Όλα τα άξια λόγου, γραφής και μνήμης.
Σε μια εφημερίδα της συνοικίας Ραβάλ της Βαρκελώνης ένα ανώνυμο χέρι έγραψε: Ο θεός σου είναι εβραίος, η μουσική σου είναι μαύρη, το αυτοκίνητό σου είναι γιαπωνέζικο, η πίτσα σου ιταλική, το φυσικό σου αέριο αλγερινό, ο καφές σου βραζιλιάνικος, η δημοκρατία σου ελληνική, οι αριθμοί σου αραβικοί, τα γράμματά σου λατινικά. Κι εμένα, τον γείτονά σου, με αποκαλείς ξένο; [«Ξένος»]
O Galeano υπήρξε ένας αθεράπευτος αφηγητής ιστοριών άξιων λόγου, γραφής και μνήμης· ο φύλακας ανθρώπινων ιδιωτικών στιγμών που γιγαντώθηκαν σε δημόσιες, ο συλλέκτης εξομολογήσεων που δεν ειπώθηκαν γιατί τα υποκείμενά τους δεν είχαν φωνή. Στις λέξεις του οι εραστές δικαιώνονται και οι αγωνιστές μας νεύουν, ζώντας για πάντα στις σελίδες του. Στις ίδιες σελίδες οι δικτάτορες αδυνατούν να κρυφτούν και οι δυνάστες των γυναικών υπενθυμίζουν τις θλιβερές τους πράξεις· δεν θέλει να τους εκδικηθεί ή να τους γελοιοποιήσει, αφού το παρελθόν δεν αλλάζει, όμως τους φέρνει στο φως ώστε να τους μάθουμε καλά και να τους αναγνωρίζουμε ακόμα καλύτερα. Όλον αυτό τον αστείρευτο πλούτο θα μπορούσε να τον βάζει σε ογκώδη μυθιστορήματα έρωτα, πόνου, ανθρώπινης σοφίας και πολιτικής εξαθλίωσης αλλά αυτός προτίμησε να τον εκθέτει έτσι γυμνό, όπως του μεταφέρθηκε, σε σύντομες, κάποτε και μονοσέλιδες διηγήσεις, με χρονολογική και τοπογραφική ένδειξη. Την ίδια στιγμή σκαρώνει τις δικές του έξοχες ιστορίες, αντλημένες από έναν προσωπικό συναρπαστικό βίο, πάντα ανοιχτό στους ανθρώπους. Το παρόν βιβλίο συγκεντρώνει μερικές από τις συναρπαστικότερες ιστορίες του που βρίσκονται διασκορπισμένες σε πλείστα βιβλία, ένα μεγάλο μέρος των οποίων ευτυχώς μεταφράστηκαν στη γλώσσα μας, κυρίως από τον εν λόγω εκδοτικό οίκο, ο οποίος επανεξέδωσε και κάποιες ήδη δυσεύρετες από άλλες εκδόσεις, σε μια ανθολογία που έφτιαξε ο ίδιος ο συγγραφέας και εμπλούτισαν οι φίλοι του, με έντεκα θεματικές που ενίοτε αλληλοκαλύπτονται.
