Βέρνερ Βάλντμαν – Βιρτζίνια Γουλφ. Ιδιοφυής και μόνη

1Το δικό της δωμάτιο

Γι’ αυτό κι εγώ θα σας ζητούσα να γράψετε κάθε είδους βιβλία, μη διστάζοντας μπροστά σε κανένα θέμα, όσο ασήμαντο ή όσο τεράστιο κι αν σας φανεί. Ελπίζω πως θα μπορέσετε να βρείτε με οποιοδήποτε μέσο αρκετά χρήματα για να ταξιδέψετε και να τεμπελιάσετε, να συλλογιστείτε το μέλλον ή το παρελθόν του κόσμου, να ονειροπολήσετε πάνω σε βιβλία και να χαζέψετε στις γωνιές των δρόμων και να ρίξετε την πετονιά της σκέψης βαθιά μέσα στο ποτάμι. Γιατί δε σας περιορίζω με κανένα τρόπο στην πεζογραφία. [σ. 169]

Η ανάγνωση τόσο των παραπάνω φράσεων από το βιβλίο της Γουλφ Ένα δικό σου δωμάτιο όσο πλήθος άλλων αποσπασμάτων από τα έργα της αποκτά διαφορετική σημασία και περιεχόμενο, ανάλογα με τον κόσμο που επιλέγουμε κάθε φορά να φωτίζουμε μέσα στον σπάνιο βίο της. Η ιέρεια ενός ατόλμητου μοντερνισμού υπήρξε ταυτόχρονα και η μοναχικότατη θεραπαινίδα της δημιουργίας, η αδάμαστη συνειδητή θηλυκότητα βάδισε δίπλα στον εύθρυπτο ψυχισμό της, η αγωνιούσα πολιτική αγωνίστρια συνυπήρξε με την αναζητήτρια και την αποστρεφόμενη τον έρωτα.

5Τον Σεπτέμβριο του 1940 η Βιρτζίνια δούλευε ακόμα πάνω στο τελευταίο της μυθιστόρημα Ανάμεσα στις πράξεις. Μια διπλή προσπάθεια: από τη μια οι αιώνιες αγωνίες της, η αμφιταλάντευση ανάμεσα στη μέγιστη έξαψη και στη βαθιά κατάθλιψη, η οποία, κάθε φορά που τελείωνε ένα βιβλίο, έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις και την έριχνε στις αβύσσους· από την άλλη πλευρά ο πόλεμος που ενίσχυε την ψυχοσωματική της επιβάρυνση. Τα θλιβερά ερείπια των παλιών μου χώρων, γκρεμισμένα· τα παλιά κόκκινα τούβλα, όλα τους άσπρη σκόνη […], όλη η τελειότητα ερημωμένη και ρημαγμένη.

3 virginia_woolf_by_keyworkdove-d38yqveΑν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ράγισε για την ίδια και τόσους άλλους το προσωπείο κάθε ανθρώπινης αρμονικής συνύπαρξης, ο Μεγαλύτερος Πόλεμος άρχισε να γκρεμίζει τα τελευταία εναπομείναντα θεμέλιά της. Η Γουλφ πάντα είχε  ζωηρό ενδιαφέρον για την πολιτική – κάτι που δεν υποψιάζεται κανείς διαβάζοντας τα μυθιστορήματά της – και μισούσε τη βία οποιασδήποτε μορφής, ιδίως τη ραφιναρισμένη και συγκαλυμμένη βία της κοινωνίας, που επέβαλλε στους ανθρώπους ένα ξένο τρόπο ζωής. Τώρα η συντριβή ήταν πολύ μεγαλύτερη. Ο σύζυγός της Λέοναρντ ήταν και Εβραίος και σοσιαλιστής και εύκολα μπορούσαν να φανταστούν τις τους περίμενε, γι’ αυτό και αμφότεροι μιλούσαν εντελώς ανοιχτά για αυτοκτονία σε περίπτωση εισβολής του εχθρού.

