα πράγματα, μαντεύεις μια μυστική, κρυφή αλήθεια και φοβάσαι μην την πληγώσεις. Στην ξένη πόλη (1921) θλίβεται με τα κτίρια που τα στοιχειώνει ακόμα η ψυχή του αρχιτέκτονα, επειδή έχουν συμβιβαστεί – αναγκάστηκαν να υποταχθούν στις γελοίες ανάγκες της ύπαρξής τους και τελικά προσαρμόστηκαν στην αυστηρή πρακτικότητα. Είναι το σύμβολο της απόστασης ανάμεσα σε αυτό που ήθελαν οι αρχιτέκτονες να κτίσουν και σ’ αυτό που τελικά έχτισαν.

Μπήκα σ’ ένα νοσοκομείο που μύριζε κάμφορα και ιώδιο, σαν όλα τα νοσοκομεία του κόσμου. .. οι άρρωστοι βογκούσαν με τόσο γνώριμους ήχους που μου φάνηκε πως ήμουν στον τόπο μου. Φαίνεται πως οι άνθρωποι μιλούνε ξένες γλώσσες, μόνο όταν …έχουν την υγεία τους, σκέφτηκα. Ο πόνος είναι μεγαλύτερη, η θριαμβεύτρια Διεθνής. Κι η έκφρασή του κατανοητή παντού, σαν την μουσική. [σ. 299-300]

Είναι, βέβαια, σπαρταριστός ο τρόπος που αυτός ο μανιώδης ταξιδιώτης γράφει για τον «ρομαντισμό» του ταξιδιού (1926)· και μόνο τα εισαγωγικά δηλώνουν την πρόθεσή του. Σταχυολογώ τα ελάχιστα: Η χαρά που νιώθει κανείς πριν από ένα ταξίδι είναι πάντα μικρότερη από τον εκνευρισμό που το ταξίδι τελικά προκαλεί. Τα καθίσματα είναι τόσο τέλεια σχεδιασμένα ώστε τα γόνατά μας να ακουμπούν τα γόνατά των άλλων. Δεν μπορούμε να ανοίξουμε τα μάτια, αν το κάνουμε θα βρεθούμε να κοιταζόμαστε. Η λεγόμενη μουσική των τροχών φτάνει σαν σφυροκόπημα. Οι σταθμοί είναι σπάταλα ψηλοτάβανοι και ευρύχωροι αλλά οι πόρτες που οδηγούν έξω πάντα λίγες και στενές. Στην εποχή του ραδιοφώνου εξακολουθούμε να ελέγχουμε τα εισιτήρια τρυπώντας χαρτονάκια! (Πού να γνώριζε ότι και εβδομήντα χρόνια αργότερα στα εκατό περίπου ταξίδια μου με τραίνο ακριβώς έτσι ήταν και τα δικά μας εισιτήρια). Στους σταθμούς δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις τουαλέτες και όταν το τρένο κινείται όλες είναι κατειλημμένες. Τα σκυλιά δεν επιτρέπονται στα βαγόνια αλλά για τους φλύαρους επιβάτες, ωστόσο, δεν προβλέπονται φίμωτρα. Το κείμενο μάλιστα ακολουθεί ένα Υ.Γ. του αρχισυντάκτη, πως είναι σε θέση να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες ότι ο αρθρογράφος παρ’ όλα αυτά σπάνια βρίσκεται σπίτι του, προτιμώντας να ταξιδεύει

Συνταξιδεύοντας με μια ωραία κυρία (1926), αποφασίζει να λύσει την αμηχανία της που δεν έδωσε φιλοδώρημα στον βαστάζο και τελικά το έκανε εκείνος, και να την λυπηθεί αλλά δεν τα καταφέρνει μιας κι έχει εξαντλήσει τα περιθώρια του οίκτου στον εαυτό του. Αργότερα αμφότεροι υποκρίνονται πως κοιτάζουν έξω στην φύση, δηλαδή διαφημιστικές ταμπέλες, φυλάκια, ράμπες και τηλεγραφόξυλα. Θα ζήλευε, μάλιστα, όποιον άντρα είχε την τύχη να συνταξιδεύει με τέτοια όμορφη γυναίκα, αλλά ώρα που ο άντρας αυτός ήταν ο ίδιος, δεν ένοιωθε την παραμικρή ζήλεια. Σε κάθε περίπτωση, στα ταξίδια είναι πρόθυμοι να προσφέρουν στους πάντες αζήτητες συμβουλές και οι φύλακες των συνόρων που σπαταλάνε την ώρα των άρτι αφιχθέντων μελετώντας διεξοδικά τα διαβατήριά τους.

