Οι ξυπόλητες του ιδιωτικού μου βίου, αρ. 1. Οι γυναίκες της Κυψέλης.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 81 (Σεπτέμβριος 2025), εδώ

Από την στιγμή που ο συγκλονισμός μου ήταν δεδομένος, δεν είχα παρά να αναζητώ τις πηγές του. Ο θαυμαστός κόσμος των ποδιών με περίμενε έξω από την πόρτα κι ο πρώτος κύκλος του ήταν η συνοικία μου, η Κυψέλη. Οι δρόμοι, και ιδίως εκείνοι με τα καταστήματα των καθημερινών συναλλαγών, όπως οι φούρνοι, τα μπακάλικα και τα μανάβικα, αποδεικνύονταν περάσματα ποθητών νοικοκυρών που συχνά φορούσαν με τα απολύτως σπιτικά τους ρούχα ακόμα και μέσα στον χειμώνα, καθιστώντας με αυτόπτη κοινωνό της οικιακής τους θαλπωρής, έτσι όπως πετάγονταν, με πιτζάμες, ρόμπες ή πρόχειρα ριχτές ζακέτες, χωρίς να γνωρίζουν πως κάποιος διέκρινε ευτυχής το λευκό πόδι στις παντόφλες, τις σαγιονάρες και τα πασουμάκια. Η ίδια ενδυματολογία χαρακτήριζε και την επίσκεψη σε γειτονικά σπίτια, στις πληρωμές των κοινοχρήστων και στις συνομιλίες των μπαλκονιών. Το προσφιλέστερο «σημείο συναπαντήματος» ήταν τα καταστήματα των ψιλικών και τα περίπτερα, που ήταν ανοιχτά όλες τις ώρες της ημέρας και αποτελούσαν και το τοπικό τηλεφωνείο, απαραίτητο για τις ενοικιάστριες που δεν διέθεταν τηλέφωνο στα σπίτια τους. Εντόπιζα τα μικρά αυτά μαγαζιά από τις εφημερίδες που σαν τεθλασμένη χάρτινη βιτρίνα μαρτυρούσαν την παρουσία τους σε οποιοδήποτε στενό, ή τα πλαστικά παιχνίδια που χρωμάτιζαν το εξωτερικό τους.

Έξω από ένα τέτοιο κατάστημα, γωνία Λήμνου και Αγίας Ζώνης, κεραυνοβολήθηκα από μια κοπέλα με γυαλάκια, μεσαία μαύρα μαλλιά, γαλάζιο πουλόβερ και τζην, που φορούσε τσόκαρα ξεκάλτσωτη μέσα στον χειμώνα! Μιλούσε στο τηλέφωνο χαμογελαστή, χωρίς να βιάζεται. Θυμάμαι σαν τώρα τα δάχτυλά της, εξέχοντα από την λευκή ρίγα, έξοχα διαπιστευτήρια μιας αυτού εξοχότητας. Η συγκεκριμένη γωνία ευνοούσε ιδιαίτερα την σχετική απόλαυση του θεάματος αλλά και την προσεκτική παρακολούθηση της εκάστοτε γόησσας. Δεν χρειάστηκε, όπως συνήθως, να κοντοστέκομαι, δήθεν πως περιμένω κάποιον, κοιτάζοντας το ρολόι μου και ανοιγοκλείνοντας τα χείλη συλλαβίζοντας «μα γιατί αργεί;». Με βόλευε εκείνο το πόστο γιατί στην πλευρά της Λήμνου, είχε αναρτημένες ως χαμηλά τις αθλητικές εφημερίδες και γονάτιζα για να τις διαβάζω. Μπροστά στο Φως και την Αθλητική Ηχώ, έβλεπα ένα Υπερθέαμα Ήχου (που εξέπεμπε η φωνή της) και Φωτός (που ανέβλυζε από εκείνη η υπέργεια λευκότητα)!

Είχα ήδη παρατηρήσει πως τα κορίτσια που μιλούν στο τηλέφωνο ασυναίσθητα τεντώνουν τα πόδια τους πότε από την μια πότε από την άλλη πλευρά, ενίοτε παρατηρώντας τα, αφηρημένα ή μη, και χορογραφούν τα δαχτυλάκια τους σε πληθώρα κινήσεων, θαρρείς και συμμετέχουν στην συνδιάλεξη με τα δικά τους σημεία στίξης. Εκείνο το κορίτσι μου πρόσφερε ένα αξέχαστο θαυμαστικό, διάρκειας μισού ολόκληρου λεπτού: σήκωσε τα δάχτυλά της, αποκαλύπτοντας τα μαξιλαράκια τους και όλο το ημικύκλιο του πέλματος από κάτω. Μου προσφερόταν σε αποκλειστικότητα ένα σημείο αιωνίως κρυφό και ανείδωτο στους ξένους, πιθανώς και στους οικείους. Ποιος άλλος είχε πρόσβαση στο ύστατο εκείνο υπόστεγο του σώματος; Μπορεί και κανείς! Ένα τέτοιο δώρημα ήταν το απόλυτο λάφυρο κάθε αναζήτησης· η προσγείωση στην γυναικεία πατούσα ισοδυναμούσε με την απόλυτη απογείωση των αισθήσεων. Και τα δάχτυλα που υψώνονταν από το έδαφος και ανοιγόκλειναν παιχνιδιάρικα μου έγνεφαν πως με καταλαβαίνουν ή απλώς χαμογελούσαν.

