Μια ατέλειωτη θερινή πενταετία

Κείμενο δημοσιευμένο στο περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 82 (καλοκαίρι 2025), αφιέρωμα «Ματιές στο Αιγαίο».

1. Α. Σύρος, 1992. Το 1992 με βρήκε από μήνες κομματιασμένο ανάμεσα σε απαιτητικές εργασίες για ένα μεταπτυχιακό της Ιστορίας του Δικαίου, σε μανιώδη διαβάσματα για τις κατατακτήριες εξετάσεις στο τμήμα Αρχαιολογίας και σε βραδινή δουλειά ως μπάρμαν στον Ερωδό, ένα υπόγειο καφέ μπαρ στην Θεσσαλονίκη, ενώ χωρίς σταθερή στέγη ζούσα από εδώ κι από εκεί, σε μια ερειπωμένη μονοκατοικία στην Άνω Πόλη, στο ξενοδοχείο Πέλλα απ’ όπου είχε αρχίσει η καριέρα μου στην πόλη και σ’ ένα διαμέρισμα στην οδό Φιλίππου για τρεις μήνες. Η άνοιξη έμπαινε επισήμως όταν πήρα την απόφαση να τα παρατήσω όλα και να δοκιμάσω να ζήσω στο Αιγαίο. Θα άφηνα τα πράγματά μου σ’ ένα φτηνό δωμάτιο ενός μοιρασμένου δυαριού, θα έπαιρνα μαζί μου όσα βιβλία χρειαζόμουν και άλλα τόσα λογοτεχνικά, και θα έβρισκα σίγουρα δουλειά ως ισορροπιστής δίσκων και κατασκευαστής οινοπνευματωδών κόσμων. Ως τίμημα, εκτός από μια πιθανότατη οικονομική καταστροφή, θα έχανα δια παντός την θέση μου στον Ερωδό, που ως τότε με έθρεφε επί τετραετία.

Ανάμεσα σε πολλές υποψηφιότητες η Σύρος ήταν η πιο σαγηνευτική, καθότι διχασμένη, ή, ευγενέστερα, διαμοιρασμένη σε δυο είδη αρχιτεκτονικής – μια πολύχρωμη νεοκλασική και μια κατάλευκη παραδοσιακή αλλά και δυο μεταφυσικά δόγματα, ως προς τα οποία, μανιώδης των θρησκευτικών τελετουργικών ιδίως αν πρόκειται για λιτανείες, επιθύμησα να ασκήσω συγκριτική παρατήρηση των Ορθόδοξων και Καθολικών ιεροπραξιών της Μεγάλης Εβδομάδος. Άλλωστε, ύστερα από πολυετή θητεία στις ιταλικές ταινίες, από τους Ταβιάνι και τον Ρόζι ως τον Μονιτσέλι και τον Μπελόκιο, με τις περιφορές των αγαλμάτων και τα σάουντρακ με τις αναμείξεις χορωδιών, θείων λειτουργιών και έξοχων μουσικών θεμάτων, διέθετα την απαιτούμενη πιστοποίηση για μια επί του πεδίου μελέτη, δημοσιεύσιμη στο έντυπο που ποτέ δεν αρνείτο την συνεργασία μου (δεν υπήρχαν τότε τα (δε)κατα): το ημερολόγιό μου.

Στις 17 Απριλίου, Παρασκευή που ο Λάζαρος βρισκόταν ακόμη στο σπήλαιό του, επιβιβάστηκα με την Άλφα (που οικειοθελώς ακολούθησε τον σαλό στην πελαγοδρομία του, αφήνοντας και εκείνη διάφορα πίσω, αν και όχι τόσο κρίσιμα) στον Άνεμο, το μοναδικό καράβι που διέγραφε τροχιά από τον λιμένα της Θεσσαλονίκης ως τους θαλασσοδαρμένους ομοίους του στα «νησιά». Την στιγμή που περιδέναμε το μηχανάκι της στο γκαράζ, φορτωμένο με αποσκευές όπου συμπιέστηκαν τα στοιχειώδη μηνών, αντιλήφθηκα το μεγάλο μου άλμα μαζί με το αναπόφευκτο κενό από κάτω. Η Άλφα, όπως πάντα, γελούσε γάργαρα και ασκότιστα.

Η αρχική ναυτία της απόδρασης μετριάστηκε όταν με κάλεσαν στο αρχηγείο τους ο καπετάνιος και διάφοροι άλλοι βαθμοφόροι. Τους γνώριζα από τον Ερωδό, όπου περνούσαν ένα βράδυ την εβδομάδα στην πόλη, πίνοντας άλλες θάλασσες – τους περιποιόμουν συχνά υπέρ του δέοντος, με τον απεριόριστο σεβασμό που έτρεφα προς οιονδήποτε θαλάσσιο εργάτη, με συνέπεια να φεύγουν τρεκλίζοντας· με είδαν στο πλοίο και θέλησαν να μου το ανταποδώσουν. Αλλά το μικρό τους γραφείο με έπνιγε – ούτε βότκα ήθελα ούτε καμπίνα. Δε με χωρούσε ο τόπος, ήμουν ήδη αλλού. Η Άλφα, μάλιστα, έτσι όπως, αναζητώντας με, μας είδε να δίνουμε τα χέρια, ανησύχησε ότι τελικά συμφώνησα να εργαστώ ως μπάρμαν στην πρώτη θέση ή στο κατάστρωμα με τις τυρόπιτες, και θα έβλεπε το Αιγαίο μόνο αφ’ υψηλού – ένδειξη ότι με είχε ικανό για οτιδήποτε.

Οι παλαιοί θα θυμούνται ότι ο μοναδικός τρόπος να εξασφαλίσει κανείς ένα αναψυκτικό κατάλυμα ήταν να γνωρίζει κάποιο σχετικό τηλέφωνο και να υπάρξει η εκατέρωθεν καλή πίστη. Ως συλλέκτης διαφημιστικών φυλλαδίων του ΕΟΤ,  αλιευμένων από εκθέσεις και τουριστικά γραφεία, μόνο και μόνο για να τα χαζεύω (και να συνομιλώ με τις υπαλλήλους), είχα τα απαραίτητα στοιχεία και τελικά έκλεισα απεριόριστο χρόνο στο ξενοδοχείο Europe, επειδή είχα διαβάσει πως διέθετε αίθριο, στο οποίο είχα ήδη σχεδιάσει να μελετώ την Πάπισσα Ιωάννα, στην γαλάζια έκδοση του Γαλαξία, εναλλάξ με τα ανεμίζοντα μαλλιά και τους αποκαλυπτόμενους ώμους της Άλφα, καλλιεργώντας μου ένα νέο γλωσσικό αισθητήριο, ώστε με την συνδρομή και της λεξιλογικής περιουσίας του Εμμανουήλ Ροΐδη, να συγγράψω την Ψυχολογία Συριανού Εραστή, όπως αυτός συνέγραψε την του Συζύγου. Στην ρεσεψιόν του πράγματι ωραίου ξενοδοχείου με περίμενε ανέλπιστο δώρημα: μια σειρά τευχών από τα Συριανά Γράμματα, πλήρη λογοτεχνικών και ιστορικών κειμένων. Περιχαρής δανείστηκα μερικά, προς έκπληξη αμφοτέρων των γυναικών, και μπήκαμε στο δωμάτιο που διέθετε ένα μόνο μικρό παράθυρο αλλά προς την Άνω Σύρο (αν έστριβες το κεφάλι όλο δεξιά), η οποία, ως γνωστόν, κατακλέβει εντυπώσεις. Στα κρεβάτια εκείνου του δωματίου κοιμόμασταν ή συμμειγνυόμασταν με την αίσθηση πως λικνιζόμαστε επί θαλάσσης, παρενέργεια, προφανώς, της εικοσάωρης διαβίωσης σε πλέοντα καταστρώματα, η οποία μάλιστα κράτησε περισσότερο από το αναμενόμενο.

Εκείνο το αίθριο πράγματι απέκτησε περίοπτη θέση στην επίλεκτη τοπογραφία των περιπλανήσεών μου: το βοτσαλωτό δάπεδο, τα πορτοκαλί μαλακά καθίσματα δεκαετίας εβδομήντα, το μεγαλοβδομαδιάτικο καμπάνισμα του Ναού της Κοιμήσεως που βρισκόταν ακριβώς δίπλα και οι αναγνώσεις της Οκτάνας του Ανδρέα Εμπειρίκου προς την Άλφα, η οποία, εννοείται γελώντας, έλεγε πως δεν καταλαβαίνει τίποτα (λες και έχει σημασία να καταλαβαίνεις!), όλα συνέθεταν υψιπετή εμπειρήματα, με μια μικρή όμως σκιά. Ο παραπάνω ναός διέθετε έναν σπάνιο πίνακα του Ελ Γκρέκο που δεν πήρα είδηση, καθώς σε εποχές αδικτύωτες, οι πληροφορίες κρύβονταν κυρίως σε εγκυκλοπαίδειες κινητές ή ακίνητες. Όταν το έμαθα ήμουν ήδη στο μέλλον.

Ο συριανός βίος, και ενώ δεν σταματούσαμε να αναζητούμε σπίτι και δουλειά εξαμήνου χωρίς αποτελέσματα, μου επιφύλασσε πλείστες πνευματικές και, κυρίως,  θεολογικές συγκινήσεις που ανταμείβουν κάτι δύσπιστους σαν κι εμάς με το ύστατο δώρο της αισθητικής αλλά και μιας αγνώστου προέλευσης πνευματικής έξαψης. Για να εξαγοράσω την απουσία μου από το μεταπτυχιακό είχα δεσμευτεί ότι θα βρω και θα ερευνήσω αυτοπροσώπως παλαιότατα αιγαιακά έγγραφα και οι καθηγητές μου το είχαν πιστέψει. Το είχα πιστέψει όμως κι εγώ, κι έτσι ένα πρωί βρέθηκα στο υψηλότερο σημείο της Άνω Σύρου, όπου η καθολική Μητρόπολη του Αγίου Ιωάννη και το οίκημα της Καθολικής Αρχιεπισκοπής λούζονταν σε ολοσχερές φως. Ο επίσκοπος Φραγκίσκος δεν με δέχτηκε απλώς στο γραφείο του αλλά και με κατέστησε ισότιμο συνομιλητή περί παντός επιστητού. Μου χάρισε βιβλία και αγόρασα ορισμένα ακόμα σχετικά με την συνάντηση ταγμάτων, μοναχών και νησιωτών σε εκείνα τα πετρώδη μέρη και τους άλλους ξηρότοπους του Αιγαίου. Προσφέρθηκε, μάλιστα, να μου δώσει και χάρτη των καθολικών ναών της Άνω Σύρου αλλά προτίμησα να τους ανακαλύψω μόνος ή ζευγαρωτός, πάντως ιδιωτικώς. Και πράγματι, τον Άγιο Πρόδρομο των Καπουτσίνων, συμπτωματικώς βαμμένο στο χρώμα του καφέ, και την Παναγία Καρμέλα των Ιησουιτών, με κάτι αδιανόητους πίνακες θεολογικής ζωγραφικής στα ενδότερα, τους βρήκα τυχαία και σε απογευματινή λειτουργία. Επιτέλους, πρωταγωνιστής στην ιταλική μου ταινία.