Ασφαλώς δεν είχε άδικο ο Joseph Brodsky που έγραψε πως σε κάθε σελίδα του Ροτ υπάρχει ένα ποίημα. Προσωπικά διαλέγω τις φράσεις για ένα αντρικό πρόσωπο που έμοιαζε φωτισμένα από μέσαλες κι άναψε κάποιος κερί στο στόμα του, λες κι είναι το κεφάλι του φανάρι στη γιορτή του μεσοκαλόκαιρου κι ένα γυναικείο, λες και το πρόσωπό της ήταν μόνο περίγραμμα και τελικά μπορεί και να μην υπήρχε, μπορεί κάποιος να την είχε σκιτσάρει με ανοιχτό καφέ μολύβι σε μαλακό χαρτί. Από την άλλη, άλλα τόσα κομμάτια του θα μεταπλάθονταν σε έξοχα διηγήματα, όπως το Πρωί στην διασταύρωση των γραμμών (1927). Η κοπέλα που στον μπουφέ του σταθμού πλένει ποτήρια τον ρωτάει αν πηγαίνει μακριά και, εντελώς απρόσμενα, αν θα την έπαιρνε μαζί του κι αυτός δεν καταφέρνει να απαντήσει αμέσως. Πιθανότατα κάνει την ίδια ερώτηση κάθε πρωί, δυνατά ή από μέσα της, σε οποιονδήποτε συμπαθητικό άντρα που περιμένει εδώ το τρένο του για κάπου μακριά. Κι εκείνος σκέφτεται ότι θα ήθελε να είναι πιο μεγάλος στα χρόνια, για να δικαιολογηθεί η δειλία του. Και τελικά δεν την παίρνει μαζί του, απλώνει όμως το χέρι του να την χαιρετήσει. Αυτή σκουπίζει τα δικά της στην ποδιά της κι είναι αυτή η κίνησή της η παραδοχή της παραίτησής της. Δεν την κοιτάζει στα μάτια, κοιτάζει κιόλας τις ράγες, αλλιώς θα έπρεπε να φιληθούν. Φοβόμαστε επειδή είμαστε κουτοί, δειλοί και προσγειωμένοι στην πραγματικότητα.

Πλήρης τίτλος: Τα χρόνια των ξενοδοχείων. Περιπλανώμενος στην Ευρώπη ανάμεσα στους πολέμους. Εκδ. Άγρα, 2019, σελ. 219, μτφ. Μαρία Αγγελίδου, εισαγωγή, επιλογή κειμένων και μικρό βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα: Michael Hofmann. Περιλαμβάνονται δισέλιδος χάρτης, δυο ολοσέλιδες μαυρόασπρες φωτογραφίες του συγγραφέα και ένα σκίτσο του Bil Spira [Willy Freier] [The Hotel Years – Wanderings in Europe between the wars, 2015

Ντίνος Σιώτης – Τετράδια Αμερικής: Περιπλάνηση στην Αμερική του πολιτισμού και της πολιτικής.

Σύνοψη ενός αχανούς πολιτικού και πολιτιστικού σύμπαντος

Κείμενο δημοσιευμένο στην Εφημερίδα των Συντακτών (Σάββατο, 14 Ιουνίου 2025)

