R.G. Collingwood – Μια αυτοβιογραφία

Η αυτοβιογραφική διήγηση του φιλόσοφου, ιστορικού και αρχαιολόγου R.G. Collingwood δεν είναι μόνο μια ακολουθία πνευματικών βιωμάτων αλλά και η πολεμική ενός πενηντάχρονου υπό την σκιά του επερχόμενου θανάτου του, που επιθυμεί να συγκεντρώσει το γραπτό και άγραφο έργο του. Ο συγγραφέας, που υπέφερε για χρόνια από όγκο στον εγκέφαλο και πέθανε στην ηλικία των 53 ετών, έγραψε σειρά όχι εκτεταμένων αλλά λαμπρών φιλοσοφικών έργων και αναγνωρίστηκε ως εξαιρετικός στυλίστας,  αλλά ήταν με την αυτοβιογραφία του, που αναγνωρίστηκε και ως μεγάλος χιουμορίστας, άξιος απόγονος του Swift και του Sterne, όπως γράφει στην εισαγωγή του ο Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ.

Ο Collingwood ένοιωσε σαν στο σπίτι του μέσα στο ευρύ τοπίο του γερμανικού Ρομαντισμού και της «Ιστορικής Σχολής» των Hegel, Schelling, Huboldt και στον γειτονικό ιταλικό εγελιανισμό κυρίως του Benedetto Croce, «με μια μεγάλη στροφή στον ιστορικό στοχασμό», εδώ όμως δεν μας εκθέτει τα ιδιαίτερα φιλοσοφικά του ερεθίσματα αλλά περιγράφει την πνευματική του εμπειρία ως μια τελείως κατανοητή και αναγκαία εσωτερική εξέλιξη. Ο συγγραφέας έβλεπε στην ιστορική γνώση την αρχή ενός νέου μέλλοντος για την ανθρωπότητα και γι’ αυτόν το αποφασιστικό γεγονός ήταν το ξεκίνημα μιας αναδόμησης της ιστορίας του κόσμου, η οποία στηρίζεται στις ανασκαφές. Γνώση του παρόντος είναι γνώση του παρελθόντος που με μη αναγνωρίσιμο τρόπο επιδρά αδιάκοπα σε αυτό το παρόν.

Η αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου που η δουλειά του είναι να σκέφτεται θα πρέπει να είναι η ιστορία της σκέψης του, και αυτό επιχειρεί να κάνει χωρίς πολλά λόγια μέσα σε τούτες τις επαρκείς 250 σελίδες. Όταν έπιασε στα χέρια του το βιβλίο Η ηθική θεωρία του Καντ ένιωσε πως τα περιεχόμενά του, παρόλο που δεν μπορούσε να τα καταλάβει, ήταν κατά κάποιο τρόπο δική του υπόθεση: ένα θέμα που αφορούσε προσωπικά τον εαυτό του ή μάλλον κάποιον μελλοντικό εαυτό του. Θα του έπαιρνε καιρό μέχρι να διδαχθεί έναν βασικό κανόνα: «μην θεωρείτε ποτέ ότι κατανοείτε οποιαδήποτε απόφανση ενός φιλοσόφου, μέχρι να αποφασίσετε, με την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, ποια είναι η ερώτηση στην οποία την προορίζει για απάντηση». Η επιστήμη είναι λιγότερο μιας συσσώρευση αληθειών, εξακριβωμένων χωριστά η κάθε μια, και περισσότερο ένας οργανισμός που στην πορεία της ιστορίας του υφίσταται λίγο πολύ συνεχή τροποποίηση σε κάθε μέρος του.

Έμαθα να αντιλαμβάνομαι έναν πίνακα όχι ως ένα τελειωμένο προϊόν αλλά ως το ορατό αρχείο, μιας προσπάθειας να λυθεί ένα ορισμένο πρόβλημα στην ζωγραφική. Κανένα «έργο τέχνης» δεν τελειώνει ποτέ, και υπό την  έννοια αυτή επομένως δεν υφίσταται καν ένα τέτοιο πράγματα όπως ένα «έργο τέχνης». [σ. 27]