Όμως, όμως. Ένα πρωί, στο μεταίχμιο ύπνου και ξυπνήματος, χτύπησε το τηλέφωνο και η Άλφα με περισσή έκπληξη άκουσε «Καλημέρα σας, Καθολικός Επίσκοπος Σύρου, τον κύριο Σκουζάκη παρακαλώ». Με προσκαλούσε να συζητήσουμε «κάτι σημαντικό». Η Άλφα δεν μου το συγχώρεσε ποτέ και για χρόνια έλεγε «εγώ ζούσα το ρομάντζο μου αλλά η πρώτη φωνή που άκουγα τα πρωινά ήταν του Επισκόπου» (καθότι οι κλήσεις συνεχίστηκαν). Ανέβηκα τα εκατοντάδες σκαλοπάτια και ήμουν ακόμα λαχανιασμένος όταν μου ανακοίνωσε πως έχει ένα πακέτο εγγράφων που ίσως με ενδιαφέρει. Επρόκειτο για γραπτές πηγές που αποδείκνυαν πως ουδέποτε υπήρξε σχίσμα εκκλησιών στο νησί. Το θέμα σηκώνει μεγάλη κουβέντα· σε κάθε περίπτωση έτσι ακριβώς τέθηκε. Όμως τα χρήματα τελείωναν, ο καιρός περνούσε και έτσι όπως δεν βρίσκαμε τα δυο απαραίτητα για να μείνουμε στο νησί και κινδυνεύαμε με την ταπείνωση της επιστροφής, η άρνησή μου ήταν αναπόφευκτη. Μερικούς μήνες μετά, βρήκα ένα σχετικό άρθρο όχι σε κάποιο επιστημονικό περιοδικό αλλά στο … Έψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας. Υποθέτω ο επίσκοπος δεν κρατιόταν και το έδωσε στον πρώτο εύκαιρο.

Μια ισχυρώς εντυπωμένη εικόνα ανοίγει μέσα στο καυτό μεσημέρι, όπου είχα ραντεβού με τον πατέρα Δημήτριο, του τάγματος των Καπουτσίνων. Τον είδα να έρχεται από το βάθος του στενού, με πρόσωπο όμοιο, ω της συμπτώσεως, με του συγγραφέα της Οκτάνας και με το σκούρο καφέ ένδυμά του, κουβαλώντας σε κάθε ώμο από μια δωδεκάδα κουτάκια μπύρες. Προσφέρθηκα να τον βοηθήσω αλλά αρνήθηκε, παρατηρώντας μόνο ότι σήκωνε και τις δυο ακριβώς για να ισορροπεί. Το δωμάτιο με το γραφείο του κρεμόταν κυριολεκτικά πάνω από το σοκάκι, κτισμένο σαν γέφυρα, δίνοντας μια μόνιμη αίσθηση αιώρησης, που προφανώς ενίσχυαν οι μεσημβρινές μπύρες – οι δικές μου, γιατί αυτός ήταν εγκρατής. Μου πρότεινε κι εκείνος μια σειρά εγγράφων, λιγότερο περιπετειώδη, πάντως ικανά να με ταξιδέψουν μερικές αιώνες πίσω, ακόμα και σε κάτι περίεργα, περιπετειώδη όνειρα.

Θυμάμαι καλά την τυφλή εμπιστοσύνη ενός νεαρού που έτρωγε δίπλα μας το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου στην Κατώγα του Βαμβακάρη, στην Άνω Σύρο. Όταν διαπιστώσαμε ότι κανείς μας δεν κρατούσε χρήματα και στρέψαμε στο κεφάλι μας τριγύρω στο υπόγειο για σωτηρία, του εξηγήσαμε την κατάσταση και χωρίς δισταγμό μας δάνεισε χρήματα που του τα επιστρέψαμε την επομένη. Θυμάμαι, επίσης, τον χαιρετισμό που απηύθυνα καθημερινά στον Γεώργιο Σουρή, που κρυβόταν πίσω από κάτι θάμνους στην μεγάλη πλατεία της Ερμούπολης, μπροστά από το κτίριο της Βιβλιοθήκης, κάνοντας την προτομή, αλλά και στον χάλκινο Βελισσάριο Φρέρη, σ’ ένα μικρό ξέφωτο της Άνω Σύρου, ήδη εξέχουσες γνωριμίες χάρη στις συστατικές επιστολές παππού και γιαγιάς, εναλλάξ αντίστοιχα, επιβεβαιώνοντας ότι μπορεί οι πρόγονοι να βρίσκονται παντού, αρκεί να τους καλέσουμε, αλλά ενίοτε καταφτάνουν με δική τους πρωτοβουλία. Τελικά η αναχώρηση ήταν αναπόφευκτη και συντετριμμένος άφησα ένα τέτοιο νησί ανεξερεύνητο.

Β. Θήρα, 1992. Η αναχώρηση για την Σάντα Ειρήνη με τις πλούσιες ευκαιρίες ήταν επιβεβλημένη. Φτάσαμε εν τω μέσω της νυκτός και στο λιμάνι μας υποδέχτηκαν οι κράχτες των ενοικιαζόμενων ανοίγοντας στα μούτρα μας ντοσιέ με πλαστικοποιημένες σελίδες. Ένας, μάλιστα, επέμεινε σε ένα δισέλιδο και όταν τον ρώτησα «γιατί μου δείχνετε χέστρες, κύριε;», μου απάντησε «για να δω πόσο περιποιημένο είναι ακόμα και το μπάνιο». Δεν μας είπε βέβαια ότι ήταν υπόγειο αλλά αυτά είναι τα κόλπα της επιλεκτικής αλήθειας. Την επομένη άρχισα αμέσως τις επισκέψεις στα ξενοδοχεία, και στο πρώτο δεσπόζον επί της καλντέρας, η ευγενής διευθύντρια με προσέλαβε αμέσως ως μπάρμαν ημέρας, άρα περισσότερο θα έφτιαχνα αυγά τηγανητά παρά καμικάζι, ψέλλισα κάνοντας τον θλιμμένο, το απόγευμα όμως θα μπορούσα να μεγαλουργήσω στα κοκτέιλ, αντέτεινε με χαμόγελο, γνώστης προφανώς της ψυχολογίας του ονειροπόλου εργάτη. Μου ζήτησε μάλιστα, αν μπορώ, να της φέρω το τάδε αντικείμενο από την άλλη άκρη του δωματίου, για να δει, όχι αν ανταποκρίνομαι σε ανάλογες προσταγές, όπως νόμιζα, αλλά για να διαπιστώσει αν περπατούσα κανονικά, όπως παραδέχτηκε μετά, καθώς, δεν ήθελε κουτσούς εργαζόμενους! Κι ενώ έφυγα συνοδεία ενός παλιού υπαλλήλου για να μου αγοράσουν ρούχα εργασίας, είχα ήδη μετανιώσει. Η συμφωνία προέβλεπε μηνιαίο μισθό, ενώ εγώ ήθελα πληρωμή με την ημέρα – αφενός γιατί έτσι έβγαιναν περισσότερα, αφετέρου επειδή μπορούσα να φύγω άμεσα σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι που δεν μου άρεσε. Έτσι αυτοαπολύθηκα, προς μεγάλη έκπληξη της κυρίας.

Την μεθεπομένη μας προσέλαβε ένα νεόκτιστο τότε ξενοδοχείο κοντά στη Μητρόπολη, προσφέροντας υπόγεια (πάντα!) δωμάτια για το εκλεκτό ζεύγος, μπάρμαν στην πισίνα ο κύριος, σερβιτόρα η δεσποινίς. Ζήτησα την ημερήσια βάρδια ώστε να έχουμε το βράδυ ελεύθερο, ένας ράφτης πήρε τα μέτρα μου για δυο έξοχα γιλέκα με ψυχεδελικά λαχούρια, ένα πράσινο κι ένα μωβ, και πήγα να επιθεωρήσω το βασίλειό μου: μια πισίνα … άδεια. Θα γέμιζε, «να μην βιάζομαι». Προς το παρόν ετοιμάζαμε και σερβίραμε πρωινό στους ήδη δεκάδες ενοίκους, και εν συνεχεία εξόπλιζα το μπαρ μπροστά στην άνυδρη γούρνα – ένας ήρωας του Αντονιόνι, για να μην πω του Χέρτζογκ – όχι, το λέω! Αργότερα ανέβαινα στο εσωτερικό μπαρ όπου διασκέδαζα με την σύγκρουση των τριών εξουσιών του ξενοδοχείου· του ιδιαιτέρως αγενή γέροντα ιδιοκτήτη, της κόρης που το λειτουργούσε και ενός μάνατζερ που έφεραν από την Αθήνα γιατί κάτι παραπάνω θα ξέρει. Μας δώριζαν λοιπόν, για παράδειγμα, μια γλάστρα, και ο πρώτος μού έλεγε βάλε την στη μέση, αργότερα η δεύτερη έλεγε πήγαινέ την στην άκρη και ο τρίτος εξαφάνισέ την, και τανάπαλιν και κάπως περνούσε η ώρα. Σχολούσαμε αργά το μεσημέρι και φεύγαμε σε ένα ακόμα ενοικιαζόμενο για να φάμε ό,τι είχαμε βουτήξει από τον πλούσιο μπουφέ.