Πολλά από τα ερωτικά κείμενα συμπυκνώνουν ολόκληρες στάσεις ζωής, ακόμα και για τελειωμένους έρωτες, όπως η «Γυναίκα που λέει αντίο»: δεν παίρνει μαζί της ούτε σταγόνα από το δηλητήριό του άντρα, παρά μόνο, μεταξύ άλλων, τα φιλιά πριν τις αναχωρήσεις του, ένα τσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα Republicana, μια χαρτοπετσέτα με το πρόσωπο που της σκίτσαρε, και μια απορία για όλο αυτό που «κανένα γράμμα ή εξήγηση δεν θα μπορέσουν να πουν σε κανέναν τι ήταν αλήθεια»· ή τα «Συμβάντα», όπου ένας ασθενικός γεράκος κρύβει μια ξύλινη κασέλα κουκουλωμένη με στρωσίδια οι κλέφτες της οποίας όταν διαπιστώνουν πως είναι γεμάτη με τις ερωτικές επιστολές που είχε λάβει στην πολύχρονη ζωή του, αποφασίζουν, αντί να τις κάψουν, να τις επιστρέφουν μία κάθε βδομάδα κι εκείνος τις περιμένει κάθε Δευτέρα τον ταχυδρόμο, με την καρδιά του να ακούγεται «τρελή από την χαρά της, που λάμβανε λόγια γυναίκας». Μεταξύ των ολόφωτων ιστοριών του είδους, στο «Χρονικό της πόλης της Αβάνας» ο οδηγός του λεωφορείου 68 ζητά συγνώμη από τους επιβάτες και κατεβαίνει να ακολουθήσει μια γυναίκα, υπό τα χειροκροτήματά τους, ενώ κάποιος από αυτούς αναλαμβάνει την οδήγηση μέχρι την στάση που θα κατέβει για να συνεχίσει κάποιος άλλος και ούτω καθεξής. Ένα ζευγάρι συναντιέται καθημερινά σε έναν σταθμό μόνο για μια στιγμή και φιλιούνται μέχρι να σφυρίξει η αναχώρηση («Το ταξίδι»), ενώ όλοι αξίζουμε ή κάποτε αξίζαμε τον «Μικρό θάνατο» που μας ενώνει θραύοντάς μας, μας βρίσκει χάνοντάς μας και μας αρχίζει τελειώνοντάς μας (όσοι δεν γνωρίζουν ποιος αποκαλείται έτσι ας το αναζητήσουν). Αλλού υπάρχουν φράσεις – ολόκληρα επιγράμματα βίων, όπως εκείνη που βρέθηκε γραμμένη κάτω από μια τοιχογραφία του Φερέρ Μπάσα, του Καταλανού Τζότο, στο μοναστήρι: «Πες στον Χουάν να μη με ξεχάσει» («Αποχαιρετισμός»).
Όταν ο λόγος πηγαίνει «Περί θεών και διαβόλων», ο ίδιος ως αφηγητής ξέρει καλά πως στα ουράνια βλέπουν με μισό μάτι τα αμαρτήματα της σαρκός· υποψιάζεται, ωστόσο, ότι ο θεός καταδικάζει ό,τι αγνοεί («Θεολογία/1»), ενώ καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι ο Ουρανός και η Κόλαση δεν είναι παρά δυο ονόματα του κόσμου κι ότι ο καθένας από μάς τους κουβαλάει μέσα του («Πέρα από το εδώ»). Ορισμένες ιστορίες πρέπει να λέγονται και να ξαναλέγονται, όπως η επίμονη άρνηση του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ να δεχτεί τον αρχιεπίσκοπο του Ελ Σαλβαδόρ το 1979, πόσο μάλλον να διαβάσει το πολυσέλιδο έγγραφό του με καταθέσεις και φωτογραφίες από την δικτατορία, ο στρατός της οποίας είχε βασανίσει και δολοφονήσει χιλιάδες Σαλβαδοριανούς, πλείστους καθολικούς αλλά και ιερείς. Ο χριστιανός προκαθήμενος όμως, ο διάδοχος του Αγίου Πέτρου, «δεν είχε καιρό να τα διαβάσει όλα αυτά» και τελικά, τον συμβούλευσε «να τα βρει με την κυβέρνηση» γιατί «ένας καλός χριστιανός δεν δημιουργεί προβλήματα στις αρχές – η Εκκλησία θέλει ειρήνη και αρμονία» («Το μισοσβησμένο όνομα»).
Η πένα του Ουρουγουανού δεν σιώπησε ποτέ για τις δικτατορίες που βρώμισαν και αιματοκύλησαν τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Έφυγε από το Μοντεβιδέο για έντεκα χρόνια γιατί δεν του άρεσε να είναι κρατούμενος και από το Μπουένος Άιρες οκτώ γιατί δεν του άρεσε να είναι νεκρός· έζησε εξόριστος στην Καλέγια ντε λα Κόστα της Καταλονίας και όταν επέστρεψε βρήκε το ανεξίτηλο αποτύπωμά τους. «Η αποθέωση της ανθρώπινης φωνής» αναφέρεται στους φυλακισμένους της χώρα του, οι οποίοι μολονότι απαγορευόταν να μιλούν (γιατί οι δικτάτορες ήθελαν ο καθένας να μην είναι παρά ένας και, ακόμα καλύτερα, κανένας), κουβέντιαζαν με τα χέρια· υπήρξαν και δυο που γνώριζε καλά, και οι οποίοι σώθηκαν από την καταδίκη στη μοναξιά επειδή μπορούσαν να μιλούν με χτυπήματα στον τοίχο και έτσι διηγούνταν αναμνήσεις και έρωτες, γιατί «όταν η φωνή είναι αληθινή δεν τη σταματάει κανείς».