Το έργο της ζωής του υπήρξε κυρίως μια προσπάθεια να επέλθει κάποια προσέγγιση μεταξύ φιλοσοφίας και ιστορίας. Το κύριο ερώτημα που τον έκαιγε ήταν το εξής: Ήταν δυνατό να φθάσουν οι άνθρωποι σε μια καλύτερη κατανόηση των ανθρώπινων πραγμάτων με την μελέτη της ιστορίας; Ήταν η ιστορία αυτό ακριβώς που θα μπορούσε το μέλλον να παίξει έναν ρόλο στον πολιτισμένο βίο ανάλογο με εκείνον της φυσικής επιστήμης στο παρελθόν; Προφανώς όχι, αν η ιστορία ήταν μονάχα μια υπόθεση ερανισμού. Αν οι ιστορικοί το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να επαναλαμβάνουν, με διαφορετική διάταξη και διαφορετικά στυλ διακόσμησης, αυτά που άλλοι είχαν πει πριν από εκείνους, η πανάρχαια ελπίδα να χρησιμοποιηθεί ως μια σχολή πολιτικής σοφίας είναι μάταιη, όπως το γνώριζε ήδη ο Έγελος, όταν έκανε την περιβόητη παρατήρησή του ότι το μόνο δίδαγμα που μπορεί να βγει από την ιστορία είναι ότι κανείς δεν διδάσκεται τίποτε από αυτήν.

Ο ιστορικός είναι ένα πρόσωπο τα ερωτήματα του οποίου αφορούν το παρελθόν. Η κυρίαρχη γνώμη θέλει τον ιστορικό ένα πρόσωπο, τα ερωτήματα του οποίου αφορούν αποκλειστικά το παρελθόν· ένα παρελθόν που είναι νεκρό και οριστικά χαμένο και που με καμμία έννοια δεν συνεχίζει να ζει μέσα στο παρόν. Ο Collingwood κατάλαβε ότι αυτό ήταν μια πλάνη. Γύρω στο 1920 η πρώτη αρχή της φιλοσοφίας του της ιστορίας ήταν η εξής; το παρελθόν που μελετά ένας ιστορικός δεν είναι ένα νεκρό παρελθόν, αλλά ένα παρελθόν που κατά μια έννοια συνεχίζει να ζει στο παρόν· πως η ιστορία συνδέεται όχι με «γεγονότα» αλλά με «διαδικασίες», που είναι πράγματα που δεν αρχίζουν και τελειώνουν αλλά που τρέπονται το ένα στο άλλο.

Στο δέκατο κεφάλαιο με τον τίτλο Η Ιστορία ως αυτογνωσία του νου ο συγγραφέας γράφει: Αν αυτό που γνωρίζει ο ιστορικός είναι παρελθούσες σκέψεις και αν τις γνωρίζει με το να τις ξανασκέφτεται για λογαριασμό του, έπεται ότι η γνώση που κατορθώνει να αποκτήσει με την ιστορική διερεύνηση δεν είναι γνώση της κατάστασής του ως αντικείμενης στην γνώση του εαυτού, αλλά γνώση της κατάστασής του, η οποία την ίδια στιγμή είναι γνώση του εαυτού του. Ξανασκεφτόμενος αυτό που κάποιος άλλος σκέφτηκε, το σκέφτεται ο ίδιος. Αν είναι ικανός να κατανοεί, με το να ξανασκέφτεται, τις σκέψεις πάμπολλων ειδών ανθρώπων, έπεται ότι ο ίδιος πρέπει να είναι πάμπολλα είδη ανθρώπου.

Κι έτσι έφτασε σ’ ένα από τα ύστατα ερωτήματά του: Πώς θα μπορούσαμε να οικοδομήσουμε μια επιστήμη των ανθρώπινων πραγμάτων, από την οποία οι άνθρωποι θα μπορούσαν να μάθουν να αντιμετωπίζουν καταστάσεις με την ίδια επιδεξιότητα που η φυσική επιστήμη τους έχει μάθει να αντιμετωπίζουν καταστάσεις στον κόσμο της Φύσης; Η απάντηση πλέον ήταν σαφής και βέβαιη. Η επιστήμη των ανθρώπινων πραγμάτων ήταν η ιστορία.