Το νησί μας φαινόταν άγριο – δεν υπήρχε ήσυχο μέρος να ελαττώσουμε τις μηχανές, ένα απόμερο καφενείο, κάποιο αξιοπρεπές μαγειρείο. Όπου τρώγαμε, διάφοροι όρθιοι περίμεναν να τελειώσουμε, κοιτάζοντάς μας εναλλάξ στα μάτια και στα πιάτα· όπου πίναμε μας έπαιρναν τα ποτήρια προτού αδειάσουν. Το κέντρο ήταν θορυβώδες, τα ζαρζαβατικά πανάκριβα. Δοκιμάσαμε να πάμε και στην Ίο απέναντι, όπου βρήκαμε ένα πολύ ωραίο σπίτι που όμως είχε έντονη μυρωδιά τυριού – από κανένα ουζάδικο εκεί κοντά, αποφάνθηκα, ο έμπειρος νησιώτης. Θα φύγει αν αερίσουμε, ανταποφάνθηκε η ευτραφής κυρία. Φεύγοντας ένας πονηρός μας είπε, τελικά δεχτήκατε να μείνετε στο παλιό τυροκομείο;

Το μόνο μπαρ που πραγματικά άξιζε στα Φηρά ήταν η Kirathira με κάτι διονυσιακές τοιχογραφίες κι έναν ασπρομάλλη ιδιοκτήτη που όλοι κοιμότανε πάνω στη μπάρα. Ένα ωραίο βράδυ έπαιζε λάιβ μια τζαζ μπάντα, εμείς είχαμε μόλις γυρίσει από θάλασσα και ως μύωψ είχα ξεμείνει με γυαλιά ηλίου και μυωπίας στο απόλυτο σκότος, μια μπαντάνα στα μαλλιά και μια ριγέ παντελόνα Μοναστηρακίου και λικνιζόμουν για να μην πέσω κάτω από την κούραση. Αργότερα ήρθαν δυο μέλη και με ρώτησαν ποιος μουσικός είμαι («με τέτοια εξαντρίκ εμφάνιση»!) και αν θέλω να τους συνοδεύω σε μερικά λάιβ, γιατί ήθελαν κάποιον να παίζει ορισμένους δίσκους ταυτόχρονα με το σετ τους, κι εκείνοι να τζαμάρουν ανάλογα. Η ιδέα ήταν περίφημη αλλά η συγκυρία ακατάλληλη. Εννοείται πως κοκορευόμουν στην Άλφα για την μέγιστη τιμή, ενώ εκείνη επέμενε πως με δουλεύανε.

Τα δωμάτια της διαμονής μας αργούσαν να φτιαχτούν, και μπροστά στον φόβο ότι μπορεί και να μη μας δίνονταν ποτέ (γνωστή ιστορία) πήραμε την απόφαση να φύγουμε και από αυτό το νησί, ενώ είχαμε κλείσει ήδη σαράντα ημέρες. Για να μη χάσουμε όμως τα χρήματά μας δεν έπρεπε να παραιτηθούμε αλλά να προκαλέσουμε την απόλυσή μας. Ύψωσα στον γέροντα μεγαλοπρεπώς την φωνή μου για την καθυστέρηση των δωματίων μας και το μόνο λεπτό σημείο ήταν αφενός να μην πάθει κανένα έμφραγμα και αφετέρου να μην ξεκαρδιστώ αλλά να κάνω τον καημένο, στον δρόμο προς τους λογιστές. Η Άλφα προτίμησε κάτι ξεγύριστες ειρωνείες και πήρε κι εκείνη την άγουσα για τα αποδυτήρια. Το ίδιο απόγευμα κατεβήκαμε στο λιμάνι και είδαμε τα αυριανά πλοία. Το μόνο δρομολόγιο ήταν για Σίφνο. Σίφνος λοιπόν!

Γ. Σίφνος, 1992. Όταν κατέβαινα στο λιμάνι δεν γνώριζα ότι ξεκινούσε η εξαετία μου στο νησί – από τις πρώτες μέρες θυμάμαι μόνο την έντονη μυρωδιά του θυμαριού, τον ήσυχο Ιούνιο και τους χαλαρούς εργαζόμενους, σα να περίμεναν συνεχώς κάτι, προφανώς την καταιγιστική σαιζόν που όπου να ’ναι έρχεται (τελικά δεν ερχόταν ποτέ, παρά μόνο το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου). Βρήκαμε ένα σπίτι με εξωτερική τουαλέτα για την οποία έπρεπε να βγούμε από την αυλή και να περπατήσουμε λίγο σοκάκι. Η Άλφα θυμόταν συχνά να της λέω πως κρατιέμαι επειδή βαριέμαι να μιλάω με κόσμο. Τα μπαρ είχαν ήδη συμπληρώσει τερματοφύλακες στη μπάρα, επιθετικούς στα τραπέζια και αμυντικούς στη λάντζα, άρα στραφήκαμε στις ταβέρνες, να τρώμε τουλάχιστον τσάμπα. Μια τέτοια στην Απολλωνία μας προσέλαβε αμφότερους, αλλά «να περιμένουμε λίγες μέρες να έρθει κόσμος». Φύγαμε ευτυχείς για την ωραία συγκυρία, λίγες διακοπές ακόμα, γιατί δεν γνωρίζαμε την Εκφραστική των Προσώπων, που ήθελαν να μας προειδοποιήσουν ότι επρόκειτο για απατεώνισσα – γιατί κανείς σε νησί δεν τολμάει να κακολογήσει τον άλλον σε άγνωστο· μόνο σε γνωστό. Πήγαμε μάλιστα και λίγες μέρες Μήλο και Κίμωλο, τρώγοντας βέβαια μόνο φρυγανιές και ντομάτες, μην σπαταληθεί και όλη η Σαντορίνη. Έξι νησιά ως τώρα.

Αρχές Ιουλίου συμφώνησα με τον Σίγμα, ένα αξέχαστο τύπο στο λιμάνι, που λειτουργούσε ένα παγωτατζίδικο-φρουτοσαλατάδικο με καρφωμένη και μια παράνομη μπάρα μπροστά στην άμμο, όπου μια ψηλή ξανθιά Δανέζα εντελλόταν να ποτίζει τους πολιορκητές της σε σημείο να μην μπορούν να πάρουν τα πόδια τους και το κατάφερνε μια χαρά γιατί έτσι είναι οι άντρες, όλο φρούδες ελπίδες. Ο Σίγμα ήταν ο πιο σπινταριστός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ, βασικά ο μόνος που με ξεπερνούσε. Επίσης δεν παρακαλούσε ποτέ για πελατεία – όταν μια κυρία τον ρώτησε με σηκωμένο φρύδι αν είναι φρέσκα τα προϊόντα του, εκείνος της είπε, «όχι μπαγιάτικα και από σήμερα είστε απαγορευμένη στο μαγαζί, θέλω να σας προστατεύσω». Και όντως δεν της ξανάδωσε τίποτα και εκείνη κρυβόταν στη γωνία κι έστελνε κρυφά άλλους. Μαζί μας δούλευε ένα αξιαγάπητο ζεύγος Ισλανδών με τους οποίους σύντομα συγκατοικήσαμε σε νέο σπίτι. Απορώ πως άντεχα καθημερινά επί δυο μήνες να είμαι όρθιος από τις τέσσερις το απόγευμα ως τις δυο μετά τα μεσάνυχτα, αλλά ο κόσμος που ακατάπαυστα περνούσε μπροστά μου (μετά τις οκτώ ο δρόμος έκλεινε για τα αυτοκίνητα) απορροφούσε μαζί με το βλέμμα και την κούραση· τότε κατάλαβα ότι θα μπορούσα να πληρώνομαι μόνο και μόνο για να παρατηρώ τους ανθρώπους και ιδίως τις γυναίκες. Όταν περνούσαν οι άρτι αφιχθέντες τουρίστες, τους φωνάζαμε με θέρμη Welcome to Sikinos!, μόνο και μόνο για να πετύχουμε τον ένα στους είκοσι που άνοιγε έντρομος τον χάρτη του για να δει πώς βρέθηκε στο λάθος μέρος.

Η μόνη δύσκολη στιγμή ήταν όταν τελείωνε μια παλέτα παγωτού και έπρεπε να φέρω μια καινούργια από ένα ψυγείο – ολόκληρο δωμάτιο, όπου έτρεμα μην κλειστώ μέσα, γιατί δεν θα άκουγε κανείς. Ήδη η διαδικασία αναζήτησης της εκάστοτε γεύσης ήταν ζόρικη, έτσι όπως δεν υπήρχαν ετικέτες και τραβούσα το καθένα από το ράφι να διακρίνω από το χρώμα, τυλιγμένος από τους παγωμένους αχνούς. Για να αντιμετωπίσω ευθέως τους εφιάλτες μου είπαμε να κλείσουμε τον Ισλανδό, να δούμε πώς θα αντιδράσει. Περιμέναμε απ’ έξω, ένα λεπτό, δυο, πέντε, οκτώ ατέλειωτα λεπτά, τίποτα. Μπας και πάγωσε; Ανοίξαμε και βγήκε σα να μην τρέχει τίποτα, απλώς τίναζε τους πάγους από πάνω του. «Α, νόμιζα μάγκωσε η πόρτα». Μια άλλη δύσκολη στιγμή ήταν η παραγγελία του παγωτού που ονομαζόταν Σούπερ Σπέσιαλ – πλεονασμός, είπα στον Σίγμα, «πλεονασμός» πρόσθεσε κι αυτός στον κατάλογο μ’ έναν χοντρό μαρκαδόρο. «Ευχαριστημένος;». Έβαζαν όμως πάνω αυτά τα κεράκια που στραφταλίζουν και δεν μου άρεσε καθόλου που όλοι στα εξωτερικά τραπέζια με κοιτούσαν ως ζογκλέρ ή καντηλανάφτη. Συνεπώς, όποτε μου το ζητούσαν έλεγα «τελείωσε». Θυμάμαι το παράπονο τον άλλου σερβιτόρου, ότι μόνο σε αυτόν τύχαιναν οι σχετικές παραγγελίες, πόσο μάλλον που κατά την έξοδό του τον χειροκροτούσαμε με επευφημίες.

Τελικά οι καλοθελητές της πάνω Σίφνου που δεν μας προειδοποίησαν για την ταβερνιάρισσα, ως προς τον Σίγμα άνοιξαν εύκολα τα στόματά τους. Πρόσεξε, μαφία, τρώει λεφτά! Για να καλυφθώ για το τελευταίο ενδεχόμενο, την άλλη μέρα του είπα πως χρειάζομαι προκαταβολή για δυο τρεις βδομάδες επειδή με πιέζει η σπιτονοικοκυρά μου. «Ποια είναι, να της μιλήσω;». (Ωχ, λες;). Όχι, δεν θέλω τέτοια, τα χρήματα μόνο. Με ρώτησε «πόσα θες; ενός μήνα; δυο μηνών, τριών μηνών;». Σεμνός όπως πάντα, δέχτηκα το μηνιαίο πακέτο,. Και με κάρφωσε στα μάτια, με ένα σούπερ σπέσιαλ χαμόγελο. Όταν τελείωνε η σαιζόν τον ρώτησα πώς και με εμπιστεύτηκε να μου δώσει τόσα λεφτά με τη μία. Περίμενα να μου πει κάτι για την ευγενική μου φυσιογνωμία ή τα ειλικρινή μάτια, όπως συνήθιζαν οι κυρίες, αλλά εκείνος με το ίδιο πάντα αλλοπαρμένο χαμόγελο μου είπε «Όπου και να πήγαινες, θα σ’ έβρισκα».