Υπάρχουν, λοιπόν, συγγραφείς η προσωπικότητα και το έργο των οποίων είναι άρρηκτα δεμένα με έναν ευρύτερο τόπο, όχι μόνο με την γεωγραφική αλλά και την πολιτισμική σημασία. Για τον Ντίνο Σιώτη, που εξαρχής δεν αρκέστηκε στην ιδιότητα του λογοτέχνη, αλλά έγινε και δοκιμιογράφος, κριτικός, εκδότης βιβλίων, δημιουργός λογοτεχνικών περιοδικών και δημοσιογράφος, αυτός ο τόπος είναι η Αμερική και ιδίως οι Ηνωμένες Πολιτείες της· εκεί έζησε, δημιούργησε, έγραψε και κατέγραψε για είκοσι οκτώ χρόνια. Και για όλους εμάς που τον διαβάζαμε στις εφημερίδες και τα περιοδικά, φροντίζοντας να κρατάμε τα αποκόμματα σε φακέλους και ντοσιέ, για να μη χαθεί με τα φύλλα της επικαιρότητας η ιδιαίτερη, αξιανάγνωστη γραφή του, μοιάζει σχεδόν αδιανόητο το γεγονός ότι στον παρόντα τόμο περιλαμβάνονται εκατοντάδες από εκείνα τα κείμενά του που έχουν σχέση ακριβώς με τον συγκεκριμένο τόπο. Εισερχόμαστε λοιπόν με τεταμένο ενδιαφέρον σε τούτο το χάρτινο αρχιτεκτόνημα και διαπιστώνουμε την τρίκλιτη μορφή του, σαν κτίσμα πολύτιμης γνώσης και εμπειρίας· σε αντίθεση, όμως, με τις καθιερωμένες βασιλικές, τα τρία μέρη δεν είναι ανεπτυγμένα κάθετα αλλά οριζόντια, με τρόπο που το ένα να αποτελεί είσοδο στο άλλο. Οι αντίστοιχες επιγραφές είναι εύγλωττες και ο παραλληλισμός απολύτως κατάλληλος: Inferno, Purgatorio, Paradiso.

Τα κείμενα του «Ηφαιστείου» αποτελούν το βάπτισμα του πυρός στην διακεκαυμένη ζώνη μιας χώρας όπου σε μεγάλο βαθμό κυριαρχούν η πολιτική παρακμή, οι κοινωνικές ανισότητες και η εξαθλίωση της καθημερινής ζωής. Πώς κατασκευάζεται ο ρόλος που έχει προσδιορίσει για τον εαυτό της η υπερδύναμη του πλανήτη, ποιες είναι πλείστες μορφές του φασισμού της χριστιανικής Δεξιάς, πώς καταφέρνουν οι  τηλευαγγελιστές και διεκδικούν ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι, πως προσωποποιούν οι εκάστοτε Πρόεδροι και ανώτατοι αξιωματούχοι την εξουσία της γοητείας και την γοητεία της εξουσίας, ποιο είδος λαγνείας κυριαρχεί στο συλλογικό φαντασιακό των αμερικανών πολιτών; Καθώς ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου αφορά κριτικά σημειώματα για εξαιρετικά ενδιαφέροντα δοκιμιακά βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία είναι αμετάφραστα στη γλώσσα μας, αντιλαμβάνεται κανείς την πρόσκλησή μας σε έναν κόσμο πλούσιας πολιτικής σκέψης και στοχασμού. Για παράδειγμα, πως να προσπεράσει κανείς βιβλία όπως το Νοτιοαμερικανικά Μπλουζ – Ένα ταξίδι μέσω της φτώχειας προς τη δημοκρατία του Ερλ Σόρις, όπου ο συγγραφέας του συναντά εκείνους που ζουν σε τρέιλερ και χαμόσπιτα, ασκούν ή υφίστανται βία, υποφέρουν από ψυχικές ασθένειες και πλείστες εξαρτήσεις και ζουν σε οικογένειες χαραγμένες από σεξουαλική κακοποίηση; Η προτεινόμενη λύση, να αποκτήσουν «πολιτική», με την συμμετοχή τους στα κοινά και την επανασύνδεση με την δημόσια ζωή, δεν αμφισβήτησε μόνο τις πατροπαράδοτες ερμηνείες της φτώχειας αλλά είχε και ως πείραμα απρόσμενα αποτελέσματα, καθώς πλείστοι εξ αυτών κατέληξαν να σπουδάζουν και εν γένει να έχουν αλλάξει ριζικά την ζωή τους.