Διαβάζοντας την Αυτοβιογραφία του έχουμε την τύχη να μοιραζόμαστε μια στοχαστική συνύφανση ιστορίας και ζωής όπου κυριαρχεί το πάθος για τον στοχασμό. Ο συγγραφέας έζησε σε μια μεταιχμιακή εποχή όπου παρατηρούσε όσα σήμερα αποτελούν ανεπίστροφες αλήθειες. Γράφει, για παράδειγμα, για τον Τύπο: Οι εφημερίδες της βικτωριανής εποχής είχαν ως κύριο μέλημά τους να προσφέρουν στους αναγνώστες τους πλήρη και ακριβή ενημέρωση για ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος. Έπειτα ήλθε η Daily Mail, η πρώτη αγγλική εφημερίδα για την οποία η λέξη «ειδήσεις» έπαψε να σημαίνει όπως παλιά τα γεγονότα που ένας αναγνώστης όφειλε να γνωρίζει και απέκτησε καινούργια σημασία αναφερόμενη σε γεγονότα ή φανταστικά αποκυήματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν διασκεδαστικό ανάγνωσμα γι’ αυτόν. Μάθαινε τον εαυτό του να σκέφτεται τις «ειδήσεις» όχι ως την κατάσταση εκείνη μέσα στην οποία έπρεπε να δράσει, αλλά απλώς ένα θέαμα για στιγμές σχόλης. Σε μια ευρύτερη αντιστοιχία, η νεωτερική ευρωπαϊκή κοινωνία διαιρείται σε ανθρώπους που η ενεργητικότητά τους επικεντρώνεται στο να κατέχουν πράγματα και σε ανθρώπους που η ενεργητικότητά τους επικεντρώνεται στο να κάνουν πράγματα.

Εκδ. Ίνδικτος, 2007 [Σειρά Ερμηνείες, αρ. 6], μτφ., Ξενοφών Κομνηνός, σ. 253, εισαγωγή: Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ (μτφ. από τα γερμανικά: Ευαγγελία Τόμπορη) [An autobiography, 1939]

John Williams – Αύγουστος

Ήταν περισσότερο ένστικτο παρά γνώση αυτό που με βοήθησε να καταλάβω πως, αν είναι η μοίρα κάποιου ν’ αλλάξει τον κόσμο, υποχρέωσή του είναι πρώτα ν’ αλλάξει τον εαυτό του. Αν θέλει να υπακούσει στη μοίρα του, πρέπει πρώτα να βρει ή να επινοήσει μέσα του ένα σκληρό και κρυφό κομμάτι, που θ’ αδιαφορεί για τον ίδιο, για τους άλλους, ακόμα και για τον κόσμο που προορίζεται να αλλάξει – όχι σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες, αλλά με τρόπο και μορφή που θα ανακαλύψει στην πορεία. [σ. 469]

Καθώς ο Αύγουστος φτάνει στο τέλος της ζωής του και της αυτοκρατορικής του εξουσίας γράφει μια βαθύτατα υπαρξιακή εξομολόγηση, εκφράζοντας το απόσταγμα μιας ταραγμένης ζωής όπου η υπέρτατη εξουσία έπρεπε να συνυπάρξει με τις εσωτερικές επιταγές μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας. Πώς μπορεί κανείς να μείνει ακέραιος και πιστός στην προσωπική του ηθική κυβερνώντας την ίδια στιγμή μια αχανή αυτοκρατορία; Και πώς μπορούμε εμείς οι σύγχρονοι αναγνώστες να κατανοήσουμε ένα τέτοιο πρόσωπο;

Ο Τζον Γουίλλιαμς θα μπορούσε να γράψει ένα τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα με τριτοπρόσωπη γραφή, βασισμένο σε ενδελεχή έρευνα των αρχείων και να αποδώσει κάλλιστα την ούτως ή άλλως συναρπαστική μορφή του Αυγούστου σε μια λογοτεχνική βιογραφία. Όμως προτίμησε την στενή πύλη της πολυπρόσωπης αφήγησης και μάλιστα μέσω επιστολών, παράλληλα με άλλες μονολογικές εκφράσεις, όπως είναι τα ημερολόγια, τα απομνημονεύματα και τα πρακτικά. Πόσο δύσκολο στοίχημα! Κι όμως, αυτή ακριβώς η σύλληψη είναι που απογειώνει το μυθιστόρημα σε μια πλούσια πανοραμική πρόζα που ευφραίνει. Γιατί δίνοντας φωνή σε δεκάδες πρόσωπα μπορεί να αφηγηθεί μέσα από διαφορετικούς χαρακτήρες, που εκφράζουν τις δικές τους εσώτερες σκέψεις με τον δικό τους ιδιαίτερο λόγο. Είναι, άλλωστε, η ίδια η επιστολική έκφραση που, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο συγγραφέας, επιτρέπει στους συντάκτες να μιλούν οι ίδιοι για τον εαυτό τους.