Η Άλφα είχε πιάσει δουλειά στον Αρτεμώνα, στην πιο τίμια ταβέρνα του νησιού. Είχαμε γνωριστεί με όλους όσους αφιέρωναν το καλοκαίρι τους σε παρεμφερείς δουλειές, σε όποια θέση και να έπαιζαν. Ο κύκλος της Σίφνου ήδη φτιαχνόταν, στα μπαρ μας κερνούσαν ή πληρώναμε πολύ λιγότερα, χορεύαμε σαν μανιακοί, επιστρέφαμε το ξημέρωμα. Και για την ιστορία, η Δανέζα τα έφτιαξε με τον ασχημότερο του νησιού, που έσερνε τα πόδια του κι είχε μονίμως στραβοκουμπωμένο πουκάμισο. Ήταν φοβερή νίκη για εμάς τους άσχημους και πολύ περισσότερο για μένα, που πάντα έχανα μια τρύπα στο κούμπωμα. Προτού κλείσει η περιπέτεια πεταχτήκαμε στην Φολέγανδρο και το τελευταίο μας νησί ήταν η Πάρος απ’ όπου ο ίδιος Άνεμος θα μας επέστρεφε στην Θεσσαλονίκη. Φύγαμε με τριακόσιες χιλιάδες και επιστρέψαμε με τριακόσιες χιλιάδες και εκατό δραχμές. Δηλαδή και με κέρδος!

2. Σίφνος, 1993. Η σχέση με τον Σίγμα είχε χαλάσει από πέρσι επειδή ήθελε να δουλεύω ως την τελευταία διαθέσιμη ημέρα μου, ενώ εμείς θέλαμε μια τριήμερη αποφόρτιση ύστερα από τόσους μήνες στο δρόμο. Κι έτσι ξανά στο ψάξιμο δουλειάς. Όσον αφορά την διαμονή, για να μην πέσουμε πάνω στους δεκάδες ντόπιους που συμφωνούσαν σε μια τιμή, και μόλις κάποιος τους έδινε περισσότερα έβρισκες τα πράγματά σου απόξω, στήσαμε σκηνή στο κάμπινγκ στον Πλατύ Γυαλό. Η Άλφα συνέχιζε όπως πέρσι κι εγώ, ύστερα από τις κλασικές πρώτες ημέρες αγωνιώδους αναζήτησης, κατέληξα στο ωραιότερο οικισμό του νησιού, το Κάστρο, σε μια ταβέρνα που μόνο σε σουρεαλιστική ταινία θα μπορούσε να υπάρξει. Αφεντικό ο Μ., ένας αργόσυρτος Αρτινός, σύζυγός του η γλυκύτατη Παριανή Ε., με τέτοια κοινωνική συστολή, που επέλεγε να είναι στο βάθος της κουζίνας πλένοντας πιάτα, αόρατη· στα κάρβουνα ο οικοδόμος Νικολός, με χέρια μαύρα απ’ τα κάμματα, στην κουζίνα η κυρία Λ., άσπρο σακάκι, άσπρο παντελόνι και προσεκτικές κινήσεις μην της πεταχτεί λάδι από το τηγάνι· καμάκι ο Π., ο καρβουνιάρης του νησιού, απόλυτος ζεν πρεμιέ, έπιανε από το μπράτσο τις ασυνόδευτες περαστικές με την φράση «Και σφυρίδα έχω σήμερα». Τον θίασο συμπλήρωναν δυο σερβιτόροι, ένας δωδεκάχρονος Καστρινός κι ένας κλασικός Θεσσαλονικιός.

Όταν ανέλαβα βρήκα ένα μπάχαλο. Ο μικρός σερβιτόρος έπιανε ψιλή κουβεντούλα με τους πελάτες που τον έκαναν χάζι, ενώ ο μεγάλος όποτε πλάκωνε δουλειά μπλόκαρε, καθόταν σε ένα τραπέζι και έτρωγε. Η μαγείρισσα μέσα ούρλιαζε στο καμάκι (κάποιοι κακόγλωσσοι μιλούσαν για πάθος), τα κάρβουνα καρβούνιαζαν. Με βαριά καρδιά είπα στο ζεύγος πως αποχωρώ από αυτό το φρενοκομείο ώστε να καταστραφούν μόνοι τους. Όχι, σε παρακαλούμε, καθοδήγησέ μας. Δηλαδή εγώ ο περιστασιακός γνώριζα καλύτερα από τους επιχειρηματίες – δεκτό. Ρώτησα: Οι δυο ψευτοσερβιτόροι έχουν ανάγκη από δουλειά; Απάντησαν: Όχι, διακοπές κάνουν. Τότε φεύγουν και θα σας βρω εγώ κάποιον και θα πετάει το μαγαζί. Επί δυο μερόνυχτα ένοιωθα φρικτές τύψεις μέχρι που οι «απολυμένοι» ήρθαν και με ευχαρίστησαν που τους απάλλαξα, ο μεν μεγάλος επειδή είχε έρθει για αναψυχή και τον έχωσαν στη δουλειά, ο δε μικρός που έμενε στο πίσω στενό επειδή τον έστειλε στη δουλειά η μάνα του, για να μην κάθεται. Έφερα τον Όσκαρ, έναν ελληνολιβανέζο ροκαμπιλά που γνώρισα στο κάμπινγκ και θριαμβεύσαμε σε μια πολύ δύσκολη πίστα.

Ένα απόγευμα που αδυνατώ να ξεχάσω ήταν της ημέρα των γενεθλίων μου, όταν όλο το επιτελείο μου χάρισε κοσμήματα από ένα ζευγάρι πλανόδιων που είχαν στρώσει στο παραδιπλανό πεζούλι: κρεμαστά με μικροσκοπικά αφρικανικά αγαλματάκια ή σπείρες, μια συλλογή πέντε σπανίων δώρων που δυστυχώς χάθηκαν στους λαιμούς άλλων δεσποινίδων, στις μετακομίσεις ή ως δίκαιη τιμωρία ενός εσαεί ανοργάνωτου. Τον τελευταίο μήνα πιάσαμε με την Άλφα κι ένα σπιτάκι στην Καταβατή με αναλογία ένα δέκατο σπίτι και εννιά δέκατα αυλή. Η τελευταία όμως συνέχισε να αποτελεί μια άπιαστη ιδέα: την ζητούσαμε διακαώς αλλά δεν την χαιρόμασταν ποτέ, αφού το πρωί όταν ήμασταν ελεύθεροι έβραζε και το απόγευμα που έπιανε ωραία σκιά φεύγαμε για δουλειά.

Μετά τον δεκαπενταύγουστο η κίνηση αραίωσε και η αφεντικίνα μας κάλεσε για αλλαγή συμβολαίου: δεν μπορούν να πληρώνουν και τους δυο μας κι επειδή εγώ πήγα πρώτος, πρέπει να φύγει ο άλλος. Όμως είχαμε δεθεί με τον Όσκαρ και ήξερα πως παρέμενε στο νησί με τα λεφτά της ταβέρνας· έτσι πρότεινα να είμαστε εναλλάξ. Κι όταν το τελευταίο δεκαήμερο άδειασε μια θέση στο Δελφίνι, από τα τρία μείζονα μπαρ της Χώρας, δεν το σκέφτηκα στιγμή, παρότι ήδη εξαντλημένος: του χάρισα και τις μέρες μου και ανέβηκα στις άγριες νύχτες της Απολλωνίας. Φυσικά η ταβέρνα μου έλειπε: όλη αυτή η χαλαρότητα των πελατών, το γεγονός ότι καθόμασταν στα τραπέζια τους, μοιραζόμασταν το κρασί, ανταλλάζαμε τηλέφωνα και καταλήγαμε να τους στέλνουμε να σερβίρουν για να ξεμουδιάσουν. Στο μπαρ ήταν όλα διαφορετικά, τα πρόσωπα σφιγμένα, τα κορίτσια ντυμένα σα να πήγαιναν σε αθηναϊκό κλάμπ, όλοι έτοιμοι για γνωριμίες αλλά τελικά κανείς κανέναν.

Αδυνατώ να ξεχάσω δυο κορυφαίες, ημερησίως επαναλαμβανόμενες στιγμές. Πρώτα, όταν μετά την δουλειά μας στο Κάστρο μάς γύριζε ο Νικολός στη Χώρα με τη φρέζα του, είκοσι χιλιόμετρα την ώρα. Σε όλη τη διαδρομή η μαγείρισσα κρυβόταν – αν με δουν στη φρέζα του Νικολού, τι θα σκεφτούν! -Βρε Λ., με τα κατάλευκα που φοράς, από το διάστημα φαίνεσαι! -Μικρέ, άσε τα νομικίστικα και κρύψε με. Ύστερα, η αυθυποβολή που ασκούσαμε στους επισκέπτες μας. Είχαμε μια ωραία συλλογή από πήλινα σιφνέικα καραφάκια, τα γεμίζαμε με φτηνό κρασί από το σούπερ μάρκετ και τα βάζαμε στο ψυγείο. Τα δίναμε ως ντόπιο κρασί κι ο κόσμος τρελαινόταν. Θυμάμαι έναν τύπο με άγριο βλέμμα που με ρώτησε: σίγουρα είναι ντόπιο το κρασί; γιατί να ξέρεις, θα το καταλάβω. Μετά από λίγο ο τύπος κερνούσε όλο το μαγαζί, μαγεμένος. Γεια σου ρε γνώστη, όπου και να είσαι.