Virginia WoolfΗ ιδιάζουσα στράτευση της Γουλφ είναι μία μόνο από τις πολλαπλάσιες πλευρές της πολλαπλής προσωπικότητάς της, πλευρές που όλες ανεξαιρέτως διαπερνά πυκνά, σύντομα και αρκούντως διεισδυτικά Γερμανός βιογράφος (γεν. 1944, παλαιότερα σεναριογράφος στη Βαυαρική Ραδιοφωνία, επιμελητής εκδόσεων και μονογράφος των αδελφών Μπροντέ, νυν στέλεχος σε διεθνή όμιλο μέσων μαζικής ενημέρωσης). Απέναντι στις λεπτομερείς, εξαντλητικές και εξονυχιστικές βιογραφίες που καταγράφουν τα πάντα για τον συγγραφέα, την οικογένεια και το περιβάλλον του, ο Βάλντμαν προτίμησε το δρόμο της πυκνής, περιεκτικής αλλά σε κάθε περίπτωση ολικής κατόπτευσης του προσωπικού και συγγραφικού βίου, συχνά αφήνοντας την ίδια τη συγγραφέα να συμπληρώσει τα κενά που επίτηδες δημιουργεί η δική του εξιστόρηση, δίνοντας χώρο σε πλήθος κειμένων της, που έχουν ακριβώς επιλεχθεί ώστε να μιλούν από μόνα τους στην εκάστοτε περίσταση.

2Κάποιες φορές φοβάμαι τον εαυτό μου, άλλες φορές πάλι σκέφτομαι ότι κανείς δεν μπορεί να νιώσει ακριβώς όπως κάποιος άλλος άνθρωπος, έγραφε σ’ ένα από τα αμέτρητα Γράμματά της, και η θέση της εξομολόγησης στο νέο κείμενο δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς ξεφυλλίζεται η ζωή της από τις νεαρότατες μέρες  που ελκύθηκε από την Γλώσσα, μαγεύτηκε από τους ήχους της, απορροφήθηκε από τις συλλαβές της, μιμήθηκε τις προφορές της. Ακολούθησαν τα προσωπικά της μανιφέστα για την απελευθέρωση της γυναίκας από την κυριαρχία του άντρα – A Room of One’s Own  (1929), Three Guineas (1938) –, και η μέγιστη συμπάθεια προς τις γυναίκες, κυρίως για την περιφρόνηση  τους προς τις κοινωνικές συμβατικότητες αλλά και για την πληρότητά τους. Η συγγραφέας ένιωθε πιο κοντά στις γυναίκες, γεγονός που ενδεχομένως μπορεί να γίνει εν μέρει κατανοητό ως αποτέλεσμα μιας πολύ έντονης προσκόλλησης στη μητέρα της. Μέχρι τα σαράντα, όπως είχε πει, την καταδίωκε η παρουσία της · ίσως αναζητούσε τη μητρική στοργή, την αίσθηση της σιγουριάς, που την έβρισκε πιο εύκολα στην επαφή με τις γυναίκες παρά με τους άνδρες. Η σεξουαλική πράξη δεν της πρόσφερε καμία απόλαυση, αντιθέτως της προκαλούσε απέχθεια.

virginia_woolf1Σε μια άλλη πλευρά, η Γουλφ έγραψε ως ανήσυχη της φόρμας και δαιμόνια της πρωτότυπης εξιστόρησης, αποθεώτρια της λεπτομέρειας και ρέουσα της αεικίνητης συνείδησης, που ρέει όπως Τα κύματα, που ευτύχησαν να έχουν το ολόδικό τους βιβλίο και ακατάπαυστα να ηχούν μέχρι σήμερα. Από τα πάμφωτα, ευτυχή παιδικά καλοκαίρι στην Κορνουάλη και την πνευματική διέγερση της ατμόσφαιρας του Μπλούμσμπερι μέχρι την αναζήτηση κάθε φωτός Στο Φάρο και κάθε φύλου στο Ορλάντο, η πορεία της έρευσε ως το γειτονικό της ποτάμι το 1941 και την αποχώρηση από τα γήινα τετριμμένα, αφού έγραψε στον φύλακα – άγγελό της Λέοναρντ Γουλφ:

VWLΠολυαγαπημένε, νιώθω στα σίγουρα ότι τρελαίνομαι ξανά. Νομίζω ότι δεν αντέχουμε νε περάσουμε μια τέτοια φριχτή περίοδο για μία ακόμα φορά. Και αυτή τη φορά δεν θα ξαναγίνω καλά. Ακούω φωνές και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Γι’ αυτό κάνω ό,τι μου φαίνεται καλύτερο σε αυτές τις συνθήκες. Μου χάρισες τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία. Ήσουν για μένα όλα όσα μπορεί να είναι κάποιος για ένα άλλο. Δεν πιστεύω ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι – μέχρι που ήρθε η φριχτή αρρώστια. Δεν μπορώ να την πολεμήσω άλλο. Ξέρω ότι καταστρέφω τη ζωή σου κι ότι χωρίς εμένα θα μπορούσες να δουλέψεις. Και ξέρω ότι θα το κάνεις. […] Αν κάποιος θα μπορούσε να με σώσει, αυτός θα ήσουν εσύ. Όλα, εκτός από τη βεβαιότητα για τη δική σου καλοσύνη με έχουν εγκαταλείψει. Δεν μπορώ να καταστρέφω άλλο τη ζωή σου. Δεν πιστεύω ότι δύο άνθρωποι θα  μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι απ’ όσο ήμασταν εμείς. [σ. 181]

Εκδ. Μελάνι, 2008, μτφ. Μαρίνα Μπαλάφα, επιμ. Πελαγία Τσινάρη, σελ. 200 με χρονολόγιο, μαρτυρίες (Ε.Μ. Φόρστερ, Βάλτερ Γιενς, Γκύντερ Μπλέκερ, Κρίστοφερ Ίσεργουντ, Ελίζαμπεθ Μπόουεν, κ.ά.) και βιβλιογραφία [8+8+2 σελίδες] καθώς και γυαλιστερό δεκαεξασέλιδο με μαυρόασπρες φωτογραφίες [Werner Waldmann, Virginia Wolf, 1983/2006].

Ολιβιέ Τοντ – Αλμπέρ Καμύ. Μια ζωή

Δημιουργός μύθων, εμπνευστής ζωής

«Πιστεύω πως ο συγγραφέας δεν πρέπει να αγνοεί τίποτε από τα δράματα του καιρού του και πως πρέπει να παίρνει θέση όποτε μπορεί ή γνωρίζει. Πρέπει όμως και να διατηρεί ή να παίρνει, από καιρού εις καιρόν, μια κάποια απόσταση απέναντι στην ιστορία μας» έλεγε σε συνέντευξή του στη Demain ο «κλασικός» πλέον Γάλλος στοχαστής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος, δραματουργός, σκηνοθέτης και ηθοποιός Αλμπέρ Καμύ. Ένας κλασικός που χαρακτηρίζεται επικίνδυνος από τον παρόντα βιογράφο του, σε μια ογκώδη αλλά αναμφισβήτητα  αξιανάγνωστη βιογραφία, που δεν εξαντλεί απλώς με απόλυτη γραμμικότητα και εξαντλητικές λεπτομέρειες ολόκληρη τη ζωή και το έργο του συγγραφέα αλλά και παρουσιάζει για πρώτη φορά συζητήσεις με μεγάλο αριθμό προσώπων που διασταυρώθηκαν με την ζωή του, καθώς και ανέκδοτα κείμενα (μεταξύ των οποίων και η αλληλογραφία του). Οι παραπάνω σκέψεις του Καμύ σαφώς εντάσσονται σ’ έναν ευρύτερο προβληματισμό του όσον αφορά τη θέση και τη στράτευση του συγγραφέα, ένα ζήτημα που δεν σταμάτησε να τίθεται στο επίκεντρο των περί δημιουργίας προβληματισμών του. Σύμφωνα με τον δικό του κανόνα ζωής ένας συγγραφέας μπορεί να βοηθήσει μόνο μέσα από τα βιβλία του και δεν πρέπει να οικειοποιηθεί τον τίτλο του καθοδηγητή συνείδησης. Η παραπάνω στάση δεν αποτελεί παραίτηση αλλά αναγνώριση των ορίων του.