Στο πρώτο μέρος τον γραπτό λόγο παίρνουν τα πρόσωπα του στενότερου και ευρύτερου περιβάλλοντος του Αυγούστου, συνδεδεμένα όλα στον ιστό της δημόσιας ζωής: οι νεαροί φίλοι με τους οποίους ξεκινάει μια αδιανόητη πορεία προς την νόμιμη «κατάκτηση» της αγαπημένης τους Ρώμης, συνεργάτες, αντίπαλοι και πολλές ακόμα μορφές που κινούνται γύρω τους, δίπλα τους ή εναντίον τους. Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας γράφει στον Γάιο Οκτάβιο πως «κατέκτησε τον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν είναι ασφαλής και πως έδωσε ελευθερίες στο λαό και ο λαός έφυγε σαν κυνηγημένος μακριά τους σα να ήταν αρρώστιες» [σ. 50] στην ουσία προοιωνίζει την ανάλογη διαπίστωση του Αύγουστου πολλά χρόνια μετά. Είναι ενδιαφέρον πως ακόμα και τα ίδια τα πρόσωπα αντιλαμβάνονται πως βλέπουν για τα γεγονότα και τον κόσμο κυρίως μέσα στις προσωπικές τους αισθήσεις και εμπειρίες. Για παράδειγμα, ο Γάιος Κίλνιος Μαικήνας γράφει προς τον ιστορικό Τίτο Λίβιο πως αυτός (ο Μαικήνας) δεν έχει την έχει την ελευθερία του ιστορικού, σε αντίθεση μ’ εκείνον, που μπορεί να περιγράψει τις εξελίξεις πολιτικών διαπλοκών, να ισορροπήσει νίκες και ήττες και να είναι ακόμα ελεύθερος «μέσα στην σοφή απλότητα της δουλειάς του, ελεύθερος από το φριχτό βάρος ενός είδους γνώσης που δεν μπορεί να ονομάσει». [σ. 37 – 38].

Στο δεύτερο μέρος την σκυτάλη με μορφή πένας παίρνουν πρόσωπα οικειότερα, καθώς και εκείνα του ευρύτερου προσωπικού κύκλου του Αυγούστου. Εδώ το βάρος δίνεται στην ιδιωτική ζωή αλλά και στον τρόπο που αυτή αναπόφευκτα συμπλέκεται με τα δημόσια πράγματα. Κύριο επίκεντρο των λόγων είναι η συμπεριφορά της αγαπημένης του κόρης Ιουλίας και η εξωσυζυγική της σχέση. Τα συναρπαστικότερα λόγια εδώ προέρχονται από τα επινοημένα ημερολόγια της ίδιας της Ιουλίας, που ο Αύγουστος «για το καλό της πολιτείας» τιμώρησε με εξορία λόγω παράβασης των περί μοιχείας νόμων που είχε ο ίδιος ψηφίσει. Από την δική του πλευρά εκείνος θεωρεί ότι την έσωσε, εφόσον επρόκειτο πράγματι να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία, καθώς γνώριζε ότι ο εραστής της και άλλοι ετοιμάζονταν να τον δολοφονήσουν.

Ασυνόδευτη κι αφρούρητη μ’ αφήνουν να περπατήσω τα εκατό μέτρα ως το γιαλό, όσο είναι  στενή μαύρη αμμουδιά του· κι εκατό μέτρα γύρω απ’ την πέτρινη καλύβα, που εδώ και πέντε χρόνια είναι το σπίτι μου… Έτσι ξεκινάει το ημερολόγιό της η σαραντατριάχρονη Ιουλία από το νησί Παντατερία, ένα ημερολόγιο που γράφει μόνο για εκείνη, «για να έχει κάτι να διαβάζει», χωρίς να ενδιαφέρεται να εξηγήσει τον εαυτό της στον κόσμο· έχει μόνο τον εαυτό της να πείσει ή να μην πείσει. Η γυναίκα που αν δεν ήταν γυναίκα και κόρη του αυτοκράτορα θα ήθελε να σπουδάσει φιλοσοφία, έμαθε τους πλάγιους τρόπους με τους οποίους μια γυναίκα ανακαλύπτει, ασκεί και απολαμβάνει την εξουσία· τα προσωπεία που πρέπει να διαθέτει για να ξεγελάει τους άλλους: της αθώας κοπέλας, της κόρης, της ενάρετης συζύγου, της αργόσχολης φιλοσόφου, της γυναίκας.