Ο διαχρονικός χαρακτήρας των κειμένων είναι άξιος αναφοράς, καθώς μπορεί μεν να γράφτηκαν σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, αλλά μοιάζουν να αφορούν το σήμερα σχεδόν περισσότερο από το χθες. Ενδεικτική περίπτωση αποτελεί η «Τελευταία ευκαιρία για μια λευκή, Χριστιανική Αμερική» και το συγκαλυμμένο πρόταγμα του τότε για πρώτη φορά υποψηφίου Ντόναλντ Τραμπ αλλά και της μεγάλης στρατιάς των νεοσυντηρητικών, που μιλούσαν και μιλάνε για την μεγάλη πλειοψηφία της λευκής εθνικής ταυτότητας και τον παραμερισμό των μαύρων, των μουσουλμάνων, των ασιατών και των απιστοποίητων μεταναστών, με δυο λόγια των μειονοτήτων που αν συναθροιστούν, εκείνες είναι που αποτελούν την νέα αμερικανική πλειονότητα· εκείνων που ξεχνούν πως στις Ηνωμένες Πολιτείες κανείς δεν είναι ξένος, επειδή όλοι είναι ξένοι. Μπορεί κανείς, αναρωτιέται ο Σιώτης, να αρνηθεί ότι η Αμερική θριαμβεύει ακριβώς χάρη στη μεγάλη ώθηση που της δίνουν οι μετανάστες με τις διαφορετικές γλώσσες και κουλτούρες τους; Μπορεί κανείς να την φανταστεί χωρίς Ιταλούς, Ιρλανδούς, Εβραίους, Έλληνες, Ασιάτες ή Λατινοαμερικανούς;

Το πέρασμα στο «Καθαρτήριο» σημαίνει την αποδοχή της ελπίδας μέσα στον ζοφερό της κόσμο και την ικανότητα «ακροβασίας ανάμεσα στο καλό και στο κακό». Ποια είναι τα όπλα του ανυπεράσπιστου πολίτη αν όχι ο ίδιος ο πολιτισμός και η πνευματική ζωή που θα τον ωθήσει σε σκέψη και δράση; Αναμφίβολα η κοινή γλώσσα της ποίησης μπορεί να αποτελέσει έναν σχετικό πυλώνα, όταν διαχυθεί μέχρι τον τελευταίο πολίτη και ως τον ύστατο δημόσιο τόπο – πρόκειται, άλλωστε, για ένα πεδίο που ο συγγραφέας γνωρίζει καλά, καθώς αποτελεί ένα μανιώδη συντελεστή αυτής ακριβώς της δράσης και στα καθ’ ημάς. Η επικράτηση του «φυσικού» βιβλίου σε σύγκριση με το ηλεκτρονικό αλλά και η εξαφάνιση των μικρών βιβλιοπωλείων από τις διαδικτυακές υπεραγορές, η επίδραση των παλαιότερων λογοτεχνικών περιοδικών και η ευκαιρία των σύγχρονων, καθώς και τα νέα εκδοτικά ήθη γενικότερα που διασταυρώνονται με τα αντίστοιχα τεχνολογικά, αποτελούν όλα δρόμους όπου περισσότερο ή λιγότερο καλούμαστε να επιλέξουμε ή, έστω, να αντισταθούμε.