Οι πρώτες καταχωρήσεις στα δελτία μου ήταν οι ένοικοι της πολυκατοικίας, που κατέγραφα ως ενοίκισσες, ώστε η αυτοσχέδια λέξη, αποκλειστικά θηλυκή, να διαθέτει μια νικητήρια παρήχηση, σαν να μου έλεγαν οι ίδιες: ορίστε λοιπόν, τα κατάφερες και μας είδες, (ε)νίκησες!, ενώ εμπλουτισμένη με δυο σίγμα αργότερα θα συγγένευε ηχητικά με τις άνασσες, και τι άλλο ήταν εκείνες οι γυναίκες παρά βασίλισσες, έστω των οίκων τους και ενός βασιλείου που μπορεί να μην ονειρεύτηκαν αλλά πάντως κυρίευαν, με τα σύνορά του και τα δεσμά του, με τις  εξουσίες τους και τα αγαθά του. Δεν αρκούσε βέβαια να περιμένω την τυχαία συνάντηση αλλά κάποτε έπρεπε και να την κατευθύνω. Αν, για παράδειγμα, έβλεπα την γοητευτική κυρία του δευτέρου ορόφου στον διπλανό φούρνο με την επιθυμητή υπόδηση, έπρεπε να επιβραδύνω, ώστε να συναντηθούμε στην πόρτα της εισόδου ή μπροστά από το ασανσέρ, ή, αντίστροφα, να τρέξω να την προλάβω. Η συνύπαρξή μας στον ανελκυστήρα μου έδινε μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα της κοινής ανόδου την μοναδική ευκαιρία της κάθετης θέας, καθώς κατά τον σχετικό εγκλεισμό, για λόγους ευπρέπειας, κοιτάζουμε όχι ευθεία στο απέναντι πρόσωπο μα προς τα κάτω, συνεπώς το βλέμμα ήταν επιτρεπτό, σχεδόν νόμιμο. Έτσι, τι ειρωνεία, το ασανσέρ γινόταν ένας από τους ερωτικότερους χώρους. Εκείνα που σε άλλους, πιο ανοιχτούς τόπους, ήταν έκθετα στα φώτα του ήλιου, εδώ στην πυκνή αστική συνοικία, που όλοι περπατούσαν γρηγορότερα, μου χρειαζόταν ένα μικρό κουβούκλιο για να αιχμαλωτίσω την πολύτιμη εικόνα τους. Σταδιακά ο ήχος του ασανσέρ, όπως τον άκουγα απ’ το χολ ή το καθιστικό του σπιτιού, με ξεσήκωνε, καθώς μαρτυρούσε το ενδεχόμενο μιας επιθυμητής κυκλοφορίας. Είχα μάθει να μετρώ τον απαιτούμενο χρόνο διαδρομής του προς κάθε όροφο, άρα γνώριζα από ποιον έβγαινε η πιθανή γυναίκα.

Από τον τέταρτο η μάλλον τριανταπεντάχρονη κυρία Φλώρα έβγαινε πάντα με τις γαλάζιες σαγιονάρες της, για να πάει ως την διπλανή «Έβγα», ενώ από κάτω της η κυρία Όλγα, ώριμη των πενήντα, με μια γιαπωνέζικη ρόμπα με πολύχρωμα ανοιχτοπράσινα φυλλώματα σε σιέλ ουρανό, φορούσε ανοιχτές παντόφλες με καλσόν, προσφέροντας μεν το πολυπόθητο θέαμα αλλά συγκαλυμμένο από το διάφανο νάιλον, σαν περιτύλιγμα ζελατίνης σε γλύκισμα· η σιγή του ανελκυστήρα σε συνδυασμό με το ηχηρό κλείσιμο της εξώπορτας πιθανολογούσε την έξοδο της φοιτήτριας του ισογείου, που πήγαινε με τις κόκκινες παντόφλες της στο περίπτερο, αποκαλύπτοντας τους δυο ολόλευκους λοφίσκους των αστραγάλων της.

Αλλά κανένα μέρος δεν είχε τόσες πολλές γυναίκες συγκεντρωμένες όσο η λαϊκή αγορά της Τετάρτης. Μου έμοιαζε σαν μια γιορτινή σύναξη όπου μπορούσα να χαζεύω όσες περισσότερες μπορούσα σε έναν μόνο δρόμο, με ώμους χωρίς πανωφόρι, λαιμούς γυμνούς από κάθε κάλυψη, χέρια μαζεμένα στο στήθος για προφύλαξη απ’ το κρύο, και αθλητικές φόρμες, και την πιθανότητα της ανοιχτωσιάς εκεί κάτω, ακόμα και τους λιγότερο γλυκούς μήνες. Τότε έμοιαζαν σα να έχουν βγει για λίγο από το ζεστό τους βασίλειο σε μια άλλη εξίσου δική τους επικράτεια. Δεν γνώριζα ακόμα για έγκλειστους ρόλους και οικιακούς περιορισμούς του λατρευτού μου φύλου, τα αποδεχόμουν όλα ως αυτονόητα, όπως μου τα είχαν συστήσει. Κι έβλεπα τις γυναίκες ερωτικές ιδίως μέσα σε όλα αυτά, στα μυρωμένα από τα μαγειρέματα χέρια, την θερμότητα του σώματος που διαρκώς κινείται αλλά και βρίσκεται πάντα κάπου «μέσα» σε ζεστά σπιτικά. Διαπραγματεύτριες με χαμόγελο ή με την διακριτική αυστηρότητα της οικοκυράς επί των οικονομικών, στέκονταν μπροστά στην πανδαισία φρούτων και λαχανικών κι εγώ σταματούσα δίπλα τους για να γλυκαθώ από τα γυμνά τους μέρη, μετρώντας τα χρόνια μέχρι να τα γευτώ.

Η μια διαδρομή της λαϊκής, τέσσερα – πέντε τετράγωνα μέχρι το δημοτικό σχολείο στη γωνία με την Φωκίωνος, δεν ήταν ποτέ αρκετή. Πηγαίνοντας στην απογευματινή σχολική βάρδια, την ανεβοκατέβαινα και δυο και τρεις φορές, για να πετυχαίνω περισσότερες κυρίες των τιμών, έστω εδώδιμων και αποικιακών. Ακόμα θυμάμαι μια κυρία με κοντά κοκκινωπά μαλλιά και μια μελαγχολική ευγένεια στο φακιδωτό της πρόσωπο· έβγαινε από έναν παράδρομο με το πορτοφόλι στο χέρι, σταχτοπράσινο ζιβάγκο και παντελόνι και ελεύθερα δάχτυλα, Δεκέμβρη μήνα, ενώ πίσω της, στο ζαχαροπλαστείο Παραντάις, γωνία Σικίνου με Πολυμνίας, αναβόσβηναν τα πρώτα χριστουγεννιάτικα διακοσμήματα – η απόλυτα εορταστική εικόνα.