Εδώ ζουν μερικοί πανάξιοι νεκροί, όπως ο Χοσέ Τοά, υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση του Αγιέντε, κρατούμενος σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης του Πινοσέτ και καταδικασμένος σε καταναγκαστικά έργα, λιπόσαρκος και ημιθανής, που όταν συνερχόταν από τις λιποθυμίες στις ανακρίσεις δεν έπαυε να ψιθυρίζει «Να σου πω, αξιωματικέ, ζήτω οι φτωχοί του κόσμου!» και αργότερα, όταν κάποιος σφύριξε για χάρη του ένα ταγκό του Γαρδέλ από εκείνα που αγαπούσε, το χόρεψε με μια σκούπα, λίγο προτού τον αυτοκτονήσουν («Η αποθέωση της γενναιότητας/3»)· μορφές που δεν πρέπει να ξεχαστούν όπως η Ροχέλια Κρους που στη Γουατεμάλα του 1967 (το πρώτο λατινοαμερικανικό εργαστήριο του αμερικανικού στρατού προς τον εντόπιο) συνεργαζόταν με τους αντάρτες και στα είκοσι έξι της βρέθηκε κάτω από μια γέφυρα ακρωτηριασμένη και βιασμένη από τον συνταγματάρχη Μάξιμο Σεπέδο και τους στρατιώτες του, και που ο Γκαλεάνο πρόλαβε να την γνωρίσει, αλλά, έτσι όπως ήταν καλυμμένη στο τρίωρο ταξίδι τους στην ζούγκλα, είχε δει μόνο το σβέρκο της, κι ακόμα αδυνατεί να τον ξεχάσει («Ο σβέρκος)»
Εκτός από τις συνήθως σύντομες ιστορίες υπάρχουν και μεγαλύτερα κείμενα, όπως «Η κοπέλα με τη χαρακιά στο πηγούνι», μια συναρπαστική ερωτική ιστορία με αφορμή ένα πλαστό διαβατήριο και την επιθυμία της γυναίκας να επιστρέψει στην στρατοκρατούμενη χώρα της γιατί «τα πράγματα δεν αλλάζουν μόνα τους». Παραχωρείται χώρος και σε δικαίως λυπημένους χαρακτήρες, όπως o συνταγματάρχης Τάδε στο τελευταίο προπύργιο της δικτατορίας του Σομόσα που αρνούνταν να παραδοθεί στον κομαντάντε του επαναστατικού στρατού γιατί επρόκειτο για γυναίκα – φυσικά παραδόθηκε («Οι καπετάνισσες», Γρανάδα, 1979). Και μπορεί, άραγε, να μιλήσει εκείνη που στην δικτατορία της Αργεντινής κατέδωσε την καλύτερή της φίλη για να γλιτώσει η ίδια τα βασανιστήρια; Τελικά οι καιροί αλλάζουν ακόμα και στην Λατινική Αμερική: κάποτε οι δικτάτορες έκαιγαν τα επικίνδυνα βιβλία, τώρα επί δημοκρατίας καίνε τα λογιστικά βιβλία· οι πρώτες εξαφάνιζαν κόσμο, ενώ οι οικονομικές δικτατορίες εξαφανίζουν χρήματα.