Τελικά ακόμα και στην κόλαση της σύγχρονης ζωής, που προφανώς δεν περιορίζεται στα αμερικανικά χωρικά ύδατα, υπάρχει ο «Παράδεισος»· κι αυτός δεν βρίσκεται σε κάποιο αόριστο επέκεινα αλλά στον ίδιο τον πολιτισμό, από την λογοτεχνία και την φιλοσοφία ως την μουσική και τις τέχνες και φυσικά στα πρόσωπα που τα διακονούν. Από τον ενενήντα ετών αγωνιστή Λόρενς Φερλινγκέτι που ως δημόσιο πρόσωπο ήταν παρών σε οτιδήποτε προοδευτικό, τοπικό ή παγκόσμιο, είτε αφορούσε την έξωση ηλικιωμένων Κινέζων από ερειπωμένο ξενοδοχείο της Τσάιναταουν για να γίνει ουρανοξύστης, είτε Μεξικανούς εργάτες γης που προσπαθούσαν να φτιάξουν συνδικάτο, είτε τους αγώνες εξόριστων από χώρες της Λατινικής Αμερικής που μάχονταν τη χούντα στην πατρίδα τους, μέχρι τους σύγχρονους εκδότες, διανοητές και συγγραφείς, με τους οποίους ο Σιώτης συνομιλεί απευθείας μαζί τους ή με το έργο τους, ο πνευματικός κόσμος μπορεί πράγματι να αντισταθεί απέναντι στην βαρβαρότητα των καιρών.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παραβολή του συγγραφέα όσον αφορά την δύναμη της λογοτεχνίας, με αφορμή το βιβλίο του Ντον Ντελίλο Underworld. Καθώς το μυθιστόρημα αφορά ό,τι θάβουμε ή προσπαθούμε να θάψουμε και όσα σπρώχνουμε στο υποσυνείδητο και στην αθέατη πλευρά της ζωής μας, η σύνδεση είναι αναπόφευκτη: μπορεί ο κόσμος της επιφάνειας να μην παύει να δημιουργεί έναν άλλο κόσμο, κάτω από το έδαφος, τον κάτω κόσμο με ό,τι αποβάλλει, απορρίπτει και θεωρεί άχρηστο, όμως, όπως η μνήμη, έτσι και αυτά τα απόβλητα δεν παραμένουν ακίνητα και στατικά, αλλά εξακολουθούν να έχουν την δική τους υπόσταση· και όπως η ιστορία, έτσι και το παρελθόν ποτέ δεν θάβεται μια και καλή, αλλά επανέρχεται συνήθως για να μας ενοχλεί. Η σύγχρονη γραφή οφείλει να είναι πάντα ανασκαφική και ενοχλητική.

Σε αυτόν τον σπάνιο σύλλαβο άρθρων, ανταποκρίσεων, επιστολών, ταξιδιογραφημάτων, κριτικών, σημειώσεων, συνομιλιών, σύντομων δοκιμίων και εξομολογήσεων, διεσπαρμένων σε πλήθος εντύπων και ενθέτων από το 1973 μέχρι το 2022, ο άλλοτε χίπης των αρχών της δεκαετίας του ’70 και αργότερα Σύμβουλος Τύπου στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Οτάβα και στα προξενεία της Ελλάδας στο Σαν Φρανσίσκο, στη Νέα Υόρκη και στη Βοστόνη, διατηρώντας το αναλλοίωτο, ασυμβίβαστο βλέμμα του και την ιδιότητα ενός ακτιβιστή του πολιτισμού, έχει τον δικό του τρόπο γραφής: οι λέξεις δεν περισσεύουν, μόνο εστιάζουν στον πυρήνα του θέματος· τα κείμενα, ακαριαία και πυκνά, μοιάζουν με διηγήματα που αποστάζουν το καίριο και ανοίγουν ένα μικρό παράθυρο σε μια μεγάλη εικόνα. Είναι, άλλωστε, ένας ποιητής που γνωρίζει καλά την τέχνη της αφαίρεσης, ακριβώς το στοιχείο που καθιστά και τις κριτικές του ευσύνοπτες και πλήρεις. Είναι δυνατόν ο στοχασμός και ο σκεπτικισμός να συνυπάρχουν με την αισιοδοξία και τις εναλλακτικές προτάσεις; Σε ετούτο το ολοκληρωμένο σύμπαν, είναι.

Εκδ. Καστανιώτη, 2023, σελ. 573. Πρόλογος Νάνου Βαλαωρίτη, εισαγωγή Αγγελικής Κορρέ. Περιλαμβάνονται φωτογραφικό ένθετο και ευρετήριο.

Στις φωτογραφίες, ο Ντίνος Σιώτης: 1. Στην Σάντα Μόνικα, 2. Με τον Κώστα Ταχτσή, 3. Με τον Νικόλαο Κάλλας [1978], 5.  Στο γραφείο Τύπου στη Νέα Υόρκη [1988]. Ευχαριστώ και από εδώ τον συγγραφέα για το μοίρασμα προσωπικών φωτογραφιών από το αρχείο του. Στη τέταρτη φωτογραφία ένα προσωπικό γράμμα του Λώρενς Φερλινγκέτι.

Ο σύνδεσμος προς το κείμενο της εφημερίδας εδώ.