Έφτανα στο σχολείο ξέπνοος αλλά γεμάτος. Όσο προχωρούσε τα απόγευμα, τόσο λιγόστευαν οι χαρακτηριστικές φωνές των πωλητών. Στο τέλος δεν ακουγόταν παρά τα άσθμα των φορτηγών που συμμάζευαν τα προϊόντα. Άραγε τι έκαναν τώρα εκείνες οι γυναίκες; Ήταν κλεισμένες στα περίγυρα διαμερίσματα; Ξάπλωναν δίπλα σε κάποιο σώμα, ασκήτριες μιας συζυγικής ή άλλης τρυφερότητας ή άχνιζαν τα ψώνια τους στις μικρές κουζίνες, ακούγοντας ραδιόφωνο, μουρμουρίζοντας δυο τρεις στίχους από αγαπημένα τραγούδια; Παρέμεναν ξεκάλτσωτες, με θράσος απέναντι στην μέρα που όλο και ψύχραινε ή αναζητούσαν τα ενδύματα των εσπερινών ωρών για να ζεστάνουν ό,τι άφησαν ελεύθερο μέσα στην ημέρα; Ο έρημος δρόμος της επιστροφής ήταν ολότελα διαφορετικός· διάσπαρτος από πεταμένους καρπούς και μαραμένα φύλλα ή υγρός από τα καταβρέγματα της βυτίων της καθαριότητας δεν είχε τίποτα από την ηλιόλουστη πολυχρωμία του μεσημεριού. Αλλά κυρίως ήταν η απουσία κάθε θηλυκότητας που τον ερήμωνε και η μελαγχολία του ισορροπούσε μόνο από την αναμονή της επόμενης Τετάρτης.

Συνεχίζω να αναζητώ τις αντίστοιχες γυναίκες στις λαϊκές αγορές· σημειώνω τις σχετικές ημέρες της κάθε γειτονιάς και σπεύδω αργά το μεσημέρι, όταν ο ήλιος στέκει από πάνω κι εκείνες σπεύδουν για να καλύψουν κάποια έλλειψη. Τώρα μπορώ να σταματήσω δίπλα τους στον πάγκο, ακόμα και να συνομιλήσουμε με κάποια αφορμή ή ψωνίζοντας να παρατείνω τον χρόνο πλάι τους. Μπορεί το συναίσθημα να μην είναι το ίδιο, παρόλο που τώρα αναρωτιέμαι περισσότερο από ποτέ τι άλλο λείπει στην ημέρα τους ή την δική μου· μα όταν οι ματιές μας διασταυρώνονται εκείνες είναι πάντα βιαστικές και καμιά κρίσιμη φράση δεν ψελλίζεται ποτέ. Μια στις τόσες πηγαίνω και στην οδό Λήμνου, που έγινε Λέλας Καραγιάννη· η ημέρα της λαϊκής παραμένει ίδια, μόνο οι άνθρωποι άλλαξαν. Τώρα βλέπει κανείς ένα μελίσσι μεταναστών που βγαίνουν ιδίως την τελευταία στιγμή για να βρουν τις φτηνότερες τιμές· και σίγουρα ανάμεσα στις γυναίκες μιας ανατολής με τις μαντήλες και τα μακριά ρούχα ή εκείνες ενός ηλιοκαμένου νότου, με τα εκθαμβωτικά χρώματα στα ενδύματά τους, μπορεί κανείς να δει γλυκύτατα πόδια που περιγελούν τις εποχές, ίσως γιατί θυμούνται τα δικά τους κλίματα. Είναι τα ίδια πόδια που τους έφτασαν από πολύ μακριά ως εδώ, κάποτε ανυποψίαστα πως θα ζούσαν αμέτρητα βήματα μακριά από εκεί όπου πρωτοπερπάτησαν. Στους δρόμους και τα μικρά μαγαζιά που ακόμα παραμένουν δεν βλέπω πια γυναίκες ελεύθερες στα πόδια· μπορεί να χάθηκε μια από τις αισθήσεις της γειτονιάς που ευνοούσε κάτι τέτοιο, ή απλά οι νοικοκυρές να συνηθίζουν πλέον άλλου είδους αμφίεση, όπως τα αθλητικά παπούτσια, που έγιναν αρεστά σε όλες τις ηλικίες· εξαφανίστηκαν πια και εκείνες οι τηλεφωνικές συσκευές, και μαζί τους χάθηκαν όλες εκείνες οι εκφράσεις των γυναικείων προσώπων και ποδιών.

Αδυνατούσα, φυσικά, να αγνοήσω το γεγονός ότι στα εσωτερικά των σπιτιών κινούνταν γυναίκες απείρως πολλαπλάσιες από εκείνες των δρόμων. Αντιλαμβανόμουν την Κυψέλη σαν πραγματική κυψέλη γυναικών, γεμάτη πολυκατοικίες – κερήθρες διαμερισμάτων και με κέντριζε η ιδέα πως σε κάθε σπίτι όλο και κάποια γυναίκα από την ευρύτατη ηλικιακή γκάμα των προτιμήσεών μου μπορεί να είχε τα πόδια της γυμνά, ελεύθερα ή σε παντοφλάκια, ξυπόλητα στα δρύινα πατώματα ή τα μαρμάρινα μωσαϊκά, ξαπλωμένα σε κρεβάτια, ανεβασμένα σε τραπέζια ή βολεμένα σε πολυθρόνες. Μοίραζα με λογικές στατιστικές πιθανότητες όλες τις περιστάσεις στις οποίες θα συμμετείχαν, στην ορθοστασία των νοικοκυρών ή στο ανεπαίσθητο περπάτημα πέρα δώθε στο σπίτι, στο γλίστρημα πάνω στα πατάκια του σφουγγαρίσματος. Ύστερα τα τοποθετούσα σε πιο προσωπικές στιγμές, να πλένονται στις μπανιέρες και στους μπιντέδες, να βουτυρώνονται με κρέμες, να πασπαλίζονται με πούδρες, να βάφονται στα νύχια ή να τρίβονται στις φτέρνες. Στο τέλος τα επέστεφα με φιλήματα εραστών ή άλλων ενδιαφερομένων, όσο κι αν μάντευα την σπανιότητα των σχετικών διαπράξεων