Δεν μπορώ να μην αναφέρω και μια προσωπική διπλωματική νίκη. Όταν έμενα στο κάμπινγκ αγόραζα ελάχιστα προϊόντα ώστε να τρώω ένα οικονομικό και λιτό μεσημεριανό. Τα έβρισκα όμως στο ψυγείο σχεδόν κατεψυγμένα, γιατί κάποιος πονηρούλης κατέβαζε τους βαθμούς και μου ανέβαζε την πίεση. Σε μια τυχαία κουβέντα στους πάγκους άκουσα πως αποτελούσε πάγια τακτική εκείνων που το δούλευαν, ώστε να αγοράζεις από εκεί προϊόντα. Το ίδιο απόγευμα αλώνιζα το Πάνω Πετάλι, στις ερημιές, χωρίς δουλειά ακόμα και έξω από ένα σπίτι βρήκα τον έναν εκ των δυο διαχειριστών, αυτόν της πρωινής βάρδιας, να καθαρίζει φασολάκια σ’ ένα πεζούλι παρέα με τη μάνα του. Ντερέκι αυτός, μηχανόβιος, μου άρεσε η σκηνή αλλά είπα εδώ σ’ έχω. Καλησπέρα, να σου ζητήσω κάτι, σπουδάζω και δεν ήρθα για διακοπές αλλά επειδή έχω ανάγκη, ακόμα ψάχνω δουλειά, και συμβαίνει αυτό με τα φαγητά μου – ούτε ένα ψέμα δηλαδή. Πιστεύεις μπορεί να γίνει κάτι; Με την άκρη των ματιών μου είδα την μάνα του διαδοχικά: 1. Να συνεχίζει το καθάρισμα αλλά πυροβολώντας τον με άγριες ματιές. 2. Να σταματά το καθάρισμα συνεχίζοντας τον πυροβολισμό. 3. Μετά την διαβεβαίωσή του, να στρέφει τα μάτια στα φασολάκια και να συνεχίζει το καθάρισμα. Από την επομένη τα ψυγεία ξεχάλασαν.

Μια ομολογουμένως δύσκολη στιγμή συνέβη προς το τέλος, με πρωταγωνίστρια μια λακέρδα. Η Ε. έλεγε ότι είναι χαλασμένη, ο Μ. επέμενε να την δώσω. Πήγαινε την, σε διατάζω, όχι μην την πας σε ικετεύω. Μάταια καθυστερούσα στα τραπέζια μέχρι να λήξουν οι εχθροπραξίες. Τελικά την πήγε ο ίδιος αλλά το ζεύγος τα τσούγκρισε και δεν μιλιόταν για μέρες. Είχα τότε, αθεράπευτος υποτιτλιστής, βγάλει την φράση «Το διαζύγιο της λακέρδας», όχι βέβαια μπροστά τους. Νόμιζα ότι το συζητούσαμε οι στενοί μεταξύ μας, μέχρι που βρέθηκα κυριολεκτικά στην άλλη άκρη του νησιού και με ρώτησε ένας αγγειοπλάστης, «τι έγινε τελικά με το διαζύγιο της λακέρδας;». Ευτυχώς το ζεύγος συνήλθε, το θαλασσινό δεν καταχωρήθηκε στους λόγους διαζυγίου και δεν συνέβη καμιά δηλητηρίαση ή θάνατος. Φιού!

Καθώς αρχές Σεπτεμβρίου αποβιβαζόμουν στον Πειραιά, σκεφτόμουν: αυτό θέλω να κάνω όλα τα καλοκαίρια στη ζωή μου. Μια ατέλειωτη περιπέτεια όπου δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει, γνωρίζεις ωραίους και άθλιους ανθρώπους και βγάζεις και ζωτικά χρήματα. Με τα λεφτά εκείνου του καλοκαιριού και λίγα ακόμα αγόρασα το πρώτο και τελευταίο μου μηχανάκι, εννοείται μεταχειρισμένο. Φοντύ, όπως έλεγε και ένας αγαπημένος, πρόωρα χαμένος συγγραφέας που ξαναέγινε της μόδας.

Υπάρχει και μια χειμωνιάτικη ιστορία που έχει θέση εδώ καθώς συνδέεται έμμεσα με το νησί. Τον Ιανουάριο του 1994 είχα προσκαλέσει δυο εκλεκτές δέσποινες που γνώρισα ως σερβιτόρες, για να τις φιλοξενήσω στην ωραία ετοιμόρροπη μονοκατοικία που νοίκιαζα μετά αυλής. Το πρωί είπα να σηκωθώ νωρίτερα να τους φτιάξω πρωινό, όπερ και εγένετο, και η επόμενη κίνηση ήταν να ανάψω την ξυλόσομπα. Συνήθως με τον συγκάτοικο, που τώρα έλειπε, την ανάβαμε γλυκά και υπομονετικά, με προσανάμματα, γλυκόλογα και τα συναφή, όταν όμως βιαζόμασταν αποτολμούσαμε μια αστραπιαία ρίψη οινοπνεύματος, αταξία επικίνδυνη που ασκούσαμε με προσοχή. Τώρα όμως, έχοντας κολλήσει και την άθλια συνήθεια από το μπαρ να κάνω ένα στριφογύρισμα του μπουκαλιού στον αέρα, έριξα μια ριπή στην φλόγα να «πάρει», αλλά άργησα κατά μερικά δέκατα δευτερολέπτου και η φλόγα πήρε εμένα. Θυμάμαι το σκάσιμο του πλαστικού μπουκαλιού, τον ήχο της φωτιάς στα ρούχα μου, την επωδό μου «ώπα, ώπα, ώπα» (λες και χόρευα σε κανένα πανηγύρι!), και την ενστικτώδη κίνηση να βγω στην αυλή να σβηστώ στην βρύση της (δείγμα πως την λάτρευα εκείνη την αυλή), παρά στο νεροχύτη που ήταν πιο κοντά. Στα δυο βήματα ως το βρυσάκι έβγαζα το ένα ρούχο μετά το άλλο και με έσωσε το γεγονός ότι φορούσα τρία απαντωτά – στάχτη η δεξιά πλευρά του πρώτου, τρύπες το δεύτερο πουλόβερ, μαύρο το εξωτερικό πουκάμισο. Το χερούλι όμως μου έμεινε στο χέρι (και το ’λεγα στον συγκάτοικο να το αλλάξουμε!) κι επέστρεψα στο νεροχύτη όπου σβήστηκα με βρεγμένες χεριές, καθότι κι οι πετσέτες είχαν εξαφανιστεί. Το ενδιαφέρον είναι αλλού: σ’ εκείνες τις διαδρομές για μια στιγμή πέρασαν ακαριαία φάσεις από την ζωή μου μέχρι και η εικόνα του παππού μου στις παιδικές διακοπές στην Αιδηψό. Δεν ένοιωσα όμως σε καμία περίπτωση πως πεθαίνω, κλασική περίσταση όπου βλέπεις την ταινία σου μια και καλή. Συνεπώς, καταθέτω εδώ στους επιστήμονες πως το σχετικό φιλμ εμφανίζεται και όταν καίγεσαι αναζητώντας μια αξιοπρεπή βρύση να σβηστείς.

Όταν σβήστηκα άρχιζε ο πόνος των εγκαυμάτων και την στιγμή που έβγαζα έξω το μηχανάκι για να πάω στο νοσοκομείο εδέησε να βγει από το δεύτερο σπιτάκι της αυλής ο τρίτος συγκάτοικος, στον οποίο ανέφερα επί λέξει: Πες στα κορίτσια ότι κάηκα, πάω στο εφημερεύον και σε τρία τέταρτα θα είμαι πίσω να φάμε πρωινό όλοι μαζί. Το σαρανταπεντάρι μάλλον το ανέφερα λόγω αισιοδοξίας ή ανάγκης για αισιοδοξία. Ευτυχώς το νοσοκομείο ήταν κοντά, πέρασα τρία φανάρια με κόκκινο κάνοντας ο ίδιος την κόρνα (ούτε αυτή λειτουργούσε), με φρόντισαν δεόντως και ήμουν πίσω ακριβής στον χρόνο μου. Τα κορίτσια είχαν ξυπνήσει, είχαν έκπληκτες ακούσει το μήνυμα και ενθουσιάστηκαν όταν με είδαν άκαυτο, τουλάχιστο στην πρόσοψη. Όμως είχαν φάει το πρωινό. Σα να μην έφτανε αυτό, το βράδυ δούλευα ως μπάρμαν στον Ερωδό αλλά δεν βρισκόταν αντικαταστάτης, συνεπώς έπρεπε να σερβίρω με δυο χέρια δεμένα με επιδέσμους χοντρούς σαν γάντια του μποξ. Τότε για πρώτη φορά ασκήθηκα στην γραφή μικρής φόρμας: με ρωτούσαν τόσοι πολλοί και με τόσο ενδιαφέρον που δεν άντεχα να διηγούμαι την ίδια ιστορία, κι έτσι άρχισα να επινοώ άλλες. Σφήνωσα σε ασανσέρ, έπεσε πάνω τους το παράθυρο, συγκρούστηκα μετά από σέντρα στη μεγάλη περιοχή, ζεματίστηκα στον φούρνο (πλησιέστερο), έμπλεξα σε καυγά, με μαχαίρωσαν… Ιδίως ως προς το τελευταίο, που είχε και τη μεγαλύτερη απήχηση, έγινα ένας ερασιτέχνης Μπόρχες της Δέλτα Κατηγορίας. Για πες, για πες! Τελικά χωρίς την Σίφνο δεν θα βίωνα όλα αυτά τα ωραία.

3. Σίφνος, 1994. Σύμφωνα με κάποια κοσμική δικαιοσύνη, οι εξωφρενικά τυχερές χρονιές εναλλάσσονται με τις εξωφρενικά άτυχες και μπορώ να επιβεβαιώσω το σχετικό αξίωμα την εν λόγω διετία. Πλήρως αυτάρκης χάρη στο αστραφτερό μου μηχανάκι, επιβιβάστηκα αρχές Ιουλίου στον Άνεμο κι έστρωσα στην άκρη του καταστρώματος, πάνω στα νερά, γιατί οι καμαρώτοι του πλοίου αποφάσισαν να το ξεπλύνουν με το λάστιχο λίγο προτού επιβιβαστούμε. Ευτύχησα όμως να έχω χίλια αστέρια από πάνω κι ένα δίμηνο μπροστά μου. Κατέβηκα στην Πάρο κι έκανα σαν εκστασιασμένος διαδρομές σε όλο το νησί, το μηχανάκι μου σαν αεροπλάνο, Ιταλιάνοι στα ακουστικά, αγορά δυο ψυχεδελικών πουκάμισων σ’ ένα ξεχασμένο στην δεκαετία του εξήντα μαγαζί στη Νάουσα και το βράδυ ύπνος στην εξωτερική κόγχη του ναΐσκου μπροστά στο λιμάνι μέχρι το πρωινό δρομολόγιο για Σίφνο. Είχαμε χωρίσει με την Άλφα αλλά θα με φιλοξενούσε σ’ ένα μοιραζόμενο σπίτι στο ψηλότερο σημείο του ήδη ψηλού Άνω Πεταλίου, αμέτρητα σκαλοπάτια στην κάψα. Περιχαρής κατέφτασα στον Ζορμπά και ξεκίνησα.