Το παρόν βιογραφικό δοκίμιο, εμπλουτισμένο όσον αφορά την ελληνική έκδοση με εξήντα σελίδες σημειώσεων, επιλεκτική βιβλιογραφία, ευρετήριο ονομάτων και δεκαεξασέλιδο με σαράντα φωτογραφίες, δεν αποτελεί, κατά επιθυμία του συγγραφέα του, ούτε απομυθοποίηση ούτε αγιογραφία. Ο Τοντ σαφώς διάκειται θετικότατα απέναντι στον Καμύ αλλά επιθυμεί να συμπεριλάβει στο φιλόδοξο πόνημά του κάθε υπαρκτό στοιχείο· σπάνια μια βιογραφία περιλαμβάνει τόσο υλικό «εναντίον» του βιογραφούμενου. Το desideratum του έργου είναι εμφανές: όλα τα στοιχεία του συναρπαστικού, πολύπλοκου και αντιφατικού βίου του Καμύ να παρατεθούν μπροστά στον αναγνώστη, ώστε ο ίδιος να οδηγηθεί στα προσωπικά του συμπεράσματα. Σημαντική μάλιστα βοήθεια σε τούτο προσφέρει η ιδιαίτερα ελκυστική πλευρά του βιβλίου που αφορά τη συνεχή επικοινωνία, αντιπαράθεση αλλά και συνύπαρξη (σύμφωνα άλλωστε με τον περίφημο ευφημισμό του Σαρτρ, στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Καμύ) με σπουδαία πρόσωπα της γαλλικής κουλτούρας: Αντρέ Μαλρώ, Πωλ Νιζάν, Ρεμόν Κενώ, Ρενέ Σαρ, Μωρίς Μερλό-Ποντύ, Σιμόν Ντε Μποβουάρ, με τον Σαρτρ βέβαια, κ.ά. Είναι αμέτρητες οι  μεταξύ τους συνομιλίες που αποκαλύπτουν βαθύτερες «συνομιλίες» σκέψης και πνεύματος.

Ο Καμύ αρνούνταν την πολιτική χωρίς ηθική, γεγονός που προκαλούσε και συνεχίζει να προκαλεί την θυμηδία τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς. Ο ουμανισμός του, ακόμα και «πεισματάρικος» (κατά τον χαρακτηρισμό του Σαρτρ), υπήρξε καθολικός και αδιαπραγμάτευτος. «Γνωρίζουμε πως η εποχή των ιδεολογιών έχει παρέλθει» δήλωνε ήδη από το 1957, ενώ η άμεση αίσθησή του από την επίσκεψη στα σπίτια ενός ευημερούντος σοβιετικού κολχόζ ήταν η «αποπροσωποποίηση του ανθρώπου». Πρώην στρατευμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αρνήθηκε να θυσιάσει αυτούς που ονομάζει «Άραβες» και τις ιδέες του για την τέχνη στις πιέσεις ενός κόμματος «που θέτει το πολιτικό περιεχόμενο ενός έργου υπεράνω της καλλιτεχνικής φύσης του». Η ρήξη με τον κομματικό μηχανισμό τον σημάδεψε χωρίς να τον τραυματίσει, καθώς ουδέποτε αισθάνθηκε ότι πρόδωσε μια τάξη.

Στοχαστής και ηθικολόγος, απέρριψε τους πειρασμούς του ολοκληρωτισμού και τη δική του κλίση προς το μηδενισμό, ενώ κατάφερε να μην ολισθήσει ούτε προς τον κυνισμό. Αρνήθηκε τον φανατισμό, αλλά όχι την μαχητικότητα. Κόντρα στις τάσεις της εποχής του κατήγγειλε, όπως κι ο Όργουελ, τις φρικαλεότητες του στρατοπεδικού και αστυνομοκρατούμενου κόσμου της Αριστεράς και της Δεξιάς, ενώ ως το τέλος συμβούλευε να μη συγχέουμε την δημιουργία με την προπαγάνδα. Απομονώθηκε στο γαλλικό περιβάλλον όπου θριάμβευε ένας «ακατέργαστος μαρξισμός» και τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του υπήρξε ο αποδιοπομπαίος τράγος της «παραπληροφορημένης» παριζιάνικης Αριστεράς. Κι όμως, σε μια ζωή όπου αγωνίστηκε να ελέγξει τις αντιφάσεις της, συχνά προτιμούσε τους στρατευμένους ανθρώπους από τη στρατευμένη λογοτεχνία και στάθηκε με υποδειγματικό τρόπο στο πλευρό πολλών συγγραφέων ανεξαρτήτως παράταξης ή και φανατισμού. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν ήθελε να είναι ούτε θύτης ούτε θύμα: «Ξέφυγα […] απ’ όλους […] και κατά κάποιον τρόπο εγώ θέλησα να φύγουν όλοι από κοντά μου».