Τόσο μέλι που αδυνατούσα να τρυγήσω! Αν μπορούσα έστω να το δω να ρέει… Όπου έβρισκα ισόγειο ή υπόγειο ανοιχτό παράθυρο με τραβηγμένες κουρτίνες έσπευδα με αγωνία να δω το εσωτερικό. Δεκάδες φορές στάθηκα μπροστά στο ενδιαφέρον θέαμα ενός προσωπικού χώρου – ένα κρεβάτι με χρωματιστή κουβέρτα, πορτατίφ με χαμηλό φως, μια πολυθρόνα δίπλα στο ραδιόφωνο, κάδρα και αφίσες. Ακόμα και στις πιο μικρές κι ανήλιαγες κάμαρες, η διακοσμητική που, ήταν πλέον μια μοντέρνα επιστήμη, όπως διατείνονταν οι σχετικές διαφημίσεις των περιοδικών, εδώ αποκτούσε κάποιο περιεχόμενο καθώς οι ένοικοι τις διαρρύθμιζαν τους με μια επάλειψη προσωπικού γούστου στον περιορισμένο χώρο. Συνήθως επρόκειτο για φοιτήτριες ή εργαζόμενες από την επαρχία, ή απλώς γυναίκες που μόνο τέτοια δωμάτια μπορούσαν να πληρώνουν. Για όλες αισθανόμουν αμέριστη τρυφερότητα, καθαρισμένη από οίκτους και συμπόνιες· τις έβρισκα, άλλωστε, αξιοθαύμαστες που ζούσαν χωρίς άπλετο φως και μπαλκόνια, πάντα ορατές απ’ τους περίεργους περαστικούς. Συχνά κυκλοφορούσαν ξυπόλητες στις φλοκάτες ή έβαζαν τα πόδια κάθετα στο καλοριφέρ για να τα ζεστάνουν· κάποτε ξάπλωναν μπρούμυτα στο κρεβάτι, μελετώντας κάποιο πανεπιστημιακό βιβλίο κι είχαν τα πόδια σταυρωτά κι αεριωθούμενα. Δεν ήταν διόλου εύκολο να απολαύσω ανενόχλητος τις ηρωίδες των υποδαπέδιων κάδρων μου. Η θέση τους προφανώς τις είχε εφοδιάσει με πιο ευαίσθητες κεραίες· οι περαστικοί δεν τις απασχολούσαν, αν όμως διαισθάνονταν το παραμικρό βλέμμα, ακόμα κι ένα ανεπαίσθητο σταμάτημα των βημάτων, έδειχναν ενοχλημένες και σηκώνονταν να κλείσουν την κουρτίνα.

Όλες αυτές οι γυναίκες της Κυψέλης έμοιαζαν να παίζουν σε προσωπικές ταινίες μικρού μήκους που έβλεπα ως μοναδικός θεατής, όποτε ήμουν τυχερός. Όταν τις έχανα από το οπτικό μου πεδίο ένοιωθα την ίδια αίσθηση με το τέλος ενός ωραίου έργου, ενώ με βασάνιζε και ταυτόχρονα με ευχαριστούσε η ιδέα ότι θα μπορούσα να μην τις έχω καν δει, να έχουν βγει λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα. Συχνά έμενα με την φευγαλέα εικόνα μιας γυμνής φτέρνας που πιθανώς θα χαίρονταν άλλοι στα ενδότερα – ή δεν γνώριζαν πώς να την χαρούν. Αυτές ήταν οι πρώτες γυναίκες που άρχισαν να αλλάζουν τον κόσμο μου, δηλαδή όλον τον κόσμο. {Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.

Στις εικόνες, έργα των : 1. Lucian Freud – Girl with a white dog [1950-51], 2. Ολίβια Μιχάλη – Καθιστή φιγούρα [1988], 3. Michael Taylor – Girl with lilac [1979], 4. Pierre Pivet – La Lectrice, 5. Δημήτρης Σαρατσίτης – Γυναίκα στα κίτρινα, 6. Paula Rego – Amor [1995], 7. Max Kahn – Girl Ironing [1937], 8. Lucian Freud – Annabel Sleeping [1988], 9. Philip Pearlstein.

Eduardo Galeano – Amares…ό,τι αγαπάω

Όλα τα άξια λόγου, γραφής και μνήμης.

Σε μια εφημερίδα της συνοικίας Ραβάλ της Βαρκελώνης ένα ανώνυμο χέρι έγραψε: Ο θεός σου είναι εβραίος, η μουσική σου είναι μαύρη, το αυτοκίνητό σου είναι γιαπωνέζικο, η πίτσα σου ιταλική, το φυσικό σου αέριο αλγερινό, ο καφές σου βραζιλιάνικος, η δημοκρατία σου ελληνική, οι αριθμοί σου αραβικοί, τα γράμματά σου λατινικά. Κι εμένα, τον γείτονά σου, με αποκαλείς ξένο; [«Ξένος»]