Χήρα για πρώτη φορά χήρα στα δεκαεφτά της, έπρεπε να περάσει δυο γάμους και τρεις γέννες για να μάθει ότι «το κορμί της είχε κι αυτό δικαιώματα και δεν όφειλε να υπηρετεί επιθυμίες άλλων και όχι δικές του». Και ήταν ο Ίουλος Αντώνιος εκείνος που της χάρισε τις ηδονές που έμαθε έστω και καθυστερημένα στην ζωή της, εκείνος που «της χάρισε για ένα χρόνο τη αληθινή ζωή εντός του κόσμου» κι ο ίδιος που «την έριξε σε τούτον τον αργό θάνατο στην Παντατερία όπου μπορεί να παρακολουθεί μέρα με τη μέρα το τέλος και το σβήσιμο της ζωής της».

Κατήγορος ήταν ο ίδιος ο πατέρας μου. Αναφέρθηκε με πολλές λεπτομέρειες στις παρανομίες μου κατανόμασε τους εραστές μου, τα μέρη των συναντήσεών μας, τις ημερομηνίες… Και ζήτησε, σύμφωνα με τον Ιούλιο νόμο του, να εξοριστώ δια παντός από την πύλη της Ρώμης, υποδεικνύοντας τη Σύγκλητο να διατάξει τον περιορισμό μου σ’ αυτό το νησί της Παντατερίας, για να ζήσω εδώ το υπόλοιπο της ζωής μου μετανοώντας για τις διαστροφές μου. Αν η ιστορία δε με σβήσει τελείως από τα κατάστιχά της, έτσι θα με θυμάται. Αλλά η ιστορία δεν θα μάθει την αλήθεια, αν υποθέσουμε ότι η ιστορία μαθαίνει ποτέ την αλήθεια. [σ. 444-445]

Μέχρι εδώ είναι εμφανές ότι καθώς ξεδιπλώνονται σταδιακά τα γεγονότα και μένει ο πυρήνας της ουσίας τους, εκείνο που έχει σημασία είναι η προσωπική αλήθεια των πρωταγωνιστών και των δευτεραγωνιστών τους. Αλλά την ίδια στιγμή οι αφηγήσεις αυτών των δυο κύκλων περικυκλώνουν τον Αύγουστο, φωτίζοντας από όλες τις θέσεις όσα φαίνονται από την προσωπικότητά του. Και είναι τελικά το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου όπου ο Αύγουστος αποκτά την δική του φωνή και καθώς γράφει στον φίλο του Νικόλαο Δαμασκηνό. Αυτή είναι η ώρα που ο αυτοκράτορας εκφράζει την δική του αλήθεια· τώρα ύστερα από τα αλλεπάλληλα φύλλα των λόγων τόσων άλλων προσώπων, φτάνει η στιγμή της δικής του γαλήνιας κάθαρσης.

Κατέληξα να πιστεύω πως στη ζωή του καθενός, αργά ή γρήγορα, έρχεται μια στιγμή που αντιλαμβάνεται (πέρα και πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο έχει αντιληφθεί ή ίσως αντιληφθεί στο μέλλον, και είτε μπορεί είτε όχι να εκφράσει αυτή την αντίληψη) το τρομακτικό γεγονός ότι είναι μόνος, ολομόναχος, και ότι δεν μπορεί ποτέ να είναι κάτι άλλο από το δύσμοιρο πράγμα που είναι ο εαυτός του. [σ. 503]

Ο Αύγουστος παραδέχεται πως ένοιωσε σεβασμό, ακόμα και συμπάθεια για τους παράξενους λαούς, τους τόσο διαφορετικούς από τους Ρωμαίους, με τους οποίους αναγκάστηκε να έρθει σε συνδιαλλαγές και συμφωνίες, το γεγονός ότι η γνωριμία τους τον βοήθησε να καταλάβει καλύτερα τους συμπατριώτες του· ομολογεί πως ποτέ δεν πίστεψε ότι είχε περισσότερη σοφία και δύναμη απ’ όση είχαν οι άλλοι και ότι περισσότερο κυβερνήθηκε παρά κυβέρνησε· υποψιάζεται ότι η ιδανική κατάσταση για τον άνθρωπο, εκείνη που αναδεικνύει ό,τι αξιοθαύμαστο έχει μέσα του, μπορεί να μην είναι η ευμάρεια, η ειρήνη και η αρμονία για τις οποίες τόσο κόπιασε να εξασφαλίσει στην αγαπημένη του Ρώμη· εκπλήσσεται για το γεγονός ότι του προσφέρθηκε δυο φορές από τον ρωμαϊκό λαό και την Σύγκλητο η δικτατορική εξουσία, την οποία απέρριψε· είναι βέβαιος ότι μπορεί τα τείχη των πόλεων να τις προστατεύουν αλλά δεν υπάρχει τείχος ικανό να προστατεύει την ανθρώπινη καρδιά από τις ίδιες τις αδυναμίες της· καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι θεοί, ακόμα κι αν υπάρχουν, δεν έχουν καμία σημασία, δεν μετράνε. Αν, λοιπόν παρότρυνα τον λαό να ακολουθήσει τις επιταγές αυτών των αρχαίων ρωμαϊκών θεών, το έκανα από ανάγκη μάλλον, παρά από κάποια βαθύτερη θρησκευτική πίστη ότι αυτές οι δυνάμεις βρίσκονται πράγματι μέσα στα υποτιθέμενα πρόσωπά τους. [σ. 502]