Όμως την τρίτη ημέρα κατά τα γραφάς συνέβη το μοιραίο. Ένας ευκατάστατος πελάτης, ενθουσιασμένος από τον διάλογό μας περί νησιωτικής ναοδομίας και βυζαντινών δικαιοπρακτικών εγγράφων, μου αφήκε γκραν φιλοδώρημα πέντε χιλιάδων (όσο και το μεροκάματο!) αλλά (πανέξυπνος κι αυτός) το παρέδωσε στο αφεντικό, καθότι εκείνη την ώρα τελετουργούσα με την συνήθη θεατρικότητα κάποια λήψη παραγγελίας. Έτσι ο Μ. το τσέπωσε, στοιχείο που μου μετέφεραν έμπιστοι μάρτυρες. Αμέσως του μήνυσα κάτι μου χρωστάς, δώσε μου το τώρα μην το ξεχάσεις μετά, αλλά έκανε το παγώνι. Όταν αργότερα του είπα, ότι θα το περιμένω το βράδυ, μαζί με το μεροκάματο, συνέχισε να κρώζει. Αφού δεν έβαλε μυαλό, στο τέλος έφαγα για δυο μέρες και ανακοίνωσα ότι αποχωρώ γιατί δεν δουλεύω με κλέφτες. Συνέχισε να κάνει τον θιγμένο και να επιμένει πως του δόθηκε για να βρει καλό ψάρι την επομένη, κι ας του έλεγαν όλοι ότι είδαν το περιστατικό. Πήρα μέγιστο ρίσκο, έμενα χωρίς δουλειά, αλλά ήταν θέμα αρχής. Εννοείται ότι το μαγαζί όλο το καλοκαίρι πήγε κατά διαβόλου και έφτασε στο σημείο να σερβίρει και ο ίδιος – η κόλασή του. Δεν χάρηκα αλλά ούτε και λυπήθηκα, ήξερα ότι τα πράγματα προχωράνε έτσι ή αλλιώς με εμάς και χωρίς εμάς.

Την επομένη στην παραλία έσπευσε να με βρει η Τύχη η τρισμέγιστη, με απεσταλμένο της έναν γνωστό από το Αλώνι, το ρεμπετάδικο του νησιού, ο οποίος μου είπε στην ψύχρα, στην ζέστη μάλλον, σήμερα δουλεύεις μπάρμαν σ’ εμάς, ο άλλος έβγαλε τον ώμο του παίζοντας ρακέτες. Ο τραυματίας δεν λυπόταν καθόλου για μερικές μέρες ανέλπιστων διακοπών, όλα περίφημα δηλαδή, αλλά δεν πέρασε βδομάδα και ήδη βαριόμουν. Δεν ήταν το είδος μου όλα αυτά τα γιάβρουμ και τα νινανάι και οι κυρίες που έξαλλες χόρευαν το τρελή κι αδέσποτη αλλά ήταν απολύτως δεσποζόμενες από τους αρκουδόμαγκες των νήσων ή της πρωτευούσης. Έμαθα πως το Δελφίνι αναζητούσε ποτηρά – να παίρνει τον φουλαρισμένο δίσκο με τα βρώμικα ποτήρια, να κατεβαίνει σκάλες, να τα πλυντηριάζει και πάλι απ’ την αρχή, ο ορισμός του εξοντωτικού πόστου. Θα ήμουν όμως σε κίνηση και ανάμεσα σε πλησιέστερες ηλικίες κι όχι εγκλωβισμένος στην μπάρα να κάνω τον εξομολόγο όπως και στην Θεσσαλονίκη. Και το βασικότερο, θα είχα δωρεάν προσωπικό κρεβάτι στην υπόγα μαζί με το υπόλοιπο ρόστερ. Ίσως ήταν η μόνη φορά που συζητήθηκα σε όλο το σινάφι του νησιού: ο Λάμπρος έφυγε από μπάρμαν του Αλωνιού και έγινε ποτηράς του Δελφινιού! Μήπως έβαλε χέρι στο ταμείο και τον έδιωξαν; Λέτε να τα έφτιαξε με τη γυναίκα του Αράπη (έτσι έλεγαν το αφεντικό); Όχι, λιώνει για την μπαργούμαν του Δελφινιού, είδα πως την κοιτούσε! Όταν διαβάζω καμιά φορά για εργαστήρια συγγραφής σεναρίου, σκέφτομαι τους ιδανικούς δασκάλους: οι Σιφναίοι σκαρώνουν όσα θες. Την τέταρτη μέρα μια σερβιτόρα μου εκμυστηρεύτηκε ότι θέλει να σταματήσει για λίγο καθότι είχε ήδη κλείσει σαρακοστή. Προβιβάστηκα στην βασική ομάδα και οι εξοχότητες συνεχίστηκαν ως το τέλος.

Ακόμα και στον παράδεισο οι ατυχίες δεν λείπουν ποτέ, αλλά τουλάχιστον μία υπήρξε αρκούντως θεαματική. Το δωμάτιο γειτόνευε με τις στοίβες των εμφιαλωμένων νερών, συνεπώς έπαιρνα κάθε πρωί κι ένα για τον δρόμο και την παραλία. Στο βαλιτσάκι του παπιού είχα πάντα φωτογραφική μηχανή, γουόκμαν και βιβλίο – τότε το Κουτσό το Κορτάσαρ, στην έκδοση του Εξάντα, χαρισμένο από την κόρη του μεταφραστή του Κώστα Κουντούρη, με τον τρόπο της Σιφναία και αυτή. Όμως το καπάκι του μπουκαλιού δεν είχε σφραγιστεί και εγένετο λίμνη! Έχασα τους Ιταλιάνους που άκουγα, τον Αργεντινό που διάβαζα και τους Πολυεθνείς που φωτογράφιζα, πεντάρφανος από πολιτισμικές ηδονές. Όμως άδειασε χώρος για τρία πήλινα με δυο ανοίγματα για μάτια κι ένα για στόμα, από εκείνα που μ’ ένα κεράκι μέσα δημιουργούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, και για ένα σχεδόν μήνα μετά την επιστροφή μου ήμουν υπό την επήρεια ενός συνεχιζόμενου ιερού θέρους. Μετά έπιασαν οι ψόφοι της Θεσσαλονίκης και συνήλθα. Με τα χρήματα αγόρασα τον πρώτο μου «386» υπολογιστή.

4. Σίφνος, 1995. Η ίδια τύχη που με πήρε υπό την αίγλη της πέρσι, με πέταξε έξω την επόμενη χρονιά, πιστή σε μια ακριβοδίκαιη εναλλαγή. Είχα ήδη συμφωνήσει με το Δελφίνι και για πρώτη μου φορά θα πήγαινα σε νησί με έτοιμη δουλειά. Όμως την έχασα λόγω αδυναμίας υπεραστικής επικοινωνίας· ελάχιστοι χρησιμοποιούσαν τηλέφωνο στο νησί. Στην Πάρο μ’ έπιασε απαγορευτικό, έκατσα τρεις μέρες και όταν έφτασα η δουλειά είχε δοθεί. Θεώρησαν πως τους είχα ρίξει ή ίσως εξαρχής να είχα προδοθεί, δεν έχει σημασία. Έτσι χάθηκε και η στέγη. Ξανά στην αναζήτηση, πόρτες κλειστές, τέτοιες μέρες η Σίφνος δεν μού φαινόταν ωραία. Ο Όσκαρ μου είπε πως ο αδελφός του δουλεύει σ’ ένα περιώνυμο μαγαζί της Μυκόνου, φυσικά ούτε εκεί τηλέφωνο, να πάω να τον βρω, μένει και στο Ταγκού, να θυμάσαι το όνομα. Έσκισα την κάρτα, το θυμόμουν. Ταξίδεψα μ’ ένα νυχτερινό πλοίο υπό πλούσια τρικυμία που με έστειλε στο κατάστρωμα να συνέλθω, και ξάπλωσα όσο γινόταν μακρύτερα και στην αντίθετη πλευρά από μια ντάνα μαζεμένες πλαστικές καρέκλες. Εννοείται πως σε κάποιο κύμα σύρθηκαν και έπεσαν όλες πάνω μου. Μέχρι σήμερα απορώ πώς απ’ όλο το κατάστρωμα στόχευσαν με τέτοια ακρίβεια όλο μου το σώμα.

Φτάσαμε με δυο ώρες καθυστέρηση, τρεισήμισι μετά τα μεσάνυχτα, όταν τα μαγαζιά είχαν κλείσει εξαιτίας του θρυλικού ορίου ωραρίου. Κοιμήθηκα σ’ ένα πεζοδρόμιο, ξύπνησα από γαλλικό λεξιλόγιο με μυκονιάτικη προφορά και άρχισα τα ψαξίματα. Στη Σίφνο άφηνες μια βαλίτσα έξω και την έβρισκες μετά από τρεις μέρες, στη Μύκονο ένα τζιν μπουφάν που είχα ριγμένο πίσω στη σέλα έκανε φτερά, ενώπιον μιας ολόκληρης σιωπηλής καφετέριας. (Θαύμα, θαύμα!). Προς το μεσημέρι αναζήτησα το Ταγκού, βρήκα ένα ξενοδοχείο με τέτοια ονομασία, κι όπως προσπαθούσα να ανοίξω κάτι που έμοιαζε με εξώπορτα, με συνέλαβαν γιατί ήμουν σε  … ισόγειο μπαλκόνι. Μπαλκόνι χωρίς κάγκελα, τέτοια σχεδιαστική πρωτοτυπία. Ποιον ψάχνεις; Μόνο όνομα ήξερα, τον Έντι, ήμουν και αξύριστος, πλήρης η εικόνα ενόχου. Προτού κληθεί η αστυνομία, ένας Αλβανός είπε ότι με γνώριζε, θέλοντας να με σώσει, ποιος ξέρει τι είχε τραβήξει κι αυτός. Ταγκού τελικά ήταν μια ολόκληρη περιοχή, ο Έντι έμενε στην ομώνυμη πανσιόν, αλλά υπήρχαν κι άλλα καταλύματα με το ίδιο όνομα. Η Ταγκούπολη ξεχείλιζε έμπνευση. Δουλειά τελικά βρήκα μόνος μου σε κάποιο ενδιαφέρον πόστο αλλά το προτεινόμενο ωράριο θρυμμάτιζε την μέρα σε δυο κομμάτια και είπα ας ξεψυχήσω στη Σίφνο, θα είναι πιο ανθρώπινα. Και επειδή δεν άντεχα κι άλλο απαγορευτικό, πήρα το απογευματινό πλοίο για …Αθήνα, να δω λίγο τους δικούς μου, και το πρωί ξανά πίσω. Ήταν σοφότατη κίνηση, γιατί είδα για τελευταία φορά τον πατέρα μου – και μου χάρισε και το δικό του τζιν μπουφάν.