O Galeano υπήρξε ένας αθεράπευτος αφηγητής ιστοριών άξιων λόγου, γραφής και μνήμης· ο φύλακας ανθρώπινων ιδιωτικών στιγμών που γιγαντώθηκαν σε δημόσιες, ο συλλέκτης εξομολογήσεων που δεν ειπώθηκαν γιατί τα υποκείμενά τους δεν είχαν φωνή. Στις λέξεις του οι εραστές δικαιώνονται και οι αγωνιστές μας νεύουν, ζώντας για πάντα στις σελίδες του. Στις ίδιες σελίδες οι δικτάτορες αδυνατούν να κρυφτούν και οι δυνάστες των γυναικών υπενθυμίζουν τις θλιβερές τους πράξεις· δεν θέλει να τους εκδικηθεί ή να τους γελοιοποιήσει, αφού το παρελθόν δεν αλλάζει, όμως τους φέρνει στο φως ώστε να τους μάθουμε καλά και να τους αναγνωρίζουμε ακόμα καλύτερα. Όλον αυτό τον αστείρευτο πλούτο θα μπορούσε να τον βάζει σε ογκώδη μυθιστορήματα έρωτα, πόνου, ανθρώπινης σοφίας και πολιτικής εξαθλίωσης αλλά αυτός προτίμησε να τον εκθέτει έτσι γυμνό, όπως του μεταφέρθηκε, σε σύντομες, κάποτε και μονοσέλιδες διηγήσεις, με χρονολογική και τοπογραφική ένδειξη. Την ίδια στιγμή σκαρώνει τις δικές του έξοχες ιστορίες, αντλημένες από έναν προσωπικό συναρπαστικό βίο, πάντα ανοιχτό στους ανθρώπους. Το παρόν βιβλίο συγκεντρώνει μερικές από τις συναρπαστικότερες ιστορίες του που βρίσκονται διασκορπισμένες σε πλείστα βιβλία, ένα μεγάλο μέρος των οποίων ευτυχώς μεταφράστηκαν στη γλώσσα μας, κυρίως από τον εν λόγω εκδοτικό οίκο, ο οποίος επανεξέδωσε και κάποιες ήδη δυσεύρετες από άλλες εκδόσεις, σε μια ανθολογία που έφτιαξε ο ίδιος ο συγγραφέας και εμπλούτισαν οι φίλοι του, με έντεκα θεματικές που ενίοτε αλληλοκαλύπτονται.

Πολλά από τα ερωτικά κείμενα συμπυκνώνουν ολόκληρες στάσεις ζωής, ακόμα και για τελειωμένους έρωτες, όπως η «Γυναίκα που λέει αντίο»: δεν παίρνει μαζί της ούτε σταγόνα από το δηλητήριό του άντρα, παρά μόνο, μεταξύ άλλων, τα φιλιά πριν τις αναχωρήσεις του, ένα τσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα Republicana, μια χαρτοπετσέτα με το πρόσωπο που της σκίτσαρε, και μια απορία για όλο αυτό που «κανένα γράμμα ή εξήγηση δεν θα μπορέσουν να πουν σε κανέναν τι ήταν αλήθεια»· ή τα «Συμβάντα», όπου ένας ασθενικός γεράκος κρύβει μια ξύλινη κασέλα κουκουλωμένη με στρωσίδια οι κλέφτες της οποίας όταν διαπιστώνουν πως είναι γεμάτη με τις ερωτικές επιστολές που είχε λάβει στην πολύχρονη ζωή του, αποφασίζουν, αντί να τις κάψουν, να τις επιστρέφουν μία κάθε βδομάδα κι εκείνος τις περιμένει κάθε Δευτέρα τον ταχυδρόμο, με την καρδιά του να ακούγεται «τρελή από την χαρά της, που λάμβανε λόγια γυναίκας». Μεταξύ των ολόφωτων ιστοριών του είδους, στο «Χρονικό της πόλης της Αβάνας» ο οδηγός του λεωφορείου 68 ζητά συγνώμη από τους επιβάτες και κατεβαίνει να ακολουθήσει μια γυναίκα, υπό τα χειροκροτήματά τους, ενώ κάποιος από αυτούς αναλαμβάνει την οδήγηση μέχρι την στάση που θα κατέβει για να συνεχίσει κάποιος άλλος και ούτω καθεξής. Ένα ζευγάρι συναντιέται καθημερινά σε έναν σταθμό μόνο για μια στιγμή και φιλιούνται μέχρι να σφυρίξει η αναχώρηση («Το ταξίδι»), ενώ όλοι αξίζουμε ή κάποτε αξίζαμε τον «Μικρό θάνατο» που μας ενώνει θραύοντάς μας, μας βρίσκει χάνοντάς μας και μας αρχίζει τελειώνοντάς μας (όσοι δεν γνωρίζουν ποιος αποκαλείται έτσι ας το αναζητήσουν). Αλλού υπάρχουν φράσεις – ολόκληρα επιγράμματα βίων, όπως εκείνη που βρέθηκε γραμμένη κάτω από μια τοιχογραφία του Φερέρ Μπάσα, του Καταλανού Τζότο, στο μοναστήρι: «Πες στον Χουάν να μη με ξεχάσει» («Αποχαιρετισμός»).

Όταν ο λόγος πηγαίνει «Περί θεών και διαβόλων», ο ίδιος ως αφηγητής ξέρει καλά πως στα ουράνια βλέπουν με μισό μάτι τα αμαρτήματα της σαρκός· υποψιάζεται, ωστόσο, ότι ο θεός καταδικάζει ό,τι αγνοεί («Θεολογία/1»), ενώ καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι ο Ουρανός και η Κόλαση δεν είναι παρά δυο ονόματα του κόσμου κι ότι ο καθένας από μάς τους κουβαλάει μέσα του («Πέρα από το εδώ»). Ορισμένες ιστορίες πρέπει να λέγονται και να ξαναλέγονται, όπως η επίμονη άρνηση του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ να δεχτεί τον αρχιεπίσκοπο του Ελ Σαλβαδόρ το 1979, πόσο μάλλον να διαβάσει το πολυσέλιδο έγγραφό του με καταθέσεις και φωτογραφίες από την δικτατορία, ο στρατός της οποίας είχε βασανίσει και δολοφονήσει χιλιάδες Σαλβαδοριανούς, πλείστους καθολικούς αλλά και ιερείς. Ο χριστιανός προκαθήμενος όμως, ο διάδοχος του Αγίου Πέτρου, «δεν είχε καιρό να τα διαβάσει όλα αυτά» και τελικά, τον συμβούλευσε «να τα βρει με την κυβέρνηση» γιατί «ένας καλός χριστιανός δεν δημιουργεί προβλήματα στις αρχές – η Εκκλησία θέλει ειρήνη και αρμονία» («Το μισοσβησμένο όνομα»).