Και ο έρωτας που καθόρισε δραματικά την ζωή της κόρης του και την μεταξύ τους ιδιαίτερη σχέση; … αντίθετα με όσα ίσως πιστεύουμε  είναι ίσως η πιο ανιδιοτελής απ’ όλες τις ποικιλίες της αγάπης· θέλει να γίνει ένα με τον άλλον, να δραπετεύσει δηλαδή από τα όρια του εαυτού του. Αυτό το είδος της αγάπη είναι, βέβαια, το πρώτο που πεθαίνει […] Το γεγονός όμως ότι θα πεθάνει (και ότι το ξέρουμε πως θα πεθάνει) τον κάνει πιο πολύτιμο· και μόλις τον γευτούμε και τον γνωρίσουμε, δεν είμαστε πια ανεπανόρθωτα παγιδευμένοι και εξόριστοι μέσα στον εαυτό μας. [σ. 504]

Αν υπάρχουν αλήθειες σ’ ετούτο το έργο, έγραψε ο συγγραφέας, είναι μάλλον οι αλήθειες της λογοτεχνίας παρά της ιστορίας, ευχόμενος οι αναγνώστες να το διαβάσουν ως έργο φαντασίας. Αυτή η λογοτεχνική αλήθεια, σκέφτομαι, έτσι όπως διαπλέκεται με τις όποιες πηγές της ιστορίας, μας χαρίζει ένα άλλο είδος γνώσης· κι αν, σύμφωνα με τα λόγια του Γουίλλιαμς, ένα μυθιστόρημα δημιουργείται όχι τόσο για να κατανοηθεί ή αναλυθεί όσο για να βιωθεί ως εμπειρία, τότε η παραπάνω γνώση μετατρέπεται σε συναρπαστική εμπειρία.

Ο ποιητής ατενίζει το χάος της εμπειρίας, την σύγχυση των συμβάντων και τα ακατανόητα βασίλεια των δυνατοτήτων – τον κόσμο δηλαδή μέσα στον οποίο ζούμε όλοι, αλλά ελάχιστοι μπαίνουν στον κόπο να ερευνήσουν. Οι καρποί που αποκομίζει αυτή η εξερευνητική ματιά είναι η ανακάλυψη (ή η εφεύρεση) κάποιων μικτών αρχών αρμονίας και τάξης, που μπορούν ν’ απομονωθούν από την αταξία γύρω τους και η υποταγή αυτής της ανακάλυψης στους ποιητικούς νόμους που τελικά την καθιστούν δυνατή […] Δεν υπάρχει αυτοκράτορας που να οργανώνει πιο προσεκτικά τις διάφορες επαρχίες του κόσμου ώστε να αποτελούν την μία και ενωμένη αυτοκρατορία του από τον ποιητή που συνδυάζει τις λεπτομέρειες του ποιήματός του έτσι ώστε να δημιουργήσει μέσα στο σύμπαν του ανθρώπινου νου έναν κόσμο άλλον, ίσως πιο αληθινό από αυτόν που προσωρινά κατοικούμε. [σ. 488-489]

Εκδ. Gutenberg [Aldina, αρ. 10], 2017, σελ. 525, μτφ. Μαρία Αγγελίδου. Περιλαμβάνεται εισαγωγή του John McGahern (μτφ. Τόνια Κοβαλένκο), σημείωση του συγγραφέα και βιογραφικό σημείωμα [Augustus, 1972].

Τα σύγχρονα ζωγραφικά έργα τέχνης είναι των Cabepfir, Tancredi Scarpelli και Jean Claude Golvin.