Στο μεταξύ είχε έρθει η νεοαγαπημένη Βήτα (χωρίς να ακολουθώ κάποια αλφαβητική σειρά στους έρωτες) και όπως περπατούσαμε στο Κάστρο, πέρασα μπροστά από τον Ζορμπά, ενώ επεδίωκα ακριβώς το αντίθετο, και ο Μ. έτρεξε να με αγκαλιάσει, περασμένα ξεχασμένα, έλα να δουλέψεις, καίγομαι, κι όπως ήμουν οργισμένος από την τροπή των πραγμάτων του είπα δεν δουλεύω με λιγότερα από δέκα χιλιάρικα, κι ενώ το μεροκάματο ήταν πέντε με έξι. Και δέχτηκε! Αν δεν είχα περάσει όλα τα προηγούμενα δεν θα διανοούμουν τέτοια πρόταση. Κι έτσι από τα δυο πρώτα βράδια του πήρα το περσινό κλεμμένο μαζί με τους τόκους. Όλη η σαιζόν πέρασε ωραία και με τρελή δουλειά, σε σημείο που, όταν μπλόκαρα από τις παραγγελίες, χαμήλωνα την μουσική κι έλεγα, την προσοχή σας παρακαλώ, έχω στα χέρια μου το τάδε πιάτο, ποιος το έχει παραγγείλει; Και επιτέλους βρισκόταν ο παραγγελιοδόχος, προέκυπταν μάλιστα και περισσότεροι, δολίως, οπότε και επέλεγα τον ευγενέστερο. Οι πελάτες νόμιζαν πως πρόκειται για κάποια ατραξιόν του μαγαζιού κι όποτε έβγαινα με περίμεναν με αδημονία. Όταν κατά την μία έφευγε και ο τελευταίος χορτάτος, όλο το επιτελείο καθόμασταν στο τραπέζι, ως είθισται, και για να τους εκπαιδεύσω στο αργό φάγωμα τους έλεγα του κόσμου τις ιστορίες, πράγμα που εύκολα τους ωθούσε να αρχίσουν τις δικές τους με συνέπεια το δείπνο των εξαντλημένων να εξελίσσεται σε συμπόσιο φιλοσοφημένων εξομολογήσεων. Στην πορεία μάθαμε και να κρύβουμε τα καλύτερα εδέσματα για να τα έχουμε μετά για μας. Σαν τους φυλακισμένους, όπως είπε ο Βούλγαρος ψήστης. Μετά πηγαίναμε στο Σιέρα Μαέστρα, στην άκρη του Κάστρου, πάνω από τον όρμο Σεράλια, που το διαφέντευε ο περίφημος Μπανάνας, ένας λάτρης της Κούβας του Φιντέλ Κάστρο. Κανείς μας δεν ήθελε να φύγει από το Κάστρο είτε του Κάστρο είτε του Ζορμπά. Καστρίαση το λέγαμε, ήταν άλλος κόσμος.

Συχνά πήγαινα μια ώρα πριν τη δουλειά, μόνο και μόνο για την μαγεία του απογεύματός του, τις ρωμαϊκές σαρκοφάγους στην άκρη των δρόμων (που οι καστρινές αποκαλούσαν αρχαίες σκάφες, ενώ μία μου είπε πόσο θα την βόλευε να πλένει εκεί τα σεντόνια της), την παρατημένη κάτω αυλή της ταβέρνας όπου απροκάλυπτα στοιβάζονταν χαρτόκουτα με ένδειξη Θράψαλα Ωκεανίας, ενώ αυτός διαλαλούσε ότι προμηθευόταν τα σχετικά από τους εντόπιους θηρευτές, και κυρίως την τριμερή θέα της μικρής βραχώδους χερσονήσου, προς ένα φαράγγι, προς το λιμανάκι και πίσω προς το πέλαγος, απ’ όπου έβλεπα τα φορτηγά πλοία να περνούν σαν σε στρωμένο λιβάδι – ήταν η μοναδική εικόνα που για δυο φθινόπωρα με έφτανε στο εξωφρενικό σημείο να αναζητώ κάποιο παράνομο φύλλο πορείας.

Μια μεγαλειώδης ανάμνηση δημιουργήθηκε τις νύχτες μετά τη δουλειά. Νοικιάζαμε ένα σπίτι στο δρόμο Απολλωνίας-Αρτεμώνα και για κάποιες μέρες φιλοξένησα ένα από τους παλαιότερους εν ροκ αδελφούς από Αθήνα με την φίλη του. Ο κύριος Φραγκίσκος όμως, ο ιδιοκτήτης, προφανώς δυστύχησε με την ιδέα ότι στην τιμή των δυο κοιμούνται τέσσερις και καθόταν στο αυτοκίνητό του τις νύχτες να μας παρακολουθεί, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί για εκείνο για το οποίο ήταν βέβαιος. Ε, τον λυπόμασταν κι εμείς και όποτε επιστρέφαμε τον καληνυχτίζαμε μ’ ένα νεύμα, ενώ μια φορά τον κεράσαμε και αμυγδαλωτό. Μάλιστα εκείνες τις νύχτες ήταν αδύνατο να κοιμηθούμε, καθώς, συνεπαρμένος από ένα βιβλίο του Μπόρχες σε συνεργασία με τον Κασάρες, το Έξι ιστορίες για τον Δον Ισίδρο Παρόδι, όπου ο τρομερός εκείνος φυλακισμένος κύριος έβρισκε ό,τι έγκλημα, αίνιγμα ή γρίφο του ανέθεταν, έφτιαξα μια παραλλαγή με τον Δον Φραγκίσκο Παρόδι, ο οποίος όμως δεν έβρισκε ποτέ τίποτα. Δυστυχώς οι τέσσερις γελούσαμε τόσο πολύ που μας κοβόταν ο ύπνος – δεν μου ξανάτυχε αϋπνία από υπερένταση λόγω γέλιου. Μέγα λάθος, όταν την επομένη σε περιμένει η πρώτη εξάντληση στην παραλία και η δεύτερη στη δουλειά.

Κάποιο απόγευμα ένας αστυνομικός με αναζήτησε στο μαγαζί, αφού είχε ρωτήσει πού δουλεύω. Έπρεπε να πάρω επειγόντως τους γονείς μου. Αντιλήφθηκα πως κάτι είχε συμβεί κι αναγκάστηκα να περιμένω υπομονετικά στην ουρά στο καρτοτηλέφωνο της στάσης του λεωφορείου. Κανείς δεν μου έδωσε την θέση του, άνθρωποι της πόλης, προφανώς. Εκεί έμαθα για τον θάνατο του πατέρα μου. Επέστρεψα να δουλέψω, έφυγα την άλλη μέρα μεσημέρι, έφτασα στην Αθήνα βράδυ, έμεινα για την κηδεία της επομένης και το ίδιο βράδυ ξαναγύρισα. Αν έκοβα την σαιζόν λίγο μετά τον δεκαπενταύγουστο, θα ήταν καταστροφή. Μάλιστα ο Μ. σε μια κορυφαία εκδήλωση ηλιθιότητας μου πρότεινε να φέρω την μάνα μου να πλένει πιάτα, ώστε να ξεχαστεί. Θα του έφερνα μια καράφα στην καράφλα αλλά έχοντας ήδη ασκηθεί σε τεχνικές ψύχραιμης τακτικής ανέβηκα στο ταρατσάκι και κάθισα σ’ ένα άδειο τραπέζι. Τότε σκέφτηκα πως η πρόταση ταίριαζε απόλυτα στον χαρακτήρα του, συνδυάζοντας βλακεία και κέρδος. Ποιος μπορεί να κατηγορήσει τέτοια συνέπεια; Με τα χρήματα του καλοκαιριού βγήκαν περισσότερα από τα μισά ενοίκια της χρονιάς.

5. Σίφνος 1996. Ήμουν πλέον είκοσι οκτώ και το Νοέμβριο θα παρουσιαζόμουν στο στράτευμα, συνεπώς κουβαλούσα ήδη το βάρος του τελευταίου καλοκαιριού πριν από δυο αιχμάλωτα. Καθώς μάλιστα μάνα και αδελφή είχαν μόλις μετακομίσει στο Ηράκλειο Κρήτης, είχα την φαεινή ιδέα να αναζητήσω δουλειά στον πέριξ κρητικό βορρά, ώστε να μη χαθούν χρήματα στα πλοία και να μπορώ να επιβιώσω αξιοπρεπώς τους είκοσι στρατιωτικούς μήνες. Ξανά στην αναζήτηση, ξανά περίεργα βλέμματα (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί προκαλεί τέτοιο σοκ η εμφάνιση ενός νέου σε τουριστικό τόπο ο οποίος ρωτάει αν υπάρχει δουλειά μπαρ ή σέρβις – τι διάολο, όλοι οι άλλοι συστημένοι πήγαιναν;) και κατέληξα καμάκι στη Χερσόνησο όπου δεν αρκούσε να ψήνω τους περαστικούς για το πόσο ωραίο είναι το μαγαζί μας (ενώ είχε το μαύρο του το χάλι) αλλά και να τους τραβολογάω μέσα. Και το κωμικοτραγικό είναι ότι δεν μπορούσα να αποδείξω στους υπεύθυνους ότι αυτός ήταν ένας άθλιος τρόπος γιατί… σε πολλούς έπιανε! Άβυσσος η ψυχή των τουριστών. Πήραμε συναινετικό διαζύγιο και μεταγράφηκα σ’ ένα ξενοδοχείο σπάνω από τον όρμο της Αγίας Πελαγίας, τριάντα χιλιόμετρα εθνικής με το μηχανάκι κι άλλα τόσα στην επιστροφή. Ξανά μπάρμαν σε πισίνα, με νερό αυτή τη φορά, αλλά χωρίς κόσμο. Το απομεσήμερο που ξεκινούσα, οι λιγοστοί τουρίστες προτιμούσαν να αράζουν στα μπαλκόνια και μόνο ένας ταλαίπωρος Γάλλος ερχόταν, πασχίζοντας να σκαρώσει μια φράση με στοιχειώδη νοηματική (επιτέλους, Γάλλοι, μάθετε Αγγλικά, εσείς υποφέρετε!), με ενοχές επειδή δεν παράγγελνε τίποτα, ενώ το μικρό του κοριτσάκι μου σούφρωνε όλες τις ομπρελίτσες για τα κοκτέιλ. Από την γυναίκα του είχα δει μόνο τα πόδια της, κρεμασμένα στο μπαλκόνι, ωραία ήταν. Μετά μεταφερόμουν στο εστιατόριο να τους περιποιηθώ (εννοείται τους δυο τους μόνο) ενώ ζητούσα από το προσωπικό να μην στέκονται όλοι στη σειρά να τους κοιτάνε αλλά με αγνοούσαν αφού «μπορεί να θένε τίποτα οι αθρώποι». Οκτώ ημέρες ήταν αρκετές, ίσως την ένατη αυτοκτονούσα. Σίφνος και πάλι Σίφνος. Προτού καταλήξω στην μοίρα μου που σαφώς ενοικούσε στο Κάστρο και ξεκινούσε από Ζήτα, είπα να ψάξω μερικά ενδεχόμενα αλλά είχα φτάσει πιο αργά από ποτέ. Ξανά σέντερ φορ στο χαμαιτυπείο αλλά όλα ήταν διαφορετικά: ο Μ. είχε χωρίσει από την Ε. και το μαγαζί είχε μόνο άντρες, που ως γνωστόν στερούν οιονδήποτε τόπο από κάθε αίγλη και μουσικότητα. Στα τραπέζια γνώρισα υπέροχους ανθρώπους αλλά είχα διαρκώς την αίσθηση ενός τέλους.