Τυπικό συμπυκνωμένο κείμενο του Γκαλεάνο, οι «Αμνησίες» συντομογραφούν σε μια επαρκή σελίδα τον Νικολάε Τσαουσέσκου που την ίδια στιγμή μοιάζει να εκπροσωπεί πολλούς συναδέλφους του: δυνάστης της Ρουμανίας για πάνω από είκοσι χρόνια, κρατούσε απασχολημένους τους πολίτες σε φυλακές και νεκροταφεία, τους παραχώρησε πάντως το δικαίωμα να χειροκροτούν τον ίδιο και τα προς τιμήν του μνημεία που κατασκευάστηκαν με απλήρωτα εργατικά χέρια, και υπάκουσε χωρίς την παραμικρή αντίρρηση στις διαταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Παραμένει όμως το ερώτημα, πώς όταν ξέσπασε η λαίλαπα της λαϊκής οργής εκτελέστηκε, και ως δια μαγείας ο καλύτερος όλων έγινε ο κακός της ταινίας, ενώ όλοι οι άλλοι παρέμειναν καλοί;
Οι γυναίκες έχουν πάντα τιμητική θέση στην πρόζα του γιατί αυτές υπήρξαν οι απόλυτα καταπιεσμένες της ιδιωτικής ανθρώπινης ιστορίας. Το 1658 (αλλά η χρονολογία θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε) «Η Χουάνα εφτά χρονών» ακούει την μητέρα της να εύχεται το μικρό της κοριτσάκι να είχε γεννηθεί χαζό, ενώ, λίγα χρόνια μετά, η «Χουάνα δεκαέξι χρονών» επιλέγει το μοναστήρι της Αγίας Θηρεσίας, όπου στη μοναξιά του κελιού της θα αναζητήσει ό,τι δεν μπορεί να βρει στον έξω κόσμο· θα ήθελε να σπουδάσει τα μυστήριά του, αλλά οι γυναίκες γεννιούνται καταδικασμένες να κεντούν και στον σύζυγο που θα τις διαλέξει. Το 1914 στο Μοντεβιδέο η Δελμίρα Αγκουστίνι έγραφε για να υμνήσει τον πυρετό του έρωτα δίχως ήπιες μεταμφιέσεις και καταδικάστηκε από εκείνους που τιμωρούν τις γυναίκες για το ίδιο ακριβώς πράγμα για το οποίο εκθειάζονται οι άντρες, διότι η αγνότητα είναι γυναικείο καθήκον, όπως η λογική είναι ανδρική αρετή. Όμως, πέθανε στα αλήθεια; Όλοι οι εραστές που φλέγονται τις νύχτες απανταχού στον κόσμο, δεν είναι τάχα η σκιά της φωνής της και η ηχώ του κορμιού της; Δεν παραμερίζουν για να της αφήσουν μια γωνιά μέσα στη νύχτα, έτσι ώστε να τραγουδήσει ελεύθερα και να χορέψει με τα λαμπερά της πόδια; («Η Δελμίρα»).
Πόσες υποτάχτηκαν στην προδιαγεγραμμένη τους μοίρα, όπως οι γυναίκες του Καράκας το 1908 που, όταν ο αρραβωνιαστικός τους τις εγκατέλειπε, μετατρέπονταν αυτομάτως σε θείες, καταδικασμένες να ντύνουν αγίους και νεογέννητα, να σαβανώνουν νεκρούς, να προσέχουν αρρώστους και να αναστενάζουν τις νύχτες στη μοναξιά του κρεβατιού τους κοιτάζοντας τη φωτογραφία εκείνου που τις περιφρόνησε («Κέρινες κούκλες»); Πόσες έζησαν ολόκληρη την «ζωή» τους άβουλες και αμίλητες, όπως η γιαγιά της Μπέρτα Γιένσεν που όλα της τα χρόνια ακροπατούσε σαν να ζητούσε συγνώμη για την ενόχληση; Ταγμένη να υπηρετεί τον σύζυγό της και τα πέντε παιδιά της, δεν εξέφρασε ποτέ κανένα παράπονο, μα, όταν την χτύπησε η αρρώστια, επί ένα μήνα ξερνούσε χείμαρρο βρισιών και βλασφημιών για όσα είχε κρατημένα μέσα της («Η γιαγιά»). Πόσες έζησαν αγράμματες, όπως «Η Μαρία του Σταυρού», που, στην Αβάνα του 1961, σκλάβα, κόρη και εγγονή σκλάβων, έμαθε να διαβάζει και να γράφει στα εκατόν έξι της χρόνια;
«Τα διαβολάκια του Οκουμίτσο» είναι από λάσπη και φτιάχνονται από γυναικεία χέρια στο φερώνυμο χωριό· κάνουν έρωτα δυο δύο ή πολλά μαζί, οδηγούν μοτοσυκλέτες και αεροπλάνα, χώνονται στην κιβωτό του Νώε ή ανάμεσα στις ακτίνες του ήλιου. Οι γλύπτριες ζουν σε σκοτεινά σπίτια, δίχως παράθυρα, σκλαβωμένες από τις γέννες και φυλακισμένες από μέθυσους βίαιους άντρες αλλά φτιάχνουν μια ελεύθερη τέχνη, δημιουργώντας καθημερινά μια χαρούμενη ανταρσία, ενώ, όταν λείπουν ή ξεχνούν την σφραγίδα τους, υπογράφει κάποια άλλη, επειδή στην κοινότητα των Ινδιάνων Ταράσκο δεν καταλαβαίνουν από ατομική δόξα και η μία είναι όλες.