Η πένα του Ουρουγουανού δεν σιώπησε ποτέ για τις δικτατορίες που βρώμισαν και αιματοκύλησαν τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Έφυγε από το Μοντεβιδέο για έντεκα χρόνια γιατί δεν του άρεσε να είναι κρατούμενος και από το Μπουένος Άιρες οκτώ γιατί δεν του άρεσε να είναι νεκρός· έζησε εξόριστος στην Καλέγια ντε λα Κόστα της Καταλονίας και όταν επέστρεψε βρήκε το ανεξίτηλο αποτύπωμά τους. «Η αποθέωση της ανθρώπινης φωνής» αναφέρεται στους φυλακισμένους της χώρα του, οι οποίοι μολονότι απαγορευόταν να μιλούν (γιατί οι δικτάτορες ήθελαν ο καθένας να μην είναι παρά ένας και, ακόμα καλύτερα, κανένας), κουβέντιαζαν με τα χέρια· υπήρξαν και δυο που γνώριζε καλά, και οι οποίοι σώθηκαν από την καταδίκη στη μοναξιά επειδή μπορούσαν να μιλούν με χτυπήματα στον τοίχο και έτσι διηγούνταν αναμνήσεις και έρωτες, γιατί «όταν η φωνή είναι αληθινή δεν τη σταματάει κανείς».

Εδώ ζουν μερικοί πανάξιοι νεκροί, όπως ο Χοσέ Τοά, υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση του Αγιέντε, κρατούμενος σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης του Πινοσέτ και καταδικασμένος σε καταναγκαστικά έργα, λιπόσαρκος και ημιθανής, που όταν συνερχόταν από τις λιποθυμίες στις ανακρίσεις δεν έπαυε να ψιθυρίζει «Να σου πω, αξιωματικέ, ζήτω οι φτωχοί του κόσμου!» και αργότερα, όταν κάποιος σφύριξε για χάρη του ένα ταγκό του Γαρδέλ από εκείνα που αγαπούσε, το χόρεψε με μια σκούπα, λίγο προτού τον αυτοκτονήσουν («Η αποθέωση της γενναιότητας/3»)· μορφές που δεν πρέπει να ξεχαστούν όπως η Ροχέλια Κρους που στη Γουατεμάλα του 1967 (το πρώτο λατινοαμερικανικό εργαστήριο του αμερικανικού στρατού προς τον εντόπιο) συνεργαζόταν με τους αντάρτες και στα είκοσι έξι της βρέθηκε κάτω από μια γέφυρα ακρωτηριασμένη και βιασμένη από τον συνταγματάρχη Μάξιμο Σεπέδο και τους στρατιώτες του, και που ο Γκαλεάνο πρόλαβε να την γνωρίσει, αλλά, έτσι όπως ήταν καλυμμένη στο τρίωρο ταξίδι τους στην ζούγκλα, είχε δει μόνο το σβέρκο της, κι ακόμα αδυνατεί να τον ξεχάσει («Ο σβέρκος)»

Εκτός από τις συνήθως σύντομες ιστορίες υπάρχουν και μεγαλύτερα κείμενα, όπως «Η κοπέλα με τη χαρακιά στο πηγούνι», μια συναρπαστική ερωτική ιστορία με αφορμή ένα πλαστό διαβατήριο και την επιθυμία της γυναίκας να επιστρέψει στην στρατοκρατούμενη χώρα της γιατί «τα πράγματα δεν αλλάζουν μόνα τους». Παραχωρείται χώρος και σε δικαίως λυπημένους χαρακτήρες, όπως o συνταγματάρχης Τάδε στο τελευταίο προπύργιο της δικτατορίας του Σομόσα που αρνούνταν να παραδοθεί στον κομαντάντε του επαναστατικού στρατού γιατί επρόκειτο για γυναίκα – φυσικά παραδόθηκε («Οι καπετάνισσες», Γρανάδα, 1979). Και μπορεί, άραγε, να μιλήσει εκείνη που στην δικτατορία της Αργεντινής κατέδωσε την καλύτερή της φίλη για να γλιτώσει η ίδια τα βασανιστήρια; Τελικά οι καιροί αλλάζουν ακόμα και στην Λατινική Αμερική: κάποτε οι δικτάτορες έκαιγαν τα επικίνδυνα βιβλία, τώρα επί δημοκρατίας καίνε τα λογιστικά βιβλία· οι πρώτες εξαφάνιζαν κόσμο, ενώ οι οικονομικές δικτατορίες εξαφανίζουν χρήματα.

Τυπικό συμπυκνωμένο κείμενο του Γκαλεάνο, οι «Αμνησίες» συντομογραφούν σε μια επαρκή σελίδα τον Νικολάε Τσαουσέσκου που την ίδια στιγμή μοιάζει να εκπροσωπεί πολλούς συναδέλφους του: δυνάστης της Ρουμανίας για πάνω από είκοσι χρόνια, κρατούσε απασχολημένους τους πολίτες σε φυλακές και νεκροταφεία, τους παραχώρησε πάντως το δικαίωμα να χειροκροτούν τον ίδιο  και τα προς τιμήν του μνημεία που κατασκευάστηκαν με απλήρωτα εργατικά χέρια, και υπάκουσε χωρίς την παραμικρή αντίρρηση στις διαταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Παραμένει όμως το ερώτημα, πώς όταν ξέσπασε η λαίλαπα της λαϊκής οργής εκτελέστηκε, και ως δια μαγείας ο καλύτερος όλων έγινε ο κακός της ταινίας, ενώ όλοι οι άλλοι παρέμειναν καλοί;