Το προηγούμενο καλοκαίρι σ’ εκείνο το μαγαζί είχα γνωρίσει ένα αξιαγάπητο ζεύγος. Ήταν εμφανώς τρελαμένοι ο ένας με τον άλλον και μού ήταν πιστοί κάθε βράδυ. Είχαν πάντα υπομονή απέναντι στο χάος της κουζίνας, έπιαναν τα αστεία στον αέρα και τα αντιγύριζαν κατάλληλα ενίοτε και ακατάλληλα. Ένα βράδυ ήρθαν για το τελευταίο τους τραπέζι· θα έφευγαν πέντε μέρες νωρίτερα από το κανονισμένο καθώς περίμεναν μια πληρωμή που δεν ήρθε. Ζούσαν και σε διαφορετικές πόλεις, ήταν σκοτεινιασμένοι. Χωρίς να το σκεφτώ, έβγαλα 6 πεντοχίλιαρα – είχα πάντα μαζί μου το μισό απόθεμα στην τσέπη – και τους τα δάνεισα. Τα πρόσωπά τους φωτίστηκαν και ανταλλάξαμε τηλέφωνα· έβαλα το δικό τους, γραμμένο σ’ ένα μικρό χαρτάκι παραγγελιών, στην μπροστινή μου τσέπη και μετά στο δωμάτιο, στην τσέπη του σακ βουαγιάζ, όπως συνήθιζα με όλους τους αριθμούς που υπόσχονταν κάποια χειμερινή συνέχεια. Όταν το χρειάστηκα δεν ήταν εκεί, θα παρέπεσε, και όσο περνούσαν οι μήνες βεβαιωνόμουν πως εξαφανίστηκαν. Τώρα το ’96 περπατούσα στην παραλία, στη γνωστή μου διαδρομή από τη μία άκρη στην άλλη για να δω τα πόδια των γυναικών, και μια εξ αυτών μου όρμησε (προς στιγμή τρόμαξα ότι καταλάβαινε τι κάνω). Ήταν η αδελφή του τύπου, που είχα γνωρίσει για μια μέρα! Τα παιδιά είχαν χάσει κι αυτά το τηλέφωνό μου κι ένιωθαν καθάρματα. Εκείνη εφόσον ξανάρθε στη Σίφνο με αναζήτησε στο Ζορμπά αλλά δεν είχα πιάσει ακόμα δουλειά – και τώρα περνούσα μπροστά της. Τελικά τους συνάντησα στην Αθήνα, συζούσαν πια σ’ ένα μικρό σπίτι κάτω από την Πατησίων, και σ’ εκείνο το σχεδόν σκοτεινό περιβάλλον, τόσο μακριά από την ανοιχτωσιά του Κάστρου, μου παρέδωσαν με πλήρη επισημότητα τα τριάντα της παράτασης των πιο αξέχαστων διακοπών τους.

Όλα αυτά τα χρόνια ο Μ. έπαιζε στο μαγαζί κάτι παμπάλαια ρεμπέτικα, είδος που ποτέ δεν με έπιασε, αλλά λόγω των περιστάσεων και της περίδεσής τους με τον τόπο, τα συγκεκριμένα έφτασα να τα αγαπώ. Τώρα λοιπόν που είχε πάρει διπλό κασετόφωνο σκέφτηκα να αντιγράψω σε δικές μου κασέτες όλη εκείνη την ατμόσφαιρα, σύνολο δέκα κασέτες – έργο σχεδόν ακατόρθωτο, που μέχρι σήμερα απορώ πώς κατάφερα. Υπήρχαν στιγμές που έπαιρνα παραγγελία και την άφηνα στη μέση για να τρέξω να γυρίσω και την δική μου άδεια κασέτα. Όταν στο πλοίο της επιστροφής αντιλαμβανόμουν πως πιθανώς όλη η ιστορία των σαιζόν τελείωνε (και όντως έτσι συνέβη), είπα, τώρα θα ξαναβρεθώ εκεί για τελευταία φορά, έστω και για λίγο. Έβαλα την μια κασέτα στο γουόκμαν και κατέρρευσα στο σλίπινγκ μπαγκ σ’ έναν διάδρομο. Εννοείται πως αυτή την φορά έδινα εγώ παραγγελία, να ξαναβρεθώ στο ταβερνείο έστω και σε όνειρο, και συνέβη. Κράτησε λιγότερο από λεπτό, αλλά ακόμα το θυμάμαι: ήμασταν εκεί και χαμογελούσαμε, τα χαμηλά φώτα, το σοκάκι, η ευφροσύνη. Απρόσμενα χαρισμένη, ήταν η ύστατη σκηνή όλης της πενταετίας.

Πάντως δεν μπορώ να μην αναφέρω και μια μετα-ιστορία, να πάρει μια γωνιά σ’ αυτές τις σελίδες κι η συγχωρεμένη η μάνα μου. Ήμουν στρατιώτης όταν εκείνο το φθινόπωρο είχε βρει έναν Κρητικό να νοικιάσει το σπίτι μας στην Κυψέλη. Ήρθε ο πατέρας του στο σπίτι για να κάνουν τα συμβόλαια και είδε μια φωτογραφία μου. Ο γιός σου; Κι άρχισε η μάνα μου χαρούμενη να απαριθμεί τα μεταπτυχία και τα διδακτορικά. «Μας δουλεύεις κυρά μου; Αυτός δουλεύει καμάκι στη Χερσόνησο!». Αχ ρε μάνα, τι κοκορεύεσαι για τις περγαμηνές του γιου σου στον οποιονδήποτε; Αφού ξέρεις ότι τέτοια καμαρώματα δεν συγχωρούνται! Και σου γράφω και στον ενεστώτα, ενώ όλα τα παραπάνω ήταν σε παρελθοντικούς, αλλά δεν το αλλάζω γιατί έτσι σε κρατάω στη ζωή μου. Και συγχώρα με που με όλα αυτά ούτε καλοκαίρι δε μ’ έβλεπες, αλλά δε γινόταν αλλιώς, ξεκίνησε για επιβίωση κι εξελίχθηκε ως ο ωραιότερος τρόπος της.

Αυτή ήταν η ατέλειωτη θερινή μου πενταετία. Ατέλειωτη γιατί την ζω και την ξαναζώ όποτε την προσκαλέσω. Σ’ εκείνο το συνεχές ντελίριο δεν έβγαλα φωτογραφίες και δεν γνώρισα ποτέ τα επίθετα των ανθρώπων που συνάντησα· ανταλλάζαμε μόνο σταθερά τηλέφωνα, κι έτσι δεν γνωρίζω πού βρίσκονται και τι κάνουν. Τα βιβλία της Καθολικής Σύρου τα πούλησα με βαριά καρδιά αλλά βέβαιος πως σε όσα χρόνια μου απομένουν δεν θα τα διαβάσω και δεν κρατώ πια ενθύμια. Οι κασέτες μεταφέρονταν από την μία μετακόμιση στην άλλη μέχρι που πετάχτηκαν και αυτές. Παρά την φυγή μου από τον Ερωδό το 1992, συνέχισα να δουλεύω ως και το 1996. Ήταν οι τελευταίες αμιγώς σωματικές δουλειές μου και δεν υπολογίζω την μέχρι σήμερα ηθοποιΐα στην σχολική αίθουσα. Μου λείπει η αίσθηση του σώματος που κινείται διαρκώς, η ιδέα ότι ανά πάσα στιγμή στο τραπέζι ή στη μπάρα θα έρθει κάποιος που θα γίνει γνωστός ή φίλος, κάποια που θα γίνει φίλη ή εραστής, κάποιοι με τους οποίους θα μοιραστώ σκέψεις, γέλια ή όλα όσα συμβαίνουν στο τρίστρατο καταστημάτων, θέρους και Αιγαίου. Ξέρω πως όλα αυτά ζουν στη μνήμη, και πως αμέτρητα βράδια αποκοιμιέμαι με τις σχετικές ανασκοπήσεις. Κάνω λίστες, βάζω διλήμματα ποια στιγμή θα ξαναζούσα, ποια σκηνή θα έντυνα με τι μουσική, με ποια γυναίκα θα ζούσα σε μια εναλλακτική ζωή ή σε ποιο σπίτι θα πήγαινα τώρα ως ερημίτης. Σε μια τέτοια εποχή σαν τη σημερινή, είναι φοβερή η αίσθηση ότι δεν υπάρχουν αρχεία, φωτογραφίες, ενθύμια ή ζωντανοί άνθρωποι να βεβαιώσουν ότι όλα αυτά συνέβησαν, παρά μόνο η μνήμη του πιο μαλακού μας δίσκου. Ποιος ξέρει, αν αρχίσει κι αυτή να ξεθωριάζει, ίσως να διαβάζω αυτό το κείμενο για να τα ξαναθυμηθώ.

Στις εικόνες, έργα των: 1. Ben Peacock, 6. Emiliano_Ponzi, 7. Baptiste Virot, 9. Tatjana Auschew, 10. Pierre Dominique Lafitte, 12. Yara Crochet – The blue lady

Στις φωτογραφίες: 3. Άγιος Ιωάννης Καπουτσίνων (Άνω Σύρος), 4. Άγιος Αντώνιος (Άνω Σύρος), 14. Elena Martinez, 15. Dmitri Cavander

Οι φωτογραφίες αρ. 5. και 16 είναι του Πανδοχέα Λάμπρου Σκουζάκη.

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.