Ένα συγκλονιστικό κεφάλαιο της ανθολογίας έχει ως ήρωες παιδιά ή και βρέφη: την Ταμάρα, που από μωρό χάθηκε από την μητέρα της και αργότερα βασανίστηκε και φυλακίστηκε για οκτώ χρόνια από την δικτατορία του Πινοσέτ, αλλά τελικά στη Λίμα το 1983 συναντά την μητέρα της κι εκείνη αισθάνεται ξανά την μυρωδιά του μωρού που έχασε («Η Ταμάρα πετάει δυο φορές»), το βρέφος που μοιάζει νεκρό έτσι όπως ξεχωρίζει μόνο το χεράκι του μέσα από την μήτρα, εδώ και ώρα ακίνητο, αλλά μόλις ο γιατρός το χαϊδεύει εκείνο του σφίγγει το δάχτυλο («Ο τοκετός»), το παιδί που φοβάται το φανταστικό τέρας στο δωμάτιό του αλλά συμφιλιώνεται γιατί μόνο αυτό μπορεί να φέρει τον πατέρα του από την φυλακή («Ο φίλος μου το τέρας»), το αγόρι που στην λιτανεία του μαστιγούμενου Ιησού τού φωνάζει «Υπερασπίσου τον εαυτό σου!». Πώς και έχουν εξοριστεί τα παιδιά από ανάλογες διηγήσεις των συγγραφέων, όταν, μάλιστα, σύμφωνα με μια περίφημη φράση του, είναι «αντάξια της απόλαυσης που τα δημιούργησαν»;
Ξεχωριστή θέση στην σπάνια αυτή πινακοθήκη έχουν και εκείνοι που απέκτησαν καινούργιο εαυτό, όπως ο νέος επίσκοπος που έφτασε το 1959 στην επαρχία Τσιάπας τρέμοντας τον κομμουνιστικό κίνδυνο αλλά χρόνια μετά έγινε ο θρησκευτικός πυρήνας της εξέγερσης των Ζαπατίστας («Ο Σαμουέλ Ρουίς γεννήθηκε δυο φορές»), ή ο Χοσέ Μανουέλ Καστανιόν, λοχαγός στον Ισπανικό εμφύλιο, μαχόμενος υπέρ του Φράνκο, που λίγο μετά τη λήξη του πολέμου ανακαλύπτει στην τύχη ένα απαγορευμένο βιβλίο του Σέσαρ Βαγιέχο, ποιητή των ηττημένων, και το επόμενο πρωί αποκηρύσσει τον στρατό και αρνείται να εισπράξει έστω και μια πεσέτα από την κυβέρνηση του Φράνκο, προτιμώντας την φυλακή και την εξορία.
Συχνά το τραγικό συνυπάρχει με το κωμικό, όπως στην περίπτωση του λογιστή – δημοσίου υπαλλήλου στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1984 ο οποίος, ελλείψει χρημάτων, πληρώθηκε με μια ολόκληρη βιβλιοθήκη χιλιάδων τόμων και περιοδικών αφιερωμένων στην ιστορία της Βραζιλίας αλλά δεν βρέθηκε κανείς ενδιαφερόμενος αγοραστής – «μάλλον η εθνική ιστορία είναι αίνιγμα, ψέμα ή σκέτη ανία», αλλά τελικά κατάφερε να την πουλήσει σε Εργοστάσιο Χάρτου που την μετέτρεψε σε χρωματιστό χαρτί υγείας. Συχνά οι καταστάσεις διολισθαίνουν στον απόλυτο παραλογισμό, προσφιλές πεδίο και της γραφειοκρατίας, όπως η παρουσία στρατιωτικής φρουράς σε ένα παγκάκι στη Σεβίλλη, που κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει, μέχρι που κάποιος υψηλόβαθμος ζήτησε να ψάξουν στα αρχεία τον λόγο της σκοπιάς, η οποίος τελικά ήταν μια κατά τριάντα χρόνια νωρίτερα φρέσκια βαφή.