Οι γυναίκες έχουν πάντα τιμητική θέση στην πρόζα του γιατί αυτές υπήρξαν οι απόλυτα καταπιεσμένες της ιδιωτικής ανθρώπινης ιστορίας. Το 1658 (αλλά η χρονολογία θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε) «Η Χουάνα εφτά χρονών» ακούει την μητέρα της να εύχεται το μικρό της κοριτσάκι να είχε γεννηθεί χαζό, ενώ, λίγα χρόνια μετά, η «Χουάνα δεκαέξι χρονών» επιλέγει το μοναστήρι της Αγίας Θηρεσίας, όπου στη μοναξιά του κελιού της θα αναζητήσει ό,τι δεν μπορεί να βρει στον έξω κόσμο· θα ήθελε να σπουδάσει τα μυστήριά του, αλλά οι γυναίκες γεννιούνται καταδικασμένες να κεντούν και στον σύζυγο που θα τις διαλέξει. Το 1914 στο Μοντεβιδέο η Δελμίρα Αγκουστίνι έγραφε για να υμνήσει τον πυρετό του έρωτα δίχως ήπιες μεταμφιέσεις και καταδικάστηκε από εκείνους που τιμωρούν τις γυναίκες για το ίδιο ακριβώς πράγμα για το οποίο εκθειάζονται οι άντρες, διότι η αγνότητα είναι γυναικείο καθήκον, όπως η λογική είναι ανδρική αρετή. Όμως, πέθανε στα αλήθεια; Όλοι οι εραστές που φλέγονται τις νύχτες απανταχού στον κόσμο, δεν είναι τάχα η σκιά της φωνής της και η ηχώ του κορμιού της; Δεν παραμερίζουν για να της αφήσουν μια γωνιά μέσα στη νύχτα, έτσι ώστε να τραγουδήσει ελεύθερα και να χορέψει με τα λαμπερά της πόδια; («Η Δελμίρα»).

Πόσες υποτάχτηκαν στην προδιαγεγραμμένη τους μοίρα, όπως οι γυναίκες του Καράκας το 1908 που, όταν ο αρραβωνιαστικός τους τις εγκατέλειπε, μετατρέπονταν αυτομάτως σε θείες, καταδικασμένες να ντύνουν αγίους και νεογέννητα, να σαβανώνουν νεκρούς, να προσέχουν αρρώστους και να αναστενάζουν τις νύχτες στη μοναξιά του κρεβατιού τους κοιτάζοντας τη φωτογραφία εκείνου που τις περιφρόνησε («Κέρινες κούκλες»); Πόσες έζησαν ολόκληρη την «ζωή» τους άβουλες και αμίλητες, όπως η γιαγιά της Μπέρτα Γιένσεν που όλα της τα χρόνια ακροπατούσε σαν να ζητούσε συγνώμη για την ενόχληση; Ταγμένη να υπηρετεί τον σύζυγό της και τα πέντε παιδιά της, δεν εξέφρασε ποτέ κανένα παράπονο, μα, όταν την χτύπησε η αρρώστια, επί ένα μήνα ξερνούσε χείμαρρο βρισιών και βλασφημιών για όσα είχε κρατημένα μέσα της («Η γιαγιά»). Πόσες έζησαν αγράμματες, όπως «Η Μαρία του Σταυρού», που, στην Αβάνα του 1961, σκλάβα, κόρη και εγγονή σκλάβων, έμαθε να διαβάζει και να γράφει στα εκατόν έξι της χρόνια;

«Τα διαβολάκια του Οκουμίτσο» είναι από λάσπη και φτιάχνονται από γυναικεία χέρια στο φερώνυμο χωριό· κάνουν έρωτα δυο δύο ή πολλά μαζί, οδηγούν μοτοσυκλέτες και αεροπλάνα, χώνονται στην κιβωτό του Νώε ή ανάμεσα στις ακτίνες του ήλιου. Οι γλύπτριες ζουν σε σκοτεινά σπίτια, δίχως παράθυρα, σκλαβωμένες από τις γέννες και φυλακισμένες από μέθυσους βίαιους άντρες αλλά φτιάχνουν μια ελεύθερη τέχνη, δημιουργώντας καθημερινά μια χαρούμενη ανταρσία, ενώ, όταν λείπουν ή ξεχνούν την σφραγίδα τους, υπογράφει κάποια άλλη, επειδή στην κοινότητα των Ινδιάνων Ταράσκο δεν καταλαβαίνουν από ατομική δόξα και η μία είναι όλες.

Ένα συγκλονιστικό κεφάλαιο της ανθολογίας έχει ως ήρωες παιδιά ή και βρέφη: την Ταμάρα, που από μωρό χάθηκε από την μητέρα της και αργότερα βασανίστηκε και φυλακίστηκε για οκτώ χρόνια από την δικτατορία του Πινοσέτ, αλλά τελικά στη Λίμα το 1983 συναντά την μητέρα της κι εκείνη αισθάνεται ξανά την μυρωδιά του μωρού που έχασε («Η Ταμάρα πετάει δυο φορές»), το βρέφος που μοιάζει νεκρό έτσι όπως ξεχωρίζει μόνο το χεράκι του μέσα από την μήτρα, εδώ και ώρα ακίνητο, αλλά μόλις ο γιατρός το χαϊδεύει εκείνο του σφίγγει το δάχτυλο («Ο τοκετός»), το παιδί που φοβάται το φανταστικό τέρας στο δωμάτιό του αλλά συμφιλιώνεται γιατί μόνο αυτό μπορεί να φέρει τον πατέρα του από την φυλακή («Ο φίλος μου το τέρας»), το αγόρι που στην λιτανεία του μαστιγούμενου Ιησού τού φωνάζει «Υπερασπίσου τον εαυτό σου!». Πώς και έχουν εξοριστεί τα παιδιά από ανάλογες διηγήσεις των συγγραφέων, όταν, μάλιστα, σύμφωνα με μια περίφημη φράση του, είναι «αντάξια της απόλαυσης που τα δημιούργησαν»;

Ξεχωριστή θέση στην σπάνια αυτή πινακοθήκη έχουν και εκείνοι που απέκτησαν καινούργιο εαυτό, όπως ο νέος επίσκοπος που έφτασε το 1959 στην επαρχία Τσιάπας τρέμοντας τον κομμουνιστικό κίνδυνο αλλά χρόνια μετά έγινε ο θρησκευτικός πυρήνας της εξέγερσης των Ζαπατίστας («Ο Σαμουέλ Ρουίς γεννήθηκε δυο φορές»), ή ο Χοσέ Μανουέλ Καστανιόν, λοχαγός στον Ισπανικό εμφύλιο, μαχόμενος υπέρ του Φράνκο, που λίγο μετά τη λήξη του πολέμου ανακαλύπτει στην τύχη ένα απαγορευμένο βιβλίο του Σέσαρ Βαγιέχο, ποιητή των ηττημένων, και το επόμενο πρωί αποκηρύσσει τον στρατό και αρνείται να εισπράξει έστω και μια πεσέτα από την κυβέρνηση του Φράνκο, προτιμώντας την φυλακή και την εξορία.