Σε σχέση με το πρόβλημα της Αλγερίας το πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα. Ο Τοντ κατά βάση συμφωνεί με την άποψη που εντοπίζει στον «Ξένο» «την ανησυχητική ομολογία μιας ιστορικής ενοχής που παίρνει τη μορφή μιας τραγικής πρόβλεψης». Απέναντι το αλγερινό ζήτημα ο Καμύ ήταν φορμαλιστής και ηθικολόγος: επιθυμούσε για την Αλγερία αυτό που ο καθένας, με επικεφαλής τη Ναντίν Γκόρντιμερ επιθυμεί σήμερα για την Νότια Αφρική: συνύπαρξη με ίσα δικαιώματα, δυο λαούς σε ένα έθνος και ένα κράτος πολυφυλετικού δικαίου. Εδώ ο βιογράφος ανασκευάζει τις κατηγορίες πως ο Καμύ υποστήριζε πάντοτε, αν όχι εμφανώς τουλάχιστο σιωπηρά, την καθεστηκυία τάξη και πως ουδέποτε διατάραξε το παραμικρό στον καπιταλιστικό και χριστιανικό πολιτισμό, διατηρώντας πάντα ένα πλευρό «γαλλικής Αλγερίας».

Ο τελικός απολογισμός, αν ποτέ μπορεί να υπάρξει τέτοιος, μας παραδίδει έναν ασίγαστα ανήσυχο κι εμπνευσμένο άνθρωπο που αισθανόταν καλλιτέχνης και «δημιουργός μύθων», που δεν υπήρξε μόνο ο συγγραφέας των σπουδαίων μυθιστορημάτων και δοκιμίων. Αλλά κι ένας ποιητής που δεν αισθανόταν τέτοιος, όμως μας κληροδότησε σελίδες πρόζας με έξοχο ποιητικό πλούτο· ένας στοχαστής που μας έδωσε ιδέες, ορισμένες από τις οποίες στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας γίνονται περισσότερο αποδεκτές σήμερα· ένας δημοσιογράφος που δεν αφοσιώθηκε ποτέ στην δημοσιογραφία για να διοχετεύσει την ενέργειά του στο τρίπτυχο «μυθιστόρημα, θεατρικό έργο και δοκίμιο». Κι όμως, για δυόμισι χρόνια υπήρξε ο πιο προικισμένος αρθρογράφος του γαλλικού Τύπου: τα άρθρα του ιδίως στην Combat και στην Alger Républicain σημαδεύουν μια εποχή, ενίοτε με την έμφαση του εφήμερου, την ίδια στιγμή που υποκύπτει αρκετές φορές στον μόνιμο πειρασμό κάθε στρατευμένου δημοσιογράφου, να διαμορφώσει ή και να αλλάξει την Ιστορία μέσα από τη γραφή του.

Εκείνος ο ρομαντικός, αντιεξουσιαστής συγγραφέας και διανοητής, ο γιος ενός οιναποθηκάριου και μιας αναλφάβητης γυναίκας, «ξοδευόταν αλόγιστα» σε μια γεμάτη ζωή, αγωνιζόμενος να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύσκολα στοιχήματα, να λυτρωθεί από την πολιτική με την λογοτεχνία και να παραδοθεί άνευ όρων στην «αγάπη για τη ζωή» (τίτλο άλλωστε ενός από τα δοκίμια – νουβέλες του). Και εντέλει, μέσα από τον λογοτεχνικό ή πολιτικό λόγο ή και ενάντια σ’ αυτόν, να αφιερωθεί σ’ εκείνο που ο Τ.Σ. Έλιοτ ονόμασε «αμείλικτη μάχη με τις λέξεις» που «σκληραίνουν, ραγίζουν, γλιστρούν, χάνονται».

Εκδ. Καστανιώτη, 2009, μτφ. Ρίτα Κολαΐτη, σ. 788 [Olivier Todd, Albert Camus. Une vie, 1996].

Δημοσίευση σε: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 29 (άνοιξη 2012).

Οι εικόνες: Εvgeniya Kashina, Scenery sketch for a screen version «L’Etranger» by Albert Camus.