Ο συγγραφέας δεν ξεχνάει μερικούς μείζονες ομότεχνους, όπως ο Αλέχο Καρπεντιέρ, στον οποίο θέλει να μιλήσει για κάποιον που διάβαζε τον Αιώνα των Φώτων στους φυλακισμένους κι εκείνοι ένοιωθαν να βλέπουν την στιγμή που γεννιέται η μέρα και να βρέχονται από την βροχή που περιέγραφαν οι σελίδες, ή ο Χουάν Ονέτι που κάποτε πληροφόρησε για έναν συγγραφέα που πριν αυτοκτονήσει, του έγραψε πως θέλησε να του σφίξει το χέρι με το οποίο γράφει. Φαντάζεται τον Έρσκιν Κάλντγουελ να συνεχίζει να μεθάει όπως κι ο ίδιος κάποτε, με κρασί και μυθιστορήματα, αδιάφορος για τους ταγούς της ηθικής και της κριτικής, εξυφαίνοντας νέες βρομοδουλειές και δεινοπαθήματα εις βάρος των αξιολύπητων ηρώων του, και μνημονεύει τον Χούλιο Κορτάσαρ που στα εβδομήντα του ήταν σαν ένα παιδί που είχε όλες τις ηλικίες συγχρόνως, και που τώρα που πεθαίνει, μπαίνει στη γη, όπως ο άνδρας μπαίνει στη γυναίκα, από όπου προέρχεται.
Στις ιστορίες του Γκαλεάνο καρποφορεί η ελευθερία και η δικαιοσύνη – είναι ίσως ο ίδιος τρόπος με τον οποίο το 1711 οι σκλάβες στο Παραμαρίμπο πριν δραπετεύσουν κλέβουν σπόρους από ρύζι, καλαμπόκι, στάρι, φασόλια και κολοκύθες, που μεταφέρουν στα πυκνά μαλλιά τους και όταν φτάσουν στους ελεύθερους καταυλισμούς μέσα στη ζούγκλα, τινάζουν το κεφάλι κι έτσι καρποφορεί η ελεύθερη γη. Στην τελευταία του «Πρόσκληση για να πετάξουμε μαζί», στον κατάλογο των ενεργών ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν θα υπάρχει μόνο το δικαίωμα να βλέπουμε, να ακούμε και να σιωπάμε· η τηλεόραση θα πάψει να είναι το πιο σημαντικό μέλος της οικογένειας· το φαγητό δεν θα είναι εμπόρευμα, η έκτη εντολή θα προστάζει να τιμάμε το σώμα μας και οι «τρελές» της Πλάσα ντε Μάγιο στην Αργεντινή θα είναι παράδειγμα πνευματικής υγείας, επειδή αρνήθηκαν να ξεχάσουν στα χρόνια της υποχρεωτικής λήθης. «Γιατί όλοι είμαστε θνητοί μέχρι το πρώτο φιλί και το δεύτερο ποτήρι, κι αυτό το ξέρει ο καθένας, όσο λίγα και να ξέρει».
Εκδ. Πάπυρος, 2024, σελ. 368, μτφ. Ισμήνη Κανσή, Μελίνα Παναγιωτίδου, Γεωργία Ζακοπούλου, Χρήστος Σορίκης. Με δώδεκα σχέδια του Tute (Juan Matias Loiseau).
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 82 (καλοκαίρι 2025)
Στις εικόνες: 1. Έργο του Franck Vidal, 5. Delmira Augustini, 6. Διαβολάκι Οκουμίτσο, 7. Σαντινίστα 1979, 8. Plaza del Mayo, Μπουένος Άιρες.
Άλλα βιβλία του Γκαλεάνο στο Πανδοχείο:
Το Βιβλίο των εναγκαλισμών εδώ (μέρος Α΄) και εδώ (μέρος Β΄)
Καθρέφτες. Μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία, εδώ.
Μνήμη της φωτιάς Ι. Η ΑΡΧΗ, εδώ.