Συχνά το τραγικό συνυπάρχει με το κωμικό, όπως στην περίπτωση του λογιστή – δημοσίου υπαλλήλου στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1984 ο οποίος, ελλείψει χρημάτων, πληρώθηκε με μια ολόκληρη βιβλιοθήκη χιλιάδων τόμων και περιοδικών αφιερωμένων στην ιστορία της Βραζιλίας αλλά δεν βρέθηκε κανείς ενδιαφερόμενος αγοραστής – «μάλλον η εθνική ιστορία είναι αίνιγμα, ψέμα ή σκέτη ανία», αλλά τελικά κατάφερε να την πουλήσει σε Εργοστάσιο Χάρτου που την μετέτρεψε σε χρωματιστό χαρτί υγείας. Συχνά οι καταστάσεις διολισθαίνουν στον απόλυτο παραλογισμό, προσφιλές πεδίο και της γραφειοκρατίας, όπως η παρουσία στρατιωτικής φρουράς σε ένα παγκάκι στη Σεβίλλη, που κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει, μέχρι που κάποιος υψηλόβαθμος ζήτησε να ψάξουν στα αρχεία τον λόγο της σκοπιάς, η οποίος τελικά ήταν μια κατά τριάντα χρόνια νωρίτερα φρέσκια βαφή.

Ο συγγραφέας δεν ξεχνάει μερικούς μείζονες ομότεχνους, όπως ο Αλέχο Καρπεντιέρ, στον οποίο θέλει να μιλήσει για κάποιον που διάβαζε τον Αιώνα των Φώτων στους φυλακισμένους κι εκείνοι ένοιωθαν να βλέπουν την στιγμή που γεννιέται η μέρα και να βρέχονται από την βροχή που περιέγραφαν οι σελίδες, ή ο Χουάν Ονέτι που κάποτε πληροφόρησε για έναν συγγραφέα που πριν αυτοκτονήσει, του έγραψε πως θέλησε να του σφίξει το χέρι με το οποίο γράφει. Φαντάζεται τον Έρσκιν Κάλντγουελ να συνεχίζει να μεθάει όπως  κι ο ίδιος κάποτε, με κρασί και μυθιστορήματα, αδιάφορος για τους ταγούς της ηθικής και της κριτικής, εξυφαίνοντας νέες βρομοδουλειές και δεινοπαθήματα εις βάρος των  αξιολύπητων ηρώων του, και μνημονεύει τον Χούλιο Κορτάσαρ που στα εβδομήντα του ήταν σαν ένα παιδί που είχε όλες τις ηλικίες συγχρόνως, και που τώρα που πεθαίνει, μπαίνει στη γη, όπως ο άνδρας μπαίνει στη γυναίκα, από όπου προέρχεται.

Στις ιστορίες του Γκαλεάνο καρποφορεί η ελευθερία και η δικαιοσύνη – είναι ίσως ο ίδιος τρόπος με τον οποίο το 1711 οι σκλάβες στο Παραμαρίμπο πριν δραπετεύσουν κλέβουν σπόρους από ρύζι, καλαμπόκι, στάρι, φασόλια και κολοκύθες, που μεταφέρουν στα πυκνά μαλλιά τους και όταν φτάσουν στους ελεύθερους καταυλισμούς μέσα στη ζούγκλα, τινάζουν το κεφάλι κι έτσι καρποφορεί η ελεύθερη γη. Στην τελευταία του «Πρόσκληση για να πετάξουμε μαζί», στον κατάλογο των ενεργών ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν θα υπάρχει μόνο το δικαίωμα να βλέπουμε, να ακούμε και να σιωπάμε· η τηλεόραση θα πάψει να είναι το πιο σημαντικό μέλος της οικογένειας· το φαγητό δεν θα είναι εμπόρευμα, η έκτη εντολή θα προστάζει να τιμάμε το σώμα μας και οι «τρελές» της Πλάσα ντε Μάγιο στην Αργεντινή θα είναι παράδειγμα πνευματικής υγείας, επειδή αρνήθηκαν να ξεχάσουν στα χρόνια της υποχρεωτικής λήθης. «Γιατί όλοι είμαστε θνητοί μέχρι το πρώτο φιλί και το δεύτερο ποτήρι, κι αυτό το ξέρει ο καθένας, όσο λίγα και να ξέρει».

Εκδ. Πάπυρος, 2024, σελ. 368, μτφ. Ισμήνη Κανσή, Μελίνα Παναγιωτίδου, Γεωργία Ζακοπούλου, Χρήστος Σορίκης. Με δώδεκα σχέδια του Tute (Juan Matias Loiseau).

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 82 (καλοκαίρι 2025)

Στις εικόνες: 1. Έργο του Franck Vidal, 5. Delmira Augustini, 6. Διαβολάκι Οκουμίτσο, 7. Σαντινίστα 1979, 8. Plaza del Mayo, Μπουένος Άιρες.

Άλλα βιβλία του Γκαλεάνο στο Πανδοχείο:

Το Βιβλίο των εναγκαλισμών εδώ (μέρος Α΄) και εδώ (μέρος Β΄)

Καθρέφτες. Μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία, εδώ.

Μνήμη της φωτιάς Ι. Η ΑΡΧΗ, εδώ.